Λόγος Παράταιρος

«Παράταιρος ο λόγος ο δυνατός/ μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει» (Γ. Ρίτσος)

ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΙΗΤΕΣ 2

thumb_1029946-ceb4ceb9ceb1ceb2ceacceb6ceb5ceb9-cf83cf84cebf-cebaceb1cebdceb1cf80cead

Κ. Γ. ΚΑΡΙΩΤΑΚΗΣ

 

Νύχτα

 

 

Στις μεσονύχτιες στράτες περπατάνε
αποσταμένοι οι έρωτες
κι οι γρίλιες των παράθυρων εστάξανε
τον πόνο που κρατάνε

 

 

Στις στέγες εκρεμάστη το φεγγάρι
σκυμμένο προς τα δάκρυα του
κι η μυρωμένη λύπη των τριαντάφυλλων
το δρόμο της θα πάρει.

 

 

Ολόρθο το φανάρι μας σωπαίνει
χλωμό και μυστηριώδικο
κι η πόρτα του σπιτιού μου είναι σα ν’ άνοιξε
και λείψανο να βγαίνει.

 

 

Σαρκάζει το κρεβάτι τη χαρά τους
κι αυτοί λεν πως έτριξε·
δε λεν πως το κρεβάτι οραματίζεται
μελλοντικούς θανάτους.

 

 

Και κλαίνε οι αμανέδες στις ταβέρνες
τη νύχτα την αστρόφεγγη
που θα ‘πρεπε η αγάπη ναν την έπινε
και παίζουν οι λατέρνες.

 

 

Χυμένες στα ποτήρια καρτερούνε
οι λησμονιές γλυκύτατες·
οι χίμαιρες τώρα θα ειπούν το λόγο τους
και οι άνθρωποι θ’ ακούνε.

 

 

Καθημερνών χαμώνε κοιμητήρι
το πάρκον ανατρίχιασε
την ώρα που νεκρός κάποιος εκίνησε
να πάει στη χλόη να γείρει.

 

Κ. Γ. Καριωτάκης, Ποιήματα και πεζά, εκδ. Γράμματα

 

 

 

 

Κ. Γ. ΚΑΡΙΩΤΑΚΗΣ

 

 

    Νοσταλγία

 

 

Μεσ’ από το βάθος των καλών καιρών
οι αγάπες μας πικρά μάς χαιρετάνε.

 

 

Δεν αγαπάς και δε θυμάσαι, λες.
κι αν φούσκωσαν τα στήθη κι αν δακρύζεις
που δεν μπορείς να κλάψεις όπως πρώτα,
δεν αγαπάς και δεν θυμάσαι, ας κλαις.

 

 

Ξάφνου θα ιδείς δυο μάτια γαλανά
— πόσος καιρός! — τα χάιδεψες μια νύχτα·
και σα ν’ ακούς εντός σου να σαλεύει
μια συφορά παλιά και να ξυπνά,

 

 

Θα στήσουνε μακάβριο το χορό
οι θύμησες στα περασμένα γύρω·
και θ’ ανθίσει στο βλέφαρο σαν τότε
και θα πέσει το δάκρυ σου πικρό.

 

 

Τα μάτια που κρεμούν — ήλιοι χλωμοί —
το φως στο χιόνι της καρδιά και λιώνει,
οι αγάπες που σαλεύουν πεθαμένες
οι πρώτοι ξανά που άναψαν καημοί…

 

Κ. Γ. Καριωτάκης, Ποιήματα και πεζά, εκδ. Γράμματα

 

 

 

Κ. Γ. ΚΑΡΙΩΤΑΚΗΣ

 

 

 

Πολύμνια

 

 

Ψεύτικα αισθήματα
ψεύτη του κόσμου!
Μα το παράξενο
φως του έρωτός μου
φέγγει στου σκότεινου
δρόμου την άκρη:
Με το παράπονο
και με το δάκρυ,
κόρη χλωμόθωρη
μαυροντυμένη.
Κι είναι σαν αίνιγμα,
και περιμένει.

 


Λάμπει το βλέμμα της
απ’ την ασθένεια.
Σάμπως να λιώνουνε
χέρια κερένια.
Στ’ άσαρκα μάγουλα
πως έχει μείνει
πίκρα το νόημα
γέλιου που σβήνει!
Είναι το αξήγητο
το μικροστόμα
δίχως το μίλημα,
δίχως το χρώμα.

 


Κάποια μεσάνυχτα
θα σε αγαπήσω,
Μούσα. Τα μάτια σου
θαν τα φιλήσω,
να ‘βρω γυρεύοντας
μες στα νερά τους
τα χρυσονείρατα
και τους θανάτους,
και τη βασίλισσα
λέξη του κόσμου,
και το παράξενο
φως του έρωτός μου.

 

Κ. Γ. Καριωτάκης, Ποιήματα και πεζά, εκδ. Γράμματα

 

 

 

 

Κ. Γ. ΚΑΡΙΩΤΑΚΗΣ

 

 Τώρα που μήτε ο έρωτας

Τώρα που μήτε ο έρωτας μήτε η φιλία της φέρνει,
μήτε κι αυτό το μίσος μου παρηγοριάν, α, πώς
η ώριμη θλίψη μου κατά καιρούς τα περασμένα γέρνει,
της νιότης μου καρπός!

 

 

Χορδή η καρδιά μου δέχονταν το Μάρτη ανατριχίλα.
Ακόμα με συνέπαιρνε γλυκιά μια συλλογή
όταν το νέο Φθινόπωρο με μαραμένα φύλλα
εράντιζε τη γη.

 

 

Μια πεταλούδα επέταγε και την ακολουθούσα·
ήταν η απάρθενη ζωή μου, η ζωή του κόσμου, η μια.
Ο νους μου σάμπως ξύπνημα τη χαραυγή. Και η Μούσα
μού άγγιζε τα μαλλιά.

 

Δώστε μου τα παιδιάτικα χρόνια μου πόχουν γίνει
στην ηρεμία του δειλινού χρυσός, ωραίος καπνός,
τα χρόνια που ‘ρθανε χαρά, πέρασαν καλοσύνη,
κι έφυγαν ουρανός.

 

 

Βάλετε πάλι στο πικρό χείλος μου την αχτίδα,
στα μάτια την ανθρώπινη και θεία σταλαγματιά.
Εξωτικό μπλάβο πουλί, φέρετε την ελπίδα,
χαμένη τώρα πια.

 

 

Και στο χλωμό μου μέτωπο για λίγο κάμετε ώστε
χίμαιρες, οραματισμοί σαν άστρα να κυλούν.
Οι άγγελοι να διατάζουνε, κι από τα τέμπλεα δώστε
οι θεοί να μου γελούν.

 

 

Ύστερα, στο κορύφωμα του απελπισμένου δρόμου,
ας ήτανε ανατέλλοντα τα μάτια σου να ιδώ,
πρώτη αγαπούλα, και να κράταες άνθος τ’ όνειρό μου,
τ’ όνειρο που μαδώ.

 

 

Α, πώς η λύπη μου κατά τα περασμένα στρέφει!
Όμοια και η νύχτα πάντοτε γυρίζει στο πρωί.
Α, πώς τα χρόνια σαν καπνός εχάθηκαν, σα νέφη,
σαν πάχνη, σα ζωή!

 

Κ. Γ. Καριωτάκης, Ποιήματα και πεζά, εκδ. Γράμματα

 

Μαρία Πολυδούρη

 

 

Γιατί μ’ αγάπησες

Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.

Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.

Γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες
και μου άπλωσες τα χέρια
κ’ είχες μέσα στα μάτια σου το θάμπωμα
– μια αγάπη πλέρια,
γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες.

Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.

Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.

 

 

thumb_1184005 

Μανόλης  ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ

 

Τὸ σκάκι

 

 Ἔλα νὰ παίξουμε…
Θὰ σοῦ χαρίσω τὴ βασίλισσά μου
Ἦταν γιὰ μένα μιὰ φορὰ ἡ ἀγαπημένη
Τώρα δὲν ἔχω πιὰ ἀγαπημένη
Θὰ σοῦ χαρίσω τοὺς πύργους μου
Τώρα πιὰ δὲν πυροβολῶ τοὺς φίλους μου
Ἔχουν πεθάνει ἀπὸ καιρὸ
πρὶν ἀπὸ μένα
Ὅλα, ὅλα καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Ὅλα, ὅλα καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Μονάχα ἐτοῦτο τὸν τρελό μου θὰ κρατήσω
ποὺ ξέρει μόνο σ᾿ ἕνα χρῶμα νὰ πηγαίνει
δρασκελώντας τὴν μίαν ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη
γελώντας μπρὸς στὶς τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στὶς γραμμές σου ξαφνικὰ
ἀναστατώνοντας τὶς στέρεες παρατάξεις
Ἔλα νὰ παίξουμε…
Ὁ βασιλιὰς αὐτὸς δὲν ἤτανε ποτὲ δικός μου
Κι ὕστερα τόσους στρατιῶτες τί τοὺς θέλω!
Τραβᾶνε μπρὸς σκυφτοὶ δίχως κἂν ὄνειρα
Ὅλα, ὅλα, καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Ὅλα, ὅλα, καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Μονάχα ἐτοῦτο τὸν τρελό μου θὰ κρατήσω
ποὺ ξέρει μόνο σ᾿ ἕνα χρῶμα νὰ πηγαίνει
δρασκελώντας τὴν μίαν ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη
γελώντας μπρὸς στὶς τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στὶς γραμμές σου ξαφνικὰ
ἀναστατώνοντας τὶς στέρεες παρατάξεις
Ἔλα νὰ παίξουμε…
Κι αὐτὴ δὲν ἔχει τέλος ἡ παρτίδα…

 Μ. Αναγνωστάκης, Ποιήματα, εκδ. Νεφέλη

 

Μανόλης  ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ

 

Ο Ουρανός

 

 Πρῶτα νὰ πιάσω τὰ χέρια σου
Νὰ ψηλαφίσω τὸ σφυγμό σου
Ὕστερα νὰ πᾶμε μαζὶ στὸ δάσος
Ν᾿ ἀγκαλιάσουμε τὰ μεγάλα δέντρα
Ποὺ στὸν κάθε κορμὸ ἔχουμε χαράξει
Ἐδῶ καὶ χρόνια τὰ ἱερὰ ὀνόματα
Νὰ τὰ συλλαβίσουμε μαζὶ
Νὰ τὰ μετρήσουμε ἕνα-ἕνα
Μὲ τὰ μάτια ψηλὰ στὸν οὐρανὸ σὰν προσευχή.

Τὸ δικό μας τὸ δάσος δὲν τὸ κρύβει ὁ οὐρανός.

Δὲν περνοῦν ἀπὸ δῶ ξυλοκόποι.

 Μ. Αναγνωστάκης, Ποιήματα, εκδ. Νεφέλη

mlo0vhcavivkovcawkm137caxua6uicam8pi1yca4dwxercaochijgcaxoa5rlcajwcoh3caevdth7caxd4u3wca86bih5cao3qny2ca82vk7fca98rhq5calqfpx7cap3pf00cafhva42cavrnmsmcaz0bfwm

Μανόλης  ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ

  Κάθε πρωΐ

 Κάθε πρωὶ
Καταργοῦμε τὰ ὄνειρα
Χτίζουμε μὲ περίσκεψη τὰ λόγια
Τὰ ροῦχα μας εἶναι μιὰ φωλιὰ ἀπὸ σίδερο
Κάθε πρωὶ
Χαιρετᾶμε τοὺς χθεσινοὺς φίλους
Οἱ νύχτες μεγαλώνουν σὰν ἁρμόνικες
-Ἦχοι, καημοί, πεθαμένα φιλιά.
(Ἀσήμαντες ἀπαριθμήσεις
-Τίποτα, λέξεις μόνο γιὰ τοὺς ἄλλους.
Μὰ ποῦ τελειώνει ἡ μοναξιά;)

Μ. Αναγνωστάκης, Ποιήματα, εκδ. Νεφέλη

Μανόλης  ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ

 

 Θά ῾ρθει μιὰ μέρα ποὺ δὲ θά ῾χουμε πιὰ τί νὰ ποῦμε
Θὰ καθόμαστε ἀπέναντι καὶ θὰ κοιταζόμαστε στὰ μάτια
Ἡ σιωπή μου θὰ λέει: Πόσο εἶσαι ὄμορφη, μὰ δὲ
βρίσκω ἄλλο τρόπο νὰ στὸ πῶ
Θὰ ταξιδέψουμε κάπου, ἔτσι ἀπὸ ἀνία ἢ γιὰ νὰ
ποῦμε πὼς κι ἐμεῖς ταξιδέψαμε.
Ὁ κόσμος ψάχνει σ᾿ ὅλη του τὴ ζωὴ νὰ βρεῖ τουλάχιστο
τὸν ἔρωτα, μὰ δὲν βρίσκει τίποτα.
Σκέφτομαι συχνὰ πὼς ἡ ζωή μας εἶναι τόσο μικρὴ
ποὺ δὲν ἀξίζει κἂν νὰ τὴν ἀρχίσει κανείς.
Ἀπ᾿ τὴν Ἀθήνα θὰ πάω στὸ Μοντεβίδεο ἴσως καὶ
στὴ Σαγκάη, εἶναι κάτι κι αὐτὸ δὲ μπορεῖς
νὰ τὸ ἀμφισβητήσεις.
Καπνίσαμε -θυμήσου- ἀτέλειωτα τσιγάρα
συζητώντας ἕνα βράδυ
-ξεχνῶ πάνω σὲ τί- κι εἶναι κρῖμα γιατὶ ἦταν τόσο
μα τόσο ἐνδιαφέρον.
Μιὰ μέρα, ἂς ἤτανε, νὰ φύγω μακριά σου ἀλλὰ κι
ἐκεῖ θά ῾ρθεις καὶ θὰ μὲ ζητήσεις
Δὲ μπορεῖ, Θέ μου, νὰ φύγει κανεὶς μοναχός του.

 Μ. Αναγνωστάκης, Ποιήματα, εκδ. Νεφέλη

 Μανόλης  ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ

 Φοβᾶμαι…

 

 Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἑφτὰ χρόνια ἔκαναν πὼς δὲν εἶχαν πάρει χαμπάρι
καὶ μία ὡραία πρωία μεσοῦντος κάποιου Ἰουλίου
βγῆκαν στὶς πλατεῖες μὲ σημαιάκια κραυγάζοντας «δῶστε τὴ χούντα στὸ λαό».

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μὲ καταλερωμένη τὴ φωλιὰ
πασχίζουν τώρα νὰ βροῦν λεκέδες στὴ δική σου.

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ σοῦ κλείναν τὴν πόρτα
μὴν τυχὸν καὶ τοὺς δώσεις κουπόνια καὶ τώρα
τοὺς βλέπεις στὸ Πολυτεχνεῖο νὰ καταθέτουν γαρίφαλα καὶ νὰ δακρύζουν.

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ γέμιζαν τὶς ταβέρνες
καὶ τὰ σπάζαν στὰ μπουζούκια κάθε βράδυ καὶ τώρα τὰ ξανασπάζουν
ὅταν τοὺς πιάνει τὸ μεράκι τῆς Φαραντούρη καὶ ἔχουν καὶ «ἀπόψεις».

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἄλλαζαν πεζοδρόμιο ὅταν σὲ συναντοῦσαν
καὶ τώρα σὲ λοιδοροῦν γιατί, λέει, δὲν βαδίζεις ἴσιο δρόμο.

Φοβᾶμαι, φοβᾶμαι πολλοὺς ἀνθρώπους.

Φέτος φοβήθηκα ἀκόμη περισσότερο.

Νοέμβρης 1983

 Μ. Αναγνωστάκης, Ποιήματα, εκδ. Νεφέλη

 Μανόλης  ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ

 Ἀφιέρωση

 

 Γιὰ τοὺς ἐρωτευμένους ποὺ παντρεύτηκαν
Γιὰ τὸ σπίτι ποὺ χτίστηκε
Γιὰ τὰ παιδάκια ποὺ μεγάλωσαν
Γιὰ τὰ πλοῖα ποὺ ἄραξαν
Γιὰ τὴ μάχη ποὺ κερδήθηκε
Γιὰ τὸν ἄσωτο ποὺ ἐπέστρεψε
Γιὰ ὅλα ὅσα τέλειωσαν χωρὶς ἐλπίδα πιά.

 Μ. Αναγνωστάκης, Ποιήματα, εκδ. Νεφέλη

thumb_1162645

Νίκος Καββαδίας

 

 

ΜΑΡΑΜΠΟΥ

 
 
 
 
 
 Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πως τις γυναίκες μ’ ένα τρόπον ύπουλο μισώ
κι ότι μ’ αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.

Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό
πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,
κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,
σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγμαατισμένο.

Ακόμα, λένε πράματα φριχτά παρά πολύ,
που είν’ όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,
κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές
κανείς δεν το ‘μαθε ποτέ, γιατί δεν το ‘πα σε κανένα.

Μ’ απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,
και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη,
κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω σε χαρτί,
εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.

Ήμουνα τότε δόκιμος σ’ένα λαμπρό ποστάλ
και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία.
Τότε τη γνώρισα – σαν άνθος έμοιαζε αλπικό –
και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.

Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,
κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου οπού ‘χε αυτοκτονήσει,
ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές,
μήπως εκεί γινότανε να τήνε λησμονήσει.

Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ,
και την Αγία της ‘Αλας παράφορα αγαπούσε,
συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.

Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά,
κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ’ τα πελάη,
μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά
και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.

Ένα μικρό της πέρασα σταυρόν απ’ το λαιμό
κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,
όταν εφθάσαμε σ’ αυτήν που θα ‘φευγε την πόλη.

Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,
ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου,
και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με
όαση, που ένας συναντά μεσ’ στην καρδιά της ‘Aμμου.

Νομίζω πως θε να ‘πρεπε να σταματήσω εδώ.
Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αγέρας με φλογίζει.
Κάτι άνθη εξαίσια τροπικά του ποταμού βρωμούν,
κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.

Θα προχωρήσω!… Μια βραδιά σε πόρτο ξενικό
είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ, τζιν και μπύρα,
και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.

Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
κάποια μ’ άρπαξ’ απότομα, γελώντας, το καπέλο
(παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.

Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή,
οι ασβέστες απ’ τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,
κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,
με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.

Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί.
Τα δάχτυλά μου καθαρά μέτρααν τα κόκαλά της.
Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές
«μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της».

Όταν την είδα και στο φως τα’ αχνό το πρωινό,
μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,
που μ’ ένα δέος αλλόκοτο, σαν να ‘χα φοβηθεί,
το προτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.

Δώδεκα φράγκα γαλλικά… Μα έβγαλε μια φωνή,
κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,
και μια το πορτοφόλι μου… Μ’ απόμεινα κι εγώ
έναν σταυρό απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.

Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό,
σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,
που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί
πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,
πως είμαι παλιοττόμαρο και πως τραβάω κοκό,
μ’ αν ήξερα οι δύστυχοι, θα μ’ είχαν συχωρέσει…

Το χέρι τρέμει… Ο πυρετός… Ξεχάστηκα πολύ
ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.
Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,
νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω…

Νίκος Καββαδίας (1910-1975)

 

 

thumb_1239004

 Θάρθει μια μέρα

Γιώργος ΣΕΦΕΡΗΣ

 

 Ερωτικός λόγος

 (απόσπασμα)

 

                          Γ’

Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα!

Πρόβαλε ανάστημα άγρυπνο στο πλήθος της σιωπής

Σήκωσε το κεφάλι από τα χέρια τα καμπύλα

Το θέλημά σου να γενεί και να μου ξαναπείς

 

Τα λόγια που άγγιζαν και σμίγαν το αίμα σαν αγκάλη

Κι αν γείρει ο πόθος σου βαθύς σαν ίσκιος καρυδιάς

Και να μας πλημμυράει με των μαλλιών σου τη σπατάλη

Από το χνούδι του φιλιού στα φύλλα της καρδιάς.

 

Χαμήλωναν τα μάτια σου κι είχες το χαμογέλιο

Που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί

Λησμονημένο ανάγνωσμα σ’ ένα παλιό ευαγγέλιο

Το μίλημά σου ανάσαινε κι η ανάλαφρη φωνή:

 

«Είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο

Κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει

Χαράζει η αυγή τον ουρανό, το όνειρο μένει απόντιστο

Κι είναι σα να διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι.

 

Με του ματιού τ’ αλάφιασμα, με του κορμιού το ρόδισμα

Ξυπνούν και κατεβαίνουν σμάρι περιστέρια

Με περιπλέκει χαμηλό το κυκλωτό φτερούγισμα

Ανθρώπινο άγγιγμα στον κόρφο μου τ’ αστέρια.

 

Την ακοή μου ως να ‘σμιξε κοχύλι βουίζει ο αντίδικος

Μακρινός και αξεδιάλυτος του κόσμου ι θρήνος

Μα είναι στιγμές και σβήνονται και βασιλεύει δίκλωνος

Ο λογισμός του πόθου μου, μόνος εκείνος.

 

Λες κι είχα αναστηθεί γυμνή σε μια παρμένη θύμηση

Σαν ήρθες γνώριμος και ξένος, ακριβέ μου

Να μου χαρίσεις γέρνοντας την απέραντη λύτρωση

Που γύρευα από τα γοργά σείστρα του ανέμου…»

 

Το ραγισμένο λιόγερμα λιγόστεψε κι εχάθη

Κι έμοιαζε πλάνη να ζητάς τα δώρα του ουρανού.

Χαμήλωναν τα μάτια σου. Του φεγγαριού τ’ αγκάθι

Βλάστησε και φοβήθηκες τους ίσκιους του βουνού.

 

…Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας, πώς πάει και λιγοστεύει

Μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σκολειό της λησμονιάς

Μέσα στα βάθη του καιρού, πώς η καρδιά στενεύει

Και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς…

 

 

 Γιώργος ΣΕΦΕΡΗΣ

 

 Φυγή

 

 Δεν ήταν άλλη η αγάπη μας

Έφευγε ξαναγύριζε και μας έφερνε

Ένα χαμηλωμένο βλέφαρο πολύ μακρινό

Ένα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο

Μέσα στο πρωινό χορτάρι

Ένα παράξενο κοχύλι που δοκίμαζε

Να το εξηγήσει επίμονα η ψυχή μας.

 

Η αγάπη μας δεν ήταν άλλη ψηλαφούσε

Σιγά μέσα στα πράγματα που μας τριγύριζαν

Να εξηγήσω γιατί δε θέλουμε να πεθάνουμε

Με τόσο πάθος.

 

Κι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια κι αν αγκαλιάσαμε

Μ’ όλη τη δύναμή μας άλλους αυχένες

Κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα

Εκείνου του ανθρώπου

Κι αν κλείσαμε τα μάτια μας, δεν ήταν άλλη

Μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε μέσα στη φυγή.

 

Γιώργος ΣΕΦΕΡΗΣ

 ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ
ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΤΑΜΙΑ

 

 
 Στoν Νάνη Παναγιωτόπουλο

Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε πως προχωρούμε. Να αισθάνεσαι δε φτάνει μήτε να σκέπτεσαι μήτε να κινείσαι μήτε να κινδυνεύει το σώμα σου στην παλιά πολεμίστρα, όταν το λάδι ζεματιστό και το λιωμένο μολύβι αυλακώνουνε τα τειχιά.

Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε κατά που προχωρούμε, όχι καθώς ο πόνος μας το θέλει και τα πεινασμένα παι διά μας και το χάσμα της πρόσκλησης των συντρόφων από τον αντίπερα γιαλό~ μήτε καθώς το ψιθυρίζει το μελανιασμένο φως στο πρό- χειρο νοσοκομείο, το φαρμακευτικό λαμπύρισμα στο προσκέφαλο του παλικαριού που χειρουργήθηκε το μεσημέρι~ αλλά με κάποιον άλλο τρόπο, μπορεί να θέλω να πω καθώς το μακρύ ποτάμι που βγαίνει από τις μεγάλες λίμνες τις κλειστές βαθιά στην Αφρική και ήτανε κάποτε Θεός κι έπειτα γένηκε δρόμος και δω ρητής και δικαστής και δέλτα~ που δεν είναι ποτές του το ίδιο, κατά που δίδασκαν οι παλαιοί γραμματισμένοι, κι ωστόσο μένει πάντα το ίδιο σώμα, το ίδιο στρώμα, και το ίδιο Σημείο, ο ίδιος προσανατολισμός.

Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη. Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά σιγά, βουλιάζει και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό της κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά.

Αν είναι ανθρώπινος ο πόνος δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε γι’ αυτό συλλογίζομαι τόσο πολύ, τούτες τις μέρες, το με γάλο ποτάμι αυτό το νόημα που προχωρεί ανάμεσα σε βότανα και σε χόρτα και ζωυτανά που βόσκουν και ξεδιψούν κι ανθρώπους που σπέρνουν και που Θερίζουν και σε μεγάλους τάφους ακόμη και μικρές κατοικίες των νεκρών. Αυτό το ρέμα που τραβάει το δρόμο του και που δεν είναι τόσο διαφορετικό από το αίμα των ανθρώπων κι από τα μάτια των ανθρώπων όταν κοιτάζουν ίσια πέρα χωρίς το φόβο μες στην καρδιά τους, χωρίς την καθημερινή τρεμούλα για τα μικροπράματα ή έστω και για τα μεγάλα~ όταν κοιτάζουν ίσια πέρα καθώς ο στρατοκόπος που συνήθισε ν’ αναμετρά το δρόμο του με τ’ άστρα, oχι όπως εμείς, την άλλη μέρα, κοιτάζοντας το κλειστό περιβόλι στο κοιμισμένο αράπικο σπίτι, πίσω από τα καφασωτά, το δροσερό περιβολάκι ν’ αλλά ζει σχήμα, να μεγαλώνει και να μικραίνει~ αλλάζοντας καθώς κοιτάζαμε, κι εμείς, το σχήμα του πόΘου μας και της καρδιάς μας, στη στάλα του μεσημεριού, εμείς το υπομονετικό ζυμάρι ενός κόσμου που μας διώχνει και που μας πλάθει, πιασμένοι στα πλουμισμένα δίχτυα μιας ζωής που ήτανε σωστή κι έγινε σκόνη και βούλιαξε μέσα στην άμμο αφήνοντας πίσω της μονάχα εκείνο το απροσδιόριστο λίκνισμα που μας ζάλισε μιας αψηλής φοινικιάς.

Κάιρο, 20 lουνίου ’42

 

pigopoulos_a1

Μενέλαος ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ

Ερωτικό κάλεσμα

 

 Έλα κοντά μου , δεν είμαι η φωτιά.
Τις φωτιές τις σβήνουν τα ποτάμια.
Τις πνίγουν οι νεροποντές.
Τις κυνηγούν οι βοριάδες.
Δεν είμαι , δεν είμαι η φωτιά.

Έλα κοντά μου δεν είμαι άνεμος.
Τους άνεμους τους κόβουν τα βουνά.
Τους βουβαίνουν τα λιοπύρια.
Τους σαρώνουν οι κατακλυσμοί.
Δεν είμαι, δεν είμαι ο άνεμος.

Εγώ δεν είμαι παρά ένας στρατολάτης
ένας αποσταμένος περπατητής
που ακούμπησε στη ρίζα μιας ελιάς
ν’ ακούσει το τραγούδι των γρύλων.
Κι αν θέλεις , έλα να τ’ ακούσουμε μαζί.

 

 

 Μίλτος ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ

 Οι τρεις εραστές

 

  

Στις βραδινές βρεγμένες στράτες

Αχνίζει ένα φως θαλασσί

Πλατύ χέρι στην καρδιά

Βήματα ερειπωμένα

Τρεις εραστές διαβαίνουν απ΄ τα χέρια πιασμένοι.

                          Ο πρώτος…

 

Κρέμασε σ’ ένα δέντρο την αγάπη του

Τα μεσάνυχτα προσεύχεται κάτω απ’ το δέντρο

Να κατέβει η αγάπη πιασμένη απ’ τα φύλλα

Να κοπάσει η πλημμύρα των φύλλων που λιώνουν

Τα δάκρυα του στο χώμα τα πίνει ένας σκύλος

Η αγάπη στα κλαδιά τον πετροβολάει

Το δέντρο ουρλιάζει ο αγέρας ο σκύλος

                             Ο δεύτερος…

 

Χάρισε την αγάπη του σ’ έναν τρελό βιολιστή

Ο τρελός την επήρε τραγούδι

Βρέχει ο ουρανός λουλούδια νομίσματα

Αντηχούνε οι δρόμοι τ’ ολέθριο βιολί

Της αγάπης το τραγούδι το ‘χουν μάθει τώρα όλοι

Με χείλια σμιχτά μελανά το σφυρίζουν

Μόνο αυτός δεν το ξέρει

                               Ο τρίτος…

 

Έκανε την αγάπη του καράβι

Την κατευόδωσε στις τρεις θάλασσες

Τώρα έγινε πάλι παιδί

Σιάχνει πύργους με άμμο

Και μαζεύει χαλίκια κοχύλια

Και προσμένει να γυρίσει ξανά

Το καράβι η αγάπη

 

Στην καρδιά τους έχουν κι οι τρεις χαράξει ένα δέντρο

Ένα βιολί σιμά στ’ αυτί θα τους τρελάνει

Κι ο καπετάνιος παίζει στο βυθό με τα κοράλλια.

  

Μίλτος ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ

 Η νοσταλγία γυρίζει

 

 Η γυναίκα γδύθηκε και ξάπλωσε στο κρεβάτι

Ένα φιλί ανοιγόκλεισε πάνω στο πάτωμα

Οι άγριες μορφές με τα μαχαίρια αρχίσαν

Να ξεπροβάλλουν στο ταβάνι

Στον τοίχο κρεμασμένο ένα πουλί πνίγηκε κι έσβησε

Ένα κερί έγειρε κι έπεσε απ’ το καντηλέρι

Έξω ακουγόταν κλάματα και ποδοβολητά

 

Άνοιξαν τα παράθυρα μπήκε ένα χέρι

Έπειτα μπήκε το φεγγάρι

Αγκάλιασε τη γυναίκα και κοιμήθηκαν μαζί

 

Όλο το βράδυ ακουγόταν μια φωνή:

 

Οι μέρες περνούν

Το χιόνι μένει

 thumb_984005

Έκτωρ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ

 

Του έρωτα

 

 1

Με κούρσεψαν τα χρώματα

Ο ιδρώτας στη μασχάλη σου είναι μπλε

Λιθρίνι μες στον κόλπο σου πως σπαρταράω

Για το κίτρινο

Ω η έκρηξη στο τυρκουάζ στο χρυσαφί

Όταν σου λύνω την ταινία τ’ ουρανού

Και τρέμω για το άσπρο που ενεδρεύει…

 

2

Ω πόσο, πόσο ήσουμ ωραία

Που σπαρταρούσες

Ζαρκάδια που τα βίτσιζε ο πόθος μας

Χοροπηδούσαν τα φιλιά μου στις μασχάλες σου

Καλπάζανε που σπαρταρούσες.

 

3

Το κορμί σου εύξεινος λόγος του νερού

Κι η γλώσσα μου καρίνα

Να μελετά τα ρεύματα

Να μιλάει με υφάλους.

Το κορμί σου Όργανο του αγέρα

Κιθάρα του Θεού

Οι χορδές μου λιώνουνε τα δάχτυλα

Μα κρούω, κρούω και μου μιλά

Ότι εντός του κάτι αθανατίζεται.

 

4

Ήσουν η έξαψη του ακόντιου

Το ρίγος του σαν ήτανε να τιναχτεί

Η λάμψη του μες στον αγέρα ήσουν

Καρφωμένη τώρα μέσα μου

Ως τρέμει το καρυόφυλλο

Συνέχεια τρέμεις

Κι εγώ στη μέθην όλος.

 

5

Εγώ είμαι της θύελλας

Γι’ αυτό σ’ αγαπώ

Είμαι της λαίλαπας

Γι’ αυτό σ’ αγαπώ

Είναι που εντός μου είσαι η δίνη

Είναι που έσπασες τον άξονα

Που κράταγε την τάξη

Κι όλα γίναν ιαχές

Νικηφόρα έξαλλα φωνήεντα

Γι’ αυτό σ’ αγαπώ….

 

8

Ω αρπίστρια του νου μου

Στις φλέβες μου άπιαστη σαϊτα

Σαν με κοιτάζεις.

 

9

Τι βουητό βυθού

Τι έλξη στο λαβύρινθό μου

Τ’ όνομά σου.

 

10

Στο κούφιο χώμα μου

Τ’ άγιο τ’ απάτητο

Τ’ αχνάρι που άφησες, η λάρνακά μου.

 

11

Λες τον έρωτα δεσμώτη

Λέω τον έρωτα λυόμενο

Ο ένας καταπάνω του αλλουνού

Για τράκο κίνησαν οι δυο κουρσάροι.

 

12

Άμοιρη δεν το ‘ξερες

Που ήμουνα γυάλινος

Πως θα γινόμουν θρύψαλα

Πριν καν με αγγίσεις.

 

 

 Άρης ΔΙΚΤΑΙΟΣ

 

 Έρωτας

 

 Ο εξοχικός δρόμος, που χανόταν

Στον ορίζοντα, η πόλη, τα βιβλία, τα σκεύη, η μέρα

Όταν τα φώναζε με το όνομά τους, ή όταν

Στο μυστικό φως τα έδινε η νύχτα,

Εσένα ονόμαζαν. Μεταμορφώνονταν σ’ Εσένα

Παίρνοντας το δικό σου σχήμα και με τις δικές σου

Συνήθισαν να εκφράζονται κινήσεις.

 

Έτσι, όλη τη μέρα Σ’ έβλεπα και τόσο

Σε αγκάλιαζα σφιχτά, που από το αγκάλιασμά σου

Πολύ πονούσα. Και τον πόνο τούτο

Τόσο ένιωθα, τόσον εννοούσα, ώστε εννοούσα

Πως, επί τέλους, υπάρχουν τα πράγματα και πως υπάρχω…

 

Το σχήμα τους πήραν τα πράγματα, και πάλι

Η πόλη το όνομά της, και ξανά ο δρόμος

Δρόμος έγινε εξοχικός: μέσα στην τύρβη

Των αληθειών του κόσμου τούτου

Έχασα πια το πρόσωπό σου. Έμεινε η πείρα

Των σχημάτων που το σχήμα τους χάνουν,- μαθητεία

Σκληρή, για να κερδίσω μια μονάχα

Στιγμή της ύπαρξής μου.

 

thumb_1193151

stris1 

 

Δημήτρης ΔΟΥΚΑΡΗΣ

 

Τα φιλιά

 

Το μόνο που θυμάμαι

Είναι τα φιλιά,

Όλες οι άλλες λεπτομέρειες

Μου διαφεύγουν –

Σώμα, κινήσεις,

Διαγράμματα

Και τα λοιπά.

 

Το μόνο που θυμάμαι

Είναι τα φιλιά

Στα χείλια,

Σα χαρακιές στα χείλια –

Το πάθος

Αισθάνομαι ακόμη

Πάνω στα χείλια

Σαν απόγνωση

Τα φιλιά.

Ηλίας ΛΑΓΙΟΣ

 

 

Η έρημη γη

 (εκλογή)

 

 […] Αυτός, χαίρε τέκνο του μέλλοντος! Κάθεται

κοντά της στο τραπέζι,

Ανυποψίαστος σοσιαλρεαλιστής με φωτεινά μάτια,

Ένας από τους νιόκοπους, που ρήμα εντός των κατοικεί

Όπως η μούχλα στων δικτατόρων τα παλάτια.

Τώρα οι ώρες τους ξανοίγονται στον έρωτα, το αισθάνονται

Απόφαγαν, κι η νύχτα είναι δική τους,

Δίνονται στων κορμιών τους το φιλί

Μεταλαβαίνοντας τη σπασμική ψυχή τους.

Φίδια νερά και σμίγουν εν εκστάσει,

Τα χέρια τους εκβάλλουν σε μια γύμνια που τόσο καλά ξέρουν,

Ίρις οργασμού τους οδηγεί στην οδύνη, στη γαλήνη,

Και νιώθουν την παραφροσύνη της αγάπης τους

σ’ όλο το ένα που υποφέρουν.

(Κι εγώ ο Αθανάσιος, κι εγώ ο Ηλίας, την

είχα ζήσει τούτη τη χαρά

 Που μου δόθηκε σ’ αυτό το ίλυνο κελί, φωλιά

του πόθου μου το βράδυ,

Εγώ που πρόδωσα  προδόθηκα και απαρνήθηκα τα φτερά

Μου, και καταδύθηκα στο παχύτερο σκοτάδι).

Χαϊδεύονται στερνή φορά,

Και ύστερα ξυπνά μέσα στον άγριο εφιάλτη του…

Κοιτάζει ολημερίς την άδεια κάμαρη και κλαίει,

Πώς έφυγε μακριά, σαν πληγωμένος συνειρμός το ξέρει,

Απ’ το μυαλό του η εικόνα της περνά και λέει:

Ήταν ωραίο όσο κράτησε, μελισσουργός κι αστέρι…

 

[…] Βρωμάει τριγύρα ο δρόμος

Κάτουρο και τυρί

Οι πόρνες αραγμένες

Στις πόρτες στους στύλους

Μπούτια γυμνά το κρέας

Σαν τους σκύλους

Να ‘ρθει ο πελάτης να χαρεί

Οι πολιτσμάνοι γιούργια

Κάνουν στη γωνιά

Εδώ υπάρχει νόμος

Ην πιάσαν τη Μυτιληνιά.

Γιούπι γιάγια γιούπι για,

Γιούπι γιάγια γιούπι για, έι ω!

 

Ο Γιάγκος και η Μοιραία

Κρατώντας τα πηρούνια

Ροτόντα φορτωμένη

Με χίλια δυο καλά

Ψυχής και στο μαχιού

Η τρέλα – τράλαλα –

Φορεί χρυσά σπιρούνια

Παίζοντας η ορχήστρα

Ξανάφερνε στη μνήμη

Ιδανικά σπουδαία

Σαμπάνιας κι αστακού.

Γιούπι γιάγια γιούπι για,

Γιούπι γιάγια γιούπι για, έι ω!

 

«Τουαλέτες και γαμήλια εμβατήρια.

Στο σπίτι μου με ανέθρεψαν με αρχές.

Ο μπαμπάς μου και η μαμά μου

Με παρέδωσαν στα χέρια του.

Το εσπέρας η μαμά μου του έδωσε

Να πιεί δυο τρί ποτήρια

Κι ύστερα ανέβηκε στο δώμα

και πήρε την παρθενιά μου».

«Ο οργασμός μου ξόφλησε στα γραμμένα φρύδια του,

Κι η ελπίδα κάνει παρέα στον οργασμό μου

Κάποιο θλιμμένο λεφτό

Κοιταχτήκαμε γελώντας.

Υποσχεθήκαμε μια καινούρια πατρίδα,

Γεράκι φωτός. Ύστερα παντρευτήκαμε,

Του γέννησα παιδιά.

Τι θέλεις πια να ονειρευτώ;»….

 

Ηλίας Λάγιος, Η έρημη γη, εκδ. Ερατώ

 thumb_1299990

Οδυσσέας ΕΛΥΤΗΣ

 

Του Αιγαίου

 

         I

Ο έρωτας

Το αρχιπέλαγος

Κι η πρώρα των αφρών του

Κι οι γλάροι των ονείρων του

Στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζει

Ένα τραγούδι

Ο έρωτας

Το τραγούδι του

Κι οι ορίζοντες του ταξιδιού του

Κι η ηχώ της νοσταλγίας του

Στον πιο βρεμένο βράχο της

Η αρραβωνιαστικιά προσμένει

Ένα καράβι

Ο έρωτας

Το καράβι του

Κι η αμεριμνησία των μελτεμιών του

Κι ο φλόκος της ελπίδας του

Στον πιο ελαφρύ κυματισμό του ένα νησί λικνίζει

Τον ερχομό.

 

             II

Παιχνίδια τα νερά

Στα σκιερά περάσματα

Λένε με τα φιλιά τους την αυγή

Πού αρχίζει

Ορίζοντας  –

Και τ’ αγριοπερίστερα ήχο

Δονούσε στη σπηλιά τους

Ξύπνημα γαλανό μες στην πηγή

Της μέρας

Ήλιος –

Δίνει ο μαϊστρος το πανί

Στη θάλασσα

Τα χάδια των μαλλιών

Στην ξεγνοιασιά του ονείρου του

Δροσιά –

Κύμα στο φως

Ξαναγεννάει τα μάτια

Όπου η ζωή αρμενίζει προς

Τ’ αγνάντεμα

Ζωή –

 

          III

Φλοίσβος φιλί στη χαϊδεμένη του άμμο- Έρωτας

Τη γαλανή του ελευθερία ο γλάρος

Δίνει στον ορίζοντα

Κύματα φεύγουν έρχονται

Αφρισμένη απόκριση στ’ αυτιά των κοχυλιών

Ποιος πήρε την ολόξανθη και την ηλιοκαμένη;

Ο μπάτης με το διάφανό του φύσημα

Γέρνει πανί του ονείρου

Μακριά

Έρωτας την υπόσχεσή του μουρμουρίζει – Φλοίσβος.

Ο. Ελύτης, Προσανατολισμοί, εκδ. Ίκαρος

 

 θανάσης ΚΩΣΤΑΒΑΡΑΣ

 

 

Σαν το λουλούδι που  ανοιγει

 

 σαν το λουλουδι ου ανοιγει για λιγο και χανεται.

σαν το σύντομο ρόδο που φεύγει σκορπίζοντας το άρωμά του

έτσι ανθιζει η αγαπη.

και ουτε μεσα στην ψυχα του ξυλου, ουτε στο δακρυ του

ουτε στο γάλα της μελισσασ

ουτε στη σιγανη φθινοπωρινη βροχη

δε θα ξανακουστει το τραγουδι.

εκεινη η μαγικη μουσικη η υφασμενη από ηδονή και από ονειρο.

και μονο μεσα στη σιωπη θα υπαρχεις.

μεσα στην κατασπρη παχνη που αχνιζει περα από το στιχο.

περα από το χνουδι της ανοιξησ.

εκει θα προβαλεισ, όπως μεσα στον κηπο σου, αμεριμνη.

αχαραχτη για παντα από το χρονο

κι απ’ το μελανι της νυχτας ανεγγιχτη.

γιατι θα σε φωτιζει η ποιηση.

γιατι θα σε φερνει παντα απροσποιητα αγνη

και ανεπιτηδευτα ομορφη.

σαν λουλουδι που ανοιγει πανω στο χιονι.

και σαν το μυθικο εκεινο πουλι

που δεν εχει μητε χρωμα, μητε ονομα.

που δεν εχει παρα μονο φωνη και απεραντη μνημη.

και που δεν μπορει να το αγγιξει ο φοβοσ.

που δεν μπορει να το αγγιξει ουτε ο ιδιοσ ο θανατοσ.

συχρονη ερωτικη ποιηση, ανθολογια, εκδ. καστανιωτης

 

 

 

 θανασης ΚΩΣΤΑΒΑΡΑΣ

 

slide2-ceb3cf85cebccebdcf8c

Μονον μεσα στα ονειρα πραγματοποιειται

            ο τελειος ερωτας

 ελα παλι στα ονειρα μου αποψε.

ελα ανθοσ που ανοιγεισ και κλεινεισ και γινεσαι πετρα.

και γινεσαι αγριο πουλι κι αλλοτε παλι ραγισμενο χαμογελο.

ελα μεσα στον κηπο μου οσο θα κραταει η εφημερη βλαστηση.

οσο θα παιζουν τα τρυφερα βιολια των γρυλων

κατω απ’ τα ανυποπτα φυλλα.

ελα πριν να πεσει η παχνη.

πριν να συρει το γυαλινο το ξιφοσ της

η σκοτεινη αυγη.

πριν να ματωσουν τα βλεφαρα.

ελα και γινε εσυ το κλειδι που ανοιγεισ τις πορτεσ.

και γινε η βροχη και ο κρυοσ αγερασ.

ελα και χτυπα σαν το αστροπελεκι και χτυπα με.

χτυπαμε στην ασιγαστη επιθυμια μου να σ’ αγγιξω

και να σε κρατησω για παντα.

για παντα όπως κραταει ο ουρανιοσ θολοσ

τον ηλιο και το φεγγαρι και τα’ αστρα.

κι ετσι, από στιγμη σε στιγμη

μεσα  από ισκιουσ και ψευτικα ειδωλα

ας σε κερδιζω.

κι ας σε χανω παλι σε λιγο.

κι ας γινεσαι πετρα κι ας γινεσαι βροχη και κρυοσ αγερασ.

εγω θα ειμαι εκει, εκει θα βρισκομαι παντα.

εκει θα σε περιμενω.

ακομα και ωσ την άλλη ζωη θα σε περιμενω.

αγγιζοντάσ σε μοναχα στον υπνο μου.

συχρονη ερωτικη ποιηση, ανθολογια, εκδ. καστανιωτης

 

 θανασης ΚΩΣΤΑΒΑΡΑΣ

 

 η μοσκοαναθρεμμενη στον υπνο της

 

 κοιμαται η αγαπη μου.

κι ο υπνοσ της είναι πρασινοσ: σαν το χορταρι.

και σαν το φεγγαρι λαμπει το προσωπο της ολοκληρο.

πανω στ’ ασπρα σεντονια της κοιμαται η αγαπη μου.

σαν τη νυφη κοιμαται κουρασμενη.

αποκαμωμενη από τα παιχνιδια του ερωτα.

σαν τη νυφη κοιμαται μαγεμενη η αγαπη μου.

και τα πουλια πλεκουν γιρλαντες πανω απ’ το προσκεφαλι της.

κι οσα φιλια μου εχω σκορπισει στο σωμα της, σκαζουν σαν τριανταφυλλα.

και τιποτα δε σκεφτεται να την ενοχλησει.

λαδι εχουν σταξει πανω στα βλεφαρα της οι ωρες.

και τα ονειρα της σαν το γαλα και σαν το μελι κυλουν

και γλυκαινουν τα μελη της.

κι  εκεινη κοιμαται, κοιμαται η χαϊδεμενη

και χαμογελαει στον υπνο της.

κι εχει πανω στ’ ωραιο της  στηθοσ αφημενα τα χερια της.

ετσι όπως διπλωνουν τα φτερα τους οι αγγελοι.

όταν κουραστουν να μοιραζουν την αγαπη στον κοσμο

κι ευτυχισμενοι γυριζουν να κοιμηθουν στον παραδεισο.

ετσι κι η αγαπη μου, αναμεσα στα λουλουδια κοιμαται.

αναμεσα στα λουλουδια κοιμαται και κατω

απ τα δεντρα ονειρευεται.

και τα τζιτζικια σωπαινουν για να μην την ξυπνησουν.

και σταματουν το πεταγμα τους οι μελισσες.

κι ο ηλιοσ κρυβει το προσωπο του πισω από τα φυλλα.

για να χορτασει τον υπνο μεσα στον ισκιο η αγαπη μου.

για να ‘ναι ασπρη σαν το γαλα όταν ξυπνησει

και σαν το μελι γλυκια

και σαν τριανταφυλλο ομορφη.

και σαν τον ηλιο και το φεγγαρι να λαμπει.

για να δοθει παλι ξεκουραστη στην αγαπη.

στον ερωτα μου και στην αγαπη μου, να δοθει

ξανα ξεκουραστει η αγαπη μου.

συχρονη ερωτικη ποιηση, ανθολογια, εκδ. καστανιωτης

 

 

 θανασης ΚΩΣΤΑΒΑΡΑΣ

 

Σαν τη θαλασσα ανθιζεις

 

 σαν τη θαλασσα ανθιζεισ.

σαν τη θαλασσα ανθιζεισ και παλλεσαι.

κι υστερα γαληνευεισ κι υστερα

παλι φουσκωνεισ και μεταμορφωνεσαι μεσα μου.

εσυ που εισαι πιο ασπρη απ’ το αλατι και γινεσαι

απ’ το νερο γαλανοτερη.

κι απ’ τον ηλιο που βασιλευει πιο ριδινη.

εσυ που δεν εχεισ τελοσ.

που σε κοιτω και δε σε χορταινω,

δεν σε εξαντλω ουτε μεσα στο χρονο

ουτε μεσα απ’ το πολυνηχανο ονειρο.

γι αυτό όταν με βλεπεισ καποτε να σωπαινω

όταν καθομαι αντικρυ σου κι ουτε ενασ ψιθυροσ

χλοησ δε σαλευει στα χειλη μου

δεν είναι επειδη δε βρισκω τον τροπο να εκφρασω

όλα αυτά που αισθανομαι.

γιατι και το τραγουδι δεν είναι καθολου μια ευκολη ασκηση.

κι αν η ποιηση είναι τοσο μεγαλη

ερχεται ωρα που δε χωρει

δεν μπορει να χωρεσει την εκσταση.

και ισωσ τοτε μονον η σιωπη εχει τη δυναμη να μιλησει.

εκεινο το βαθυ κοιταγμα μεσα απ’ τα ματια του αλλου.

και η τρυφερη περιπλανηση πανω στη σαρκα.

γιατι τι άλλο είναι η αγαπη

παρα το χερι που μας παιρνει και μας οδηγει

καποτε περα απ’ το φοβο

μεσα απ’ την κολαση ακομα

πανω απ’ την ηδονη

σε μιαν άλλη βαθυτερη γνωση

σε μιαν άλλη αποκαλυψη.

εκει που μονο μια και νουρια γλωσσα μπορει

να σηκωσει την εκφραση.

συχρονη ερωτικη ποιηση, ανθολογια, εκδ. καστανιωτης

 1239716151300_1keirajdepp1

Μανόλης ΠΡΑΤΙΚΑΚΗΣ

 

 

Η γυμνή πανοπλία

 

Κάθε κορίτσι κατεβαίνει πάνοπλο στον κόσμο.

Αλλά η γοητεία των ανδρών η αλαφρομυαλιά τους

η ένοχη σκληράδα τους, μια νύχτα σαν ωραίοι

λογχοφόροι τη βρίσκουν και την αφοπλίζουν.

Βίαια της αποσπούν τα ξίφη, της αποσπούν τα ακριβά

 περιδέραια που με σύνεση της κρύβαν το τρυφερό

κόκκινο φύλλο.

Της αποσπούν το φόρεμα από αλαλαγμούς και κόκκινους

βοριάδες και μετά το σκληρό

κάτασπρο καπέλο που μαγνητίζει τα τριζόνια

και τις σιγαλιές. Κι ύστερα τη ρίχνουν

σε μια τρικυμία από προορισμούς.

 

Εκείνη που είναι προορισμένη ν’ αφοπλίζεται

και να πληγώνει.

 

 

 

Μανόλης ΠΡΑΤΙΚΑΚΗΣ

 

 

Φλεγόμενο φλάουτο

 

Σπασμέ των λέξεων. Ερωτικό

σώμα του λόγου. Φωτοβόλο

πλάσμα τριαντάφυλλο

ανάγλυφης γυναίκας.

 

Έρχεσαι πάντα

Μέσα απ’ τις γλώσσες

της φωτιάς.

 

 

 

Μανόλης ΠΡΑΤΙΚΑΚΗΣ

 

 

Λιβιδώ

 

 

(Ε)

Πρωτάκουστη φωνή ζωγραφίζοντας την ακοή μου.

Πρωτοϊδωμένη σχηματίζοντας τα μάτια μου.

Γλύπτρια που με πελεκάς στο φως και με συνεχίζεις

στα όνειρα, δροσερή κοίτη

της φωτιάς.

Μέσα σου σπαρταρά ένα πουλί πριν απ’ τη γλώσσα

και τη συμφορά της.

Μια πείνα βαθιά πριν απ’ το στόμα, η στιγμή

που με ξανακοιτάζει ακέραιο

να περνώ.

Με το νόημά σου μεταμορφωμένο ανατέλλοντας

Μέσα στις λέξεις. Και οι λέξεις ανατέλλουν τότε

σαν μωρά και πνέουν με τα αίματα

και τα λουλούδια.

 

Πνοή που μας ξαναγεννάς.

Πνοή που μας γυρίζεις

στο πιο πράσινο

των πρωτόπλαστων.

 

 

 

Μανόλης ΠΡΑΤΙΚΑΚΗΣ

 

 

Η παραλοϊσμένη

 

 

Εκδοχή VII

 

 

Η θαλασσινή γυναίκα στέκεται μιλά.

Μ’ αυτό τον ξένο άνδρα που ήταν

έζησε μαζί του στο ισκιερό μέρος της νυχτός.

Απ’ τη μεριά που άκουγε τα όνειρα μες στη γνώση του

πυκνή και ωραία γύρη του περιβολιού

ο αγέρας άνοιγε τις κλειστές πτυχές του πόθου τους

σαν ένα ύφασμα για να ντύσει σώμα.

Ο αγέρας κι αυτή λίγο μαλλί λίγο πρόσωπο να φεύγει

μες στα πορφυρώματα της νύχτας

έλα του φώναζε.

Να φύγουμε μαζί το πλοίο ή σκάλα

μια ζωή κουρέλι στον αγέρα δισταγμοί,

το γρύλισμα του φτωχού άντρα και το κλάμα του παιδιού

έλα του φώναζε η φωνή της αλκυόνα

στα νερά εμείς το πλοίο και το πλήρωμα

κι η βαθιά έλικα του ταξιδιού να γυρίζει πάντα

μες στα σωθικά.

Θα ‘ναι ωραία στην όχθη της Αιγύπτου

έλα του φώναζε

είμαι η παρθένος Μαρία κι η Μαγδαληνή η πόρνη

κι είσαι ο Ιωσήφ της ηδονής μου

κι ο αρχάγγελος του πόθου μου

έλα να ντυθούμε στα λινά

να σκύψουμε στο φιλιατρό

ωραία θηρία της ερήμου για το νερό και για βρώση.

 

Δυο στεγνά ποτάμια να χυθεί το βρόχινο νερό

θα ‘ναι πουλιά στην όχθη ψίθυροι κλαδιών

θα ‘ναι άκοποι λαοί φυλές μόλις από τα βουνά.

Θα ‘ναι σπορές ανθρώπων χαραυγές σαν γυρισμοί

θα  ‘ναι λαοί και πλήθη έθνη και γλώσσες.

 

thumb_318031 

 

Τάσος ΚΟΡΦΗΣ

 

 

Αναμέτρηση

 

 

Όπως τ’ αγρίμια κοιτάζονται, αναμετριούνται πριν

εξοντωθούν,

όπως τα λουλούδια

κλείνουν, έντρομα, τ’ ανθόφυλλά τους στο άγνωστο

έντομο,

με δέχτηκες περίφοβη, συγκρατημένη,

αποφεύγοντας

το κυνήγι των χεριών μου, που αχόρταγα ζητούσαν

να σπείρουν επάνω σου τ’ άνθη της μοναξιάς μου. 

 

 

 

Τάσος ΚΟΡΦΗΣ

 

 

Πέρασες και με ρήμαξες

 

 

Άγριο πουλί με καμπυλωμένα νύχια πέρασες από τον

     ήρεμο κήπο μου.

Γκρέμισε η σκιά σου τους φράχτες. Χύμηξε το νερό.

     Πνίγηκε το άλογο

Άκαρπα ξεράθηκαν τα λουλούδια. Ο σκύλος αλυχτάει

      στην  πόρτα μου.

 

Ξερό πηγάδι μια ολόκληρη ζωή με τα χείλη

καρφωμένα στον ουρανό

για λίγη δροσιά, βαθιά βουλιαγμένα στο χώμα

για λίγη δροσιά, με τα ποτάμια να φεύγουν μακριά

     μου

και τα πουλιά, με πήραν τα χρόνια, δε σε περίμενα.

Πέρασες και με ρήμαξες.

 

Σύγχρονη ερωτική ποίηση, εκδ. Καστανιώτης

 

 

Αντώνης ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ

 

 

Το όρος Αφροδίτη

 

Κορίτσι το τσουρουφλισμένο χόρτο του έρωτα

Κι η σκοτεινή σχισμή για την Αχερουσία

Το απόκρημνο βουνάκι σου με ρόδινες μυρτιές

Κι ο χοίρος που βοσκάει τα βαλανίδια.

 

 

 Αντώνης ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ

 

 Εσύ

 

 Αν σε πω γκόμενα θα σ’ αφανίσω

Αν σε πω αγάπη μου θ’ αφανιστώ

Ηλεκτρικό πουλί στα χείλη της αβύσσου

Δάσος πυκνό που το περνάω σφυρίζοντας.

 

 

 Αντώνης ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ

 

 Ο έρωτας

 

Ο έρωτας είναι ένας ροζ πολτός

Μες στα σχολεία τις ντισκοτέκ και τα τηλέφωνα

Κολλάει στη γλώσσα μας στα μάτια στα μαλλιά μας

Απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο πέφτουμε κάτω

Με ανεπιτήδευτα επιδέξια βολ πλανέ

Πετάμε γύρω απ’ τα μεγάλα χτίρια

Ο έρωτας είναι το αξέχαστο μαλλί της γριάς

Κολλάει στα  χείλη μας και τραγουδάμε υπέροχα

Τι άλλο μεγαλύτερο έχ’ η ζωή

Από τον ύπνο στη φωλιά του ωραίου;

 

 

 Αντώνης ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ

 

 

Ο έρωτας (2)

 

 Ο έρωτας

Ένα τρελό κυνήγι μες στη νύχτα

Τρέχοντας με εκατό

Ψιχαλισμένος δρόμος

Οι διάττοντες

Ανοίγοντάς σου δρόμο στο στερέωμα.

 

Σύγχρονη ερωτική ποίηση, Καστανιώτης

 

 

 Διονύσης ΚΑΡΑΤΖΑΣ

 

 Είσαι

 

τόσο που σε κοιτάω

δένω καρπός ωραίος και

μέγας της ομορφιάς και της χαράς

Το κορίτσι με το μεγάλο όνομα του λουλουδιού

είσαι. 

 

 

Αντιόπη

 

 

κάποτε σε γέννησε ένας ποταμός κι η νύχτα

κι ομόρφυνες ημέρα απέναντι στον ήλιο,

Σήμερα γυρνάς μέσα μου πατρίδα μου και φως μου

με τούτα τα μαλλιά σου φωτεινές γραμμές νερού

με τούτα τα μάτια σου νερένιες γραμμές φως

με τούτο το πρόσωπό σου θάλασσα κι αυγή

Γιατί σε θυμάμαι όταν βρέχει;

 

 

Στο μπαλκόνι

 

 

το κορίτσι στο μπαλκόνι

ντύθηκε απόψε τις ώρες μου

και στα μαλλιά σου χτένισες όμορφα τοπία αγάπης

Σε διψάω.

πόσο πονάω ακούγοντας τα λαϊκά τραγούδια.

 

 

 

Κατερίνα

 

Β

Τι χαρά η αγάπη μου,

του νερού είναι και της αμυγδαλιάς

και του γλυκού πρωινού.

χαρά η αγάπη μου

των χορταριών και των πουλιών.

αγάπη μου,

παίρνω το φως και είμαι σε

κρατάς με και φωτίζεσαι.

 

Η δική μου αγάπη είναι δέντρο θαλασσινό.

 

Άνεμος είσαι και βροχή και νύχτα

κι ατέλειωτος κελαηδισμός

η αγάπη μου

 

Ζ

στη θάλασσα που μας διψάει

έλα

στη θάλασσα που μας υπάρχει

γείρε,

η ωραία μου

κι η αγάπη μου.

όπως μιλάς σε γεύομαι

κι όπως σιωπάς σ’ ακούω.

 

ΙΒ

στην ομορφιά των ματιών σου είμαι

και στην κίνηση του κόσμου που τον γέρνεις

υπάρχω.

να σου πω για τη μεγάλη γλύκα του χελιδονιού:

Μιλάω στα πράγματα και μ’ ακούς.

 

ΙΓ

διάβασέ μου τούτο τον ήλιο το βουνήσιο

και τούτο το νερό της θάλασσας και τ’ ουρανού

μπορείς

να είσαι και γίνεσαι, να με κοιτάς και γίνεσαι

φως νερού και πόνος της χαράς

και θέλεις και αγαπάς τη μουσική

που σου γίνομαι, κυρά μου.

 

Σύγχρονη ερωτική ποίηση, εκδ. Καστανιώτης

ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΟΥ ΜΟΝΤΙΛΙΑΝΙ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΟΥ ΜΟΝΤΙΛΙΑΝΙ

5 thoughts on “ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΙΗΤΕΣ 2

  1. Μαργαρίτα Γιαννίση on said:

    Από ποιά ποιητική συλλογή αντλήσατε τα ποιήματα του Πρατικάκη;

  2. όχι Καριωτάκης, αλλά Καρυωτάκης (κάρυον = καρύδι)

  3. Παράθεμα: Κ. Γ. ΚΑΡΙΩΤΑΚΗΣ: Νοσταλγία. | αἰέν ἀριστεύειν

Σχολιάστε