Λόγος Παράταιρος

«Παράταιρος ο λόγος ο δυνατός/ μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει» (Γ. Ρίτσος)

Πες το με ποίηση (398ο): «Κάφκα»…

-Νίκος Καρούζος, «ΣΤΗ ΡΟΔΙΝΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΚΑΦΚΑ»

Σελήνη μεγαλούτσικη απόψε.

Γοερά ήσυχος αισθάνομαι

να θροΐζουν ελευθερίες.

Πολύφωτο της μοναξιάς το ελάφι

στα βελούδινα τριξίματα.

Ο θάνατος είναι φόβος

δεν είναι θάνατος.

Τα δέντρα συνοψίζονται σ’ ένα πλατύ ασήμισμα.

Λυπηρά γεγονότα –

η τεμπέλικη φύση…

Ο χρόνος έχει πια σκουληκιάσει

κάθε πρωί τα κοκόρια φτύνουν την ψίχα του.

Πάλι θα μας κεράσει τα αιωνόβια

δευτερόλεπτα σε όλες τις ποικιλίες

το δίκιο και το άδικο περιττά και τα δύο

την όρνιθα περιχυμένη απ’ τον ήλιο στην αυλή της.

Τα χάχανα των ουρανών ακούγονται ψηλά.

Στο χώμα η δεντρογαλιά σαν κερασόκλαδο.

Πόσες φορές αλλάζει η θάλασσα

ως θα καρπίσει λάμψη ο ορίζοντας τον όρθρο

και θα γιομίσει τέτοια χρώματα η δύση

καταπίνοντας τις ώρες…

Το ξέρω μαζί με τα φυτά:

κ’ ένα ζωύφι μαχαιρώνει.

κ’ η ωραία πεταλούδα στα καθίσματά της.

Όμως υπάρχει ο περίτρομος αθώος

καίγεται στην κρύα φλόγα των απελπισμών.

Αθόρυβα στρέφει τα πόμολα

τον ύπνο των άλλων ακούει.

και την αθρόα λάμψη βλέπει

την πλεγμένη γύρω του

να πέφτι λέπι-λέπι.

Δεν έχει όλο το δικαίωμα ο ήλιος –

αλίμονο.

Γάβγισμα των σκυλιών τη νύχτα…

Κι αν ακόμη

δεν ξέρεις που βρίσκεσαι

σου δίνει την αίσθηση του ανοιχτού χώρου.

Κάτσε να θυμηθούμε

πιες το καφεδάκι.

Ο τρομαγμένος τάρανδος

όσο τον κυνηγούν οι λύκοι

απέχει απ’ τη λύτρωση

μάρτυρες τα δέντρα.

Χαμένος κόπος ανύπαρκτος ακολουθεί

το χιόνι και η ευκολία του έαρος.

Εκείνος που σεβάστηκε πολύ τα πράγματα

θυμήθηκε χωρίς τη μνήμη

και βρήκε άδειο το νερό πίσω απ’ τα κυλίσματα.

Ήτανε πάντα κάποιος ολέθριος για τα λουλούδια.

Έβλεπε πάντα πως η θάλασσα είναι άρρωστη.

Πρωί-πρωί στο στήθος του ένας κίτρινος ποντικός

λαχάνιαζε φουσκώνοντας δώθε-κείθε το πουκάμισο του.

Το βράδυ-βράδυ έμπαινε στην κάμαρά του

η βρεφική του ηλικία ολομόναχη και του μιλούσε

με τη μεγάλη μάσκα του αγίου Αυγουστίνου

και το Βιβλίο των Μαγισσών αιωρούμενο

που κάποτε το ’γραψε μια νεκρή δακτυλογράφος.

Έτσι λοιπόν χαζεύοντας

αιώνες κ’ αιώνες τώρα

τον πόνο του στη διάρκεια των ωρών

όπως ακούμε το δελτίο ειδήσεων

ετοιμαζότανε για τη σφαγή του.

Παραμονή τυχαία βρέθηκε στο κουκλοθέατρο

και γέλασε με την καρδιά του όταν

πέφτοντας από λαμπρό σπαθί

το κεφαλάκι της πιο έξαλλης μαριονέτας

απόμεινε στον αέρα ορθή η κόκκινη σκούφια της.

(Ν. Καρούζος ποιήματα, εκδ. Ίκαρος)

********

-Μίλτος Σαχτούρης, «Ακόμα για τον Κάφκα»

Ο Φραντς Κάφκα εξήντα τρία χρόνια

τώρα μες τον τάφο του

δεν λέει ακόμα να ησυχάσει.

Κάθε βράδυ βγαίνει

και δεν γνωρίζει πια αυτή την Πράγα.

Ρωτάει για κάποιον Κάφκα

δεν τον γνωρίζουμε, λένε

για έναν Κάφκα-πουλί που έζησε εδώ

και πολλά χρόνια σ’ αυτή την πόλη, ρωτάει.

Όχι του λένε ο Choucas το πουλί

έχει χρόνια να φανεί σ’ αυτή

την πόλη και άι στο διάβολο, του λένε.

*Από τη συλλογή “Καταβύθιση”(1990)

*********

-Γιώργος Παυλόπουλος, «Η γκρίζα μπλούζα»

Η γκρίζα μπλούζα που μου χάρισαν

που μου την έφεραν από την Πράγα

έχει μια στάμπα στο στήθος

γράφει τ’όνομα σου, Φράντς Κάφκα.

Μια μπλούζα της αράδας

για κουλτουριάρηδες τουρίστες.

Όμως μ’αρέσει κάποτε να τη φορώ κατάσαρκα

σαν είμαι μόνος.

Είναι το γκρίζο που μου πάει.

Γκρίζο της θλίψης και της ερημιάς

Που τόσο ένιωθες Εσύ.

(Πού είναι τα πουλιά; Αθήνα: Κέδρος, 2004)

********

-Δημήτρης Πέτρου, «Ο Φραντς Κάφκα στη Δράμα»

Κανείς δεν ξέρει πώς έφτασε ως εδώ. Μέσα από τα

σκοτεινά ποτάμια της Ευρώπης.

Σ’ ένα δυάρι στο κέντρο, πίσω από την πλατεία. Η

άφιξή του μια φυσική νομοτέλεια.

Έβγαινε μονάχα απογεύματα. Του άρεσαν οι ισχνές

φλέβες της πόλης με τα κλειστά παράθυρα και τα

πρόσωπα πίσω από την κουρτίνα.

Τα βράδια αντάλλαζε σινιάλα με τις πιάτσες των ταξί.

Την άνοιξη σκάλιζε τα παρτέρια γύρω από το

Διοικητήριο.

Η απέναντί του επέμενε: για τις εμβοές ευθύνεται

υγρασία. Εκείνος παραπονιόταν χαμηλόφωνα για τη

λάθος εφαρμογή της αγροτικής πολιτικής.

Στον ελεύθερο χρόνο του σχεδίαζε σε ριζόχαρτο τον

χάρτη του νομού, δίνοντας προσοχή στα τούρ- κικα

τοπωνύμια. Ύστερα τον ντυνόταν κατάσαρκα και

πήγαινε σε εκδηλώσεις πολιτιστικών συλλόγων.

Τον γνώρισα τυχαία και γίναμε λιγάκι φίλοι. Καθό-

μασταν στο ίδιο παγκάκι. Αυτός τα Σάββατα, εγώ τις

Κυριακές. Μια μέρα τον συνάντησα στη μέση μιας

διαδήλωσης.

Φορούσε μαύρα. Τα παπούτσια του μαύρα κι αυτά,

μόνο που έλειπαν τα κορδόνια.

– Σας αρέσει η πόλη μας; Μου έριξε ένα βλέμμα γε-

μάτο συμπόνοια ή μάλλον ένα βλέμμα από εκείνα

που αλλάζουν αλλόθρησκα ζευγάρια πριν χωρίσουν.

 – Κοιτάξτε, υπάρχουν χειρότερα μέρη, χειρότερα

ονό- ματα. Κατοβίτσε, Γιάφα, Μεσοποταμία…

Παράπονο δεν έχω, είπε και μπλέχτηκε στο πλήθος.

Έκτοτε έχασα τα ίχνη του. Έμαθα τον βρήκαν

Πρωτα- πριλιά σε στάση προσευχής, με το ψυγείο

γεμάτο μπα- στούνια και τον νιπτήρα βουλωμένο από

καμένες σελίδες.  

(Από τη συλλογή «Χωματουργικά», εκδ. Μικρή Άρκτος, 2016)

(Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/kafka-poems/4/ ])

***********

-Σταμάτης Πολενάκης, «Μια αναχώρηση»

«Ναι, τίποτα δεν είναι εύκολο,

ακόμα και η ευτυχία, και μάλιστα

η αληθινή ευτυχία, είναι ένα φοβερό βάρος»

έγραφε ο Φραντς Κάφκα

στην πολυαγαπημένη του αδελφή Ότλα

από το Μεράνο στις 11 Ιουνίου του 1920.

Ο Κάφκα ξεψύχησε ακούγοντας εφιαλτικά ζώα

να σκάβουν βαθιά λαγούμια μέσα στη νύχτα·

η Ότλα διαφύλαξε όλες του τις επιστολές

σκορπίζοντάς τες στον άνεμο

κι έζησε ως το τέλος κουβαλώντας στοργικά

το αβάσταχτο βάρος των ετοιμοθάνατων λέξεων.

Αυτή είναι μια πανάρχαιη ιστορία αγάπης

που τελειώνει στο Άουσβιτς.  

(Από τη συλλογή «Ένδοξη

(Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/kafka-poems/5/ ])

*********

-Κεντζός Ανδρέας, «Ξανά και ξανά»

Διαβάζει ξανά και ξανά την καταχώρηση της 21ης

Οκτωβρίου 1921 στο ημερολόγιο του Κάφκα (μέχρι

που τον πονούν τα μάτια). Τα πάντα είναι φαντασία,

η οικογένεια, το γραφείο, ο δρόμος, τα πάντα φαν-

τασία, απώτερη ή εγγύτερη, η γυναίκα η εγγύτερη,

όμως αλήθεια είναι μόνο ότι εσύ χτυπάς το κεφάλι

σου στον τοίχο ενός κελιού χωρίς παράθυρο και χω-

ρίς πόρτα.

«Μα αυτός ο τοίχος», σκέφτεται, «είναι το καλύτερό

μου έργο».

https://poets.gr/el/poihtes/kentzos-andreas/434-sarantatessera/452-xana-kai-xana

***********

-Μαρία Κουλούρη, «Στου Κάφκα»

Αν αποφάσισες να μεταμορφωθείς, γίνε χώρος

 Δώσε μου καρέκλα και  κρεβάτι

 Άσε με να ξαπλώσω

Τόσες δίκες

Να τελειώσουν κάποτε

Σε γνώρισα παράθυρο

 Έγινες σκοτάδι

Σε είδα βροχή

Πέρασε κι αυτό

Οι πόνοι της γέννας

Σε κάνανε  μητέρα

Διάβασα τα έργα σου

Τα έφαγες

 Όπως εκείνος ο πατέρας τα παιδιά του

Να μια όμορφη  μέρα, είχα πει

Ήθελα να σκαρφαλώσω στα δέντρα

Ντράπηκα

Αν αποφάσισες  να μεταμορφωθείς, γίνε χώρος

Υπάρχει ακόμα ένας ήχος

Ήσυχος

Περιμένει να τον αφήσεις  να κοιμηθεί

Ζήσε αργά

Περιττό να το πούμε

Όλοι θα υποκύψουμε

Αυτός  είναι ο τελευταίος αφορισμός

*********

-Αλέξιος Μάινας, «Η ζωή που μας είπαν να ζήσουμε»


Ι. Η αλήθεια

Μια νύχτα του 1914 ο Κάφκα ονειρεύτηκε

το σώμα

 της Φελίτσε

αόρατο μες στον καθρέφτη

να βαραίνει στηριζόμενο

σ’ αυτό που φαινόταν.  

ΙΙ. Η αλήθεια που δεν ολοκληρώνεται

Ίσως γιατί της έγραφε κάθε μέρα

τουλάχιστον ένα γράμμα.

Η ανάγκη είναι άλλο πράγμα

το ομολογούμε ως αγάπη

κι έρχεται σιγά σιγά σαν καδένα

από ευχάριστους κρίκους.

Κάποιες στιγμές διατρέχουν

ακόμα τις άλλες.

Ζούμε μόνοι

αλλά λένε ότι πολλοί από μας

δε θ’ ανακτήσουμε ποτέ

την αυτάρκεια.  

(Από την ανέκδοτη συλλογή «Ο διαµελισµός του Αδάµ» © 2008-2012)

Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/kafka-poems/8/ ]

Advertisement

Πες το με ποίηση (397ο): «ΩΔΕΣ»…

*(Η ανάρτηση είναι της καλής φίλης και συνεργάτιδας του μπλογκ, Αγγελικής.)

                                       *****

Ode To Joy – André Rieu

1.ΩΔΗ ΣΤΗ ΧΑΡΑ

«Y a d’ la joie»

Charles Trénet

.

Τους φίλους σας να σκέφτεστε

χωρίς αιτία και μνήμη, έτσι

αμίλητους σκυφτούς να περπατούν

έντονα να τους σκέφτεστε να κλαίτε

μόνο και μόνο γιατί υπάρχουν και δεν ξέρετε

πώς τον κοιτούν τον κόσμο αυτή την ώρα.

 .

Αυτή την ώρα που δεν κάνετε άλλο

παρά μονάχα σκέφτεστε τους φίλους

είναι όπως όταν απερίσπαστοι

ακούτε μουσική:

αλλά όταν σκέφτεστε τους φίλους απερίσπαστοι

χωρίς να κάνετε άλλο

ακούγεται σιγά

μουσική.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ, «Στα ξένα», εκδ. Κέδρος, 2001

*****

2. ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΤΑΞΙΔΙΩΤΗ ΑΠ΄ΤΟ ΒΟΡΡΑ

Ήρθες μες στο γαλάζιο μεσημέρι

την ώρα που ωριμάζει η οπώρα την άνοιξη

και τα μαλλιά σου χρωματίζουν τον κυματισμό του ανέμου

.

Ήρθες, απλά κι ωραία, γέννημα των αμπελιών και της θάλασσας του ήλιου

τα λευκά σου δόντια λάμπουν από τραγούδι, η φωνή σου σπάζει σαν κρύσταλλο

κι είναι το γέλιο σου μήνυμα γυμνού καλοκαιριού

κι είσαι θερμή Γαλλία της Μεσημβρίας

τα μάτια σου μια στάλα από φως, καθρέφτισμα παιδιάστικου χαμόγελου.

.

Κι έτσι που σε συνάντησα μέσα στην πρώτη άνοιξη

άσπρο μεταξωτό που πτυχώνει δίπλα στη θάλασσα

.

Πάντα να ήσουν εσύ που δε θυμίζεις χρόνια της ταπείνωσης

να μείνεις μέσα μου μοντέρνα μουσική

που ο Σηκουάνας κάθε βράδυ ταξιδεύει

ΝΙΚΟΣ ΑΛΕΞΗΣ ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ, Δύσκολος θάνατος (1954)

*****

3.ΩΔΗ

Ωδή στα ρούχα που δεν φορέθηκαν ποτέ,

στα παπούτσια που καθαρίστηκαν,

σαν λούστρος να τα χάιδεψε,

και δεν βγήκαν να τα δει το φως.

.

Ωδή στα μαλλιά που μοσχομύρισαν

κι ένα χάδι ούτε απόψε το πήραν.

Ωδή και στα σώματα,

τα λεία και μυρωδάτα,

που μόνο η Προσμονή τα οσφρίστηκε.

.

Ωδή και στα χείλη

που' χαν πάρει θέση να δώσουν μάχη

και κατέληξαν ηττημένα

σε μια αρένα

δίχως αντίπαλο.

.

Στα χέρια

που μαλάκωσαν

σαν των μωρών

κι όμοια αγάπη προσμέναν.

.

Ωδή στα κρεβάτια που στρώθηκαν

για να ξεστρωθούν απ' έρωτα

κι έμειναν ατσαλάκωτα.

Στα χαλιά που ισιώθηκαν,

στάθηκαν προσοχή,

να τα δαμάσουν τα βήματά σου,

κι ούτε αέρας δεν τ' άγγιξε.

Στα πατώματα

που τις σκόνες απέβαλλαν με θράσος

να φανούν καθαρά

για να ξαναβρωμίσουν

απ' τις λάσπες των στιγμών.

.

Ωδή και στην απόλυτη θεά

της Προσμονής

που κι απόψε προσευχήθηκα

άλλο πια προστάτιδα να μην την έχω.

.

Ας σταθεί στο πλευρό

των στρατιωτών,

των ναυτικών

και των μανάδων.

.

Εγώ που απ' αυτά

τίποτα δεν είμαι,

προστάτες

που προσμένουν,

ανάγκη δεν τους έχω.

ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ ΓΕΩΡΓΟΚΙΤΣΟΥ

******

4.ΩΔΗ ΣΤΟΥΣ ΤΡΥΦΕΡΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ

Κάποτε

το αχνό φως απ’ τα φτερά ενός κύκνου φέγγει στο σκοτάδι

δείχνει το δρόμο των τρυφερών ανθρώπων

τους βλέπω να περνούν

από μια πύλη στενή

με βήμα πιο ελαφρύ απ’ το δικό μας

με ρούχα γεμάτα ημερωμένους ανέμους

κι αιώνες μυθικούς

κρατούν στα χέρια τους

την άκρη των πραγμάτων

κι ένα αηδόνι κατοικεί

μες στους σκοπούς τους

στα πόδια τους άγρια σαρκοβόρα

παίζουνε με νήπια.

.

Οι τρυφεροί άνθρωποι

περνούν ανάμεσά μας

δεν τους ξεχωρίζεις

κρατούν εφημερίδες, συναλλάσσονται

μιλούν μαζί μας για πράγματα ασήμαντα

μα όταν καμιά φορά πληγώνονται

σωπαίνουν

κι ύστερα ξαφνικά μεταμορφώνονται

σε τριαντάφυλλα στην πόρτα μας.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΙΖΩΝΗ

Διονύσης Σαββόπουλος – Ωδή στο Γεώργιο Καραϊσκάκη

5.ΩΔΗ ΣΤΟΥΣ ΠΑΓΚΟΥΣ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΩΝ

Οι πάγκοι των βιβλιοπωλείων

είναι γεμάτοι με χάος ομορφιά και αμφιβολία

με οδηγούς επιβίωσης και οδηγούς μαγειρικής

.

Καταφθάνουν οι αναγνώστες

οι απόμαχοι

οι συνταξιούχοι

οι μισθωτοί

Μετράνε τα λεφτά τους

Παζαρεύουν διευκολύνσεις

.

Γυροφέρνουν τα εξώφυλλα και τα συνοφρυωμένα αυτιά

Χαίρονται σαν ματάκηδες τα σεξουαλικά γυρίσματα της γραμματοσειράς

Ξεφυλλίζουν με κάποια συστολή

Χαδιάρικα προσεχτικά

Ψάχνουν ένα σερσέγγι να τους κεντρίσει

.

Άλλοι σαν καθολικοί παπάδες θέλουν να ψωνίσουν ένα Έπος

Άλλοι θέλουν αποφθέγματα για το καφενείο

Κάποιες κυρίες που τις έχει φτύσει ο σύζυγος

ψάχνουν απεγνωσμένα εραστή

στα χοντρά μυθιστορήματα

Βγάζουν απ’ το πορτοφόλι το χαρτονόμισμα

όπως βγάζουν τα αγάλματα

απ’ την καλτσοδέτα το παρελθόν

.

Αγοράζουν λίγη τρυφερότητα

για να διαιωνίσουν το φονικό νοικοκυριό

Για να διαιωνίσουν τους εκδότες και τους συγγραφείς

Τις αποθήκες χάρτου

.

Βεβαίως το βιβλίο είναι ένας τρόπος να αμαρτήσεις χωρίς να κολλήσεις

βλεννόρροια

Να πλησιάσεις αθόρυβα και να της σηκώσεις τη φούστα

Να χαζέψεις άσπρα καπούλια ν’ ανεβοκατεβαίνουν

Ακόμα και να θωπεύσεις

μια πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ

χωρίς να μπλέξεις με το νόμο

Να μαστουρώσεις τζάμπα

Να κάνεις μια φοβερή αθάνατη παρτούζα

Να δοκιμάσεις αψέντι όπιο

Ν’ ανατινάξεις πρεσβείες

.

Οι πάγκοι των βιβλιοπωλείων

υπήρξαν κάποτε γιορτινά τραπέζια

με ζυμωτό ψωμί ελιές και ξερά καυτερά κρεμμύδια

Κλίνες έρωτος και αποδημίας

Τράπεζες ιεράς μονής

όπου συνέφαγαν οι καλόγριες με το Μεσσία τους

Οι δον Κιχώτες με τη Δουλτσινέα τους

Πάγκοι βασανιστηρίων στα κολαστήρια της ασφάλειας

. 

Τάβλες σε χασάπικα

και πατάρια σε σκοτεινά ζαχαροπλαστεία

Την εποχή της παρακμής οι πάγκοι των βιβλιοπωλείων

γεμίζουν εφιάλτες αλλάζουν χρήση

Γεμίζουν γέρικη σοφία και περιτετμημένους σωτήρες

Γεμίζουν εγκώμια για το γούστο του κοινού

Σαβουάρ βιβρ για κουνέλια

Κυνικούς

.

Όμως οι πάγκοι των βιβλιοπωλείων

γίνονται και οδοφράγματα

φράχτες σε κοτέτσια και φράχτες σε μαντριά

Γίνονται γέφυρες

για να φτάσουν τα ποιήματα στην άλλη όχθη

Γίνονται στέγες και σκεπές για τους Έρωτες

Γίνονται ασπίδες για τις παιδικές ψυχές

Γίνονται πάλι δέντρα και γίνονται πάλι κλαδιά

Γίνονται πάλι ξύλινα σπαθιά για να σφάξουν

Το φόβο το θάνατο την παγερή μοναξιά

Γίνονται μολύβια για να γράψουν αισχρά ραβασάκια

Γίνονται πεδία μάχης των λέξεων

Γίνονται ταμπλώ

για να ζωγραφίσουν οι μερακλήδες τις καρδερίνες τους

.

Ω οι πάγκοι των βιβλιοπωλείων

που σε θέλουν λίγο να σκύψεις πάνω τους

Λίγο να σε κάνουν δικό τους

Λίγο να σε ζορίσουν ξεγελώντας την τρέλα σου

Λίγο να σε κάνουν θύμα και θύτη

Λίγο να σου θολώσουν τη θανατοφοβία σου

.

Ω οι πάγκοι των βιβλιοπωλείων

αιχμάλωτοι σε μαγαζιά και σκλαβωμένοι σε υπόγεια

και οι πάγκοι κάτω από τέντα στην Κοτζιά

Έξω ήλιος φύση αέρας βροχή

Έξω η ζωή που καλπάζει

Έξω ένα φράκταλ αρπαχτικό κι ωραίο

Κι η ζώνη του Κάιπερ ακόμα πιο έξω

ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ

*****

6. ΩΔΗ ΣΤΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ

Βγάζω τα σκουπίδια στο δρόμο

τυλιγμένα με χαρτί, προσεκτικά πολύ.

Μένουν εκεί, ανάμεσα στα αποφάγια της ζωής,

σε φλούδες χρόνου και αποκόμματα ψυχής.

.

Τα αφήνω στο πεζοδρόμιο με λύπη

μιας κι είναι υπολείμματα από φρούτα, από φαγητό

κι από λογοτεχνία

με τα οποία

νόμισε κάποιος ότι ζούσε ή πίστευε ότι υπήρχε.

.

Κι επίσης γιατί, ίσως, χωρίς να το ξέρουμε,

κάποιος μας τύλιξε

με περιτύλιγμα ουρανού και σύννεφα φροντίδας

και βρεθήκαμε στην ακτή του σύμπαντος

χωρίς να μας αποχαιρετήσει κανείς.

.

Γι’ αυτό κι εγώ,

βγάζω τα σκουπίδια, τα αφήνω στο πεζοδρόμιο

και τ΄αποχαιρετώ.

ΧΟΡΧΕ ΚΑΛΒΕΤΙ , Μετ: Νίνα Αγγελίδη

*****

7. ΩΔΗ ΑΝΑΠΟΔΗ

Αριστοκρατικές φιγούρες, αμαζόνες,

των λεωφόρων, χάρη αέρινη ή βαριά,

μεγαλοπρέπεια, αρχοντοπούλες μου, κοκόνες,

είστε λουλούδια κι εμείς είμαστ’ η κοπριά.

.

Αλήθεια, είστ’ άνθη πολυτέλειας και τραβάτε

τα φύλλα, αν δοκιμάσουν δάχτυλα κοινά.

Μα εκείνες πο ’χουν στερευτεί, ποιος τις θυμάται,

γι’ αυτές τις γούνες και τα καλοκαιρινά!

. 

Ζωγράφοι μελετούν την καθεμιά σας στάση

κι έχετε πλάι τον έρωτά σας, ζωντανό·

μόνο αν ο θαυμασμός των άλλων δε σας φτάσει,

μπορεί να δείτε κι έναν παρακατιανό.

. 

Τότε γιατί να σβαρνιστώ σε ξένους τοίχους;

Λίγο να μεγαλοπιαστείς, πάει η ντροπή.

Εγώ ψιλότεχνους για σας δουλεύω στίχους

κι όλο το σόι μου λιώνει απάνου στο τσαπί.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ, Η δεύτερη ζωή (1938)

*****

8. ΩΔΗ ΣΤΙΣ ΩΡΑΙΕΣ ΕΜΜΟΝΕΣ ΙΔΕΕΣ

Αγάπησα με πάθος τους υπερρεαλιστές και

τις ωραίες έμμονες ιδέες τους

γενναίους της ζωής εραστές

με το τυφέκιον της ουτοπίας υπό μάλης

–και τα βουνά του Γράμμου κάτι γνωρίζουν–

και τα ακοίταχτα μάτια του Οιδίποδα

πνιγμένα –τί οδύνη– στο αίμα.

.

Και ένιωσα, όσο τουλάχιστον μπόρεσα

–μάρτυς μου οι σωροί των δύσβατων λευκών χαρτιών–

συμπόνια και ευσπλαχνία

δια τους επαίτες των λεπτών αισθημάτων

αυτούς τους λύκους της σαρκοβόρου λύπης

με τα κροκοδείλια δάκρυα, επιδερμικούς

τιμωρούς των λέξεων που δεν εσπάραξαν

ποτέ στα φυλλοκάρδια για τον έρωτα

τα μάγια και του βίου τα βάσανα

το χρώμα του δύοντος ηλίου την ώρα

που η ψυχή αποτραβιέται στο ύψωμα

με τα κυπαρίσσια και των μνημάτων τα ευγενικά λιθάρια

και ν' αρμοστεί παλεύει με λέξεις παρθένες

πένθιμα και κατακόρυφα.

18.7.1994 ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΖΩΤΟΣ, «Αμύθητα χέρια», εκδόσεις στιγμή, Αθήνα 1999.

*****

9.ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΚΟΤΑ ΜΟΥ

(απόσπασμα)

.

Μαύρη είσαι, με κάποιες πιτσιλιές χρυσές

στο λαιμό σου το θαυμάσιο,

με το λειρί χαριτωμένο να σου πέφτει

καλύπτοντας το μάτι σου το αριστερό,

που σου έβγαλαν ως φαίνεται οι "φίλες" σου

μέσα σε κείνο το κοτέτσι

όπου διέκρινα την ομορφιά σου.

.

Κι όμως μπορεί εσύ να' σαι στραβή,

μα η τύχη σου ήταν πάντα ίσια.

Ενώ όλες εκείνες οι καρακάξες,

που σε τσιμπούσαν και σε στράβωσαν,

είναι εδώ και χρόνια μακαρίτισσες.

Φρίττω σκεπτόμενος μια τέτοια τύχη

και για σένανε.

.

Και αποστρέφω το κεφάλι μου κάθε πρωΐ,

όταν περνώντας από την πλατεία

βλέπω σε κείνο το καφάσι

τα συσσωρευμένα πτώματα

των ομοφύλων σου να βγάζουν αίμα και νερό

κι απάνω τους να γαυριά η επιγραφή:

"Κάθε αυγή και σφαγή!"

.

Ω, πώς μπορούν να το κάνουνε αυτό;

Και πώς μπορούν κατόπι να σας τρώνε;

Πώς είναι δυνατόν να μην το νιώθουν,

πόσο κοντά στον άνθρωπο βρισκόσαστε,

πόσα καταλαβαίνετε και λέτε,

πόσο ανθρώπινη είναι η σάρκα και το σώμα σας…

.

Καθόλου μη φοβάσαι.

Εσύ δε θα γευτείς την τύχη αυτή,

τουλάχιστον όσο εγώ υπάρχω.

Γι' αυτό κοίταξε, κακομοίρα μου,

με την αγνή σου την καρδιά,

να μεσιτεύεις στο Θεό για μένανε.

Καλά να μ' έχει και να με φυλάγει πάντοτε.

Κι έτσι χρόνια και χρόνια θα περάσουμε μαζί.

Μια μαύρη κότα κι ένας άσπρος άνθρωπος.

Το ίδιο έρημος μ' αυτήν, το ίδιο άοπλος.

.

Φύλαγέ με, σε παρακαλώ,

για να σε σώζω απ' το μαχαίρι- σώζε με.

Είσαι η Κότα μου και είμαι ο Κότος σου,

ο κύριός σου και ο πετεινός σου.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ, "Φυλλάδιο", τευχ.7,σελ.7-8(1985)

*****

10.ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Ὅλα μὲ κοιτοῦν κι ὅλα μοῦ μιλᾶνε

λένε συνεχῶς κι ἀσταμάτητα λαλοῦνε.

Ὅλα ἔχουν στόμα, λέξεις καὶ μιλιὰ

καὶ μιλᾶνε γιὰ τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια

μὲ τὰ γνώριμα καὶ τὰ διαφορετικά:

κλάμματα, θυμοί, χαρές καὶ γέλια.

.

Ὅλα μοῦ μιλοῦν κι ὅλα ἐκτρέφουν λέξεις

ὣς κι ὁ φράκτης μὲ τὸ ἀναρριχητικὸ

πίσω ἀπ’τὴν ὀθόνη κάτι ἀπαγγέλλει

Ὅλα μὲ κοιτοῦν κι ὅλα μοῦ μιλάνε

ὣς τὸ τέλος ἀπ’ ἀρχῆς ἄνευ διακοπῆς

γιὰ τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια τὰ παντοτεινά.

.

Κι ἄν σωπάσουν, ντρέπεται ἡ ἀγράμματη σιωπὴ

καὶ τὴν πιάνει νὰ μιλήσει καὶ νὰ ἐκφραστεῖ

ὅμοια καὶ ἴδια μὲ τὰ ἴδια τὰ γνωστά:

γέλια, καῦλες, κλάμματα, θυμοί, χαρὲς

καὶ σοῦ λέει καὶ μοῦ λέει ὣς κι ἡ ἀναλφάβητη σιωπὴ

ἴδια μὲ τὰ ἴδια κι ἄς ἠχοῦνε διαφορετικά.

.

Ὅλοι κι ὅλα μοῦ μιλοῦν καὶ λένε, λένε, λένε

ἡ χασούρα καὶ τὸ κέρδος, τὰ λεφτὰ καὶ τὸ ἐγὼ ἐγώ.

ΑΝΤΩΝΗΣ ΖΕΡΒΑΣ

Τζίμης Πανούσης – Ωδή Στον Μαλάκα

11. ΩΔΗ ΣΤΙΣ ΤΗΓΑΝΗΤΕΣ ΠΑΤΑΤΕΣ

Τσιτσιρίζει

το λάδι

ζεσταίνοντας

τη χαρά του κόσμου·

οι τηγανητές

πατάτες

μπαίνουν

στο τηγάνι

σαν χιονισμένα

φτερά

πρωινού κύκνου

και βγαίνουν

χρυσωμένες από το τσιτσιριστό

κεχριμπάρι της ελιάς.

.

Το σκόρδο

τούς προσθέτει

το γήινο άρωμά του

το πιπέρι,

σκόνη που πέρασε από τους υφάλους,

και

ντυμένες

ξανά

με φιλντισένιο κοστούμι, γεμίζουν το πιάτο

με την επανάληψη της αφθονίας τους

και τη γήινη γευστική τους απλότητα.

ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΔΑ, μετάφραση από τα ισπανικά: Ρήγας Καππάτος

*****

12. ΩΔΗ ΣΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ

Κόκκινα πόθου, πάθους

Κόκκινα επιθυμίας, αμαρτίας

Κόκκινα έντασης, φευγιού

Κόκκινα ματωμένης αγκαλιάς

Κόκκινα

Ολέθρια κόκκινα

Παπούτσια κόκκινα.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΑΤΖΗΣ

*****

13. ΩΔΗ ΣΤΙΣ ΒΙΛΛΕΣ ΤΗΣ ΛΕΩΦΟΡΟΥ ΒΑΣΙΛΙΣΣΗΣ ΟΛΓΑΣ

Τὶς νύχτες πῶς περνοῦσα ἀπὸ τὶς πύλες σας

γιὰ κείνη τὴν ἀπόκοσμη πολίχνη,

κυρές μου, ποὺ στὸν δρόμο τῆς βασίλισσας

κομίσατε τὰ πένθιμά μου ἴχνη·

πιὸ σάρκινοι ἀπ’τὴν σάρκα οἱ ἀσπαίροντες

ἁρμοί σας, οἱ μαρμάρινες κολῶνες,

πυργίσκοι νὰ ποντίζωνται σ’ Ἀχέροντες

τσιμέντου κι ἀστικοὺς ἐρειπιῶνες.

.

Κατάδικες σὲ ἰσόβια συγκατοίκησι

μὲ ὕψη καὶ μὲ πλάτη καὶ μὲ μήκη

ποὺ παίρνουν ἐπὶ τέλους τὴν ἐκδίκησι

γι’αὐτὸ ποὺ στὴν γενιά τους τώρα ἀνήκει.

Ποιόν ἔρωτα, μονάκριβά μου θήλεα,

ἐμπνεύσατε, ποιες κρύφιες μανίες

μιᾶς ὕστατης Ἐδὲμ ἐσεῖς προπύλαια

καὶ τ’ ἄδικου χαμοῦ της Ἐρινῦες;

.

Γιὰ σένα περπατῶ ἀργὰ κι ἀμφίθυμα

σκεπὴ τοῦ Καπαντζῆ χωρὶς κανένα

αἰδοῦς στὴν παρειὰ σεμνὸ ἐρύθημα,

εὐφρόσυνη, πολύτιμη παρθένα.

Γιὰ σένα τὴν σιωπή μου, Μπιάνκα, ἔλυσα,

Μορντὼχ καὶ Mon Bonheur καὶ Ἀλλατίνι

κι ὑψώνω τὴν ματιά μου τώρα, Μέλισσα,

σ’εὐθεῖες καὶ καμπύλες ποὔχουν μείνει

.

σὰν Τεῖχος τῶν Δακρύων, σὰν ὑπόλειμμα

μιᾶς πόλεως σβησμένης ἀπ’τὸν χάρτη,

σὰν ν’ ἄφησε ὁ Θεὸς τὰ Ἰεροσόλυμα

στὰ χέρια τοῦ Μολὼχ καὶ στὴν Ἀστάρτη.

Τοῦ Τούρκου, τοῦ Ἑβραίου καὶ τοῦ Ἔλληνα,

μὰ τώρα ὀρφανές, δικές μου μόνο,

φωτίστε μου τὰ σκότη ποὺ ἀσέληνα

σὲ γκρίζες συνοικίες ἀνταμώνω.

ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ

*****

14. Calibri / ΩΔΗ ΣΕ ΜΙΑ ΓΡΑΜΜΑΤΟΣΕΙΡΑ

Εσείς ωραία κολίμπρια της Γραφής

της μεγάλης των Άνευ Συρρίψεων γενιάς

που ως Sans-Serif την γνώριζαν

οι παλαιοί τυπογράφοι στην Καλλέργη

εγγόνια εσείς της δόξας των Ανθρωπιστών

και των Μεγάλων Τίτλων

των Δημοκρατικών Εφημερίδων

.

γίνετε για λίγο σάς παρακαλώ

της μούσας μου το ένδυμα της φτωχικής

κι απ' του μεγάλου Βαλεντίνου Αουΐ

που έφτιαξε απ' τους προγόνους σας βιβλία

για να διαβάζουν με τα χέρια οι τυφλοί

σώστε μου κάτι από της γλώσσας τη γλυφή

το πνεύμα ν' ακουμπά σ' Αόμματο καιρό 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΙΛΗΣ, Αποδρομή του αλκοόλ, Ύψιλον 2012

Πες το με ποίηση (396ο): «Πρωτομαγιά»…

*Βασίλης Παπακωνσταντίνου – Πρώτη Μαΐου

-Μάνος  Λοϊζος, Πρώτη Μαΐου

Πρώτη Μαΐου κι απ’ τη Βαστίλη
ξεκινάνε οι καρδιές των φοιτητών
χίλιες σημαίες κόκκινες μαύρες
Ο Φρεδερίκο η Κατρίν και η Σιμόν

Μέσα στους δρόμους μέσα στο πλήθος

τρέχω στους δρόμους ψάχνω στο πλήθος

πού ειν’ το κορίτσι το κορίτσι που αγαπώ

Πες μου Μαρία μήπως θυμάσαι
κείνο το βράδυ που σε πήρα αγκαλιά
Πρώτη Μαΐου, όπως και τώρα
κι εγώ φιλούσα τα μακριά σου τα μαλλιά

Μέσα στους δρόμους μέσα στο πλήθος
τρέχω στους δρόμους ψάχνω στο πλήθος
πού ειν’ το κορίτσι το κορίτσι που αγαπώ

Πρώτη Μαΐου μαύρα τα ξένα
κλείσε το τζάμι μην κρυώσει το παιδί. 

*********

-Οδυσσέας Ελύτης, «Η Πρωτομαγιά»

Πιάνω την άνοιξη με προσοχή και την ανοίγω:

Με χτυπάει μια ζέστη αραχνοΰφαντη

ένα μπλε που μυρίζει ανάσα πεταλούδας

οι αστερισμοί της μαργαρίτας όλοι αλλά

και μαζί πολλά σερνόμενα ή πετούμενα

ζουζούνια, φίδια, σαύρες, κάμπιες και άλλα

τέρατα παρδαλά με κεραίες συρμάτινες

λέπια χρυσά λαμέ και πούλιες κόκκινες

Θα ‘λεγες, έτοιμα όλα τους να παν

στο χορό των μεταμφιεσμένων του Άδη.”

(Ο. Ελύτης, Ημερολόγιο ενός αθέατου Απρίλη, Ίκαρος)

*******

-Γιάννης Ρίτσος, “Σκοπευτήριο Καισαριανής”

Εδώ πέσαμε . Παιδιά του λαού . Γνωρίζετε γιατί .
Γυμνοί , κατάσαρκα φορώντας τις σημαίες ,
-η Ελλάδα τις έρραψε με ουρανό και άσπρο κάμποτο -.
Ακούσατε τις ομοβροντίες στα μυστικόφωτα αττικά χαράματα .
Είδατε τα πουλιά , που πέταξαν αντίθετα στις σφαίρες
αγγίζοντας με τα φτερά τους ,τον ανατέλλοντα πυρφόρον .
Είδατε τα παράθυρα της γειτονιάς ν’ανοίγουνε στο μέλλον .
Εμείς , μερτικό δε ζητήσαμε ….Τίποτα …Μόνον
θυμηθείτε το : αν η ελευθερία
δεν βαδίσει στα χνάρια του αίματός μας ,
εδώ θα μας σκοτώνουν κάθε μέρα . Γεια σας .

**********

-Κώστας Βάρναλης, ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ ΤΟΥ 1944

Πέσε στα γόνατα, προσκύνα το πανάγιο χώμα
με την ψυχή κατάκορφα στον ουρανό υψωμένη,
όποιος και να σαι, όθε και να σαι κι ό,τι — άνθρωπος να σαι!
Πιότερο, αν είσαι του λαού ξωμάχος, χερομάχος,
φτωχόπαιδο, που αθέλητα σε βάλαν να καρφώσεις
τον αδερφό σου αντίκρα σου — με μάνα εσύ και κείνος!
Ετούτ’ η μάντρ’ αγνάντια σου το σύνορο του κόσμου.
Σ’ αφτήν απάνου βρόντηξεν ο Διγενής το Χάρο.
Είτανε πρώτη του Μαγιού, φως όλα μέσα κ’ έξω
(έξω τα χρυσολούλουδα και μέσα η καλωσύνη)
που αράδειασε πα στο σοβά, πιστάγκωνα δεμένους
και θέρισε με μπαταριές οχτρός ελληνομάχος,
όχι έναν, όχι δυο και τρεις, διακόσια παληκάρια.
Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα,
μόν’ ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι.
Και πρώτος άρχος του χορού, δυο μπόγια πάνου απ’ όλους
κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος.
Κ’ είναι από τότες Μάης εδώ, φως όλα μέσα κ’ έξω.
Κόλλα τ’ αφτί και την καρδιά στο ματωμένο χώμα.
Στον Κάτου Κόσμο τραγουδάνε πάντα και χορεύουν
κι αν κάπου ανάκουστος καημός θολώνει τη λαλιά τους,
δεν είναι που τη μάνα τους τη μάβρη ανανογιούνται
παρά που τους προδώσαν απορίματα δικά μας.
Κι αν πέσανε για το λαό, νικήσαν οι προδότες,
που τώρα εδώ κατάχρυσοι περνούν και μαγαρίζουν,
και τώρα πιο τους μάχονται και τους ξανασκοτώνουν!
Σιχαίνεσαι τους ζωντανούς; Μην κλαις τους σκοτωμένους!
Απ’ τα ιερά τους κόκκαλα, πρώτη του Μάη και πάλι,
θα ξεπηδήσει ο καθαρμός κ’ η λεφτεριά του ανθρώπου.
Κ’ είναι χιλιάδες στην Ελλάδα όμοιοι Πανάγιοι Τάφοι.

********

-Ηλίας Σιμόπουλος, «Πρωτομαγιά 1944» 

“Διακόσια παλικάρια τραγουδήσαν σαν σήμερα τον ερχομό του Μάη.
Το τραγούδι τους πυρπόλησε τους ορίζοντες της Καισαριανής.
Τ’ ακούσαν οι γερόντισσες και στήσαν όλες το χορό
κι ανάστησαν το Ζάλογγο κι αγκάλιασαν τον κόσμον όλο.
Τ’ ακούσανε και οι δήμιοι και πισωπάτησαν
τρομαγμένοι με μια πελώρια σιωπή στο στόμα.
Διακόσια παλικάρια  τραγούδησαν σήμερα τον ερχομό του Μάη!
Σταθείτε ολόρθοι, σύντροφοι. Συντρόφισσες στο πόδι.
Στις πολιτείες, στα χωριά, στους κάμπους, στ’ ακροβούνια,
συντρόφοι και συντρόφισσες, σταθείτε ορθοί. Και στρέψετε
το βλέμμα σας προς την Καισαριανή ”
τη λεβεντιά για ν’ ανταμώσει.
Διακόσια παλικάρια τραγουδήσαν σήμερα….
Στο πλατύ μέτωπο και στα μαλλιά
και στα μεγάλα εκφραστικά τους μάτια
διαβάσαμε το μήνυμα: Η άνοιξη πως φτάνει!
Χαρά σε σας, τιμή στα παλικάρια μας, χαρά στον κόσμον όλο.
Δέστε σφιχτά- σφιχτά τα χέρια σας
και πλέχτε μιαν απέραντη αλυσίδα,
να πιάνει απ’ την Κρήτη, το Μωριά
κι από τη Ρούμελη κι από τη Θεσσαλία
ίσαμε κει ψηλά στην Ήπειρος, ίσαμε κει μακριά στη Θράκη
ν’ αρχίσουν τον Καλαματιανό και να χορέψουνε τον τσάμικο,
που να τραντάξει όλη η γη και να καεί το πελεκούδι.
Μα προσοχή συντρόφοι, ουτ’ ένα δάκρυ.
Όπως εκείνοι μας αποχαιρέτησαν περήφανοι
όμοια κι εμείς περήφανοι να τους ξεπροβοδίσουμε ταιριάζει.
Μα προσοχή, συντρόφοι, ουτ’ ένας στεναγμός,
να μη λερώσουμε τη μνήμη των ηρώων.
Όπως εκείνοι δε φοβήθηκαν το θάνατο,
πρέπει κι εμείς να μην τον φοβηθούμε.
Διακόσια παλικάρια τραγούδησαν σήμερα.
Διακόσια παλικάρια τραγουδήσαν, διακόσια παλικάρια…

********

*ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΗΤΣΙΑΣ-ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΑΛΑΝΗ – ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ

-Νίκος Γκάτσος, «Παράξενη Πρωτομαγιά»

Παράξενη πρωτομαγιά
μ’ αγκάθια πλέκουν σήμερα στεφάνια
ηρθ’ ο καιρός του “έχε γεια”
τι να την κάνεις πια την περηφάνια.

Στα δυο σου μάτια τα χρυσαφιά
σκοτάδι πέφτει και συννεφιά
ποιες μπόρες φέρνεις και ποιες βροχές
σε κουρασμένες νεκρές ψυχές
σε κουρασμένες νεκρές ψυχές.

Παράξενη πρωτομαγιά
ο ήλιος καίει το πέλαγο στη δύση
μα της καρδιάς την πυρκαγιά
που θα βρεθεί ποτάμι να την σβήσει.

Στα δυο σου μάτια τα χρυσαφιά
σκοτάδι πέφτει και συννεφιά
ποιες μπόρες φέρνεις και ποιες βροχές
σε κουρασμένες νεκρές ψυχές
σε κουρασμένες νεκρές ψυχές.

Παράξενη πρωτομαγιά
μ’ αγκάθια πλέκουν σήμερα στεφάνια
ηρθ’ ο καιρός του “έχε γεια”
τι να την κάνεις πια την περηφάνια.

Παράξενη πρωτομαγιά, παράξενη πρωτομαγιά.

**********

-Τάσος Λειβαδίτης – «Μοιρολόι για ένα νεκρό»

“Φεγγάρι, ερημοφέγγαρο/ κριθάρινο φεγγάρι των φτωχών

αγέρα, πικραγέρα/ πολύλαλε αγέρα των μουγγών

σ’ ένα σταυροδρόμι απόψε/ μήνα Μάη

σταυρώσανε το νιο,/ μήνα Μάη

σταυρώσαν το ροδόσταμο και το λεμονανθό –

ροδιά, δος του το αίμα σου

δος του το φέγγος σου, στερνό του ηλιοβασίλεμα,

μήνα Μάη, σταυρώσαν τον αυγερινό

αχ, το πρωί ήταν ήλιος και δροσιά

το μεσημέρι λάμψη κι όνειρα

το βράδυ ήρθε πικρό κι ολόμαυρο,

σ’ ένα σταυροδρόμι απόψε

μήνα Μάη/ σταυρώσανε το Μάη

ύστερα πλύναν τα μαχαίρια και σκοτώσαν το νερό,

ύστερα κάναν να κοιτάξουν και σκοτώσανε το δειλινό

αστροφεγγιά/ χρυσάφι στο ταγάρι των τυφλών

α, σκύλα αστροφεγγιά, όπυ τους έφεγγες,

σ’ ένα σταυροδρόμι απόψε/ μήνα Μάη

Μεγάλη Παρασκευή των φτωχών

κι ολόρθες οι γυναίκες στα κατώφλια

με τα μεγάλα μάτια τους τον σαβανώνουν,

τα δεντρολίβανα σκύβουν και τον μυρώνουν,

οι άντρες πέρα μες στα καπηλιά

μ’ ένα πικρό τραγούδι τον κατευοδώνουν

τα χελιδόνια έρχονται και τον ανασηκώνουν,

αχ, το πρωί ήταν άνοιξη

το βράδυ μαύρη συννεφιά

το βράδυ ήρθε με δώδεκα καρφιά

το βράδυ γαύγιζε με δώδεκα σκυλιά

το βράδυ σώπαινε μ’ όλα του τα καμπαναριά

σύγνεφο, πικροσύγνεφο/ γιατί δεν έμπαινες μπροστά

κι από την κοντινή την εκκλησιά

γιατί δεν έσκουζες παρθένα Παναγιά,

α, κάτω απ’ τον άδειο ουρανό,

σ’ ένα σταυροδρόμι απόψε/ μήνα Μάη

μήνα Μάη/ σταυρώσανε το νιο.”

(Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, τ. 1, εκδ. Κέδρος)

********* 

-Άρης Αλεξάνδρου – «Πρωτομαγιά»

Στα τζάμια σου μπουμπουκιάζει η χτεσινή βροχή
τώρα που η παραλία ανάβει τα φανάρια της.
Ένα καΐκι στάθηκε καταμεσής στο πέλαγο. Γαλήνη.
Περίμενε δω με το βλέμμα στις σταγόνες
(δυο ανθισμένες γαλάζιες σταγόνες τα μάτια σου).
Περίμενε. Θα ξημερώσει.
Θέλω να σε ξέρω στο παράθυρο
αγναντεύοντας κατά τον τόπο της χαραυγής
νοσταλγώντας το περσινό καλοκαίρι.
(Τα νερά ν” ανασαίνουν ζεστασιά
το γυμνό σώμα της ημέρας πλαγιάζει μες στα στάχυα
κι ανάμεσα απ” τα δάχτυλα κρυφοκοιτάει μια παπαρούνα.)
Θέλω να σου χαρίσω ένα τόσο δα ουράνιο τόξο
τώρα στα γενέθλια της δεκαοχτάχρονης αυγής,
ένα λουλουδένιο δαχτυλίδι
μια υπόσχεση ελπίδας.

*********

-Γιάννης Βαρβέρης – «Πρωτομαγιά»

Νωθρά δικαιώματα
κόκκινα ωράρια δροσερά
και λάγνα συνδικάτα.
Τ” αφεντικά τις απεργίες αμείβουνε
με υπερωρίες
εμείς κεφάτα τις δουλεύουμε
αυτές γεννούν ωάρια νέα
νέα κεφάτα ωράρια εκχωρούμε
μαζί και τους νόμιμους τόκους τους
με υπεραξίες
δωροδοκώντας το έλεος ζούμε.

**********

-Διονύσιος Σολωμός, «Πρωτομαγιά»

Τοῦ Μαϊοῦ ροδοφαίνεται ἡ μέρα
ποὺ ὡραιότερη φύση ξυπνάει
καὶ τὴν κάνουν λαμπρὰ καὶ γελάει
πρασινάδες, ἀχτίδες, νερά.
Ἄνθη κι ἄνθη βαστοῦνε στὸ χέρι
παιδιὰ κι ἄντρες, γυναῖκες καὶ γέροι
ἀσπροεντύματα, γέλια καὶ κρότοι,
ὅλοι οἱ δρόμοι γιομάτοι χαρά.
Ναί, χαρεῖτε τοῦ χρόνου τὴ νιότη,
ἄνδρες, γέροι, γυναῖκες παιδιά.

Πες το με ποίηση (395ο): «ΑΙΝΙΓΜΑ-ΓΡΙΦΟΣ»

Παντελής Θαλασσινός – Τα Αινίγματα

1.ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ

.

Κανένα αίνιγμα

διότι όλα είναι ξεκάθαρα πλέον

πρώτη φορά σαν πλήρες,

ένα νόημα μέσα της

κι έχει πέσει ο ουρανός στο κρεβάτι της

.

ένα ολόκληρο βράδυ σπαταλήθηκε

κι ούτε ένα ποτάμι δεν κατάφερε να περάσει

ο κόσμος ένα γυαλάκι μόνο

μια μπίλια χρωματιστή

που την κατάπιε πρωί πρωί κατά λάθος

το πάντα βιαστικό κοτσύφι της αυλής της.

.

Γιώργος Βέης

*****

2. ΑΙΝΙΓΜΑ 1907

(ΤΩΝ ΑΙΝΙΓΜΑΤΩΝ Η ΑΙΓΛΗ)

 .

Αναμφιβόλως, η ποιητική συλλογή Τα Αινίγματα

του  Πολύβιου, νεαρότατου ανθυπολοχαγού της Αγγλικής Φρουράς

εις Μπορσάιντ, υιού Αγγλοέλληνος φωτογράφου,

 με Αλεξανδρινές ρίζες ήτο θαυμασία.

Του έγραψα κριτικήν επαινεστάτην εις το περιοδικόν 

Νέα Ζωή, κι αυτός, εις αντάλλαγμα,

προσφέρθηκεν να με συναντήσει.

.

Έκανε ζέστη, ήτο Ιούνιος όταν τον ανέμενον

στο καφέ του ξενοδοχείου «Μετροπόλ»,

στο τέταρτον όροφο του οποίου στεγάζονται

τα γραφεία της Εταιρείας Υδρεύσεως,

όπου ειργαζόμην από πολλών ετών,

– φράσις επονείδιστος  δι’ εμέ, όπου είμαι πλέον

εις το γέρμα του βίου και εις το αόρατον

κι ανεπαίσθητον του θανάτου δίχτυ.

.

Ο νεαρός ήλθεν με την Αγγλίδαν σύντροφόν του.

Ενδεδυμένος με την στολήν, έλαμπεν μες τα παράσημα,

(αξιώματα της ξηράς και όχι ενδόξου πολέμου),

το ίδιο κι εκείνην, παρ’ όλο που φαινόταν κατά πολύ

μεγαλυτέρα με το πτυχοειδές της φόρεμα, το έντονο φτιασίδωμα,

κορδέλα και άνθη πίσω απ’ το ανασηκωμένο γείσον  του καπέλου.

Με χαιρέτησεν τυπικώς, ενώ κρατούσεν

εις την παλάμην της τη δική του.

.

Όταν ήλθαν τα κεράσματα,

η συζήτησίς μας, κορυφωμένη περί τα ποιητικά,

ήτο ψυχρά ήδη. Ο  ποιητής  σαστισμένος έδειχνεν,

φοβισμένος μάλλον, ενώ η κοπέλα αδιάφορη,

έχοντας μονίμως το βλέμμα στα σταθμευμένα

πλάι στους φοίνικες παϊτόνια της πλατείας Μανσσεγιά.

.

Κάποια στιγμή, ο Πολύβιος έβγαλεν ένα ποίημα

που μου είχε αφιερώσει. Ήτο μέτριο, δεν θύμιζε καν

των Αινιγμάτων την αίγλη. Ούτε πρόλαβα τίποτε να ειπώ,

όταν μου ανεκοίνωσεν τον γάμον του εις δέκα ημέρας

εις το Μπορσάιντ, κι εκείνη να γέρνει τότε εύχαρις

το κεφάλι  τρυφερά εις τον ώμον του.

.

Τα βλέμματά των, άκρως σημαίνοντα,

μου προεκάλεσαν  αίφνης ενοχήν και καταισχύνην.

Φεύγοντας, ενθυμούμαι πως ο ήλιος ήτο σιμά εις την δύσιν του,

και δυνατός αγέρας φυσούσε απ’ την παραλία.

.

Το αφιερωμένο ποίημα απ’ τα χέρια μου αίφνης εγλίστρησεν.

Παρεσυρμένο απ’ το αραιό σύννεφον της άμμου

εχάθη προς το μέρος της θάλασσας που φυραίνει με τα χρόνια.

.

Δεν ελυπήθην δια το αφιερωμένο ποίημα που έχασα,

όσο για την τέχνη της ποιήσεως,

που ίσως με τον γάμον ατονήσει και λησμονηθεί,

και σβήσει δια παντός η ικανότης εκείνη,

και της δημιουργίας των στίχων η υπεροχή.

.

Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ : Αρχείο Γεωργίου Φωτίου – Σακελλίωνος,

Αλεξάνδρεια, εν έτει 1952, Σχεδιάσματα: 1914-1916;

*****

3. ΑΦΗΣΑ ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΡΩ

.

Aπό τον κόσμο των γρίφων

φεύγω ήσυχη.

Δεν έχω βλάψει στη ζωή μου αίνιγμα:

δεν έλυσα κανένα.

.

Oύτε κι αυτά που θέλαν να πεθάνουν

πλάι στα παιδικά μου χρόνια:

έχω ένα βαρελάκι που 'χει δυο λογιών κρασάκι.

Tο κράτησα ως τώρα

αχάλαστο ανεξήγητο,

γιατί ως τώρα

δυο λογιών κρασάκι

έχουν λυμένα κι άλυτα που μου τυχαίνουν.

.

Συμβίωσα σκληρά

μ' έναν ψηλό καλόγερο που κόκαλα δεν έχει

και δεν τον ρώτησα ποτέ

ποιας φωτιάς γιος είναι,

σε ποιο θεό ανεβαίνει και μου φεύγει.

.

Δεν του λιγόστεψα του κόσμου

τα προσωπιδοφόρα πλάσματά του,

του ανάθρεψα του κόσμου το μυστήριο

με θυσία και με στέρηση.

Mε το αίμα που μου δόθηκε

για να τον εξηγήσω.

.

Ό,τι ήρθε με δεμένα μάτια

και σκεπασμένη πρόθεση

έτσι το δέχτηκα

κι έτσι τ' αποχωρίστηκα:

με δεμένα μάτια και σκεπασμένη πρόθεση.

.

Aίνιγμα δανείστηκα,

αίνιγμα επέστρεψα.

Άφησα να μην ξέρω

πώς λύνεται ένα χθες,

ένα εξαρτάται,

το αίνιγμα των ασυμπτώτων.

Άφησα να μην ξέρω τι αγγίζω,

ένα πρόσωπο ή ένα βιάζομαι.

.

Oύτε κι εσένα σε παρέσυρα στο φως

να σε διακρίνω.

Στάθηκα Πηνελόπη

στη σκοτεινή ολιγωρία σου.

Kι αν ρώτησα καμιά φορά πώς λύνεσαι,

πηγή αν είσαι ή κρήνη,

θα 'ταν κάποια καλοκαιριάτικη ημέρα

που, Πηνελόπες και όχι,

μας κυριεύει αυτός ο δαίμων του νερού

για να δοξάζεται το αίνιγμα

πώς μένουμε αξεδίψαστοι.

.

Aπό τον κόσμο των γρίφων

φεύγω ήσυχη.

Aναμάρτητη:

αξεδίψαστη.

Στο αίνιγμα του θανάτου

πάω ψυχωμένη.

.

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ, Tο λίγο του κόσμου, Στιγμή 1994

*****

4. ΔΥΟ ΜΙΚΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΑΙΝΙΓΜΑ ΚΑΙ ΕΝΑ ΔΡΟΜΟ

Ι

Για σένα στις επιθυμίες μου

λόγος δεν έγινε ποτέ.

Δεν σε προέβλεψαν ποτέ

τα όνειρά μου.

Οι προαισθήσεις μου

δε σε συνάντησαν.

Ούτε η φαντασία μου.

Κι όμως

μια ανεξακρίβωτη στιγμή

σ΄ εξακριβώνω μέσα μου

ένα έτοιμο κιόλας αίσθημα.

ΙΙ

Πλατιά που ήταν η Σταδίου

καθώς χωρούσε

το μεσημέρι το εύχυμο

τον ανδρισμό σου,

και μένα

βαδίζοντας πλάι σου

σε απόσταση

μιας ολόκληρης θλίψης.

.

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ

Τα αινίγματα – Αγγελική Τουμπανάκη

5.ΤΑ ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

.

Αὐτά τά μαῦρα ἀνοιξιάτικα λουλούδια

πού μοῦ φύτεψαν μέσα στό κεφάλι

δέν εἶναι μνήματα

εἶναι μ η ν ύ μ α τ α

πού ὅταν ἦρθαν

δέ μπόρεσα νά συλλάβω

τό χρησμό τους

.

κι ἔτσι ρίχνουνε τώρα μές στό σῶμα μου

τά ὁριστικά τους τά μελάνια

μέ σχεδιάζουν μέ τίς ἀρτηρίες μου

σάν κάτι πολύχρωμες διαφημίσεις

ξένων φαρμακευτικῶν ἑταιριῶν

τῆς PFIZER ἤ τῆς GEIGY

τῆς ABBOTT ἤ τῆς BAYER

.

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ, ΤΑ ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ (από τη συλλογή “Το

σκεύος”, 1971), στον τόμο: Ποιήματα άπαντα (1945-1998), Κέδρος,

Αθήνα 2007, σ. 248.

*****

6. Ο ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ

.

Την αυγή τετράποδο, στητός την ημέρα

και με τρία πόδια σεργιανίζοντας

στις έρημες απλωσιές

του βραδινού,

έτσι εθώριασε η αιώνια σφίγγα

τον παραλλαγμένο αδελφό της,

τον άντρα,

και το βράδυ ήρθε κάποιος

πού έλυσε τον γρίφο,

ενεός της εικόνας της φριχτής

στον καθρέφτη,

της ανάκλασης της παρακμής

και της μοίρας του.

.

Είμαστε Οιδίποδες

και μʼ ένα τρόπο αναλλοίωτο

το μεγάλο

και τρισυπόστατο τέρας,

ό,τι θα γίνουμε

και ό,τι γινήκαμε.

.

Η όψη

της μορφής της άφατης

του Είναι μας

θα μας είχε συντρίψει.

.

το έλεος του Θεού

μας χάρισε τη μετάβαση

και τη λησμονιά.

.

Χόρχε Λουίς Μπόρχες (1899-1986)Jorge Luis Borges, μετ: Στάθης

Λειβαδάς

*****

7. ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ

(«Η ζωή είναι όνειρο» Καλντερόν ντε λα Μπάρκα)

.

Κι όλα τούτα τα πλούσια κι ελκυστικά προσόντα σου

Δεν υπάρχουν παρά μόνο στο μυαλό σου

Μια στάση σε καθορισμένο χρόνο

Απέναντι στο τι αυτό θέλει

Και στο τι εσύ θα προσφέρεις

Ή μια ιδέα φανατική

Για να μπορώ τη μια στιγμή να σε λατρεύω

Την άλλη να σε κοιτώ αδιάφορα

Να κλαίω ή όχι αν χειρονομείς

Σε συμφωνία με τα παιδικά τραύματά μου

 .

Και τ’ άλλα

Δένδρα μάτια θαύματα αγαπητέ Θωμά

Κι αυτά μες το μυαλό σου μόνο υπήρξαν

Εκεί θα λύσεις το αίνιγμα

Κι όχι στον τύπο των ήλων

.

Δημήτρης Ποταμίτης, ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΣΑΞΟΦΩΝΟ 1978

Χάρις Αλεξίου – Είσαι Η Νύχτα Με Τα Αινίγματα

8. ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

.

πότε και πού και πώς

το καλοκαίρι είναι μια αιωνιότητα;

μα όταν είσαι ερωτευμένος

στα δεκαοχτώ σου χρόνια

σ’ ένα καφενεδάκι πλάι στη θάλασσα

.

γιατί βεβαίως ο έρωτας είναι για πάντα

και η εφηβεία ατέλειωτη

όπως ο ήλιος στη χρυσή αμμουδιά

.

κι εκεί όλοι βρισκόμαστε από τότε

.

ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ

*****

9. ΤΟ ΟΛΟΦΑΝΕΡΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

.

με ήχο φι, ψιθυριστά,

το αόρατο αναγγέλλει το δέος

του θνητού μπροστά στο ωμέγα

που τον υπερβαίνει,

και με το σίγμα ολοκληρώνει

χαμηλόφωνα αυτό

που ωστόσο συνεχίζεται.

τρία γράμματα, μια λέξη,

το ολοφάνερο άλυτο αίνιγμα του κόσμου

.

Τόλης Νικηφόρου, «ο πλοηγός του απείρου», ποιήματα 1966 – 2002

*****

10. ΓΡΙΦΟΣ

.

Τις αφήνεις να χάσκουν σε ένα τραπέζι

απόρθητα κάστρα,

εσφαλμένες αντιλήψεις πως ο χρόνος κάποτε θα μας είναι αρκετός.

Μα πάντα μισοάδειες περιμένουν τον αφέντη τους.

Ή μήπως τους αφέντες των;

.

Σε ένα άδειο σπίτι μονάχα ένας κύριος κατοικεί,

πίνει καφέ με τα φαντάσματα κάθε πρωί,

όταν ο ήλιος ανατέλλει.

.

Και εσύ λες πως δεν τις έπλυνες γιατί καρτερούσες κάποιος

γνωστός,

ένας κανένας να φανεί.

Μη λες ψέματα,

οι κούπες σου σε γνωρίζουν.

Τα χείλη σε ξεμπροστιάζουν κάθε πρωί.

.

ΙΑΣΟΝΑΣ ΝΙΚΗΤΕΑΣ

*Η ανάρτηση είναι της καλής φίλης και συνεργάτιδας του μπλογκ, Αγγελικής.

Πες το με ποίηση (394ο): «άπιστος Θωμάς – αμφιβολία»…

-Σεργκέι Αβέριντσεφ, Το ποίημα του άπιστου Θωμά

Το βάθος των πληγών μου δείξε μου,

Αίμα για αίμα και σώμα για σώμα,

Δείξε μου τα τρυπημένα χέρια σου –

Και θα πιούμε από το ποτήριο ∙

Οι διαμπερείς πληγές στις παλάμες σου

Ευλογημένοι μάρτυρες της αλήθειας

Άνθη του πόνου και της αγάπης.

Μα Εσύ θα έπρεπε να μ’ είχες Προετοιμάσει.

Θα πιστέψω μέχρι το αίμα να χυθεί

Στη ξένη της Ινδίας γη,

Μα Εσύ την αδυναμία μου βοήθησε:

Την οποία οι πατέρες μου δεν ήξεραν,

Ευλογημένοι εκείνοι που χωρίς να δουν πιστεύουν

Στην ξένη της Ινδίας γη,

Μα Εσύ θα έπρεπε να μ’ είχες προετοιμάσει.

Μακριά από το πατρικό μου σπίτι.

Άσε ν’ αγγίξω την τρυπημένη

Στην ξένη της Ινδίας γη,

Καρδιά, η λόγχη στο κορμί μου να μπει,

Άσε το μυστικό Σου να μάθω,

Η λόγχη στο κορμί μου να μπει,

Αποκάλυψέ μου το βάσανο της Καρδιάς Σου,

Η λόγχη ας τρυπήσει την καρδιά μου.

Την καρδιά της Καρδιάς Σου.

Εσύ φίλους σου μας αποκάλεσες,

Ήσουν νεκρός μα να που είσαι αιώνια ζωντανός,

θα πιούμε απ’ το ποτήριο

στο χέρι Σου τα κλειδιά του Άδη, του θανάτου ∙

κι ο δρόμος μου προς την ανατολή του ήλιου,

ευλογημένοι εκείνοι που χωρίς να δουν πιστεύουν,

στην ξένη της Ινδίας γη

μα εγώ με κανέναν δεν αλλάζω.

Κι όλα όσα μπορώ να θυμηθώ

απ’ αυτά που είδα, τα είδα

στην αδυναμία του τελευταίου βάσανου:

ό,τι άγγιξα, το ξέρω:

οι διαμπερείς πληγές στις παλάμες

η λόγχη φτάνει μέχρι την Καρδιά

και την αθάνατη – διάτρητη –

την ανοίγει αιώνια. Την καρδιά.

Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©

https://www.stepamag.com/%cf%83%ce%b5%cf%81%ce%b3%ce%ba%ce%ad%ce%b9-%ce%b1%ce%b2%ce%ad%cf%81%ce%b9%ce%bd%cf%84%cf%83%ce%b5%cf%86-%cf%84%ce%bf-%cf%80%ce%bf%ce%af%ce%b7%ce%bc%ce%b1-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%ac%cf%80%ce%b9%cf%83/

********

-Γιάννης Βαρβέρης, «Θωμάς»

Θωμά, άγιε Θωμά, θα ’χες αγιάσει

μόνο και μόνο γιατί επέμεινες στη δυσπιστία.

Να όμως που δέχθηκες να παίξεις

το παιχνίδι της απόδειξης

να που ίσως νόμισες, ταράχθηκες ή κι εφοβήθης

κι έπνιξες τον αντίλογό σου

που αιώνες έκτοτε σε τυραννάει.

Γιατί, Θωμά, το ξέρω

ήταν στη φύση σου ποτέ να μην πιστέψεις

κι αγιάζεις έτσι τώρα μες στις τύψεις σου

για τις στρατιές όλων εκείνων

που σε πίστεψαν και χάσαν

το ανεκτίμητο προνόμιο του διλήμματος

κι οριστικά το πνεύμα κι η ψυχή τους

έχουνε νυστάξει

μακάρια μες στην πίστη τους.


Από τη συλλογή «Ο άνθρωπος μόνος», εκδ. Κέδρος, 2009.

********

-«Ψηλάφιση», του Γιάννη Αντιόχου

Μ’ απελπίζει η ραγισμένη γλώσσα μου
γιατί σκαλώνει στους κοπτήρες των δοντιών
σταλάζοντας μικρές θρησκευτικές λέξεις
σαν διπλωμένα αμήν

Μ’ απελπίζει κι η σβησμένη μου νύχτα
μια σκοτεινή κάμαρα
δίχως άστρα και φεγγάρι
γεμάτη μιλιούνια μπλε στίγματα
συνέχοντας το σώμα του σκότους

Μικρός δίπλωνα τη γλώσσα μου
ξύνοντας τις πληγές του στόματος
—χαμένα νεογιλά δόντια—
κι αν τύχαινε βροχή
ξαπλωμένος δίπλα στο παράθυρο
κοιτούσα στα κεραμίδια
μην κατρακυλήσει το παιδικό μου δόντι
και φυτρώσει μες στη λάσπη

Ύστερα έτριβα
κι έτριβα τα μάτια μου
μπήγοντας
φωτεινά στίγματα
στο σώμα της νύχτας
γιατί τότε πίστευα
—αν και τα βράδια
ρωτούσα μ’ επιμονή:
Μαμά, μ’αγαπάς;
ξανά και ξανά

Όμως άλλαξα δόντια
κι έμαθα να δαγκώνω τη σφαγή
και την αλήθεια
κατασπαράζοντας τα φίδια
πού σύριζαν στο κεφάλι μου

Δεν είναι  πώς μεγάλωσα
Είναι πως δεν πιστεύω
Γι’ αυτό
κάθε βράδυ
μέσα στον σκοτεινό μου θάλαμο
—ένας άπιστος Θωμάς—
απλώνω τον δείκτη∙
μια λόγχη
στην πληγή σου

Κι εσύ
κάθε μέρα ξημερώνεις
και με συχωρείς

Ας είμαι ειλικρινής∙
εκτός από άπιστος
είμαι και δειλός

Ποτέ δε σε κοίταξα στα μάτια∙
γιατί τον Θεό τον ψηλαφείς
μα δεν τον αντικρίζεις

Κι αν είναι, Δάσκαλε
να με διδάξεις πάλι

κοίτα

μη με ξημερώσεις
ά π ι σ τ ο

https://popaganda.gr/art/psilafisi-tou-gianni-antiochou/

**********

-«Εν είδει περιστεράς Κύριε» – Κική Δημουλά

Κατέβηκες απόψε στ’ όνειρό μου. 

Όχι εγώ 

το δέος μου προς καθετί αβέβαιο 

σε αναγνώρισε. 

Αμέσως έσκυψε και φίλησε 

της καταδεκτικότητάς Σου το χέρι. 

Σε φυσικό μέγεθος σε είδα δίχως 

άμφια, θρόνο, τιμωρία, 

καμιά φανταχτερότητα. 

Ντυμένος καθημερινά 

σα να ράβεσαι στη γη μας κι εσύ 

– ξέρει αυτή 

του καθενός ονείρου τα μέτρα. 

Τέλεια η εφαρμογή. 

Άρχισες να μου τάζεις πολλά. 

Ωραία και μελλούμενα. 

Όχι για κείνη την αιώνια ζωή 

μα για τούτη δω την καταδικασμένη 

θαύματα να μη δει. 

Τόσο πολλά μου έταζες 

που αφέθηκα 

στον πειρασμό Θωμάς να γίνω 

μπήγοντας της δυσπιστίας 

το αιχμηρό δάχτυλο επί τον τύπον 

του σώματός σου 

να δω πώς αληθεύει η παρουσία σου 

όταν ακούσω να πονάς. 

Κι ω του θαύματος φωνή 

μεγάλη έσυρε ο πόνος σου 

απόδειξη τρανή πως είναι 

η σάρκα σου γεμάτη απ’ όλ’ αυτά 

που τρώει η γη και δε χορταίνει. 

Κι έτσι σφιχτά δεμένη όπως ήμουν 

ακόμα με τ’ ανθρώπινα 

προσβλητικά σε ρώτησα: 

Και τι ζητάς Κύριε ως αντάλλαγμα 

για όσα θαυμαστά μου υπόσχεσαι; 

Κι εσύ, θωπεύοντας 

την τριβή μου με τη συναλλαγή 

απάντησες: 

Θέλω το όνειρο που είμαι 

τυφλά να το πιστέψεις 

όπως τυφλά πιστεύεις σα Θεό 

τα όνειρα που όλα είναι.

http://animusanimus.blogspot.com/2020/04/blog-post_27.html

**********

-Μπέρτολτ Μπρεχτ, « Eγκώμιο στην αμφιβολία»

Ευλογημένη να’ ναι η αμφιβολία!

Σας συμβουλεύω να τιμάτε χαρούμενα και προσεκτικά εκείνον που το λόγο σας ξετάζει σαν κάλπικη μονέδα!

Άμποτε νά ‘σαστε συνετοί και να μη δίνετε το λόγο σας με σιγουριά πάρα πολλή.

Την ιστορία διαβάστε και θα δείτε την ξέφρενη φυγή ανίκητων στρατών.

Παντού κάστρα απάτητα κυριεύονται και της Αρμάδας τα καράβια, που ήταν αμέτρητα σαν έκανε πανιά, στο γυρισμό εύκολα τα μετρούσες.

Έτσι μια μέρα στάθηκε ένας άνθρωπος στην απάτητη βουνοκορφή κι ένα πλεούμενο έφτασε στην άκρη της απέραντης θάλασσας

Α, όμορφο που’ ναι το κούνημα του κεφαλιού για τις ατράνταχτες αλήθειες!

Α, θαρρετή που’ ναι η φροντίδα του γιατρού για τον άρρωστο που γιατρεμό δεν έχει!

Μα απ’ όλες τις αμφιβολίες ομορφότερη είναι σαν οι φοβισμένοι αδύναμοι σηκώνουν το κεφάλι και παύουν να πιστεύουν στων τυράννων τους τη δύναμη!

Α, με πόσο κόπο καταχτήθηκε κείνο το σοφό αξίωμα! Πόσες θυσίες κόστισε!

Πόσο δύσκολο στάθηκε να βρεθεί πως τα πράγματα ήταν έτσι κι όχι αλλιώς!

Με στεναγμό ανακούφισης το’ γραψε ένας άνθρωπος μια μέρα στης Γνώσης το βιβλίο.

Καιρό πολύ έμεινε χαραγμένο εκεί μέσα και γενιές ολόκληρεςζήσανε μαζί του, το’ βλεπαν σαν αλήθεια αιώνιακι όσοι το ξέρανε καταφρονούσαν όσους τ’ αγνοούσαν.

Μα κάποτε, μια υποψία μπορεί να γεννηθεί, γιατί μια καινούρια εμπειρία τραντάζει το ατράνταχτο αξίωμα. Ξυπνάει η αμφιβολία.

Και μιαν άλλη μέρα ένας άλλος άνθρωπος στοχαστικά σβήνει απ’ το βιβλίο της Γνώσης το αξίωμα με μια μονοκοντυλιά.

Ενώ διαταγές τον ξεκουφαίνουν, ενώ τον εξετάζουν για τις φυσικές του ικανότητες γιατροί μουσάτοι, ενώ τον επιθεωρούν λαμπερά υποκείμενα με χρυσά γαλόνια, ενώ τον κατηχούνε πανηγυριώτικοι παπάδες που του τριβελίζουνε τ’ αυτιά μ’ ένα βιβλίο γραμμένο απ’ το Θεό τον ίδιο ενώ τον δασκαλεύουν ανελέητοι δάσκαλοι, ο φτωχός ακούει να του λένε πως ο κόσμος μας είναι ο καλύτερος των κόσμων και πως την τρύπα στη σκεπή της κάμαράς του την έχει σχεδιάσει ο Θεός αυτοπροσώπως.

Αληθινά, του είναι δύσκολο πολύ ν’ αμφιβάλει για τον κόσμο τούτο.

Ιδρωκοπάει ο άνθρωπος χτίζοντας σπίτι όπου ποτέ του δε θα κατοικήσει.

Μα δεν ιδρωκοπάει λιγότερο κι όποιος δικό του χτίζει σπίτι.

Να οι αστόχαστοι που ποτέ δεν αμφιβάλλουν.

Η χώνεψη τους είναι άψογη, και η κρίση τους αλάθευτη.

Δεν πιστεύουν στα γεγονότα, πιστεύουν μόνο στον εαυτό τους.

Αν χρειαστεί, πρέπει αυτούς τα γεγονότα να πιστέψουν. Είναι απέραντα υπομονετικοί με τον εαυτό τους. Τα επιχειρήματα τα ακούν με αυτί σπιούνου.

Στους αστόχαστους που ποτέ δεν αμφιβάλλουν συνταιριάζουν οι στοχαστικοί που ποτέ δεν δρούνε.

Τούτοι αμφιβάλλουν όχι για να πάρουν μιαν απόφαση, αλλά για να μην πάρουν απόφαση καμιά.

Τα κεφάλια τους τα χρησιμοποιούνε μόνο για να τα κουνάνε. Με σκοτισμένο πρόσωπο ειδοποιούν τους επιβάτες των καραβιών που βουλιάζουν, πως το νερό είν’ επικίνδυνο.

Κάτω απ’ του δήμιου το μπαλτά αναρωτιούνται αν δεν είναι άνθρωπος κι αυτός.

Μουρμουρίζουν σκεφτικά πως “το θέμα δεν έχει ξεκαθαριστεί ακόμα”, και πηγαίνουνε να πέσουν.

Μοναδική τους δράση, ο δισταγμός.

Αγαπητή τους φράση: “Δεν είναι ακόμα ώριμο για συζήτηση”.

Γι’ αυτό, αν παινεύεις την αμφιβολία μην παινέψεις την αμφιβολία που καταντάει απελπισία!

Τι ωφελεί η αμφιβολία εκείνον που δε μπορεί ν’ αποφασίσει;

Μπορεί να πράξει λάθος όποιος δε γυρεύει πολλούς λόγους για να δράσει. Μα όποιος πάρα πολλούς γυρεύει μένει άπραγος την ώρα του κινδύνου.

Εσύ, που είσαι αρχηγός, μην ξεχνάς πως έγινες ό,τι είσαι, επειδή είχες αμφιβάλει γι’ άλλους αρχηγούς!

Άσε λοιπόν αυτούς που οδηγείς ν’ αμφιβάλλουνε κι εκείνοι!

Μπέρτολτ Μπρεχτ, Eγκώμιο στην αμφιβολία, εκδ. Θεμέλιο, μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης

*********

-Μαρία Πολυδούρη, «Αμφιβολία»

Ο νέος που πρόσμενες ναρθή
δεν ήρθε μήτε απόψε.
– Μα τι θα τούλεγες; Γιατί;
Άσε το μάταιο να χαθή.
Το άμοιρο φύτρο κόψε.

Μη σου πλανεύει την καρδιά
τη χιλιοπαθημένη,
μια αναγελάστρα επιθυμιά.
Στην εαρινήν αυτή βραδιά
μια πίκρα είνε χυμένη.

Μα δεν ακούς τη συμβουλή,
τόσο η μαγεία σε δένει.
Μήτε κι’ απόψε δε θαρθή
κ’ έτσι θα γίνη πιο πολύ
το αύριο που περιμένει.

Στα σκοτεινά του μάτια φως
η απουσία θα χύση,
τ’ αδέξια χέρια του, με ορμή
συγκρατημένη, ένας κρυφός
καημός θα τα φιλήση

και θα τα ιδώ να μου απλωθούν,
νάναι δειλά στη νίκη,
γλυκά στην πίστη πως μπορούν,
κύμα χαδιών, να με τραβούν
στο βάθος σα χαλίκι.

https://el.wikisource.org/wiki/%CE%91%CE%BC%CF%86%CE%B9%CE%B2%CE%BF%CE%BB%CE%AF%CE%B1

***********

-Γρηγόρης Πολύζος, “Αμφιβολία”

Ένα τυχαίο κοίταγμα,

Μια τυπική χειραψία.

Ή μήπως όχι;

Σίγουρα ναι, για κάποιον εξωτερικό παρατηρητή.

Αλλά εμείς ξέρουμε…

Έτσι δεν είναι;

Όταν άφησες το χέρι σου να γλιστρήσει στο δικό μου,

Το ένιωσες και εσύ, σωστά;

Όταν σε κοίταξα βαθιά μέσα στα μαύρα σου μάτια,

(μαύρα δεν ήταν· ή μελί;)

Βρήκα όλες τις απαντήσεις που έψαχνα.

Σίγουρα θα το ένιωσες και εσύ.

Έτσι δεν είναι;

Ή μήπως όχι;

Πες το με ποίηση (393ο): «ΑΥΤΟ- ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ»…

1.ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

.

Μεταφέρω ἀπὸ τόπο σὲ τόπο

τὴ λύπη μου, αὐτὸ τὸ καλύβι

μὲ τὰ ἐλάχιστα πράγματα:

τὰ χαρτιά, τὶς μνῆμες, τὶς πέννες μου.

Τὸ πιὸ μεγάλο μου ἀπ᾿ ὅλα

τὰ πράγματα, μὲς

στὸν ἄδειο μου χῶρο,

εἶναι τὰ χέρια μου.

.

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

*****

2. ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

.

Σαν το αγρίμι έζησα.

Στυλώνοντας πάντα τ’ αυτί μου.

Αλλάζοντας πρόσωπο κι όνομα

Ανάμεσα σε τουφέκια, σίδερα και σκοινιά.

.

Μες σε πηγάδια έριξαν τον ύπνο μου.

Σκυλιά και σύρματα ξέσκισαν το κορμί μου.

Δεν μου άφησαν τίποτα.

Τη σιωπή μου γλίτωσα μόνο.

.

Σαν το αγρίμι έζησα τη ζωή μου.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΩΣΤΑΒΑΡΑΣ, Από την «ΚΑΤΑΘΕΣΗ» – 1965

*****

3. ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

.

Μικρή παιδούλα, έβλεπα

κάθε καράβι που 'φτιαχνε ο πατέρας

να βγαίνει στ' ανοιχτά με τα πανιά του

σπρωγμένο από τον άνεμο,

να χάνεται -.

Κι' ήταν σαν όνειρο

η θάλασσα, ο ουρανός, το καράβι.

Ακόμα δεν εγνώριζα

τις διαστάσεις τις σωστές του κόσμου.

.

Καθώς το σαλιγκάρι

που το μεθά το πρωτοβρόχι,

σηκώνω στη ράχη μου

ένα όστρακο κατάστικτο με απάτες

και απελπισμένα σφίγγομαι

σ' ένα υγρό πράσινο φύλλο

να μην πεθάνω.

.

Δέκα πενταετίες ξόδεψα

για να γεμίσω μιαν άβυσσο με λέξεις

να υψώσω ένα τείχος γύρω μου,

ν' αντιληφθώ

πως όλα

ακόμα κι' η ηδονή κι' ο έρωτας

είναι αφορμή για δάκρυα.

.

ΡΙΤΑ ΜΠΟΥΜΗ -ΠΑΠΑ

*****

4.ΠΡΩΙΜΗ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

.

Γύρω μου συνεργεία σκληρής δουλειάς

Υδραυλικά μοτοσικλέτες τζάμια  μάντρες

Πρώην καμίνια κι ανταλλακτικά αυτοκινήτων

Λιοσίων πόρτες τροπέτα τιμόνια και παρμπρίζ

(Ψάχτε μαλάκες τώρα τι 'ναι τα τροπέτα). 

Και ρούχα σέκοντ χαντ μισό, ένα ευρώ

(Σε ποια παζάρια, λαϊκές, πού να σου εξηγώ). 

«Ποτέ δε νοιάστηκα για καλοπέραση και λούσα». 

.

Έπαιξα μπάλα σε οικόπεδα άχτιστα, στους δρόμους

Δούλεψα σ' εργοστάσιο με σόμπες και καλοριφέρ

Πρόλαβα αυτά που κι αν κοιτάξετε, δε θα τα δείτε

Νερό απ' το πηγάδι, στάμνες, λάμπες πετρελαίου

Γυφτάκια με ξύλα καρότσια σούπερ μάρκετ

Στην παράγκα από τζίγκο, χάρμποτ κι ανάπτυγμα του ντενεκέ

(Του ντενεκέ απ' το λάδι – πού να καταλάβεις

Σου μιλάω για φτωχόσπιτα τα πήρ' ο δρόμος

Το 2004, Κύμης και Λούη Σπύρου, 

Και πού να προσέξεις, μες στα κλέη των πέντε κύκλων). 

.

Ήμουνα αριστερός σα νέος ευκατάστατος

Μα έφυγα απ' τα κόμματα νωρίς, φτωχότερος απ' ό,τι μπήκα:

Σοφότερο σε κάνουν οι μη βεβαιότητες – 

Η φτώχεια όμως να δεις πόσο σοφότερο σε κάνει. 

.

– «Ποτέ δε νοιάστηκα για καλοπεραση και λούσα» – Δεν το

ποίημα της ίδιας συλλογής «Πατήσια – Νέα Ελβετία. 

– 2004, τα κλέη των πέντε κύκλων, Λούη Σπύρου: το 2004

έγιναν στην Αθήνα Ολυμπιακοί Αγώνες, μ' επίκεντρο το

ΟΑΚΑ στην οδό Λούη Σπύρου (sic)

.

Δημήτρης Φύσσας, Εμένα μου λες, Ποιήματα 1997-2016, 2016

*****

5. ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

.

Προσθέτω…

Άλλα παγωμένα παραμύθια,

αξύριστα πυκνά γένια,

νύχια κομμένα με δόντια

και κόκκινα μάτια με βαριές σακούλες.

Όλα

σιωπούν στο φόβο

σαν γάτες του Φεβρουαρίου

τρελαμένες στην παρέα…

.

Γκρινιάρης με τον εαυτό μου,

ομιλητής με τη φαντασία,

παραπονιάρης για ό,τι δεν πρόλαβα

και τεμπέλης στο τρέξιμο απ’ τη βιασύνη.

.

Λάτρης της ζωτικής συμπεριφοράς,

ερωτικός… μέχρι το πηγάδι των δακρύων,

πολεμιστής στον εγωισμό

και νοικοκύρης στον πλούτο της ψυχής.

.

Να γράφω ακόμα

θα γίνω κακός…

δεν θέλω να τιμωρώ το όνομα που έχω

με την αγριάδα του Λέοντα.

.

Λουάν Τζούλις

*****

6. ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

.

Ο πατέρας δούλευε στο τσιφλίκι,

η μητέρα καθάριζε το μαντρί

κι εγώ βάθαινα τις πληγές στα γόνατα.

Ο πατέρας έπεσε στον πόλεμο,

η μητέρα ξενόπλενε να με σπουδάσει

κι εγώ θήτευα στον υποσιτισμό.

Τώρα ασκούμαι ταχτικά

στις αιμοπτύσεις.

Νίκος Γρηγοριάδης, Δειγματοληψία Β', 1996

*****

7. ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

.

Τζουμέρκα – Αθήνα, αυτή ήταν όλη

που χάραξα, όλη μου η γραμμή.

Κίνησα απέκει μ' ένα τσόλι,

μου 'λειψε εδώ και το ψωμί.

 .

Αρχή κακού ήταν που δεν είχα

κουκούτσι πνεύμα πραχτικό

τριχιά την έκανα την τρίχα,

της φαντασίας μου υλικό.

 .

Έναν καιρό δεν ήθελα ούτε

να βλέπω ανθρώπινη θωριά.

«Βρέστε του (και μην τον ακούτε)

γυναίκα», έλεγαν στα χωριά.

 .

Αργότερα θα μ' έχουν βάλει

με δυο σειρές στο λεξικό.

Θα με ζηλέψουν τότε οι άλλοι,

θα γίνει ντόρος και κακό.

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ – Η δεύτερη ζωή (1938) και στη

συνέχεια στον πρώτο τόμο των Απάντων του.

*****

8. ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ, Το ακατόρθωτο

.

Άνθρωποι που δε γνώρισα ποτέ μού δώσαν το αίμα μου και

τ’ όνομά μου,

στην ηλικία μου χιονίζει, χιονίζει αδιάκοπα

μια κίνηση πάντα σα να ‘θελα να προφυλαχτώ από ‘να

χτύπημα

δίψασα για όλη τη ζωή, κι όμως την άφησα

για ν’ αρπαχτώ απ’ τα πελώρια αγκάθια της αιωνιότητας,

η σάρκα μου ένας επίδεσμος γύρω απ’ το αυριανό μου τίποτα

κανείς δεν μπορεί να με βοηθήσει στον πόνο μου

εκτός απ’ τον ίδιο μου τον πόνο – είμαι εδώ, ανάμεσά σας, κι

ολομόναχος,

κ’ η ποίηση σα μια μεγάλη αλήθεια, που την ανακαλύπτεις

ύστερ’ από χρόνια,

όταν δεν μπορεί να σου χρησιμέψει πια σε τίποτα.

Επάγγελμά μου: το ακατόρθωτο.

.

Τάσος Λειβαδίτης, Ποιήματα (1958-1963), εκδ. Κέδρος, 1978.

(Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης, τεύχος

141, Σεπτέμβρης 1966).

*****

9.ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

.

"Πρέπει, οπωσδήποτε, ν' αλλάξω ζωή, αλλιώς

είμαι χαμένος. Βέβαια, έχω καιρό μπροστά μου, είμαι ακόμα

νέος. Αν μπορούσα να ξεφύγω αυτήν την άθλια

καθημερινότητα,

υποχρεώσεις και συνήθειες και συμβιβασμοί, αν σταθώ

λιγότερο εύκολος

στις διάφορες προφάσεις – μα ιδιαίτερα

αν βάλω πια ένα τέλος σε τούτες τις αιώνιες αναβολές.

Τότε ,αλήθεια, ίσως φτιάξω κάτι, ίσως μάλιστα και κάτι το

μεγάλο

όπως ονειρευόμουν από παιδί…"

.

Έτσι έγραφε κάποιος ένα βράδυ με χέρια που τρέμανε.

Κι έκλαιγε. Ύστερα νύσταξε κι αποκοιμήθηκε.

Το πρωί, μόλις θυμόταν κάτι αόριστα. Και σε μερικά χρόνια

πέθανε"

.

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

*****

10. ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑΚΟ

.

Μετά από τόση κούραση και τόση φθορά

η καρδιά μου ακόμη είναι νέα

και σφυρίζει θλιμμένα

 .

Μετά από τόση αποσύνθεση

η καρδιά μου ακόμη είναι νέα

γνέφει στον πρωτόπλαστο άνθρωπο

έκπληκτο βρέφος

αντικρίζει το πρώτο πουλί.

 .

Βασίλης Φαϊτάς – Υστερόγραφα για το αύριο (2010)

*****

11. ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ 1

.

κρατάω την ανθρωπότητα στην αγκαλιά μου

απλώνω τα σπασμένα δάχτυλα

και της χαϊδεύω τα μαλλιά

της γράφω παραμύθια

της ψιθυρίζω ποιήματα

και τη φιλάω τρυφερά στα μάτια

λες κι είναι ένα μικρό παιδί

ζεστό καυτό

και με τον εφιάλτη από τον ύπνο τρομαγμένο

.

λες κι είναι το δικό μου το παιδί

λες κι είναι όλα τα παιδιά του κόσμου

που αξίζουν ένα θαύμα καθημερινό

όπως το βότσαλο όταν αστράφτει

με χίλια χρώματα στα διάφανα νερά

και ζουν μέσα στο ψέμα και τον θάνατο

.

κρατάω την ανθρωπότητα στην αγκαλιά μου

να τη ζεστάνω για να ζεσταθώ κι εγώ

και της μιλάω για ν' ακούσω ζωντανή φωνή

και κλαίω

.

ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ, Την κοκκινόμαυρη ανεμίζοντας της

ουτοπίας, 1997

*****

12. ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ 4

.

Τη φτωχική ζωή μου είχαν ευλογήσει

οι παιδικοί μου φίλοι και τα ταπεινά

ζωάκια και μια θεια που μ' είχε αγαπήσει

σαν μάνα κι ο Θεός ψηλά που δεν ξεχνά.

.

Τα βράδια, το μισό προσκέφαλο είχα αφήσει –

να γείρει ο άγγελος… Τον γύρεψα συχνά

όταν τη γλύκα της σαρκός είχα γνωρίσει'

την όψη του δεν ονειρεύτηκα ξανά.

.

Στην τάξη πάντα προκαλούσα όλων τη χλεύη

και μια παράξενη χαρά στον εαυτό μου

όταν με σήκωναν για ν' απαγγείλω στίχους

κι ακόμη πρόγκα και καζούρα ακούω, σαν ήχους

ζώων στο βάλτο εδώ που βρίσκομαι του κόσμου –

και τη φωνή που μυστικά μ' επιβραβεύει.

.

ΟΥΜΠΕΡΤΟ ΣΑΜΠΑ (1883-1957) -Mετ: Γιώργος Κοροπούλης

*****

13. ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

.

Σαν ναυαγός μεθοδικός που θα μετρούσε τα κύματα που του

αρκούν για να πεθάνει

και θα τα μετρούσε, και θα τα ξαναμετρούσε, για να μη

λαθέψει

ως το τελευταίο,

ως εκείνο που έχει το ανάστημα ενός παιδιού και του σκεπάζει

το κεφάλι,

έτσι έζησα κι εγώ με μια ράθυμη αρετή αλόγου χάρτινου στο

μπάνιο,

μαθαίνοντας πως ποτέ δεν λάθεψα σε τίποτα

εκτός από τα πράγματα που πιο πολύ επιθυμούσα.

.

Luis Rosales, Ποιήματα (μετ.: Βασίλης Λαλιώτης)

*****

14.  ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ

(Στη μάνα μου)

.

Το σπίτι

κοιτάζει τον δημόσιο δρόμο

και τη θάλασσα

με λογική τεσσάρων παραθύρων,

.

Σ’ αυτό το μπαλκόνι

σ’ αυτό το χαμόγελο

χαμογελώντας στερεότυπα

μ’ ένα πλατύ πορτοκαλί

μπαλκόνι.

τ’ απογεύματα, η μάνα μου

το δυσανάγνωστό της πρόσωπο

εκθέτει.

.

Ο χρόνος το συνέγραψε

χωρίς έξαρση

από νύχτα σε νύχτα

σε γλώσσα πόνου ρέουσα

γεμίζοντας

κατεβατά φθοράς.

Κι ούτε ένα λάθος γέλιου.

.

Κάθεται

άκρη άκρη στην καρέκλα

να μην επιβαρύνει το απόγευμα

μ’ όλο το βάρος της κατάκοιτης καρδιάς της,

ίσα ίσα να υπάρχει

σταματημένη μέσα στη ζωή της

από μιαν άπνοια τύχης,

ίσα ίσα για ν΄ αντέξει τώρα

της έκπληξής της το σπασμό:

.

“Υπάρχουν θάλασσες

καράβια νευρικά

που σπρώχνουν λύσεις

στο ανεμπόδιστο;

Και άνεμοι που ξεριζώνουνε τα στάσιμα;

Κι αυτά τα εύληπτα που πίνει χρώματα

το αλκοολικό απόγευμα

υπάρχουν;” Δεν το ‘ξερε.

Δεν το ‘ξερε η ζωή της.

.

Τώρα

αποτολμά μιά κίνηση παράξενη:

λίγο το σώμα ρίχνει εμπρός,

το ξαναφέρνει πίσω,

βαριά κωπηλασία μνήμης κάνει,

γιαλό γιαλό τα δάκρυά της.

.

Σιγά σιγά

απόγευμα, πρόσωπο και μπαλκόνι

από το σούρουπο υποσκάπτονται.

Το σχήμα τους παραφρονεί.

Σε χώρο θάμπους κλείνονται

να μην μπορούν να μπουν άλλο τα μάτια μας.

Νυχτώνει.

.

Κική Δημουλά, ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ 1963

*****

15. ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

.

Χρησιμοποίησα τις λέξεις,

κατά προτίμηση τις πιο σκοτεινές.

Μ' αυτές εργάστηκα,

μ' αυτές, και με ένα φόβο.

Στη λέξη θάνατος,

κατέφυγα πολλές φορές.

μου φαίνονταν,

η μόνη αληθινή.

.

ΧΡΙΣΤΟΣ ΛΑΣΚΑΡΗΣ

*****

16. ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

.

Έχει μετέλθει πολλά επαγγέλματα.

Σε δύσκολες ώρες ιδιώτευσε

ως μεσίτης πόθων και ως προξενητής

ανεκπλήρωτων ονείρων. Επιδόθηκε

στην εκμάθηση ξένων γλωσσών : της σιωπής,

των χρωμάτων, της αφής, της μουσικής,

των ψιθύρων. Με ιδιαίτερη ευχέρεια

χειρίζεται τη διάλεκτο του μαύρου, ιδίως

όπως ομιλείται μεσουρανούντος του ήλιου.

.

Προσφάτως παρακολουθεί ιδίαις δαπάναις

μαθήματα αποχρώσεων και υπεκφυγών.

Στον ελεύθερο χρόνο του

προτιμά να διαβάζει ολιγοσέλιδα βιβλία

κυρίως για τα ίχνη αίματος

που αφήνουν στα δάχτυλα

καθώς τα ξεφυλλίζεις.

.

Δημήτρης Δασκαλόπουλος, «Υπαινιγμοί», Γαβριηλίδης, 2007

*****

17.ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

.

Μία Δευτέρα του 1946

πρωταπριλιά ήταν

έλαβα θέση κι εγώ

στην αφετηρία εκκίνησης

της λύσης του αινίγματος.

.

Πέρασαν τα χρόνια

κι ακόμα πορεύομαι αμήχανος

γεμάτος απορίες

καθώς οι ανισόπεδες διαβάσεις

δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο

το περίπλοκο εγχείρημα.

.

Ξέρω μόνο πως αποφασίζουν άλλοι

για την τύχη μου

ίσως κι εγώ για κάποιους απ’ αυτούς.

.

Γνωρίζω ακόμα πως ο καθένας

τελικά είναι ακριβός και μόνος.

Τέλος έμαθα πως τα μυστικά

δεν κρύβονται στους ίσκιους

αλλά συνήθως στο ξετσίπωτο φως.

.

Γεννήθηκα εδώ

στα χαλάσματα που γράφω τώρα

και ταλανίζομαι από το μύθο

της αιώνιας αλήθειας.

.

Τα βυσσινί μάτια της βοκαμβίλιας

του κήπου μου

γεμάτα από ήλιο

απλώς μου επιβεβαιώνουν

καθώς λιγοστεύει ο χρόνος μου

πως το αίνιγμα του κόσμου

είναι αξεδιάλυτο

γι αυτό συναρπαστικό κι ωραίο

όπως ακριβώς της πρωταπριλιάς του 1946

που πήρα θέση στη γραμμή εκκίνησης.

.

ΝΙΚΟΣ ΜΟΣΧΟΒΑΚΟΣ

*****

18. ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

.

Απ' έξω ακούονταν θαμπή

'πό 'να ραδιόφωνο μια λύρα

μέσα μονάχα η βοή

του ανεμιστήρα

-εψές τον πήρα-

.

Έγραφα ολημερίς σκυφτός

"γνώρισα…", "επήγα…", "είδα…"

και τώρα τα 'σβηνα, ιδού!

λευκή η σελίδα

-άδεια παγίδα-

.

"Αυτοβιογραφία" θα πω

το κείμενο που έτσι θα μείνει

για πάντα, σκέφτομαι, καθώς

βγαίνει η σελήνη

-άδεια κι εκείνη-

.

Ιζιντόρ Μπορ, Ποιήματα που δεν θα έγραφα ποτέ, 2027, μτφρ.

ΜΑΝΩΛΗΣ ΛΥΔΑΚΗΣ

*Η ανάρτηση είναι της καλής φίλης και συνεργάτιδας του μπλογκ, Αγγελικής.

Πες το με ποίηση (392ο): «Χρήματα – λεφτά»…

-ΧΙΩΤΗΣ – ΤΟ ΧΡΗΜΑ ΔΕΝ ΤΟ ΛΟΓΑΡΙΑΖΩ – ΠΑΓΙΟΥΜΤΖΗΣ

**********

-Μίλτος Σαχτούρης, [ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ]

Στην Τατιάνα Milliex

Λέει η τσιγγάνα:
—Διαβάζω χρήματα
μέσα στον ύπνο σου
έχεις μια ζωή πυκνή
γεμάτη χιόνι
όμως δεν ξέρω
πότε θα
γλιστρήσεις πέρα
λέει ο βοσκός:
—Όταν δεν αγαπάς τ’ άστρα
τ’ αρνιά μου θα σε μισήσουν
κι απ’ το φεγγάρι
σου χαρίζω το μισό
που βγάζει φλόγες
από τη μεριά της λύσσας
λέει ο θάνατος:
—Δικά μου τα χρήματα
δικό μου και το φεγγάρι
δικά μου το χιόνι και τ’ αρνιά
κι οι κόκκινες φλόγες
και
η τσιγγάνα
και
ο βοσκός.

************

-[ΔΕΝ ΕΧΩ ΑΝΑΓΚΗ ΑΠΟ ΧΡΗΜΑΤΑ] Της Alda Merini

Δεν έχω ανάγκη από χρήματα.
Έχω ανάγκη από αισθήματα,
από λέξεις, από λέξεις σοφά διαλεγμένες,
από λουλούδια που τα λένε σκέψεις,
από ρόδα που τα λένε παρουσίες,
από όνειρα που κατοικούν τα δέντρα,
από τραγούδια που κάνουν τ’ αγάλματα να χορεύουν,
από άστρα που ψιθυρίζουν στ’ αυτί των εραστών.

Έχω ανάγκη από ποίηση,
εκείνη τη μαγεία που καίει το βάρος των λέξεων,
που ξυπνά τις συγκινήσεις και φέρνει καινούργια χρώματα.

*********

-“Αφιερωμένο σε σένα, Χρήμα…”, Της Μαρίας Σκαμπαρδώνη 

Πώς κατάντησε έτσι ο κόσμος!

Τους φτωχούς ποδοπατούν.

Μα όταν στους ίδιους ήρθε χρήμα

Τους ίδιους άρχισαν να προσκυνούν.

Πώς κατάντησε ο κόσμος

Ο φτωχός να υποφέρει

και να καρτερεί την ώρα

που η ζωή κάτι καλό θα φέρει.

Και οι συγγενείς και οι φίλοι

που δε θέλουν να σε δουν,

στην καρδιά και το πορτοφόλι

όταν τα έχεις βιάζονται να μπουν.

Πόσο άτιμο είσαι χρήμα!

Τις καρδιές των ανθρώπων μεμιάς αλλάζεις.

Ιστορία καινούργια φτιάχνεις

Και συνειδήσεις εξαγοράζεις.

Χρήμα! μέσα στην Ιστορία

Μεγάλο ρόλο διαδραμάτισες.

Προδότες, φιλάργυρους και άπληστους

όλους σε μαύρες σελίδες τους κατέγραψες.

Πόσο εύκολη η ζωή

όταν χρήμα έχεις.

Φουρτούνες, δυσκολίες,

πιο εύκολα αντέχεις.

Τους ανθρώπους αποκαλύπτεις

Με τόσο μεγάλη μαεστρία.

Πάθη, ίντριγκες και πράξεις

Που μέσα τους κρύβουν υστεροβουλία.

Όμως λύση σε όλα δεν προσφέρεις,

ευτυχία αληθινή δεν εγγυάσαι,

και εσύ που τα έχεις

να μην αυταπατάσαι.

Το χρήμα ανέσεις φέρνει

και τόσα άλλα υλικά αγαθά.

Όμως και πάλι δυστυχία θα νοιώθεις,

Χωρίς αγάπη στην καρδιά.

*******

-Αργύρης Χιόνης, [«Κούφον γαρ χρήμα»]

Β΄

Είναι κάτι πρεσβυωπικά γερόντια οι ποιητές

μονάχα μακριά μπορούν να δουν

Μακριά στο παρελθόν μακριά στο μέλλον

τα πράγματα τα κοντινά δεν τα διακρίνουν

περπατούν σκοντάφτουνε τρικλίζουν

τα χέρια απλώνουν ψαχουλευτά πασχίζουν

σαν την τυφλόμυγα πού βρίσκονται να βρουν

Το σήμερα μαντίλι γύρω από τα μάτια τους δεμένο.

https://latistor.blogspot.com/2011/09/blog-post_20.html

**********

-Κώστας Καλαπανίδας, Το χρήμα


Ο χρόνος είναι χρήμα.
Ο τόκος βγάζει χρήμα.
Θέλει μυαλό το χρήμα.
Ξοδεύεις; Πάει το χρήμα.
Τα κόλπα φέρνουν χρήμα.
Το χρήμα πάει στο χρήμα.
Πουλάς; Κερδίζεις χρήμα.
Δίνεις; Δεν έχεις χρήμα.

Ο άνθρωπος τι είναι;
«Πάντων χρημάτων» χρήμα.
Κι αφού θεός το χρήμα,
Γίνει άνθρωπος-χρήμα.

https://arta-mou.blogspot.com/2011/07/blog-post_21.html

**********

-Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, «Π P O Σ E Y X H»

Πρίγκηπα, χρειάζομαι χρήματα, κι άλλα χρήματα

Σ’ έναν κόσμο που αλλάζει αδίστακτα χρειάζομαι χρήματα

Για να σε κερδίσω δε θα ’φταναν όλα τα τραγούδια της γης

Xρειάζομαι πολλά, πάρα πολλά μπορώ να σου πω

Aυτά τ’ ανθοκήπια, κι αυτές οι πισινές, κι αυτά τα υδρόβια

Μες στα δωμάτια που μας προσμένουν χρειάζονται χρήματα

Χρειάζομαι τόσα λεφτά για τσιμέντο και χάλυβα κι όλη τη θάλασσα

Χρειάζομαι φως από πικρό αμμοχάλικα, α, Πρίγκηπα

Κι είμαστε τόσο, μα τόσο φτωχοί

Χρειάζομαι χρήματα να γεννηθώ σαν κι εσένα απαράλλαχτος

Το ήρεμο γαλάζιο τοπίο στα μάτια σου χρειάζεται χρήματα

Τα μισάνοιχτα χείλη σου και το άσκεφτο ανάβλυσμα

Η ανώφελη άγνοια χρειάζεται χρήματα

Nα παγιωθεί

Άρχοντα, δε νιώθω πια τίποτε για σένα

Το παιχνίδι μας δεν αλλάζει τα καθορισμένα βήματα

Xρειάζομαι χρήματα για να μεταμορφώσω ένα χερσότοπο

Σε πανδαιμόνιο μουσικής

https://www.sarantakos.com/kibwtos/aslanoglou_wdes.html

**********

-«Λεφτά μεταλλικά», ΔΙΑΛΕΧΤΗ ΚΙΟΥΣΗ

Μιλάς μόνο γι αυτά,

λεφτά,

ευρώ,

δραχμές, μεταλλικά.

Τόσα θέλω!

Πεντακόσια,

δύο κιλά,

τέσσερα μέτρα,

διακόσια.

“Μου χρωστάς!”

Τα έχεις γράψει όλα εκεί,

στο τεφτέρι.

“Δεν λένε ψέματα τα νούμερα”

Μου χρωστάς!

Όλα καλά. Φιλαράκια.

“Το καλύτερο παιδί”

τι νιώθεις?

θέλω να μάθω τι νιώθεις

**********

-Christos Dantis – Mas Teliosan Ta Lefta 

***********

-Γιάννης Βαρβέρης, ΑΓΟΡΑΠΩΛΗΣΙΕΣ ΤΗΣ ΒΑΤΟΥ

Το αγροτεμάχιο που επωλήθη για να ενοικιαστεί

βιαία πνοή

οι μετοχές των πλοίων αμετάβλητες

στον όρμο τού αχανούς

ένα πανάκι που αγοράστηκε να περιμένει

τον κρίσιμο ούριο

κι όμως ετύλιξε το ιστίο του ναυαγού

παλιό κρασί που το πλαγιάσαμε σε κάβα

στου καπηλειού την πτώχευση

ο μεθυσμένος πόθος μας για παλαβό καρφίτσωμα

των σταφυλιών σε δάσος δέντρων με κλαδιά

και περαιτέρω

αγορασμένοι συγγενείς σαν πουλημένοι φίλοι

χαλιά χειρός κεντήματα που αθλούνται στο ξεθώριασμα

μαζί κι οι ανακαινίσεις τους (restaurations)

− ανακαινίσεις είπα; χρυσές δουλειές της καλλονής

σε βάρος της μελέτης

πούδρες εταίρες θέλγητρα καμώματα του δόλου

στα καταγώγια της αισθητικής

σε βάρος της αγάπης

και μια γυναίκα όλο τρελή

στον ύπνο λογικεύεται

χαλάλι όλα τα χρήματα −

οι άνθρωποί τους

πεταμένα λεφτά.

(Γ. Βαρβέρης, Πεταμένα λεφτά, Κέδρος)

********

-«Στο ανθοπωλείο», του Ζακ Πρεβέρ

Κάποιος άνθρωπος μπαίνει σ’ ένα ανθοπωλείο
και διαλέγει λουλούδια
η λουλουδού τυλίγει τα λουλούδια
ο άνθρωπος βάζει το χέρι στην τσέπη του
να ψάξει για χρήματα
χρήματα για να πληρώσει τα λουλούδια
μα βάζει την ίδια στιγμή
ξαφνικά
το χέρι στην καρδιά του και πέφτει

Την ίδια στιγμή που πέφτει
τα χρήματα κυλάν καταγής
κι έπειτα πέφτουν τα λουλούδια
την ίδια στιγμή με τον άνθρωπο
την ίδια στιγμή με τα χρήματα
κι η λουλουδού στέκει εκεί
με τα χρήματα που κυλάν
με τα λουλούδια που μαδάν
με τον άνθρωπο που πεθαίνει
πραγματικά όλα αυτά είναι πολύ θλιβερά
και πρέπει κάτι να κάνει
η λουλουδού
μα δεν ξέρει πώς
δεν ξέρει
από πού ν’ αρχίσει

Είναι τόσα πράγματα που πρέπει να γίνουν
μ’ αυτόν τον άνθρωπο που πεθαίνει
αυτά τα λουλούδια που μαδάν
κι αυτά τα χρήματα
αυτά τα χρήματα που κυλάν
που δεν σταματούν να κυλάν.

https://popaganda.gr/art/sto-anthopolio-zak-prever/

Πες το με ποίηση (391ο): «ΠΟΙΟΣ-ΠΟΙΑ-ΠΟΙΟ»…

Ποιος τη ζωή μου-Κατσιμιχαίοι

1.ΠΟΙΟΣ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ

.

Ποιος τη ζωή μου, ποιος την κυνηγά

να την ξεμοναχιάσει μες στη νύχτα;

ουρλιάζουν και σφυρίζουν φορτηγά

σαν ψάρι μ’ έχουν πιάσει μες στα δίχτυα

.

Για κάποιον μες στον κόσμο είν’ αργά

ποιος τη ζωή μου, ποιος την κυνηγά;

.

Ποιος τη ζωή μου, ποιος παραφυλά

στου κόσμου τα στενά ποιος σημαδεύει;

πού πήγε αυτός που ξέρει να μιλά

που ξέρει πιο πολύ και να πιστεύει;

.

ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ

Ποιος ξέρει | Ελεωνόρα Ζουγανέλη & Νατάσσα Μποφίλιου

2. ΠΟΙΟΣ ΞΕΡΕΙ

.

Καμμιὰν ἀπὸ τὶς πίκρες μου δὲ γνώρισες

τὶς πίκρες μου τὶς ἄσωστες τὶς μαῦρες.

Καὶ στῶν ματιῶν μου μέσ᾿ στὸ φεγγοβόλημα

τὰ δάκριά μου στεγνωμένα τὰ ᾿βρες.

.

Ἐσὺ μονάχα τὸ γλυκὸ χαμόγελο

καμάρωσες στὰ χείλη μου ἁπλωμένο

κ᾿ ἔχες μέσ᾿ στῶν ματιῶν μου τὸ ξαστέρωμα

τὸν πόθο σου τρελλὰ καθρεφτισμένο.

.

Μὲ γνώρισες νὰ γέρνω στὴν ἀγάπη σου

σὰν πεταλούδα στὸ ἄλικο λουλούδι

καὶ νὰ σκορπίζω ὅσο ἡ καρδιά μου ἐδύνοταν

μεθυστικὸ τὸ ἐρωτικὸ τραγούδι.

.

Γνώρισες τῆς χαρᾶς μου τὸ ἄγριο ξέσπασμα

στὸν ἀνοιξιάτικον ἀγρὸ ποὺ εὐώδα

λαχτάρας κύμα ἐγίνονταν ἡ ἀγκάλη μου

τὰ νειάτα σου νὰ σφίγγη καὶ τὰ ρόδα.

.

Ἐσὺ ποτὲ κρυφὰ δὲν ἀκολούθησες

τὸ βῆμα μου σὰν φεύγω ἀπὸ κοντά σου

κι᾿ ὅμως καὶ μὲ τὴ σκέψη σου μοῦ δόθηκες

καὶ μὲ τὴ φλόγα ἀκόμα τοῦ ἔρωτά σου.

.

Μὰ ποιὸς τὸ ξέρει ἄν, μία στιγμὴ βρισκόσουνα

κάπου ποὺ νὰ μὲ βλέπεις ὅταν γέρνω

καὶ σκύβω μαζωχτὴ κάτω ἀπὸ τἄγριο

χτύπημα, τὶς στριγγὲς φωνὲς ποὺ σέρνω

.

ἂν ἄκουες, καὶ στοῦ πόνου τὸ ξεχείλισμα

τὸ δόσιμο στὸ ξέψυχο μεθύσι,

τὰ δάκρια, ὤ, θὰ μ᾿ ἀρνιόσουν ὅλα ἂν τἄβλεπες.

Κι᾿ ὅμως μου λὲς πὼς μ᾿ ἔχεις ἀγαπήσει.

.

ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ

Ποιος το ξέρει – Χάρις Αλεξίου

3.ΑΔΑΗΣ

.

Όχι

ποτέ δεν έμαθα ποιος είμαι

ποιος είναι ο χώρος που με περιέχει

ποιος με κατέχει ποιος με κατοικεί

ποιος μέσα από τα μάτια μου κοιτάζει

.

Κι ούτ΄ έχω μάθει

ποιος μ’ έφερε σ’ αυτή την άγρια στέπα

τι λέν τα γύρω σκοτεινά βουνά

τι μαρτυρούν τα μαύρα πετεινά

και πού ο Αθέατος Ξεναγός με πάει

κι ούτε που ξέρω ποιος επιστατεί

ποιος κι αν αξιολογεί τα πεπραγμένα

ποιος τις βαθιές σιωπές ιχνηλατεί

ποιος τις μικρές απαντοχές διαψεύδει

.

Κι ούτε που ξέρω

πόσα ναυάγια σέρνει στο βυθό

κι αν έχει ακτές ο ωκεανός του χρόνου

ανίδεος προχωρώ Μαγδαληνή

ένα μικρό σαν σκόνη σκουπιδάκι

που λάμπει μια στιγμή προτού χαθεί

μές στον αιώνιο στρόβιλο του κόσμου

.

ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ, περιοδικό Νέα Ευθύνη, (τεύχος 21,

Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2014)

***

4. ΠΟΙΟΣ ΕΙΜΑΙ

.

Τα μύρια τόσα κύτταρά μου είναι

όσα του σύμπαντος τα άστρα ακριβώς.

Όποιος διαφωνήσει το αντίθετο να μ’ αποδείξει.

Πάλι αστειεύομαι, κάτι άλλο ήθελα να πω: Α! Ναι, θυμήθηκα:

.

Όταν κοιτάξω ψηλά τον ουρανό,

τη νύχτα βέβαια, να βλέπω σαν τελείες γαλαξίες,

ξέρω πως βλέπω όλο μου το παρελθόν,

εννοώ η εικόνα, είναι πράγματι το παρελθόν!

.

Κι αυτό γιατί όπως ορίζει η φυσική

μέχρι το φως να ταξιδέψει ως τη Γη,

όλα άλλαξαν, πέθαναν, ξανάγιναν

κι εμείς κοιτάζουμε και με τα μάτια βλέπουμε

αυτό που στην ουσία τώρα δεν μπορεί να είναι εκεί.

.

Τώρα θυμήθηκα αυτό που είπα στην αρχή

και σκέφτομαι άραγε πόσες φορές έχω μεταλλαχθεί,

πόσες φορές τα κύτταρά μου επιστρέψανε ξανά στη γη,

πόσα γεννήθηκαν ξανά και συντηρούν την ύπαρξή μου!

.

Άρα τολμώ να πω δεν είμ’ εγώ αυτός που ήμουν χθές

και περισσότερο δεν ήμουν προχθές.

Για παραπίσω ας μην το συζητήσω

θα χάσω εντελώς την όρεξη να τ’ αντιμετωπίσω.

.

Ποιος είμ’ εγώ λοιπόν, γεννάται το ερώτημα,

αφού συμβαίνει διαρκώς ν’ αλλάζω;

Άλλος είμαι μικρός, άλλος σαν έφηβος

και παντελώς διαφορετικός όταν γερνάω!

.

Κι όταν κοιτάξω ακόμη μέσα στον καθρέφτη,

βλέπω έναν εντελώς καινούργιο ψεύτη εαυτό

απ’ ό,τι ακριβώς καμάρωνα πριν λίγο

καθόσον μύρια κύτταρα ξανά αλλάξανε,

όπως τα άστρα που εξηγήσαμε πιο πριν.

.

Ποιος είμ’ εγώ λοιπόν, ποιος είμ’ αλήθεια;

Πώς ν’ απαντήσω στο ερώτημα αυτό;

Παιχνίδια κάνω, έχω την απάντηση,

την έχουν κι άλλοι και την καταθέτω εδώ:

Είναι απάντηση σε τόνο απλό, κατατοπιστικό:

.

«Είμαι σαφώς η μνήμη που έχω μέσα στο μυαλό!»

ΔΗΜΉΤΡΗΣ ΒΙΚΤΩΡ, Νοέμβριος- 2013

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΠΕΡΑΚΗΣ – Ποιος θα το πίστευε

5. WHO IS WHO

.

Μιὰ βιογραφία τῆς δεκάρας λέει τὰ γεγονότα:

Πῶς τὸν ἔδερνε ὁ Πατέρας, πῶς ἔφυγε ἀπʼ τὸ σπίτι,

Πῶς μόχθησε στὴ νιότη – τὰ συμβάντα θὰ πεῖ ὅλα

Ποὺ τὸν κάναν τὴν πιὸ λαμπρὴ μορφὴ μὲς στὸν πλανήτη.

Πῶς πάλευε, κυνηγοῦσε, καὶ δούλευε ὁληνύχτα,

᾽Ανέβαινε σὲ νέα βουνά, βάφτιζε μιὰ θάλασσα.

Νεότεροι ἐρευνητὲς σημείωσαν μὲ ἔμφαση

Ποὺ ἔκλαιγε γοερὰ ἀπὸ ἔρωτα ὅπως ἐγὼ κι ἐσύ.

.

Στὰ μεγαλεῖα ὅμως αὐτὰ γιὰ κάποιον ἀναστέναζε

Ποὺ ζοῦσε μὲς στὸ σπίτι, λένε κατάπληκτοι οἱ κριτές,

Kι ἔκανε τὶς μικροδουλειὲς πάντοτε προσεγμένα,

Καὶ τίποτε ἄλλο. Δὲν ἔβγαινε• κάποτε σφύριζε

῍Η φρόντιζε τὸν κῆπο• ἀπάντησε κάποιες φορὲς

Στὰ ὑπέροχα γράμματά του, δὲν κράτησε κανένα.

.

1934 Ουίσταν Ώντεν (Wystan Hugh Auden), μετάφραση: Ερρίκος

Σοφράς, Πένθιμο Μπλουζ, Κίχλη, 2015

ΝΙΚΟΣ ΠΟΡΤΟΚΑΛΟΓΛΟΥ | ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΟΙΟΣ

6. ΠΟΙΟΣ

.

Ποιος να μου τόλεγε

ότι σήμερα

θα γράψω αυτό το ποίημα

τόσο μικρό ποίημα

για να γιορτάσω την απουσία σου…

………………………………………..

μα ξάφνου

η μουσική σταμάτησε

ο σκοπός π’ αγαπούσες

π’ αγαπούσες

π’ αγαπούσες

γυρίζει μονάχος στους δρόμους

και κλαίει

ποιος έφυγε

ποιος έφυγε για πάντα.

.

ΚΩΣΤΑΣ ΤΑΧΤΣΗΣ, Μικρά ποιήματα, Αθήνα 1952

***

7. ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ

.

Ποιος έχει στην καρέκλα μου καθίσει

Ποιος έχει από το πιάτο μου δειπνήσει

.

Ποιος έχει στο κρεβάτι μου ξαπλώσει

Ποιος πήρε δίχως πίσω να μου δώσει

.

Ποιος μ’ έχει εμέ στην τύχη εγκαταλείψει

Ποιόν δεν μπορεί η μνήμη μου να κρύψει

.

Ποιος μ’ έχει φέρει στη δική σου μέρα

Ποιος για να κάτσεις έκανε πιο πέρα

Ο χρόνος όλα ο χρόνος

.

ELISABETH BORCHERS, Μετ: Γιώργος Κεντρωτής.

Γιάννης Πουλόπουλος – Ποια νύχτα σ' έκλεψε

8.ΠΟΙΟΣ ΑΠΑΝΤΑ ΣΕ ΠΟΙΟΝ

.

Τι φωτιά είναι αυτή που μας ζεσταίνει

μονάχα σαν σβήσει;

Τι ποίημα αυτό που μας μιλά

μόνο σαν ξεχαστεί;

Τι μουσική είναι αυτή που ακούγεται

μόνο στην αλαλία;

Τι γλώσσα αυτή που ενώ μιλάμε

μας σφραγίζει το στόμα;

.

Τι όνειρο είναι αυτό που υψώνεται τείχος

γύρω από την πραγματικότητα;

Τι θλίψη αυτή που μέσα μας πληθαίνει

ενώ οι άλλοι τραγουδούν;

Τι Θεός είναι αυτός που όλο και πιο βαθιά

μας σπρώχνει στο κενό;

Τι κόσμος αυτός όπου ένας άνθρωπος ζει

μόνο σαν είναι νεκρός;

.

Horst Bienek, Μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης

***

9. ΠΟΙΟΣ ΕΙΜΑΙ;

.

Τα μύρια τόσα κύτταρά μου είναι

όσα του σύμπαντος τα άστρα ακριβώς.

Όποιος διαφωνήσει το αντίθετο να μ’ αποδείξει.

Πάλι αστειεύομαι, κάτι άλλο ήθελα να πω: Α! Ναι, θυμήθηκα:

.

Όταν κοιτάξω ψηλά τον ουρανό,

τη νύχτα βέβαια, να βλέπω σαν τελείες γαλαξίες,

ξέρω πως βλέπω όλο μου το παρελθόν,

εννοώ η εικόνα, είναι πράγματι το παρελθόν!

.

Κι αυτό γιατί όπως ορίζει η φυσική

μέχρι το φως να ταξιδέψει ως τη Γη,

όλα άλλαξαν, πέθαναν, ξανάγιναν

κι εμείς κοιτάζουμε και με τα μάτια βλέπουμε

αυτό που στην ουσία τώρα δεν μπορεί να είναι εκεί.

.

Τώρα θυμήθηκα αυτό που είπα στην αρχή

και σκέφτομαι άραγε πόσες φορές έχω μεταλλαχθεί,

πόσες φορές τα κύτταρά μου επιστρέψανε ξανά στη γη,

πόσα γεννήθηκαν ξανά και συντηρούν την ύπαρξή μου!

.

Άρα τολμώ να πω δεν είμ’ εγώ αυτός που ήμουν χθες

και περισσότερο δεν ήμουν προχθές.

Για παραπίσω ας μην το συζητήσω

θα χάσω εντελώς την όρεξη να τ’ αντιμετωπίσω.

.

Ποιος είμ’ εγώ λοιπόν, γεννάται το ερώτημα,

αφού συμβαίνει διαρκώς ν’ αλλάζω;

Άλλος είμαι μικρός, άλλος σαν έφηβος

και παντελώς διαφορετικός όταν γερνάω!

.

Κι όταν κοιτάξω ακόμη μέσα στον καθρέφτη,

βλέπω έναν εντελώς καινούργιο ψεύτη εαυτό

απ’ ό,τι ακριβώς καμάρωνα πριν λίγο

καθόσον μύρια κύτταρα ξανά αλλάξανε,

όπως τα άστρα που εξηγήσαμε πιο πριν.

.

Ποιος είμ’ εγώ λοιπόν, ποιος είμ’ αλήθεια;

Πώς ν’ απαντήσω στο ερώτημα αυτό;

Παιχνίδια κάνω, έχω την απάντηση,

την έχουν κι άλλοι και την καταθέτω εδώ:

Είναι απάντηση σε τόνο απλό, κατατοπιστικό:

.

«Είμαι σαφώς η μνήμη που έχω μέσα στο μυαλό!»

.

Δημήτρης Βίκτωρ, Νοέμβριος 2013

*Η ανάρτηση είναι της καλής φίλης και συνεργάτιδας του μπλογκ, Αγγελικής.

Πες το με ποίηση (390ο): «Αιγαίο – Μεσόγειος»…

  1. ΑΙΓΑΙΟ

-ΜΕΣ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΑ ΝΗΣΙΑ- Ελευθερία Αρβανιτάκη

**********

-Οδυσσέα Ελύτη, «Του Αιγαίου. Ι»

Ο έρωτας
Το αρχιπέλαγος
Κι η πρώρα των αφρών του
Κι οι γλάροι των ονείρων του
Στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζει
Ένα τραγούδι

Ο έρωτας
Το τραγούδι του
Κι οι ορίζοντες του ταξιδιού του
Κι η ηχώ της νοσταλγίας του
Στον πιο βρεμένο βράχο της η αρραβωνιαστικιά προσμένει
Ένα καράβι

Ο έρωτας
Το καράβι του
Κι η αμεριμνησία των μελτεμιών του
Κι ο φλόκος της ελπίδας του
Στον πιο ελαφρό κυματισμό του ένα νησί λικνίζει
Τον ερχομό

Από τη συλλογή Προσανατολισμοί (1940)

[πηγή: Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση, Ίκαρος, Αθήνα 2002, σ. 11]

**********

Οδυσσέα Ελύτη, «Του Αιγαίου. ΙΙ»

Παιχνίδια τα νερά
Στα σκιερά περάσματα
Λένε με τα φιλιά τους την αυγή
Που αρχίζει
Ορίζοντας —

Και τ’ αγριοπερίστερα ήχο
Δονούνε στη σπηλιά τους
Ξύπνημα γαλανό μες στην πηγή
Της μέρας
Ήλιος —

Δίνει ο μαΐστρος το πανί
Στη θάλασσα
Τα χάδια των μαλλιών
Στην ξεγνοιασιά του ονείρου του
Δροσιά —

Κύμα στο φως
Ξαναγεννάει τα μάτια
Όπου η Ζωή αρμενίζει προς
Τ’ αγνάντεμα
Ζωή —

Από τη συλλογή Προσανατολισμοί (1940)

[πηγή: Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση, Ίκαρος, Αθήνα 2002, σ. 11-12]

*********

-“Στο Αιγαίο”, Του Ανδρέα Γ. Λίτου

Και κει που τρώγαμε σαρδέλες στη σχάρα

και ζητήσανε λεμόνι,

πρόσφερα τρεις αιγαιοπελαγίτικους στίχους

του Ελύτη γεμάτους νοστιμιά θαλασσινή

κι ο ξανθός οίνος φερμένος από τη Σαντορίνη

ταξίδεψε το φως μες στην καρδιά μας.

Πανάρχαιος καημός

στην καστανή μας κόμη,

την ανεμίζουσα από το μελτέμι,

θύμιζε ωραίες εικόνες

από το μέλλον της ψυχής μας.

Γύρω μας νεράιδες και έφηβοι

λουσμένοι στη λαμπράδα της νιότης,

ρουφούσαν την τωρινή τους παράδεισο.

Την άλλη στιγμή, σαν λεπτή αέρινη ομορφιά,

φανήκαν οι φίλοι οι άγγελοι

ευωδιάζοντας τον τόπο με την αρχαία χαρά.

Το αίνιγμα το γλαυκό και μυστικό

έδειχνε το κάθετο μονοπάτι

στις ρίζες να πηγαίνει, στις προαιώνιες πνοές ζωής.

Και το νιώσιμο του νοήματος

είναι όπως ήτανε στην αρχή,

αέρινο φύσημα μιας τελικής άφιξης

στην χώρα του Αχωρήτου.

(Από την συλλογή «Τα φωτεινά χορταράκια της Ουτοπίας» 2017. )

2. ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ

– »…..πώς να ημερέψει ο νους μ’ ένα σεντόνι
πώς να δεθεί η Μεσόγειος με σχοινιά
αγάπη που σε λέγαμ’ Αντιγόνη…»

(Άλκης Αλκαίος)

**********

-George Dalaras & Georges Moustaki – En Méditerranée (Μεσόγειος)

Δημήτρης Χριστοδούλου, Μεσόγειος


Μεσόγειο τη λεν και παίζουνε γυμνά
παιδιά με μαύρα μάτια αγάλματα πικρά
γέννησε τους Θεούς, τον ίδιο το Χριστό
το καλοκαίρι εκεί δεν τρέμει τον καιρό
μεσ’ τη Μεσόγειο

Το αίμα τους αιώνες σκάλισε εκεί
τα βράχια και τους κάβους και τη βαθιά σιωπή
νησιά σαν περιστέρια αιώνιες φυλακές
το καλοκαίρι εκεί δεν τρέμει τις βροχές
μεσ’ τη Μεσόγειο

Οι κάμποι κι οι ελιές χάνονται στη φωτιά
τα χέρια μένουν μόνα κι άδεια τα κορμιά
λαοί της συμφοράς και πίκρα του θανάτου
το καλοκαίρι εκεί δε χάνει τα φτερά του
μεσ’ τη Μεσόγειο

εδώ στη λίμνη αυτή γεννήθηκα κι εγώ
μεσόγειος του φόβου και των πικρών καιρών
τα όνειρα που `παίζαν στα βαθιά νερά
γινήκαν δέντρα μόνα στα ξερά νησιά
μεσ’ τη Μεσόγειο

Τον Παρθενώνα κρύβουν σύννεφα βαριά
στην Ισπανία εχάθη η λέξη «λευτεριά»
πάντα η Αθήνα μένει όνειρο πικρό
το καλοκαίρι εκεί δεν τρέμει τον καιρό
μες στη Μεσόγειο

*******

-Αντόνιο Φερράδα Αλαργκόν – Μεσόγειος θάλασσα

Το τοπίο γέμισε ελαιόδεντρα
κι έγραψαν τ’ όνομά μου
πλάι στη θάλασσα .
Εκεί παραμένει μια υπόσχεση
σαν ένα άγαλμα
σκεπασμένο από χρόνο και αφρό :
σ’ αυτό το μέρος
απ’ όπου έφυγαν σπαθιά , κρασί και ποίηση
θα επιστρέψω
για να βρω μια διέξοδο
από το Λαβύρινθο .


Μετάφραση : Ρήγας Καππάτος

https://pyroessa-artemusica.blogspot.com/2017/06/blog-post.html

**********

-Εουτζένιο Μοντάλε, «Μεσόγειος»

Θάλασσα παλιά, με μέθυσε η φωνή
που από τα στόματά σου βγαίνει, σαν ανοίγουν
πράσινες καμπάνες, κι ύστερα ξανά
πισωδρομούν και σβήνουν.
Το σπίτι των αλλοτινών καλοκαιριών μου
κοντά σου ήταν, το ξέρεις,
εκεί στη χώρα όπου ο ήλιος ψήνει
και τα κουνούπια συννεφιάζουν τον αέρα.
Σαν και τότε σήμερα πέτρα γίνομαι μπροστά σου,
θάλασσα, μα πια δεν λογαριάζομαι άξιος
για το προμήνυμα το επίσημο
που κλει η αναπνοή σου: Συ πρώτη μου ‘χες πει
πως η μικρούλα η ζύμωση
μέσ’ στην καρδιά μου ήταν μια στιγμή
της δικής σου• πως ήταν ριψοκίνδυνος
για μένα κατά βάθος ο δικός σου νόμος:
να είμαι πλατύς και πολυπρόσωπος
κι ωστόσο σταθερός
κι έτσι από καθετί ακάθαρτο ν’ αδειάζω
όπως συνήθειο το ‘χεις συ που ρίχνεις στις ακτές
ανάμεσα σε φελλούς, σε φύκια και σταυρούς
τ’ άχρηστα απορρίμματα του αβυσσαλέου βυθού σου.

Να μπορούσα τουλάχιστο να κλείσω
σ’ αυτό μου το ρυθμό που αγκομαχά
κάτι απ’ το παραμιλητό σου•
να μου δινόταν να ταιριάσω
στις δικές σου φωνές την τραυλή μιλιά μου, –
εγώ που ονειρευόμουν να σου κλέψω
τα λόγια τ’ αρμυρά
όπου φύση και τέχνη γίνονται ένα,
για να διαλαλήσω πιο καλά τη μελαγχολία μου
γερασμένου παιδιού που δεν έπρεπε να συλλογάται.
Κι ωστόσο δεν έχω άλλα απ’ τα φθαρμένα γράμματα
των λεξικών, και τη σκοτεινή
φωνή που για έρωτα μιλεί, σβήνει,
γίνεται αξιοθρήνητη φιλολογία.
Δεν έχω άλλα από τα λόγια αυτά
που σαν δημόσιες γυναίκες
προσφέρονται σ’ όποιον τις θέλει•
δεν έχω άλλες απ’ τις κουρασμένες τούτες φράσεις
που κι αύριο μπορεί να μου τις κλέψουν
ρέμπελοι φοιτητές γι’ αληθινούς στίχους.
Κι η βοή σου αυξαίνει, κι απλώνεται
γαλάζιος ο νέος ίσκιος.
Μ’ αφήνουν οι σκέψεις μου για δοκιμή.
Αισθήσεις δεν έχω, ούτε νου. Δεν έχω όρια.

************

-Ζοάο Λουίς Μπαρρέτο Γκιμαράες,   Μεσογειακό τραγούδι

Ήδη

έχουμε δει τα πάντα δοκιμάσει τα πάντα ακούσει τα πάντα

τις επινίκιες ωδές του Πινδάρου

κρασί και λάδι εξαίσια) στις

πλαγιές όπου ο Ζέφυρος φέρνει στα πανιά από δυσμάς

μια μυρωδιά υγρή και

παγωμένη. Ιδού η Ακρόπολη της Λίνδου (που

εγκατέλειψαν οι θεοί) ένας

ναός που ο Φειδίας αγάπησε και που ο χρόνος

έχει αναλάβει τη δουλειά

ενός σπουδαίου γλύπτη να τελειώσει.  Τώρα

σειρά της θάλασσας να μας αγγίξει (η

εσωτερική αρχέγονη θάλασσα

το αμνιακό υγρό)

που χτες την έσκιζαν τα κουπιά απ’ τη Φοινίκη ως την

Καρθαγένη. Αυτή είναι η θάλασσα του Οδυσσέα (που

μαστίγωσε ο Ξέρξης) μια θάλασσα που

δεν είναι παρελθόν

(γιατί το παρελθόν είναι παρόν) όπου ο

χρόνος περνάει αργά γιατί κινείται σταματημένος ‒

όπως οι γάτες στα ερείπια (σκοτώνοντας τον

χρόνο

με τον χρόνο) διώχνοντας με την ουρά τους εχθρούς

φανταστικούς.

************

-ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ, Γιώργος Βέης

O κόσμος μια σταγόνα έρωτα στο φτερό του καιρού —
χαμηλή πτήση
απ’ το παράθυρο το ουράνιο τόξο, ένα βαθύ βλέμμα
να δω ξανά τα σύννεφα στα χαλίκια
να πιστέψω στη διάρκεια της μέρας.
Ο ήλιος λίγο πριν ένα μάρμαρο
τώρα σπασμένα φανάρια,
με την τελευταία στροφή καίγεται ο ορίζοντας.

Εκείνο το γεράκι
που φάνηκε στην άκρη του μεσημεριού
το χρειαζόμαστε, πορεία σταθερή προς την ηλικία’
κάτω απλώνεται η σιγουριά του δάσους
που θέλει να μας μεταμορφώσει πάλι σε πέτρες κι έλατα
να μας αγγίζει ο δαίμονας και να μη χάνουμε το βήμα μας.

Ένα δαχτυλίδι βροχής, θα το προλάβουμε άραγε;
δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να βγούμε έξω απ’ τους χάρτες.
Ένα ποτάμι κατεβαίνει τον ουρανό
λίγη δροσιά απ’ το παρόν
το αεροπλάνο γέρνει αποφασιστικά
προς τη μεριά των αοράτων.

(Γιώργος Βέης, Γεωγραφία κινδύνων)

Πες το με ποίηση (389ο): «ΣΧΕΔΙΟ»…

1.ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΔΙΗΓΗΜΑ

.

Ένας κήπος βραδινός

δίπλα στην ερημική της έπαυλη

η θάλασσα που ανασαίνει άνοιξη

η φωνή του ραδιοφώνου

λίγα βήματα σιωπής στην αλέα.

.

Ύστερα θα ’ρθουνε τα παιδικά τους πρόσωπα

ο χιονοπόλεμος

ένας λοφάκος που κατηφορίζει τα μικρά του έλκηθρα

κι ένα ξανθό αγόρι, με πέτσινα γάντια.

-Ναταλία Αντώνοβνα, θα πει ο υπηρέτης,

το τσάι είναι έτοιμο και ίσως να κρυώσει

γιατί το τσάι πάντα έτσι κάνει.

.

Κι όμως τότε δεν κρύωνε το τσάι

ίσως γιατί φόραγε τα γάντια του τ’ αγόρι.

Τότε.

Μέσα στο χιόνι.

.

ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

***

2.ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΑΛΛΟΘΙ

.

Το σκυλί μου κόπια του όγδοου αιώνα

κομμένο στα τέσσερα

μ' άλλους σακατεμένους κώδικες

λέω να το πουλήσω για πατατόσπορο

.

έχω παιδιά να θρέψω

θέλει πισσόχαρτο η στέγη μου

θέλει καλαμπόκι το κοτέτσι

θέλουν τα ποντίκια μου τυρί

την Πτολεμαία Κλεοπάτρα θέλω στο στρώμα μου

.

και βρέχει

.

ΕΚΤΩΡ  ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ

***

3. ΣΧΕΔΙΟ ΡΑΨΩΔΙΑΣ

.

Έτσι το αίμα του έγινε άσπρο όπως

όταν φωνάζομε τα πουλιά•

γιατί και τα πουλιά, τυπικά, είναι άσπρα

.

Ωσάν τη θάλασσα να πας, της είπε.

Εκεί σαν γονατίσεις και της παρακαλεστείς θα δεις

καταπού γέρνει το κερί που απόκαμε πια να επικαλιέται

Θα δεις το μέγα δόκανο μέσα της κι άλλα τέτοια.

Και μη μιλήσεις μπλιό :

Έτσι που ‘γινες πιο άσπρη κι απ’ το αίμα μου

Δεν είναι ελόγου τους από άστρα να σε νιώσουν.

.

Ο ήλιος βυθίστηκε εκεί που ξέρεις μα πάλι ευθύς

μπίστησε τ’ απάνου.

Βρέθηκαν τα καρφιά του συναίματα και στραβωμένα

μα κανένας δεν τ’ απόδειξε

Γι’ αυτό τριχωτά αυγά κουρνιάσανε οι φωνές του

Έφριξα από κορυφής

Ήταν που πέρασες ξυστά τη φλόγωση

και βγήκες πέρα αχάραγη κ’ ετούτος κάρβουνο

ίσαμε που κάηκε ως το σάλιο του

Τότες πια βυθίστηκε οριστικά∙ μη μιλήσεις

ακόμα και τώρα μη μιλήσεις

μη φορτώνεσαι στα πράγματα μην τα ονοματίζεις

άσε τα∙ πονούνε.

.

ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ

***

4. ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ

.

Είναι Πέμπτη. Αυτό δεν προσθέτει τίποτα.

Είναι απόγευμα. Αυτό αφαιρεί.

Είναι καιρός βροχερός. Αυτό περιπλέκει.

Είσαι μόνος σου, κι αυτό προσθέτει, αφαιρεί, περιπλέκει

.

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ

***

5. ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΣΠΙΤΙ

.

Φτερὰ μελισσουργοῦ καὶ πράσινο μάρμαρο

νὰ θεμελιώνει στοὺς καιρούς:

Στὸ τζάκι του χῶμα γιὰ τὰ μυρμήγκια.

Καὶ στὰ παραθυρόφυλλα, τὴ Μάνα μου,

τὴ Μάνα μου!

νὰ προσανατολίζεται ἡ αἰωνιότητα…

.

Τάσος Ζερβός – ΕΦΟΔΟΣ (1966-1980)

***

6. ΣΧΕΔΙΟ ΜΕ ΒΡΟΧΗ

.

Ένας γέρος σταμάτησε στη γωνιά καθώς πήρε να βρέχει.

Θλιβερός, ετοιμόρροπος γέρος σα φτιαγμένος από ένα σωρό

τσαλακωμένα χαρτιά [που άρχισαν κιόλας να μουσκεύουν κάτω απ’ τη βροχή,

θε μου, τα χαρτιά λιώνουν – μια ομπρέλα, λοιπόν, ηλίθιοι,

δε βλέπετε, αυτός ο άνθρωπος θα διαλυθεί. Χαρτιά από παλιά ερωτικά

γράμματα,

λευκώματα, παιδικές επιστολές στο Θεό,

χαρτιά από εξισώσεις, κατασχέσεις, δικογραφίες δολοφόνων,

αποδείξεις από πανάρχαια χρέη και ξεθωριασμένα χειρό-

γραφα

λησμονημένων ποιητών.

.

Και πάντα η βροχή ήρεμη, σιωπηλή

τυλίγοντας τον κόσμο σ ένα γκρίζο, κουρελιασμένο πανί

σαν ένα χέρι που τόκοψαν και παν να το θάψουν.

ήρεμη, ταπεινή βροχή, γεμάτη συχώρεση.

.

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

***

7. ΠΑΙΔΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ

.

Χιονίζει στήν Ἀθῆνα καί στή Βαρσοβία

χιονίζει σ’ὅλη τή γῆ

ἐδῶ κάτω εἶναι ἡ γῆ καί τό κάρο

μέ τά πεθαμένα παιδιά

ἐδῶ οἱ ἄνθρωποι πού πολεμᾶνε

τό τσίρκο ἀδειανό

.

τό ἄλογο γυρίζει γυρίζει μοναχό του

αὐτός εἶναι ὁ κλόουν πού κλαίει

σφουγγίζει τά δάκρυά του μ’ ἐφημερίδες

ἔπειτα τίς ἀνάβει γιά νά ζεσταθεῖ

.

κάνει κρύο πεινᾶμε

χιονίζει στήν Ἀθῆνα καί στή Βαρσοβία

χιονίζει σ’ ὅλη τή γῆ.

.

Γιώργης Παυλόπουλος, 1980

***

8.ΣΧΕΔΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ. [Ἄνθη τῆς πέτρας]

.

Ἄνθη τῆς πέτρας μπροστὰ στὴν πράσινη θάλασσα

μὲ φλέβες ποὺ μοῦ θύμιζαν ἄλλες ἀγάπες

γυαλίζοντας στ᾿ ἀργὸ ψιχάλισμα,

ἄνθη τῆς πέτρας φυσιογνωμίες

ποὺ ἦρθαν ὅταν κανένας δὲ μιλοῦσε καὶ μοῦ μίλησαν

ποὺ μ᾿ ἄφησαν νὰ τὶς ἀγγίξω ὕστερ᾿ ἀπ᾿ τὴ σιωπὴ

μέσα σε πεῦκα σὲ πικροδάφνες καὶ σὲ πλατάνια.

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

***

9. ΣΧΕΔΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

.

Έλα να φυτευτείς στις μασχάλες μου.

Να πάψω πια να σε κοιτώ απ’ τις χαραμάδες

να μη ληστεύω τη φωνή σου απ’ το τηλέφωνο…

.

Έλα να παίξουμε τα παιδικά μας χρόνια.

Να έρθω να παραθερίσω στο κορμί σου

ό,τι ενοίκιο υποταγής κι αν μου ζητήσεις.

.

Να γίνω αστέρι και μελτέμι και βροχή.

Να σε μαυλίσω.

.

Γιάννης Καρατζόγλου, Ένα καλοκαίρι (1970)

***

10. ΧΩΡΙΣ ΣΧΕΔΙΟ

.

Τίποτε όπως ήταν δεν ξανάρχεται.

Μονάχα κάποιες σκέψεις

Και η ανάγκη να ξαναρωτάµε

Για όσα δεν υπάρχουν απαντήσεις,

Αφού η µελαγχολία παγιδεύει

Σαν αράχνη.

.

Χωρίς σχέδιο πορεύεται, 

Ότι σαν στρόβιλος

Χαράζει στο ταξίδι µας

Παράδοξα σχήµατα

Που, πότε – πότε, κύκλοι µοιάζουν.

.

Μεγάλη η µοναξιά

Και οι φόβοι του

Για ν’αποφεύγει

Την παρέα µας επίµονα. 

.

Ότι έφτιαξε, να ξαναφτιάξει δεν µπορεί.

Τίποτε όπως ήταν δεν ξανάρχεται.

Μονάχα οι κραδασµοί

Αστερισµών που χτίζουµε

Με ήχο, χρώµα, λέξεις

Μουσικές

Και µας λαξεύουν.

.

ΧΡΗΣΤΟΣ Κ. ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ

***

11.ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΕΝΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ

.

Αργά το απόγευμα

τα μαλλιά μου θ’ ανθίσουν

γραφίτη κι ακουαρέλες

και οι σφαίρες

λαμπρά ονόματα

Κυριακάτικα.

.

Τα παιδιά

θ’ ακουμπήσουν την πλάτη τους στον τοίχο

και θα στρίψουν τσιγάρο

και ο άγιος τρελός

θα σκύψει ευλαβικά το κεφάλι

μπρος στην ελευθερία.

.

ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ, Το Ευλύγιστο Πέλμα

***

12. ΣΧΕΔΙΟ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗΣ ΔΙΧΩΣ ΚΟΡΝΙΖΑ

.

Αρχίζεις από παντού

Από την έρημη βουή του δάσους

Απ’ τα κοράλλινα χαλάσματα της πιο παλιάς αυγής

Από την πετρωμένη ρυτίδα του ορίζοντα

Από το τρυπημένο χέρι της ελπίδας

Από το αίμα το ξεριζωμένο

.

Αρχίζεις από παντού

Από την πρώτη περπατησιά της άνοιξης

Απ’ τις κερήθρες κι απ’ τα χαμομήλια

Από τα μάτια των μικρών πουλιών

Από τα πρωτοβρόχια που θερίζουν τις χαρές

Απ’ τις ειρηνικές μασχάλες της μοναξιάς

.

Αρχίζεις από παντού

Απ’ τις μέρες που πέρασαν κι απ’ τις μέρες που θά ’ρθουν

Από τον κόρφο της ανάμνησης κι απ’ τ’ άγνωστο που φτάνει

Απ’ τη μοναδική στιγμή κι απ’ το χρόνο

Από την άγνοια κι απ’ τη στερνή πικρή μου γνώση

Απ’ την αρχή και το τέλος

.

Αρχίζεις από παντού

Απέραντη ρίζα αγαπημένη

Για ν’ απομείνεις ολομόναχη

Πέρ’ από τη σιωπή

Πιο ξένη από τη σιωπή

Μονάχη με τον εαυτό σου

Καθώς αγέραστο ελάτι με τον ουρανό σου

Στοιχειωμένο απ’ το χαμόγελο του κόσμου.

.

Πάνος Θασίτης, ΔΙΧΩΣ ΚΙΒΩΤΟ

***

13.Π Ρ Ο Σ Χ Ε Δ Ι Ο  Φ Ω Τ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α Σ

.

Ευρυγώνιος φακός

για να χωρά τη διαστολή

του τοπίου

ευφρόσυνο ποταμάκι

μετατοπίζεται

δέντρο ανθίζει λες

επί τούτου

φωνές πουλιῶν

χαράζουνε σάν σφάλμα

το πυκνό αρνητικό

.

στο βάθος χρόνος περνά

και χάνεται

τόπι παιδιού

πού υπήρξα

στην άκρη

το μπλε βαθύ

υποδύεται με επιτυχία

ουρανό

.

όλα έτοιμα

σε στάση

ανάμνησης

μόνο εσύ λείπεις

.

Γιάννης Ευσταθιάδης

*Η ανάρτηση είναι της καλής φίλης και συνεργάτιδας του μπλογκ, Αγγελικής.

Post Navigation