Λόγος Παράταιρος

«Παράταιρος ο λόγος ο δυνατός/ μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει» (Γ. Ρίτσος)

Ποιητών σπαράγματα 2ο

Α. Εμπειρίκος: «Η ποίησις είναι ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου.

Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί. Τα’ άνθη μιλούν.

Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες.

Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος.»

 

«…Για σκέψου, αν παρατούσε κάποτε ην ποίηση

Κι ερχόταν να ψυχαναλυθεί ένα ποίημα…

Το μέσα του έξω να γυρίσει

Να δεις τι μακελειό είναι η γραφή μας»

Βύρων Λεοντάρης

 

Κ. Π. Καβάφης, «Επέστρεφε»

«Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με —
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα·
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται….»

«Ξέρουμε με πόση μανιακή επιμονή το αισθανότανε το Εθνος ο Καβάφης. “Δεν είμαι Ελλην, είμαι Ελληνικός”, συνήθιζε να λέει», έγραφε το 1946 ο Γιώργος Σεφέρης…Το μεγάλο ιστορικό γεγονός που ενέπνευσε τον Καβάφη είναι ο ελληνισμός. Κανείς δεν ήταν καταλληλότερος από αυτόν για να αναλάβει αυτό το έργο…Το ότι ο Καβάφης δεν μπορεί να θεωρηθεί πατριωτικός ποιητής, ίσως λυπήσει μερικούς, ίσως τους ενοχλεί [που] δεν βρίσκουν στην ποίησή του ποιο είναι “το χρέος προς την πατρίδα, κι άλλα ηχηρά παρόμοια”». Π. Μπουκάλας, Καθημερινή.

 

«Σηκώνω το κεφάλι μου- μήπως και συναντήσω τη φωνή σου…

Ύστερα κοιτάζω πίσω/ στο βιβλίο με τις τυπωμένες λέξεις.

Είσαι δέκα χρόνια νεκρή./ Μια ιστορία είναι μόνο./ Η ιστορία σου. Η ιστορία μου». (Τεντ Χιουζ)

 

«Κόκκινο ήταν το χρώμα σου./…Η βελούδινη μακριά σου φούστα, ένας αιμάτινος επίδεσμος…/

Το δωμάτιό μας ήταν κόκκινο…/ Κι έξω απ’ το παράθυρο/ παπαρούνες ντελικάτες κι εύθραυστες…/Τα χείλη σου ένα βαμμένο, βαθύ κόκκινο…/ Οτιδήποτε έβαφες, το έβαφες λευκό/ κι ύστερα το ‘πνιγες στα τριαντάφυλλα…/ τριαντάφυλλα που έκλαιγαν, κι ακόμα περισσότερα τριαντάφυλλα/ και μερικές φορές, ανάμεσά τους, ένα μικρό γαλαζοπούλι.» (Τεντ Χιουζ)

 

«Κάθε πρωί για να κερδίσω το ψωμί μου/ στο παζάρι κατεβαίνω που αγοράζουν τα ΨΕΜΑΤΑ/ όλος ελπίδα τη θέση μου παίρνω ανάμεσα στους πουλητές» (Μπ. ΜΠΡΕΧΤ)….

 

«Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος για τα ωραία και μεγάλα έργα
η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα ενθάρρυνσι κ’ επιτυχία να σε αρνείται·
να σ’ εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες, και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες.»

(Σατραπεία, Κ. Καβάφης)…

 

«Ω ελευθερία ! Ωσυντρόφισσα δική μου!/ Κι εδώ φυλαγμένα η φωτιά, το φυσεκλίκι, το τσεκούρι, για να βγούνε στην ώρα της ανάγκης/,…Κι εδώ επιτέλους μπορεί να ορθωθεί φονική και εκστατική/Κι εδώ, να ζητήσει να της πληρωθούν/ ακέραια της εκδίκησης τα οφειλόμενα», (Γουόλτ Γουίτμαν)

 

«Αναγγέλλω μεγαλεία και δόξες που θα φανερώσουν/ την ασημαντότητα όλης της περασμένης πολιτικής της γης». (Γουόλτ Γουίτμαν)…

 

“Ερωτήσεις ενός εργάτη που διαβάζει: Ποιος έχτισε τη Θήβα την εφτάπυλη;/ Στα βιβλία δε βρίσκεις παρά των βασιλιάδων τα ονόματα/ Οι βασιλιάδες κουβάλησαν τα αγκωνάρια;/…Κάθε σελίδα και μια νίκη..Ποιος μαγείρεψε τα νικητήρια συμπόσια;/ Ποιος πλήρωσε τα έξοδα;/ Πόσες και πόσες ιστορίες./ Πόσες και πόσες απορίες”.,(Μπ. Μπρεχτ)

 

«Ελπίζω στους σεισμούς που μέλλονται να ‘ρθουν/ Εγώ ο Μπ. Μπρεχτ από τα μαύρα δάση/ ξερασμένος στις πολιτείες της ασφάλτου/ σε πρώιμη εποχή»,  (Μπ. Μπρεχτ)

 

                                                

«Σύμφωνοι ότι όλα θα αλλάξουν/ ο κόσμος κι η ανθρωπότητα/ και προπαντός η αταξία των ανθρώπινων τάξεων…/Κι όταν θα ΄χετε καλυτερέψει τον κόσμο/ να συνεχίσετε να τον καλυτερεύετε/ αυτόν τον καλύτερο κόσμο/ Συμπληρώστε κι άλλο την συμπληρωμένη αλήθεια/…Κι αν συμπληρώνοντας την αλήθεια/ αλλάξατε την ανθρωπότητα, λοιπόν/ αλλάξτε κι άλλο την αλλαγμένη ανθρωπότητα» (Μπ. Μπρεχτ)

 

«Στον τοίχο γραμμένο με κιμωλία

Θέλουν τον πόλεμο

Αυτός που το ‘γραψε

Έχει μόλις σκοτωθεί», (Μπ. Μπρεχτ)

 

«Κάθε πρωί για να κερδίσω το ψωμί μου/ στο παζάρι κατεβαίνω που αγοράζουν τα ΨΕΜΑΤΑ/ όλος ελπίδα τη θέση μου παίρνω ανάμεσα στους πουλητές» (Μπ. ΜΠΡΕΧΤ)….

 

 «Γλίτωσα απ’ τις τίγρεις και τάισα τους κοριούς/ αυτοί οι μικροί και ασήμαντοι με καταβρόχθισαν» (Μπ. Μπρεχτ)

 

Γ. Σεφέρης: Ελλάς· «πυρ! Ελλήνων· πυρ! Χριστιανών· πύρ!
Τρεις λέξεις νεκρές. Γιατί τις σκοτώσατε;»

«Από βλακεία». Τετράδιο Γυμνασμάτων, Β΄. Ίκαρος, 1976. 103.

 

«Ξημέρωνε κι ήταν κ’ οι δυο τους
ασπροντυμένοι
κελαηδούσε απ’ όξω ο τόπος
«Τα πουλιά» ψιθύρισε ο Μαχάτμα
Ο Λένιν χαμογέλασε καλόκαρδα διορθώνοντας
«Μυδράλια»,  (Ν. Καρούζος)

“Προδόθηκαν οι ήρωες…/Προδόθηκαν, κανένας δε μιλά γι αυτούς./ Προ των συρματοπλεγμάτων Μακρονήσου,/ εκεί κάθισα κι έκλαψα…/Βίτσι μου, στράψε να σε δω, τραγούδι για ν’ αρχίσω/ Βίτσι μου, στράψε να σε δω, την πίκρα τους να ζήσω.”   (Ηλίας Λάγιος, Έρημη γη)

 «…Βομβαρδισμένη πολιτεία, χίλιες φορές βομβαρδισμένη,/ γκρεμισμένα σπίτια, γκρεμισμένες καρδιές/ μαύρα δάκρυα/.. πολιτεία των σκοτωμένων/ πολιτεία των μαρτύρων/ και των ηρώων/ πολιτεία δίχως καταφύγια…» («Ανυπόταχτη πολιτεία», Γ. Ρίτσος)

Λευτέρης Πούλιος: «Ότι επαναστατικό είναι αιώνιο/ Έρχεται από μακριά η ποίηση/ για να γραφτεί στις καρδιές./Είναι αυτό που έχουμε ανάγκη,/ να ντυθούμε κουρέλια ηλιόφωτος/ και η ανθρωπιά να σκεπάσει/ ολόκληρο αυτόν το βάρβαρο κόσμο…/ Γκρεμίζοντας και χτίζοντας/ προχωράει κανείς./ Αυτό ξέρω κι απ’ αυτό κατέχομαι…».

«Παντού τριγύρω παρακμή./ Η χώρα μου μ’ όλα της ζει/ τα χαμηλά./ Στο δρόμο πεταμένα τα μυστικά της ψυχής…/ Ερημιά και χειμώνας/ και μια οσμή νεκροθάλαμου στον αέρα…

«Και ξέρω πως όλα είναι τίποτα/ πασχίζουμε, τρέχουμε/ και διστάζει ο καθένας/ να πετάξει τη σαβούρα που/ κουβαλάει πάνω του…/ Καταπίνουμε καθημερινότητα/ και πάμε να εξελιχθούμε/ σε πέτρες.»

                   (Λ. Πούλιος, Το θεώρημα, εκδ. Κέδρος)

La profesia (Η προφητεία): Ο Αλή μα τα γαλάζια μάτια/ ένας από τους τόσους γιους των γιων/ θα κατεβεί από το Αλγέρι, πάνω σε καράβια/… πάνω στις βάρκες τις φτιαγμένες στα Βασίλεια της Πείνας../ Θα ξεμπαρκάρουν στον Κρίτωνα, στο Πάλμι/ κατά εκατομμύρια, ντυμένοι με ασιατικά/ κουρέλια και αμερικανικά πουκάμισα…/ θα πάνε σαν τους Τσιγγάνους/ τον ανήφορο προς τη Δύση και το Βορρά… (από ποίημα του Π. Π. Παζολίνι)…

 

«Οι  πιο όμορφες θάλασσες  είναι αυτές που δεν τις έχουμε ταξιδέψει  ακόμα

Τι ς  πιο όμορφες μέρες μας  δεν τις έχουμε ζήσει  ακόμα,

 κι αυτό που θέλω να σου πω το πιο όμορφο απ’ όλα

δε στο ‘ χω πει  ακόμα»… (Ναζίμ Χικμέτ)

 

«Είπε: Θ’ ανάψω εφτά φωτιές στη νύχτα/ εφτά βδομάδες θα νηστέψω το τραγούδι/ Τ’ άσπρο άλογο μονάχα θα κρατήσω/ να φέγγει από γυαλί και φως ο αγέρας./ Έφυγε καβαλάρης, και το Σάββατο/ γύρισε παντρεμένος μ’ ένα σύννεφο./ Την Κυριακή, κοκκίνισαν τα μήλα» (Γ Ρίτσος)…

 «Στις μασκάλες και στα σκέλια/ τρεις φουχτίτσες νύχτα/ και του ιδρώτα σου τ’ αστέρια/ λάμπουν μες στη νύχτα./ Το σεντόνι όπου γερμένη/ γαλανίζει η άσπρη γύμνια/μυρωμένη/ τέσσεροι άγγελοι το απλώνουνε- για δες-/ απ’ τις τέσσερις γωνιές/ μες στην οικουμένη./ Το παράθυρο ανοιχτό,/ να ριχτώ./ Χελιδόνι, χελιδόνι,/ ποιος με σώνει;/ Κι έπεσα απ’ τον ουρανό/ στ’ απλωμένο σου σεντόνι» (Γ. Ρίτσος)

«Μια ολόκληρη νύχτα/ πεσμένος πλάι/ σ’ ένα σφαγμένο σύντροφο/ με το στόμα/ να χάσκει/ στην πανσέληνο/ με τα παράλυτα/ χέρια του/ να διαπερνούν/ τη σιωπή μου/ έγραψα/ γράμματα γεμάτα έρωτα./ Ποτέ δεν ήμουν/ τόσο δεμένος/ με τη ζωή» (Τζουζέπε Ουνγκαρέτι)

“Μ’ όλη μου τη φωνή”: «Τα γραφτά μου  κέρδος δε μου ’φεραν ούτε ένα ρούβλι και μισό, κι εξόν από φρεσκοπλυμένο ένα πουκάμισο, λόγω τιμής, δεν έχω τίποτ’ άλλο χρεία. Όταν θα παρουσιαστώ στου φωτεινού σας μέλλοντος την κεντρική επιτροπή θα’ ρθω, πάνω απ’ τη συμμορία της ποίησης των πλεονεχτών και σαλταδόρων, σείων σα μπολσεβίκικη ταυτότητα κομματική, τους εκατό τόμους μαζί όλων μου των κομματικών βιβλίων.» (Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι)

 

«Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές
Της παλάμης, η Μοίρα, σαν κλειδούχος
Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός
Πώς αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
Θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα
Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου.»
Οδυσσέα Ελύτη (Απόσπασμα απο το «Μονόγραμμα»)

 

Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ στα ποιήματα του «ΣΤΟΧΟΥ» του Μ. Αναγνωστάκη: «Κι όχι αυταπάτες προπαντός./ Το πολύ πολύ να τους εκλάβεις σα δυο θαμπούς/ προβολείς μες στην ομίχλη/ σαν ένα δελτάριο σε φίλους που λείπουν/ με τη μοναδική λέξη: ζω./ Γιατί, όπως πολύ σωστά είπε κάποτε/ κι ο φίλος μου ο Τίτος,/ «κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες/ κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα»./ Έστω./ Ανάπηρος, δείξε τα χέρια σου. Κρίνε για να κριθείς».

 

«Η Αθήνα μασάει σουβλάκια στους δρόμους/ μασάει καλαμπόκια/ κατεβαίνει στη θάλασσα με ψαροντούφεκα/ ιδρωμένα κορμιά καλλυντικές γυναίκες…/ Η Αθήνα ρουφάει τον ουρανό με καλαμάκι/ – μια πόρτα βιάστηκε/ ένα παράθυρο αυτοκτόνησε/ ο παπαγάλος σκότωσε τον ποιητή στου Λουμίδη/ γέμισε κοκκινάδια και μπλεγμένα άσπρα μαλλιά η ψυχή μου/ φύγε πια λυσσασμένο καλοκαίρι» (Βύρων Λεοντάρης)

«Ελπίζω στους σεισμούς που μέλλονται να ‘ρθουν/ Εγώ ο Μπ. Μπρεχτ από τα μαύρα δάση/ ξερασμένος στις πολιτείες της ασφάλτου/ σε πρώιμη εποχή», (Μπ. Μπρεχτ)

                                               

 

«Σύμφωνοι ότι όλα θα αλλάξουν/ ο κόσμος κι η ανθρωπότητα/ και προπαντός η αταξία των ανθρώπινων τάξεων…/Κι όταν θα ΄χετε καλυτερέψει τον κόσμο/ να συνεχίσετε να τον καλυτερεύετε/ αυτόν τον καλύτερο κόσμο/ Συμπληρώστε κι άλλο την συμπληρωμένη αλήθεια/…Κι αν συμπληρώνοντας την αλήθεια/ αλλάξατε την ανθρωπότητα, λοιπόν/ αλλάξτε κι άλλο την αλλαγμένη ανθρωπότητα» ( Μπ. Μπρεχτ)

 

 

 «Να ξεθάβεις την αλήθεια κάτω απ’ τα ερείπια του αυτονόητου/ να δένεις πετυχημένα το μεμονωμένο με το γενικό/ Μέσα στη ροή της εξέλιξης/ να ακινητοποιείς το ξεχωριστό./ Να ποια είναι η τέχνη των ρεαλιστών». (Μπ. Μπρεχτ)

 

 «Απόγονοι,
ελέγξετε καλά τα λεξικά σας :
μες απ’ τη Λήθη θ’ αναδυθούν
φάσματα λέξεις σαν αυτές :
«πορνεία», «φυματίωση»,

«αποκλεισμός», όχι άλλες…»

(Μαγιακόφσκι) 

 

 

 

 

2 thoughts on “Ποιητών σπαράγματα 2ο

  1. όμορφη η νέα εικόνα,
    κουράζουν πολύ στα μάτια το ροζ χρώμα.

    • Καλησπέρα, ευχαριστώ, Nefeli!
      Το ροζ χρώμα έμεινε απ’ την παλιά μου φόρμα… Τώρα κάνω κάποιες δοκιμές για νέα πιο ευανάγνωστη φόρμα… Θα καταλήξω σε κάποια, μα σίγουρα τα κείμενα σε μαύρη γραμματοσειρά σε λευκό φόντο…
      Ciao!

Σχολιάστε