Λατινο- αμερικάνοι ποιητές
(από τα 100 ερωτικά σονέτα)
ΔΕ ΣΕ ΘΕΛΩ ΠΑΡΑ ΓΙΑΤΙ ΣΕ ΘΕΛΩ
Δε σε θέλω παρά γιατί σε θέλω,
μα απ’ το θέλω στο δε σε θέλω πέφτω
κι απ’ το καρτέρα, όταν δε σε προσμένω,
περνώ απ’ το παγερό στο πυρωμένο.
Σε θέλω μόνο γιατί εσένα θέλω,
σε μισώ μα γι’ αγάπη σου προσπέφτω,
κι είν’ της αθώας αγάπης μου το μέτρο
σαν τυφλός που αγαπά να μη σε βλέπω.
Το σκληρόψυχο του Γενάρη φέγγος
την καρδιά μου θα σιγολιώσει εφέτος,
ανοίγοντάς μου στα κρυφά το στέρνο.
Μόνος στην ιστορία αυτή πεθαίνω
και πεθαίνω απ’ αγάπη αφού σε θέλω,
σε θέλω, αγάπη, ως το αίμα κι ως το τέλος.
ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΣΕ ΕΝΑ ΝΗΣΙ
Όλη τη νύχτα κοιμήθηκα μαζί σου κοντά στη θάλασσα, στο νησί. Ήσουν άγρια και γλυκιά ανάμεσα στην ηδονή και στον ύπνο ανάμεσα στη φωτιά και στο νερό.
Ίσως πολύ αργά ενώθηκαν τα όνειρά μας, στα ψηλά ή στα βαθιά, στα ψηλά σαν κλαδιά που κουνάει ο ίδιος άνεμος, στα χαμηλά σαν κόκκινες ρίζες που αγγίζονται.
Ίσως το όνειρό σου χωρίστηκε από το δικό μου και στη σκοτεινή θάλασσα με έψαχνε όπως πρώτα υπήρχες όταν δεν ακόμα, όταν χωρίς να σε διακρίνω έπλεα στο πλάι σου, και τα μάτια σου έψαχναν αυτό που τώρα – ψωμί, κρασί, έρωτα και θυμό – σου δίνω με γεμάτα χέρια, γιατί εσύ είσαι το κύπελλο που περίμενε τα δώρα της ζωής μου.
Κοιμήθηκα μαζί σου όλη τη νύχτα, ενώ η σκοτεινή γη γυρίζει με ζωντανούς και νεκρούς, και σαν ξύπνησα ξάφνου καταμεσής στη σκιά το μπράτσο μου τύλιγε τη μέση σου. Ούτε η νύχτα, ούτε ο ύπνος μπόρεσαν να μας χωρίσουν.
Κοιμήθηκα μαζί σου και ξύπνησα με το στόμα σου βγαλμένο από τον ύπνο να μου δίνει τη γεύση από τη γη, από τη θάλασσα, από τα φύκια, από το βάθος της ζωής σου, και δέχτηκα το φιλί σου μουσκεμένο από την αυγή σαν να έφθανε από τη θάλασσα που μας περιβάλλει.
ΑΠΟΥΣΙΑ
Μόλις σε άφησα,
έρχεσαι μαζί μου, κρυστάλλινη
ή τρεμάμενη,
ή ανήσυχη, πληγωμένη από μένα
ή ξέχειλη από έρωτα,
καθώς τα μάτια σου
σφαλίζονται πάνω στο δώρο της ζωής
που αδιάκοπα σου αφήνω.
Αγάπη μου,
συναντηθήκαμε
διψασμένοι και
ήπιαμε όλο το νερό και το αίμα,
βρεθήκαμε
πεινασμένοι
και δαγκωθήκαμε
όπως δαγκώνει η φωτιά,
αφήνοντας πάνω μας πληγές.
φύλαξέ μου τη γλύκα σου.
Εγώ θα σου δώσω
κι ένα τριαντάφυλλο.
Η ΛΗΣΜΟΝΙΑ
Όλος ο έρωτας σε ένα κύπελλο
πλατύ σαν τη γη,
τον έρωτα με αστέρια και αγκάθια
σου έδωσα, αλλά περπάτησες
με μικρά πόδια, με βρώμικα τακούνια
στη φωτιά, σβήνοντάς τη.
Μεγάλε έρωτα, μικρή αγαπημένη!
Δε διέκοψα την πορεία μου για τη ζωή,
για την ειρήνη, για το ψωμί όλων,
αλλά σε σήκωσα στα μπράτσα μου
και σε καθήλωσα με τα φιλιά μου
και σε κοίταξα όπως ποτέ
ανθρώπινα μάτια δεν θα γυρίσουν να σε κοιτάξουν.
Τότε δε μέτρησες το ανάστημά μου,
και τον άντρα που για σε απομάκρυνε
το αίμα, το σιτάρι, το νερό
ταύτισες
με το μικρό έντομο που έπεσε στο φουστάνι σου.
Μεγάλε έρωτα, μικρή αγαπημένη!
Μην ελπίζεις να σε παρατηρώ από απόσταση
προς τα πισω μέινε
με αυτό που άφησα σε σένα, περπάτα
με την προδομένη φωτογραφία μου,
εγώ θα συνεχίσω να περπατώ,
ανοίγοντας πλατείς δρόμους αντίθετα στη σκιά, κάνοντας
γλυκιά τη ζωή, μοιράζοντας
το αστέρι σε όποιον έρχεται.
Μείνε στο δρόμο
Για σένα έφτασε η νύχτα.
ίσως την ανατολή
θα ιδωθούμε πάλι.
Μεγάλε έρωτα, μικρή αγαπημένη.
ΑΦΗΣΕ ΛΕΥΤΕΡΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΟΥ
Άφησε λεύτερα τα χέρια μου
και την καρδιά μου, άφησε λεύτερη!
Άφησε τα δάχτυλά μου να τρέξουν
στους δρόμους του κορμιού σου.
Το πάθος – αίμα, φωτιά, φιλιά –
με ανάβει με τρεμουλιαστές φλόγες.
Αλλά εσύ δεν ξέρεις τι είναι τούτο!
Είναι η καταιγίδα των αισθήσεών μου
που διπλώνει τον ευαίσθητο δρυμό των νεύρων μου.
Είναι η σάρκα που φωνάζει με τις διάπυρες γλώσσες της!
Είναι η πυρκαγιά!
Και συ είσαι εδώ, γυναίκα σαν άθικτο ξύλο
τώρα που η καμμένη μου ζωή πετάει
προς το γεμάτο με άστρα, σαν τη νύχτα, σώμα σου!
Άφησε λεύτερα τα χέρια μου
και την καρδιά μου, άφησε λεύτερη!
Δεν είναι έρωτας, είναι επιθυμία που ξεραίνεται και σβήνει,
είναι καταιγισμός από ορμές,
προσέγγιση του απίθανου,
αλλά υπάρχεις εσύ,
υπάρχεις εσύ για να μου δώσεις τα πάντα,
και για να μου δώσεις αυτό που κατέχεις ήρθες στη γη –
όπως εγώ ήρθα για να σε περιέχω
για να σε επιθυμώ,
για να σε δεχτώ!
ΟΚΤΑΒΙΟ ΠΑΖ
Η ΠΕΤΡΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
(απόσπασμα)
Βαδίζω μέσα σε στοές ήχων,
Σε παρουσίες πλέω ηχηρές,
Σαν τον τυφλό περνώ απ’ τις διαφάνειες
Ένας κατοπτρισμός με σβήνει, γεννιέμαι σ’ έναν άλλον
Ω δάσος από μαγικές κολόνες,
Κάτω απ’ τα τόξα του φωτός εισβάλλω
Στους διαδρόμους του διάφανου φθινοπώρου,
Μπαίνω στο σώμα σου όπως στον κόσμο
Η κοιλιά σου ηλιόλουστη πλατεία
Τα στήθη σου δυο εκκλησιές που λειτουργεί το αίμα
Τα παράλληλα μυστήριά του
Σαν τον κισσό τα βλέμματά μου σε σκεπάζουν
Είσαι μια πολιορκημένη πόλη απ’ τη θάλασσα…
Ντυμένη με το χρώμα της επιθυμίας μου
Γυμνή γυρνάς καθώς η σκέψη μου
Ταξιδεύω στα μάτια σου σαν μέσα στο νερό…
Στο μέτωπό σου περπατώ σαν το φεγγάρι
Όπως το σύννεφο στο λογισμό σου
Πηγαίνω στην κοιλιά σου όπως στα όνειρά σου
Η φούστα σου από αραποσίτι κυματίζει
Και τραγουδάει, η φούστα σου από κρύσταλλο
Η φούστα σου η νερένια
Τα χείλη, τα μαλλιά, τα βλέμματά σου…
Κλείνεις τα μάτια μου με το νερένιο σου στόμα…
Ταξιδεύω στη μέση σου σαν σε ποτάμι
Πηγαίνω στο σώμα σου σαν σ’ ένα δάσος…
Περπατώ στους σφοδρούς λογισμούς σου
Και στου λευκού μετώπου σου την έξοδο
Η γκρεμισμένη μου σκιά κομματιάζεται
Μαζεύω τα κομμάτια μου ένα ένα
Και δίχως σώμα προχωρώ, ψάχνω ψηλαφώντας….
ΑΤΟΦΙΟΣ ΑΝΕΜΟΣ
(Απόσπασμα)
Αέναο είναι το παρόν
21 του Ιούνη
Αρχίζει σήμερα το καλοκαίρι
Δυο τρία πουλιά
Έναν κήπο ανακαλύπτουν
Εσύ διαβάζεις, τρως ένα ροδάκινο
Πάνω στο κόκκινο κάλυμμα
Γυμνή
Σαν το κρασί στο γυάλινο σταμνί……
Αέναο είναι το παρόν
Ο ήλιος εκοιμήθηκε στη μέση των βυζιών σου
Το κόκκινο κάλυμμα μαύρο είναι και πάλλει
Ούτε πλανήτης ούτε στολίδι
Φρούτο
Το όνομά σου χουρμάς
Datia
Κάστρο από αλάτι αν επιτρέπεις
κηλίδα κόκκινη
πάνω στην πέτρα αναίσθητη….
Αν η φωτιά είναι νερό
Είσαι μια διάφανη σταγόνα
Αληθινό κορίτσι
Διαφάνεια του κόσμου
Αέναο είναι το παρόν….
Μόνο τα μάτια σου ανθρώπινο νερό
Και κάτω
Στο ραγισμένο διάστημα
Ο πόθος σε σκεπάζει με δυο φτερούγες μαύρες
Τα μάτια σου ανοιγοκλείνουν
Ζώα που φωσφορίζουνε
Και κάτω
Το ζεστό φαράγγι
Το κύμα που διαστέλλεται και σπάει
Οι ανοιχτές σου γάμπες
Λευκότης που βυθίζεται
Ο αφρός των σωμάτων μας παραδομένων…
ΚΑΚΟΓΡΑΦΙΑ
Μ’ ένα κομμάτι κάρβουνο
Με κιμωλία σπασμένη
Και το μολύβι μου το κόκκινο
Τ’ όνομά σου σχεδιάζω
Τ’ όνομά του στόματός σου
Των ποδιών σου το αποτύπωμα
Στον τοίχο του κανένα
Στην απαγορευμένη πόρτα
Να χαράξω το όνομα του σώματός σου
Έως ότου η λεπίδα του σουγιά μου
Να ματώσει
Μέχρι που κι η πέτρα να φωνάξει
Κι ο τοίχος να αναπνεύσει
Σαν το στήθος.
(Οκτάβιο Παζ, Η πέτρα του ήλιου κι άλλα ποιήματα, εκδ. Ίκαρος)
ΠΑΖ
ΔΥΟ ΚΟΡΜΙΑ
είναι πότε-πότε δυό κύματα,
ενώ ωκεανός είναι η νύχτα.
είναι πότε-πότε δυό πέτρες
κι έρημη χώρα είναι η νύχτα.
Δύο κορμιά αντιμέτωπα
είναι πότε-πότε δεντρόριζες
μπερδεμένες μες σε μιά νύχτα.
είναι πότε-πότε μαχαίρια
μέσα στο αστροπελέκι της νύχτας.
Δύο κορμιά αντιμέτωπα
είναι αστέρια και πέφτουν μαζί
σε ουρανό που χάσκει ολόαδειος
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής
παραβολή του Σκοτεινού Ηράκλειτου.
Είμαστε το νερό, όχι το σκληρό διαμάντι,
αυτό που χάνεται, όχι αυτό που μένει.
Είμαστε το ποτάμι κι ο Έλληνας εκείνος
που κοιτάζεται στο ποτάμι. Η αντανάκλασή του
αλλάζει στο νερό του εναλλασσόμενου καθρέφτη
στο κρύσταλλο που αλλάζει σαν τη φωτιά.
Είμαστε το μάταιο προκαθορισμένο ποτάμι
όπως κυλά προς τη θάλασσα. Το σκέπασε η σκιά.
Όλα μάς αποχαιρετούν, όλα μακραίνουν.
Η μνήμη δεν εξαργυρώνει το νόμισμά της.
Και ασφαλώς κάτι υπάρχει που απομένει
και ασφαλώς κάτι υπάρχει που θρηνεί.
Παράθεμα: είναι τα ποτάμια | ΜΥΘΟΠΛΑΣΙΕΣ ΚΙ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ