Πες το με ποίηση (398ο): «Κάφκα»…
-Νίκος Καρούζος, «ΣΤΗ ΡΟΔΙΝΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΚΑΦΚΑ»
Σελήνη μεγαλούτσικη απόψε.
Γοερά ήσυχος αισθάνομαι
να θροΐζουν ελευθερίες.
Πολύφωτο της μοναξιάς το ελάφι
στα βελούδινα τριξίματα.
Ο θάνατος είναι φόβος
δεν είναι θάνατος.
Τα δέντρα συνοψίζονται σ’ ένα πλατύ ασήμισμα.
Λυπηρά γεγονότα –
η τεμπέλικη φύση…
Ο χρόνος έχει πια σκουληκιάσει
κάθε πρωί τα κοκόρια φτύνουν την ψίχα του.
Πάλι θα μας κεράσει τα αιωνόβια
δευτερόλεπτα σε όλες τις ποικιλίες
το δίκιο και το άδικο περιττά και τα δύο
την όρνιθα περιχυμένη απ’ τον ήλιο στην αυλή της.
Τα χάχανα των ουρανών ακούγονται ψηλά.
Στο χώμα η δεντρογαλιά σαν κερασόκλαδο.
Πόσες φορές αλλάζει η θάλασσα
ως θα καρπίσει λάμψη ο ορίζοντας τον όρθρο
και θα γιομίσει τέτοια χρώματα η δύση
καταπίνοντας τις ώρες…
Το ξέρω μαζί με τα φυτά:
κ’ ένα ζωύφι μαχαιρώνει.
κ’ η ωραία πεταλούδα στα καθίσματά της.
Όμως υπάρχει ο περίτρομος αθώος
καίγεται στην κρύα φλόγα των απελπισμών.
Αθόρυβα στρέφει τα πόμολα
τον ύπνο των άλλων ακούει.
και την αθρόα λάμψη βλέπει
την πλεγμένη γύρω του
να πέφτι λέπι-λέπι.
Δεν έχει όλο το δικαίωμα ο ήλιος –
αλίμονο.
Γάβγισμα των σκυλιών τη νύχτα…
Κι αν ακόμη
δεν ξέρεις που βρίσκεσαι
σου δίνει την αίσθηση του ανοιχτού χώρου.
Κάτσε να θυμηθούμε
πιες το καφεδάκι.
Ο τρομαγμένος τάρανδος
όσο τον κυνηγούν οι λύκοι
απέχει απ’ τη λύτρωση
μάρτυρες τα δέντρα.
Χαμένος κόπος ανύπαρκτος ακολουθεί
το χιόνι και η ευκολία του έαρος.
Εκείνος που σεβάστηκε πολύ τα πράγματα
θυμήθηκε χωρίς τη μνήμη
και βρήκε άδειο το νερό πίσω απ’ τα κυλίσματα.
Ήτανε πάντα κάποιος ολέθριος για τα λουλούδια.
Έβλεπε πάντα πως η θάλασσα είναι άρρωστη.
Πρωί-πρωί στο στήθος του ένας κίτρινος ποντικός
λαχάνιαζε φουσκώνοντας δώθε-κείθε το πουκάμισο του.
Το βράδυ-βράδυ έμπαινε στην κάμαρά του
η βρεφική του ηλικία ολομόναχη και του μιλούσε
με τη μεγάλη μάσκα του αγίου Αυγουστίνου
και το Βιβλίο των Μαγισσών αιωρούμενο
που κάποτε το ’γραψε μια νεκρή δακτυλογράφος.
Έτσι λοιπόν χαζεύοντας
αιώνες κ’ αιώνες τώρα
τον πόνο του στη διάρκεια των ωρών
όπως ακούμε το δελτίο ειδήσεων
ετοιμαζότανε για τη σφαγή του.
Παραμονή τυχαία βρέθηκε στο κουκλοθέατρο
και γέλασε με την καρδιά του όταν
πέφτοντας από λαμπρό σπαθί
το κεφαλάκι της πιο έξαλλης μαριονέτας
απόμεινε στον αέρα ορθή η κόκκινη σκούφια της.
(Ν. Καρούζος ποιήματα, εκδ. Ίκαρος)
********
-Μίλτος Σαχτούρης, «Ακόμα για τον Κάφκα»
Ο Φραντς Κάφκα εξήντα τρία χρόνια
τώρα μες τον τάφο του
δεν λέει ακόμα να ησυχάσει.
Κάθε βράδυ βγαίνει
και δεν γνωρίζει πια αυτή την Πράγα.
Ρωτάει για κάποιον Κάφκα
δεν τον γνωρίζουμε, λένε
για έναν Κάφκα-πουλί που έζησε εδώ
και πολλά χρόνια σ’ αυτή την πόλη, ρωτάει.
Όχι του λένε ο Choucas το πουλί
έχει χρόνια να φανεί σ’ αυτή
την πόλη και άι στο διάβολο, του λένε.
*Από τη συλλογή “Καταβύθιση”(1990)
*********
-Γιώργος Παυλόπουλος, «Η γκρίζα μπλούζα»
Η γκρίζα μπλούζα που μου χάρισαν
που μου την έφεραν από την Πράγα
έχει μια στάμπα στο στήθος
γράφει τ’όνομα σου, Φράντς Κάφκα.
Μια μπλούζα της αράδας
για κουλτουριάρηδες τουρίστες.
Όμως μ’αρέσει κάποτε να τη φορώ κατάσαρκα
σαν είμαι μόνος.
Είναι το γκρίζο που μου πάει.
Γκρίζο της θλίψης και της ερημιάς
Που τόσο ένιωθες Εσύ.
(Πού είναι τα πουλιά; Αθήνα: Κέδρος, 2004)
********
-Δημήτρης Πέτρου, «Ο Φραντς Κάφκα στη Δράμα»
Κανείς δεν ξέρει πώς έφτασε ως εδώ. Μέσα από τα
σκοτεινά ποτάμια της Ευρώπης.
Σ’ ένα δυάρι στο κέντρο, πίσω από την πλατεία. Η
άφιξή του μια φυσική νομοτέλεια.
Έβγαινε μονάχα απογεύματα. Του άρεσαν οι ισχνές
φλέβες της πόλης με τα κλειστά παράθυρα και τα
πρόσωπα πίσω από την κουρτίνα.
Τα βράδια αντάλλαζε σινιάλα με τις πιάτσες των ταξί.
Την άνοιξη σκάλιζε τα παρτέρια γύρω από το
Διοικητήριο.
Η απέναντί του επέμενε: για τις εμβοές ευθύνεται
υγρασία. Εκείνος παραπονιόταν χαμηλόφωνα για τη
λάθος εφαρμογή της αγροτικής πολιτικής.
Στον ελεύθερο χρόνο του σχεδίαζε σε ριζόχαρτο τον
χάρτη του νομού, δίνοντας προσοχή στα τούρ- κικα
τοπωνύμια. Ύστερα τον ντυνόταν κατάσαρκα και
πήγαινε σε εκδηλώσεις πολιτιστικών συλλόγων.
Τον γνώρισα τυχαία και γίναμε λιγάκι φίλοι. Καθό-
μασταν στο ίδιο παγκάκι. Αυτός τα Σάββατα, εγώ τις
Κυριακές. Μια μέρα τον συνάντησα στη μέση μιας
διαδήλωσης.
Φορούσε μαύρα. Τα παπούτσια του μαύρα κι αυτά,
μόνο που έλειπαν τα κορδόνια.
– Σας αρέσει η πόλη μας; Μου έριξε ένα βλέμμα γε-
μάτο συμπόνοια ή μάλλον ένα βλέμμα από εκείνα
που αλλάζουν αλλόθρησκα ζευγάρια πριν χωρίσουν.
– Κοιτάξτε, υπάρχουν χειρότερα μέρη, χειρότερα
ονό- ματα. Κατοβίτσε, Γιάφα, Μεσοποταμία…
Παράπονο δεν έχω, είπε και μπλέχτηκε στο πλήθος.
Έκτοτε έχασα τα ίχνη του. Έμαθα τον βρήκαν
Πρωτα- πριλιά σε στάση προσευχής, με το ψυγείο
γεμάτο μπα- στούνια και τον νιπτήρα βουλωμένο από
καμένες σελίδες.
(Από τη συλλογή «Χωματουργικά», εκδ. Μικρή Άρκτος, 2016)
(Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/kafka-poems/4/ ])
***********
-Σταμάτης Πολενάκης, «Μια αναχώρηση»
«Ναι, τίποτα δεν είναι εύκολο,
ακόμα και η ευτυχία, και μάλιστα
η αληθινή ευτυχία, είναι ένα φοβερό βάρος»
έγραφε ο Φραντς Κάφκα
στην πολυαγαπημένη του αδελφή Ότλα
από το Μεράνο στις 11 Ιουνίου του 1920.
Ο Κάφκα ξεψύχησε ακούγοντας εφιαλτικά ζώα
να σκάβουν βαθιά λαγούμια μέσα στη νύχτα·
η Ότλα διαφύλαξε όλες του τις επιστολές
σκορπίζοντάς τες στον άνεμο
κι έζησε ως το τέλος κουβαλώντας στοργικά
το αβάσταχτο βάρος των ετοιμοθάνατων λέξεων.
Αυτή είναι μια πανάρχαιη ιστορία αγάπης
που τελειώνει στο Άουσβιτς.
(Από τη συλλογή «Ένδοξη
(Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/kafka-poems/5/ ])
*********
-Κεντζός Ανδρέας, «Ξανά και ξανά»
Διαβάζει ξανά και ξανά την καταχώρηση της 21ης
Οκτωβρίου 1921 στο ημερολόγιο του Κάφκα (μέχρι
που τον πονούν τα μάτια). Τα πάντα είναι φαντασία,
η οικογένεια, το γραφείο, ο δρόμος, τα πάντα φαν-
τασία, απώτερη ή εγγύτερη, η γυναίκα η εγγύτερη,
όμως αλήθεια είναι μόνο ότι εσύ χτυπάς το κεφάλι
σου στον τοίχο ενός κελιού χωρίς παράθυρο και χω-
ρίς πόρτα.
«Μα αυτός ο τοίχος», σκέφτεται, «είναι το καλύτερό
μου έργο».
https://poets.gr/el/poihtes/kentzos-andreas/434-sarantatessera/452-xana-kai-xana
***********
-Μαρία Κουλούρη, «Στου Κάφκα»
Αν αποφάσισες να μεταμορφωθείς, γίνε χώρος
Δώσε μου καρέκλα και κρεβάτι
Άσε με να ξαπλώσω
Τόσες δίκες
Να τελειώσουν κάποτε
Σε γνώρισα παράθυρο
Έγινες σκοτάδι
Σε είδα βροχή
Πέρασε κι αυτό
Οι πόνοι της γέννας
Σε κάνανε μητέρα
Διάβασα τα έργα σου
Τα έφαγες
Όπως εκείνος ο πατέρας τα παιδιά του
Να μια όμορφη μέρα, είχα πει
Ήθελα να σκαρφαλώσω στα δέντρα
Ντράπηκα
Αν αποφάσισες να μεταμορφωθείς, γίνε χώρος
Υπάρχει ακόμα ένας ήχος
Ήσυχος
Περιμένει να τον αφήσεις να κοιμηθεί
Ζήσε αργά
Περιττό να το πούμε
Όλοι θα υποκύψουμε
Αυτός είναι ο τελευταίος αφορισμός
*********
-Αλέξιος Μάινας, «Η ζωή που μας είπαν να ζήσουμε»
Ι. Η αλήθεια
Μια νύχτα του 1914 ο Κάφκα ονειρεύτηκε
το σώμα
της Φελίτσε
αόρατο μες στον καθρέφτη
να βαραίνει στηριζόμενο
σ’ αυτό που φαινόταν.
ΙΙ. Η αλήθεια που δεν ολοκληρώνεται
Ίσως γιατί της έγραφε κάθε μέρα
τουλάχιστον ένα γράμμα.
Η ανάγκη είναι άλλο πράγμα
το ομολογούμε ως αγάπη
κι έρχεται σιγά σιγά σαν καδένα
από ευχάριστους κρίκους.
Κάποιες στιγμές διατρέχουν
ακόμα τις άλλες.
Ζούμε μόνοι
αλλά λένε ότι πολλοί από μας
δε θ’ ανακτήσουμε ποτέ
την αυτάρκεια.
(Από την ανέκδοτη συλλογή «Ο διαµελισµός του Αδάµ» © 2008-2012)
Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/kafka-poems/8/ ]