Λόγος Παράταιρος

«Παράταιρος ο λόγος ο δυνατός/ μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει» (Γ. Ρίτσος)

Πες το με ποίηση (430ο): «Μοιρολόι»…

Μίμης Πλέσσας – Καίτη Αμπάβη, «Μοιρολόι»

-Τάσος Λειβαδίτης, «Μοιρολόι»

Και πού να ρίξω το μεγάλο μου καημό

όπου θ’ ανοίξει η γης, θ’ ανοίξει η γης

και θα ραΐσει το βουνό

Ήλιε φονιά πως άφησες να γίνει το κακό

σκοτώσανε το σταυραετό και τον αυγερινό

κάτω στο σταυροδρόμι σκοτώσανε το νιο

Παρασκευή μεγάλη σταυρώσαν τον Χριστό.

Και τα κορίτσια ρίξανε κάτω τα μαλλιά

για να πιαστείς αϊτέ, να πιαστείς αϊτέ

ν’ ανέβεις απ’ τη λησμονιά

Ήλιε φονιά πως άφησες να γίνει το κακό

σκοτώσανε το σταυραετό και τον αυγερινό

κάτω στο σταυροδρόμι σκοτώσανε το νιο

Παρασκευή μεγάλη σταυρώσαν τον Χριστό.

************

-«Το μοιρολόι της Παναγιάς»

Σήμερα μαύρος Ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,

σήμερα όλοι θλίβουνται και τα βουνά λυπούνται,

σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Οβραίοι,

οι άνομοι και τα σκυλιά κι’ οι τρισκαταραμένοι

για να σταυρώσουν το Χριστό, τον Αφέντη Βασιλέα.

Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι

να λάβει δείπνον μυστικόν για να τον λάβουν όλοι.

Κι’ η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,

τας προσευχάς της έκανε για το μονογενή της.

Φωνή τους ήρθ’ εξ Ουρανού απ’ Αρχαγγέλου στόμα:

-Φτάνουν κυρά μου οι προσευχές, φτάνουν κι’ οι μετάνοιες,

το γυιό σου τον επιάσανε και στο φονιά τον πάνε

και στου Πιλάτου την αυλή εκεί τον τον τυραγνάνε.

-Χαλκιά-χαλκιά, φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια.

Και κείνος ο παράνομος βαρεί και φτάχνει πέντε.

-Συ Φαραέ, που τά ‘φτιασες πρέπει να μας διδάξεις.

-Βάλε τα δυο στα χέρια του και τ’ άλλα δυο στα πόδια,

το πέμπτο το φαρμακερό βάλε το στην καρδιά του,

να στάξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά του.

Κι’ η Παναγιά σαν τάκουσε έπεσε και λιγώθη,

σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο

για να της ερθ’ ο λογισμός, για να της έρθει ο νους της.

Κι’ όταν της ηρθ’ ο λογισμός, κι’ όταν της ηρθ’ ο νους της,

ζητά μαχαίρι να σφαγεί, ζητά φωτιά να πέσει,

ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί για το μονογενή της.

-Μην σφάζεσαι, Μανούλα μου, δεν σφάζονται οι μανάδες

Μην καίγεσαι, Μανούλα μου, δεν καίγονται οι μανάδες.

Λάβε, κυρά μ’ υπομονή, λάβε, κύρά μ’ ανέση.

-Και πώς να λάβω υπομονή και πώς να λάβω ανέση,

που έχω γυιο μονογενή και κείνον Σταυρωμένον.

Κι’ η Μάρθα κι’ η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα

και του Ιακώβου η αδερφή, κι’ οι τέσσερες αντάμα,

επήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι

και το στρατί τους έβγαλε μες του ληστή την πόρτα.

-Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου.

Κι’ η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.

Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δεν γνωρίζει,

τηράει δεξιώτερα βλέπει τον Αϊγιάννη,

Αγιέ μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γυιου μου,

μην είδες τον υγιόκα μου και τον διδάσκαλόν σου;

-Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω,

δεν έχω χεροπάλαμα για να σου τόνε δείξω.

Βλέπεις Εκείνον το γυμνό, τον παραπονεμένο,

οπού φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο,

οπού φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;

Αυτός είναι ο γυιόκας σου και με ο δάσκαλός μου!

Κι’ η Παναγιά πλησίασε γλυκά τον αγκαλιάζει.

-Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;

-Τι να σου πω, Μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις·

μόνο το μέγα-Σάββατο κατά το μεσονύχτι,

που θα λαλήσει ο πετεινός και σημάνουν οι καμπάνες,

τότε και συ, Μανούλα μου, θάχεις χαρά μεγάλη!

Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα Ουράνια,

σημαίνει κι’ η Άγια Σοφία με τις πολλές καμπάνες.

Όποιος τ’ ακούει σώζεται κι’ όποιος το λέει αγιάζει,

κι’ όποιος το καλοφουγκραστεί Παράδεισο θα λάβει,

Παράδεισο και λίβανο απ’ τον Άγιο Τάφο.

http://www.poiein.gr/2012/04/13/othiana-iaynio-ionaiuo-oi-iienieue-oco-dhaiaaeuo/

**********

“Χαμένο Μοιρολόι” ποίημα του Χρήστου Γνωμικού

Εκείνα που ήταν μόνα τους,
έκλαψαν…
Η φωνή τους όσο και
να στριγκλίζει,
δεν συγκρίνεται
ούτε δράμι με αυτή
της καρδιάς,
που έχει σιωπήσει μες
στα ουρλιαχτά της…

Είναι σαν χείμαρρος
απόγνωσης,
μέσα
σε μια πλειάδα
λόγων και
ξεσπασμάτων…

Η αγωνιά της μεγαλώνει,
η ελπίδα της
να την βρει ζωντανή,
μικραίνει…
Που να το έπλαθαν
όλες αυτές
οι καρδιές
που γαντζώθηκαν εδώ,
να παλμοχτυπούν
τόσο,

που η μια ψαύει
την άλλη…

************

Μ. Φαραντούρη – Ζ. Λιβανελί, «Μοιρολόι»

-Λ. Παπαδόπουλος, «Μοιρολόι» (τραγούδι Φαραντούρη)

Μες στο κοιμητήρι, αχ, πικρή βροχή,
κάνε να μη σβήσει τούτο το κερί.
Κι ούτε ένα λουλούδι να μη μαραθεί,
δεν τον σκοτώσαν, έχει κοιμηθεί.

Κι εσύ, αγέρα, πάψε πια να κλαις,
δεν έχει φύγει, ψέματα μου λες.
Μην κοιτάς το στήθος που ’χει ματωθεί,
δεν τον σκοτώσαν, έχει κοιμηθεί.

Ζεστό σαν το ψωμί, καθάριο σαν νερό,
ένα παλικάρι είκοσι χρονώ.
Ούτε που τ’ αφήσαν ν’ απολογηθεί,
δεν τον σκοτώσαν, έχει κοιμηθεί.

Μαύρο κοιμητήρι, πως και να γενείς
κάμπος της ελπίδας και της προσμονής;
Ο αρχάγγελός μου έχει πια χαθεί,
μου τον σκοτώσαν, δε θα ξαναρθεί.

***********

άσου Κανάτση, Μοιρολόι

Λείπεις απ’ τις στιγμές κι από τα χρόνια λείπεις
μαύροι σε πήραν ποταμοί μαύροι σε πήραν δρόμοι
σε πέλαο σ’ έβγαλαν βαθύ σε μαύρο τόπο ξένο
σε πήρε ο κακός καιρός κι ερήμωσεν ο κόσμος
σε πήρε η κακή βροχή μαύρο σε πήρε χιόνι
και στ’ άραχλο το σπίτι σου μαύρες πλέκουν αράχνες
προικιά που δεν στολίστηκες όνειρα που δεν φόρεσες
κι έμειν’ αφώλιαστο πουλί στο κρύο στα δρολάπια
ν’ ανιστορώ τα πάθια σου με τα δικά μου πάθια

https://bookpress.gr/stiles/266-ena-poiima/5586-moiroloi-taso-kanatsis

***********

Μ. Θεοδωράκης, «Μοιρολόι της βροχής»

-Τάσος Λειβαδίτης, Μοιρολόι της

Μοιρολόι της βροχής
βράδυ Κυριακής,
που πηγαίνεις μοναχός
ούτε πόρτα να μπεις,
πέτρα να σταθείς
κι όπου πας, χλωμό παιδί,
ο καημός σου στη γωνιά
σε καρτερεί.

Παλικάρι χλωμό
μες στο καπηλειό
απομείναμε οι δυο μας,
ο καημός σου βραχνάς
πάψε να πονάς
η ζωή γοργά περνά
δυο κρασιά, δυο στεναγμοί
κι έχε γεια.

Παλικάρι χλωμό
σ’ ηύρανε νεκρό
στο παλιό σταυροδρόμι,
μοιρολόι η βροχή
μαύρα π’ αντηχεί
στο καλό, χλωμό παιδί,
σαν τη μάγισσα
σε πήρε η Κυριακή.

*************

-Κωστής Παλαμάς, Μοιρολόγι

Όχι ο Χάρος δε σε πήρε ·σε μιαν ώρα ερωτική σ’ άρπαξεν εσένα ο Ήλιος, λιόκαλο παιδί! Και σε πήγε στα παλάτια του για να σε χορτάσει εκεί με τον έρωτα που είν’ όλος μια φεγγοβολή. Φωτομύριστ’ άνθια θα σου κόψει και καρπούς φωτόγλυκους· θα λούσει σε μέσα σε φωτόχυτο ρυάκι ,θα σου ράψει μια φωτοστολή, και θα σε γυρίσει εδώ καβάλα σε αστρομέτωπο ελαφάκι.

************

Κωστής Παλαμάς, Σὲ μιὰ ποὺ πέθανε

Ζωούλα ἐσύ, ποὺ σ᾿ ἔσβησε τὸ φύσημα τοῦ Χάρου
στὴν ἀγκαλιὰ τῶν ἁπαλῶν ὀνείρων τῆς αὐγῆς,
στὴ σκαλιστὴ δὲ δύναμαι λαμπράδα τοῦ μαρμάρου
νὰ σ᾿ ἀναστήσω ἀθάνατη, φτωχὸς τραγουδιστής.

Ὦ σωπασμένη μουσική, ποὺ ἡ μνήμη δὲ μπορεῖ μου,
νὰ θυμηθῇ τὸν ἦχο σου καὶ νὰ τὸν ξαναπῇ,
γι᾿ αὐτὸ μὲ κάτι πιὸ βαθὺ τὴ δένεις τὴν ψυχή μου,
ἐσὺ ἀτραγούδιστη κ᾿ ἐσὺ ἀζωγράφιστη πνοή.

Σὰ μακρινὸ ξημέρωμα χάραξες μέσ᾿ στὸ νοῦ μου,
πολὺ γλυκό, πολὺ δειλό, πολὺ διαβατικό.
Μιὰ μέρα ἀπάνω ἀπὸ τ᾿ ἁγνὸ κεφάλι τοῦ παιδιοῦ μου
ἀνθοῦ χαμόγελο ἔσκυψες καὶ χάϊδεμ᾿ ἀγαθό.

Καὶ κάτι μέσα μου ἄφησες ξανθὸ σὰν κεχριμπάρι,
καὶ πέρασες ἀγύριστη. Καὶ τώρα στὴ βραδιά,
ποὺ ἀργὰ ἀνεβαίνει μέσα μου, τὴν ὄψη σου ἔχει πάρει
τῶν γαλανῶν παραμυθιῶν ἡ ἄϋλη ξωτικιά.

Ἡ ἀσάλευτη ζωή, 1904
Ἅπαντα, τόμ. Γ´, σελ. 115

-Κ. Παλαμάς, «Ο τάφος» (απόσπασμα)

Άφκιαστο κι αστόλιστο
του Χάρου δε σε δίνω.

Στάσου με τ’ ανθόνερο
την όψη σου να πλύνω.
Το στερνό το χτένισμα
με τα χρυσά τα χτένια
πάρτε απ’ τη μανούλα σας,

μαλλάκια μεταξένια,
μήπως και του Χάροντα,
καθώς θα σε κοιτάξει,
του φανείς αχάιδευτο
και σε παραπετάξει!

Στο ταξίδι που σε πάει

ο μαύρος καβαλάρης,

κοίταξε απ’ το χέρι του

τίποτε να μην πάρεις.

Κι αν διψάσεις, μην το πιεις

απ’ τον κάτω κόσμο

το νερό της αρνησιάς,

φτωχό κομμένο δυόσμο!

Μην το πιεις, κι ολότελα

κ’ αιώνια μας ξεχάσεις 

βάλε τα σημάδια σου

το δρόμο να μη χάσεις.

Μην το πιεις, κι ολότελα

κ’ αιώνια μας ξεχάσεις 

βάλε τα σημάδια σου

το δρόμο να μη χάσεις,

κι όπως είσαι ανάλαφρο,

μικρό, σα χελιδόνι,

κι άρματα δε σου βροντoύν

παλικαριού στη ζώνη,

κοίταξε και γέλασε

της νύχτας το σουλτάνο,

γλίστρησε σιγά κρυφά

και πέταξ’ εδώ πάνω,

και στο σπίτι τ’ άραχνο

γυρνώντας, ω ακριβέ μας,

γίνε αεροφύσημα

και γλυκοφίλησέ μας!

************

ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΙ ΤΩΝ ΔΟΥΛΩΝ

ποιημα του Κ.Βάρναλη

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΔΟΥΛΟΣ

Προσωπάκι απαλό σαν το μεταξι

Ματάκια αστραφτερά σαν κρυά πηγή,

Χρονώ δεκατεσσάρω με δεκάξη,

Πού νά ναι τώρα; Στα βαθιά σου Γή!

Ο ΔΕΦΤΕΡΟΣ ΔΟΥΛΟΣ

Τα ρόδα χάμου θάλασσα, στό φράχτη

Τ’ αγίοκλημα ποτάμι κρεμαστό.

Πού νά ναι τώρα; Κουρνιαχτός καί στάχτη!

Καί το φεγγάρι απάνωθε σβηστό.

Ο ΤΡΙΤΟΣ ΔΟΥΛΟΣ

Δίχως αρχή και δίχως άκρα ή μέση,

Απέραντα: γή, θάλασσα, ουρανός!

Τά ζωσε τώρα σιδερένια δέση.

Έξω και μέσα κόσμος αδειανός.

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ

Όλα βουβά μές τό βουβόν αέρα.

Ήλιος τυφλός κοιτάει και δέν κουνά.

Η νύχτα δε χωρίζει απ΄την ημέρα.

Τέλος του κόσμου η προφητεία μηνά!

Ποιός θά μάς σώσει; Ανατολή γιά Δύση;

Ποιός Έλληνας ή βάρβαρος θεός;

Μπροστά καινούριος κόσμος θα βαδίσει

Ή πίσω θα γυρίσει ο παλαιός;

************

«Μοιρολόι» της Ελένης Βακαλό

Θέλω να πω για τη μεγάλη σιωπή
Που δεν έχει στον ουρανό της φεγγάρι
Δεν έχει άλογο για να κινήσει η συνοδειά
Κι’ έχει ξεχάσει το ποτάμι

Θέλω να πω για την πικρή μας την καρδιά
Που δεν ξεχνάει

Στο Δίστομο βάλαν φωτιά και στο Μωριά μαχαίρι
Θέλω να πω για το χαλασμό που μας πλακώνει

Τυλίξανε σε κόκκινη βελέντζα το νεκρό
Και μας τον φέρνουν
Μας φέρνουνε μια φούχτα γιασεμιά
Και τον καϋμό της νύχτας
Μας φέρνουν το τραγούδι τ’ αξημέρωτο
Και τα κλειστά παντζούρια
Κι’ ένα μαχαίρι ατσάλινο
Να το καρφώσουμε στα δέντρα
Να βάψει η γη κι ο ουρανός
Από το αίμα
Αυτή τη σιωπή την αγαπώ
Αυτήν την καρδιά μας την ξέρω

Θέλω να πω για την πικρή τη φυλακή
Που τραγουδάνε τα κορίτσια

Έχει στ’ αυτί γαρύφαλλο
Και κλειδωμένο στόμα
Έχει καράβια μ’ ανοιχτά πανιά
Σταματημένα
Πέτρωσ’ η θάλασσα
Και δεν τον είδαμε τον ήλιο
Με ανοιχτές λαβωματιές
Να συλλογιέται τον αδελφό του
Που’ χει κρατήσει
Πάνω στον κόρφο του σφιχτά
Μια σφαίρα κελαϊδιστή
Να τη ζεστάνει

Θέλω να πω για τη μεγάλη σιωπή
Που ‘χει ξεχάσει το ποτάμι

Πες το με ποίηση (429ο): «ΜΥΡΩΔΙΑ-ΑΡΩΜΑ»…

*Η ανάρτηση είναι της καλής φίλης και συνεργάτιδας του μπλογκ, Αγγελικής.

ΡΟΔΟΥ ΜΟΣΚΟΒΟΛΗΜΑ – ΕΛΕΝΗ ΤΣΑΛΙΓΟΠΟΥΛΟΥ

1.ΡΟΔΟΥ ΜΟΣΧΟΒΟΛΗΜΑ

Εφέτος άγρια μ' έδειρε η βαρυχειμωνιά

που μ' έπιασε χωρίς φωτιά και μ' ήβρε χωρίς νιάτα,

κι ώρα την ώρα πρόσμενα να σωριαστώ βαριά

στη χιονισμένη στράτα.

.

Μα χτες καθώς με θάρρεψε το γέλιο του Μαρτιού

και τράβηξα να ξαναβρώ τ' αρχαία τα μονοπάτια,

στο πρώτο μοσκοβόλημα ενός ρόδου μακρινού

μου δάκρυσαν τα μάτια.

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

*****

2. Η ΕΥΩΔΙΑ ΕΝΟΣ ΡΟΔΟΥ

Η ευωδιά ενός ρόδου

μεσ’ στη νύχτα που τρέμει

.

ο κραδασμός των άστρων

σμιλεύει τη γη

.

παιδιά παίζουν

με μεγάλα σμαραγδένια μάτια

.

παράθυρα ανοίγουν μέσα μας

κι αναδύονται χιλιάδες πεταλούδες.

ΣΤΑΥΡΟΣ ΜΙΧΑΣ, «Θηρευτής εκτός ορίων», εκδ. Μανδραγόρας, 2001

*****

3. ΤΟΥ ΑΡΩΜΑΤΟΣ ΜΙΑΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ

Ἄρωμα γυναίκας, πού, γιά μιά στιγμή, διέκοψες τή

μοναχική μου προσήλωση

Στά φαντάσματα τοῦ παρελθόντος, γεμίζοντας

Μέ κρουνούς ἡδονῆς τήν ἄδεια στέρνα

Τῆς ζωῆς μου, ἐσύ ὄσφρηση -μαχαίρι

Πού αἰφνίδια εἰσχώρησες στή νεκρή γῆ

Ζητώντας μιά φλέβα γιά νά φουντώσεις

Πυροτεχνήματα, ἐσύ λέξη – κλειδί

Λησμονημένης ἐπωδοῦ ἀπό ἀρχαῖο παιάνα

Πέρασες καί χάθηκες μέσα στό πλῆθος.

.

Ἔρχονται στιγμές πού σέ θυμᾶμαι, ὅταν πλάνης

γιά πλάνες γυρίζω

Σέ δρόμους πού ἄλλαζαν κατεύθυνση κι ἐρήμωσαν

τά σπίτια τους,

Καί γίνεσαι ἕνα μαζί μου, σκέπαστρο καταφυγῆς,

Ἀχός μουσικῆς σέ ἄγρια νύχτα βιασμῶν,

Ἀστέρι πού πέφτει σέ ἄδειες παλάμες,

Ριπή σκοπευτηρίου σέ διάτρητο στόχο,

Θαμπόφεγγη ἐλπίδα

Ρημαγμένης ζωῆς.

ΤΑΣΟΣ ΚΟΡΦΗΣ

*****

4. ΑΡΩΜΑ ΑΝΟΙΞΗΣ

Το πρώτο άρωμα της άνοιξης

ήρθε και μ’ αγκάλιασε

ένα βράδυ τ’ Απρίλη.

Εκεί, δίπλα στη θάλασσα

βούτηξα την ψυχή μου

ξαναγεννήθηκα

ξαναντίκρισα τ’ αστέρια και το φεγγάρι

σαν πρώτη φορά.

Έψαξα τη χαμένη μου

παιδική αθωότητα χωρίς ντροπή.

.

Εκεί δίπλα στη θάλασσα,

γυμνός, βούτηξα στα μαύρα νερά

ξέπλυνα τα ανομήματά μου

ξαναβαφτίστηκα

στο όνομά σου.

.

Ανδρέας Καρακόκκινος, Πνοή της άνοιξης (2007) [Ενότητα Πνοή της άνοιξης]

*****

5. Η ΜΥΡΩΔΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Ξεκρέμασα από την ντουλάπα

Το παλιό μου πανωφόρι

Εκείνο με το σκίσιμο στη μασχάλη

Μυρίζει ναφθαλίνη

Μα καινούριο θα φαίνεται μ' ένα μαντάρισμα

.

Έτσι που το προβάρω στον καθρέφτη

Και βλέπω το αντιφέγγισμά μου στο τζάμι

Τις μέρες συλλογίζομαι

Που πέρασαν από την τρύπα της ζωής μου

.

Ούτ' ένα μπάλωμα

Ούτ' ένα μαντάρισμα

Δεν τις ομορφίζει

Όλη του κόσμου η ναφθαλίνη

Τη μυρωδιά του χρόνου δεν σκεπάζει

.

Λεωνίδας Κακάρογλου, Οι τίγρεις των δωματίων, Βιβλιοπωλείον της Εστίας

.

Νίκος Ξυλούρης-Χρώματα κι αρώματα

.

6. ΤΟ ΑΡΩΜΑ ΤΩΝ ΡΟΔΩΝ

Ποιος θα μου φέρει πίσω

το μεθυστικό

και αποπνικτικό

άρωμα

από τα λευκά τριανταφυλλάκια

πλεγμένα στις λόγχες

του κιγκλιδώματος

των κήπων

του Μαΐου;

.

Δεν έχω μυρίσει ξανά

ποτέ κάτι παρόμοιο

μήτε

το άρωμα

του γυναικείου φύλου

στην κορύφωση

της επιθυμίας

είναι καλύτερο

από αυτό.

.

Αλμπέρτο Μοράβια, Μετάφραση: Μάριος Λογαράς

*****

7. ΜΥΡΩΔΙΑ

Ξύπνησα από τη μυρωδιά: κάτι καίγεται

Πουθενά καπνός όμως, πουθενά φωτιά

Έψαξα όλο το σπίτι

Έφτασα μέχρι τις αναμνήσεις του

Παλιά κουτιά με παπούτσια

Χιλιάδων απολεσθέντων βημάτων

.

Άλλα κουτιά με υπολείμματα λέξεων

Που δεν ειπώθηκαν ποτέ

Και πέθαναν από ασιτία μακράς διαρκείας

Μια φωτογραφία εδώ, ένας χωρισμός εκεί

Σκόρπια και ασύνδετα κομμάτια

Από ακατανόητα αντικείμενα και υποκείμενα

.

Α, ναι: και μια φωνή ξεχασμένη

Στο πίσω μέρος μιας πένθιμης γιορτής

Χωρίς ημερομηνία έναρξης ή λήξης

Ακόμα και σ' αυτή τη φωνή έψαξα.

Δεν βρήκα τίποτα.

.

Ωστόσο η μυρωδιά επιμένει, δυναμώνει

Κι εγώ τώρα πια το ξέρω:

Αφού δεν βρήκα τίποτα

Κάπου καίγονται ψυχές.

.

Κώστας Καναβούρης

*****

8. Η ΜΥΡΩΔΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗΣ

Οι άνθρωποι

που έχουν ξεχάσει πώς είναι η ζωή

έχουν μια μυρωδιά ιδιαίτερη.

.

Είναι αυτή της μοναξιάς

που μοιάζει με κουκούλι κάμπιας

και τους περιβάλλει.

.

Είναι η κρούστα από πάγο στην επιφάνεια της λίμνης

τις ήσυχες μέρες του χειμώνα·

η υφή της υγρασίας σε σπίτια που κατοικούνται

χωρίς κανείς να ζει εκεί ποτέ κανένα πάθος·

που κατοικούνται

κι όμως μοιάζουν ξεχασμένα.

ΤΣΑΜΠΙΚΑ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑ

Το Άρωμα | Παραδοσιακό

9. ΤΟ ΑΡΩΜΑ

Αχ,

Ήθελα να ‘μουν άρωμα

Που βάνεις στα μαλλιά σου, που βάνεις

Σε κάθε σου αναπνοή

Να μπαίνω στην καρδιά σου..

.

Αχ,

Όλου του κόσμου τα καλά

Να τα 'χα δεν τα θέλω, δεν τα θέλω

Ας έχει ο κόσμος τα καλά

Κι εγώ αυτόν που θέλω

.

Αχ

Όσα άστρα έχει ο ουρανός

Ο ήλιος το φεγγάρι, το φεγγάρι

Έτσι κι εγώ θα σ' αγαπώ μέχρι να μπω στον Άδη

.

Αχ

Για σένα κλαίω και πονώ

Και βαριαναστενάζω, για σένα

Μα τέτοιο πόνο με χαρές

Χιλιάδες δεν αλλάζω!

.

Αχ

Ήθελα να ‘μουν άρωμα

Που βάνεις στα μαλλιά σου, που βάνεις

Σε κάθε σου αναπνοή

Να μπαίνω στην καρδιά σου!

.

(Παραδοσιακό)

*****

10. ΤΟ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ ΕΚΕΙΝΟ ΑΡΩΜΑ

και ξαφνικά συναντηθήκαμε

σε μια στροφή του δρόμου

αυθόρμητα απλώσαμε τα χέρια

μετά από τόσα χρόνια

δεν άλλαξες θα λέγαμε

αν έβγαιναν οι λέξεις απ’ το στόμα

και πάντα σ’ αγαπώ

χαθήκαμε για λίγο

ο ένας μέσα στα μάτια του άλλου

.

καθίσαμε μετά σ’ ένα παγκάκι

όπως σχεδόν μιαν άλλη εποχή

βουρκώσαμε αλλά δεν κλάψαμε

εισπνεύσαμε βαθιά

το ξεχασμένο εκείνο άρωμα

ενώ κάπου μακριά ακούσαμε

να παίζει το τραγούδι μας

.

χωρίσαμε ύστερα διστακτικά

μ’ ένα τρυφερό σπαρακτικό φιλί

γιατί ήταν ήδη νύχτα σκοτεινή

και πια δεν θα ξημέρωνε ποτέ

ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ, σαν τον πυράκανθο (2022)

*****

11.ΨΙΘΥΡΟΙ ΚΑΙ ΑΡΩΜΑ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ

ονειρική

η πόλη με το βραδινό της ένδυμα

προθήκες φωτισμένες σκοτεινές γωνιές

σοκάκια φιδοσέρνονται και χάνονται

εδώ κι εκεί σ’ άγνωστες γειτονιές

ψίθυροι κι άρωμα θαλασσινό

ένα ρίγος μια ανάσα ερωτική

διαπερνά μεθυστικά κάθε διαβάτη

μαγεύει και μαγεύεται

.

από την παραλία ως τα κάστρα

γίνονται όλα κρυψώνα μυστικό

φιλί και χάδι ατέλειωτο

αναστεναγμός

.

κάθε νύχτα η πόλη γεννάει τον έρωτα

που έρπει, εισχωρεί, κυριαρχεί

κι εκπνέει ξαφνικά το χάραμα

ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ, σαν τον πυράκανθο (2022)

*****

12. ΧΙΛΙΕΣ ΜΥΡΩΔΙΕΣ

Ο εραστής των αρωμάτων τρελάθηκε μέσα στις θεσπέσιες οσμές

και καθώς μυρίζει τις πνευματικές ανακλάσεις τους,

ονειρεύεται τα ευωδιαστά χόρτα της αγάπης.

Το κέδρο και τον πεύκο,

το μοσχοθυμίαμα του Αγιονόρους

και το τίμιο λαδάκι του φτωχού,

πασπαλισμένη πεθυμιά με ρίγανη στη άοσμη ξενιτιά

και το αχνιστό ψωμί από την πινακωτή.

.

Παρέκει ο μόσχος ο μάγκας να μασουλάει αργά-αργά

τον μακρόσυρτο χρόνο του.

Στο παζάρι το πολύβουο, χόρταση οι χίλιες μυρωδιές

για τον φτωχό, τον νοσταλγό, τον νοικοκύρη.

Ανδρέας Λίτος, Φωτός Κάλλος (2006)

*****

13. Η ΧΑΜΕΝΗ ΕΥΩΔΊΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

Το κέντρο του λόγου πανίσχυρο μέσα στην Ιστορία.

Χαριτωμένη φανέρωση της ενδόμυχης ζωής, μελιφθογγία.

Καίριο χτύπημα η πλημμυρίδα της φθοράς έξω από τα ρείθρα.

Η όμορφη ομιλία έγινε παρελθούσα στη μνήμη, ανεμόεσσα.

Η σιωπή του λεκτικού αφανισμού.

.

Κι εμείς οι λίγοι φίλοι, έτι ομιλούντες,

μαθητές της αγάπης, νοσταλγοί τώρα παραμένουμε

της ευωδίας του απόντος λόγου

χαρούμενοι για την εδώ παρουσία σου!

ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΙΤΟΣ, Φωτός Κάλλος (2006)

Πες το με ποίηση (428ο): «Αμαρτία»…

-«…Αμαρτία μου να ‘χα κι εγώ μιαν αγάπη
Μακρινή μητέρα, ρόδο μου, ρόδο, αμάραντο»

(Ο. Ελύτης)

**************

-Δ. Μητροπάνος – Σπ. Παπαβσιλείου, «Σ’ αγαπώ σαν αμαρτία»

-Λάκης Τεάζης, «Σ’ αγαπώ σαν αμαρτία»

Κάθεσαι στο μπαλκονάκι
σαν λουλούδι αθάνατο
μα εγώ σαν τ’ αηδονάκι
παίζω με το θάνατο.
Δε με νοιάζει κι αν πεθάνω
δε με νοιάζει κι αν χαθώ
ένα μόνο με μαραίνει
που μ’ αφήνεις μοναχό.

Σ’ αγαπώ σαν αμαρτία
σε μισώ σαν φυλακή.
Κόψε με αν θες στα τρία
στάλα αίμα δε θα βγει.

Τα βελούδινά σου χείλη
δε ματώσανε ποτές
είσαι η καύτρα στο καντήλι
που το λάδι μου το καις.
Στα μαλλιά σου κρέμασέ με
χτυποκάρδι και βρισιά
να μη βλέπω άλλα χείλη
να σου πίνουν τη δροσιά.

Σ’ αγαπώ σαν αμαρτία
σε μισώ σαν φυλακή.
Κόψε με αν θες στα τρία
στάλα αίμα δε θα βγει.

**************

-Άντειας Φραντζή, «Το σώμα και η αμαρτία»

Να αμαρτάνεις με τον πιο ενάρετο τρόπο
είπε
και εξαγνισμός να είναι η ακολασία σου.

Να περιστρέφεσαι πλανήτης
αστέρας η τιμωρία σου —
είπε
ο απλανής εγώ να παρατηρώ.

Έτσι
ατελεύτητη θα είναι η περιφορά σου
μα πάντα καινούρια,
ο χρόνος σου αιώνιος θα είναι
κι ανεπανάληπτος ο οργασμός σου
το σώμα σου θα είναι παρόν
μα η ψυχή σου μέλλον.

Να δοξαστεί το παρελθόν
κι η ιστορία να γίνει
επιτέλους
παραμύθι.

Από τη συλλογή Μεταγραφή ημερολογίου (1984)

[πηγή: Άντεια Φραντζή, Φευγαλέα. Ποιήματα 1975-2010, ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 2010, σ. 71]

*************


-Κ. Καρυωτάκης, ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ ΔΟΥΛΕΥΤΡΑ


Στα στήθια σου τον άφησες να γείρει,
τον σκέπασες με τα χρυσά μαλλιά σου
κ’ εστράγγισες της γλύκας το ποτήρι.

Μες στου φιλιού τ’ ανείπωτο μεθύσι
εκοίταξες, τρελή, την παρθενιά σου:
την είδες σα χρυσόνειρο να σβήσει.

Κ’ εδάκρυσες. Με μάτια θολωμένα
— απάρθενη σιγόλαμψε η ματιά σου —
τη μαύρη αλήθεια αντίκρισες θλιμμένα.

Και σήμερα που — οϊμέ! — την Αμαρτία
δουλεύεις, τη νεκρή την ομορφιά σου
προσφέρνεις σε μια αναίμαχτη θυσία.

http://karyotakis.blogspot.com/2007/02/

************

Αν είναι η αγάπη αμαρτία _ Τζένη Βάνου

-Ηλίας Λυμπερόπουλος, «Αν είναι η αγάπη αμαρτία»

Δεν έχουν το δικαίωμα
για σένα να μου λένε
τα στήθια μου να καίνε
να τρέχω σαν τρελή για να σε βρω
να λιώνω να πονώ να λαχταρώ

Αν είναι η αγάπη αμαρτία
θα βγω να το φωνάξω με λατρεία
θα βγω να το φωνάξω να το πω
πως είμαι αμαρτωλή που σ’ αγαπώ

Δεν έχουν το δικαίωμα
να με περιφρονούνε
μαζί σου σαν με δούνε
να λένε ότι είμαι αμαρτωλή
που λιώνω στο δικό σου το φιλί

Αν είναι η αγάπη αμαρτία
θα βγω να το φωνάξω με λατρεία
θα βγω να το φωνάξω να το πω
πως είμαι αμαρτωλή που σ’ αγαπώ

Αρχή φόρμας

**************

-Κατερίνα  Ραμανδάνη, «ΓΛΥΚΙΑ ΣΑΝ ΑΜΑΡΤΙΑ»

Δεν κοιμήθηκα ποτέ σε φιλντισένιο κρεβάτι

ούτε άκουσα γλυκόλογα ερωτικά,

ποτέ δεν ήταν συνεχές τ’ ονείρου το υφάδι

πάντα ένα αγκάθι μες στα σωθικά.

Δεν κοιμήθηκα ποτέ πάνω στα πούπουλα

ούτε στων ματιών σου διαπέρασα μέσα τις πηγές,

κάτι νάρκωνε της καρδιάς μου τα ζούμπουλα

και δάκρυα έρρεαν μέσα στις ψυχές.

Δεν βρήκα μια ζεστή φωλιά, μια φλόγα

παρά στης μάνας μου την αγκαλιά,

άγονες αγκάλες χίλιες γεύσεις, ρώτα

κι αυτούς που ψάχνουν μια παρηγοριά.

Αχ και να ‘μουν ένα χάδι, ένα ζαρκάδι

να σωθώ απ’ τα κοφτερά σου βράχια, τα τραχιά,

αχ και να ‘μουν ένα όμορφο καναρίνι

ν’ αποφύγω του κυνηγού την εύστοχη την τουφεκιά.

********

-Δημήτρης Καρπέτης , “Άφεση αμαρτιών”

Να σφίγγεις το χέρι του άλλου

μια Κυριακή απόγευμα,

να ανασαίνεις της έξαψης την τρικυμία.

Ότι αγγίζω ματώνει

ρουφάω το αίμα απ’ τις χαρακιές,

έτσι ποτίζω τα στεγνά μου χείλια.

Τι κι αν παραμονεύει ο θάνατος

εμείς ανταλλάσσουμε ματιές,

μεθάμε με της θάλασσας το κύμα.

Με χιλιόμετρα φαντασίας

προσπαθώ να συρθώ,

να κρατηθώ,

μέσα στο καχεκτικό αύριο.

Μια άφεση αμαρτιών

που διογκώνει το χάος.

************

“Πόσες αμαρτίες χωράνε σε μια μασχάλη”

Γράφει η Lale Alatli 

Το ηλιοβασίλεμα κόμπος στο λαιμό

Τα σύννεφα χειροπέδες της καρδιάς

Η Gioconda μού χαμογελάει ενοχικά

Η κλαίουσα ιτιά χτενίζει τα μαλλιά της

Το μαντηλάκι μοναδική παρέα πια με πικρές καραμέλες στις τσέπες

Πετάει στον ουρανό ένας ιμάμης με τύψεις

Ακούω τον γλάρο να φωνάζει το όνομά σου: «Παντοκράτορα!»

Θεέ μου μεγαλοδύναμε,

Ξέρω, έρχεται το τέλος μου αλλά θα κάνω ό,τι μπορώ με νύχια και με δόντια για να καθυστερήσω. Με τη βοήθειά σου, βέβαια! Πρώτα ο Θεός!

Είναι αδύνατον! Δεν μπορώ να χάσω όλα αυτά που κέρδισα μια ζωή. Βήμα βήμα έκτισα το παλάτι μου από μια μπάλα ποδοσφαίρου. Και γι’ αυτό τουρλώνω πέντε φορές την ημέρα τον κώλο μου προς τη βασιλεία των ουρανών και σε δοξάζω.

Τα πρωινά τρώω αρκετά για να παίρνω δύναμη. Ακόμα και στις νηστείες! Μια συνέντευξη τύπου στην Χρυσή Αίθουσα και αμέσως μετά στην Ανατολική Αίθουσα, τυριά, αλλαντικά, σαλάτες, φρούτα, φιστίκια, μπακλαβάδες, καζαντιμπί, ρεβανί, εκμέκ κανταΐφ… Τα σερμπέτια στάζουν από τα μουστάκια τα δικά μου και της γυναίκας μου!

Εσύ ξέρεις καλά Θεέ μου, δεν μπορώ να νηστεύω όταν κάνω τόσα δημόσια έργα μόνος μου! Δίνω ζωή σε όλους.

Έχω λίγο άγχος Θεέ μου, για τον αυριανό διαγωνισμό, για το καινούργιο εργοστάσιο όπλων. Ευτυχώς δέχτηκα από τους Γερμανούς τις Μερσεντές για το κάθε εγγόνι μου και τη συλλογή μαντηλών Versace για τις κόρες μου. Αυτά είναι, μεταξύ μας Θεέ μου, όπως και η πίστη!

Δεν είναι απλό πράγμα να τρέχεις από μέρος σε μέρος, από δείπνο σε δείπνο, με πέντε κινητά στο χέρι, να αλλάζεις συνέχεια ρούχα, παπούτσια, πρόσωπα, αεροπλάνα. Με καταλαβαίνεις, ναι;

Να είναι καλά η Αϊσέ που περιμένει στο κόκκινο δωμάτιο, η Φατμά στο μοβ και η Τζεμιλέ επίσημα στο ασημένιο!

Θεέ μου παντοδύναμε, τώρα βλέπω το Facebook, το Twitter και τις εφημερίδες ταυτόχρονα. Όλοι γράφουν για μένα! Το Youtube το απαγόρεψα γιατί είχαν ανεβάσει κάποια βίντεο εις βάρος μου. Το Wikipedia είναι μπλοκαρισμένο γιατί περιέχει πληροφορίες επικίνδυνες για τη δημόσια τάξη.

Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο με κουράζουν, πόσο με εκνευρίζουν όλα κι όλοι! Θέλω να σκοτώσω όσους δεν συμφωνούν μαζί μου!

Τίποτα δεν είναι αμαρτία για τον ιερό πόλεμο! Έτσι δεν είναι Θεέ μου;

Να, εδώ βάζω την υπογραφή και την σφραγίδα μου στο τελευταίο προεδρικό διάταγμα για να επανέλθει η θανατική ποινή. Τότε θα καταλάβουν τι σημαίνει να είσαι ο αρχηγός της Δημοκρατίας του Ανανά!

**************

-Γιάννης Ρίτσος, «Η αγιότητα πριν απ΄ την αμαρτία»

Την αγιότητα πριν απ` την αμαρτία δεν την πιστεύω.
Ανημπόρια τη λέω, δειλία τη λέω.
Τ`αφιερώματα στους θεούς, προσχήματα
για ν` αποφύγουμε τη δοκιμασία.

Αόρατοι οι θεοί, δε δίνουν αποδείξεις.
Πιθανόν αυτό να ζητάμε: όχι την ίδια την αγιότητα,
έναν ίσκιο μονάχα να κρυφτούμε.

Ωστόσο και τώρα θα` θελα να στο ξαναπώ:
Την αγιότητα πριν απ` την αμαρτία δεν την πιστεύω.
Τίποτα δεν πιστεύω. Δεν καταλαβαίνω τίποτα.

*****************

-Π. Βαγιόπουλος- Λ. Βελής «Όποιος δεν είν΄ αμαρτωλός»

-Μ. Ρασούλης, «Όποιος δεν είν΄ αμαρτωλός»

Όποιος δεν είν’ αμαρτωλός, να κάνει ένα βήμα μπρος
και τα δικά μου σφάλματα με δίκιο να τα κρίνει,
εγώ βαθιά, βαθιά στον άνθρωπο έχω εμπιστοσύνη.

Τόσα χρόνια περιμένω το δικό μου τον κριτή
μα ακόμα να φανεί!
Λες κι αγνός δεν έχει μείνει
άνθρωπος πάνω στη γη.

Όποιος δεν είν’ αμαρτωλός δεν ξέρει τι θα πει καημός,
την κόλαση δε γνώρισε δε ζει την τιμωρία,
που του βαθαίνει την ψυχή και λέγεται αγωνία.

Τόσα χρόνια περιμένω το δικό μου τον κριτή
μα ακόμα να φανεί!
Λες κι αγνός δεν έχει μείνει
άνθρωπος πάνω στη γη.

Όποιος δεν είν’ αμαρτωλός δε σκύβει απάνω του ο Θεός
χωρίς να πέσει στ’ άνομα δεν ψάχνει για ευτυχία
και το καθόλου αμαρτωλός είναι κι αυτό αμαρτία.

*****************

-Κωστής Παλαμάς, Ο αμαρτωλός

Είπεν ο αμαρτωλός μέσα στη σκέψη του:«Εδώ είν’ η δίκη θεία, κι η καταδίκη.Εδώ γρήγορ’ αργά και η ανταπόδοση,στης αμαρτίας το γλυκασμό της αμαρτίας η φρίκη».

5Είπεν ο αμαρτωλός μες στην καρδιά του:«Τα ξεπληρώνουμε όλα· κι εδώ κάτου,και τα μικρά και τα μεγάλα χρέη,κι όσα ο δαρμός μάς ψιθυρίζει κι όσα δε μας λέει».

Είπεν ο αμαρτωλός μέσα στο δρόμο του:10«Όποιος κι αν είναι, όπου μας πάει ο δρόμος,και προτού φτάσουμε στο τέρμα, πώς μας βρίσκειόπου να πάμε, όπως κι αν πάμε, ο νόμος,ο φοβερός ο νόμος! Πώς να κράξω τ’ όνομά του!Μας λογαριάζονται όλα, κι εδώ κάτου.15Κι είμαστε κληρονόμοι, καθώς είμαστε και κληροδότες.
Μόνοι δεν είμαστε, όπως κι όπου ζήσουμε,γύρω μας, μέσα μας φυλάν, παραμονεύουνοι καταδότες.

20Κι αν σπρώχνονται αλλοπρόσαλλα, πίσω ή εμπρός, τα πάντα,ο νόμος πάει να τα καρφώσει, ο ίδιος είναι πάντα».

Είπεν ο αμαρτωλός μέσα στα δάκρυα του:«Και τους κακούς τούς είδα σα δικούς μου,κι απ’ τους δικούς μου, και μακριά, σα να ήταν ξένοι, στάθηκα,25κι εκείνους που μ’ αγάπησαν τους είδα σαν εχθρούς μου.Φίλοι, δικοί μου, εχθροί, κακοί, τίποτε δε μου αφήσανε,μήτε μου πήραν τίποτε. Τίποτε δε μ’ αλλάζει,εκείνος είμαι πάντα που γεννήθηκα,και τους καρπούς μου θα τους καίει και πάντα το χαλάζι.

30Μήτ’ έπεισα την άπιστη ψυχή μου, ούτ’ έλπισαστον ερχομό, στο λυτρωμό, στο λόγο του Μεσσία.Μα σα ν’ ακούω να μου φωνάζει κάποιος μέσα μου:«Θά ’ρθει μια κρίση, μια Δευτέρα Παρουσία». Και είπες ακόμα, αμαρτωλέ:

35«Τρισάθλια μου ψυχή, Μαγδαληνή Μαρία!Στα χέρια με του αλάβαστρου λαχταριστή τα μύρα,στέκεις ωραία στην όψη σου μπρος στην κλεισμένη θύρα,κι ακάθαρτη στ’ ακάθαρτα του κόσμου ζεις, πεθαίνεις,μα στέκεσαι και σα να τον προσμένεις40εκείνον που δε θά ’ρθει: το Σωτήρα».

Πες το με ποίηση (427ο): «Διαθήκη»…

*Η ανάρτηση είναι της καλής φίλης και συνεργάτιδας του μπλογκ, Αγγελικής.

Η ΔΙΑΘΗΚΗ -Χαρούλα Αλεξίου

1.Η ΔΙΑΘΗΚΗ

Όταν ρυθμίσετε λοιπόν τη Διαθήκη

και το μερίδιο δοθεί του καθενός

εμένα αφήστε μου το δρόμο που μ' ανήκει

αυτόν που διάλεξα να πάρω μοναχός

.

Σε Διαθήκη με σημαίες και συνθήματα

εγώ είμαι ελεύθερος αέρας που φυσά

εγώ έχω φίλους τα βουνά κι όλα τα κύματα

εγώ έχω αδέρφια τα ποτάμια τα πουλιά.

.

Στη Διαθήκη σας εγώ δεν έχω θέση

σαν το μυρμήγκι μ' είχατε όλοι από καιρό

και εγώ που έχω με το τίποτα πονέσει

και μ' ένα ψίχουλο συνήθισα να ζώ.

.

Σε Διαθήκη με σημαίες και συνθήματα……

ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ

*****

2. Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΟΥ

Αντισταθείτε

σ’ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι

και λέει: καλά είμαι εδώ.

Αντισταθείτε σ’ αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι

και λέει: Δόξα σοι ο Θεός.

.

Αντισταθείτε

στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών

στον κοντό άνθρωπο του γραφείου

στην εταιρεία εισαγωγαί – εξαγωγαί

στην κρατική εκπαίδευση

στο φόρο

σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.

.

Αντισταθείτε

σ’ αυτόν που χαιρετάει απ’ την εξέδρα ώρες ατελείωτες

τις παρελάσεις

στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε

στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες

σ’ όλα τ’ ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε

πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι

σ’ αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει

έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν

σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.

.

Αντισταθείτε πάλι σ’ όλους αυτούς που λέγονται μεγάλοι

σ’ όλους που γράφουν λόγους για την εποχή

δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα

στις κολακείες τις ευχές στις τόσες υποκλίσεις

από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό αρχηγό τους.

.

Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών και διαβατηρίων

στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη διπλωματία

στα εργοστάσια πολεμικών υλών

σ’ αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια

στα θούρια

στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους

στους θεατές

στον άνεμο

σ’ όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς

στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας

ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ αντισταθείτε.

.

Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την Ελευθερία.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ, Κατά Σαδδουκαίων

*****

3.ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

Η διαθήκη μου πριν διαβαστεί

– καθώς διαβάστηκε –

ήταν ένα ζεστό άλογο ακέραιο.

Πριν διαβαστεί

όχι οι κληρονόμοι που περίμεναν

αλλά σφετεριστές καταπατήσαν τα χωράφια.

.

Η διαθήκη μου για σένα και για σε

χρόνια καταχωνιάστηκε στα χρονοντούλαπα

από γραφιάδες πονηρούς συμβολαιογράφους.

.

Αλλάξανε φράσεις σημαντικές

ώρες σκυμμένοι πάνω της με τρόμο

εξαφανίσανε τα μέρη με τους ποταμούς

τη νέα βουή στα δάση

τον άνεμο τον σκότωσαν –

τώρα καταλαβαίνω πια τι έχασα

ποιος είναι αυτός που πνίγει.

.

Και συ λοιπόν

στέκεσαι έτσι βουβός με τόσες παραιτήσεις

από φωνή

από τροφή

από άλογο

από σπίτι

στέκεις απαίσια βουβός σαν πεθαμένος:

.

Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ, Κατά Σαδδουκαίων

"Διαθήκη Χαραγμένη σε Πέτρα" Κ. Μακεδόνας

4. Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΟΥ

Ἂν καὶ δὲν πιστεύω πὼς θὲ νὰ πεθάνω,

ἂν καὶ μὲς στὸ ἄνθος εἶμαι τῆς ζωῆς μου,

διαθήκη ὅμως σκέπτομαι νὰ κάνω,

γιὰ νὰ μὴ μὲ τύπτει ἡ συνείδησίς μου.

.

Ποιός γνωρίζει τάχα τί μοῦ ξημερώνει!

ἐνῷ πᾷς στὸ δρόμο ξένοιαστος… τί φρίκη!

ἅμαξα ἢ κάρρο σὲ καταπλακώνει,

κι’ ἔτσι ξεμπερδεύεις δίχως διαθήκη.

.

Πένα στὴ θανή μου ὕμνους νὰ μὴ γράψει,

οὔτε δάκρυ θέλω νὰ χυθεῖ κανένα,

κι’ οὔτε αὐτὸς ἀκόμη θέλω νὰ μὲ κλάψει,

ποὺ ἐλπίζει ψῆφο νἄχει κι’ ἀπὸ μένα.

.

Εἰς τὸ Οὐεστμίνστερ θέλω νὰ μὲ θάψουν,

ἀλλ’ ἀφοῦ βεβαίως τοῦτο δὲν θὰ γίνει,

ὅπου σᾶς ἀρέσει, τάφο ἂς μοῦ σκάψουν,

κι’ ὅλη μου ἡ δόξα κτῆμα σας ἂς μείνει.

.

Γύρω μου νὰ στέκουν μοῦτρα χαρωπά,

ὄχι σκέπες, μαῦρα καὶ κραυγές ὀδύνης,

νὰ μὴν ἔλθει ράσο καὶ γιὰ μὲ παππᾶ,

κι’ οὔτ’ ὁ Ἀναγνώστης τῆς Ἁγιᾶς Εἰρήνης.

.

Νὰ μὲ πᾷν οἱ φίλοι ἔξω στὰ θυμάρια

μὲ κρασὶ καὶ μπύρα ὅλοι των κουρούνα

καὶ ἀντὶ παππάδων θλιβερὰ τροπάρια

τὴν Μασκὸτ νὰ ψάλλουν καὶ τὴν Παπαρούνα.

.

Κανεὶς φίλος λόγο νὰ μὴν ἀπαγγείλει,

κι’ ἂν στὸ νοῦ του τέτοιο ἔγκλημα περάσει,

νὰ τὸν σακατέψουν στίς σβερκιές οἱ φίλοι,

κι’ εἴθε τὴ μιλιά του στὴ στιγμὴ νὰ χάσει.

.

Καὶ τ’ ἀκίνητά μου καὶ τὰ κινητὰ

τὰ χαρίζω ὅλα στὴν καλὴ πατρίδα,

ὄχι γιὰ νὰ κὰμει πόλεμο μ’ αὐτά,

ἀλλὰ ν’ ἀγοράσει λίγη δαμαλίδα.

.

Τούτη μου τὴν κόμη τὴν ποιητικὴ

ἀπὸ τώρα δίνω γιὰ κληρονομιὰ

εἰς τὸν Λεονάρδο κι’ εἰς τὸν Φιακῆ…

δὲν θὰ βροῦν βαμμένη οὔτε τρίχα μιά.

.

Τέλος τὸ κεφάλι τὸ ποιητικὸ

στοὺς κρανιοσκόπους μποναμᾶς ἂς μένει,

νὰ τὸ ψάχνουν μέσα κι’ ἔξω μὲ φακό,

γιὰ νὰ βροῦν ποιὰ βίδα εἶναι χαλασμένη.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ

*****

5. ΔΙΑΘΗΚΗ

Κάποτε έγραφε στον εαυτό του

έναν ολοσέλιδο ουρανό

«περιπλανώμενο νεύμα στο φέγγος

έφτασα εδώ

ολομόναχος

αυτός που τραγουδάει μες στη διορισμένη διορία

της μοναξιάς

ανακαλεί το θαύμα μετά μακριά σιγή

δεν είμαι αυτός που ήμουν».

.

Κάποτε έγραφε μ’ ένα τρυφερό χέρι

με τη ματαιότητα των λέξεων

«Ο κόσμος που άφησε στο πέρασμά του ο θεός

έμεινε για να θανατωθεί αμετάκλητα

ο θάνατος».

.

Μια νύχτα στο δωμάτιό του

κοιτάζοντας στην οροφή τον παγιδευμένο γαλαξία

πήρε φύλλο πορείας απ’ τη ροή

παρασυρμένος στους παράδρομους

της αιωνιότητας.

.

Βασίλης Φαϊτάς, Το δάκρυ του Ηράκλειτου (2018)

*****

6. ΔΙΑΘΗΚΗ Α’

Σ' αυτή την κλινική

που βλέπει τη θάλασσα γεννήθηκα.

Πρωί Σαββάτου ένα πλοίο έφευγε

για την Σαλαμίνα,

δρόμοι και κτίρια μέσα στον άνεμο

η σκόνη που φιλούσε τα μέτωπα

των εργατών της προκυμαίας.

.

– Τώρα μπορείς να δεις τον κόσμο

μου είπε η μάνα μου.

Τα πάντα είσαι να κάνεις,

κανένα πρόβλημα.

Μόνο να μην καπνίζεις.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΟΝΑΣ, 99 Ποιήματα, Εκδόσεις Οδός Πανός, 1999

*****

76. ΔΙΑΘΗΚΗ Β΄

Γεννήθηκες 3 και 50

Ψηλά σε σήκωσαν οι νοσοκόμες

να δεις τη θάλασσα.

Όταν ήρθες πάλι δίπλα μου

ίσα που ανέπνεες.

Σε πήρα στο στήθος μου.

Οιδίποδα να σε πω

ή Θόδωρο;

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΟΝΑΣ, 99 Ποιήματα, Εκδόσεις Οδός Πανός, 1999

ΓΡ.ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ- Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΜΑΓΚΑ

8. ΔΙΑΘΗΚΗ

Όταν θα φεύγω, να έρχεται άνοιξη.

Τόσα φωνήεντα στήριξαν το φως στις λέξεις μου!

(Τον λόγο της ζωή μου τον άρθρωσα

και με όσα σύμφωνα κέρδισα σε αγώνα αλήθειας).

.

Από μένα ας μείνει, έστω, ένα γιώτα

σαν το κομμένο ύψιλον ή το ξεβαμμένο ήτα

από το μικρό μου όνομα.

.

Κλαράκι να γίνω και ν’ ανθίζω

όποτε ακούω πως χειμωνιάζει.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΡΑΤΖΑΣ

*****

9. ΔΙΑΘΗΚΗ

Ἐγὼ παρῆλθα, τραγουδώντας τὴ χαρά,

τὶς ἔμορφες, τὰ ρόδα καὶ τ᾿ ἀηδόνια,

χορεύοντας καὶ πίνοντας ἁδρὰ

ἔνιωσα ἀπάνω στὰ μαλλιὰ τὰ χιόνια.

.

Στοῦ κύπελλου τὸ κατακάθι ἡ συμφορὰ

κι᾿ ἡ στάχτη, ποὺ ἀψηφοῦσα τόσα χρόνια.

Τώρα στὸ κῦμα τὰ πετῶ, μακριά,

τώρα μὲ λυώνουν πόνοι καὶ τριζόνια.

.

Σὲ νότα καὶ ρυθμό, στίχο μεστὸ

σ᾿ ἕνα τραγούδι ἐπόθησα νὰ κλείσω

μίαν ἁρμονία, νόημα σωστό.

.

Μὰ δὲν κατόρθωσα θεία νὰ μιλήσω,

παλμὸ νὰ δώσω καὶ νὰ συγκλονίσω

τὴν ἄπειρη ψυχὴ τοῦ κόσμου σὲ σεισμό.

ΡΩΜΟΣ ΦΙΛΥΡΑΣ (1889-1942)

*****

10. ΔΙΑΘΗΚΗ

Σαν κλείσει ο κύκλος των αστεριών

έξω από τη φωνή μου.

σε σας εμπιστεύομαι παιδιά των παιδιών μου

τον τραχύ της αντίλαλο.

.

Θα ‘ρθει διαβαίνοντας πυρπολημένους σταθμούς,

ερειπωμένα ταχυδρομεία.

Η οδύνη της θα ραγίσει τα μελιχρά δειλινά,

τα γαλήνια βράδια σας.

.

Δεν μπορούν να σηκώσουν οι τάφοι

το ματωμένο κουβάρι των ημερών μας.

Το αφήνουμε σε σας.

Είναι από τα δάκρυα και το αίμα μας.

Είναι ο απολογισμός και οι τελευταίες παραγγελίες.

.

Κεντήστε μ’ αυτό λαμπρά εργόχειρα.

Γράψτε άλλα ποιήματα

γεμάτα φως κι έρωτα.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΧΑΛΙΟΣ

*****

11. ΔΙΑΘΗΚΗ

Σαν θα πεθάνω να με θάψετε

πάνω στων λόφων τη γωνία,

στον κάμπο τον πλατύν ανάμεσα,

στη λατρεμένη μου Ουκρανία.

.

Να βλέπω τα φαρδιά χωράφια μας,

το Δνείπερο και τους γκρεμνούς του

και μέρα-νύχτα ν’ αφουγκράζομαι

τους βρόντους και τους βρυχηθμούς του.

.

Κι όταν μία μέρα φέρει ο Δνείπερος

το αίμα του εχθρού απ’ την Ουκρανία

ως κάτω στο γαλάζιο ακρόγιαλο

τότε θ’ αρχίσω νέα πορεία,

.

– βουνά και κάμπους θε ν’ αφήσω

κ’ ίσα στο Θεό θα προχωρήσω

να του προσευχηθώ, μα ως τότε

δεν τον γνωρίζω το Θεό.

.

Θάψτε με, κι όρθιοι σηκωθείτε,

τις χειροπέδες σας συντρίψτε

και με το μαύρο, το εχθρικό

αίμα, τη Λευτεριά ραντίστε.

Κ’ εμένα στη μεγάλη σας φαμίλια κλείστε,

στη λεύτερη και νέα σας αγκαλιά

και να με μνημονεύετε μη λησμονήστε

με την καλή, τη σιγαλή σας τη λαλιά.

.

Ταράς Σεβτσένκο, μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος

*****

12.Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΕΝΟΣ ΔΕΝΤΡΟΥ

Ένα δέντρο σε ένα δάσος

φώναξε τα πουλιά και έκανε τη διαθήκη του:

.

– Αφήνω τα λουλούδια δίπλα στη θάλασσα,

Αφήνω τα φύλλα στον άνεμο,

τα φρούτα στον ήλιο και μετά

όλοι οι σπόροι σε σένα.

.

Σε εσάς, καημένα πουλιά,

γιατί μου είπες τραγούδια

στην καλή σεζόν.

Και θέλω τα ζιζάνια,

όταν είναι στεγνά,

άναψε φωτιές για τους φτωχούς.

.

Αλλά σας προειδοποιώ ότι στο πορτμπαγκάζ μου

υπάρχει ένα κλαδί που πρέπει να θυμόμαστε

στην καλοσύνη των ανθρώπων και του Θεού.

.

Γιατί αυτός ο κλάδος, απλός και σεμνός,

ήταν δυνατός και γενναιόδωρος: και το απέδειξε

τη μέρα που στήριξε έναν έντιμο άνθρωπο

όταν κρεμάστηκε.

.

Τριλούσσα (Carlo Alberto Camillo Mariano Salustri)

Πες το με ποίηση (426Ο): «Κύμα»…

Σ. Σπανουδάκης, «Κύματα»

************

-»Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα
Πως χαϊδεύεις, πως φιλάς
Πως λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε»
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά»


(απόσπασμα-Το Μονόγραμμα-Οδυσσέας Ελύτης

*************

-«Κύμα στο φως
Ξαναγεννάει τα μάτια
Όπου η Ζωή αρμενίζει προς
Τ’ αγνάντεμα
Ζωή-«

(Οδυσσέας Ελύτης – Προσανατολισμοί)

****************

-«Ποτέ πια!…
Μοιρολογούν τα κύματα…
Για πάντα!
Μου ψιθυρίζει η θάλασσα…
Πάρτε τις λέξεις από δω!
Και τα δυο τρόμο μου φέρνουν.
Πονάει για μένα το νερό
κι εγώ γι’ αυτό
το ίδιο…»

(Κατερίνα Γώγου, Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών-απόσπασμα)

****************

“Ο Βράχος Και Το Κύμα”,  Α. Βαλαωρίτη

«Mέριασε, βράχε, να διαβώ,» το κύμ’ ανδρειωμένο
λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο.
«Mέριασε! Mες στα στήθη μου, που ’σαν νεκρά και κρύα,
μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.
Aφρούς δεν έχω γι’ άρματα, κούφια βοή γι’ αντάρα,
έχω ποτάμι αίματα, μ’ εθέριεψε η κατάρα
του κόσμου που βαρέθηκε, του κόσμου που ’πε τώρα,
βράχε, θα πέσεις, έφτασεν η φοβερή σου ώρα.

Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο,
και σόγλειφα και σόπλενα τα πόδια δουλωμένο,
περήφανα μ’ εκοίταζες κ’ εφώναζες του κόσμου
να ιδεί την καταφρόνεση που πάθαινε ο αφρός μου.
Kι αντίς εγώ, κρυφά κρυφά, εκεί που σ’ εφιλούσα,
μέρα και νύχτα σ’ έσκαφτα, τη σάρκα σου εδαγκούσα,
και την πληγή που σ’ άνοιγα, το λάκκο πού ’θε’ κάμω,
με φύκη τον επλάκωνα, τον έκρυβα στον άμμο.
Σκύψε να ιδείς τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη·
τα θέμελά σου τα ’φαγα, σ’ έκαμα κουφολίθι.
Mέριασε, βράχε, να διαβώ. Tου δούλου το ποδάρι
θα σε πατήσει στο λαιμό… Eξύπνησα λιοντάρι!…»

O βράχος εκοιμότουνε. Στην καταχνιά κρυμμένος,
αναίσθητος σου φαίνεται, νεκρός σαβανωμένος.
Tου φώτιζαν το μέτωπο, σχισμένο από ρυτίδες,
του φεγγαριού, που ’ταν χλωμό, μισόσβηστες αχτίδες.
Oλόγυρά του ονείρατα, κατάρες ανεμίζουν,
και στον ανεμοστρόβιλο φαντάσματ’ αρμενίζουν,
καθώς ανεμοδέρνουνε και φτεροθορυβούνε
τη δυσωδία του νεκρού τα όρνια αν μυριστούνε.

Tο μούγκρισμα του κύματος, την άσπλαχνη φοβέρα
χίλιες φορές την άκουσεν ο βράχος στον αιθέρα
ν’ αντιβοά τρομαχτικά, χωρίς καν να ξυπνήσει.
Kαι σήμερ’ ανατρίχιασε, λες θα λιγοψυχήσει.

«Kύμα, τι θέλεις από με και τι με φοβερίζεις;
Ποιος είσαι σύ κ’ ετόλμησες, αντί να με δροσίζεις,
αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις
και με τα κρύα σου νερά τη φτέρνα μου να πλένεις,
εμπρός μου στέκεις φοβερό, μ’ αφρούς στεφανωμένο;…
Όποιος κι αν είσαι, μάθε το: εύκολα δεν πεθαίνω.»

«Bράχε, με λέν εκδίκηση. M’ επότισεν ο χρόνος
χολή και καταφρόνεση. M’ ανάθρεψεν ο πόνος.
Ήμουνα δάκρυ μια φορά, και τώρα, κοίταξέ με,
έγινα θάλασσα πλατιά. Πέσε, προσκύνησέ με.
Eδώ, μέσα στα σπλάχνα μου, βλέπεις δεν έχω φύκη,
σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη.
Ξύπνησε τώρα, σε ζητούν του Άδη μου τ’ αχνάρια…
M’ έκαμες ξυλοκρέβατο… M’ εφόρτωσες κουφάρια…
Σε ξένους μ’ έριξες γιαλούς… Tο ψυχομάχημά μου
το περιγέλασαν πολλοί, και τα πατήματά μου
τα φαρμακέψανε κρυφά με την ελεημοσύνη…
Mέριασε, βράχε, να διαβώ, επέρασε η γαλήνη·
καταποτήρας είμ’ εγώ, ο άσπονδος εχθρός σου,
γίγαντας στέκω εμπρός σου.»

O βράχος εβουβάθηκε. Tο κύμα, στην ορμή του,
εκαταπόντισε μεμιάς το κούφιο το κορμί του.
Xάνεται μες στην άβυσσο, τρίβεται, σβηέται, λιώνε
σαν να ’ταν από χιόνι.
Eπάνωθέ του εβόγκηξε, για λίγο αγριωμένη,
η θάλασσα κ’ εκλείστηκε. Tώρα δεν απομένει,
στον τόπο που ’ταν το στοιχειό, κανείς παρά το κύμα
που παίζει γαλανόλευκο επάνω από το μνήμα.

****************

-Απόσπασμα από το ποίημα  «Ο έρωτας σαν το κύμα»  του Παλαιστίνιου ποιητή Μαχμούντ Νταρουίς


Ο έρωτας σαν το κύμα
φέρνει και παίρνει
κεραυνοβόλος και αργόστροφος
ήρεμος σαν τη φαντασία
όταν βάζει σε τάξη τις λέξεις

Λάμπει όταν σκοτεινιάζει
Κενός και ξεχειλίζει αντιθέσεις
τέρας με φτερά αγγέλου
Πάντα όταν φεύγει ..ξανάρχεται
Μας αιφνιδιάζει σαν ξεχάσουμε τα αισθήματα
Έρχεται …

Αναρχικός και ατομικιστής
Πιστός και άθεος
Μας κυνηγάει έναν έναν
Μας δολοφονεί ..με τα παγωμένα του χέρια
Και δηλώνει

 Δολοφόνος και αθώος.. μαζί

*****************

-«Σαν ένα κύμα»-Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος

Σαν ένα κύμα θά ‘ρτει.
Ή σαν το ξαφνικό το φως που αστράφτει στον ορίζοντα – φανάρι που δεν τό ‘δειχναν οι χάρτες.
Σαν ένα κύμα.
Πάνω στα λάδια και τα γράσσα, πάνω στα μαύρα κουρασμένα σίδερα. Σαν ένα κύμα.
Στα βρώμικα, κρυφά φορτία. Στα σκοτεινά και φοβισμένα αμπάρια.
Σαν ένα κύμα θά ‘ρτει – μα εσύ πορεία μην αλλάζεις.
Δώσε το στίγμα κι ετοιμάσου μια για πάντα να ξυπνήσεις.

(Γ. Λυκιαρδόπουλος, Υπό ξένην σημαία (ποιήματα 1967-1988), Αθήνα, εκδ. Ύψιλον, 1991.)

-Ανδρέας Εμπειρίκος, «Τα κύματα»

Εκ των ενόντων και με συγκαταβάσεις

Κληθήκαμε επ’ εσχάτων να ανεβούμε

Στη γέφυρα που στήσανε μπροστά μας˙

Μα αυτό δεν το δεχθήκαμε.

Δεν ξέρω πώς,

Όμως δεν μάθαμε ποτέ ποια τρεχαντήρια

Από ποια θάλασσα μας φέρανε τα ψάρια

Που σπαρταράν στο στήθος μας

Και νοιώθουμε γλυκά την δυνατή αρμύρα-

Χθες όμως και προχθές και ακόμη σήμερα

Το γεγονός αυτό που’ ναι πολύ παλαιότερο

Πιστοποιήθηκε και πάλι.

Και ακόμη τρέμουν σταγόνες μέσα-μέσα

Γιατί βαθειά μας ξύπνησαν τ’ αρχαία τρεχάματά μας

Και ξεφυλλίζουνε τα φύλλα

Παρά πολλών ετών.

Ίσως γι’ αυτό δεν ανεβήκαμε στη γέφυρα των άλλων,

Μα πέσαμε στα κύματα και γίναμ’ ένα

Με την δική τους έκτασι και το δικό τους βάθος.

Κ’ έτσι,

Θαρρώ πως όσο κι άν μεταβληθούνε τα χαράματα,

Θαρρώ πως όσο κι αν αλλάξουν τα καράβια

Πάνω γραμμή

Κάτω γραμμή Θα τρέχουνε τα κύματα

Θα τρέχω με τα κύματα

Όποια κι αν είναι εμπρός τ’ ανηφόρια.

Αθήνα 8/8/1934

(https://annagelopoulou.blogspot.com/2015/06/blog-post_27.html)

*************

Όλγα Βότση, «Κύμα του αγνώστου»   

Τι ανέμους πέρ’ από τις ακτές σου μου ξεσηκώνεις,
τι μέθη για να βυθίσω ολόκληρη την ψυχή μου!
Έρχεσαι σα μεγάλο πάτημα από τη θάλασσα πάνω
και δεν ξέρω πώς να σε πω,
τεράστιο κύμα του αγνώστου,
μουσική που κινάς απ’ την κρυφή του κόσμου καρδιά
με τα δυο χέρια να με κυκλώσεις,
απ’ τη μυστική σου ευτυχία να μου δώσεις να πιω.

(https://stixoi.info/stixoi.php?info=Lyrics&act=details&song_id=83049)

***************

-Αναστάσης Βιστωνίτης, Το ένατο κύμα      

Ο χωματόδρομος μ’ έβγαλε στην παραλία
εκεί που ο γερανός σήκωνε την εκκλησία
και την άφηνε να πέσει στα νερά.

Ήρθα να ξαναβρώ την αδελφή μου τη Σίβυλλα
με τον μαύρο χιτώνα και τα πέτρινα χείλη,
το νούφαρο που με πήγε
από το ποτάμι στη λίμνη
κι από κει στη θάλασσα,
τη γυάλινη σκιά του 1959.

Χορδές φωτός, καλώδια της λησμονιάς,
η κουκουβάγια, η δεκαοχτούρα και ο νυχτοκόρακας
κι η νύχτα που έφερνε τον ήχο του χαλκού
από τον προηγούμενο αιώνα.

Στα μάτια της γάτας διάβασα
την ημερομηνία και την ώρα της αναχώρησης
κι είδα να περνούν για μια στιγμή
ο ιερέας, ο γόης κι ο μαστιγωμένος μάντης
κυνηγημένοι από προϊστορικά σκυλιά.

Έλαμπε ψηλά στον ουρανό το χιόνι του Γαλαξία
κι ανάμεσα στα πεύκα διέσχιζα το ημίφως
που χωρίζει το παιδί από τον άντρα.

Όμως τα θυμόμουν όλα σαν να `ταν χθες.
Κάπου εδώ θα φωσφορίζει χαμηλά στους θάμνους
το ρολόι του κοραλλιού
και πάνω στο γέρικο πεύκο θα `χει μείνει η χαρακιά
που σημαδεύει την καταπακτή των κυμάτων
κι εκείνο το κόκκινο άστρο
στο μέτωπο της Χίμαιρας.

Ανέβηκε ένα άλογο στον ουρανό
κι έσβησε τ’ άστρα με τα φτερά του.

Είδα τους βράχους του ανθρακίτη
στην είσοδο του λιμανιού,
τις μολυβένιες αλυκές μέσα στα βρύα.

Ήμουν σε λήθαργο κι ήρθε μπροστά μου
η αγέννητη σκιά μου.

Σε ποια γλώσσα να μιλήσω μ’ αυτό το φάσμα,
ανταύγεια του θανάτου που έπεφτε στα μακρινά σπίτια,
στους κοιμισμένους κήπους και το φώσφορο των βυθών;

Γιατί απόψε ήμουν ο πιο μόνος άνθρωπος στον κόσμο
κι η θάλασσα κατάπινε την αιωνιότητα
όπως ο άνεμος τρώει την παραλία και τη σκόνη
στα σταυροδρόμια και τις ερήμους του ματιού.

Με το χέρι να ψάχνει τις στάχτες της Σελήνης,
με το φως που φυλακίζει η θάλασσα στα σπλάχνα της,
με τα μάτια μισόκλειστα βούλιαζαν στα νερά
οι ναυαγοί του ανέμου.

Εκεί που ραγίζει ο καθρέφτης σκοτεινιάζει το φως,
το μαύρο διαμάντι καίγεται στο κέντρο της φωτιάς
και βαθιά, σαν ήχος χιλιοτρυπημένης εικόνας
ακούγεται ο τρυποκάρυδος, ο γιος της Πηνελόπης:

«Ποτέ δεν είχαμε δικό μας έναν τόπο αληθινό,
ποτέ δεν είχε φωνή το ημίφως «.

Μόνον οι άλλοι ξέρουν ποιοι είμαστε.
Εκείνο που εμείς μαθαίνουμε
είναι ό,τι δεν είμαστε κι ό,τι δεν πρόκειται να γίνουμε ποτέ,
όμως τι άλλο είναι η συντριβή
από `ναν άνθρωπο γονατισμένο στην άμμο;
Και τη σποδό της νιότης τους
ποιος τόλμησε ποτέ να τη συλλέξει;
Ποιος σκέπασε την κεφαλή, τα μάτια, την καρδιά
με το νερό και με τη στάχτη;

Στη λάμψη του καραβιού που έστριψε στον κάβο
είδα για μια στιγμη να περνάει η προηγούμενη ζωή μου.
Βάζα με ξεραμένα τριαντάφυλλα,
ημερομηνίες που κιτρίνισαν,
γράμματα χωρίς αποστολέα,
η κίνηση του χεριού μέσα στα χόρτα του ύπνου,
σκουριασμένα κειμήλια,
λογιστικά βιβλία από εταιρείες που δεν υπάρχουν πια.

Ο κόλπος κλείδωνε τη θάλασσα σαν χειροπέδη.

(https://stixoi.info/stixoi.php?info=Lyrics&act=details&song_id=76020)

*********

Γιώργος Σαραντάρης, «Σ’ έναν κόσμο δίχως κύμα»

Σ’ έναν κόσμο δίχως κύμα
Σ’ ένα βράχο με τη μοίρα
Με τη θάλασσα δεμένο
Στο χορό στην προσευχή

Το στροβίλισμα με πιάνει
Μου επαίρεται το σώμα
Μέσα σε άνεμο κοιτάω
Να πληθαίνει ο ήλιος

Και μια στάλα από βροχή
Αφουγκράζεται το φως
Που αρκεί.

(https://el.wikisource.org/wiki/)

***************

-«Τα κύματα», Γιώργος Σαραντάρης

Υπέροχη μνήμη σηκώνουν τα κύματα
Πότε μας φέρνουν ήρωες
Πότε μηνύματα

Δεν τα βαραίνει ο άνεμος
Πηγαίνουν
Μ’ ένα ρυθμό πουλιού
Που ξαποσταίνει στον αγέρα
Και δεν έχει φωλιά
Μήτε σε στέγη
Μήτε σε δέντρο.

(https://el.wikisource.org/wiki/%CE%A4%CE%B1_%CE%BA%CF%8D%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1)

**************

-Μαρία Καρδάτου, «Κύμα»

 Άπλωσα τα χέρια
το στήθος μου σκίαζε

το μέτωπό σου
Απλωμένα χέρια
κι από κάτω η θάλασσα
Απλωμένα χέρια
κι από κάτω τα δέντρα
Απλωμένα χέρια
να κρατούν τον ήλιο
να κρατούν το φεγγάρι
πάνω στο φόρεμά μου
Απλωμένα χέρια
κι εσύ μόνο να παίρνεις
κύμα αφρισμένο


Από τη συλλογή Ούτε δροσιά (2002)

(https://pyroessa-artemusica.blogspot.com/2015/08/blog-post.html)

Πες το με ποίηση (425Ο): «ΚΑΣΤΡΑ -ΠΥΡΓΟΙ»…

*Η ανάρτηση είναι της καλής φίλης και συνεργάτιδας του μπλογκ, Αγγελικής.

Παντελής Θαλασσινός – Στο κάστρο το παλιό

1.ΚΑΣΤΡΑ

Κάστρα ψηλά και βουνά,

κρατάτε γερά

ο κόσμος μη χαθεί!

Τ’ όνειρο ένας καπνός

κι εγώ ένα φως

ταγμένο να σβηστεί!

.

Μέρα χρυσή στα δάχτυλα γλιστράς,

μέρα σκληρή πάντα εσύ νικάς,

πάντα, πάντα ξεχνάς!

.

Κάστρα ψηλά και βουνά,

κρατάτε γερά

λυγίζει η ψυχή!

Τόσες κορφές, τόσο φως

σκιά και γκρεμός

η αγάπη σαν χαθεί!

.

Μέρα χρυσή στα δάχτυλα γλιστράς,

μέρα σκληρή πάντα εσύ νικάς,

πάντα, πάντα ξεχνάς!

.

Κάστρα ψηλά και βουνά,

κρατάτε γερά ο κόσμος μη χαθεί!

.

Ζωή Παναγιωτοπούλου

*****

2.ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΟΥ ΚΑΦΚΑ

Το Κάστρο του Κάφκα στέκεται πάνω από τον κόσμο

σαν μια τελευταία φυλακή.

του Μυστηρίου της Ύπαρξης

Οι τυφλές προσεγγίσεις του μας μπερδεύουν.

Απότομα μονοπάτια

δεν βυθίζονται πουθενά από αυτό.

.

Ο δρόμος ακτινοβολεί στον αέρα.

όπως ο λαβύρινθος των καλωδίων

ενός τηλεφωνικού κέντρου

μέσω του οποίου γίνονται όλες οι κλήσεις

απείρως μη ανιχνεύσιμες

.

Εκεί πάνω…

ο καιρός είναι παραδεισένιος.

Οι ψυχές χορεύουν ξεγυμνωμένες

μαζί

και σαν περιπλανώμενοι

στις παρυφές ενός πανηγυριού

χαζεύουμε το άπιαστο

φανταστικό μυστήριο

.

Ωστόσο, μακριά στην άλλη πλευρά…

σαν την πόρτα της σκηνής ενός τσίρκου

είναι ένα ευρύ, ευρύ άνοιγμα στις πολεμίστρες

όπου ακόμα και οι ελέφαντες

χορεύουν μέσα από αυτά

.

Lawrence Ferlinghetti, *Απόδοση: Δημήτρης Τρωαδίτης.

Βασίλης Λέκκας – Κάστρα

3.ΚΑΣΤΡΑ

Στον ουρανό υπάρχει

ένα κάστρο,

ένα κάστρο υπάρχει

στη θάλασσα.

Αυτό του ουρανού είναι της πτήσης,

του νερού και των κυμάτων αυτό της θάλασσας.

.

Στο πεύκο υπάρχει

ένα κάστρο,

ένα κάστρο υπάρχει

στη θάλασσα.

Αυτό του πεύκου είναι των κελαηδημάτων,

της άμμου αυτό της θάλασσας.

.

Στο αίμα μου υπάρχει

ένα κάστρο,

ένα κάστρο υπάρχει

στη θάλασσα.

Αυτό του αίματος είναι ο γιος μου:

ουρανός, φτερά, κελάηδημα και θάλασσα.

.

Exilia Saldaña, [μετάφραση Μαρία Θεοφιλάκου]

Έλλη Πασπαλά – Τριπλοκλειδωμένο Κάστρο

4.ΤΡΙΠΛΟΚΛΕΙΔΩΜΕΝΟ ΚΑΣΤΡΟ

Τριπλοκλειδωμένο κάστρο, μαρμαρόχυτο,

ρίξε σκάλες τα μαλλιά σου για ν’ανεβώ.

Τριπλοκλειδωμένο κάστρο, πόρτα μου χρυσή,

ποιά ευχή κρατάει στη μέση τ’ ακριβό κλειδί;

.

Τριπλοκλειδωμένο κάστρο ξέρω πώς θα μπω,

ξέρω εγώ τη μια τη λέξη και θα σου την πω.

Τριπλοκλειδωμένο κάστρο ξέρω πώς θα μπω,

ξέρω εγώ τη μια τη λέξη και θα σου την πω.

.

Θοδωρής Γκόνης

*****

5.ΠΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΆΙΦΕΛ

Ένα χαρτί που βρήκα εδώ μπροστά μου…

Ποια τάχα σκέψη ασχημάτιστη,

ποια μακρινή μου θύμηση,

του υποσυνειδήτου μου ποια δράση

οι πύργοι τούτοι να μηνάνε;

.

Τίποτε σοβαρό δεν θα ’ναι.

Μπορεί απλώς να ’χω μετανοήσει

που όντας για λίγο στο Παρίσι

μικρούς πυργίσκους το γεμίζω –

τον Πύργο του Άιφελ ν’ ανέβω δεν κατάφερα.

.

Ήταν για μένα σπάνια ευκαιρία

από του πύργου αυτού τα ύψη

σαν τόσους άλλους να ’χω σκύψει

και από κει τον κόσμο ν’ αγναντεύω…

.

Μα ίσως πάλι να έπραξα σωστά,

ίσως σοφά να παρενέβη η τύχη,

αφού σε λίγο θα έπρεπε ξανά

στα χαμηλά μου να κατέβω.

Μάλλον αυτή θα ’ναι η λύση

των πύργων που έχω ζωγραφίσει.

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ, Έρεβος (1956)

*****

6. ΠΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΒΑΒΕΛ

Χρόνια αγωνίζεσαι χτίζοντας

 .

Τα υλικά παράταιρα οι λέξεις

Τρύπιες χωρίς εμβέλεια

Πλήθος τα χάσματα των συνειρμών

Κι εσύ ένας αδιόρθωτος

Τελειομανής να σκέφτεσαι

Κάθε φορά την ιστορία

Του γνωστού εκείνου Πύργου

 .

Κάποτε όμως ακούγονται

Κρότοι ανεξήγητοι

Και παράξενοι

Μες στο σκοτάδι

Πάνω σου απειλητικός

Ένας ουρανός μια υγρή

Οροφή ετοιμόρροπη

 .

Είναι η ώρα που οι άγγελοι

Γυρίζουν στα σπίτια τους

ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΥΡΟΥ (1921-2006) (Ο ΠΡΩΘΥΣΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ, 1996)

*****

7.ΠΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΒΑΒΕΛ

Η ακτινοβολία των λέξεων

κύτταρο ολότητας αδυνατεί

να αντιληφθεί τις ρίζες του Είναι

παροδικότητες και αιωνιότητες

αγγελιοφόροι

στροβιλίζονται στου φωτός το πέρας

πεθαίνουν μες στον θάνατο.

.

Πύργος της Βαβέλ

ο αιώνιος διάλογος του ανεκπλήρωτου

με λέξεις σιωπής και καταποντισμού.

.

Πέρα από εμάς ο τυχοδιώκτης χρόνος

πλανόδιος χείμαρρος

πολλαπλό προσωπείο της ζωής και του θανάτου

ανεμίζει την άδεια ψυχή του

στην υδατογραφία της απώλειας

επιστρέφει τις προσωρινότητες

στο αρχέγονο φέγγος της αθωότητας.

.

Βασίλης Φαϊτάς, Βαθύνοια (2023)

Στο Λευκό τον Πύργο – Μακεδόνας Κώστας

8.ΛΕΥΚΟΣ ΠΥΡΓΟΣ

Μαύρα πουλιά πετούν

γύρω απʼ το λευκό πύργο

παιδιά μπαινοβγαίνουν

με χαρούμενες φωνές

να θαυμάσουν

τα βυζαντινά ευρήματα

.

Απʼ έξω κορνάρουν αυτοκίνητα

και στο βάθος ένα καράβι

γεμάτο τουρίστες

διασχίζει τη θάλασσα

.

Βαθιά από τους τοίχους

με τις μεγάλες πέτρες

ακούγονται οιμωγές

των βασανισμένων

και εκτελεσμένων

στον ίδιο πύργο

τον πύργο του αίματος

ΜΑΡΙΑ ΚΑΡΔΑΤΟΥ

*****

9.ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΠΥΡΓΟΣ

Γυάλινος πύργος, φυλακή,

τ’ όνειρο κρατάς εκεί.

Χάσαμε την επαφή,

που διατηρούσε τη γέφυρα

ζωντανή.

Τριγυρνάμε και οι δυο

μέσα στο απόλυτο κενό.

.

Πώς ράγισε έτσι το γυαλί;

Αναρωτιέται η ψυχή.

Τι έφταιξε και χάθηκε το φως;

Έγινε ο πύργος σκοτεινός.

Διέξοδος καμιά στην

παγωμένη του ερημιά.

.

Με τη σκιά μας συντροφιά

τριγυρνάμε στα κλεφτά

μήπως κάτι σώσουμε

απ’ το όνειρο που προδώσαμε.

ΜΑΡΙΑ ΠΙΣΙΩΤΗ

*****

10. ΧΤΙΣΑΜΕ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΕΝΑΝ ΠΥΡΓΟ

Χτίσαμε αγάπη μου έναν πύργο

Από πέτρα

Ψηλά στη ράχη του βουνού

Και φυτέψαμε σκιές σ’ όλους τους τοίχους

.

Και περιμένουμε ν’ αναφανούν

Οι πρώτες εξαίσιες κηλίδες

Τα πρώτα κρύσταλλα

Αυτό το φως που θ’ ασημώσει τα πουλιά

Και που θα ντύσει ξάφνου τη σάρκα μας

Με μι’ αστραπή

Μες στην γλυκειάν ανάσα του Σεπτέμβρη.

ΤΑΚΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ

*****

11.ΤΟ ΡΟΛΟΙ ΤΟΥ ΠΥΡΓΟΥ

Χτυπούσε απειλητικά το ρολόι στον πέτρινο πύργο.

Κυλούσαν οι δείκτες γρήγορα, επιτακτικά.

Θύμιζε κινηματογραφική ταινία -νέας εποχής-

Άνθρωποι πανικόβλητοι έτρεχαν,

στο δρόμο, στα πεζοδρόμια…

κι εκείνο ακλόνητο,

να στριφογυρνά σαν επίδοξος χορευτής.

.

Ο ουρανός συντηρητικός, συνόδευε τις μουντές σκέψεις

μη θέλοντας να χαλάσει χατίρι…

οι χτύποι όλο και οργίαζαν.

.

Οι άνθρωποι πέρα-δώθε σαν αρουραίοι υπογείων.

Το ρολόι τικ-τακ,

Οι άνθρωποι χωρίς -τακτ-

Μεγάλος ο συναγωνισμός…

Άγνωστο ποιος θα προλάβει.

.

Γεσθημανή Σιδερίδη

*****

12.ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΜΑΣ

Δεν μπορεί, θα θυμηθώ τα σημάδια

Του κρεβατιού το λίκνισμα, τα φώτα

Φώτα βαριά, παράφορα

Τρυπούσαν του προσώπου σου το σύννεφο

Ωραίο πρόσωπο, αμάραντο

Ωραίο πρόσωπο, δικό μου

Για ένα φεγγάρι μόνο, κάποιο θέρος

.

Ακούγαμε τραγούδια στο τρανζίστορ του πατέρα μου

Όταν σου αρέσανε πολύ, ζητούσες να το κλείσω

Η Αχάριστη, ο Γκρεμός, τα Ξένα Χέρια

Η Γκιουλμπαχάρ, το Φτωχομπούζουκο

Άλλοτε πάλι με περίμενες στη θάλασσα

Πίσω απ’ τις θίνες των αμμόλοφων, τα βράχια

Γυμνή περίμενες, όμως εγώ ποτέ δεν γδύθηκα

Δύσκολο ρούχο η μοναξιά, κακός μπελάς, αδιάβατος

.

Με είχες από τότε συγχωρήσει, δεν μου το ’δειχνες

Ήθελες να το μάθω απ’ τα πουλιά

.

Το κάστρο μας

Το λύγισε η θάλασσα

Τα ρούχα σου

Τα πήρε η φωτιά

Το σπίτι αργορήμαξε και έπεσε

Χάλασε το παλιό τρανζίστορ

.

Έμεινε μόνη η μουσική

Λίγες φορές μια καταιγίδα

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ («Ο απερίσκεπτος πλοηγός», Μικρή Άρκτος,

2016)

Πες το με ποίηση (424ο): «ΑΣΤΕΓΟΙ»….

  1. Active Member, «Άστεγη μπαλάντα»

«Άστεγη μπαλάντα»

Θυμήθηκα ξανά κάποιον που μου `χε πει
αν συνηθίσεις την σιωπή σειρά μετά έχει η ντροπή
κι αναρωτιέμαι ξανά πέρα πως θα τα βγάλω
νιώθω μικρή φωνή σε ταξίδι μεγάλο
που με φλερτάρει η κιθάρα και τα `χω κάνει μαντάρα
κι όσο μοιάζει απλό τόσο μου μοιάζει κατάρα
αν είναι όσα πω να ταξιδεύουν για πάντα
πρέπει να μοιάζουν τραγούδι, μια άστεγη μπαλάντα.

Στο δικό μας σπιτικό ίδια η χάση με τη φέξη
γυμνή η ψυχή μου έτσι γουστάρω κι όσο αντέξει
φρεσκοξεπλημένη αγάπη μου `χει στήσει καρτέρι
δεν φοβάμαι μα λυπάμαι δεν της δίνω το χέρι.
Προτιμώ να γυρίζω στο φεγγάρι και να λέω ευχαριστώ
σε ένα μπουκάλι με αλκοόλ σαράντα τοις εκατό
στην μοναξιά μου να φτιάχνω παραμύθια με κόσμο
να ρίχνω ψίχουλα μη χάσω το δρόμο.

Στην άστεγη μπαλάντα μας κανέναν δεν τρομάζει η φυγή
στα πέτρινά τους χρόνια εμείς μαζεύαμε βροχή
κανέναν πούστη ακόμα δεν κάναμε δώρο στο χώμα
γι’ αυτό με κυνηγάει ένα βρόμικο στόμα.
Σ’ αυτήν εδώ τη μπαλάντα οι ανάσες γίνονται ευχές
και μαχαιριές οι ματιές
κι αν δε σου μοιάζει χιπ χοπ σαν τα συνηθισμένα
δεν με νοιάζει εδώ η κιθάρα ρε βαράει για μένα.

Βαράει κι ο χρόνος παρέα, αλλά ποιος τον παίρνει σοβαρά
στο φευγιό μας δεν τον βάζουμε ποτέ σε σειρά
ένα μικρόφωνο φτάνει και μια κιθάρα περισσεύει
απόψε τα άλλα η ψυχή μας μάλλον τα αποφεύγει.
Κι εσύ μαλάκα που βιάστηκες να χαρείς
μου έδωσες τόσο κουράγιο απ’ το Low Bap να το βρεις
να `σαι καλά κι έτσι να βιάζεσαι πάντα
κι εγώ θα σου στέλνω πάντα τα άσχημα μαντάτα.
Την προηγούμενη φορά είπαμε να μην νοιαστεί κανείς
αλλά νοιαστήκαν αρκετοί κόντρα της παρακμής
γι’ αυτό για πάρτη τους τα λέμε όλα απόψε
κι αν θες να αφήσεις κακό λιγάκι, κόψε.
Η άστεγη μπαλάντα μας φοβάται πια τους τοίχους
ξέφυγε απ’ τους ήχους, φίλιωσε με τους στίχους
συνήθισε στο κρύο, βαρέθηκε τα αντίο
έκρυψε το ρεφρέν της και μοιράστηκε στα δύο.

Μας άφησε πολλά, ενώ είχε τάξει λίγα
μας έδειξε πατρίδα μα έκανα πως δεν είδα
έφυγε σαν γουλιά μα μου `χει αφήσει τ’ άρωμά της
χάθηκε μακριά μα ακούω ακόμα την καρδιά της.
Εγώ της είχα πει αν θέλει να μείνει στην ψυχή μου
για πάντα μα εκείνη γέλασε μαζί μου
μου `πε ευχαριστώ κι ένα όχι ευγενικά
και πως ποτέ από φτωχούς δεν παίρνει δανεικά.

************

  • Νάνος Βαλαωρίτης, «Άστεγος ο μέγας»

(απόσπασμα)

«… Δε  θέλω λεφτά, συμπόνια, λύπη

δεν θέλω περιφρόνηση- μάλλον

επιθυμώ να προκαλώ την αηδία

να με σιχαίνονται και να μ’ αποφεύγουν

να κάνω οτιδήποτε να με ξεφορτωθούν

τους εκνευρίζει το θέαμα της απλυσιάς

τα βρόμικα ρούχα που φοράω

η μυρουδιά που αποπέμπω

είμαι ένας αποδιοπομπαίος τράγος

το περίσσευμα του  καπιταλιστικού θαύματος

το σκουπίδι της πλουτοκρατίας…

Δεν έχω μίσος για κανένα- δεν

είμαι επαναστάτης- είμαι μια περίπτωση

ένα σύμπτωμα- μια κακή σύμπτωση-

όταν μ’ έδιωξε η σπιτονοικοκυρά μου

δεν είχα πού να πάω- ήμουν απένταρος

έμεινα στο δρόμο με μια βαλίτσα

κανένας δεν είχε χώρο να με βολέψει

ούτε για μια νύχτα- τα άσυλα

ήταν γεμάτα- δεν με δεχόντουσαν

η πρώτη νύχτα ήταν δύσκολη

όμως το ξημέρωμα ήταν ωραίο

έκανα γυμναστική στο πεζοδρόμιο

στο συσσίτιο των απόρων μου δώσαν

ένα πιάτο φαΐ- δεν έμοιαζα ακόμα

άστεγος- και με κοίταζαν με υποψία…

Κανένας δε μου δίνει δουλειά-

έχω τα χάλια μου- βρέχει-

χιονίζει-φυσάει- δεν έχω

μέρος να ζεσταθώ- προχτές

βρήκα έναν σκύλο αδέσποτο

του ‘πα «θες να γίνω το αφεντικό σου;»

 κούνησε την ουρά του, έσκυψε

το κεφάλι του και μου ‘γλειψε τα παπούτσια

εντάξει φίλε- θα κάνουμε παρέα

βρήκα ένα λουρί και τον έδεσα

μαζί ζεσταθήκαμε κείνη τη νύχτα

την επόμενη μέρα τον έλυσα

να τρέξει- μου ‘φερε έναν άλλο σκύλο

με τους δύο αυτούς δεν έχω ανάγκη

από κουβέρτα- όταν βρέχει

χιονίζει, φυσάει και βροντάει.

Ζαρώνουμε και οι τρεις σε μια γωνιά…»

(Νάνος Βαλαωρίτης, «Άστεγος ο μέγας», Ύψιλον/βιβλία)

  • Νάνος Βαλαωρίτης, Ο ΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΑΣΤΕΓΟΥ

 
[…]


2. Ορίζω ολόκληρο τον ορίζοντα
έχω τη δυνατότητα να κοιτάζω
τον έναστρο ουρανό τις νύχτες
είμαι ένα σκουλήκι του δρόμου
μια γάτα των κεραμιδιών
ένας σκύλος χωρίς κολάρο
κατουράω όπου βρω – τρώω ό,τι βρεθεί
δεν φοβάμαι τις κακοκαιρίες
μέρα νύχτα τριγυρνάω πάνω κάτω
σ’ όλες τις γειτονιές είμαι το φάντασμα
της καλοπέρασης – η κακιά συνείδηση
των καλώς εχόντων

***********

4. Μπ. Μπρεχτ, ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΝΥΧΤΑ

 Ακούω πως στη Νέα Υόρκη

Στη γωνιά της 26ης Οδού και του Μπρόντγουαιη

Στέκει ένας άντρας κάθε βράδυ τους μήνες του χειμώνα

Και στους άστεγους που μαζεύονται βρίσκει ένα καταφύγιο για τη νύχτα

Κάνοντας εκκλήσεις στους διαβάτες.

Ο κόσμος έτσι δε θ` αλλάξει.

Δε θα καλυτερέψουνε ανάμεσα στους ανθρώπους οι σχέσεις

Δε συντομεύει έτσι η εποχή της εκμετάλλευσης

Μα ωστόσο λίγοι άνθρωποι βρίσκουνε καταφύγιο για τη νύχτα

Για μια νύχτα τους φυλάγεις απ` τον άνεμο

Το χιόνι που προορίζονταν γι` αυτούς πέφτει στο δρόμο.

Σαν το διαβάζεις τούτο `δω, μην κλείσεις το βιβλίο, άνθρωπε.

Λίγοι άνθρωποι βρίσκουνε καταφύγιο για τη νύχτα

Για μια νύχτα τους φυλάγεις απ` τον άνεμο

Το χιόνι που προορίζονταν γι` αυτούς πέφτει στο δρόμο

Μα ο κόσμος έτσι δε θ` αλλάξει

Δε θα καλυτερέψουνε ανάμεσα στους ανθρώπους οι σχέσεις

Δε συντομεύει έτσι η εποχή της εκμετάλλευσης.

Μπρεχτ, Μπ. Ποιήματα μετ. Ν. Βαλαβάνη, Σύγχρονη Εποχή

***********

  • Νικηφόρος Βρεττάκος, «Οι τρεις άστεγοι»

Μια χειμωνιά, τρεις άστεγοι, που απ’ τον πάγο σβήναν

σε μια ταβέρνα που έκλεινε μπήκαν ορμητικοί.

Κι ενώ πολύ διψούσανε, καθόλου αυτοί δεν πίναν,

Αλλά το χώμα κοίταζαν κ’ οι τρεις τους σκεφτικοί.

Κι ο ταβερνιάρης που άλλοτε την ώρα αυτή σφαλούσε,

γιατί είχε σπίτι ερημικό και φαμελιά πολλή

να τους ειπεί πως πέρασεν η ώρα δεν τολμούσε

γιατί ήτανε παράξενοι και σκοτεινοί πολύ.

Κι όταν σαν άχνιζε η αυγή τον απαχαιρετήσαν

ένα κρασί τους πρόσφερε κι’ αυτός να ζεσταθούν,

ενώ από οίχτο κι ανθρωπιά τα μάτια του δακρύσαν.

Μ’ αυτοί, κ’ οι τρεις, περήφανοι, δεν πήρανε να πιουν.

************

  • Έμμα Τσιβρά: Άστεγος

Ανεβαίνεις τη Σταδίου σκυφτός.

Τα χέρια στις τσέπες σφιγμένες γροθιές
αποφανατίζουν τις σκέψεις σου.

Νύχτωσε κι απόψε.
Το μαύρο σε πήρε στο κατόπι.

Η άσφαλτος χυμένο μελάνι
αποτυπώνειτο το αβέβαιο βήμα σου.

Όχι . Δεν ήσουν έτσι εσύ.
Έγινες ένας άλλος.

Δε σου ψιθυρίζει πια η Σκάρλετ στ’ αυτί
καθώς ξαπλώνεις μες στα χαρτόκουτα.

Η Τάρα χάθηκε μέσα στις φλόγες πολύ καιρό πριν.
Του ονείρου σου βωμός.

Από τότε κατοίκησαν στον ουρανό
στίφη εχθρικά κι αιχμαλώτισαν το φως.

Το αύριο δραπέτευσε.
Κάθε σήμερα ξημερώνει χθες .

Ο κόσμος ξέφυγε απ΄ την τροχιά του
γιατί έπαψες να ονειρεύεσαι.

Μη λυπάσαι.
Σίγουρα δε νύχτωσε τη σωστή ώρα.

*Τελευταίο βιβλίο: «Οι λέξεις αντιστέκονται» (εκδόσεις Χάρη Τζο Πάτση, 2018).


 

 

Κούρνιαζαν αθλητικά παπούτσια δίπλα σε κάδο σκουπιδιών.
Βαλμένα ζεύγη στη σειρά σαν ξαποσταμένα περιστέρια.

Έριξα λίγα ψίχουλα απ’ το κουλούρι μου.

Δεν ξεβολεύτηκε κανένα (είχαν φάει τα …ψωμιά τους).
Παπούτσια δουλεμένα σε λογιών λογιών ποδάρια.

Mε ξεγέλασε η απόσταση, τα νόμιζα για περιστέρια,
ωστόσο όταν ξεδιάλυνε η εικόνα, μια άλλη την αντικατέστησε
στη σκέψη της πρωινής μου βόλτας.
Στην όψη των πάνινων περιστεριών μου ανθρώπους έβλεπα,
άστεγους δίπλα σε κάδους σκουπιδιών παρατημένους.

Σφίχτηκα, ωστόσο συνέχισα τη βόλτα μου.
Τακτοποιημένος όσο πριν συνέχισα.

Έριξα και τα τελευταία ψίχουλα της σακκούλας
απ’ το κουλούρι μου…

Fhttps://apopseis.gr/astegi/acebook

*************

  • “Άστεγος”, Της Ελένης Θ. Π. Λουκά 

Εικόνα θλίψης ενός ανθρώπου που ζει στον δρόμo

μονάχος, έρημος, που συντροφιά του έχει τον πόνο

χίλιες οι πίκρες όπου τον έφεραν σε πλήρη απόγνωση

χίλιες κι οι αιτίες που τον οδήγησαν στην απομόνωση.

Κι αυτός σαν θύμα ενός συστήματος ανθρωποφάγου

πέφτει ανελέητα μέσα σε ρύγχος ζώου παμφάγου,

δεν ήταν γνώστης όλων των όρων του παιχνιδιού

εύκολη λεία για ένα τέρας μορφής φιδιού.

Όταν το χρήμα γίνεται στόχος, ζωής σκοπός,

ο άνθρωπος πιόνι, σκλάβος πλουσίων, πιστός φρουρός

κι αυτό το κράτος και οι θεσμοί του κενό πορείας χωρίς τιμόνι

πλούσιοι, πιο πλούσιοι, φτώχεια που έρχεται και γιγαντώνει.

Σπίτι του ο δρόμος, στέγη και φως του ο ουρανός

τα πεζοδρόμια, πάρκα, παγκάκια κάθε σταθμός

για συντροφιά του έχει συχνά τα περιστέρια

ίσως τον σκύλο πιστό του φίλο κάτω απ’ τα αστέρια.

Ήταν στη μοίρα του να γκρεμιστεί κάθε του όνειρο

και να τον πάρουν κακές νεράιδες δικό τους όμηρο

στη μοναξιά του τη χαραυγή παρέα η θλίψη

και η αγάπη στα άδεια βράδια κι αυτή θα λείψει.

***********

  • Βασίλης Ιωαννίδης, Άτιτλο (Άστεγη έμεινε η ποίηση…)

    Άστεγη
    έμεινε η ποίηση
    και περιφέρεται
    στους δρόμους
    ζητιανεύοντας
     
                *

    Ναυάγιο η ποίηση
    κι ο ποιητής
    ο ναυαγός

    Δημοσιευμένο στο περιοδικό Πάροδος, τεύχος 17 (Δεκέμβριος 2007)

https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=11500.msg116499#msg116499

*************

  1. ΟΣΑ ΚΛΕΙΔΙΑ ΕΧΕΙ Ο ΑΣΤΕΓΟΣ- Γεωργία Τρούλη

Ένα πιάνο ανοιχτό. Καρότσι που άστεγος έχει συλλέξει

Αντικείμενα, σκουπίδια, ήχοι. Παραμορφωμένες νότες.

Τα τοποθετεί χειρουργικά στα σημεία. Απόχρωση. Εξακρίβωση.

Μια δόση παράνοιας. Παιχνίδι που ξέχασε σε ηλικία που δεν θα μπορούσε να θυμηθεί.

Σ’ ένα λινό πουγκί βάζει τα πιο μικρά. Αυτά  που κανείς δεν βλέπει

Ένα ρεσώ  τσαλακωμένο, κουτί από τροφή βρεφική, το όργανο για επίκληση βροχής.

Το τενεκεδένιο ταμπούρλο, ένα μεταλλόφωνο, δύο πιρούνια μαγειρικής

Μια μικρή αγωνία για ύπνο κι ελάχιστη φαντασίωση

Η μουσική έρχεται από μια σπηλιά. Έχει επίστρωση. Ξύλο κι ελεφαντόδοντο.

Χάσκει. Ανοιγοκλείνει σαν αιδοίο σε οργασμό. Φτάνει σε μια τονικότητα

Χωρίς προηγούμενο. Βάζει μονωτική ταινία στα πλήκτρα.

Δεν ξεχνάει ποτέ από πού ξεκίνησε. Πόσο διένυσε δρόμο ανυπόφορο και σχεδόν παγωμένο.

Μελωδία σε συχνότητα κατεδάφισης. Σταδιακά. Έτσι δομήθηκε

Η δεξιοτεχνία του Parmeggiani κάποτε του φάνηκε ασυνεχής. Δεν είχε καμιά διαφωνία με την διαφωνία και τις ιδιότροπες κλίμακες.

Συχνά οι συχνότητες σχημάτιζαν έννοια. Έπειτα χανόταν. Κατηφορίζει εδώ και δεκαετίες νερού με το πιάνο και όλα τα συμπράγκαλα.

Κοιμάται μέσα σε αυτά, τα τραβολογά με σκοινί ορειβάτη τη μέρα. Το βράδυ όλα τα κλειδιά τα πετάει στις γάτες.

Είναι άστεγος κάμποσα λεπτά, γλιστράει μέσα στους δρόμους και τα στενά μιας πόλης που γδέρνει όσους μένουν άγρυπνοι.

Τους αλλάζει το δέρμα, το πέλμα, το βλέμμα.

Τίποτα δεν έχει να εφεύρει παρά μόνο μια επιπλέον νότα χωρίς κλειδί.

Ξεκινάει με μονωτική φιλοδοξία και χωρίς αντίστιξη.

Θα ακολουθήσει διαδρομή και μελωδία μέχρι να ξημερώσει.

Το λινό πουγκί έχει ραμμένο στα έσω πλευρά δύο αναμνήσεις, Αυτές κουβαλάει.

Αυτές παραμένουν  ακέραιες, συμπαγείς και χωρίς αλλοιώσεις.

Όμως κάθε οχτώμιση μέρες  αδειάζει τα παιχνίδια, τα κύμβαλα , τα σκουπίδια και συλλέγει άλλα.

Μερικά είναι διαβρωμένα από τα σάλια και τα χέρια όσων προηγήθηκαν.

Η χρησιμότητα και η ανάγκη βαδίζουν παράλληλα, λέει. Η μουσική το ίδιο.

Όλα τα σκουπίδια σχεδόν τρελαμένα από τον ήχο που έβγαλαν όταν πετάχτηκαν και κανείς άστεγος δεν ήταν εκεί να τα συλλέξει.

Και τώρα απαιτούν μελωδία, ξεδίπλωμα.
Είχαν γίνει ήδη είδη πολυτελείας σε μια εποχή που το μόνο που πρέπει να κουβαλά ο κανένας  είναι το δέρμα του.

Πες το με ποίηση (423ο): «ΤΣΙΡΚΟ-ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ»…

Το μεγάλο μας τσίρκο

1.ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΑΣ ΤΣΙΡΚΟ

Μεγάλα νέα φέρνω από κει πάνω

περίμενε μια στάλα ν’ ανασάνω

και να σκεφτώ αν πρέπει να γελάσω

να κλάψω να φωνάξω

να φωνάξω ή να σωπάσω

.

Οι βασιλιάδες φύγανε και πάνε

και στο λιμάνι τώρα κάτω στο γιαλό

οι σύμμαχοι τους στέλνουν στο καλό

.

Καθώς τα μαγειρέψαν και τα φτιάξαν

από ξαρχής το λάκκο τους εσκάψαν

κι από κοντά οι μεγάλοι μας προστάτες

αγάλι-αγάλι εγίναν νεκροθάφτες

.

Και ποιος πληρώνει πάλι τα σπασμένα

και πώς να ξαναρχίσω πάλι απ’ την αρχή

κι ας ήξερα τουλάχιστον γιατί

.

Το ριζικό μου ακόμα τι μου γράφει

το μελετάνε τρεις μηχανορράφοι

Θα μας το πουν γραφιάδες και παπάδες

με τούμπανα παράτες

με παράτες και γιορτάδες

.

Το σύνταγμα βαστούν χωροφυλάκοι

και στο παλάτι μέσα οι παλατιανοί

προσμένουν κάτι νέο να φανεί

.

Στολίστηκαν οι ξένοι τραπεζίτες

ξυρίστηκαν οι Έλληνες μεσίτες

εφτά ο τόκος πέντε το φτιασίδι

σαράντα με το λάδι

με το λάδι και το ξίδι

.

Κι αυτός που πίστευε και καρτερούσε

βουβός φαρμακωμένος στέκει και θωρεί

τη λευτεριά που βγαίνει στο σφυρί

.

Λαέ, μη σφίξεις άλλο το ζωνάρι

μην έχεις πια την πείνα για καμάρι

Οι αγώνες που ’χεις κάνει δε ’φελάνε

το αίμα το χυμένο

το χυμένο αν δεν ξοφλάνε

.

Λαέ, μη σφίξεις άλλο το ζωνάρι

η πείνα το καμάρι είναι του κιοτή

του σκλάβου που του μέλλει να θαφτεί

ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ

*****

. ΤΟ ΤΣΙΡΚΟ

Σε βλέπω μέσα από καθρέφτες παραμορφωτικούς

Σε βλέπω στο τεντωμένο σκοινί

Κι από πάνω σου οι δράκοντες με τα φλογισμένα εντόσθια

Κι από πάνω τα νύχια της κακιάς μάγισσας

Τα σύρματα γύρω σου να σφίγγουν.

.

Να μπήγονται στη σάρκα σου

Και να πέφτει το αίμα

Ν’ απολαμβάνουν το θέαμα οι θεατές.

Με το εισιτήριο στο χέρι

Με την ικανοποίηση.

.

Κι εσύ δεν πιστεύεις πια στα παραμύθια

Και καλά κάνεις.

Μια και τώρα δεν υπάρχουνε νεράιδες

Που αφανίζουνε τις μάγισσες

Που αλλάζουνε το αίμα σε ρουμπίνια

Που μεταμορφώνουν τα υπόγεια σε κήπους

Μια και τώρα δεν ωφελεί η εγκαρτέρηση

Και σένα δεν σου έπρεπαν οι μασκαράτες.

.

Σε γέλασαν

Άσκημα σε ξεγέλασαν

Τα σύρματα που σε σφίγγουν να σου τα πούνε δίχτυα σωτηρίας

ΜΑΡΙΑ ΚΥΡΤΣΑΚΗ, Οι λέξεις (1973) [Ενότητα Ανίχνευση (1968-1971)]

******

3. ΤΟ ΚΛΕΙΣΤΟ ΤΣΙΡΚΟ

Τον πρώτο μήνα απαγορέψαν τη συγκοινωνία και τα θεάματα.

         Δε φάνηκε βαπόρι.

Το κλειστό τσίρκο, βέβαια, δεινοπάθησε πιότερο απ’ όλους μας.

.

         Μια μέρα

βγήκαν οι δυο μικροί παλιάτσοι, με τα ρούχα τους ακόμη πιο φαρδιά, όλο ρόμβους,

πολύχρωμους ρόμβους, με πουντραρισμένες μύτες και ζωγραφισμένα δάκρυα·

δίναν καταμεσής του δρόμου παραστάσεις, μάζευαν στο ντέφι πενταροδεκάρες·

όμως κανένας δε γελούσε. Τότε εκείνοι κλαίγανε στ’ αλήθεια,

ξεβάφαν τα ζωγραφιστά τους δάκρυα, μουντζουρώνονταν το πρόσωπό τους.

.

                            Ένα δείλι,

τούς πιάσανε, τους δέσανε τα χέρια, τους τραβήξαν στο μεγάλο κτίριο.

                    Την άλλη μέρα,

όταν ξυπνήσαμε, είχε σύννεφα· λείπαν απ’ την πλατεία οι τέντες, τα κλουβιά, τα

κάρα.

.

Μονάχα ένα παιδί βρήκε κάτω απ’ τα δέντρα μια βρεγμένη ψεύτικη γενειάδα.

Τη φόρεσε δισταχτικά. «Θα την κρατήσω για τον Άι-Βασίλη», είπε.

 6. II. 69

Γιάννης Ρίτσος (Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα)

*****

4. ΤΣΙΡΚΟ

Δεν άντεξε τη μοναξιά του ποιητή.

Προσχώρησε κι αυτός

στο τσίρκο.

ΧΡΙΣΤΟΣ ΛΑΣΚΑΡΗΣ

*****

5.ΤΟ ΤΣΙΡΚΟ

Δεν είπα τίποτα ακόμα.

Δεν είπα τίποτα κι ας κυλιέται πάντα ο πόνος μας

ανάμεσα σε σημαίες, μεγάφωνα και βεγγαλικά.

.

Μα ο πιο μεγάλος μας πόνος δε μιλιέταιδε γράφεται.

Δε γρικιέται απ’ τους άλλους.

Γυρίζει μέσα μας μόνο. Σαν το λιοντάριμουγκρίζοντας

τρώγοντας απ’ τις σάρκες μας.

.

Ο πιο μεγάλος μας πόνος δεν αλλάζει σε δόξα.

Δε γίνεται τσίρκο και αγορά.

Θανάσης Κωσταβάρας, Ο γυρισμός

*****

6.ΤΟ ΤΣΙΡΚΟ

Η φωνή στο τσίρκο

Υπόσχεται νέες μοναδικές εμπειρίες

.

Θα περάσετε στιγμές μεγάλης αγωνίας

Όλες οι γραβάτες να λύνονται στην είσοδο

Θα καλυφθούν οι αντιλογίες και οι αστοχίες σας

Τυχόν ανησυχίες θα αποκρυβούν

Ο τροχός ανατρέπει τα δεδομένα

.

Θέ μου

σταμάτησέ την αυτή τη φωνή

Κινδυνεύω

να δεχθώ

την πρόσκληση

Πέτρος Στεφανέας

*****

7. ΑΠ’ ΤΗΝ ΚΕΡΚΙΔΑ

Αυτό το τσίρκο ήταν πλήρες.

Μ’ ένα σχοινοβάτη δίχως πόδια

να δοκιμάζει το σχοινί πριν ανεβεί

κι έναν άλαλο παρουσιαστή

με την κοιλιά μπαλόνι και ημίψηλο.

.

Η θηριοδαμάστρια χωρίς χέρια

να βαστά στα δόντια το μαστίγιο

και στα παλούκια δεμένοι ελέφαντες

με προβοσκίδες γουρουνιών

στα κλουβιά λιοντάρια, χωρίς χαίτη.

.

Χορεύτριες υπήρχαν, ναι

χοντρές και με σγουρή γενειάδα.

Και δύο ζογκλέρ αόμματοι

να πετούν ο ένας στον άλλο τις κορύνες.

.

Στις κερκίδες υστερικές μανάδες, στείρες

έγνεφαν στα παιδιά τους ησυχία.

Η παράσταση σε λίγο θ’ αρχίσει

κι όλοι θα πρέπει να κάνουν πως γελάνε.

ΑΘΗΝΑ ΤΙΤΑΚΗ

ΟΙ ΑΚΡΟΒΑΤΕΣ-ΧΑΡΙΣ ΑΛΕΞΙΟΥ

8. ΟΙ ΑΚΡΟΒΑΤΕΣ

Πόσο χαμηλά ζητάς να πέσω;

Και ποιο συρματόσκοινο

της ζωής μου να γίνει το μέσο;

.

Τι νόμιζες;

Οι αρχάριοι πάντοτε πέφτουν.

Πεθαίνουν από έρωτα

στο χάος τους γλιστρώντας.

.

Οι ακροβάτες πέφτουνε

κοιτάζοντας τους πρώτους.

.

Οι ακροβάτες πέφτουνε

μαζί με το κοινό τους

καμπύλες διαγράφοντας

βουτώντας στο κενό τους.

ΚΩΣΤΑΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΗΣ

*****

9. ΕΙΜΑΙ ΕΝΑΣ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ

είμαι ένας μεθυσμένος ακροβάτης

ένας απίστευτα γενναίος ισορροπιστής

βαδίζω απρόσεχτα, χορεύω

γλιστράω, κρατιέμαι την έσχατη στιγμή

παίζω με την κομμένη σας ανάσα

περιγελώ τα επιφωνήματα

.

εγώ ο ίδιος πριονίζω το σχοινί

στο χέρι μου κρατάω σφιχτά τον ουρανό

τον τρύπιο σκούφο μου για τα φιλοδωρήματα

.

το ξέρω πως θα συντριβώ

το αίμα μου πάνω στην άσφαλτο θα σχηματίσει

ένα παράξενο φεγγάρι

οι νοσοκόμοι με τα άγρια γένια

θα διασώσουν μοναχά

κείνο το εκθαμβωτικό λουλούδι

που θε ν’ ανθίσει στο σημείο που έπεσα

.

Τόλης Νικηφόρου, Ο μεθυσμένος ακροβάτης (1979)

******

10. ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ

Βαδίζω και παραπατώ

σε τεντωμένο σχοινί

όπως ο ακροβάτης.

.

Θέλω να φτάσω

στην άλλη άκρη χωρίς

παραπατήματα και πτώσεις.

.

Η απόσταση είναι μεγάλη.

Το κοινό με παρακολουθεί

με αγωνία και κομμένη την ανάσα.

.

Δεν ξέρουμε τι θα φέρει η στιγμή.

Αλλ’ αυτός που δεν τολμά

ποτέ δεν νικά.

Ντόρντρεχτ, 2 Νοεμβρίου 2007

Στέλλα Τιμωνίδου, ατελείωτες νύχτες (2008) [Ενότητα VII]

Χαΐνηδες – Ο Ακροβάτης

11. Ο ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ

Για ιδέστε όλοι τον ακροβάτη που τραμπαλίζεται

για ιδέστε όλοι τον ξενομπάτη πως δε ζαλίζεται

Για ιδέστε τον ακροβάτη που κι όταν πέφτει γελά

και ποτέ δε κλαίει, ποτέ δεν κλαίει

.

Για ιδέστε που ‘χει το ερημοπούλι αίμα στο φτερό

πετά κι ας το βρε θανάτου βόλι, κόντρα στον καιρό

Με τον καιρό να ναι κόντρα, έχει τιμή σαν πετάς

να μένεις μόνος, να μένεις μόνος

.

Για ιδέστε όλοι δέστε και μένα άλλο δε ζητώ

που `χω στους ώμους φτερά σπασμένα και ακροβατώ

Γύρισε κάτω η μέρα κι ακόμη εσύ να φανείς

μην κλαις πουλί μου, μην κλαις πουλί μου

ΝΙΚΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗΣ

*****

12. ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ

Ονειρεύτηκα χθες πως ήμουν ακροβάτης

Περπατούσα στις μύτες των ποδιών

Πάνω σε μια γυάλινη δοκό

Διάφανη να βλέπω τον γκρεμό κάτω από κάθε στραβοπάτημα και να ζαλίζομαι.

.

Τη μία άκρη τη στήριζε η μάνα μου

Κι ένιωθα τα μάτια της να ακολουθούνε τις κινήσεις και τα στραβοπατήματά μου

Και τα χέρια της να μην αντέχουν άλλο.

.

Την άλλη άκρη την έπαιζε στα χαρτιά το μέλλον μου

-ένα νωθρό σύννεφο με θολά πρόσωπα κι αμφίβολες καταστάσεις

Ανασφάλειες, επιλογές που έγραφαν στο κούτελο «ΛΑΘΟΣ»

Κι άλλες που δεν έκανα ποτέ εγώ-

.

Για λίγο νόμισα πως είδα τα χέρια σου να κρατάνε το τέρμα μου.

Θυμάμαι με ρώτησες:

«Μα δεν είναι επικίνδυνο;»

Κι εγώ δεν σου απάντησα, μόνο κοιτούσα τα μάτια σου σαν τις ταινίες

Κι ήθελα να καταλάβεις πως ό,τι κι αν έκανα μαζί σου ήταν επικίνδυνο

Μα ποτέ δεν ρώτησες.

.

Περπατούσα κι είχε αρχίσει να φαίνεται αιώνας

Σε έναν καθρέφτη  που χαμογελούσε σαρδόνια με ψεύτικα δόντια  χωρίς τερηδόνα

Είδα πως τα μαλλιά μου ασπρίσαν, τα δόντια μου έπεσαν, τα χέρια μου ρυτίδιασαν

Και το τέρμα πάντα εκεί, κολλημένο.

Ας γλιστρήσω, ας  πέσω, ας πεθάνω.

Άρχισα να τρέχω.

ΜΑΡΙΑ ΦΟΥΤΖΊΤΖΗ

*****

13. Ο ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ

Σʼ ανάποδο σχοινί ακροβατώ

Μʼ υποστηρίζει πλήρως

η φετινή βαρύτητα

δεν κινδυνεύω

από πτώσεις ξαφνικές

από τέτοιου είδους απρόοπτα

.

Σʼ ανάποδο σχοινί

έτσι θα συνεχίσω νʼ ακροβατώ

εγώ και το κενό

δίχως δίχτυ ασφαλείας

δίχως την ευκαιρία τη δεύτερη

με βήματα αλησμόνητα

.

Σʼ ανάποδο σχοινί ακροβατώ

Μʼ υποστηρίζει πλήρως

ένας ηρωισμός αρχέγονος

μια θέση πλεονεκτική

τʼ ανάποδά σου

όρθια τα βλέπω από εδώ

Σʼ ανάποδο σχοινί αιμορραγώ.

ΒΑΣΙΛΗΣ Χ. ΜΠΟΤΣΙΟΣ

*****

14.ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ

Στη μνήμη του Νότη Μαυρουδή

.

Μια κιθάρα στον τοίχο σωπαίνει

μια χορδή με τη βία κομμένη

σαν σκιά η βουβή μελωδία

κύκλους κάνει στην άδεια πλατεία.

 .

Στη σκεπή καρτερεί νυχτερίδα

στήνει η νύχτα μοιραία παγίδα

στο κενό το μετέωρο βήμα

το λεπτό του ρυθμού κόβει νήμα.

Μια κιθάρα που δάχτυλα ψάχνει

μα της φράζει τον δρόμο η αράχνη

που κρυφά τον ιστό της υφαίνει

στο σκοτάδι της νύχτας κρυμμένη.

 .

Στον καθρέφτη λευκό το σεντόνι

της ζωής μαύρη πέφτει η οθόνη

Προμηθέας στον βράχο δεσμώτης

η καρδιά σταματά τον παλμό της.

Στου βοριά το σκοινί ακροβάτης

με σβησμένο τσιγάρο στα χείλη

στον βυθό σιωπηλός Αργοναύτης

μ’ ένα δάκρυ στα μάτια οι φίλοι.

 .

Σ’ ένα αστέρι θα σμίξουμε πάλι

της καρδιάς ν’ ακουστεί το ταξίμι

από χέρι σε χέρι η σκυτάλη

ζωντανούς μας κρατάει η μνήμη.

 .

Δημήτρης Φιλελές

*****

15. ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ

Στο τεντωμένο σου σκοινί

καραδοκεί η λακκούβα ακροβάτη.

Ψαχουλευτά με το επιδέξιο πόδι σου

θα την αναγνωρίσεις.

.

Κι απαίδευτος δήθεν στις εκπλήξεις

θα βρεις μια λύση, οποιαδήποτε

αφού στις προδιαγραφές

υπάρχει ο όρος «ασταμάτητος».

.

Να περπατάς στον αέρα πανεύκολο

με δίχτυ ασφαλείας τα σύννεφα.

Ποτέ δεν έπεσε κάποιος απ’ αυτά.

Ψέμα, όλοι ήξεραν.

.

Στην άκρη της πορείας σου

η πύλη των αρχαίων αιτιών

με το γκισέ άδειο και σκοτάδι.

Εκεί στέρεο έδαφος και δισταγμός.

Μην περιμένεις στην ουρά.

Είσοδος ελεύθερη.

ΑΘΗΝΑ ΤΙΤΑΚΗ

Πες το με ποίηση (222ο): «Δίχτυ»…

-«…Ποιος τη ζωή μου, ποιος την κυνηγά
να την ξεμοναχιάσει μες στη νύχτα;
ουρλιάζουν και σφυρίζουν φορτηγά
σαν ψάρι μ’ έχουν πιάσει μες στα δίχτυα…»

(Μ. Ελευθερίου, Ποιος τη ζωή μου)

************

Στ. Ξαρχάκος – Τάκης Μπίνης, «Το δίχτυ»

Το δίχτυ» – Νίκος Γκάτσος

Κάθε φορά που ανοίγεις δρόμο στη ζωή
μην περιμένεις να σε βρει το μεσονύχτι
έχε τα μάτια σου ανοιχτά βράδυ πρωί
γιατί μπροστά σου πάντα απλώνεται ένα δίχτυ
έχε τα μάτια σου ανοιχτά βράδυ πρωί
γιατί μπροστά σου πάντα απλώνεται ένα δίχτυ

Αν κάποτε στα βρόχια του πιαστείς
κανείς δε θα μπορέσει να σε βγάλει
μονάχος βρες την άκρη της κλωστής
κι αν είσαι τυχερός ξεκινά πάλι
μονάχος βρες την άκρη της κλωστής
κι αν είσαι τυχερός ξεκινά πάλι

Αυτό το δίχτυ έχει ονόματα βαριά
που είναι γραμμένα σ’ επτασφράγιστο κιτάπι
άλλοι το λεν του κάτω κόσμου πονηριά
κι άλλοι το λεν της πρώτης άνοιξης αγάπη

Αν κάποτε στα βρόχια του πιαστείς
κανείς δε θα μπορέσει να σε βγάλει
μονάχος βρες την άκρη της κλωστής
κι αν είσαι τυχερός ξεκινά πάλι
μονάχος βρες την άκρη της κλωστής
κι αν είσαι τυχερός ξεκινά πάλι

************

Γιάννης Ρίτσος, Το δίχτυ (απόσπασμα)

[…]

Έτσι, λοιπόν,
αυτός,
μόνος, μοναδικός, μονήρης,
άδειος,
πλήρης,
αποκλεισμένος, εξαναγκασμένος
αντίστροφα ελεύθερος —
                                   Αυτός,
ρίχνοντας το μεγάλο δίχτυ
βαθιά, βαθιά,
στο πιο κατακόρυφο μέρος τής νύχτας, ανεβάζοντας
ως τη στάθμη των μυστικών νερών,
ως τη στάθμη τής σιδερένιας κλίνης,
τη γυμνή γυναίκα
το γυμνόν άντρα
σμιγμένους σ’ ένα σώμα,
στο δικό του το σώμα,
λάμποντας όλος,
λάμποντας όλοι,
λάμποντας όλα
με τα δικά του τα μάτια —

Δεν μπορεί να τα κλείσει,
δεν μπορεί να πεθάνει,
γιατί ή γυναίκα φορούσε
στο μικρό δάχτυλο του αριστερού ποδιού της
ένα λεπτό δαχτυλίδι με πράσινη πέτρα,
γιατί ο άντρας φορούσε
ολόγυρα στη μέση του
τρεις γύρους
το σκοινί απ’ το κατάρτι τού Οδυσσέα —
η μια του άκρη κρεμόταν στο μηρό του.
Αυτό ήθελε να πει
Τίποτε’ άλλο.

Κ’ έλεγε : φτάνει.

Κι αυτό ακριβώς δικαιολογούσε τη μεγάλη λάμψη παρ’ όλα τα κακά συμβάντα
τα σημερνά
τα  χτεσινά         
τ’ αυριανά,
με τούς φρουρούς εντειχισμένους στις εφτά πύλες των Θηβών
με τα σπίτια μετέωρα στα βίντζια,
με τις Μυκήνες βουλιαγμένες στις πέτρες.

Τις χρυσές προσωπίδες τις κατέβαζαν, νύχτα,
από την πίσω σιδερένια σκάλα της υπηρεσίας
σε σχήμα σκουριασμένης σπείρας.
Τ’ αστέρια κοίταζαν άλλου.

Κι αυτός
συντροφευμένος, ασυντρόφιαστος πάντα, επικοινωνώντας
(διά μέσου της κοινής μοναξιάς μας — έλεγε)
μ’ αυτούς πού ανάστησε,
μ’ αυτούς πού είχαν πνιγεί
στον ουρανό ή στη θάλασσα ή στο χώμα —
γιατί, βέβαια, όλοι
είχαν πνιγεί
κι αυτός μαζί,
και, βέβαια, όλοι
κι αυτός μαζί
χρειάζονταν μιαν ανάσταση,
το ίδιο και τα κουμπιά τού σακακιού τους,
το ίδιο και το σταχτοδοχείο κ’ η λάμπα τους,
κι ο καπνός τού τσιγάρου τους.

Κ  ίσως γι’ αυτό
κανένας δεν πεθαίνει
μέσα στην ποίηση —
μήτε το μπρίκι πού ψήναμε καφέ
Ιούλιος μήνας στο πευκόφυτο της Καλαυρίας
ανάβοντας μικρές ευωδιαστές φωτιές με ξερό θρούμπι

Έτσι,
με το ‘να χέρι του στα φρύδια να σκιάζει τα μάτια, αγναντεύοντας
τα βενζινόπλοια πού αρμένιζαν στον Ελλήσποντο,
με τ’ άλλο βυθισμένο στην τσέπη του,
σφίγγοντας τα κλειδιά του
ζεσταμένα απ’ το ίδιο του το σώμα.

Καλημέρα, — είπε.
Κι ο άλλος (παράξενο) αποκρίθηκε,
μακριά, απ’ το καράβι,
κι ο άλλος απ’ το άλλο καράβι,
πιο πέρα :

Καλημέρα.

(Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Ζ’ Τόμος] (1978)

******************

-Μαρία Καρδάτου, «Τα δίχτυα αθόρυβα»  

Ο φάρος μικρό κόκκινο
πυροτέχνημα
Νύχτα στην παραλία
με τη βαριά μυρωδιά
από τα φύκια
Στο καφέ στην άκρη των βράχων
οι νέοι αγγίζουν τους φόβους τους
καπνίζουν τις σκέψεις τους
πιάνονται από ένα χαμόγελο
για το αύριο το αληθινό
Γελούν και πίνουν
χαϊδεύοντας το όνειρο
ενώ πίσω τους κάποιος με μαύρα
ρίχνει τα δίχτυα αθόρυβα

***********

Μάνος Λοΐζος, «Το δίχτυ»

 Ναζίμ Χικμέτ, (μτφ. Γ. Ρίτσος), «Το δίχτυ»

Πάνω σ’ αυτή την όχθη
στο θαλασσινό κατώφλι
η βροχή σαν δίχτυ με τυλίγει
Τις μέρες της βροχής άσπρη σημαία
άσπρη σημαία στο κατάρτι υψώνεται

Βρέχει και ξαφνικά είναι εύκολο
εύκολο το να πεθάνεις
και το ίδιο εύκολο το θάνατο να περιμένεις
το θάνατο να περιμένεις.

*************

-Της Αικατερίνης Πάουελ

“ΦΕΓΓΑΡΙ ΡΊΞΕ ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΣΟΥ ΔΙΧΤΥ”

Φεγγάρι ρίξε το χρυσό σου δίχτυ και πιάσε τ’ ασημένιο δελφίνι, που μου έχει πάρει το νου, το περιμένω στο ναό τ’ ουρανού.

Ήλιε μου, δωσ’ μου το ζεστό σου χέρι, μι’ αγκαλιά και ένα ασημένιο αστέρι, που μου έχει κλέψει το γέλιο, στην αυλή τ’ ουρανού περιμένω.

Του καλοκαιριού κοχύλι, στείλε μου κόκκινο σταφύλι να μεθύσω δύο αγαπημένα χείλη, με χρυσό και ασήμι, μήπως και βρω την γαλήνη.

Ρίξε το φως σου, ένα χαμόγελο σου, φεγγάρι χρυσό μου, το δάκρυ σου δωσ’ μου για φυλαχτό απ’ τον πόνο να γιατρεύω.

*****************

-Σαράντος Παυλέας, Το Δίχτυ

…Κατοικώ στην κορυφή του θαλάσσιου βράχου μου

του ψηλομέτωπου,

στοχάζομαι πως η καταγωγή μας

είναι η μοναξιά,

μια πέτρα είμαι μοναξιάς.

Οι θλίψεις σκλήρυναν πια την καρδιά μου,

χιλιοπατημένος είναι η καρδιά μου δρόμος,

όπου πέρασαν πάνω του όλοι οι οδοστρωτήρες,

όλα τα οχήματα τα μικρά και τα μεγάλα.

Τώρα πια είμαι άφοβος.

Την καρδιά μου την πέρασαν όλα τα τρακτέρ

και είναι σκληρή σαν πεζοδρόμιο.

Μπορείτε να βαδείστε πάνω της.

Είναι μια βέβαιη λεωφόρος χαράς.

Είναι μια έξοδος προς το θάρρος και

Μια διδασκαλία θέλησης.

Εμπρός, προχωρείστε πάνω της όλοι αγκαλιασμένοι

χαμογελώντας προς το μέλλον σας.

Δεν υπάρχει άλλη ασφαλέστερη οδός προς το μεγάλο Αύριο

από την καρδιά μου.

Θα παραδεχτώ εκείνη την πολιτεία

ευτυχισμένη

όπου όλοι οι πολίτες έγραψαν

σ᾽ένα όστρακο

τη λέξη “φόβος” και τον εξόρισαν

από τους νόμους της

και από τις καρδιές τους,

όπου δεν υπάρχουν αφέντες και δούλοι

και η φανταστική ελευθερία

ανταμώνεται η δικαιοσύνη.

Ναι, τότε θα ονομάσω την πολιτεία ευτυχισμένη

σαν οι πολίτες της δουλεύουν αδερφωμένοι.

(Λέγω πολιτεία του Θεού εκείνη όπου ο κάθε εργαζόμενος

είναι του κόπου του κύριος)

Σας παραδίδω την καρδιά μου,

Όλες οι ελπίδες

της γέλασαν, όλων των ενθουσιασμών οι σημαίες,

αφού της κρυφόγνεψε η κάθε αλήθεια,

αυτή την πικραμένη πέτρα, πατριώτες μου.

Πάνω της πέρασαν όλες οι χαιρετιστήριες φωνές

των βαποριών και των τρένων,

την τρικύμισαν και την εγκατέλειψαν,

την κράτησαν όλες οι απελπισίες,

την γέμισαν όλες οι επιθυμίες και την φλόγισαν όλες οι χαρές,

της ανέμισαν όλα τ᾽όνειρα.

Αυτή την καρδιά που γέμισε

πατρίδα και ανθρωπότητα

σας την προσφέρω δώρο

να την κάμετε πλατύ δρόμο δικαιοσύνης

κι αλήθειας φως, παντού φως, γιατί τόσο ο τόπος

μας το εστερήθη.

https://annagelopoulou.blogspot.com/2012/08/blog-post.html

*********************

Γιάννης Ρίτσος, Το δίχτυ

Κι η κόρη η κρυμμένη στο ζωγραφισμένο δάσος
θα`ναι η πηγή των ελαφιών μες στις ιτιές
θα`ναι το ελάφι, το μικρότερο,
γλείφοντας στο νερό ένα άστρο;
Πίνοντας το άστρο;
Και το άστρο φέγγοντας μες στο μικρότερο ελάφι,
προβάλλοντας το σκελετό του ελαφιού
φωσφορικό μες στη νύχτα
διακεκομμένου καλλιγραφικά
με λεπταίσθητα φύλλα απ`τις ιτιές;
ή μήπως
ή μήπως
οι πολλές εκδοχές ακολουθούν το έργο,
ανακαλύπτονται σιγά σιγά, πολλαπλασιάζονται.

************

-Χρίστος Κασσιανής, ΔΙΧΤΥΑ

«Σαν έσκισε τα δίχτυα,
σταμάτησε η φωνή του κορακιού.

Μόνο η λαίλαπα της αρένας∙
σε μια ιαχή.»

***********

Ν. Εγγονόπουλος, «Το χέρι»

Ωραίο δίχτυ
που έπλεξεν η
κόρη
η κόρη-τέκτων
ορθή ως
στέκονταν εις το παράθυρο του Αναπλιού
ωραίο δίχτυ
φιλόξενο
ωσάν καλός θεός
ισχυρό
σαν τα’ άσπρα πλήκτρα
της χαράς
ωραίο δίχτυ
που έβαψε
με το χρώμα των ματιών της
και μύρωσε
με τ’ άρωμα των πλούσιων μαλλιών της
η κόρη που εστέκονταν
ορθή
εις το παράθυρο του Αναπλιού
ωραίο δίχτυ
ωραία κόρη
ωραίο παράθυρο που φώτιζες
μέσα στη νύχτα
τ’ Αναπλιού
ωραίο παράθυρο που φώναζες
ωραία κόρη που φώτιζες
ωραίο δίχτυ
μέσα στο χρώμα
τ’ Αναπλιού
ωραίο δίχτυ
γύρω τρογύρω
εις τον λαιμό μου
είτανε
κόρη
τα ωραία μαλλιά
σου
καθώς τα έπλεκες
εις το παράθυρο
μέσα στο φως
ωραία νύχτα
μέσα στο
βλέμμα σου
είτανε κόρη
καθώς τη ζήσαμε
τρελλοί από έρωτα
γυμνοί θεόγυμνοι
τρελλοί από έρωτα
— μια νύχτα έρωτος —
μέσα στο
δίχτυ
του Αναπλιού.

*************

-Ζούδιαρης Νίκκος – Α. Ιωαννίδης, «Αόρατο δίχτυ»

Ζούδιαρης Νίκος, «Αόρατο δίχτυ»

Έρχομαι απ’ της σιωπής
τα απόκοσμα τα μέρη
κι είδα την πνοή της Γης
να φιλιέται με τ’ αγέρι…

Φέρνω πέντε αναπνοές
απ’ την άγια ένωσή τους,
δυο απ’ αυτές για να με θες,
τρεις να καίγεσαι μαζί τους.

Πέρα απ’ τα όρια του νου μου,
στον απύθμενο γκρεμό,
το αόρατό σου δίχτυ
ρίξε μου για να πιαστώ.

Το φεγγάρι μίλαγε
όλη νύχτα για τη μέρα
και το φως τού φύλαγε
μία θέση στον αέρα.

Φέρνω πέντε λόγια του,
σώπα να σου τα ψιθυρίσω.
Στα κρυφά κατώγια του
τ’ άφαντα να μαρτυρήσω.

Πες το με ποίηση (421ο): «Αλάτι»…

*Η ανάρτηση είναι της καλής φίλης και συνεργάτιδας του μπλογκ, Αγγελικής.

Αλάτι – Μαρία Φαραντούρη

1.ΑΛΑΤΙ

Στων τραγουδιών μου τα ταξίδια

θα βρεις λιμάνια και ακρωτήρια,

που ανακαλύψαμε μαζί.

Θα βρεις και τα τρελά φιλιά μας,

που γράφανε στην αγκαλιά μας

«πάντα η αγάπη μας θα ζει».

.

Στων τραγουδιών μου τα συντρίμμια

θα βρεις μαλάματα κι ασήμια,

απ’ τον παλιό καλό καιρό.

Τότε που ήσουν η ζωή μου,

το επιούσιο κορμί μου

που πάντοτε θα λαχταρώ

.

Στων τραγουδιών μου τις παλάμες

μπήκαν οι κοφτερές σου λάμες

και κόβουνε και με πονούν.

Γιατί η αγάπη σου ήταν κάτι

απ’ την πληγή κι από τ’ αλάτι

κι απ’ τους καημούς που δεν περνούν.

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

*****

2. ΤΟ ΑΛΑΤΙ

Μέσ’ από τον αφρό σου, λιμνοθάλασσα,

σαν κάτι, αντάμα σκαλιστό και αγερινό, σαν κάτι

που δούλεψε το χέρι του ποιητή,

να το καθάριο κρούσταλλο, να το χιονάτο αλάτι.

.

Το ψωμί σιταράτο καλοζύμωτο

μέσ’ απ’τα χέρια της κυράς τα προκομμένα βγαίνει.

μα νόστιμο είν’ ασύγκριτα, γιατί

μέσα του, αλάτι, η χάρη σου, σπαρτή, σπαταλεμένη

.

Το ψωμί σιταράτο καλοζύμωτο

το τρώνε νιές, λιγνές, μεστές, ξανθές, μελαχρινούλες,

γι’ αυτό της λιμνοθάλασσας ο αφρός

τρέμει στο κάθε σείσμα σας, Μισολογγιτοπούλες!

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

*****

3. Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΛΩΤ

Δεν ξέρω τι είναι αυτό

που με γυρίζει στην ποίηση

σαν τη γυναίκα του Λωτ που γύρισε να δει

– και τι είδε τελικά

τον εραστή της που έτρεχε να την προλάβει

να υποκύπτει χτυπημένος απ’ τη θεϊκή οργή

κι έγινε στήλη άλατος όπως λένε…

.

Όμως εγώ κάθε φορά που επιστρέφω στην ποίηση

νιώθω σαν να ξαναγυρίζω στις αρχαίες αλυκές του κόσμου

κάτω από τροπικές βροχές

πλάι σε ωκεανούς που εξατμίστηκαν

πασχίζοντας ίσως να βρω τα ίχνη απ’ το πέρασμα

εκείνης της αρχέγονης γυναίκας που παράκουσε

.

– κι η ποίηση μια ανυπακοή είναι κατά βάθος

ένας παρα-πόταμος που περνάει

απ’ την Κόλαση και εκβάλλει στο χαρτί

μπροστά στα έκπληκτα μάτια σου.

.

Να γιατί λοιπόν νιώθω σαν τη γυναίκα των Γραφών

κάθε φορά που στρέφω το κεφάλι μου

στην αλμυρή, κινούμενη έρημο της ποίησης

στις χαίνουσες πληγές-πηγές των λέξεων.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΙΖΩΝΗ, Αρχαία δίψα (2020)

*****

4. ΩΔΗ ΣΤ’ ΑΛΑΤΙ

 .          

Αυτό το αλάτι

της αλατιέρας

εγώ το είδα στις αλυκές.

.

Ξέρω ότι δεν

θα με πιστέψετε 

αλλά τραγουδά,

τραγουδάει τ’ αλάτι, το δέρμα των αλυκών

τραγουδά μ’ ένα στόμα μπουκωμένο

απ’ τη γη.

.

Ανατρίχιασα

σ’ εκείνες τις ερημιές

όταν άκουσα

τη φωνή

τ’ αλατιού

στην έρημο.

.

Κοντά στην Αντοφαγάστα

όλος

ο κόσμος με το θειάφι

αντηχεί:

είναι μια

ραγισμένη

φωνή

σ’ ένα τραγούδι

συμπόνιας.

.

Μετά στις σπηλιές της

τ’ αλάτι όλο κρυστάλλους

βουνό

από ένα θαμμένο φως

διάφανη εκκλησιά

κρύσταλλο της θάλασσας, λήθη

των κυμάτων.

.

Κι ύστερα σε κάθε τραπέζι

του κόσμου τούτου,

αλάτι,

η άπιαστη

υφή σου

πέφτει λευκός καταρράχτης

φως της ζωής

πάνω

στα τρόφιμα.

.

Συντηρεί

στις παλιές αποθήκες

στα καράβια

ανακαλύψεις έκανες

στον ωκεανό,

πρωτόγνωρη ουσία

στα άγνωστα, μισάνοιχτα

μονοπάτια του αφρού.

.

Σκόνη της θάλασσας, η γλώσσα

δέχεται από σένα ένα φιλί

απ’ τη θαλασσινή νύχτα:

η γεύση ζυμώνει σε κάθε

νόστιμο φαΐ τον ωκεανό σου όλο

κι έτσι το ελάχιστο,

το μικροσκοπικό

κύμα της αλατιέρα

μας μαθαίνει

όχι μόνο την οπτική σου ασπράδα

αλλά τη δυνατή γεύση του απείρου.

PABLO NERUDA,, Μετάφραση: Γιώργος Ρούβαλης

*****

5. Ο ΧΡΥΣΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΑΤΙ

Έπλενε κάθε βράδυ τις πληγές με αλάτι

Έτσι είχε μάθει να συγχωρεί

Γύριζε κάθε νύχτα στο κρεβάτι απ’ την πλευρά του γκρεμού

Κι αποκοιμιόταν

.

Και το πρωί ξυπνούσε μέσα στα αίματα

Με γρατζουνιές και λίγα τρίμματα χρυσού πάνω στα χέρια

Ούτε τώρα την έπιασα την αγάπη

Ούτε τώρα μου δόθηκε, σκεφτόταν

.

Μα δεν ήξερε

Και κανέναν δεν είχε να της το πει

Πως η αγάπη ήταν

Οι πληγές και τα αίματα

Ο χρυσός και το αλάτι

Ο ύπνος και το στρώμα

που πάνω του συγχωρούσε κάθε βράδυ τον εαυτό της

ΓΙΑΝΝΑ ΤΖΙΒΕΛΕΚΗ

Μαργαρίτα Ζορμπαλά – Νερό κι αλάτι

6. ΝΕΡΟ ΚΙ ΑΛΑΤΙ

Με τον καιρό τον άνεμο

το φως μιας άλλης μέρας

οι πληγές πώς κλείνουν

πώς αλλάζει ο αέρας.

.

Ποιος θεός τα δίνει

ποια φωνή τα ντύνει.

.

Ματώνει ο χρόνος τα λευκά

τα διάφανα φτερά του

κι οι στιγμές σαν φύλλα

πέφτουν απ’ τα δάκρυά του.

.

Δώσε μου στο στόμα

μια στιγμή ακόμα.

.

Να με πας αγάπη

ως της γης την άκρη

Ζωή μου εσύ απόψε

που απομείναμε πιο λίγοι

το τραπέζι στρώσε

να τα πούμε σαν δυο φίλοι.

.

Να σου πω όμως κάτι

αχ, νερό κι αλάτι.

ΝΙΚΟΣ ΖΟΥΔΙΑΡΗΣ

*****

7. ΤΟ ΑΛΑΣ ΤΗΣ ΓΗΣ

Κάτω ἀπ’ τὴν ἀρχαία φωνὴ τοῦ κόρακα

ἡ θάλασσα γυμνώθηκε ἀπ’ τὴ γῆ. Ἡ ἀμμουδιὰ

εἶναι ἡ στερνὴ δορὰ τῆς θάλασσας.

Ἡ θάλασσα γυμνὴ ἀπ’ τὴν ἄμμο

ἡ θάλασσα γυμνὴ ἀπ’ ὅλα κυματίζει προσπαθεῖ

νὰ γυμνωθεῖ ἀπ’ τὸν ἑαυτό της.

.

Τὸ ἁλάτι εἶναι ἡ σοφία τῆς θάλασσας,

Τὸ εἶδα στὰ τραχιὰ χέρια τῶν βράχων.

Τὸ ἁλάτι εἶναι ἡ θάλασσα γυμνὴ

κι ἀπὸ τὴ θάλασσα τὴν ἴδια.

.

Τὸ ἁλάτι εἶναι ἡ σοφία τῆς θάλασσας.

Νὰ εἶστε τὸ ἁλάτι αὐτοῦ τοῦ κόσμου.

Ὅμως ὅταν τὰ πάντα ἔχουν γίνει

ὅμως ὅταν τὰ πάντα πιὰ εἶναι πίσω σου

ποῦ θὰ μποροῦσες νὰ κοιτάξεις καὶ νὰ μὴ

γίνεις ἁλάτι; 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ

*****

8. ΤΟ ΑΛΑΤΙ

Αν θέλεις να μελετήσεις την ουσία του, τη λειτουργία του,

τη χρησιμότητά του σ’ αυτόν τον κόσμο,

πρέπει να το δεις μέσα στο σύνολο. Το αλάτι

δεν είναι τα άτομα που το συνθέτουν

τουναντίον είναι η φυλή ενωμένη. Χωρίς αυτήν,

κάθε μέρος του θα ήταν σαν ένα θραύσμα του τίποτα,

διαλυμένο μέσα σε μια μαύρη τρύπα ασύλληπτη.

.

Το αλάτι έρχεται από τη θάλασσα. Ο πετρωμένος

αφρός της.

Είναι θάλασσα ψημένη στον ήλιο.

Και τελικά παραδομένη,

απογυμνωμένη πλέον από τη μεγαλειώδη της δύναμη του νερού,

πεθαίνει στην ακτή και γίνεται πέτρα στην αμμουδιά.

.

Το αλάτι είναι η έρημος όπου κάποτε υπήρχε θάλασσα.

Νερό και γη

συμφιλιωμένα,

το υλικό του κανενός:

χάρη σ’ αυτό, ο κόσμος ξέρει τη γεύση τού να είσαι ζωντανός.

ΧΟΣΕ ΕΜΙΛΙΟ ΠΑΤΣΕΚΟ

https://www.hartismag.gr/hartis-49/metafrash/to-alati-alla-poiimata

*****

9. ΤΟ ΑΛΑΤΙ

Αξίζει ένα πρόστιμο για της ζωής το νόστιμο

Αξίζει να το χάνεις πού και πού.

Ρισκάρω και τη θέση μου στην ήλιο για τη γεύση μου

Ρισκάρω και το χρώμα και τ’ ουρανού.

.

Αφήνομαι στα πάθη μου,

στα λάθη μου και τον εγωισμό μου

Αυτό είναι το αλάτι μου,

το κάτι μου στη νοστιμιά του κόσμου.

.

Αξίζει το καλύτερο για λίγο αλατοπίπερο

αλλάζει το τοπίο οριστικά.

Κι εφόσον η ουράνια ζωή δε δίνει δάνεια

ας πέσουνε 2 -3 μυρωδικά.

.

Αφήνομαι στα πάθη μου,

στα λάθη μου και τον εγωισμό μου

Αυτό είναι το αλάτι μου,

το κάτι μου στη νοστιμιά του κόσμου.

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΣ

*****

10. ΙΣΩΣ ΕΙΝΑΙ

Ίσως είναι το μητρικό σου αλάτι

που σήμερα μ’ έφερε, θάλασσα,

κοντά σου. Αλλά κι αν ακόμη

δεν είσαι μητέρα μου, μοιάζουμε

πάντως. Μπορεί και τα λόγια μου

να είναι αέρας σαν τα δικά σου.

.

Καιρός είναι άλλωστε ν’ αφήσουμε

τα όνειρα, σαν μια φούχτα άμμο

που τη ρίχνουμε πίσω μας. Αρκεί

πως αυτός ο παράδοξα όμορφος

κόσμος μάς μάγεψε. Μεθύσαμε

θάλασσα!

.

Τόσο η ψυχή μου όσο

κ’ εσύ, τον γιομίσαμε κύματα.

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ,Συνάντηση με τη θάλασσα, (εκδόσεις Τρία φύλλα, 1991).

*****

11. ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ

Η αλισάχνη μαζεύτηκε στις κόχες των ματιών των αγαλμάτων

Στα κεντρικά λιμάνια των νησιών

.

Επικολλώμαι σε αντικείμενα που αναγνωρίζονται με την αφή.

Αντικείμενα που αφήνουν τα γυάλινα κουτιά τους κι έρχονται

σ’ εμένα ανοιγοκλείνοντας το βλέφαρο της εκδοχής τους.

Γίνονται ιδέες και μού χαϊδεύουν το μάγουλο σιωπηλά.

με δάχτυλα καθαρά και λεία

κατασκευάζω μαζί τους τη χάρτινη όψη μου

σαν να’ ταν παιδικό μεκανό.

.

Αγαπώ την αλισάχνη και τα τυφλά αγάλματα.

Δεν είμαι θάλασσα, δεν είσαι ντόπιος γλύπτης.

Είμαστε αφές ρέουσες σε χώρα θραυσμάτων.

Το φως αναλύεται σ’ ό, τι αγγίζει

γίνεται νερό, γίνεται φίδι στο νερό,

γίνεται δέρμα μιας άλλης ζωής.

.

Κι η καρδιά μας μεγαλώνει

για ν’ απαιτήσουμε μιαν αχλύ

στον καθρέφτη του χερσαίου εαυτού μας.

ΛΙΑΝΑ ΣΑΚΕΛΛΙΟΥ

Post Navigation