Πες το με ποίηση (430ο): «Μοιρολόι»…
Μίμης Πλέσσας – Καίτη Αμπάβη, «Μοιρολόι»
-Τάσος Λειβαδίτης, «Μοιρολόι»
Και πού να ρίξω το μεγάλο μου καημό
όπου θ’ ανοίξει η γης, θ’ ανοίξει η γης
και θα ραΐσει το βουνό
Ήλιε φονιά πως άφησες να γίνει το κακό
σκοτώσανε το σταυραετό και τον αυγερινό
κάτω στο σταυροδρόμι σκοτώσανε το νιο
Παρασκευή μεγάλη σταυρώσαν τον Χριστό.
Και τα κορίτσια ρίξανε κάτω τα μαλλιά
για να πιαστείς αϊτέ, να πιαστείς αϊτέ
ν’ ανέβεις απ’ τη λησμονιά
Ήλιε φονιά πως άφησες να γίνει το κακό
σκοτώσανε το σταυραετό και τον αυγερινό
κάτω στο σταυροδρόμι σκοτώσανε το νιο
Παρασκευή μεγάλη σταυρώσαν τον Χριστό.
************
-«Το μοιρολόι της Παναγιάς»
Σήμερα μαύρος Ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα όλοι θλίβουνται και τα βουνά λυπούνται,
σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Οβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά κι’ οι τρισκαταραμένοι
για να σταυρώσουν το Χριστό, τον Αφέντη Βασιλέα.
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνον μυστικόν για να τον λάβουν όλοι.
Κι’ η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
τας προσευχάς της έκανε για το μονογενή της.
Φωνή τους ήρθ’ εξ Ουρανού απ’ Αρχαγγέλου στόμα:
-Φτάνουν κυρά μου οι προσευχές, φτάνουν κι’ οι μετάνοιες,
το γυιό σου τον επιάσανε και στο φονιά τον πάνε
και στου Πιλάτου την αυλή εκεί τον τον τυραγνάνε.
-Χαλκιά-χαλκιά, φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια.
Και κείνος ο παράνομος βαρεί και φτάχνει πέντε.
-Συ Φαραέ, που τά ‘φτιασες πρέπει να μας διδάξεις.
-Βάλε τα δυο στα χέρια του και τ’ άλλα δυο στα πόδια,
το πέμπτο το φαρμακερό βάλε το στην καρδιά του,
να στάξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά του.
Κι’ η Παναγιά σαν τάκουσε έπεσε και λιγώθη,
σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο
για να της ερθ’ ο λογισμός, για να της έρθει ο νους της.
Κι’ όταν της ηρθ’ ο λογισμός, κι’ όταν της ηρθ’ ο νους της,
ζητά μαχαίρι να σφαγεί, ζητά φωτιά να πέσει,
ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί για το μονογενή της.
-Μην σφάζεσαι, Μανούλα μου, δεν σφάζονται οι μανάδες
Μην καίγεσαι, Μανούλα μου, δεν καίγονται οι μανάδες.
Λάβε, κυρά μ’ υπομονή, λάβε, κύρά μ’ ανέση.
-Και πώς να λάβω υπομονή και πώς να λάβω ανέση,
που έχω γυιο μονογενή και κείνον Σταυρωμένον.
Κι’ η Μάρθα κι’ η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα
και του Ιακώβου η αδερφή, κι’ οι τέσσερες αντάμα,
επήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι
και το στρατί τους έβγαλε μες του ληστή την πόρτα.
-Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου.
Κι’ η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δεν γνωρίζει,
τηράει δεξιώτερα βλέπει τον Αϊγιάννη,
Αγιέ μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γυιου μου,
μην είδες τον υγιόκα μου και τον διδάσκαλόν σου;
-Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χεροπάλαμα για να σου τόνε δείξω.
Βλέπεις Εκείνον το γυμνό, τον παραπονεμένο,
οπού φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο,
οπού φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;
Αυτός είναι ο γυιόκας σου και με ο δάσκαλός μου!
Κι’ η Παναγιά πλησίασε γλυκά τον αγκαλιάζει.
-Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;
-Τι να σου πω, Μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις·
μόνο το μέγα-Σάββατο κατά το μεσονύχτι,
που θα λαλήσει ο πετεινός και σημάνουν οι καμπάνες,
τότε και συ, Μανούλα μου, θάχεις χαρά μεγάλη!
Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα Ουράνια,
σημαίνει κι’ η Άγια Σοφία με τις πολλές καμπάνες.
Όποιος τ’ ακούει σώζεται κι’ όποιος το λέει αγιάζει,
κι’ όποιος το καλοφουγκραστεί Παράδεισο θα λάβει,
Παράδεισο και λίβανο απ’ τον Άγιο Τάφο.
http://www.poiein.gr/2012/04/13/othiana-iaynio-ionaiuo-oi-iienieue-oco-dhaiaaeuo/
**********
–“Χαμένο Μοιρολόι” ποίημα του Χρήστου Γνωμικού
Εκείνα που ήταν μόνα τους,
έκλαψαν…
Η φωνή τους όσο και
να στριγκλίζει,
δεν συγκρίνεται
ούτε δράμι με αυτή
της καρδιάς,
που έχει σιωπήσει μες
στα ουρλιαχτά της…
Είναι σαν χείμαρρος
απόγνωσης,
μέσα
σε μια πλειάδα
λόγων και
ξεσπασμάτων…
Η αγωνιά της μεγαλώνει,
η ελπίδα της
να την βρει ζωντανή,
μικραίνει…
Που να το έπλαθαν
όλες αυτές
οι καρδιές
που γαντζώθηκαν εδώ,
να παλμοχτυπούν
τόσο,
που η μια ψαύει
την άλλη…
************
Μ. Φαραντούρη – Ζ. Λιβανελί, «Μοιρολόι»
-Λ. Παπαδόπουλος, «Μοιρολόι» (τραγούδι Φαραντούρη)
Μες στο κοιμητήρι, αχ, πικρή βροχή,
κάνε να μη σβήσει τούτο το κερί.
Κι ούτε ένα λουλούδι να μη μαραθεί,
δεν τον σκοτώσαν, έχει κοιμηθεί.
Κι εσύ, αγέρα, πάψε πια να κλαις,
δεν έχει φύγει, ψέματα μου λες.
Μην κοιτάς το στήθος που ’χει ματωθεί,
δεν τον σκοτώσαν, έχει κοιμηθεί.
Ζεστό σαν το ψωμί, καθάριο σαν νερό,
ένα παλικάρι είκοσι χρονώ.
Ούτε που τ’ αφήσαν ν’ απολογηθεί,
δεν τον σκοτώσαν, έχει κοιμηθεί.
Μαύρο κοιμητήρι, πως και να γενείς
κάμπος της ελπίδας και της προσμονής;
Ο αρχάγγελός μου έχει πια χαθεί,
μου τον σκοτώσαν, δε θα ξαναρθεί.
***********
-Τάσου Κανάτση, Μοιρολόι
Λείπεις απ’ τις στιγμές κι από τα χρόνια λείπεις
μαύροι σε πήραν ποταμοί μαύροι σε πήραν δρόμοι
σε πέλαο σ’ έβγαλαν βαθύ σε μαύρο τόπο ξένο
σε πήρε ο κακός καιρός κι ερήμωσεν ο κόσμος
σε πήρε η κακή βροχή μαύρο σε πήρε χιόνι
και στ’ άραχλο το σπίτι σου μαύρες πλέκουν αράχνες
προικιά που δεν στολίστηκες όνειρα που δεν φόρεσες
κι έμειν’ αφώλιαστο πουλί στο κρύο στα δρολάπια
ν’ ανιστορώ τα πάθια σου με τα δικά μου πάθια
https://bookpress.gr/stiles/266-ena-poiima/5586-moiroloi-taso-kanatsis
***********
Μ. Θεοδωράκης, «Μοιρολόι της βροχής»
-Τάσος Λειβαδίτης, Μοιρολόι της
Μοιρολόι της βροχής
βράδυ Κυριακής,
που πηγαίνεις μοναχός
ούτε πόρτα να μπεις,
πέτρα να σταθείς
κι όπου πας, χλωμό παιδί,
ο καημός σου στη γωνιά
σε καρτερεί.
Παλικάρι χλωμό
μες στο καπηλειό
απομείναμε οι δυο μας,
ο καημός σου βραχνάς
πάψε να πονάς
η ζωή γοργά περνά
δυο κρασιά, δυο στεναγμοί
κι έχε γεια.
Παλικάρι χλωμό
σ’ ηύρανε νεκρό
στο παλιό σταυροδρόμι,
μοιρολόι η βροχή
μαύρα π’ αντηχεί
στο καλό, χλωμό παιδί,
σαν τη μάγισσα
σε πήρε η Κυριακή.
*************
-Κωστής Παλαμάς, Μοιρολόγι
Όχι ο Χάρος δε σε πήρε ·σε μιαν ώρα ερωτική σ’ άρπαξεν εσένα ο Ήλιος, λιόκαλο παιδί! Και σε πήγε στα παλάτια του για να σε χορτάσει εκεί με τον έρωτα που είν’ όλος μια φεγγοβολή. Φωτομύριστ’ άνθια θα σου κόψει και καρπούς φωτόγλυκους· θα λούσει σε μέσα σε φωτόχυτο ρυάκι ,θα σου ράψει μια φωτοστολή, και θα σε γυρίσει εδώ καβάλα σε αστρομέτωπο ελαφάκι. |
************
Κωστής Παλαμάς, Σὲ μιὰ ποὺ πέθανε
Ζωούλα ἐσύ, ποὺ σ᾿ ἔσβησε τὸ φύσημα τοῦ Χάρου
στὴν ἀγκαλιὰ τῶν ἁπαλῶν ὀνείρων τῆς αὐγῆς,
στὴ σκαλιστὴ δὲ δύναμαι λαμπράδα τοῦ μαρμάρου
νὰ σ᾿ ἀναστήσω ἀθάνατη, φτωχὸς τραγουδιστής.
Ὦ σωπασμένη μουσική, ποὺ ἡ μνήμη δὲ μπορεῖ μου,
νὰ θυμηθῇ τὸν ἦχο σου καὶ νὰ τὸν ξαναπῇ,
γι᾿ αὐτὸ μὲ κάτι πιὸ βαθὺ τὴ δένεις τὴν ψυχή μου,
ἐσὺ ἀτραγούδιστη κ᾿ ἐσὺ ἀζωγράφιστη πνοή.
Σὰ μακρινὸ ξημέρωμα χάραξες μέσ᾿ στὸ νοῦ μου,
πολὺ γλυκό, πολὺ δειλό, πολὺ διαβατικό.
Μιὰ μέρα ἀπάνω ἀπὸ τ᾿ ἁγνὸ κεφάλι τοῦ παιδιοῦ μου
ἀνθοῦ χαμόγελο ἔσκυψες καὶ χάϊδεμ᾿ ἀγαθό.
Καὶ κάτι μέσα μου ἄφησες ξανθὸ σὰν κεχριμπάρι,
καὶ πέρασες ἀγύριστη. Καὶ τώρα στὴ βραδιά,
ποὺ ἀργὰ ἀνεβαίνει μέσα μου, τὴν ὄψη σου ἔχει πάρει
τῶν γαλανῶν παραμυθιῶν ἡ ἄϋλη ξωτικιά.
Ἡ ἀσάλευτη ζωή, 1904
Ἅπαντα, τόμ. Γ´, σελ. 115
-Κ. Παλαμάς, «Ο τάφος» (απόσπασμα)
Άφκιαστο κι αστόλιστο
του Χάρου δε σε δίνω.
Στάσου με τ’ ανθόνερο
την όψη σου να πλύνω.
Το στερνό το χτένισμα
με τα χρυσά τα χτένια
πάρτε απ’ τη μανούλα σας,
μαλλάκια μεταξένια,
μήπως και του Χάροντα,
καθώς θα σε κοιτάξει,
του φανείς αχάιδευτο
και σε παραπετάξει!
Στο ταξίδι που σε πάει
ο μαύρος καβαλάρης,
κοίταξε απ’ το χέρι του
τίποτε να μην πάρεις.
Κι αν διψάσεις, μην το πιεις
απ’ τον κάτω κόσμο
το νερό της αρνησιάς,
φτωχό κομμένο δυόσμο!
Μην το πιεις, κι ολότελα
κ’ αιώνια μας ξεχάσεις
βάλε τα σημάδια σου
το δρόμο να μη χάσεις.
Μην το πιεις, κι ολότελα
κ’ αιώνια μας ξεχάσεις
βάλε τα σημάδια σου
το δρόμο να μη χάσεις,
κι όπως είσαι ανάλαφρο,
μικρό, σα χελιδόνι,
κι άρματα δε σου βροντoύν
παλικαριού στη ζώνη,
κοίταξε και γέλασε
της νύχτας το σουλτάνο,
γλίστρησε σιγά κρυφά
και πέταξ’ εδώ πάνω,
και στο σπίτι τ’ άραχνο
γυρνώντας, ω ακριβέ μας,
γίνε αεροφύσημα
και γλυκοφίλησέ μας!
************
ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΙ ΤΩΝ ΔΟΥΛΩΝ
ποιημα του Κ.Βάρναλη
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΔΟΥΛΟΣ
Προσωπάκι απαλό σαν το μεταξι
Ματάκια αστραφτερά σαν κρυά πηγή,
Χρονώ δεκατεσσάρω με δεκάξη,
Πού νά ναι τώρα; Στα βαθιά σου Γή!
Ο ΔΕΦΤΕΡΟΣ ΔΟΥΛΟΣ
Τα ρόδα χάμου θάλασσα, στό φράχτη
Τ’ αγίοκλημα ποτάμι κρεμαστό.
Πού νά ναι τώρα; Κουρνιαχτός καί στάχτη!
Καί το φεγγάρι απάνωθε σβηστό.
Ο ΤΡΙΤΟΣ ΔΟΥΛΟΣ
Δίχως αρχή και δίχως άκρα ή μέση,
Απέραντα: γή, θάλασσα, ουρανός!
Τά ζωσε τώρα σιδερένια δέση.
Έξω και μέσα κόσμος αδειανός.
ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ
Όλα βουβά μές τό βουβόν αέρα.
Ήλιος τυφλός κοιτάει και δέν κουνά.
Η νύχτα δε χωρίζει απ΄την ημέρα.
Τέλος του κόσμου η προφητεία μηνά!
Ποιός θά μάς σώσει; Ανατολή γιά Δύση;
Ποιός Έλληνας ή βάρβαρος θεός;
Μπροστά καινούριος κόσμος θα βαδίσει
Ή πίσω θα γυρίσει ο παλαιός;
************
«Μοιρολόι» της Ελένης Βακαλό
Θέλω να πω για τη μεγάλη σιωπή
Που δεν έχει στον ουρανό της φεγγάρι
Δεν έχει άλογο για να κινήσει η συνοδειά
Κι’ έχει ξεχάσει το ποτάμι
Θέλω να πω για την πικρή μας την καρδιά
Που δεν ξεχνάει
Στο Δίστομο βάλαν φωτιά και στο Μωριά μαχαίρι
Θέλω να πω για το χαλασμό που μας πλακώνει
Τυλίξανε σε κόκκινη βελέντζα το νεκρό
Και μας τον φέρνουν
Μας φέρνουνε μια φούχτα γιασεμιά
Και τον καϋμό της νύχτας
Μας φέρνουν το τραγούδι τ’ αξημέρωτο
Και τα κλειστά παντζούρια
Κι’ ένα μαχαίρι ατσάλινο
Να το καρφώσουμε στα δέντρα
Να βάψει η γη κι ο ουρανός
Από το αίμα
Αυτή τη σιωπή την αγαπώ
Αυτήν την καρδιά μας την ξέρω
Θέλω να πω για την πικρή τη φυλακή
Που τραγουδάνε τα κορίτσια
Έχει στ’ αυτί γαρύφαλλο
Και κλειδωμένο στόμα
Έχει καράβια μ’ ανοιχτά πανιά
Σταματημένα
Πέτρωσ’ η θάλασσα
Και δεν τον είδαμε τον ήλιο
Με ανοιχτές λαβωματιές
Να συλλογιέται τον αδελφό του
Που’ χει κρατήσει
Πάνω στον κόρφο του σφιχτά
Μια σφαίρα κελαϊδιστή
Να τη ζεστάνει
Θέλω να πω για τη μεγάλη σιωπή
Που ‘χει ξεχάσει το ποτάμι