Λόγος Παράταιρος

«Παράταιρος ο λόγος ο δυνατός/ μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει» (Γ. Ρίτσος)

ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΙΗΤΕΣ 1

thumb_5075191ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ

Αγριομυρίκη εν τη ερήμω

/ επικατάρατος εν γη αλμυρά…

Το «ως σεαυτόν» δεν ήτανε για μένα
Αγάπησα τους άλλους δίχως ν’ αγαπάω τον εαυτό μου
Χωρίς αγάπη του εαυτού μου δεν ήμουν ούτε εγώ ούτε
άλλος ανάμεσα στους άλλους
δεν ήμουν τίποτε μέσα στην τρικυμία της σάρκας μου
στα σαλεμένα λόγια μου και στ’ αναφιλητά του νού μου
μα έπασχα στα δράματα των άλλων
εγώ ο χαμένος πάντα στα αδιέξοδά τους
εγώ των αποχωρισμών τους ο εγκαταλειμένος
ο παραμιλητός του πυρετού τους
Κι όλα αυτά έτσι Για ένα ήθος δηλαδή για μια ιδεολογία

Δεν ήταν ήθος ύβρις ήταν. Και δεν το ‘ βλεπες
αργεί αλλά σε βρίσκει το κακό
άξαφνα όλα γυρνούν τ’ απάνω κάτω
πατάς τους όρκους σου και πράττεις τ΄ αντίθετα απ’ την
πίστη σου και μένεις
στην ερημιά της πτώσης σου
να δέρνεσαι και να χαλιέσαι

Ά ν άντεξα τη ζωή μου ως εδώ δεν ήτανε για μένα
Και τώρα ποιος ο αμητός;
Ω βλέμματα, ω φωνές, ω αγγίγματα που με λιχνίσατε
στ΄ αλώνια της αλαζονείας και της ταπείνωσης
κρατήστε τον καρπό αλλά
δώστε μου πίσω το άγανο
το άγανο που τ’ αφήσατε του ανέμου
και χάθηκε χρυσίζοντας
προς τον βαθύψηλο ουρανό.

……………………………………………………………….

Έμπλεος από σένα
πώς κι από πού να σε φωνάξω;

Χύνεται μέσα μου η φωνή μου
thumb_1078908και δεν μ’ ακούς και δε μ’ ακούω
και σε ζητώ και δε σε βρίσκω
γιατί είσαι όπου είμαι
κι είμαι όπου είσαι
και κανείς μας δεν είναι όπου είναι.

Απροσδιόριστοι στον κόσμο
Ένα κυμάτισμα είμαστε ένα τρέμισμα
1211749647894920001έρωτα το είπαν
ποίηση το είπαν…

120170808809714100

Ας ήταν να βρεθούμε
έξω από μένα
έξω από σένα
γιατί περνάει η ώρα και βραδιάζω.

Στα δυτικά μου πάντα ήθελα να’ σουν
να μου γνέφεις
απ’ τα βαθιά των ημερών.

……………………………………………………………….

Ένας ο βίος κι αγύριστος κι όλα του αμετάκλητα
ό,τι είπαμε και πράξαμε δε σβήνει ούτε ξεγίνεται
μα η μνήμη βολοδέρνει όλο στο κακό.
Γιατί ποιος λογαριάζει το καλό ποιος το θυμάται
το ρίχνεις στο γιαλό και χάνεται
μα το κακό πώς να χαθεί που είναι χαμός
με τίποτε δε σβήνει ούτε ξεγίνεται
για πάντα μένει και μας τυραννάει.

thumb_1149134Και δε μιλώ για τύψεις.
Αυτές λίγο -πολύ όλους μας βολεύουν
είναι κρυφές οι τύψεις δεν εκτίθενται και
δεν σε εκθέτουν
δε σου στερούν υπόληψη κι αυτοεκτίμηση
μυθοποιούν τα κρίματά σου και τα παρασταίνουν
μέσα σου περίτεχνα
με νέες πάντα ερμηνείες και εκδοχές
και στο άλλοθι του θεατή του εαυτού σου
νιώθεις σιγά -σιγά να γίνεται η συγκίνησή σου
αισθητική
εν τέλει μια ποιητική του ήθους
κι αν σε τρελαίνουν κάποτε σε ξαγοράρη πήγαινε…

thumb_1143626

Ντροπή ξέρεις τι είναι κι ένιωσες ποτέ σου;
Αυτή δεν κρύβεται εκτίθεται και σ’ εκθέτει σε
φτυσιές και λιθοβολισμούς
αυτή δεν έχει αντισήκωμα
δεν την καλύπτει τίποτε στο πρόσωπό σου
και στη γυμνή της θέα εξαγριώνονται
όσοι δεν ντρέπονται ή φοβούνται να ντραπούν,
οι ανώδυνοι και ανεπαίσχυντοι κι ειρηνικοί,
και σου χυμούν με λύσσα να σε ξαποστείλουν
σε ανεξιλέωτο θάνατο.

thumb_1143669

Ντροπή ξέρεις τι είναι κι ένιωσες ποτέ σου;
Ντροπή ν’ ανοίγει να σε καταπιεί η γή
ντροπή που έζησες
στον κόσμο ετούτον.

(από τη Συλλογή του ποιητή » Έως» των εκδόσεων Νεφέλη).


Βύρωνας Λεοντάρης

Η ομίχλη μπαίνει από παντού

Η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι
κι όσα για σένα είχες ελπίσει
έχουνε τώρα πια όλα σβήσει.
Η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι.
Σκιά ήταν ό,τι για ζωή αγαπήθη
ήχος στεγνός μιας άδειας λέξης.
Σαν ήρθε η ώρα να διαλέξεις
είπες ας φράξουν τη φωτιά άλλα στήθη.

Ποτάμι που έχει μείνει ξερή η κοίτη
πώς να ’χεις έτσι ξεστρατίσει
σου άξιζε σένα αλλιώς να ζήσεις.
Η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι.



Βύρων Λεοντάρης

II
Tώρα που δεν μπορώ παρά να με θυμάμαι μόνο
ξέρω, δεν ήταν έτσι, τίποτε δεν ήταν
αλλιώς έγιναν όλα.

Η μαρτυρία μου ασαφής. Τι υπεκφυγές, τι συγκαλύψεις
σε λόγια, σε γραφτά και σε φερσίματα…
Αλλά πώς να τα πω και φαντασίας καμώματα όλα αυτά;
Δε γίνεται.

thumb_851844Πώς να αναιρέσω μια κατάθεση
πώς να διευκρινίσω μια ζωή;
Το ειπωμένο με εκδικείται
κι ανεξιχνίαστο μένει πάντα το υπαρκτό.

Σίγουρα κάτι μου διαφεύγει
κάτι που λάθος το έζησα και λάθος με έζησε
κι όλο και σκοτεινιάζει γύρω μου
κι όλο και σκοτεινιάζει.

Πού βρίσκομαι
Τι ώρα να ‘ναι.

(από τη συλλογή «Εν γη αλμυρά»)


Βύρων Λεοντάρης

Έτσι το θέλησα και μη ρωτάς
Κι αν τώρα θλίβομαι είναι που σ’ αφήνω
στους πέντε δρόμους δίχως να ‘χω πει
για σένα όσα σου άξιζαν και δίχως
να σε δοξάσει ένας μου στίχος
Τόσο βαθιά τόσο πολύ
σε σώπασα μεσ’ στη ζωή μου
Δεν ήτανε για να φανερωθεί
ούτε με ουράνια λόγια να ειπωθεί
αυτό το μυστικό που ήσουν κι ήμουν

Σε όσους με ποιήματα τα αισθήματα μετρούν
τι θα ‘χεις από μένα να τους δείξεις;
thumb_1107880Μια τέτοια αγάπη… δίχως αποδείξεις…
Και ποιος αυτός ο Βέρνερ Λέιο θα ρωτούν
Με τι καρδιά με τι πνοή είχα πάρει
τη ζωή… Μα δεν την άλλαξα· ούτε εσύ
Γι’ αυτό λοιπόν «χαμένη υπόθεση»
ο ποιητής Βύρωνας Λεοντάρης

(από τη συλλογή Εν γη αλμυρά)


karouzosΝίκος Καρούζος- ποιήματα

Γράφοντας εκδικούμαστε τα πράγματα
Αγάπησα πολύ τη δυναμική πεπρωμενοκρατία του Nietzsche, τις θυελλοφόρες κορυφές του Ζαρατούστρα, έζησα τη μεγάλη ανάσα της δρακόντειας απελπισιάς που κομματιάζει το στήθος και φτύνει τη λογική. Ερωτεύτηκα το μαρξισμό, γεμάτος ερωτήματα για τη ναρκισσευόμενη λογική του, και πέρασα στην περιπέτεια του κοινωνικού επαναστάτη, κρατώντας σαν ιψενικός ήρωας ―δηλαδή μοναχικά κι ανώφελα― τη σημαία του Ιδανικού με πάθος. Επίσης χώθηκα στη γαλαρία του Freud, ως ένα σημείο γοητευμένος. Έτρωγα το χρόνο για να ‘βγω στο ξέφωτο του Ιησού με την ψυχή οριστικά έκπληκτη. Συναντήθηκα με το θαύμα σα φίλος.
(Ν. Κ. Μικρό αυτοχρονικό)
thumb_1141954
«…κι όνειρο πράσινο στο μικρό λαιμό του ο έρωτας
πάντα ο έρωτας το καλό ταξίδι ανοίγοντας
ωσάν θαλάσσιο πανί στην κίτρινη αυτή νύχτα…»


1. Γυναίκα, πείσμα της Ασίας

thumb_1141734Είσαι μια ήπειρος του στήθους απ΄ τα βάθη των φυλών
είσαι πλανόδια σαν το φεγγάρι
ο πόνος είναι πλοκαμός κι η αγάπη σου υδράργυρος
γυναίκα, πείσμα της Ασίας.
Όταν αφήνεις ένα βλέμμα στις κοιλάδες να ωριμάζει
καθώς οι άνεμοι το ταξιδεύουν ως τα ύψη
νέμεσαι τα κλαδιά και χύνεις δηλητήρια μες στο φεγγάρι.
Μόνη σα φόνος κατοικείς τη συνείδηση
συνωμοτώντας αντίκρυ στις θεότητες των πουλιών
εσύ με μαύρα ποταμικά μαλλιά
εσύ πάλι και πάλι με σκοτεινά μάτια.
Λέω στον ήλιο να σταθεί χωρίς την αγαθότητα
σχίζοντας το μεγάλο χρώμα του ονείρου
στον ήλιο να σε πολεμήσει με βοερό θειάφι
και να γκρεμίσει όλη τη θύμηση που με παιδεύει.
Να οι καιροί στα βήματα σου μʼ έφεραν
οι φυτικοί δεινόσαυροι τα ουράνια πλάτη
μια δέσμη χαλαρή του αίματος έτοιμη να σκορπίσει
τότε που φώναζα δίχως απόκριση: Θέλω να γίνω γαλάζιος.
Ήρθες να μείνεις ως το θάνατο
με πορφυρές ανταύγειες απʼ τα μέλη
ρώτησα μα δεν έμαθα που βρήκες το σκοτάδι
σε μυστικά ρυάκια κλειδώνεις τον ήχο σου
μόνη με την εκρηκτική φωνή της σιωπής.
Ήρθες να μείνεις ως το μακρινό χάραμα
σώματα πέρασες ακόμη ταξιδεύεις.
Εγώ δεν έζησα κι η ομορφιά της Αττικής είνʼ όλο το ταξίδι μου.
Σε τόσους καημούς τραγουδώντας
δεν ξέρω τʼ όπλο της λησμονιάς.


2. Ρωγμές


Πάλι στους δρόμους οπού ζήσαμε την προσωπίδα
κόκκινη με σταλαγματιές χρυσού
τέτοια περιπέτεια τέτοια ωραία ελπίδα
μεσ’ στις συνέχειες των ονείρων έχω τον αμνό
δεν πιστεύω στα ποτάμια ολοένα τρέχουν
δεν πιστεύω στα φύλλα ολοένα πέφτουν
είναι θεία ένδον αιθάλη π’ αλλάζει τις οράσεις
κι ο θάνατος βαθαίνει την τέφρα.


3. Η χρησιμότητα της απειλής


Έχουν αρχίσει να με κυκλώνουν επικίνδυνα οι ώρες.
Ακούω τα φυλλώματα σήμερα
γίνηκαν ανήσυχα χορικά.
Πρέπει να ζήσω τις αντίστροφες δυνάμεις.
Ω καρδιά μου – τρομαχτικότερη σελήνη!


4. Νεότερος


thumb_1067301
Ό,τι δείχνω είναι η ουράνια πηγή
με τον έρωτα
με τα στήθη
ό,τι δείχνω είναι η ουράνια επιστροφή
με γυμνά δάκρυα
με πόνο θησαυρισμένο βλέμμα
ο ποιητής είναι μια νύχτα στη θάλασσα.
Θεέ μου σε κυνηγώ
όπως παιδί τις πεταλούδες.
Θεέ μου σε κυνηγώ
όπως παιδί τους συνομηλίκους μου
στο δειλινό παιχνίδι.
Αισθάνομαι μόνος
αφού δεν έχει δεύτερη ζωή νʼ αλλάξουμε
και το φεγγάρι ταξιδεύει πάντα ίδιο.
Σύντροφε ουρανέ
άλλοτε η ελπίδα φεγγοβολούσε στα χέρια
κοιτάζω το σώμα βρίσκω τʼ όνειρο
πάει κι η αγάπη
χάνεται
σαν το νερό στην πέτρα.
Τι είναι πια ένα δέντρο τι είναι τ’ ασημένια φύλλα;
Μες στην ορμή της ερημιάς γινόμαστε διάφανοι.



5. Ρομαντικός Επίλογος


Μη με διαβάζετε όταν δὲν ἔχετε
παρακολουθήσει κηδεῖες ἀγνώστων
ἢ ἔστω μνημόσυνα.
Ὅταν δὲν ἔχετε
μαντέψει τὴ δύναμη
ποὺ κάνει τὴν ἀγάπη
ἐφάμιλλη τοῦ θανάτου.
Ὅταν δὲν ἀμολήσατε ἀϊτὸ τὴν Καθαρὴ Δευτέρα
χωρὶς νὰ τὸν βασανίζετε
τραβώντας ὁλοένα τὸ σπάγγο.
Ὅταν δὲν ξέρετε πότε μύριζε τὰ λουλούδια
ὁ Νοστράδαμος.
Ὅταν δὲν πήγατε τουλάχιστο μιὰ φορὰ
στὴν Ἀποκαθήλωση.
Ὅταν δὲν ξέρετε κανέναν ὑπερσυντέλικο.
Ἂν δὲν ἀγαπᾶτε τὰ ζῶα
καὶ μάλιστα τὶς νυφίτσες.
Ἂν δὲν ἀκοῦτε τοὺς κεραυνοὺς εὐχάριστα
ὁπουδήποτε.
thumb_1135987Ὅταν δὲν ξέρετε πῶς ὁ ὡραῖος Modigliani
τρεῖς ἡ ὥρα τὴ νύχτα μεθυσμένος
χτυποῦσε βίαια τὴν πόρτα ἑνὸς φίλου του
γυρεύοντας τὰ ποιήματα τοῦ Βιγιὸν
κι ἄρχισε νὰ διαβάζει ὦρες δυνατὰ
ἐνοχλώντας τὸ σύμπαν.
Ὅταν λέτε τὴ φύση μητέρα μας καὶ ὄχι θεία μας
Ὅταν δὲν πίνετε χαρούμενα τὸ ἀθῶο νεράκι.
Ἂν δὲν καταλάβατε πῶς ἡ Ἀνθοῦσα
εἶναι μᾶλλον ἡ ἐποχή μας.
ΠΡΟΣΟΧΗ
ΧΡΩΜΑΤΑ
Μὴ μὲ διαβάζετε
ὅταν
ἔχετε
δίκιο.
Μὴ μὲ διαβάζετε ὅταν
δὲν ἤρθατε σὲ ρήξη μὲ τὸ σῶμα…
Ὥρα νὰ πηγαίνω
δὲν ἔχω ἄλλο στῆθος…


6. Μετά το δείπνο


Ξαφνική νυχτερίδα κι ολούθενες
thumb_1139469υπερπληθώρα σελήνης.
Μα η αλήθεια είν’ η έσχατη μεταμόρφωση πλάνης
-φρενοπληξία.
Λες είμαι άρρωστος αλλ’ αυτό δεν υπόκειται
στην ιατρική. μπορώ να ξεπεθαίνω.
Κι’ αναστοχάζομαι κάθοντας ήρεμα
στην μόνη μου καρέκλα.
Διευθυντής του μηδενός έχω δικούς μου χειρισμούς
θρησκείας.
υφίσταμαι τη ζωή ωσάν περιφραστικός γαλαξίας
όσιος του κακού και μάρτυρας του πόνου.
Χάρμα η ξιπολιά σε καλοκαίρια ρωμαίικα!


7. 5 ποιήματα μεσ’ στο Σκοτάδι. Εικόνα


Γυρίζει μόνος
στα χείλη του παντάνασσα σιωπή
συνέχεια των πουλιών τα μαλλιά του.
Ωχρός
με βουλιαγμένα όνειρα κι ανέγγιχτος
νερό τρεχάμενο στα ρείθρα, ωχρός
έλληνας.
Πάντα ο δρόμος μέσ’ στα μάτια του
κ’ η λάμψη απ’ τη φωτιά
που καταλύει
τη νύχτα.
Γυρίζει μόνος
στα χέρια του κλαδί από ελιά
γεμάτος πόνο χάνεται στα δειλινά
αισθάνεται
πως όλα χάθηκαν.
Mην του μιλάτε είναι άνεργος
τα χέρια στις τσέπες του
σαν δυο χειροβομβίδες.
Mην του μιλάτε δε μιλούν στους καθρέφτες.
Άνθη της λεμονιάς
λουλούδια του ανέμου
στεφάνωσέ τον Άνοιξη
τον κλώθει ο θάνατος.

thumb_113734

Νίκος ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ



Ποίημα που του λείπει η χαρά

αφιερωμένο σε γυναίκα υπέροχη

δωρήτρια πόθου και γαλήνης


αφού το θέλεις

γυναίκα αρμονική και ωραία

έτσι καθώς ένα βράδυ του Μαϊού

ετοποθέτησες απλά και έφυγες

άσπρη ζωντανή γαρδένια

ανάμεσα στα νεκρά λουλούδια

μέσα στο παλιό- ιταλικό μου φαίνεται-

βάζο με παραστάσεις

γαλάζιες τεράτων και χιμαιρών

έλα

πέσε στα χέρια μου

-αφού το θέλεις-

τη θλίψη του πράσινου βλέμματός σου

τη βαθιά πίκρα των κόκκινων χειλιών σου

τη νύχτα των μυστηρίων που είναι

πλεγμένη μέσα στα μακριά μαλλιά σου

τη σποδό του υπέροχου σώματός σου



Νίκος ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ

 

Διώνη


οι άντρες ποθούν το κάλλος

οι γυναίκες αφειδώς το προσφέρουν

αυτό το παραδεχόμαστε

κι εμείς

οι απόγονοι των Μαραθονομάχων

γι αυτό δεν έχουν λόγο

το έτος της γυναίκας

κι άλλες ανόητες φασαρίες

και τα μασκαραλίκια

των σουφραζεττών

από το «τη Υπερμάχω στρατηγώ»

τις κρητικές μαντινάδες

το «Αλφάβητο υης Αγάπης»

από τους ιθυφαλλικούς χορούς των προγόνων

ίσαμε το

«αυτά τα μαύρα μάτια

που με κοιτάζουνε

χαμήλωσέ τα φως μου…»

για της προτάσεως το ακριβές

με λόγο και με έργο

όλοι συνθέτουμε λαμπρές ανθοδέσμες

και αέανα

τις προσφέρουμε

των γυναικών


Νίκος Εγγονόπουλος


Το ποίημα της Εσθήρ Μπεσσαλέλ


[…] Θα τους αρπάξω από τα μούτρα

Τους αγαθούς τους πονεμένους ανθρώπους

Και με φωνές και με σκουξίματα

Θα επιμείνω να μου πουν

Αν συναντήσαν πουθενά

Ποτέ

-και τώρα πού να βρίσκεται;-

Την Εστερίκα

Τη Ρίκα

Τ’ αστέρι το λαμπρό

Στα πρώτα ερωτικά μου χρόνια τα νεανικά

Τα μικράτα μου!

Ω! το κελεπούρι του μεγάλου παρισινού βιβλιοπωλείου!

Η χαριτωμένη γαλλιδούλα!

(με βαθιές ρίζες –όμως-

Εις γην Χαναάν)

[…]

Μήπως να μετανάστεψε –ως ποθούσε-

Στο «Ερέτζ Ισραήλ»;

Μήπως μου την εκάμαν

Λουλουδάκι

Οι απαίσιοι Νατσήδες;

Ή μήπως τώρα να ‘ναι κάπου να μαραίνεται

Και να μη

Με θυμάται;

(Στην κοιλάδα με τους ροδώνες, εκδ. Ίκαρος)

 

thumb_995576

ποιήματα του ΓΙΩΡΓΗ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ

 


ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΚΑΙ Ο ΤΕΧΝΙΤΗΣ

thumb_1010443(Στην Ισμήνη και στον Στέλιο Τριάντη)


Σαν έκλεινε το μουσείο
αργά τη νύχτα η Δηιδάμεια
κατέβαινε από το αέτωμα.
Κουρασμένη από τους τουρίστες
έκανε το ζεστό λουτρό της και μετά
ώρα πολλή μπροστά στον καθρέφτη
χτένιζε τα χρυσά μαλλιά της.
Η ομορφιά της ήταν για πάντα
σταματημένη μες στο χρόνο.
Τότε τον έβλεπε πάλι εκεί
σε κάποια σκοτεινή γωνιά να την παραμονεύει.
Ερχόταν πίσω της αθόρυβα
της άρπαζε τη μέση και το στήθος
και μαγκώνοντας τα λαγόνια της
με το ένα του πόδι
έμπηγε τη δυνατή του φτέρνα
thumb_1144360στο πλάι του εξαίσιου μηρού της.
Καθόλου δεν την ξάφνιαζε
κάθε φορά που της ριχνόταν.
Άλλωστε το περίμενε το είχε συνηθίσει πια.
Αντιστεκόταν τάχα σπρώχνοντας
με τον αγκώνα το φιλήδονο κεφάλι του
και καθώς χανόταν όλη
μες στην αρπάγη του κορμιού του
τον ένιωθε να μεταμορφώνεται
σιγά-σιγά σε κένταυρο.
Τώρα η αλογίσια οπλή του
την πόναγε κάπου εκεί
γλυκά στο κόκαλο
και τον ονειρευότανε παραδομένη
ανάμεσα στο φόβο της και τη λαγνεία του
να τη λαξεύει ακόμη.
(Τα αντικλείδια)



 

Η ΣΙΩΠΗ
Στην Αυγή – Άννα Μάγγελ

thumb_1143604Η Σιωπή είναι μια άγνωστη
που έρχεται τη νύχτα.
Ανεβαίνει τη σκάλα
χωρίς νʼ ακούγονται πατήματα
μπαίνει στην κάμαρα
και κάθεται στο κρεβάτι μου.
Μου φοράει το δαχτυλίδι της
και με φιλεί στο στόμα.
Τη γδύνω.
Μου δίνει τότε τις βελόνες
και τα τρία χρώματα
το κόκκινο το μαύρο και το κίτρινο.
Κι αρχίζω να κεντάω
πάνω στο δέρμα της
όλα όσα δε σου είπα
και ποτέ πια δε θα σου πω.
(Λίγος άμμος)



thumb_9059032 ΤΗΣ ΓΥΦΤΙΣΣΑΣ

Στην Ανθή
Είπα σε μια Γύφτισσα
θέλω να γίνω γύφτος
να σε πάρω
Μπορείς μου λέει να φας για βράδυ
χόρτα πικρά χωρίς αλάτι
κι έπειτα να πλαγιάσεις;
Μπορώ της λέω
Μπορείς μου λέει να πλαγιάσεις
χωρίς να κλαις από το κρύο
πάνω στην παγωμένη λάσπη;
Μπορώ της λέω
Μπορείς μου λέει πάνω στη λάσπη
να μου ανάψεις το κορμί
και να το κάνεις στάχτη;
Αυτό κιʼ αν το μπορώ της λέω
Μπορείς μου λέει τη στάχτη μου
να τη ρίχνεις στο κρασί σου
για να μεθάς πολύ, να με ξεχνάς;
Όχι αυτό, δεν το μπορώ της λέω
Γύφτος δε γίνεσαι μου λέει.
(Λίγος άμμος)


thumb_731848
Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ

Στη μνήμη του Φρανσουά, του Κάρολου και του Αρθούρου

Αχτύπητη κι ωραία πάνω στη Γιαμάχα της
κόβει το κρύσταλλο της νύχτας σαν διαμάντι
στην όψη της χορεύουν φλόγες
από την Κόλαση του Δάντη.
Μπαίνει στα μπαρ σεκλετισμένη κι οι νέοι ποιητές
την τρέμουνε και την κερνάνε βότκα και ουίσκι
μα Εκείνη κοιτάζει αόριστα στην πόρτα να φανεί
χλομός ο πρίγκιψ Μίσκιν.
Δεν έχει πού να κοιμηθεί, γυρίζει εδώ κι εκεί
με μια κιθάρα και δισάκι
διαβάζει κάτω από τις γέφυρες
Βιγιόν και Καρυωτάκη.
Όταν πλαγιάζει με τους οικοδόμους στα γιαπιά
το Κοινοβούλιο συνέρχεται εκτάκτως και βελάζει.
Εκείνη ονειρεύεται τη μάνα Επανάσταση
όλους να μας θηλάζει.
Κόβει με όνειρο τις φλέβες της
για να τη βλέπουνε της νύχτας οι καθρέφτες
για να παγώνει μέσα της ο κόσμος ο κακός
οι μαστροποί κι οι κλέφτες.
Ανοίγει τα συρτάρια επιδόξων συγγραφέων
με του διαβόλου τʼ αντικλείδια
κλέβει τα αισθηματικά τους κείμενα
και τα πετάει στα σκουπίδια.
Κάποτε κλαίει σαν παιδί
χώνοντας το πρόσωπο στη γούνα του ανέμου
κι άλλοτε είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα
ψάχνει για το υποβρύχιο του πλοιάρχου Νέμου.
Στο άχτιστο φως της λέξης μένει εκστατική
με δέος, ηδονή και τρόμο
στα βάθη της λογοτεχνίας χάνεται
χωρίς επιστροφή, χωρίς να βρίσκει δρόμο.
thumb_604019Την ποθούν, μα τους περιφρονεί
τους δήθεν εραστές του απολύτου
το γκόλφι της το χάρισε σʼ έναν τρελό τραγουδιστή
για ένα πικρό φιλί του.
Κι εμένα όταν μου λέει «Πάρε με»
τα παίζει όλα, η θεατρίνα,
με προκαλεί ποζάροντας
σαν μια πουτάνα σε βιτρίνα.
Κι όταν μου λέει «Πεθαίνω εγώ για σένα»
εγώ δεν την πιστεύω
την άπιαστη ομορφιά της με θλίψη καρχαρία
σε μαύρη άβυσσο γυρεύω.
Αχτύπητη κι ωραία καβάλα στη Γιαμάχα της
σκίζει τις διαβάσεις του μυαλού μου σαν πριονοκορδέλα
πηδάει τους τάφους των ονείρων μου
τʼ αγάλματα και την παλιά μου ομπρέλα.
Με παίρνει πισωκάπουλα στη σέλα της
κι εγώ την αγκαλιάζω από τη μέση
γέρνω γλυκά στην πλάτη της
κλείνω τα μάτια και μʼ αρέσει.
Και μʼ ανεβάζει ανάλαφρα στον ουρανό
κι από τον ουρανό με κατεβάζει κάτου
μπαίνουμε στο βαρέλι και μαρσάροντας
γυρίζουμε γυρίζουμε το γύρο του θανάτου.
(Που είναι τα πουλιά😉

thumb_443612

Ρίτσος Γιάννης(υπάρχει και ο ερωτικός Ρίτσος)

Ερωτικά

Μικρή Σουΐτα Σε Κόκκινο Μείζον

Ι.
Πλήθος λεμόνια
επάνω στο τραπέζι
στις καρέκλες
στο κρεβάτι
κίτρινες λάμψεις
τρέχουν το σώμα σου
μ’ αρέσει που βρέχει
νύχτα με χίλια λεμόνια
και ξαφνικά ο φακός του δασοφύλακα
να σταματάει τους βρεγμένους λαγούς
στα πισινά τους πόδια.
Διακοφτό 18.11.80

ΙΙ.
Ω αλάνθαστο σώμα
πόσα και πόσα λάθη
μ’ ένα μικρό διαβατικό φεγγάρι
στα γυμνά δέντρα του πεζοδρομίου
αδειούχοι στρατιώτες καπνίζουν
κάτω απ’ το υπόστεγο
βρέχει όλη μέρα
ακούω το νερό να κυλάει ατέλειωτο
απ’ τα λούκια στο δρόμο
παρότι το ξέρω
αυτό το εισιτήριο
είναι εκπρόθεσμο πιά.
Αθήνα 18.11.80

ΙΙΙ.
Το σώμα -λέει-
στη γενική: του σώματος
και γενικά το σώμα
άλλη λέξη πυκνότερη δεν έχω
παίρνω τη νάϋλον σακούλα
μπαίνω στα λαϊκά εστιατόρια
μαζεύω ψαροκόκαλα
για τις άγριες γάτες της γειτονιάς
στα διαλείματα -λέει-
κουβεντιάζω με τους μουσικούς
στα σκοτεινά παρασκήνια-
τι απέραντη απόσταση διανύω
απ’ το σώμα σου
έως το σώμα σου.
Αθήνα 19.11.80


image20ceb3ceb9ceb1-cf81ceafcf84cf83cebf-cebaceaccf83cf84ceb1-2
Γυμνό Σώμα

Ι.
Είπε:
ψηφίζω το γαλάζιο.
Εγώ το κόκκινο.
Κι εγώ.
Το σώμα σου ωραίο
Το σώμα σου απέραντο.
Χάθηκα στο απέραντο.
Διαστολή της νύχτας.
Διαστολή του σώματος.
Συστολή της ψυχής.
Όσο απομακρύνεσαι
Σε πλησιάζω.
Ένα άστρο
έκαψε το σπίτι μου.
Οι νύχτες με στενεύουν
στην απουσία σου.
Σε αναπνέω.
Η γλώσσα μου στο στόμα σου
η γλώσσα σου στο στόμα μου-
σκοτεινό δάσος.
Οι ξυλοκόποι χάθηκαν
και τα πουλιά.
Όπου βρίσκεσαι
υπάρχω.
Τα χείλη μου
περιτρέχουν τ’ αφτί σου.
Τόσο μικρό και τρυφερό
πως χωράει
όλη τη μουσική;
Ηδονή-
πέρα απ’ τη γέννηση,
πέρα απ’ το θάνατο.
Τελικό κι αιώνιο
παρόν.
Αγγίζω τα δάχτυλα
των ποδιών σου.
Τι αναρίθμητος ο κόσμος.
Μέσα σε λίγες νύχτες
πως πλάθεται και καταρρέει
όλος ο κόσμος;
Η γλώσσα εγγίζει
βαθύτερα απ’ τα δάχτυλα.
Ενώνεται.
Τώρα
με τη δική σου αναπνοή
ρυθμίζεται το βήμα μου
κι ο σφυγμός μου.
Δυό μήνες που δε σμίξαμε.
Ένας αιώνας
κι εννιά δευτερόλεπτα.
Τι να τα κάνω τ’ άστρα
αφού λείπεις;
Με το κόκκινο του αίματος
είμαι.
Είμαι για σένα.
Αθήνα 24.9.80
thumb_1148267


Σάρκινος Λόγος

Ι.
Τι όμορφη που είσαι. Με τρομάζει η ομορφιά σου. Σε πεινάω. Σε διψάω.
Σου δέομαι: Κρύψου, γίνε αόρατη για όλους, ορατή μόνο σ’ εμένα.
Καλυμένη απ’ τα μαλλιά ως τα νύχια των ποδιών με σκοτεινό διάφανο πέπλο
διάστικτο απ’ τους ασημένιους στεναγμούς εαρινών φεγγαριών.
Οι πόροι σου εκπέμπουν φωνήεντα, σύμφωνα ιμερόεντα.
Αρθρώνονται απόρρητες λέξεις. Τριανταφυλλιές εκρήξεις απ’ τη πράξη του έρωτα.
Το πέπλο σου ογκώνεται, λάμπει πάνω απ’ τη νυχτωμένη πόλη με τα ημίφωτα μπαρ, τα ναυτικά οινομαγειρεία.
Πράσινοι προβολείς φωτίζουνε το διανυκτερεύον φαρμακείο.
Μιά γυάλινη σφαίρα περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας τοπία της υδρογείου.
Ο μεθυσμένος τρεκλίζει σε μια τρικυμία φυσημένη απ’ την αναπνοή του σώματός σου.
Μη φεύγεις. Μη φεύγεις. Τόσο υλική, τόσο άπιαστη.
Ένας πέτρινος ταύρος πηδάει απ’ το αέτωμα στα ξερά χόρτα.
Μιά γυμνή γυναίκα ανεβαίνει τη ξύλινη σκάλα κρατώντας μιά λεκάνη με ζεστό νερό.
Ο ατμός της κρύβει το πρόσωπο.
Ψηλά στον αέρα ένα ανιχνευτικό ελικόπτερο βομβίζει σε αόριστα σημεία.
Φυλάξου. Εσένα ζητούν. Κρύψου βαθύτερα στα χέρια μου.
Το τρίχωμα της κόκκινης κουβέρτας που μας σκέπει, διαρκώς μεγαλώνει.
Γίνεται μια έγκυος αρκούδα η κουβέρτα.
Κάτω από τη κόκκινη αρκούδα ερωτευόμαστε απέραντα, πέρα απ’ το χρόνο κι απ’ το θάνατο πέρα, σε μιά μοναχική παγκόσμιαν ένωση.
Τι όμορφη που είσαι. Η ομορφιά σου με τρομάζει.
Και σε πεινάω. Και σε διψάω. Και σου δέομαι: Κρύψου.
Αθήνα 18.11.80
Από
«Τα Ερωτικά» εκδόσεις «ΚΕΔΡΟΣ» (αποσπάσματα) 1981


thumb_1176283

Γιάννης Ρίτσος – σονάτα το σεληνόφωτος

(απόσπασμα)

(Ἀνοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιοῦ σπιτιοῦ. Μιὰ ἡλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στὰ μαῦρα μιλάει σ᾿ ἕναν νέο. Δὲν ἔχουν ἀνάψει φῶς. Ἀπ᾿ τὰ δυὸ παράθυρα μπαίνει ἕνα ἀμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα νὰ πῶ ὅτι ἡ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα ἔχει ἐκδώσει δυό-τρεῖς ἐνδιαφέρουσες ποιητικὲς συλλογὲς θρησκευτικῆς πνοῆς. Λοιπόν, ἡ Γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα μιλάει στὸν νέο.)

Ἄφησέ με ναρθῶ μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε!

Εἶναι καλὸ τὸ φεγγάρι, – δὲ θὰ φαίνεται

ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου. Τὸ φεγγάρι

θὰ κάνει πάλι χρυσὰ τὰ μαλλιά μου. Δὲ θὰ καταλάβεις.

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Ὅταν ἔχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οἱ σκιὲς μὲς στὸ σπίτι,

ἀόραταχέριατραβοῦντὶςκουρτίνες,

ἕναδάχτυλοἀχνὸγράφειστὴσκόνητοῦπιάνου

λησμονημένα λόγια – δὲ θέλω νὰ τ᾿ ἀκούσω. Σώπα.

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου

λίγοπιὸκάτου, ὡςτὴμάντρατοῦτουβλάδικου,

ὡςἐκεῖποὺστρίβειδρόμοςκαὶφαίνεται

πολιτείατσιμεντένιακιἀέρινη, ἀσβεστωμένημὲφεγγαρόφωτο

τόσοἀδιάφορηκιἄϋλη,

τόσοθετικὴσὰνμεταφυσικὴ

ποὺμπορεῖςἐπιτέλουςνὰπιστέψεις

πὼς ὑπάρχεις καὶ δὲν ὑπάρχεις

πὼςποτὲδὲνὑπῆρξες, δὲνὑπῆρξεχρόνοςκ᾿φθοράτου.

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου…

Θὰ καθίσουμε λίγο στὸ πεζούλι, πάνω στὸ ὕψωμα,

κιὅπωςθὰμᾶςφυσάειἀνοιξιάτικοςἀέρας

μπορεῖνὰφαντάζουμεκιόλαςπὼςθὰπετάξουμε,

γιατί, πολλὲςφορές, καὶτώραἀκόμη,

ἀκούωτὸθόρυβοτοῦφουστανιοῦμου,

σὰντὸθόρυβοδυὸδυνατῶνφτερῶνποὺἀνοιγοκλείνουν,

κιὅτανκλείνεσαιμέσασ᾿αὐτὸντὸνἦχοτοῦπετάγματος

νιώθειςκρουστὸτὸλαιμόσου, τὰπλευράσου, τὴσάρκασου,

κιἔτσισφιγμένοςμὲςστοὺςμυῶνεςτοῦγαλάζιουἀγέρα,

μέσαστὰρωμαλέανεῦρατοῦὕψους,

δὲνἔχεισημασίαἂνφεύγειςἂνγυρίζεις

οὔτεἔχεισημασίαποὺἄσπρισαντὰμαλλιάμου,

δὲνεἶναιτοῦτολύπημου

– ἡ λύπη μου εἶναι ποὺ δὲν ἀσπρίζει κ᾿ ἡ καρδιά μου.

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα,

μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο.

Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ.

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

 



Τίτος Πατρίκιος


Μεγάλο Γράμμα, VIII


Άη-Στράτης, Ιούλιος-Δεκέμβρης 1952
(απόσπασμα)


………………………………………………………..
thumb_1147646Σου μίλησα ποτέ για κείνη τη νύχτα
που ως το πρωί κουβέντιαζα για σένα;
(Είχε ένα κόκκινο αργοπορημένο φεγγάρι
και λυπόμουν που δεν το’βλεπες.)
Ποτέ δε σου’πα πως κάποτε βρεχόμουν
τρεις μέρες και τρεις νύχτες
κι ύστερα καθώς στέγνωνα μπρος σ’ένα τζάκι, νηστικός,
χαιρόμουνα που κάποτε θα’ρθεις
για να στο λέω.
Έξι χρόνια καρτέραγα για σένα και δε μίλησα
κι όταν μου ‘λεγες βουβά
«έλα πάρε με»
δεν μπορούσα πια.

Ψιλή ψιλή στάχτη σιωπής
στυφή και παγωμένη
στα χέρια, στα μαλλιά, στα γόνατα,
στις δυο ανάσες που σμίγανε
στις δυο παλάμες που σμίγανε
στα στόματα στα μάτια –
Πού να’ ναι εκείνη η σιγαλιά των αστεριών
που φλυαρούσε μέσα μας κάθε που ο κόσμος
κρατούσε την ανάσα του για μια στιγμή;
Εκείνο το ενδόμυχο τραγούδι που άνοιγε έναν καινούργιο δρόμο;
Μονάδα μια σιωπή.
Σιωπή που όλο σκοτώνει τη σιωπή.

Όσο κι αν γράφεις πάνω στη σκόνη
τ’ αρχικά του χρόνου
όσο κι αν σχεδιάζεις
πεντάλφες και τετράγωνα
τρεις φορές την εβδομάδα
6-8 το βράδυ
κατακαθίζει άλλη μια φούχτα στάχτη
σκεπάζοντας τις τελευταίες μνήμες
που μας περίμεναν πίσω απ’ τις γρίλιες.



Τίτος ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ

Πολιορκημένος χρόνος


Νομίζαμε πως γνωριζόμαστε καλά.

Μα όταν τα κουρασμένα ρούχα μας αρχίσανε να πέφτουν

Χωρίς προσχήματα ούτε ανταλλάξιμη παραφορά

Και μείναν τα κορμιά μας απροσποίητα

Φάνηκε καθαρά πόσο μακρύς ήταν ο δρόμος

Πόσο ήταν ο χρόνος μας πολιορκημένος, κι εμείς

Δυο άνθρωποι συνηθισμένοι, περίπου απροσπέλαστοι.


thumb_1071945-cf83cf84cebf-ceb4ceaccf80ceb5ceb4cebf

Τίτος ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ

Σαββατοκύριακο

Ξυπνώντας

Λίγες σταγόνες ύπνο ακόμα στα μαλλιά

Γυμνά πρόσωπα

Γυμνό δωμάτιο

Ένα κρεβάτι τυχαίο

Κορμιά που το κυλινδρικό τους φλούδι

Δεν κρύβει καν λίγη εντεριώνη λησμονιάς…

Δίχως μια λέξη δίχως μια κίνηση

Σαν την ανυπαρξία του πέρα και του εδώθε

Όπως γλιστράει στις σκοτεινές στοές τους

Ζώντας μονάχα τη στιγμή

Που φεύγει

(Που ξέρουμε πως φεύγει)

Τίτος ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ

Υπόγειο τρένο

Κι έπειτα τα χρόνια θα περάσουν

Όγκοι βουνών και πέτρας θα παρεμβληθούν

Θα ξεχαστούνε όλα

Όπως ξεχνιέται το καθημερινό φαϊ

Που μας κρατάει όρθιους

Όλα έξω από κείνη τη στιγμή

Που μέσα στο συνωστισμό του υπόγειου τρένου

Κρατήθηκες στο μπράτσο μου.




Θωμάς Γκόρπας
gkorpas
«Ποίηση χαρταετός που ξέφυγε απ’ τα χέρια παιδιού, πεταλούδα που γλιτώνει απ’ τη φωτιά, νύχτα στρωμένη τσιγάρα λέξεις …δασκάλα θλιμμένη στο διάλλειμμα…»

ΑΠΟΦΟΙΤΟΙ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
Μνήμη Γιώργη Ζάρκου

Νεολαίε με το χαρτί του γυμνασίου
Εσύ που στο σχολείο σήκωνες το χέρι για να πεις
Όχι το μάθημα μα την αλήθεια
Σήκωνε πάντα αυτό το χέρι που το γέννησε
Της δικαιοσύνης ο καημός κ’ η σιγουριά του αύριο.
Νεολαίε με το χαρτί του γυμνάσιου
Τα χέρια σου ανεβοκατεβαίνουν
Πάνω σε τραπέζια καφενείων
Καταχνιασμένων από την τσιγαρίλα
Και τις ανάσες πεινασμένων
Τα χέρια σου ανεβοκατεβαίνουν
Πάνω σε μεγάλες πόρτες
Που Δε θ’ ανοίξουν ποτέ από μέσα.
Νεολαίε με το χαρτί του γυμνασίου
Είσαι η φωτιά που ετοιμάζει η απελπισία
Και θα κάψει τις σημαίες των αρχόντων.
Και αν το ψωμί κ’ η γνώση ανταλλάσσονται
Με τα’ άλλο χαρτί που εσύ δεν έχεις
Μην αρνηθείς γι’ αυτό το ρόλο που σου ανάθεσε ο καιρός.
Οι μέρες μας κυλούν σαν χειμωνιάτικα ποτάμια
Στους δρόμους φέγγουν φαναράκια μίσους
Στους δρόμους αλαφιάζονται οι μικρές παρέες
Καθώς απ’ τις γωνιές οι μισθοφόροι
Με στιλέτα ξεμπουκάρουν και παγίδες.
Όμως τα δαγκωμένα λόγια ακολουθούν τραγούδια.



ΚΑΙ ΠΕΡΑΝ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΕΩΣ
Μνήμη Σταμάτη Μαράντου


Στα χείλη των ερυθρών χαραδρών ανθούν λευκά λουλούδια
Στα δροσερά υπόγεια των καλοκαιριών αιχμαλωτίζονται
Καρδίες
Παιδιών η απελπισία ηχεί και πέραν της Ποιήσεως ακόμη
Και των ενδόξων Ρεμπέτικων Τραγουδιών.
Όσο και αν εκτιμήσουμε τη ματαιότητα
Όσο να εκποιήσουμε την τρυφερότητα
Μας πήραν σβάρνα τα χρόνια…
Μετράω τις τρύπες στο σκοτάδι
Φιλίες έρωτες απλήρωτες δουλειές
Απ’ όλο τούτο δοκιμάζω πυρετωδώς
Και το καινούριο μου χάδι…
Τόσοι τυχάρπαστοι κομπλεξαριμένοι
Απ’ τα καταπληκτικά μου πουκάμισα
Τα εξ’ ίσου καταπληκτικά μου λόγια
Και τα παραμύθια φίλων που μ’ αγάπησαν
Πέραν του δέοντος και πέραν της Ποιήσεώς μου
Είναι αδύνατον να με φανταστούν στα περασμένα χρόνια
thumb_96570Χαρμανιασμένο για τσιγάρο περισσότερο και από γυναίκα
Χαρμανιασμένο για γυναίκα περισσότερο κι από πρωτοφανή τοπία.
Εγώ τώρα πρέπει να είμαι ένας άλλος
Διάφορος σε πολλά του Θωμά παλαιοτέρων ημερών
Τώρα πρέπει να είμαι κάτι μεταξύ σοφού και αγρίας παρθένας
Τα δικά σου γυαλιά με τα οποία βλέπω κ’ εγώ καλά
Ένα αβασίλευτο ηλιοβασίλεμα…
Και βεβαίως η Ποίησις πια Δε με εκφράζει
Η Ποίησις σαν τη γυναίκα πιο πολύ σ’ αγάπησε κ’ εσύ
Τη διώχνεις Δε με εκφράζει καν η ελπίδα για την επόμενη μέρα
Ολόκληρος έχω γίνει ένα βάθος ένα χρώμα
Ένα κυρίαρχον χρώμα.


thumb_632745
ΣΥΝΑΝΤΗΣΙΣ ΠΑΛΑΙΩΝ ΦΙΛΩΝ
Μνήμη Νίκου Καρούζου

Ένας φίλος ήρθε απόψε από τα παλιά…
Πρόκειται περί αγάπης ή αναμνήσεως της αγάπης;
Παντού στην Αθήνα τραύματα νωχελικά
Μόνον η αδέσποτη νύχτα της μένει ακόμα δική μας
Σαν σκυλί σαν προδομένη αγάπη σαν διάχυτο λαϊκό τραγούδι
Γιομάτο ευγένεια.
Βέρα Βόδη μια αδάμαστη ακόμα γυναίκα ή ναυαγισμένη αδιάφορο
Στην άλλη μεριά ενός μεθυσμένου τηλεφώνου
Είναι γυμνή κ’ έχει στο σώμα της τόπους τόπους πληγές
Ή κρέμες νυκτός αδιάφορο αδιάφορο αδιάφορο
Γιατί τώρα αυτή τη στιγμή στην Πλατεία Κολωνακίου ώρα δύο
Μετά τα μεσάνυχτα
Εγώ και ο φίλος μου είμαστε δυό δίδυμες πηγές εξάρσεως
Ή δυό άνθη πεθαμένα στη γέννα τους
Ή δυό λαμπρά αυτοελεγχόμενα πέη
Οι πεθαμένοι φίλοι μας οι χαμένοι φίλοι μας οι καφέδες και τα
Τσιγάρα μας
Οι παπαγάλοι οι λεχρίτες οι σβηστοί.
Βέρα Βόδη ωραίο όνομα ποιητικό θαυμάσιες λέξεις όπως
Βραδινό αγέρι ανεμώνες μελαγχολική μουσική.
Πρέπει να βασανίζονται να ταπεινώνονται οι ωραίες λέξεις όπως
Βραδινό αγέρι ανεμώνες μελαγχολική μουσική.
Πρέπει να βασανίζονται να ταπεινώνονται οι ωραίες λέξεις
thumb_1133199Όπως οι ωραίες γυναίκες μπας και αγαπηθούν στο τέλος.
Οι χασάπηδες της χαράς είναι σαν άγριοι σεμνοί βασιλιάδες
Όταν πέφτουν δάκρυα στο ποτήρι το κρασί βάφεται
Όταν πέφτουν τραγούδια ματώνει
Άλλα με τίποτε Δε νερώνει
Ούτε με Βέρες Βόδη ούτε με Χρίστους ούτε με γλυκές κάμαρες.
Οι σύγχρονες κάμερες είναι συντριπτικές των αναμνήσεων.
Θα πάρω ταξί θα πάρω τσιγάρα θα πάρω λαχεία θα πάρω το
Δρόμο του γυρισμού
Και θα τον πάρω ακριβώς γιατί κανένας Δε με περιμένει
Τι Προμηθέας τι τραγουδιστής τι πρώτη αγάπη το ίδιο κάνει.
Από ένα σημείο και πέρα σβήνουν α φώτα
Δεν έχει φώτα δεν έχει λιμάνια δεν έχει φαρμακεία γενικώς
Διανυκτερεύοντα έχει
Την αθέατη πλευρά του θανάτου που ξεδιπλώνεται ανοίγει λίγο
Λίγο και τα μάτια
Γίνονται τεράστια στα μπαλκόνια τους
Έρχονται τα ΄φύλλα της καρδιάς ν’ αγναντέψουν
Καπνίζοντας το τσιγάρο τους να ονειροπολήσουν
Τα πήρε ο ύπνος κ’ έγειραν
Για πάντα.
Πριν και μετά τη Βέρα Βόδη σκοτάδι
Πριν και μετά το σκοτάδι
Πριν και μετά τα’ άνθη του αίματος σκοτάδι
Και μόνο το τραγούδι καταργεί τα άκρα
Τα φάρμακα τις υπερβολικές δόσεις χαράς
Τα’ άσπρα σπιτάκια και τα πράσινα άλογα.
Υπάρχουμε ως ανοιχτές πληγές κόντρα στα καλά λόγια
Τα καλά παιδιά και τα καλά λάδια
Υπάρχουμε ως υπογραφές κόκινες κατακόκινες της φωτιάς
Σ’ απίθανα σημεία της νύχτας.
Δεν αφήνουμε απλώς τραγούδια πίσω μας στο μέλλον αλλά
Τα κομμάτια μας
Και κάπου μακριά ακόμα άρχισαν να κατασκευάζονται τα νέα
Μουσικά όργανα.

 

thumb_1129541

Τάσος Λειβαδίτης


[Αγαπημένη μου]


(απόσπασμα από το «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας»)

Ναι, αγαπημένη μου, πολύ πριν να σε συναντήσω

εγώ σε περίμενα. Πάντοτε σε περίμενα…

Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά-θυμάσαι;- μου ά-

πλωσες τα χέρια σου τόσο τρυφερά

σα να με γνώριζες από χρόνια. Μα και βέβαια

με γνώριζες. Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου

είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου,

αγαπημένη μου…

Αγαπημένη, σου χρωστάω κάτι πιο πολύ απ’ τον έρωτα

εγώ σου χρωστάω το τραγούδι και την ελπίδα, τα δάκρυα

και πάλι την ελπίδα.

Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή.

Θάθελα να φωνάξω το όνομά σου, αγάπη, μ’ όλη μου τη δύναμη.

Να τ’ ακούσουν οι χτίστες απ’ τις σκαλωσιές

και να φιλιούνται με τον ήλιο

να το μάθουν στα καράβια οι θερμαστές

και ν’ ανασάνουν όλα τα τριαντάφυλλα

να τ’ ακούσει η άνοιξη και να ‘ρχεται πιο γρήγορα

να το μάθουν τα παιδιά για να μη φοβούνται το σκοτάδι,

να το λένε τα καλάμια στις ακροποταμιές,

τα τριγόνια στους φράχτες…

Να το φωνάξω τόσο δυνατά

που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο

καμιά ελπίδα πια να μην πεθάνει.

Να τα’ ακούσει ο χρόνος και να μη σ’ αγγίξει, αγάπη μου, ποτέ.

…Μες στην αγάπη μας είναι ένα δροσερό κλωνάρι

ένα σπουργίτι

μια φυσαρμόνικα…

Καλημέρα γειτόνισσες

να και κει, αγάπη μου, εκεί στη γωνιά,

κοίταξε την άνοιξη που έρχεται

κοίταξε αυτά τα παλικάρια που γνέφουνε με τα δρεπάνια

και τα κορίτσια πίσω τους που δένουν σε δεμάτια τις ακτίνες του ήλιου

κοίταξε μας γνέφουν. Όλα μας γνέφουν. Καλημέρα.

Καλημέρα όλα εσείς κοντινά και μακρινά μου αδέρφια.

Ελάτε να σας γνωρίσω την αγαπημένη μου.

Πέστε μου, δεν είναι όμορφη;

Σαν τη ζωή και το τραγούδι, αδέρφια μου, την αγαπάω.

Και πιο πολύ.

Καλημέρα ουρανέ, καλημέρα ήλιε, καλημέρα άνοιξη.

Ελάτε λοιπόν να σας γνωρίσω την αγαπημένη μου.

Καλημέρα ευτυχία.

(Τάσος Λειβάδίτης, Ποίηση 1, εκδ. Κέδρος)



Τάσος ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

Μια γυναίκα

1

Ένα πλατύ, δροσερό χαμόγελο έτρεχε πάνω στο γυμνό κορμί σου

Σαν ένα κλωνάρι πασχαλιάς, πρωί, την άνοιξη

Έσταζες όλη από ηδονή, οι ερωτικές κραυγές μας

Τινάζονταν μέσα στον ουρανό σα μεγάλα γιοφύρια

Απ’ όπου θα περνούσαν οι αιώνες- α, για να γεννηθείς εσύ

Κι εγώ για να σε συναντήσω

Γι αυτό έγινε ο κόσμος.

Κι η αγάπη μας ήταν η απέραντη σκάλα που ανέβαινα

Πάνω απ΄το χρόνο και το Θεό και την αιωνιότητα

Ως τ’ ασύγκριτα, θνητά σου χείλη.

2

«Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ» έλεγα.

Εσύ έβαζες βιαστικά το φόρεμά σου:

«Έχει ψύχρα απόψε».

Τα μάτια σου καρφώνονταν αδιάκοπα πάνω στην πόρτα

Με κείνο το ακαθόριστο βλέμμα

Που έχουν οι αιχμάλωτοι και τα κλειδωμένα παιδιά.

Κι έκλαιγα και σε φιλούσα παράφορα

Και σ’ αγκάλιαζα με απεγνωσμένα χέρια

Μα ήταν σα να ‘ξυνα με τα νύχια μου

Το αδιάφορο χώμα ενός τάφου

Που είχαν θάψει κι όλας ολόκληρη τη ζωή μου.

3

Τώρα βαδίζω άσκοπα στους δρόμους, κοιτάζω τις βιτρίνες

Προσπαθώ να συλλαβίσω ανάποδα τις επιγραφές των μαγαζιών

Αγοράζω κάστανα, και βρίζομαι με τους αστυφύλακες της τροχαίας

Που μου παρατηρούν αδιάκοπα πως σταματώ την κυκλοφορία.

Και κάθε τόσο: έφυγε, σκέφτομαι. Μα να που μπορώ και ζω!

Όπως μεγαλώνουν για λίγο ακόμα τα γένεια και τα νύχια

Των νεκρών.

4

Πέρασαν μήνες. Κι είναι στιγμές που ξεχνάω

Ακόμα και το πρόσωπό της

Πασχίζω να θυμηθώ- τίποτα.

Μονάχα αυτό το βάρος στην καρδιά

Που είναι κάτι περισσότερο

Κι απ’ την ανάμνησή της.

Που είναι αυτή ολόκληρη μέσα μου.

Αν βρουν έναν άνθρωπο νεκρό έξω απ’ την πόρτα σου

Εσύ θα ξέρεις

Πως πέθανε σφαγμένος απ’ τα μαχαίρια των φιλιών

Που ονειρευότανε για σένα.

thumb_1164824-ceacceb3cf81ceb9cebf-ceb8ceb7cebbcf85cebacf8c

Τάσος ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

Έρωτας 1

Όλη τη νύχτα πάλεψαν απεγνωσμένα

Να σωθούν απ’ τον εαυτό τους

Δαγκώθηκαν, στα νύχια τους μείναν

Κομμάτια δέρμα, γδαρθήκανε

Σα δυο ανυπεράσπιστοι εχθροί, σε μια στιγμή

Αλλόφρονες, ματωμένοι, βγάλανε μια κραυγή

Σα ναυαγοί, που λίγο πριν ξεψυχήσουν

Θαρρούν πως βλέπουν φώτα

Κάπου μακριά.

Κι όταν ξημέρωσε, τα σώματά τους

Σα δυο μεγάλα ψαροκόκαλα

Ξεβρασμένα στην όχθη

Ενός καινούριου μάταιου πρωινού.

thumb_29237-ceb3cf85cebccebdceae-cf83cf84ceb7cebd-cebfcebcceafcf87cebbceb7

ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ- ποιήματα


ΔΙΠΤΥΧΟ
(απόσπασμα)

II
Χώρισαν και χαθήκανε
στην ίδια γειτονιά, στους ίδιους δρόμους.
Εκείνη γύριζε και γύρευε
σ’ άλλα κορμιά τη μουσική του.
Απελπίστηκε, παντρεύτηκε μια μέρα.
Τον ξέχασε κι αυτόν και το κορμί της,
έγινε σύζυγος, μητέρα,

πρώτη ξαδέλφη όλων των απελπισμένων.

Τους βλέπει κάθε βράδυ στην TV.

Αδύνατον να πάει στο κρεβάτι

ώσπου να πέσουν χιόνια στην οθόνη.

Τη γαληνεύει αυτό το άσπρο- ένα τίποτε-

κι έτσι την παίρνει ο ύπνος.

Αλλού βλασταίνουν σώματα καινούργια,

δίνουνε όρκους κι επιμένουν στην αγάπη.

ην απελπίζει τόση ελπίδα.

Τα Σάββατα πρωί πρωί στη λαϊκή,

κόκκινα μήλα, πράσινα μαρούλια

και σέλινα με τα μαλλιά λυμένα.

Η φύση, μπόλικη και χύμα, της διδάσκει

πως δεν πεθαίνουνε τα μήλα από λύπη.

Και αναβάλλει μέχρι το άλλο Σάββατο.

(Μιχάλης Γκανάς, Γυάλινα Γιάννενα, εκδ. Καστανιώτης)



Flash – black

βρέχει σε όλες τις γυναίκες που αγάπησα (Γιάννης Ευσταθιάδης)

Έπεφτε το κορμάκι σου και το ‘χτιζα με χάδια

την ώρα πού ‘σβησε το φως

κι άναψαν τα σκοτάδια.

Είδα μαύρο πού ‘κρυβες

με σάρκα και με δέρμα

κι ανάμεσα στα δόντια σου το «σ’ αγαπώ» σαν κέρμα

τρόμαξα κι άναψες το φως, η νύχτα έκανε πίσω

σα φίδι που δεν πρόλαβα

καλά να το χτυπήσω.

Κι άφησε στο σεντόνι μας

το μαύρο της το ντύμα,

όλο το βράδυ πάσχιζα να κόψω αυτό το νήμα.

(Μιχάλης Γκανάς, Γυάλινα Γιάννενα, εκδ. Καστανιώτης)

thumb_251121

ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ

(απόσπασμα)


Ελεύθερη απόδοση: Μιχάλης Γκανάς


 

Κάλεσμα

ΓΥΝΑΙΚΑ

Δώσε μου όλα τα φιλιά που φίλαγες στο στόμα.

Στην αγκαλιά σου βάλε με μ’ εσένα να μεθύσω

χωρίς κρασί να ζαλιστώ, στ’ αρώματα να σβήσω,

γλυκό μου όνομα εσύ σαν μύρο σκορπισμένο.

Μυρίζεις όμορφα γι’ αυτό γι’ αυτό σε θέλουν οι κοπέλες

και τρέχουνε κατόπι σου σκλάβες της ευωδιάς σου.

Θα το νηστέψω το φιλί ώσπου να με φιλήσεις.

Πάρε με στο παλάτι βασιλιά μου

να σμίξουμε σαν τ’ άγρια πουλάκια,

να με χορτάσεις αγκαλιά να σε χορτάσω

τι να μας κάνει το κρασί…

Είσαι ταμένος στην αγάπη.

[…………………………………………]

(Άσμα ασμάτων, ελεύθερη απόδοση Μ. Γκανάς, εκδ. Μελάνι)

 



 

 

ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ- στίχοι


Σημαδεμένος απ’ την αγάπη


Σαν θαλασσάκι να κυματίσεις
και σαν αέρας να σηκωθείς,
να με ζαλίσεις, να με σκορπίσεις
και τη ζωή μου μη λυπηθείς.
Να γίνεις φλόγα να με δροσίσεις
και μεσημέρι να τυφλωθώ,
σημαδεμένος απ’ την αγάπη
στα δυο σου μάτια να γκρεμιστώ.

Σαν άδειο σπίτι να με ανοίξεις
και τη σιωπή μου μη φοβηθείς,
το όνομά σου να ψιθυρίσεις
και στη δροσιά μου να κοιμηθείς.

Σαν ένα δέντρο να φτερουγίσω
σαν καταρράκτης να ξοδευτώ,
σημαδεμένος απ’ την αγάπη
στα δυο σου μάτια να γκρεμιστώ.

Στίχοι: Μιχάλης Γκανάς
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Βασίλης Λέκκας


Λιανοτράγουδο


Όταν στα μάτια σε κοιτώ
δε θέλω να τα κλείνεις,
γίνεσαι νύχτα βροχερή
κι απ’ έξω με αφήνεις.
Εγώ τον πόνο τον βαστώ
την πίκρα την αντέχω,
κλαίω γιατί σε ξέχασα
και όχι που δε σ’ έχω.

Τα μάτια τα ψιχαλιστά
βουρκώνουν μα δεν κλαίνε
και τα πολλά τους μυστικά
τα κρύβουν, δεν τα λένε.

Καλύτερα που δε μιλάς
τα λόγια μας ξεχνιούνται
όσα ποτέ δεν είπαμε
αυτά δε λησμονιούνται.

Τα μάτια σου τα καστανά
άλλα να μην κοιτάξουν
φοβάμαι μην ξενιτευτούν
και πάνε αλλού να κλάψουν.

02irina_intimissimi-ceb9cf84ceb1cebbceafceb1-3

Το κορμί σου το αλάνι

Βάζει κόκκινο φουστάνι
δυο τραγούδια του Τσιτσάνη
και στις πίστες του Σαββάτου
γδύνεται τα μυστικά του

Το κορμί σου το αλάνι
πόσους φόνους έχει κάνει
πόσους φόνους έχει κάνει
και ο νόμος δεν το πιάνει

Πήγε δύο παρά δέκα
στο Αλγέρι και στη Μέκκα
γύρω γύρω παλαμάκια
και στη μέση τα μεράκια

Ποιος γεμίζει τα ποτήρια
και σου κάνει τα χατίρια
και στις πίστες του Σαββάτου
γδύνεται τα μυστικά του

Το κορμί σου το αλάνι
πόσους φόνους έχει κάνει
πόσους φόνους έχει κάνει
και ο νόμος δεν το πιάνει

Στίχοι: Μιχάλης Γκανάς
Μουσική: Παντελής Θαλασσινός
Πρώτη εκτέλεση: Γεράσιμος Ανδρεάτος


thumb_1158149-cebaceb1ceb8ceb9cf83cf84ceae

Τάσος Λειβαδίτης

[ Σε περιμένω παντού]


(απόσπασμα από το «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας»)

[…………………………………………………………]

Σε περιμένω παντού

Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε, αγάπη μου,

μη χάσεις το θάρρος σου.

Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου είναι νάχει καρδιά.

Μα η πιο μεγάλη ακόμα είναι όταν χρειάζεται

να παραμερίζει την καρδιά του.

Την αγάπη μας αύριο θα τη διαβάζουν τα παιδιά στα σχολικά βιβλία

πλάι στα ονόματα των άστρων…

Θα θυμάμαι πάντα τα φιλιά σου που κελαηδούσαν σαν πουλιά

θα θυμάμαι τα μάτια σου φλογερά και μεγάλα

σα δυο νύχτες έρωτα μες τη φωτιά του πολέμου.

Αν μου χαρίζαν όλη την αιωνιότητα χωρίς εσένα

εγώ θα προτιμούσα μια μικρή στιγμή πλάι σου.

Θα θυμάμαι πάντα που μ’ αγκάλιαζες και μ’ έριχνες πάνω

απ’ το τρυφερό σου στόμα

κι ο έρωτάς μας βούιζε σαν τα πανιά ενός μεγάλου καραβιού.

Α ναι, ξέχασα να σου πω,

πως τα στάχυα είναι χρυσά και απέραντα

γιατί σ’ αγαπώ.



Θανάσης Κωσταβάρας

Η αγάπη δεν είναι ζάλη


Η αγάπη δεν είναι ζάλη.
Δεν είναι άνθος που μεθάει απ’ το φιλί της άνοιξης.
Μυρωμένο τραγούδι που απλώνεται πάνω στη σάρκα γλυκά.
Η αγάπη είναι φόβος.
Δεν είναι σώμα που ζητάει να βρει παρηγοριά.
Tρυφερή αύρα που λικνίζει τα νοσταλγικά απογεύματα.
Είναι ποτάμι που περνάει μέσα από τα μαύρα λιβάδια.
‘Aγριος αγέρας που σπάζει τα κλαδιά στους κήπους και στα όνειρα.
Δεν είναι ζάλη η αγάπη. Δεν είναι σιγανή φωτιά.
Ούτε χωράει στα κλειστά, στα σίγουρα βράδια.
Βγαίνει έξω και χτυπιέται με το δαίμονα.
Παλεύει όλη νύχτα στ’ αναμμένα αλώνια.
Βαδίζει στα τυφλά πάνω στο τεντωμένο σύρμα.
Όταν κάτω απ’ τα πόδια ανοίγονται
Τα κοφτερά φαράγγια.
‘Oμως δεν είναι ζάλη η αγάπη.
Αγάπη είναι ο τρόμος που η ζωή μετράει το ανάστημά της.
Μετριέται με το άδειο πρόσωπο που βγαίνει απ’ το σκοτάδι.



132cebeceb1cf80cebbcf89cebcceadcebdceb7


Οδυσσέας ΕΛΥΤΗΣ

 

ADAGIO

Έλα μαζί μου να διαφιλονικήσουμε απ’ τον ύπνο το νωχελικό προσκέφα-

λο που πλέει στο διπλανό φεγγάρι. Ατρικύμιστα κεφάλια και τα δυο

μαζί λικνιστικά γλιστρώντας να γεμίσουμε την αμμουδιά με φύκια ή

άστρα. Γιατί πολύ θα ‘χουμε ζήσει από τα δάκρυα τη μαρμαρυγή και

θ’ αγαπούμε τη σωστή γαλήνη.

Άγγελοι αν δεν είναι οι άγγελοι μ’ άσωτα βιολιά ν’ αναρριπίζουν τις

Νυχτιές μ’ αίολα φώτα και ψυχές καμπάνες! Φλάουτα ν’ αγεροδρο-

Μούν πόθους ανάλαφρους, ανάγερτους. Φιλιά τυραννισμένα ή φιλιά

Μαργαριτάρια σε κουπιά νερόβια. Και πιο βαθιά μες στ’ αναμμένα

Φραγκοστάφυλα, σιγά σιγά τα πιάνα της ξανθής φωνής, οι μέδουσες

Που θα μας κρατήσουν το ταξίδι αργόπρεπο. Στεριές με λίγα, με συλ-

Λογισμένα δέντρα.

Ω έλα μαζί να ιδρύσουμε τα όνειρα, έλα μαζί να δούμε τη γαλήνη. Δε

Θα ‘ναι πια στον έρημο ουρανό παρά η καρδιά που βρέχεται απ’ την

Πίκρα παρά η καρδιά που βρέχεται απ’ τη γοητεία, δε θα ‘ναι παρά η

Καρδιά που ανήκει στο δικό μας έρημο ουρανό.

Έλα στον ώμο μου να ονειρευτείς γιατί είσαι μια γυναίκα ωραία. Ω

Είσαι μια γυναίκα ωραία. Ω είσαι ωραία. Ωραία.

Ο. Ελύτης, Προσανατολισμοί

 


 

OΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ


Η ΜΑΡΙΝΑ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ



‘Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη – Μα πού γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους.
Γύμνωσε την επιθυμία σου ώς το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χίμαιρας
Ριγώνοντας μ’ αφρό τη θύμηση!
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια

– Μα πού γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σού ’λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
‘Η πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ’ ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.

Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ’ άρωμα των γυακίνθων – Μα πού γύριζες

Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ’ έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ’ όνομά του
Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας

Άκουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.

Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ώς το κόκαλο άλλο καλοκαίρι,
Για ν’ αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
Ή για να πας καβάλα στο μαΐστρο.

Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ’ αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σ
ου.

Οδυσσέας Ελύτης, «Ποίηση», Ίκαρος

image23-cebaceaccf83cf84ceb1-1


ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ


Η ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ


Ξύπνησες τη σταλαγματιά της μέρας
Επάνω στην αρχή του τραγουδιού των δέντρων
Ώ τι ωραία που είσαι
Με τα χαρούμενα μαλλιά σου ξέπλεκα
Και με τη βρύση που ήρθες ανοιχτή
Για να σ’ ακούω που ζεις και που διαβαίνεις!

Ώ τι ωραία που είσαι
Τρέχοντας με το χνούδι της κορυδαλλένιας
Γύρω από τις μοσκιές που σε φυσούνε
Καθώς φυσάει ο στεναγμός το πούπουλο
Μ’ ένα μεγάλον ήλιο στα μαλλιά
Και με μια μέλισσα στη λάμψη του χορού σου

Ώ τι ωραία που είσαι
Με το καινούριο χώμα που πονείς
Από τη ρίζα έως την κορυφή των ίσκιων
Ανάμεσα στα δίχτυα των ευκάλυπτων
Με τον μισό ουρανό μέσα στα μάτια σου
Και με τον άλλον στα μάτια που αγαπάς

Ώ τι ωραία που είσαι
Καθώς ξυπνάς τον μύλο των ανέμων
Και γέρνεις τη φωλιά σου αριστερά
Για να μην πάει χαμένος τόσος έρωτας
Για να μην παραπονεθεί ούτε μια σκιά
Στην ελληνίδα πεταλούδα που άναψες

Ψηλά με την αυγερινή ευφροσύνη σου
Γεμάτη από τη χλόη της ανατολής
Γεμάτη απ’ τα πρωτάκουστα πουλιά
Ώ τι ωραία που είσαι
Ρίχνοντας τη σταλαγματιά της μέρας
Επάνω στην αρχή του τραγουδιού των δέντρων!

Οδυσσέας Ελύτης, «Ποίηση», Ίκαρος

 



ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ


ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΛΕΓΕΣΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ


Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν΄αγωνίζεσαι για την ειρήνη και

για το δίκαιο.

Θα βγείς στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα

ματώσουν απ΄ τις φωνές

το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες – μα ούτε βήμα πίσω.

Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων

Κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζει την αδικία.

Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή…

Δεν έχεις καιρό

δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου

αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

μπορεί να χρειαστεί ν΄αφήσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη

ή το παιδί σου.

Δε θα διστάσεις.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή

και περισσότερα χρόνια

μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη,

τη μάνα σου και τον κόσμο.

Εσύ και μες απ΄ το τετραγωνικό μέτρο του κελλιού σου

θα συνεχίσεις τον δρόμο σου πάνω στη γη .

Κι΄ όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα

θα χτυπάς τον τοίχο του κελιού σου με το δάχτυλο

απ΄ τ΄ άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.

Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν΄ ασπρίζουν

τα μαλλιά σου

δε θα γερνάς.

Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος

Αφού όλο και νέοι αγώνες θ΄ αρχίζουνε στον κόσμο

αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.

Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό

γράμμα στη μάνα σου

Θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ΄ αρχικά του ονόματος σου

και μια λέξη : Ειρήνη

σα να ‘γραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.

Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό

να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια

σα να στεκόσουνα μπροστά σ΄ ολάκαιρο το μέλλον.

Να μπορείς, απάνω απ΄ την ομοβροντία που σε σκοτώνει

εσύ ν΄ ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που

τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.


thumb_1142074-ceb3cf85cebccebdceae-cf83cf84cebfcebd-cf84cebfceafcf87cebf


 

 

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ

Γυναίκα


Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.

Από παιδί βιαζόμουνα μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
για μια στιγμή αν με λύγισε σήμερα δε με ορίζει.

Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.
Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο.
Ποιος σκύλας γιος μας μούτζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι,
που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο;

Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι.
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη αμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι,
πρώτη φορά σε μια σπηλιά στην Αλταμίρα

Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ πού μ’ είδες;
Στην άμμο πάνω σ’ είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες

Το τείχος περπατήσαμε μαζί το Σινικό.
Κοντά σου ναύτες απ’ την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν.
Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό
έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα.

Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις, Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα


thumb_1153878-cf83cf84cebf-ceb7cebbceb9cebfceb2ceb1cf83ceb9cebb

Κική ΔΗΜΟΥΛΑ

Ο πληθυντικός αριθμός

Ο έρωτας

Όνομα ουσιαστικόν

Πολύ ουσιαστικόν

Ενικού αριθμού

Γένους ούτε θηλικού ούτε αρσενικού

Γένους ανυπεράσπιστου.

Πληθυντικός αριθμός

Οι ανυπεράσπιστοι έρωτες.

Ο φόβος

Όνομα ουσιαστικόν

Στην αρχή ενικός αριθμός

Και μετά πληθυντικός:

Οι φόβοι.

Οι φόβοι

Για όλα από δω και πέρα.

Η μνήμη

Κύριο όνομα των θλίψεων

Ενικού αριθμού

Μόνον ενικού αριθμού

Και άκλιτη.

Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη

Η νύχτα

Όνομα ουσιαστικόν, γένους θηλυκού

Ενικός αριθμός.

Πληθυντικός αριθμός

Οι νύχτες

Οι νύχτες από δω και πέρα.


Κική ΔΗΜΟΥΛΑ


Οι πικροδάφνες

Λόφος Φλοπάππου


Εδώ δεν ήρθαμε ποτέ.

Ο λόφος δεν σε ξέρει.

Το βήμα σου δε βρίσκεται γραμμένο

σε κανένα μικρό ανηφοράκι

κι ούτε στις πράες κατηφοριές

ακούεται το γέλιο της βιασύνης σου.

Γραμμένος δεν είσαι

ούτε και στα χλωρά ερωτολόγια:

στα σαρκώδη φύλλα των κάκτων.

Γεμάτα μικρές μαχαιριές ονομάτων

που δεν πάνε σε βάθος

κι εύκολα κλείνουν

Έλση – Δημήτρης

και βέλος.

Κι άλλα ονόματα πέρασαν

μ’ ένα καημό διάρκειας.

ε πιο πολλά

η ενωτική γραμμή ανάμεσά τους

έθρεψε κιόλας, έσβησε.

Κι αποσυνδέθηκε το κάποτε.

Φυσάνε όρκοι πίσω από τους θάμνους

και κυλάνε πέτρες.

Έρωτες που ανεβαίνουν

έρωτες που γλιστράνε.

Το απόγευμα αισθάνεται

μια μυροβόλο απάθεια

κι ό,τι είναι λύπη

μοιάζει με ησυχασμό φυλλώματος.

Των αρωμάτων τα σώματα

βαριά ανοιγοκλείνουν τα φτερά τους

βαρετά αγνοούν:

κανένα δε μυρίζει εξαφάνιση.

Πού είσαι;

αλλά εδώ δεν ήρθαμε ποτέ.

Ο λόφος δε σε ξέρει.

Λοιπόν σώζομαι από συσχετίσεις.

κι έτσι μπορώ να σταθώ

στο ύψος μιας ρεμβαστικής ουδετερότητας

για ν’ απολαύσω ανενόχλητα

αυτό το κάθαρμα τη δύση.



thumb_1065961-cebcceb5-cf86ceb5ceb3ceb3ceaccf81ceb9

Κική ΔΗΜΟΥΛΑ


Βίωμα κασέτας


Άνθισε η γη τα πάλι της

μα εμένα μου τελειώσανε τα πάλι:

μέλισσες, πεταλούδες, άνεμοι επιβήτορες

κι όλα τα πήγαιν’ –έλα

θαυματουργής σκονίτσας λαθρεμπόρισσας

για να γεννάω επιφωνήματα ά ά ά

κ’ επαναλήψεις ολοκαίνουριες ά ά ά

και λάθη – μέλι άχ,

χωρίς κεντρί η στιγμή.

Καμπουριαστή ευωδιά αγιοκλήματος

λιπόθυμη λευκότητα του γιασεμιού

τατουάζ διάχυτο

στου σκοταδιού το πολυταξιδεμένο σώμα.

Άνθισε η γη τα πάλι της

μα εμένα μου τελειώσανε τα πάλι:

μαργαρίτες φυλλορίχτρες

μ, αγάπησες δε μ, αγάπησες

λάθη – μέλι

άγνοια – κεντρί άχ.

Κι αυτά τα ανακ’όλουθα, τα ανεμόμυλα

μη με λησμόνει

άνθισαν πάλι και κορδώνεται

το ξέχασμα σαν κήπος.

Άνθισε πάλι το με ξέχασες.

Όλα βαθαίνουν σε κοιλότητες και μήτρες

κ’ η ετοιμότης του σπορέα ρόλου

ριγηλά πάλι βομβίζει.

Αλλά εμένα μου τελειώσανε τα πάλι

και πώς να συμπράξω;

Έχω βέβαια κρατήσει

σε θαυμαστήν απόδοση μαγνητοφωνημένο

το βόμβο του οργασμού

μαγνητοφωνημένη τη βελούδινη επικάθηση

επιβητόρων αοράτων

σε βαθουλώματα βελούδινα προδιάθεσης

και ανατριχιάζεις πώς ακούγεται

το ζαλιστικό ταξίδι της ερωτικής σκόνης

στις απότομες στροφές του ενδιάθετου

πώς σκαρφαλώνει το αναστέναγμα

στις γλιστερές εκπληρώσεις.

Αλλά μπορώ πλαστή, με αντίγραφα,

να μπω στην ανανέωση;

Μπορώ κάθε φορά, είναι ζωή αυτή,

να ξαναγίνομαι το υπέρτατο βαθούλωμα

που ήμουν

και να σε ρυμουλκώ με μπαταρίες;


thumb_998470-cf83cf84cebfcebd-cf84cebfceafcf87cebf-cf87cf81cf8ecebdceb1cf84ceb1

Ανδρέας ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ

Αρχάγγελος τον Σεπτέμβριον

βοών μέσα στην πλάση



Τις μέρες τις γλυκές του Σεπτεμβρίου,

όταν δεν έχει ακόμη βρέξει και

είναι το άκουσμα των ήχων πιο αραιό

και η γεύσις των ωρών και από

του θέρους πιο πυκνή,

όταν στους κήπους σκάνε τα ρόδια,

και πάλλονται υψιτενείς οι στήμονες των λουλουδιών

και σφύζουν στις πορφύρες των

φλεγόμενοι οι υβίσκοι

όλοι σαν υπερβέβαιοι γαμβροί

που στων νυμφών κτυπούν τις θύρες

τότε, σαν να ‘ναι πάντα καλοκαίρι

(γιατί όποια κι αν είναι η εποχή,

ο πόθος είναι πάντα θέρος)

αναγαλλιάζουν οι ψυχές,

και ο έρωτας, ο πιοξανθός αρχάγγελος του Παραδείσου,

βοά και λέγει στο κάθε που άγγιζε κορμί:

Τα ρούχα πέτα, γδύσου.

Τίποτε μη φοβάσαι.

Έαρ, χειμώνας, θέρος-

Όπου κι αν είσαι-

Είναι η ρομφαία μου μαζί σου.


thumb_1191680cf87ceadcf81ceb9-cebcceb1cebbcebbceac

Γιάννης ΒΑΡΒΕΡΗΣ

 

Παγκόσμιος πόλεμος


Άνθρωποι φτωχοί γεννηθήκαμε

και της αγάπης ενορίτες

πώς τάχα γίναμε συνταξιούχοι του οίκτου

του εμπρησμού συνδρομητές

πώς και φουντώσαμε σαν τα γεράνια

και πώς καταδεχτήκαμε ξένο νερό για πότισμα

πολύ μας αγαπήσαν, δε νομίζετε

ώρα για εκδίκηση

ώρα γι αγάπη ανόρεχτη

ζευγάρια που μαζεύουνε τα πράγματα

και τα ρολόγια τους και τ’ αντικείμενά τους

κι όταν πια δίνουν το κλειδί

το πεταχτό φιλί

τύμπανα εκεχειρίας βαρούν

στο διπλανό ξενοδοχείο.

Γιάννης Βαρβέρης, Πεταμένα λεφτά, εκδ. Κέδρος



Γιάννης ΒΑΡΒΕΡΗΣ


 

Η πλήξη χασμουριέται και αφυπνίζεται


Βουίζει γύρω η πλήξη

βουίζω κι εγώ ο ίσκιος της.

βουίζει γιατί νηστεύουνε τα πάθη

προφήτες ευμετάβλητης νομοθεσίας

απλώνοντας ευδαιμονία στις νέες αφίξεις.

Θα παρελάσουν, δεν μπορεί, οι αναστημένοι

ευγνώμονες για τόση διαύγεια

μετά από φοβερή τρομάρα.

Θα παρελάσουνε χορευτικοί με πατερίτσες

υπνωτισμένοι ακόμη απ’ τους βυθούς των ναυαγίων

όλοι τους τραυματίες των πράξεών τους

επουλωμένοι, γελαστοί μέσα στις γάζες

με μπρίο ζωής αιώνιας.

Υποδοχή. Εν’ άσυλο με σάπια περιβόλια

φιλήδονες ακτές με διψασμένες γραίες

βραχάκια με λεπρούς της Βίβλου

χρήματα, ακίνητα

κι ακίνητα με χρήματα γεμάτα

και με κλειστά δια βίου

τα καταστήματα.

Βουίζει γύρω η πλήξη

και γλεντά

γλεντάω κι εγώ, ο ίσκιος της.

Γιάννης Βαρβέρης, Πεταμένα λεφτά, εκδ. Κέδρος




Γιάννης ΒΑΡΒΕΡΗΣ

 

Φεγγάρια πανσελήνου


Κάποια γυναίκα όλο κοιτά φεγγάρια Πανσελήνου.

εσύ είσαι όρος

όταν θεριεύεις ύψος

μυρίζει μέλλον φθινοπωρινό

απαλό της μνήμης.

Σε ζωογονούνε

ήλιος

μ’ όσους πυρπόλησε η σκιά

θάλασσα

με τα παγωμένα χαμόγελα στο βυθό

κι ο άνεμος

που μας πετάει βότσαλα ευτυχίας.

Όμως κοιτάς φεγγάρια Πανσελήνου.

Μα εσύ είσαι όρος.

Ρίξε τα ξύλα και νερά σου κρουνηδόν

πάνω στα χορταράκια

και στα πεπρωμένα

της πανίδας

με το καλό

με τον καιρό

γίνε πεδιάδα

και τότε τόλμησε

και τότε κοίτα.

Γυναίκα ήταν και κοίταζε φεγγάρια Πανσελήνου.

Γιάννης Βαρβέρης, Πεταμένα λεφτά, εκδ. Κέδρος



thumb_1071945-cf83cf84cebf-ceb4ceaccf80ceb5ceb4cebf1

ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ


Της ομορφιάς


H πιο γλυκιά παρθένα
Στολίζει το δωμάτιο
Eυφραίνει την περισυλλογή

Aς πούμε πως είμαστε ευτυχείς

Kι είναι η σειρά μας
Nα βρεθούμε αθάνατοι,
Nα φιλήσουμε την ομορφιά
Στα χείλη
Kαι στο λεπτό της φόρεμα

 

(από το Σαν Πνοή του Aέρα, Eρμής 1999)




ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ


Ο Άνεμος κι η Άνοιξη


O άνεμος ρέει μέσα στην καρδιά μας
Σαν ουρανός που έχασε το δρόμο
Δέντρα προσπαθούν να του δέσουν τα χέρια
Aλλά μάταια κοπιάζουν

O άνεμος αναπνέει μέσα στην καρδιά μας
Σαν στρατός που ορμάει στον αγώνα
Tον καλωσορίζει η άνοιξη στην κοιλάδα
Tον χαιρετάνε τ’ αρώματα της γης

H άνοιξη είναι μια παρθένα που δεν την ξέραμε
Kαι όλους μάς φίλησε με θάρρος προτού το ζητήσουμε
Tώρα αγκαλιάζει τον άνεμο και κάνει σαν τρελή
Kι αναγκάζει κι εμάς να τον αγαπήσουμε

(από το Σαν Πνοή του Aέρα, Eρμής 1999)


thumb_1166802-ceb1cebdceaccebcceb5cf83ceb1-cebacebfcf85cf81cf84ceafcebdceb5cf82

Δημήτρης ΠΑΠΑΔΙΤΣΑΣ


Το παράθυρο


III

Γιατί έχω μέσα μου ένα νεκρό πουλί και συ το λυπάσαι

Γιατί μου κρατάς τα χέρια και τα δικά σου χέρια τα ‘χω

κρυμμένα στον ύπνο μου

Γιατί το σώμα σου μοιάζει με όνειρο που ακολουθεί τις πράξεις μου

όλη τη μέρα

Και λίγο- λίγο μου έρχεται στη μνήμη

Γιατί μου λες για την αγάπη

Μου λες πως αποχαιρετιώνται δυο κι αφήνουν την αγάπη μόνη

Σαν το μαργαριτάρι έξω απ’ το στρείδι του

Γιατί μου λες πολλές φορές για την αγάπη ότι είναι σύμπτωση

Γι αυτό σ’\ αγαπώ

Γιατί σ’ αγκαλιάζω και σε μυρίζω όπως αρνί που οσφραίνεται

το χόρτο

Γιατί δέχομαι τη φωνή σου σα να ‘ναι σπόρος

Κι εγώ σα να ‘μια φρέσκο χώμα

Γιατί σ’ αγκαλιάζω πάντα κι απέναντί μας μια μέρα σημαδεύει

την αγάπη μας

Όπως εμένα κάποτε που με πυροβολούσε η νύχτα

Γιατί σε βλέπω σαν πηλό και θέλω να σου δώσω το σχήμα

της αγωνίας μου

Κι ύστερα πάλι να σε ξαναπλάσω

Γι αυτό σ’ αγαπώ

Γιατί είσαι η αγωνία μου

Γιατί μες στον καιρό είσαι η ελπίδα όπως η γλύκα στου

καρπού τα βάθη

Όπως τα δακρυσμένα μάτια την ώρα που φεύγουμε

Γιατί είσαι το τρένο κι ο δρόμος και το χέρι μου που σε

αποχαιρετάει

Γιατί είσαι η καρδιά μου που χτυπάει μουσικά όταν αγγίζω

και τα νύχια σου

Που είναι στο δέρμα μου σα σκορπισμένα λουλούδια σε νερό

Γιατί είσαι το τραγούδι μου που λέω τ’ απογεύματα

Γι αυτό σ’ αγαπώ.




Δημήτρης ΠΑΠΑΔΙΤΣΑΣ

Απ΄το βυθό


Ωραίος είναι ο θρίαμβος μα πόσο να διαρκέσει

Ως πότε η άνοιξη με το θαύμα της

Ως πότε η έλξη του μεσημεριού και τα κρυφά μυστικά του νερού

Θα φεύγουν από μέσα μας; Είμεθα σώματα από χέρια και χείλη

Κι επιθυμίες ακατανίκητες, σώματα προσευχόμενα

Υπάρχει στο κέντρο των σφαιρικών αυτών ονείρων ο νους

Γεμάτος άγνωστα συστατικά που ευωδιάζουν άνθη

Και νεότητα, που γίνονται ήχοι αρμονικοί κι άλλοτε κρότοι

Όμοιοι με δέντρου που τρεκλίζει απ’ του αγέρα τα μαστίγια

Ή απ΄ της φωτιάς

Στου έρωτα την ανάσα κονιορτός το σώμα

Ευωδιάζει, διχάζεται και αναζητά

Με ερωτική μανία την ένωσή του, όμως η νιότης του

Βέλος ανέρχεται στα ύψη λάμποντας

Εκεί το ατενίζουν έκθαμβα τα μάτια

Φωνές θαυμασμού από τον άμετρο βυθό των ανθρώπων

Ανηφορίζουν

Κι εξέρχονται συνωστιζόμενες από τα χείλη

Όπως από τη μόνη θύρα σπιτιού πυρπολημένου

Έντρομοι και ατυχείς οι κάτοικοι φεύγουν.



Νίκος ΓΚΑΤΣΟΣ


Αμοργός (απόσπασμα)


Στου πικραμένου την αυλή ήλιος δεν ανατέλλει
Mόνο σκουλήκια βγαίνουνε να κοροϊδέψουν τ» άστρα
Mόνο φυτρώνουν άλογα στις μυρμηγκοφωλιές
Kαι νυχτερίδες τρων πουλιά και κατουράνε σπέρμα.

Στου πικραμένου την αυλή δε βασιλεύει η νύχτα
Mόνο ξερνάν οι φυλλωσιές ένα ποτάμι δάκρυα
Όταν περνάει ο διάβολος να καβαλήσει τα σκυλιά
Kαι τα κοράκια κολυμπάν σ’ ένα πηγάδι μ’ αίμα.

Στου πικραμένου την αυλή το μάτι έχει στερέψει
Έχει παγώσει το μυαλό κι έχει η καρδιά πετρώσει
Kρέμονται σάρκες βατραχιών στα δόντια της αράχνης
Σκούζουν ακρίδες νηστικές σε βρυκολάκων πόδια.

Στου πικραμένου την αυλή βγαίνει χορτάρι μαύρο
Mόνο ένα βράδυ του Mαγιού πέρασε ένας αγέρας
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.

Kι αν θα διψάσεις για νερό θα στίψουμε ένα σύννεφο
Kι αν θα πεινάσεις για ψωμί θα σφάξουμε ένα αηδόνι
Mόνο καρτέρει μια στιγμή ν’ ανοίξει ο πικραπήγανος
N’ αστράψει ο μαύρος ουρανός να λουλουδίσει ο φλόμος.

Mα είταν αγέρας κι έφυγε κορυδαλλός κι εχάθη
Eίταν του Mάη το πρόσωπο του φεγγαριού η ασπράδα
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.

………………………………………………………………………..

Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω
Eγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Kαι με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομένο τριφύλλι
Mαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.

Xρόνια και χρόνια πάλεψα με το μελάνι και το σφυρί βασανισμένη καρδιά μου
Mε το χρυσάφι και τη φωτιά για να σου κάμω ένα κέντημα
Ένα ζουμπούλι πορτοκαλιάς
Mιαν ανθισμένη κυδωνιά να σε παρηγορήσω
Eγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Kαι με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι
Mαύρη μεγάλη μοναξιά με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.

Ν. Γκάτσος, Αμοργός, εκδ. Πατάκη


Γιώργος ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ


Γυναίκα μεταιχμιακής ηλικίας

Γυναίκα μεταιχμιακής ηλικίας

Γυμνή στο κρεβάτι μου.

Το πρόσωπό της βαμμένο

Και το κορμί της

Μαραμένο στο φυσικό του χρόνο.

Την αγκάλιασα όπως το καμένο σπίτι

Που ο μαραγκός δεν ήξερε

Από πού να αρχίσει.

Κάθισα ξύπνιος ύστερα και την κοίταζα.

Το πρόσωπό της μισό

Είχε κάτι από όλους αυτούς

Που την κατοίκησαν.

Γυναίκα μεταιχμιακής ηλικίας.

Έπιπλα που κουβαλούσαν

Από τη γέννησή τους

Την ερημιά του μάστορα.

thumb_1052910-cf83cf84ceb7-cebacebfcf85cf81cf84ceafcebdceb12

Γιάννης ΥΦΑΝΤΗΣ

Του έρωτα

Του έρωτα

Πρέπει να του δινόμαστε γυμνοί

Όπως δινόμαστε στον ύπνο και στο θάνατο, γιατί

Ο έρωτας θαρρώ είναι η μόνη

Μεταλαβιά

Αιωνιότητας

Ο έρωτας είναι η λύτρωση του τέλειου χορού

Είναι η αγαλλίαση

Του Καιρού.

Γιάννης Υφαντής, Έρως ανίκατε μάχαν, εκδ. Μελάνι

Γιάννης ΥΦΑΝΤΗΣ

Ω Αφροδίτη επιτέλους μ’ έχεις λειώσει

Ω Αφροδίτη επιτέλους μ’ έχεις λειώσει

Ο πόλεμος αυτός μ’ έχει τελειώσει.

Τη μια μου φέρνεις στο κρεβάτι την Ελένη

Και με κάνεις

Τον πιο ευτυχισμένο απ΄ τους θνητούς.

Την άλλη σαν τον Έκτορα με πιάνεις και με σέρνεις

Στου τρομερού Αχιλλέα τους τροχούς.

Γιάννης Υφαντής, Έρως ανίκατε μάχαν, εκδ. Μελάνι

Γιάννης ΥΦΑΝΤΗΣ

Στον έρωτα οι ξένες

Στον έρωτα οι ξένες σου μιλούν ελληνικά

Και βέβαια σου λεν τα πιο γλυκά

Λόγια της γλώσσας μας που ξέρουν να σου πουν

Όμως στον οργασμό έτσι και φτάσουν

Τα ελληνικά τους ψάχνουν, προσπαθούν

Μα δεν μπορούν τη γλώσσα μας να βρουν

Μα δεν μπορούν τα λόγια της να πιάσουν

Γιατί το σώμα είναι τότε που μιλά

Κι από τον πρώτο κόσμο τους βαθιά

Η μητρική τους γλώσσα ξεπηδά

Σχεδόν μιλάει της φυλής τους το τοτέμ

Όταν παράφορα κραυγάζουν ή σου λεν

Βραχνά, λιπόθυμα, γλυκά και τρυφερά

Ντάρλιγκ! Αμόρε μίο! Ιχ λίμπετ ιχ! Ομπίτσιαμ τε!

Ζε τ’ εμ!

Γιάννης Υφαντής, Έρως ανίκατε μάχαν, εκδ. Μελάνι