Λόγος Παράταιρος

«Παράταιρος ο λόγος ο δυνατός/ μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει» (Γ. Ρίτσος)

Archive for the category “Άρθρα”

Οι ανισότητες στην εκπαίδευση ή «καλοί» και «κακοί» μαθητές…

-24-638

«Δεν υπάρχει τίποτα πιο άνισο από την ίση μεταχείριση των άνισων» (Αριστοτέλης)

Προτεραιότητα για το Υπουργείο Παιδείας μιας αριστερής κυβέρνησης πρέπει να είναι η αντισταθμιστική εκπαίδευση, φροντίδα και μέτρα για τα παιδιά των κατώτερων κοινωνικών τάξεων, ώστε να αμβλυνθούν οι ταξικές εκπαιδευτικές ανισότητες:
-«Τίποτα δεν είναι πιο άνισο από ένα σχολείο “ίσο” για “παιδιά άνισα”»
Την προηγούμενη εβδομάδα ήταν όλοι εκεί στο κλειστό γήπεδο «Σπύρος Λούης» του Αμαρουσίου, από την υπουργό της φωτοτυπίας, Άννα Διαμαντοπούλου, από «Ποταμίσιους», έως τον Άδωνη Γεωργιάδη, και θα συνεχίσουν στο Σύνταγμα με αντιδραστικές εκδηλώσεις τύπου κατσαρόλας, όπως πρωτοεμφανίστηκαν στη Χιλή το 1973, από τις «νοικοκυρές» και τους «νοικοκυραίους» της αστικής τάξης για να ρίξουν τον Αλιέντε. Ένας εσμός των πιο αντιδραστικών θέσεων και απόψεων που έχει οδηγήσει τη δημόσια εκπαίδευση σε κατάρρευση εκτοξεύοντας τα ποσοστά μαθητικής διαρροής στα ύψη και πετώντας στον … Καιάδα της αμάθειας και της αμορφωσιάς στρατιές μαθητών που προέρχονται από τα λαϊκά στρώματα και τις απομακρυσμένες περιοχές της χώρας. Η «Πρωτοβουλία» πρώην υπουργών, επίλεκτων πολιτικών εραστών της ευρωδουλείας και των μνημονίων, πρυτάνεων και καθηγητών των ΜΑΤ και της βίας, υποτακτικών και «πρόθυμων» διανοουμένων που όλα αυτά τα χρόνια «σιωπούσαν» ή λασπολογούσαν κάθε αίτημα και αγώνα της εκπαιδευτικής κοινότητας υμνώντας κάθε νεοφιλελεύθερο μέτρο των προηγούμενων κυβερνήσεων, της ΕΕ και του ΔΝΤ που ξεθεμελίωνε τη δημόσια εκπαίδευση.
Το σχολείο ευνοεί εκείνους που είναι ήδη ευνοημένοι, αποκλείει, απωθεί, απαξιώνει τους άλλους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην προβληματική της σχολικής επίδοσης παρουσιάζει η θεωρία του Howard Gardner περί πολλαπλών τύπων νοημοσύνης: μια θεωρία η οποία υποστηρίζει ότι κανένας άνθρωπος δεν είναι «συνολικά» ευφυής, αλλά ότι ο καθένας διαθέτει τις ευφυείς και τις βραδύνοες πλευρές του, ανάλογα με τον τύπο νοημοσύνης τον οποίο διαθέτει. Ένας «λογικο-μαθηματικός» τύπος νοημοσύνης μπορεί, έτσι, να αριστεύει στις «θετικές» επιστήμες και να υστερεί απολύτως στη γυμναστική ή στις τέχνες. Αντιστοίχως, ένας «κιναισθητικός» τύπος νοημοσύνης μπορεί να διαπρέπει σε συγκεκριμένα αθλήματα, αλλά να συναντά ανυπέρβλητες δυσκολίες στην κατανόηση της φιλοσοφίας ή της ποίησης. Όθεν και το κρίσιμο ερώτημα: σε ποιον τύπο νοημοσύνης αναφέρεται εντέλει η «αριστεία»; Ποιες ακριβώς δεξιότητες και επιδόσεις επιβραβεύει;
Για ποιο σχολείο;
Δεν είναι ανάγκη να είναι κανείς μαρξιστής ή επαναστάτης για να απορρίψει όλες αυτές τις ρατσιστικές αντιλήψεις περί «αριστείας» , «καλών» και «κακών» μαθητών που πλασάρουν οι κάθε λογής συντηρητικοί. Από τον διαφωτισμό και τον αστικό ανθρωπισμό διδασκόμαστε ότι όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι και ίσοι.
Ένας σπουδαίος παιδαγωγός, ο Μίλτος Κουντουράς, από τη δεκαετία του 1930 τόνιζε: «Σκοπός του Σχολείου δεν είναι ο βαθμός. Αν δεν μαθαίνουν τα παιδιά χωρίς τη βοήθεια βαθμού, τιμωρίας, αμοιβής, σημαίνει ότι ο δάσκαλος είναι κακός, που ζητά μ’ εξωτερικά μέσα τη μάθηση. Τέτοια μάθηση έξω από τα πραγματικά ενδιαφέροντα και το ζήσιμο των παιδιών είναι επιπόλαιο χρίσμα, που θα βγει με το πρώτο φύσημα. Τα παιδιά πρέπει να μαθαίνουν όλα, επομένως όλα να έχουν καλό βαθμό. Αλλιώς πρέπει να καλείται ο δάσκαλος σε απολογία. Οι εξετάσεις κι οι διαγωνισμοί είναι αιτία ηθικής διαφθοράς των μαθητών. Τρόποι εξετάσεων – οι κλεψιές, οι υποκρισίες, οι ψευτιές, ο τρόμος, η άδικη κούραση των παιδιών. Ψεύτικα αποτελέσματα. Αιτία κακών σχέσεων δασκάλων και παιδιών».
(Από χειρόγραφο για το λόγο του Μίλτου Κουντουρά στο τέλος του σχολικού έτους 1929-30 στο Διδασκαλείο Θηλέων Θεσσαλονίκης)

Ξαναδιαβάζοντας το εμβληματικό βιβλίο του Άρθουρ Καίστλερ, «Το μηδέν και το άπειρο»….

καίστλερ2A70FE7A603D6F8D3449538E553E3DDF

Τα κλασικά βιβλία χρειάζονται μια δεύτερη τουλάχιστον ανάγνωση, για να «αποκρυπτογραφήσεις» νέες πτυχές των νοημάτων τους, καθώς τα περισσότερα τα διαβάσαμε σε νεανική ηλικία.

-«Το μηδέν και το άπειρο»:

Όταν το πρωτοδιαβάζαμε πριν καμιά τριανταριά τόσα χρόνια, επί «υπαρκτού σοσιαλισμού», οι περισσότεροι το θεωρήσαμε απροκάλυπτη αντισοβιετική προπαγάνδα…

Ερχόμενα όμως στο φως της δημοσιότητας τα εγκλήματα της σταλινικής περιόδου αποδείχτηκε πόσο δίκιο είχε ο Καίστλερ.

Γραμμένο στη Γαλλία στα 1938-1940, το μυθιστόρημα του Ούγγρου συγγραφέα Άρθουρ Καίστλερ (1905-1983) αποτελεί κλασικό έργο της πολιτικής λογοτεχνίας και του ιδεολογικού μυθιστορήματος. Στον απόηχο των περιβόητων Δικών της Μόσχας (1936-1938) καταγγέλλει τις ολοκληρωτικές πρακτικές του σταλινικού καθεστώτος. Δεν αναφέρεται η Σοβιετική Ενωση, δεν κατονομάζεται ο Στάλιν, δεν αποσαφηνίζεται το Κόμμα αλλά οι παραπομπές είναι προφανείς.

Συνοπτική περίληψη του βιβλίου:

«O σύντροφος Ρουμπάσοφ, μέλος της ιστορικής ηγεσίας του Κόμματος και πρώην λαϊκός επίτροπος, καταλήγει μια νύχτα στη φυλακή. Πολιτικός κρατούμενος με την κατηγορία της προδοσίας, πιθανότερη μοίρα του είναι η εκτέλεση ή, στη γλώσσα του Κόμματος, η «εκκαθάριση». Περιμένοντας στο κελί του την εξέλιξη της υπόθεσής του, μεταξύ ανακρίσεων και εκβιασμών για απόσπαση ομολογίας, μεταξύ της ανάγκης για τσιγάρο και ενός επίμονου πονόδοντου, μεταξύ εφιαλτικών ονείρων και ενοχικών αναστοχασμών, ανατρέχει στη διαδρομή του στο Κόμμα, θυμάται τα στελέχη αλλά και τα απλά μέλη που συνάντησε, φιλοσοφεί για την ιδεολογία της Επανάστασης και τις πρακτικές του Κόμματος και προσπαθεί να προσδιορίσει τη δική του ευθύνη απέναντι στην ανθρωπότητα και στην Ιστορία.»

Το βιβλίο γνωρίζει γρήγορα μεγάλη επιτυχία. Το 1945 μεταφράζεται στα γαλλικά με τον τίτλο Le zéro et l’infini (Το μηδέν και το άπειρο), τίτλο με τον οποίο καθιερώθηκε το έργο και στα ελληνικά, με την πρώτη μετάφραση του Αλέξανδρου Κοτζιά στις εκδόσεις Γαλαξίας το 1960. Παρά τη μεγάλη κυκλοφοριακή επιτυχία του, η κριτική το αντιμετωπίζει μουδιασμένη, ειδικά για την αριστερή κριτική αποτελεί ταμπού – αν δεν της προκαλεί δυσφορία. Ο Καίστλερ θεωρείται υπόλογος για αντισοβιετική προπαγάνδα, ένας από τους εχθρούς του σοσιαλισμού, που τον πολεμά ύπουλα αντικαθιστώντας εκ των ένδον τους ταξικά αναγνωρίσιμους αντιπάλους του. «Οταν νεότεροι διαβάζαμε το Μηδέν και το άπειρο του Καίστλερ, ανίδεοι για όσα συνέβαιναν κάτω από τη μύτη μας και υπερβέβαιοι ότι τα πάντα ήταν σατανικές επινοήσεις του καπιταλισμού προκειμένου να ανακόψει την ουμανιστική πορεία του σοσιαλισμού στο μέλλον, που το φανταζόμαστε γεμάτο ευδία και ευτυχία, δυσανασχετούσαμε εναντίον του συγγραφέα» θα παραδεχθεί χρόνια αργότερα ο Τάσος Βουρνάς σε κριτική του στην Αυγή («Ρομαντικέ μου Αρθουρ Καίστλερ!», 17.4.1988).

«Γενέθλιος τόπος» (Να επιστρέφουμε)…

paidika_xronia

Ένα κείμενό μου για την «πατρίδα της καρδιάς και της ψυχής μας»…

«Γενέθλιος τόπος»
(Να επιστρέφουμε)

«Είμαι δεμένος μ’ αυτό το χώμα, με το γενέθλιο τόπο μου, με την πατρική γη,
τα δέντρα, τα βουνά, τα ταπεινά σπιτάκια.
Είμαι σφιχτά δεμένος με τους ανθρώπους μου.
Χαίρομαι να τους βλέπω να γελούν
και λυπούμαι σαν το πρόσωπό τους συννεφιάζει».
(Σαράντης Παυλέας)

Κάθε φορά που επιστρέφω στο γενέθλιο τόπο, νιώθω πως νοιάζομαι περισσότερο για τη μουσική.
Για ό,τι, δηλαδή, αγαπήσαμε ανεπιτήδευτα και άδολα και μέσα μας ακόμα ηχεί. Τις λέξεις που ως ήχος πλάγιος βυζαντινός ηχούν κι ας είναι καθημερινές, το πρώτο της ανεκπλήρωτης αγάπης σκίρτημα, το ποθοπλάνταγμα της πρώτης εφηβείας, το γάργαρο γέλιο ενός κοριτσιού που τρέχει ανέμελά κυνηγώντας τους ανέμους στο λιβάδι, το μυστικό ενός φίλου, τις γοερές κραυγές του Αλέξανδρου την ώρα που οι χωροφύλακες σέρναν τον πατέρα του για τη Γυάρο, το «κελάρυσμα» του αίματος απ’ το γρατσουνισμένο γόνατο, απ’ το τρύπιο κεφάλι π’ άνοιξε στον πετροπόλεμο στον απάνω μαχαλά, το βουβό κλάμα των μαυροφόρων που ως τραγωδίας χορός ακολουθούν το ξόδι, το χάδι απ’ το ροζιασμένο χέρι της μάνας, το σκαμπίλι του πατέρα που μας τ’ άστραψε σαν ανακάλυψε πως καπνίζαμε στη λούφα τσιγαράκι, το παραμύθι της βαβάς, τις ιαχές της νίκης στο ποδόσφαιρο, του γάμου τα τσουγκρίσματα, τα «όπα! ίστα!» στο χορό. Όλα χορός του μέσα. Όλα μουσική. Μουσική που ηχεί στα τζιέρια μας και θα ηχεί ως το επέκεινα που μέλλει να μας βρει.
Εδώ είμαστε, αδέρφια. Στη ρίζα μας. Στο γενέθλιο τόπο μας. Όποιο κι αν έχει όνομα, όπως και να τον ονοματίσεις το ίδιο είναι. Γνώριμες αγαπημένες οι ψυχές εκεί για τον καθένα μας.. Ίδιες οι χαρές, ίδιες οι λύπες. Ίδια και η αγωνία μας: Να μη χαθούμε, να μην αφανιστεί ο τόπος ο γενέθλιος.
Στο γενέθλιο τόπο μας. Εκεί που κρυφοδιαβαίνουν οι ψυχές που χάθηκαν για πάντα και ψιθυρίζουν προσευχές για το καλό μας. Που μόνο εμείς τις ψυχανεμιζόμαστε και κανείς άλλος. Που οι ψυχές που ζουν κλαίνε και γελούν και μαραίνονται και ανθίζουν. Και οι ψυχές που θάρθουν θα κλάψουν, θα γελάσουν και θα μαραθούν και θα ανθίσουν κι αυτές. Εκεί στον ίδιο τόπο, το γενέθλιο. Να μην αφήσουμε τις νιες ψυχές να ξεχάσουν, για νάχουμε ζωή και αύριο. Να κρατάμε σφιχτά το νήμα της μνήμης και να ταξιδεύουμε στα πέρατα του χρόνου. Να μη «χαθούμε».
Στο γενέθλιο τόπο να επιστρέφουμε, όπου, καθώς περνάνε τα χρόνια, πληθαίνουν οι απουσίες και αραιώνουν οι παρουσίες. Γι αυτό όσοι κι αν μείνουμε, όσο λιγοστοί και να ‘μαστε πάντα να επιστρέφουμε, γιατί το απουσιολόγιο του χρόνου γράφει και δεν ξεγράφει. Να μην ξεχνούμε να επιστρέφουμε στον τόπο το μικρό που μας γέννησε. Εκεί που αποθέσαμε την πιο ζωντανή μας μνήμη, που κρατήσαμε στα χέρια μας το πιο ζεστό χαμόγελο, τον πιο καθάριο λόγο, το πιο καυτό μας δάκρυ.
Να επιστρέφουμε στο γενέθλιο τόπο, να ακουμπούμε στα χώματα που κάποτε περπατήσαμε ξυπόλητοι και να παίρνουμε δύναμη. Να ανταμώνουμε με γνώριμα πρόσωπα που τα κοιτάς και έχεις πλήρη την αίσθηση των αλλαγών που πάνω τους σμιλεύει ο χρόνος. Με φίλους γκαρδιακούς να ανταλλάσσουμε αγκαλιές γεμάτες, να αλληλοσυστήνουμε τα παιδιά μας και να αναφωνούμε με έκπληξη «πότε μεγάλωσαν!». Και τα παιδιά μας να μη νιώθουν τη δική μας έκπληξη. Έχουν όλο τον χρόνο μπροστά τους για να εκπλαγούν από άλλες απουσίες και άλλες παρουσίες. Ναι, από απουσίες που πονoύν και σφάζουν και από παρουσίες που δίνουν ελπίδα και κουράγιο.
Να ανταμώνουμε, στο γενέθλιο τόπο. Που μόνον εκεί μπορείς να νιώσεις ως το μεδούλι το βαρύ φόρτο της ανεπανάληπτης συνέχειας του χρόνου. Που μόνον εκεί μπορείς να ξέρεις από πρώτο χέρι πως ψυχές και σώματα στο χρόνο γυρνάνε, αλλάζουν ονόματα και πάλι απ’ την αρχή. Εκεί που ο καθένας μας έχει πολλά να θυμηθεί, πολλά να πει, πολλά να τραγουδήσει και να κλάψει. Μόνον εκεί, πουθενά αλλού.
Να επιστρέφουμε έστω και μια φορά το χρόνο, στις γιορτάδες, στο πανηγύρι, στο αντάμωμα. Κι όλοι μαζί να ψάλλουμε και να ευχηθούμε, να τραγουδήσουμε και να τσουγκρίσουμε, να μνημονεύσουμε και να στοχαστούμε. Και να ξέρουμε πως, εκτός απ’ τις ζωντανές αγκαλιές και τα χαμόγελα, σκιες αόρατες γύρω μας, αγαπημένες, μας κοιτούν και μας χαμογελούν και χαίρονται μαζί μας.
Γενέθλιος τόπος. Τόπος αλλού δεν υπάρχει. Κάθε που μπορούμε να επιστρέφουμε. Για να μην καίγονται οι ψυχές μας από νοσταλγία…

 

Η γλώσσα της εξουσίας και ο έλεγχος της σκέψης…

 2wgy5ht

«Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΙΡΗΝΗ
Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΣΚΛΑΒΙΑ
Η ΑΓΝΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΜΗ»
(τα τρία συνθήματα του Κόμματος,
γραμμένα με κομψά γράμματα,
στην πυραμίδα του Υπουργείου Αλήθειας)
(Τζορτζ Οργουελ, «1984»)

 Το φαινόμενο δεν είναι τυχαίο. Η κυβέρνηση στηρίζεται αποκλειστικά στην εικονική πραγματικότητα που έχουν δημιουργήσει τα μέσα ενημέρωσης: ότι, δηλαδή, η κατάσταση βελτιώνεται, τη στιγμή που το σύστημα καταρρέει. Όπως στον Όργουελ, η διάλυση του κράτους ονομάζεται «μεταρρυθμίσεις», οι υπό απόλυση δημόσιοι υπάλληλοι «επίορκοι», ο υπουργός Ανεργίας «Εργασίας», το άλλα αντ’ άλλων νομοσχέδιο «πολυνομοσχέδιο», ο Δένδιας «υπουργός προστασίας του Πολίτη» και δεν συμμαζεύεται. Σε αυτό το σύστημα όπου όλα στηρίζονται στην εικόνα και την επικοινωνία, γιατί οι δηλώσεις να μην έχουν μεγαλύτερη αξία από τη Βουλή, το υπουργικό συμβούλιο ή τη σοβαρότητα και το ουσιαστικό έργο που θα έπρεπε να παράγει μια κυβέρνηση;

“Και την ειωθείαν αξίωσιν των ονομάτων ες τα έργα αντήλλαξαν τη δικαιώσι”, γράφει ο Θουκυδίδης στο Γ 82-83 των Ιστοριών του, στο περίφημο “κεφάλαιο” της “παθολογίας του πολέμου”, μιλώντας για τη διαστροφή των εννοιών. Ελεύθερα, θα το αποδίδαμε κάπως έτσι: “Και τη συνηθισμένη σημασία των λέξεων την άλλαξαν καταπώς τους βόλευε”. Και συνεχίζει ο μεγάλος ιστορικός: “Οι περισσότεροι άνθρωποι επροτίμων να είναι αχρείοι και να ονομάζονται επιτήδειοι, παρά να είναι χρηστοί και να λέγονται ευήθεις […] Αιτία όλων αυτών ήτο η δίψα της εξουσίας, την οποία γεννά η πλεονεξία, η φιλαρχία και το φατριαστικό πνεύμα» (σε μετάφραση Ελευθερίου Βενιζέλου).

Προφητικός, από 2.500 χιλιάδες χρόνια πριν, ο Θουκυδίδης… Και σήμερα ο σκληρός νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός ονομάζεται «ανάπτυξη», το διεθνές κύκλωμα των κερδοσκόπων «αγορές», οι ληστο-τραπεζίτες αποκαλούνται «εταίροι» και «συνεργάτες», η απροσχημάτιστη επιτροπεία ολόκληρων κρατών ονομάζεται «επιτήρηση», οι εργαζόμενοι «απασχολήσιμοι», η ανεργία «εφεδρεία», η απόλυση «αποχώρηση ή διαθεσιμότητα»…

Ένας νέος γλωσσικός κώδικας που επιβάλλεται «ανεπαισθήτως» μεν αλλά συστηματικά… Κι εύκολα ένας υποψιασμένος παρατηρητής μπορεί να διαπιστώσει την προϊούσα συστηματική επιβολή νέων λέξεων με στόχο την «απάλυνση» ή και την πλήρη διαστροφή του νοήματος των λέξεων που γνωρίζαμε και χρησιμοποιούσαμε ως τώρα…

Η “Νεογλώσσα” είναι εδώ… Και σίγουρα μια απόλυτη επιβολή της είναι ό, τι χειρότερο μπορεί να συμβεί. Οι άνθρωποι θα μετατραπούν σε δούλους, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι είναι ελεύθεροι…

Γράφει ο Τζορτζ Όργουελ στο «1984» σχετικά με τον έλεγχο της σκέψης, καθώς το «σύστημα» αποσκοπεί στη μη σκέψη μέσω της καταστροφής των λέξεων και την καθιέρωση της Νέας Ομιλίας:

«Δίνουμε στη γλώσσα την τελική της μορφή, τη μορφή που θα έχει όταν κανείς δε θα μιλάει άλλη γλώσσα. Όταν τελειώσουμε, οι άνθρωποι σαν εσένα θα πρέπει να τη μάθουν απ’ αρχής. Πιστεύεις, φαντάζομαι, ότι η κύρια δουλειά μας είναι να εφεύρουμε νέες λέξεις. Αλλά δε συμβαίνει καθόλου κάτι τέτοιο! Καταστρέφουμε λέξεις – εικοσάδες, εκατοντάδες κάθε μέρα. Πετσοκόβουμε τη γλώσσα ως το κόκαλο». Και σε κάποιο άλλο σημείο: «Δε βλέπεις ότι ο σκοπός της Νέας Ομιλίας είναι να στενέψει τα όρια της σκέψης; Στο τέλος θα κάνουμε κυριολεκτικά αδύνατο το έγκλημα της σκέψης, γιατί δε θα υπάρχουν λέξεις για να το εκφράσει κανείς. Κάθε γενική έννοια που μπορεί ποτέ να εκφραστεί θα καλύπτεται με μια μόνο λέξη, που το νόημά της θα είναι αυστηρά καθορισμένο και όλες οι παραπλήσιες έννοιές της θα έχουν εκλείψει και ξεχαστεί. Η Παλαιά Ομιλία θα εκτοπιστεί μια για πάντα και θα έσπαζε και ο τελευταίος κρίκος με το παρελθόν».

Στην Ελλάδα της κρίσης, ολόκληρη η γλώσσα μοιάζει να έχει μπει σε εισαγωγικά, η «Νέα Ομιλία», κατά τον Όργουελ, επικρατεί… Μια εγκληματική συμμορία, όπως η Χρυσή Αυγή, ονομάζεται πολιτικό κόμμα, το μαχαίρωμα μεταναστών ονομάζεται δεξιός ακτιβισμός, άνθρωποι βαφτίζονται λαθραίοι. Τα βασανιστήρια στη ΓΑΔΑ και σε αστυνομικά τμήματα ονομάζονται σωφρονισμός. Το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη απάγει πολίτες στις Σκουριές. Οροθετικές γυναίκες ονομάζονται υγειονομική βόμβα. Αντί να περιθάλπονται και να μεταφέρονται σε νοσηλευτικά ιδρύματα, διαπομπεύονται με την αμέριστη συμπαράσταση των πάντα ευαίσθητων ΜΜΕ, πετιούνται σε κελιά με πλημμυρισμένες τουαλέτες, ποντίκια, γάτες και ανύπαρκτες συνθήκες καθαριότητας (αλήθεια, ποιες λέξεις θα αποκαταστήσουν στο ελάχιστο αυτές τις γυναίκες τώρα που αθωώθηκαν παμψηφεί μετά από μήνες κράτησης; Αλλά ξέχασα, οι λέξεις για τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης και τις μνημονιακές κυβερνήσεις, σε περιπτώσεις σαν τη συγκεκριμένη, χρησιμοποιούνται αποκλειστικά ως εργαλεία διασυρμού). Στην Ελλάδα των μνημονίων, το θύμα περιγράφεται ως βασικός υπεύθυνος για την κατάστασή του, ως ένοχος και ως θύτης. Η καταδίκη βαφτίζεται ευλογία.

 

Στης ιστορίας τα γυρίσματα: «Είμαστε ο σπόρος που πεθαίνει… και αναγεννιέται»…

9772

«Εφάρμοσε εις την πνευματική μορφή την ιστορία του φυτού το οποίον αρχινάει από το σπόρο που γυρίζει εις αυτόν, αφού περιέλθη, ως βαθμούς ξετυλιγμού, όλες τες φυτικές μορφές, δηλαδή τη ρίζα, τον κορμό, τ’ άνθη και τους καρπούς».

Με τέτοιους  στοχασμούς καθοδηγεί την έμπνευσή του, στην εισαγωγή των κορυφαίων Ελεύθερων Πολιορκημένων, ο Διονύσιος Σολωμός- ο «εθνικός», καθώς ευκολυνόμαστε να λέμε, ποιητής μας, έστω κι αν πάνε χρόνια που έχουμε πιστέψει ότι ο «Ύμνος» του εξαντλείται στις δυο πρώτες στροφές. Ο σπόρος που ριζώνει, υψώνεται, θάλλει, καρπίζει, τρέφει, κι ύστερα γίνεται πάλι σπόρος, πάλι ρίζα, πάλι καρπός. Πάλι; Πόσο φυσικός, πόσο εν ισχύι μπορεί να θεωρηθεί αυτός ο ζωτικός κύκλος αν ιδωθεί όχι πια στο περιβάλλον της τέχνης αλλά της ιστορίας που έζησε τούτη η χώρα, η ίδια πάνω – κάτω χώρα που αιμοδότησε τη σολωμική τέχνη; Πόσο άνθησε, ας πούμε, και ποιους καρπούς απέδωσε ο σπόρος της ελευθερίας, που συνήθως τον θυμόμαστε στις εθνικές γιορτές και στα σχετικά «τυποποιημένα» διαγγέλματα;

Μεσολάβησαν πολλά έκτοτε, όπως και πάλι στην τέχνη θα μπορούσαμε να τα δούμε, αποτυπωμένα με αποκαρδιωτική ενάργεια. Μεσολάβησαν, ας πούμε οι Σκλάβοι Πολιορκημένοι, του Κώστα Βάρναλη, όπου ο θάνατος έχει πάψει να είναι η μήτρα της ζωής και η πτώση είναι βύθος κακό και όχι το φυσιολογικό μισό της βεβαίως επερχόμενης ανόδου, αφού «Βαθιά στο χώμα, οργιές πολλές, μονάχα κρύα σκουλήκια». Μεσολάβησε η αγιοποίηση του Μακρυγιάννη, η οποία παγίδευσε την ανάγνωσή του (προσανατολίζοντάς την προς τη λογοτεχνικότητά του και όχι προς την ιστορικότητά του), αν κιόλας δεν την απέτρεψε. Μεσολάβησε η πίκρα του Κώστα Καρυωτάκη μετουσιωμένη στην ειρωνεία των προς Ανδρέα Κάλβο στίχων του: «Ίππους δεν επιβαίνουσι,/ αμή την εξουσίαν/ και του λαού τον τραχηλον,/ ιδού, μάχονται οι ήρωες/ μέσα εις τα ντάνσιγκ». Για να φτάσουμε τελικά ακόμα και στην ελαφρόκαρδη παραποίηση του «Ύμνου εις την ελευθερίαν» από τους οπαδούς ομάδων ποδοσφαίρου και του μπάσκετ, και να ξαναγραφτεί έτσι η ιστορία σαν παρωδία. Αλλά για να καταλήξουμε στο λειψό αίσθημα που αποκαλύπτουν τέτοιας λογής δια κωμωδήσεις, δούλεψε επί δεκαετίες η λειψή γνώση της ιστορίας, της νεότερης συμπεριλαμβανομένης, όπως π.χ. του Εικοσιένα, η οποία εξακολουθεί να υπομένει την παραμορφωτική στρέβλη της εξιδανίκευσης, της ηρωλογίας που βασίζεται στα «καλολογικά στοιχεία» και ποτέ στην κρίση, αλλά και της παραγραφής των «άτυχων περιστατικών» που δε χωρούν στα σχήματα της εξαγιαστικής απλούστευσης.

Το αχώριστο δίδυμο ζωής και θανάτου, όπως παραμυθητικά απεικονίζεται με την πορεία του σπόρου και τους κύκλους που γράφουν οι αλλεπάλληλες αν- μορφώσεις του, είναι ένα μοτίβο της τέχνης κληροδοτημένο από το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο και την περικοπή «εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει, εάν δε αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει».

Στη θρησκεία, η διά κύκλων σύλληψη και ανάγνωση της πορείας των ανθρώπινων διατηρεί τον αισιόδοξο χαρακτήρα της και αυτόν προτείνει προς εγκαρδίωση. Στη φιλοσοφία, η κατά Τζιαμπατίστα Βίκο τρίβαθμη πορεία της ιστορίας μέσα από τον αέναα επαναλαμβανόμενο κύκλο της (θεία εποχή – ηρωική – ανθρώπινη: από τον εκπεσμό στην ανάσταση κ.ο.κ.), οχυρωμένη στην καταγραφική ουδετερότητά της, δεν υπακούει στη βελτιοδοξία που εμπνέει τη μαρξιστική «σπειροειδή εξέλιξη».

Στη λογοτεχνία, η αισιοδοξία και η απαισιοδοξία μοιράζονται το λόγο, ακόμη και στον ίδιο ποιητή: Ο Γιώργος Σεφέρης, το 1955, με τον Σολωμό και τον Ιωάννη στη μνήμη και με την Κύπρο στην αίσθηση, γράφει στο «Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ’»:

«Έτσι προχώρεσα στο σκοτεινό μονοπάτι

κι έστριψα στο περιβόλι μου κι έσκαψα κι έθαψα το καλάμι

και πάλι ψιθύρισα: “Θα γίνει η ανάσταση μιαν αυγή,

πώς λάμπουν την άνοιξη τα δέντρα θα ροδαμίσει του όρθρου η

μαρμαρυγή,

θα ξαναγίνει το πέλαγο και πάλι το κύμα θα τινάξει την

Αφροδίτη,

είμαστε ο σπόρος που πεθαίνει”. Και μπήκα στ’ αδειανό μου σπίτι.»

Δέκα κι ένα στυφά χρόνια αργότερα. Το 1966, κλείνει τα «Τρία κρυφά ποιήματα» καλώντας τα παιδιά «να μαζέψουν τη στάχτη και να τη σπείρουν». Τη στάχτη πια… Διότι, πλέον, το δίκιο της φύσης δεν επιβάλλεται αυτονοήτως και ομαλά, ντετερμινιστικά δηλαδή, παρά χρειάζεται να συντρέξει κι ο πόνος του νου και η δαπάνη της καρδιάς, για να υπάρξουν ελπίδες ότι δε μαράθηκε οριστικά ο σπόρος. Αλλά ο νους αυτός και η καρδιά παραμένουν προς εύρεσιν.

 

Και τι Θεοί είναι αυτοί που σκοτώνουν! (4ο)

the_falling_capital_by_latuff21

…Ο άνθρωπος από σίδηρο λύγισε, ο άνθρωπος από μετοχές νικάει

 

    israeli_raid_on_gaza_2_by_latuff2Μούχρο το δειλινό. Κάθομαι στο γραφείο και σκαλίζω τα χαρτιά μου. Το ραδιοφωνάκι, μόνιμος σύντροφος και ανοιχτός μου δίαυλος στα πέρατα της γης,  παρατημένο και καταχωνιασμένο κάτω από βιβλία και γραπτά στην άκρη του γραφείου, παίζει λαϊκά. Σπρώχνω στην άκρη τα γραπτά μου, κλείνω το ραδιόφωνο.

Και ‘γω ο δάσκαλος. Εδώ. Πελώρια τείχη έχτισαν γύρω μου και δυσκολεύουν την ανάσα μου. Ξοδεμένος μες στην πολλή συνάφεια,  αλλοτριωμένος μέντορας παιδιών, κοιτάζω γύρω μου και βλέπω τα απορημένα μάτια των παιδιών…

   Στις ηττημένες πόλεις μας κυματίζουν πια τα σάβανα του θανάτου. Πάνω σ’ έναν ωκεανό μίσους και δακρύων θα χτίσουν οι Κυνικοί της γης τις νέες τους αποικίες.  Θυμώνει η παιδική μου θάλασσα και επινοεί υπόκωφα, έωλα επιχειρήματα, για να δικαιολογηθώ στα παιδιά. Γίνομαι πρωταγωνιστής στο «Η ζωή είναι ωραία» και τους παρουσιάζω μια εικονική πραγματικότητα, για να μη δουν την ωμή πραγματικότητα και φρίξουν. Κοιτάζω τα παιδιά και σκέφτομαι: «Πρέπει να βρούμε το ελάχιστο, το αυτονόητο για να ξαναγίνουμε άνθρωποι, αν βέβαια κάποτε ήμαστε». Α,  οι άνθρωποι… Οι άνθρωποι ομνύουν στο όνομα του Θεού, μα η αλήθεια είναι πως λησμόνησαν το Θεό. Χάση φεγγαριού. Ο άνθρωπος από μάρμαρο έπεσε. Ο Άνθρωπος από σίδηρο λύγισε. Ο Άνθρωπος από μετοχές νικάει. Άνθρωποι και δεν μπορούμε να αντικρίσουμε  τον Άνθρωπο!  Τζιχάντ Ανατολής και Δύσης στοιχειώνουν τα όνειρά μας! Πού πάμε; Μέσα μας μόνο η όργητα των καιρών, οι άδικα νεκροί όλου του κόσμου. Και δεν είναι ότι οι νεκροί δεν μπορούν να μιλήσουν πια, αλλά ότι εμείς χάσαμε τη συνήθεια να τους ακούμε κι ας μας στέλνουν σήματα άλλοτε καπνίζοντας την πίπα της ειρήνης κι άλλοτε με τα ουρλιαχτά τους τις ώρες που ψυχανεμίζονται το μακελειό που γίνεται στον Απάνω κόσμο. Υιοθετήσαμε το διαβολικό, μπουκώσαμε από τον απόλυτο κορεσμό, εξοβελίσαμε την «ιερή πείνα» και πώς να πιστέψεις πια ότι από τη φρίκη αναδύεται η ευλογία;

Θυμάμαι τα λόγια του σοφού γέρου στα ορεινά της Ηλείας, που πρωτοδιόριστος τον γνώρισα: «Να σου πω, κυρ δάσκαλε, και το Θεό οι άνθρωποι τον φτιάχνουν. Ή λευκό, πάλλευκο αρχάγγελο της αγάπης ή μαυράγγελο της συμφοράς με τη φοβερή ρομφαία του να στάζει αίμα!».

   thumb_865646Μπαίνω  στην τάξη και το ερώτημα το φοβερό «Και τι Θεοί είναι αυτοί που σκοτώνουν;» επίμονα με παιδεύει. Και τι να πεις και τι να απαντήσεις στα παιδιά; Μένω βωβός, νοιώθω αμήχανος, «δεν ξέρω τι  να παίξω στα παιδιά». Τρομάζω καθώς διαβάζω Αριαννό του 2ου αιωνα π.Χ: «την πόλιν δε κατασκάψας ο Αλέξανδρος ες Άνδακα άλλην πόλιν ήγε». Τουτέστιν «ποιος έχει σειρά τώρα;».  Πανικοβάλλομαι και αρχίζω να ψέλνω Σεφέρη: « Κύριε, βοήθα να θυμόμαστε τούτο το Κακό. Την αρπαγή, το δόλο, την ιδιοτέλεια, το στέγνωμα της αγάπης. Κύριε, βοήθα να τα ξεριζώσουμε».

   Έγνοια μου τώρα μοναδική να διασώσω τη χαρά που κρύβεται πίσω απ’ τα απορημένα μάτια των παιδιών. Ανάμεσα σε ματωμένα βλέφαρα εξακολουθώ να ελπίζω. Μια μέρα τα όνειρα θα λάβουνε εκδίκηση….Πώς; Ε, θα βρεθεί τρόπος!

   Ως τότε βαθιά να απελπιστούμε για να ελπίσουμε. Παρακαλώ σας. Ενός λεπτού σιγή! Ενός λεπτού σιγή. Για περισυλλογή!

 

 

 

   

 

Επιστολή του Δον Κιχώτη προς αστούς…Τους προειδοποιεί!

cervantes

Εξοχότατοι, κάποιοι συνωμοτούν στα σκοτεινά εναντίον σας…Φυλαχτείτε!

 «Επιστολή από το υπερπέραν, όπως (περίπου) την «παρέλαβε» και τη δημοσίευσε ο δημοσιογράφος Εμιλιάν Μπερνάρ. Είναι γραμμένη από το χέρι του ευγενικού εκείνου ιππότη Δον Κιχώτη της Μάντσας και απευθύνεται στους εμπνευσμένους κυβερνήτες των κακοπαθημένων από την κρίση ευρωπαϊκών χωρών που θα συναντηθούν εσπευσμένα στις Βρυξέλλες.
                            

«Εξοχότατοι… δεν το συνηθίζω να σπάω τη μεταθανάτια σιωπή μου. Με βολεύει μια χαρά. Πέντε αιώνες μέσα στο κιβούρι μου έχω την ησυχία μου και δεν σκάω πια για τα βάσανα του έξω κόσμου. Άλλωστε η πραγματικότητα εκείνου του κόσμου τόσο πολύ με απογοήτευσε, που τον αποφεύγω σαν την πανούκλα. Προτιμώ να αναπαύομαι στα όνειρα της δόξας μου. Τότε γιατί αποφάσισες να μιλήσεις; Θα μου πείτε. Είναι απλό, εξοχότατοί μου: κάποιες πληροφορίες που σας αφορούν έφτασαν εσχάτως στ’ αυτιά μου για να ταράξουν τη γαλήνη της ψυχής μου. Κι ήταν αυτές αρκετές για να με πείσουν ότι οι δρόμοι που βαδίζετε είναι παρόμοιοι με εκείνους που κάποτε βάδισα κι εγώ.

»Μοιραζόμαστε κατά κάποιον τρόπο την ίδια τύχη, κυνηγημένοι από τις ίδιες ακατανόητες χίμαιρες. Με το δόρυ στο χέρι και την ασπίδα στο μπράτσο, καλπάζετε για να σώσετε το σύστημα των ονείρων σας. Όμως, κάποιοι αντιδραστικοί έχουν βαλθεί να σας το χαλάσουν. Σαν μυστικός στρατός, συνωμοτούν στα σκοτεινά, όπως η δύναμη του κακού. Φυλαχτείτε! Για εκείνους που ονειρεύονται μεγαλεία σαν τα δικά σας, ο κόσμος είναι γεμάτος ενέδρες: άτακτοι νέοι, θρασείς χωρικοί, λιγδεροί εργάτες. Θα σπάσετε τα μούτρα σας πάνω στις φτερωτές του ανεμόμυλού σας, αν περάσει το δικό τους. Πέντε αιώνες τώρα, με κυνηγάει ακόμη εκείνη η τρομερή ανάμνηση, με τους βοσκούς που με πήραν στο κατόπι με τις πέτρες, μόνο και μόνο επειδή, μέσα στον ιπποτικό μου ενθουσιασμό, νόμισα τα κοπάδια τους για εχθρικό στρατό».

«Τι τα θέλετε; Οι ευγενικές ψυχές σαν τις δικές μας προκαλούν άγρια πάθη. Γι’ αυτό ανησυχώ. Προαισθάνομαι πως, μέσα στον ενθουσιασμό της υψηλής αποστολής σας για τη διάσωση του συστήματος, μπορεί να παραβλέψετε τον κίνδυνο. Απέναντί σας έχουν κιόλας αρχίσει να αναδεύονται στρατιές από δυσαρεστημένους. Σε λίγο θα βγουν στους δρόμους μιλιούνια. Και μέρα με τη μέρα θα γίνονται ολοένα και πιο αποφασισμένοι να σας ρίξουν από τον θρόνο σας σαν άλλους Ροσινάντες. Τα ίδια παθήματα έζησα κι εγώ, ένδοξα μέσα στα λάθη μου, αλλά με τραγικό επίλογο – το ίδιο τραγικό όσο μπορεί να γίνει κι ο δικός σας».

ΥΓ.: «Ο Λουδοβίκος ΙΣΤ’ ζούσε ανυποψίαστος σαν κι εσάς. ‘Τίποτα και σήμερα’, έγραψε στην τελευταία σελίδα του προσωπικού ημερολογίου του στις 14 Ιουλίου 1789 (όπως μου διηγήθηκε ο ίδιος, όταν κάποτε με το πλήρωμα του χρόνου ο καλός Θεός θέλησε να τον φέρει κοντά μου να μου κάνει αιώνια συντροφιά). Λίγο αργότερα έπεσε η Βαστίλλη»».

Του Ρούσου Βρανά, Από τα «ΝΕΑ», 11-2-09

 

chubarov1

 

(σκεφτείτε τι έγινε το Δεκέμβρη στην πατρίδα μας και πόσο ταράχτηκαν και φοβήθηκαν οι δικοί μας «ισχυροί», εξουσιαστές μας: πολιτικοί, οικονομικοί παράγοντες και τα παπαγαλάκια τους (πρετεντεριδομαλάκες)…Αυτή τη φορά, προς το παρόν, τη γλύτωσαν με την παραπληροφόρηση, με το φόβο που έσπειραν στους «νοικοκυραίους», με τη συκοφαντία, με τα ΜΑΤ και την κρατική βία, ότι για όλα φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ….Μα το καζάνι βράζει, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε πολλές άλλες χώρες. Καλώς τους προειδοποιεί ο ιππότης Δον Κιχώτης, ας λάβουν τα μέτρα τους. Αλλά και μεις τα δικά μας…)

 

Και τι Θεοί είναι αυτοί που σκοτώνουν! (3ο)

tassos-mana_small

Ο νεαρός δημοσιογράφος του BBC στη γη των ερειπίων και των νεκρών

Η γη τρέμει, η γη τρίζει, η γη δεν μπορεί να θρέψει τον τρόμο. Κι ο τρόμος πεινάει, σκύβει στα διαμελισμένα πτώματα και τα κατατρώει για να χορτάσει. Τρόμος υπέρ πάντων! «Σοκ και δέος!».

«Άνοιξη αίμα του βολβού. Άνοιξη οπλοπολυβόλο απύλωτο». Άνοιξη Βαγδάτη. Τρόμος και πάλι τρόμος. Άνοιξη «μισοζαλισμένα ερείπια». Πού η άνοιξη; Ερείπιον η πατρίδα, ερειπωμένοι οι άνθρωποί της.

Περιδεής ο νεαρός δημοσιογράφος του BBC περιδιαβαίνει φωτογραφίζοντας και καταγράφοντας το ανείπωτον της φρίκης κάπου εκεί στα περίχωρα της Βαγδάτης. Γύρω του πτώματα και χαλάσματα και σκόρπια αντικείμενα, σε διάπλατους πια στο φως της μέρας χώρους, με την ίδια σιωπή που συνήθως συνοδεύει τις σκιες. Ένα κοράνι πεταμένο στην άκρη στο πάτωμα του μισογκρεμισμένου δωματίου, δίπλα ένα βιβλίο εκμάθησης της αγγλικής γλώσσας και μια φωτογραφία του Ντι Κάπριο με αίμα πιτσιλισμένη, χαμογελαστού, κεφάτου, έμπλεου ζωής, σαν την ολόφρεσκια ζωή που έκρυβε μέσα της λίγο καιρό πριν το μεγάλο βομβαρδισμό η Λεϊλά, η 14χρονη που ονειρεύονταν να σπουδάσει στην Αμερική. Μα ήρθε απρόσκλητος, φοβερός και ανελέητος των Σταυροφόρων ο Θεός και τους ξέρασε φωτιά και σίδερο και τώρα η μελαψή κόρη με τις περίσσιες μπούκλες στα μαλλιά περιφέρεται χαμένη στους κατασκαμμένους απ’ τις οβίδες δρόμους της νεκρής της πόλης. Φύσηξε άνεμος. Υγρός νοτιανατολικός. Οι ντόπιοι τον ονομάζουν σαρκί. Θα φέρει ίσως βροχή. Να ξεπλύνει τις λαβωματιές τους τις βαθιές, του σώματος και της ψυχής. Ριγούν τα αρμυρίκια της ερήμου. Τρέμει το στάρι και ο αραβόσιτος. Οι γαζέλες και οι αντιλόπες κρύφτηκαν. Στους 40 βαθμούς ο υδράργυρος στη γη της Βαβυλώνας αυτό το «γουικέντ». Απρίλης χωρίς άνοιξη. Απρίλης χωρίς έρωτα. Ποια ελευθερία, ποιες πασχαλιές; Στη χαλασμένη πόλη τρέχουν και σήμερα αλλόφρονες οι άνθρωποι τριγύρω στο Λόφο του Θανάτου. Ξανά βομβαρδισμός! Η μάνα προσπαθεί να προστατέψει το κορίτσι της. Ξάφνου τα πόδια του κοριτσιού λυγίζουν. Το αίμα χοχλακάει στο στόμα. Η μάνα σκύβει, κρατά το κεφαλάκι του κοριτσιού στα χέρια της. Μα τι κάνει; Γιατί δε φεύγει να σωθεί; Μένει εκεί, ασάλευτη. Δεν ακούει τον έξω χαλασμό. Κάτι μόνον ψελλίζει: «Κοριτσάκι μου, Χανάν!». Σκηνίτισσα του χιονισμένου κόσμου σάλεψε. Φύγε να σωθείς, έχεις κι άλλα παιδιά να ζήσεις. Μ’ αυτή εκεί, ασάλευτη, με το λιλά φουστάνι εκεί, στην κορυφή του Λόφου του Θανάτου. Φιγούρα του θανάτου ακίνητη. Γύρω της το απόλυτο χάος του ολέθρου και η αφόρητη αποφορά των σάπιων πτωμάτων. Όσοι πατούσαν πάνω στο λόφο, πατούσαν πάνω στους πεθαμένους τους.

mideast_palestinians_gaza53_low1

Μια βδομάδα μετά την πλησιάζει ο νεαρός δημοσιογράφος του BBC:

– Μάρχαμπα (γεια σου).

– Άγλαν όπα σάχλαν (καλωσόρισες), λέει, και το απλανές βλέμμα των κατάμαυρων ματιών της τον κοιτά και δεν τον αντικρίζει. Το πρόσωπο μπλαβιασμένο απ’ την ακινησία και τον τρόμο, κατάξερα τα χείλη, κομμένα σε μια οριζόντια γραμμή, όπως τα δαγκώνει νευρικά με δύναμη, τα μάτια της στεγνά, αδάκρυτα. Προσπαθεί να του πει τι έγινε. Δεν τα καταφέρνει. Ανεβοκατεβάζει τα χέρια-φτερούγες πληγωμένου πουλιού. Δείχνει ένα μικρό σωρό καταξεσχισμένα κουρέλια. «Αυτά μου ‘μειναν μόνο», μουρμουρίζει. Κάνει έτσι, τραβά και σφίγγει στην αγκαλιά της ένα ασημόγκριζο μαντό. Κι αυτό καμένο τόπους-τόπους. «Το καλό μου», λέει. Δυο πιτσιρίκια, δικά της, μπουσουλάνε πάνω στα χαλάσματα, πλησιάζουν , της τραβάνε το φουστάνι κι από τις δυο μεριές.

– Πού είναι ο άντρας σου, Ιμάν;

– Δεν ξέρω.

Κάτι μεσόκοπες γυναίκες κάνουν νοήματα κρυφά στο νεαρό δημοσιογράφο. Αποχαιρετά την Ιμάν και τις πλησιάζει. Η Αμίρα και η Χουλεϊλά ξεσκαλίζουν τα ερείπια μπας και βρουν να περισώσουν κάτι. «Ασ’ την», λένε, «τον θάψαμε τον άντρα της και την κόρη της, τη μικρή Χανάν, τους σκότωσε η μπόμπα. Εφτά μέρες τώρα και εφτά νύχτες κάθεται εκεί. Δεν πίνει, δεν τρώει, δεν κουνάει. Δεν την πείραξε κανείς, μήτε οι στρατιώτες…».

Κάνει δυο τρεις ερωτήσεις ακόμα ο δημοσιογράφος, καταγράφει τις απαντήσεις των άμοιρων γυναικών και βιαστικός τις αποχαιρετά.

– «Στο καλό, ο Θεός είναι μεγάλος!», τον αποχαιρετούν και σκυμμένες οι δυο γυναίκες συνεχίζουν το ξεσκάλισμα στα ερείπια.

Δεν πρόλαβε να κάνει ένα βήμα ο νεαρός δημοσιογράφος και έμεινε σύξυλος, παγωμένος, με το ένα πόδι μετέωρο, καθώς του τρύπησε τ’ αυτιά και του ξέσκισε την ψυχή το ουρλιαχτό της Ιμάν « Ποιος Θεός, γυναίκες; Και τι Θεός είναι αυτός που σκοτώνει παιδιά!». Δεν άντεξε, έντρομος πήρε κουτρουβαλώντας την κατηφόρα σκοντάφτοντας στα ερείπια, στα διαμελισμένα και κακοφορμισμένα πτώματα. Και το ουρλιαχτό της Ιμάν να τον ακολουθεί και να τον κάνει σύγκορμο να τρέμει και μόνη του σφοδρή επιθυμία να φύγει όσο πιο μακριά μπορούσε από την κατάρα των ανθρώπων, που την είπαν «πόλεμο!», και τη χρεώνουν ασεβώς στο θέλημα των Θεών τους. Ξέρει πως δε θα απαλλαγεί ποτέ από το ουρλιαχτό της Ιμάν, μα κι απ’ το δικό του, που το συγκρατεί με το στανιό και δεν το εκστομίζει: «Δεν είναι ο Θεός! Δεν είναι ο Θεός που σκοτώνει τα παιδιά! Ο Θεός δεν είναι παιδοκτόνος!». Τούτη τη μακάβρια στιγμή το μόνο που θέλει είναι να φύγει, να φύγει, να φύγει, να μην ακούει, να μη βλέπει και φρίττει.

Γ. Π. Τζ.

Και τι Θεοί είναι αυτοί που σκοτώνουν (2ο)

11spetemvriou174

Ο μικρός Σαμ και… οι δίδυμοι πύργοι

Δυο μάτια γαλανά, αθώα μάτια παιδικά ατένισαν το γκριζοκόκκινο ουρανό του Μανχάταν κείνο το φοβερό πρωινό, στην αυγή της νέας χιλιετίας. Ήταν αυτός ο βόμβος των δυο αεροπλάνων, ο τόσο κοντινός και ευδιάκριτος, που έκαναν το μικρό Σάμ να κοιτάξει ψηλά. Σήκωσε ο Σαμ το χέρι του να χαιρετίσει τους κραταιούς των ουρανών, της αστερόεσσας την ρώμη. Και έμεινε το χέρι του εκεί, σύξυλο. Τα αθώα, γαλανά μάτια πάγωσαν. Είδαν τα δυο αεροπλάνα-καμικάζι να συντρίβουν τους  Δίδυμους πύργους, τους πύργους που με τις μύτες τους ψηλαφούσαν τον ουρανό, συντρίβοντας μαζί και το πρόσωπο του Imperium. Και τα μάτια του μικρού Σαμ γέμισαν αίμα και θάνατο. Κ’ ύστερα άκουσε τα ουρλιαχτά του θανάτου, τις προσευχές των καιόμενων, τις οιμωγές των καταπλακωμένων. Απέστρεψε το βλέμμα του. Δεν hamas_fighter_by_latuff2κατάλαβε στην αρχή. Νόμισε πως έβλεπε ταινία του Σπίλμπεργκ. Μα σαν ένοιωσε τι συνέβη μπήκε πελιδνός και τρεμάμενος κάτω απ’ τα φουστάνια της μάνας του-όπως κείνο το παιδί-νάνος στο «Τενεκεδένιο ταμπούρλο» το συνήθιζε-για να μην ακούει, να μη βλέπει και φρίττει  και ήθελε να ξαναμπεί στης μάνας του τη μήτρα να μην υπάρχει. « Ποιος Θεός το ‘κανε αυτό;», αναρωτήθηκε κει κάτω απ’ τα φουστάνια της μάνας του. «Ο Θεός του Ισλάμ», του απάντησε το βράδυ ο Πρόεδρος των Σταυροφόρων  απ’ τη δορυφορική συχνότητα του CNN. «Αναγκαίος φόνος», δήλωσε και ο Αρμαγεδδών του Ισλάμ. «Σας χτύπησε η οργή του Θεού» αποφάνθηκε και ο Προκαθήμενος απ’ την Αθήνα μες στη χαρμολύπη του.

Kαι τι Θεός είναι αυτός που σκοτώνει;», απόρησε ο μικρός Σαμ  και έγειρε το κεφάλι του  να κοιμηθεί (; ) το πρώτο, μετά το μεγάλο «Χτύπημα», ανήμερο βράδυ. Και οι  έντρομοι γονείς του έμειναν ξάγρυπνοι ολονυχτίς κάνοντας έρωτα, γιατί πολλοί εκείνο το βράδυ της φοβερής «Αποκάλυψης» θεώρησαν ότι ήταν ο μόνος τρόπος για να ξορκίσουν το θάνατο…

bush_plotted_to_bomb_aljazeera_by_latuff2

Ο μικρός Καρίμ απ’ την Καμπούλ

Δυο μάτια μαύρα, μάτια παιδικά με βασίλειο τον τρόμο μες στην αθωότητά τους. Τυμπανισμένη η κοιλιά του μικρού Καρίμ απ’ την Καμπούλ. Κορμί σκελετωμένο απ’ την πείνα. Το ‘χωσε το κορμάκι του μες στο λαγούμι για να το γλιτώσει απ’ τα «έξυπνα» όπλα και τις «παράπλευρες» ζημιές των Σταυροφόρων. Τραβά ίσαμε με μια χαραμάδα την τσίγκινη λαμαρίνα που σκεπάζει τη ζωή του και κρυφοκοιτά. Βλέπει τις εκτυφλωτικές λάμψεις του θανάτου που εκτοξεύει ο σιδερόφρακτος «Τάλω» ξερνώντας φωτιά και σίδηρο στους «επιλεγμένους» στόχους. Τουρμπανοφόροι, γενειοφόροι Ταλιμπάν, μελαμψοί, στοιχειά της νύχτας, με την απόλυτη σκληράδα φορεμένη στα πρόσωπά τους χορεύουν κραδαίνοντας τη ρομφαία του Ισλάμ κατά των Απίστων και αλαλάζουν: «Ο Θεός των Σταυροφόρων μας σκοτώνει! Τζιχάντ! Τζιχάντ!».

Ακούει τις μπόμπες να πέφτουν γύρω του ο Καρίμ, βλέπει τους Ταλιμπάν να χορεύουν δαιμονικά και αγριεύει η ψυχούλα του. Τους βλέπει κι ένας μικρός χωμάτινος Βούδας, ο μόνος διασωθείς απ’ τους πολλούς που σύντριψαν οι βαριοπούλες του φανατισμού και ένα δάκρυ κυλάει στο πρόσωπό του, το φτιαγμένο απ’ το αρχέτυπο υλικό του ανθρώπου. «Αυτοί που σκοτώνουν τα αγάλματα, που καίνε τα βιβλία, αργά ή γρήγορα καταλήγουν να καίνε και ανθρώπους», έλεγε ο Χάινε και εάν οι φανατικοί-είτε μουσουλμάνοι, είτε χριστιανοί, είτε Εβραίοι-μπορούσαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους, είναι σίγουρο πως θα έκαιγαν τα ίδια βιβλία και τους ίδιους ανθρώπους.

both_sides_of_gaza_conflict_by_latuff2Μια ebomb βρίσκει τον «επιλεγμένο» στόχο και διαμελίζει και διασκορπίζει τα αλαλάζοντα, μελαψά σώματα και ο Καρίμ έχωσε πιο βαθιά το κορμάκι του μες στο λαγούμι  σφαλίζοντάς το ερμητικά με την τσίγκινη λαμαρίνα. «Τι Θεός είναι αυτός που σκοτώνει;», επαναλάμβανε σαν ηχώ ο μικρός Καρίμ και ήθελε στα έγκατα της γης να μπει για να μη δει και φρίξει…

Οι marlmboro men…

Και η ηγερία της «σοβαρής δημοσιογραφίας» του Παγκόσμιου Δορυφορικού Καναλιού μεταδίδει απ’ το Ισλαμαμπάντ και διαγράφει νεκρούς: «Ίσως τους «κατασκεύασε» η προπαγάνδα των Ταλιμπάν». Ανερυθρίαστη και ασύστολη, ενώ δίπλα της πτώματα παιδιών και παραπέρα αδιάψευστη η είδηση πως ο μέγας Κυνικός αγόρασε την αποκλειστικότητα της δορυφορικής εικόνας για να μη βλέπει ο κόσμος το λιανισμένο πτώμα του Αφγανιστάν. Αλλά η…σοβαρή δημοσιογράφος του «πολιτισμένου» κόσμου τίποτε δεν άκουσε για το δορυφόρο. Ούτε τις κραυγές των παιδιών ακούει, ούτε τα μοιρολόγια των μανάδων με τη μπούργκα…

Την άλλη μέρα ο γιάπης άνκορμαν του CBS σχολιάζει την αναδημοσιευμένη σε πάνω από εκατό εφημερίδες φωτογραφία που δείχνει το ράμπο-στρατιώτη, ύστερα από δωδεκάωρη μάχη, με το πρόσωπο μουτζουρωμένο από μπογιά παραλλαγής κι από καπνούς, με μια γρατζουνιά στη μύτη κι ένα αναμμένο τσιγάρο να κρέμεται από τα χείλη του. Γι αυτό το τσιγάρο πολλοί ονόμασαν το στρατιώτη της φωτογραφίας «Marlboro man». «Βλέπουμε έναν πολεμιστή, με το βλέμμα να σαρώνει τον ορίζοντα, αναζητώντας σημάδια κινδύνου. Δείτε την εικόνα, σκεφτείτε την. Και πάρτε μια βαθιά ανάσα υπερηφάνειας», λέει έμπλεος εθνικής έξαρσης ο εκφωνητής. «Το σαφές μήνυμα της φωτογραφίας είναι πως ο τρόπος για να χαλαρώσεις μετά τη μάχη είναι να ανάψεις ένα τσιγάρο», σχολίασε με επιστολή του σε μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα ένας αναγνώστης και πυροδοτήθηκε μια δημόσια αντιδικία ανά τη Χώρα του τύπου «… αν η φωτογραφία έδειχνε έναν πεζοναύτη να πίνει νερό μετά τη μάχη ή, λόγω έλλειψης πόσιμου νερού στη χώρα που πολεμάνε τα παιδιά μας, τον έδειχνε να πίνει Κόκα-Κόλα θα ήταν πιο θετική η επιρροή στους νέους μας». Και «φευ!» η ατιμωρησία γεννάει ένα είδος παρανοϊκής παρακμής και ένα έθνος αντί να κατατρύχεται και να μην έχει ύπνο από το άγος του πολέμου καβγαδίζει για το κάπνισμα, ενώ την ίδια στιγμή χιλιάδες άνθρωποι βιαίως αποδημούν εις Κύριον από τις σφαίρες των μισθοφόρων, τους «marlmboro men»!

Κ’ ύστερα θάρθουν κάποιοι χολυγουντιανοί σκηνοθέτες, που στις φλέβες τους κυλά ρευστό δολάριο, να υμνήσουν τις «νίκες» των μεγάλων Κυνικών. Να αναπαραστήσουν ψηφιακά και τρισδιάστατα το θάνατο με δόσεις, τη χειρουργικής ακρίβειας γενοκτονία, τους «επιλεκτικούς» βομβαρδισμούς, τις «μικρές» θηριωδίες, όπως το φονικό στην αγορά, τα άψυχα μωρά (δυο δυο στα συρτάρια του νεκροτομείου), τις «μικρές» μουντζούρες στα λαμπερά τους καρτποστάλ.

Και ο μικρός Καρίμ θα είναι ακόμα εκεί, μες στο λαγούμι του, και θα ουρλιάζει από απόγνωση: «Και τι Θεοί είναι αυτοί που σκοτώνουν!».

Και τι Θεοί είναι αυτοί που σκοτώνουν! (1ο)

(Τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα με την αντιτρομοκρατική υστερία του Τζ. Μπους, αλλά και τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό της Αλ Κάιντα και την υστερία των φανατικών μουσουλμάνων γενικά, ήρθαν στην επικαιρότητα οι «αντίπαλοι Θεοί». Από τη μια πλευρά η «Τζιχάντ»- πόλεμος κατά των απίστων- και από την άλλη ο πόλεμος των «σταυροφόρων» του Μπους- ο οποίος, αν θυμάστε, δήλωσε παλιότερα ότι συνομιλεί με το Θεό και ότι έχει την έγκρισή του για τους πολέμους που κάνει!

Πόλεμος στο Αφγανιστάν, πόλεμος στο Ιράκ, αβαντάρισμα των Ισραηλινών στο Λίβανο, στην Παλαιστίνη, στη Γκάζα, και από την άλλη πλευρά- των φανατικών μουσουλμάνων- οι Δίδυμοι πύργοι, οι τρομοκρατικές επιθέσεις. Αποτέλεσμα όλων αυτών ο θάνατος χιλιάδων αμάχων και αθώων πολιτών, κυρίως παιδιών!).

Προβληματίζοντάς με όλα τα παραπάνω έγραψα ένα κείμενο με γενικό τίτλο «Και τι Θεοί είναι αυτοί που σκοτώνουν!», και το οποίο θα δημοσιευτεί σε 4 συνέχειες…

thumb_9821432

«Είμαστε όλοι παιδιά του Θεού, καθώς λένε…

Κι όμως καθημερινά μας σκοτώνει

Ε, δεν είναι ο Θεός παιδοκτόνος;»

Οι αντίπαλοι Θεοί και ο… δάσκαλος

Τούτη η εποχή της πέτρας και του όξους, του σπαραγμού και των δακρύων ο Θεός πρωτοσέλιδος στις εφημερίδες και στα τηλεοπτικά παράθυρα εδώ και χρόνια! Μην και βρισκόμαστε στις απαρχές νέου μεσαίωνα; Ο Θεός των χριστιανών, ο Θεός των μουσουλμάνων, ο Γιακβέ των Ιουδαίων: αντίπαλοι Θεοί! Μα ο Θεός των Μυστικών και των Πατέρων, ο μύχιος, ο ασύλληπτος από τον ανθρώπινο νου δε θα μπορούσε ποτέ να γίνει πρωτοσέλιδο. Και όσο το Θεό τον κάνουμε πρωτοσέλιδο τόσο λιγότερο υπάρχει στη ζωή μας.

Τέτοια αποκαρδιωτικά με παιδεύουν και το ρώτημα, αν ο Θεός είναι φανατικός, φαίνεται πως μία και μόνη απάντηση επιδέχεται: την καταφατική. Κανείς Θεός δεν υπήρξε έξω από την ιστορία, τη δική μας χωμάτινη και αιμάσσουσα ιστορία και κανείς δεν έμεινε άθικτος και αμίαντος στα ουράνια ενδιαιτήματά του. Έριδες σφοδρές στους ταραγμένους κόλπους όλων των θρησκειών μεταφράστηκαν πάραυτα σε φονικές επιχειρήσεις και κανείς Θεός δεν εδέησε να εξαπολύσει τα αστραπόβροντά του ή να σύρει τη ρομφαία του, κάθε που οι επί της γης αυτόκλητοι μικροί θεϊσκοι μεταχειρίζονται τα ιερά ονόματα σαν δόρυ, σαν πυρά, σαν αεροπλάνο-μπουρλότο ή σαν βομβαρδιστικό.

Οι Θεοί, το έδειξε η ιστορία του ανθρώπου, δεν ενώνουν αλλά χωρίζουν, δεν καταπραϋνουν αλλά ερεθίζουν μέχρις παροξυσμού, δεν εξανθρωπίζουν αλλά εκβαρβαρώνουν. Και οι Γραφές οι θεόπνευστες, της πιο γενναιόδωρης φιλαλληλίας, οι Γραφές της «κοινής εντολής», της Αγάπης, έμειναν γράμματα ανεπίδοτα, άρα κενά και ορφανεμένα. Οι Γραφές νομοθετούν, ορίζουν, επιβάλλουν, αλλά είναι γνωστό ότι μόλις γεννήθηκε η γραφή, γεννήθηκε και η παρανάγνωση, αδελφή της σιαμαία. Και έτσι πορευόμαστε, με την παρανάγνωση για ευαγγέλιο.

Οι Θεοί των ανθρώπων είναι νεκροί και οι νεκροί Θεοί είναι αυτοί που σκοτώνουν!

Και αλίμονο, κράτος και εξουσία μέσα μου η θλίψη, η οργή και ο φόβος. Δε διαθέτω τίποτα το σπουδαίο, μόνο τα αφελή, και ίσως για κάποιους, τα ανευλαβή μάτια μιας μικρής, αμελητέας ανθρώπινης ύπαρξης που δεν μπορεί να προσαρμοστεί στη δύνη των καιρών, καθώς δεν μπορεί να συνηθίσει τις αξιοπρόσεκτες απαντήσεις των προσαρμοσμένων, των επαϊόντων, των ρεαλιστών. Και καθώς συμφύρονται μέσα στη χλαπαταγή των καιρών οι ιαχές των νικητών, με τις ανάσες των πτοημένων και τη σιωπή των νεκρών, ξεχωρίζω τις λέξεις: Χρήμα, μάζα, πολυεθνικές, πλανητάρχης. Και τα ερωτήματα φωτιά να βγαίνουν απ’ το ξεραμένο στόμα: Πότε οι Θεοί γίνονται αντίπαλοι και οι άνθρωποι οδηγούνται στον πάγκο του χασάπη; Πώς και γιατί μας έχει κυριεύσει ο πολεμοχαρής Άρης; Ποιος αντέχει να αδικείται από τον ισχυρό; Να συντρίβεται από τον επηρμένο; Ποιος ανέχεται την ύβρη της εξουσίας, τη νύστα του πανάρχαιου νόμου; Δεν απαντιούνται τα ερωτήματα και σαρώνει η καταιγίδα που γέννησε ο νους του ανθρώπου. Καραδοκούν τα αρπακτικά, ζουν για την οσμή του θανάτου. «Τα φριχτά σηκώνει η γης και η ψυχή τα φριχτότερα». Αποστέγνωσε η ψυχή μας…

Γ. Π. Τζ.

Post Navigation