Πες το με ποίηση (385ο): «ΑΡΧΗ-ΑΡΧΙΖΩ-ΞΕΚΙΝΗΜΑ»…
Όλα αρχίζουν εδώ – Νίκος Πορτοκάλογλου
1.ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΑΡΧΙΖΟΥΝ ΟΛΑ
.
Ξεχείλισμα Κυριακάτικης περιττότητας.
Αυτήνε μόνο βλέπεις.
Χυμένη στη φύση
τυλίγει την κάθε ακτίδα του ήλιου.
Μέσα στις φλέβες μου όλες,
ως έξω στις πιο μου κυρίαρχες σκέψεις.
Τίποτ’ άλλο δεν είναι.
.
Τ’ αναιμικό αντρόγυνο της εργατιάς σέρνει ανάμεσά του
ένα παιδάκι.
Με αργοκίνητη απόλαυση.
Κατάδικο σ’ ανήθικη συνέχεια κατάντιας.
.
Στις φορεσιές, στις στάσεις, στα κουνήματα,
σε ό,τι θέλουνε να κρύψουν, να κάνουνε ακόμα πιο μεγάλο
κι απ’ του αγνώστου μας το φόβο,
παντού το τελειωμένο
το ανθρώπινο.
.
Πατάνε.
Ολοκάθαροι και νηστικοί.
Γυρεύουνε. Χαμένοι.
Μαζί και κείνος που μεγάλωσε στους Κυριακάτικους περίπατους,
ανάμεσα στους περιπατητές.
.
Τα πρόσωπα όλα γνώριμα, αδιάφορα.
Σαν τον εαυτό σου.
Τις άλλες μέρες μακριά, σήμερα ξένος.
Κι αυτοί έχουν αφήσει κάπου ό,τι δικό τους.
Κουνιώνται ολόγυρά σου,
τόσο ίδιοι,
τόσο άχρηστα διαφορετικοί.
Παιγνίδια που ξεφύγανε,
ανάμεσα σε τόσα άψυχα.
Ασύντριφτα.
Μπορώ να τους κοιτάζω άφοβα,
κι ας μας χωρίζει όλους μας κατάβαθα
πανάρχαιος δεσμός χυδαίας πάλης.
.
Κάποιοι μου κάνουνε για λίγο συντροφιά
με τις δικές μου τις ψευτιές που βάζω μέσα τους.
Μα όλο τους αφήνω.
Μακριά τους,
σε μια ξεχωρισιά.
Σβήνεται κάθε νόημα,
κι οι κόσμοι πού ‘λαμψαν ποτέ στο μοναχό ξαστέρωμα.
.
Μα κι έτσι μαζί σου σα βρεθείς,
χαμένος τότε πιο πολύ.
Και πια μονάχα κρατημένος
απ’ του χαμού την ομορφιά.
.
Αρχίζει τ’ όνειρο,
κείνο που μέσα του ποτέ σου δε ρωτιέσαι:
γιατί είσ’ εκεί;
γιατί είναι όλα έτσι;
με το φόβο.
Ποτέ δε θα ξυπνήσεις. Τ’ όνειρό σου μονάχα θα σβήσει.
.
Δε θα μπορούσε να ‘ναι αλλιώς.
Συγκρίσεις δεν υπάρχουνε.
Κι ανακουφίζεσαι. με υποψία.
Κι η τύψη πάλι εκεί,
για σένα, για τους άλλους, για το μεγάλο γύρω σου.
Στιγμές σου μένουνε στη ζάλη.
Χαρά.
.
Τ’ αγαπημένο σώμα σου σε καρτερεί
και σε μικραίνει τόσο,
σε χώνει ακέριο μέσα του,
και βρίσκεις έτσι ποια θα σε σώσει συντροφιά…
Ακόμα μέσα στ’ όνειρο.
.
Στο δρόμο αρχίζουν όλα.
Ανάμεσα στους περιπατητές.
.
Θεόδωρος Ντόρρος, Στου γλιτωμού το χάζι, 1930
***
2. ΟΤΑΝ ΑΡΧΙΣΑΝΕ ΝΑ ΦΕΥΓΟΥΝ
.
Τό σπίτι μας ἄρχισε ξαφνικά νά μεγαλώνει
καί νά πληθαίνουνε τά πράγματα
τά πιάτα, οἱ καρέκλες, τά σεντόνια
.
Τίς νύχτες βέβαια δεχόμουν πάντα τίς σκιές σας
κι ὅταν ξημέρωνε ἔτρεχα μέ ἀγωνία στά δωμάτια
νά βρῶ κάποια ἀκαταστασία
Μιά ἀπουσία πού νά ἐπικυρώνει
τή νυχτερινή σας παρουσία
.
Ὅμως ὅλα στή θέση τους, ἀμετακίνητα,
σάν σκηνικά κάποιας παράστασης
πού ᾿χε ματαιωθεῖ ὁριστικά, μέ κοροϊδεύανε
καί οἱ γυμνές κρεμάστρες μέ ἀπειλοῦσαν
.
Κάθε πρωί τό σπίτι μας γινότανε ὅλο καί πιό μεγάλο
κι ὅλο καί περισσεύανε τά πράγματα
κι οὔτε πού μίλαγα καθόλου
γιατί στ᾿ αὐτιά μου ἀντηχοῦσε ἀκόμα
ἡ φωνή μου ἀπό τότε:
«Εἶναι μικρό το σπίτι», σοῦ ᾿λεγα
«κι μεῖς πολλοί και δεν χωρᾶμε».
.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΙΔΗΡΑ, Η όγδοη νότα
***
3. Η ΑΡΧΗ ΤΩΝ
.
Η εκπλήρωσις της έκνομής των ηδονής
έγινεν. Aπ’ το στρώμα σηκωθήκαν,
και βιαστικά ντύνονται χωρίς να μιλούν.
Βγαίνουνε χωριστά, κρυφά απ’ το σπίτι· και καθώς
βαδίζουνε κάπως ανήσυχα στον δρόμο, μοιάζει
σαν να υποψιάζονται που κάτι επάνω των προδίδει
σε τι είδους κλίνην έπεσαν προ ολίγου.
.
Πλην του τεχνίτου πώς εκέρδισε η ζωή.
Aύριο, μεθαύριο, ή με τα χρόνια θα γραφούν
οι στίχ’ οι δυνατοί που εδώ ήταν η αρχή των.
.
Κωνσταντίνος Καβάφης
***
4. ΑΡΧΗ ΜΙΑΣ ΟΜΙΛΙΑΣ
.
Αγαπητοί φίλοι –
μα σε ποιους φίλους απευθύνομαι
μέσα σε τόσους αγνώστους
που ακόμα και να το 'θελα
δεν πρόκειται να τους ξανασυναντήσω,
μέσα σε γνώριμους που τα ονόματά τους
δύσκολα συνδυάζω πια
με τις φυσιογνωμίες τους,
μέσα σε ανθρώπους κάποτε κοντινούς
που έγιναν με τον καιρό αγνώριστοι
όπως τα σπίτια των εφηβικών μας χρόνων.
.
Τότε ας ξεκινήσω αλλιώς –
μα πώς; Αν έλεγα
Αγαπητοί σύντροφοι
θα έμοιαζε τώρα με κοροϊδία
ενώ το Κύριοι και Κυρίες
θα έκανε αγνώριστο εμένα.
.
Ίσως τελικά να πήγαινε
ένα Αγαπητοί μου συμπολίτες
εφόσον βέβαια υποθέσουμε
πως ζούμε πάντα στην ίδια πόλη
παρά τις νεκρές της ζώνες,
όμως αυτό κι αν θα 'ταν επιτηδευμένο.
.
Όχι, καλύτερα μια νέα απόπειρα
όσο κι αν είναι δύσκολη.
Από την αρχή λοιπόν:
Αγαπητοί φίλοι…
.
ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ
Ρίτα Αντωνοπούλου – Πάμε ξανά απ' την αρχή
5. ΠΑΜΕ ΞΑΝΑ ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΡΧΗ
.
Πάμε ξανά απ’ την αρχή
πάμε να δούμε αν υπάρχει κάπου άλλη μια αρχή
αν έχει μείνει ουρανός.
.
Κάνε πως μπαίνεις, στο φως πηγαίνεις
κάνε πως ψάχνεις να με βρεις
να με φιλήσεις, να με ρωτήσεις, αν έχει μείνει φαγητό
κάνε πως όλα είναι εδώ.
.
Έλα σαν να ‘ναι όπως παλιά
έλα να δούμε αν μπορεί να γίνει όπως παλιά
αν έχει αέρα η φωτιά.
.
Ιωάννου Οδυσσέας
***
6. ΜΗΝ ΞΕΚΙΝΗΣΕΙΣ ΑΣΚΟΠΑ
.
Mην ξεκινήσεις άσκοπα, δεν έχει ο δρόμος τέρμα,
και είναι κύκλος η φυγή, κι η λύτρωση ένα ψέμα.
Μην ξεκινήσεις, ρίζωσε στην πατρική σου γη,
και σκάψε την και κάμε την περβόλι.
Αυτοί που ξεκινήσανε, κάποιαν αυγή για μια φυγή,
ρυτιδωμένοι και σκυφτοί ξαναγυρίσαν όλοι.
.
ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ
***
7.ΠΑΛΙ ΑΠ' ΤΗΝ ΑΡΧΗ
.
Σε χώρο κλειστό περίφρακτο
με πρόσωπο σβησμένο
(μορφή μισοφαγωμένη απ' τον καιρό)
γυμνός στο βάθος
μετά την αποφλοίωση της μνήμης
μ' ένα σπασμένο σταμνί αγάπης στα χέρια
.
σ' αρχαίους ναούς
σ' ερειπωμένες πόλεις του ήλιου
σε τρένα και σταθμούς
σε νυχτερινούς περίπατους του φεγγαριού
(που'σαι Σίβυλλα,'Ηριννα, Πενθεσίλεια, Ιλάειρα, Σελένα…)
.
ανελέητα ενδοστρεφής
βυθομετρούμενος ολοένα με κατακόρυφες
καταδύσεις ψυχής
σ' έναν κόσμο φθοράς
και συνάμα απολογητής της φθοράς
μένω αδιόρθωτος νοσταλγός ενός χαμένου oνείρου.
.
Σχεδόν εκτός εαυτού πλέον
με τριμμένο ρούχο
ένα ραβδί
ένα κλωνί από ελιά
σε παλαι'ι'κά δωμάτια κλεισμένος
.
Προσπαθώ να μη λησμονηθώ
και να μη λησμονήσω
μα πάλι απ' την αρχή
.
Να ξαναρχίσω.
.
ΣΤΑΥΡΟΣ ΜΙΧΑΣ, ''χελώνα στο βυθό του κόσμου'' 1997
***
8. ΜΕΝΩ ΕΔΩ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΜΟΥ
.
Η μέρα ξεκολλάει τη νύχτα
τη γκρεμίζει.
Ο πετεινός ξυπνάει και ρωτάει την ώρα.
Ο ήλιος ρωτάει για μένα
αν τον καταλαβαίνω
όπως τον κεραυνό το δάσος.
Μπαίνει στα μάτια μου
βγαίνει απ΄ το βλέμμα μου
στο αίμα μου κοιμάται
ξυπνά μες στη φωνή μου.
.
Τίποτα δε σαλεύει
ίσως είναι το καλοκαίρι που ξεχείλισε μέσα μου.
.
Τίποτα δε χάνεται
και παρ' όλα αυτά
η ώρα μικραίνει.
.
Εγώ πιο μόνος
καρφωμένος στο κέντρο του παντός
μένω εδώ
στην αρχή μου.
.
Αν είναι η αρχή μου
αυτή η αρχή
που ξεκινά μαζί μου
μ' αυτήν αρχίζω
σ' αυτήν διαιωνίζομαι.
.
Ο χρόνος στ' άδεια του χέρια με κρατάει.
.
ΣΤΑΥΡΟΣ ΜΙΧΑΣ
***
9. ΓΕΝΕΣΙΣ
.
Εν αρχή ήταν η αρχή
βγαίνοντας μέσ απ' το τίποτα
από ένα στρώμα σκοταδιού παχύ
με κηλίδες κόκκινες, π.χ.
τα τοπία του Οιδίποδα
.
Κι έπειτα η Σφίγγα, με φτερά
αδαμαντοκόλλητα
-πριν ακόμα τρέξουν τα νερά-
καταστρώνοντας νοερά
όλα τα υπόλοιπα.
.
Σκοτεινές Μπαλάντες, Νάσος Βαγενάς
***
10. ΞΕΚΙΝΗΣΑ ΤΗ ΜΕΡΑ ΜΟΥ
.
Ξεκίνησα τη μέρα μου
Όπως πάντα
Γυάλισα τον ήλιο
Σφουγγάρισα μ΄ ένα σύννεφο τον ουρανό
Και τώρα πίνω τον καφέ μου
.
Όλα καλά
.
Με τους ανθρώπους τι θα κάνω;
.
Τ.ΧΥΤΗΡΗΣ
***
11. ΞΕΚΙΝΗΣΑ ΚΑΠΟΤΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΧΩΡΙΣ ΑΠΟΣΚΕΥΕΣ
.
Ξεκίνησα κάποτε αυτό το ταξίδι χωρίς αποσκευές
με την προσδοκία πως με περίμεναν ωραίες ημέρες
γεμάτες χαρές και γέλια
και με το όνειρο πως θα με αγαπούσαν οι άνθρωποι
και πως όλα έχουν φτιαχτεί από καλοσύνη
και πως κανείς δεν πράττει συνειδητά το κακό
.
Πόσο γελάστηκα, πόσο έπεσα έξω
αυτά τα ανόητα, μικρόκαρδα όντα έφτασαν παντού
μόλυναν και την πιο απόμακρη σπιθαμή της ψυχής μου
και πια δεν έχει μεγαλείο να βλέπω
ανθρώπινα πρόσωπα
.
Αλκιβιάδης Μαλλίδης
***
12. ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ
.
Στην αρχή, ήταν το τρίγραμμο αστέρι.
Ένα χαμόγελο φως σε πρόσωπο κενό.
Ένα κόκαλο κλαδί στον ασάλευτον αέρα, ύλη
διχοτόμος που είχε θρέψει του πρώτου ήλιου το μεδούλι·
καθώς μετρούσε εγκαύματα στου σύμπαντος τη σφαίρα,
ο ουρανός κι η κόλαση σε δίνη αναμίχθηκαν.
.
Στην αρχή, ήταν η αμυδρή υπογραφή,
τρισύλλαβη, σαν το χαμόγελο αστρική·
ακολούθησαν τα ίχνη στο νερό,
μόρφωμα έκτυπου προσώπου στο φεγγάρι·
το αίμα που άγγιξε το δέντρο του σταυρού και το ποτήρι,
το πρώτο σύννεφο άγγιξε κι έγινε σήμα.
.
Στην αρχή, ήταν η πυρκαγιά
που έριξε σπίθα κι άναψε τα βαρομετρικά,
τρία µάτια, µάτια κόκκινα η σπίθα, αιχμηρή σαν λουλούδι·
ανέτειλε η ζωή, πετάχτηκε απ’ τη δίνη
των θαλασσών, κυρίευσε τις ρίζες, άντλησε από γη
και βράχο το απόκρυφο λιπαντικό που φέρνει χόρτο.
.
Στην αρχή, ήταν η λέξη, η λέξη
ο λόγος απ’ τα συμπαγή θεμέλια του φωτός
ο λόγος που απέσπασε τα γράμματα ένα-ένα απ’ το κενό·
κι από τα θεοσκότεινα θεμέλια της αναπνοής
εκπήγασε η λέξη, μετάφραση κατάκαρδη των πρώτων
χαρακτήρων της γέννησης και του θανάτου.
.
Στην αρχή, ήταν το απόκρυφο μυαλό.
Και το μυαλό κλεισμένο, συνημμένο στη σκέψη,
πριν η πίσσα διχαστεί κατ’ έναν ήλιο·
πριν οι φλέβες ταραχτούν μέσα στο πλέγμα των φλεβών,
αίμα ξεπήδησε και σκόρπισε
στους πέντε ανέμους του φωτός
αρχέτυπη την πλευρική του έρωτα καταγωγή.
.
Ντύλαν Τόμας, Το χρώμα της λαλιάς, Ποιήματα (1934-1953)», μετ: Γιώργος
Μπλάνας.
*Η ανάρτηση είναι της καλής φίλης και συνεργάτιδας του μπλογκ, Αγγελικής.