Το περασμένο Σάββατο, 8 Μάρτη, Παγκόσμια ημέρα της γυναίκας, το μπλογκ μου έκανε νέο ρεκόρ επισκέψεων… Το επισκέφτηκαν 3. 213 «φίλες» και «φίλοι»!!!
Το προηγούμενο ρεκόρ ήταν στις 2,834 επισκέψεις… Η συνήθης επισκεψιμότητα στο μπολγκ μου είναι στις 700-800 επισκέψεις ημερησίως.
Η προτίμησή σας μου δίνει ιδιαίτερη χαρά, κουράγιο και δύναμη για να συνεχίσω!
Ικέτις
«Oυρανία, πολυτραγουδισμένη Aφροδίτη, γενέτειρα θεά,
συ τις τρεις μοίρες κυβερνάς και τα πάντα γεννάς,
όσα στον ουρανό υπάρχουν και στην πολύκαρπη τη γη
και στο βυθό του πόντου, Mητέρα των Eρώτων,
έλα, γέννημα θεϊκό της Kύπρου…»
(Oρφικός Ύμνος στην Αφροδίτη)
Υποταγμένος…
Γυμνός και πελιδνός
Γονυπετής
Χωρίς πορφύρα
Δίχως ασπίδα
Προσέρχομαι
Ενώπιον σου Αφροδίτη
Ως ο- κατά κράτος ηττηθείς-
Αυτοκράτωρ Μιχαήλ
Στον Πέρση βασιλέα
Το έλεός του επαιτώντας
Στο δέος σου
Προσπέφτω Αφροδίτη
Την εύνοια σου γυρεύω
Πολλά δε σου ζητώ
Την άδειά σου μόνο
Να θύω στο βωμό
Να προσκυνώ στο ιερό σου
Τα ακροδάχτυλά σου να φιλώ
Δείξου μεγάθυμη
Χαίρε των κρίνων κεχαριτωμένη
Εγώ ο δούλος σου
Ικέτης στο δέος σου προσπέφτω
Θεά του Έρωτα
Δείξου μεγάθυμη
Γιάννης Π. Τζήκας
Τα χέρσα
Κι όμως
Η αληθινή ζωή είναι απούσα
Και είναι αυτή που κατοικεί
Στις σκέψεις και στα όνειρά μας
Και δεν την αφήνουμε να περπατήσει
Αλυσοδεμένη την κρατούμε μέσα μας
Να μιλήσουμε κάποια στιγμή
Για τα χέρσα χωράφια μας
Αυτά που ακόμα
Δεν τα ξεχερσώσαμε
Από απουσία τόλμης
Ή απ’ την απειλή του «άλλου»
Και ο έρωτας…
Εσαεί ανολοκλήρωτος
Γ. Π. Τζήκας
Οδυσσέας ΕΛΥΤΗΣ
(μικρό απόσπασμα από το «Άξιον εστί»)
«Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη/
διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθη-/
μερινές και σκόλες…/
Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ο ένας πίσω απ’ τον/
άλλο, ίδιοι τυφλοί…/
Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το με-/
Ρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα…/
Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει/
σε καθρέφτη, ώρες πολλές το γύρο του προσώπου μας…/
Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν/
Μεριές μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες…/
[…} Άξιον εστί το κύμα που αγριεύει…/ Άξιον εστί το διάσελο που ανοίγει…/
Άξιον εστί το αναίτιο δάκρυ…/ Άξιον εστί των ερώτων το τραύλισμα πάνω στα βράχια…/ Νυν των λαών το αμάλγαμα…/Νυν η ταπείνωση των Θεών Νυν η σποδός του Ανθρώπου/ Νυν νυν το μηδέν…/ Και αιέν ο κόσμος ο μικρός, ο Μέγας!»
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ
ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΕ ΤΗ ΣΑΛΠΙΓΓΑ
Αν μπορούσες να ακουστείς
θα σου έδινα την ψυχή μου
να την πας ως την άκρη του κόσμου.
Να την κάνεις πςριπατητικό αστέρι ή ξύλα
αναμμένα για τα Χριστούγεννα – στο τζάκι του νέγρου
ή του Έλληνα χωρικού. Να την κάνεις ανθισμένη μηλιά
στα παράθυρα των φυλακισμένων. Εγώ
μπορεί να μην υπάρχω ως αύριο.
Αν μπορούσες να ακουστείς
θα σου έδινα την ψυχή μου
να την κάνεις τις νύχτες
ορατές νότες, έγχρωμες,
στον αέρα του κόσμου.
Να την κάνεις αγάπη.
Νάνος Βαλαωρίτης
“Το μάθημα της χαραυγής”
Με το κόκκινο φίδι που γεννιέται στο αίμα τους
με τη διπλή φλογέρα που κοιμάται στο βλέμμα τους
τα παιδιά σας θα μεγαλώσουν κι αυτά
θα τινάξουν το βαρύ χαλινάρι να εμποδίζει το όνειρό σας
θα παρατήσουν τους χορούς και τα παιχνίδια στα τρυφερά λαγκάδια
και θα περάσουν σιωπηλοί μαρμαροτράχηλοι τις ατσαλένιες πόρτες
να πλημμυρίσουν τη γερασμένη σας πολιτεία
και τ’ αγέρωχα παλικάρια μεθυσμένα από το αίμα της χαραυγής
θα τιναχτούν να γιορτάσουν το ξύπνημά τους
να τραγουδήσουν με τη δική σας φωνή ένα δικό τους αστέρι
ν’ αγναντέψουν με τα δικά σας βλέμματα ένα δικό τους ήλιο
να κοιμηθούν με το δικό σας ύπνο ένα λαφρύτερο ύπνο
και θάρθουν αστροντυμένοι
όπως έρχεται το φεγγάρι να λιώσει στην αμασχάλη του βουνού
και θάρθουν ηλιολουσμένοι
όπως έρχεται το μαχαίρι αστραφτερό να βρει το κοιμισμένο χέρι
και θάρθουν ανεμοπόδαροι θαλασσοφιλημένοι
να τινάξουν στη μαραμένη σας αγκαλιά τη ζωντανή τους αγάπη.
Μανόλης ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
Χάρης 1944
Ήμασταν όλοι μαζί και ξεδιπλώναμε ακούραστα τις ώρες μας
Tραγουδούσαμε σιγά για τις μέρες που θα ‘ρχόντανε φορτωμένες πολύχρωμα οράματα Aυτός τραγουδούσε, σωπαίναμε, η φωνή του ξυπνούσε μικρές πυρκαγιές
Xιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούσαν τη νιότη μας
Mερόνυχτα έπαιζε το κρυφτό με το θάνατο σε κάθε γωνιά και σοκάκι
Λαχταρούσε ξεχνώντας το δικό του κορμί να χαρίσει στους άλλους μιαν Άνοιξη.
Ήμασταν όλοι μαζί μα θαρρείς πως αυτός ήταν όλοι.
Mια μέρα μας σφύριξε κάποιος στ’ αφτί: «Πέθανε ο Xάρης»
«Σκοτώθηκε» ή κάτι τέτοιο. Λέξεις που τις ακούμε κάθε μέρα.
Kανείς δεν τον είδε. Ήταν σούρουπο. Θα ‘χε σφιγμένα τα χέρια όπως πάντα
Στα μάτια του χαράχτηκεν άσβηστα η χαρά της καινούριας ζωής μας
Mα όλα αυτά ήταν απλά κι ο καιρός είναι λίγος. Kανείς δεν προφταίνει.
…Δεν είμαστε όλοι μαζί. Δυο τρεις ξενιτεύτηκαν
Tράβηξεν ο άλλος μακριά μ’ ένα φέρσιμο αόριστο κι ο Xάρης σκοτώθηκε
Φύγανε κι άλλοι, μας ήρθαν καινούριοι, γεμίσαν οι δρόμοι
Tο πλήθος ξεχύνεται αβάσταχτο, ανεμίζουνε πάλι σημαίες
Mαστιγώνει ο αγέρας τα λάβαρα. Mες στο χάος κυματίζουν τραγούδια.
Aν μες στις φωνές που τα βράδια τρυπούνε ανελέητα τα τείχη
Ξεχώρισες μια: Eίν’ η δική του. Aνάβει μικρές πυρκαγιές
Xιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούν την ατίθαση νιότη μας…
Τώρα είναι καλοκαίρι
Τώρα είναι καλοκαίρι!
Κόβω την πλήξη με μαχαίρι
Παίρνω τον ήλιο από το χέρι
Πάω σε μυστικές ακρογιαλιές
Σε μυρωμένα μέρη
Τέτοια που μόνο η ψυχή μου ξέρει
Ηχεί τζιτζίκισμα καλοκαιριού
Μεθώ με φως μεσημεριού
Πάω στο άγνωρο το μυστικό
Σ’ απόκρυφη ακτή να κολυμπώ
Σε ρόδινες αστραφτερές
Ανταύγειες του δειλινού
Νίβω χαρά το πρόσωπό μου
Σβήνω τη μέσα μου σκιά
Ο έρωτας φωτιά
Να καίει το μυαλό μου
Μ’ όρτσα ψυχή μ’ όρτσα πανιά
Βουτιά μες στ’ όνειρό μου
Τι λες; Έρχεσαι και συ μαζί μου;
Κι αν δεν τα θες, να σε χαρώ
Τις μυστικές ακρογιαλιές
Τα μυρωμένα μέρη
Σε πάω ως τον ουρανό
Στου έρωτα τ’ αστέρι
Γ. Π. Τζ.