Λόγος Παράταιρος

«Παράταιρος ο λόγος ο δυνατός/ μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει» (Γ. Ρίτσος)

Ευρωπαίοι ποιητές 2

thumb_1151490

Ράινερ Μαρία ΡΙΛΚΕ

 

 

[…Σβήσε τα μάτια μου…]

 

 

Σβήσε τα μάτια μου, μπορώ να σε κοιτάζω

Τ’ αυτιά μου σφράγισε, να σ’ ακούω μπορώ.

Χωρίς τα πόδια μου μπορώ να ‘ρθω σ’ εσένα,

Και δίχως στόμα, θα μπορώ να σε παρακαλώ.

Κόψε τα χέρια μου, θα σε σφιχταγκαλιάζω,

Σαν να ήταν χέρια, όμοια καλά, με την καρδιά.

Σταμάτησέ μου την καρδιά

Και θα καρδιοχτυπώ με το κεφάλι

Κι αν κάμεις το κεφάλι μου συντρίμμια, στάχτη

Εγώ μέσα στο αίμα μου θα σ’ έχω πάλι.

 

Μτφ. Κωστής Παλαμάς

(το ποίημα είναι μελοποιημένο από το

Δ. Παπαδημητρίου, τραγουδάει η Φ. Δάρα-

Υπέροχο τραγούδι!)


 

 

 

 

Ράινερ Μαρία ΡΙΛΚΕ


 

 

Η εταίρα


 

 

Ο ήλιος της Βενετίας, επάνω στα μαλλιά μου

Χρυσάφι θα ετοιμάσει: έξοχο τέλος όλων

Των αλχημειών. Τα φρύδια μου, που τόσο μοιάζουν

Με τα γιοφύρια, φέρνουνε, καθώς το βλέπεις,

 

Πάνωθε από τον κίνδυνο το σιωπηλό

Των ματιών, που τον κλείνει μια, προς τα κανάλια

Κρυφή επικοινωνία, έτσι, ώστε η θάλασσα όλη

Μέσα τους ανεβαίνει και πέφτει και αλλάζει.

 

Όποιος μια φορά μ’ είδε, φθονεί το σκυλί μου,

Τι, απάνω του, πολλές φορές, σε κάποια σπάνια

Ανάπαυλα, το χέρι μου, που σε καμιά

Φωτιά δεν καίγεται, άτρωτο πάντα, στολισμένο,

Γαληνεύει-. Κι αγόρια, παλιών τζακιών ελπίδες

Στο στόμα μου βουλιάζουν όπως σε φαρμάκι.

 

Μτφ. Άρης Δικταίος

 

 

synantish

 

Τόμας ΕΛΙΟΤ


 

 

Η έρημη χώρα

(απόσπαμα)


 

 

Α’ Η ταφή του νεκρού

 

Ο Απρίλης μήνας ο σκληρός, γεννώντας

Μεσ’ απ’ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας

Θύμηση και επιθυμία, ταράζοντας

Με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές.

Ο χειμώνας μας ζέσταινε, σκεπάζοντας

Τη γη με το χιόνι της λησμονιάς, θρέφοντας

Λίγη ζωή μ’ απόξερους βοβλβούς.

Το καλικαίρι μας ξάφνιασε καθώς ήρθε

Πάνω απ’ το Σταρνμπεργκερίζε

Με μια μπόρα. Σταματήσαμε τις κολόνες.

Και προχωρήσαμε στη λιακάδα, ως το Χοφγκάρτεν,

Κι ήπιαμε καφέ, και κουβεντιάσαμε καμιάν ώρα

Bin gar Keine Russin, stamm’ aus Litauen, echt deutsch.

Και σαν ήμασταν παιδιά, μέναμε στου αρχιδούκα,

Του ξαδέρφου μου, με πήρε με το έλκηθρο,

Και τρόμαξα. Κι έλεγε, Μαρία,

Μαρία, κρατήσου δυνατά. Και πήραμε την κατηφόρα.

Εκεί νιώθεις ελευθερία, στα βουνά.

Διαβάζω, σχεδόν όλη νύχτα, και πηγαίνω το χειμώνα στο Νότο.

 

Ποιες ρίζες απλώνονται γρυπές, ποιοι κλώνοι δυναμώνουν

Μέσα στα πέτρινα τούτα σαρίδια; Γιε του ανθρώπου,

Να πεις, ή να μαντέψεις, δεν μπορείς, γιατί γνωρίζεις μόνο

Μια στοίβα σπασμένες εικόνες, όπου χτυπάει ο ήλιος,

Και δε σου δίνει σκέπη το πεθαμένο δέντρο,

Ξι ο γρύλος ανακούφιση

Κι η στεγνή πέτρα ήχο νερού. Μόνο

Έχει σκιά στον κόκκινο τούτο βράχο,

(Έλα κάτω από το ίσκιο του κόκκινου βράχου),

Και θα σου δείξω κάτι διαφορετικό

Κι από τον ίσκιο σου το πρωί που δρασκελάει ξοπίσω σου

Κι από τον ίσκιο σου το βράδυ που ορθώνεται να σ’ ανταμώσει

Μέσα σε μια φούχτα σκόνη θα σου δείξω το φόβο. […] `


 

 

 

Β’ Μια παρτίδα σκάκι


 

 

…«Τα νεύρα μου είναι άσκημα σήμερα βράδυ

Ναι άσκημα. Μείνε μαζί μου.

Μίλησέ μου. Λοιπόν ποτέ σου δε μιλάς. Μίλησε.

Τι συλλογίζεσαι τώρα; Τι συλλογίζεσαι; Τι;

Ποτές δεν ξέρω τι συλλογίζεσαι. Συλλογίσου.»

 

Συλλογίζομαι πως είμαστε στων ποντικών το μονοπάτι

Εκεί που οι πεθαμένοι χάσανε τα κόκαλά τους.

 

«Τι είναι αυτός ο θόρυβος;»

Ο αγέρας κάτω από την πόρτα.

«Τι είναι αυτός ο θόρυβος τώρα; Τι κάνει ο αγέρας;»

Τίποτε πάλι τίποτε.

«Δεν ξέρεις τίποτε.

Δε βλέπεις τίποτε; Δε θυμάσαι

Τίποτε;». Θυμάμαι

Να, τα μαργαριτάρια τα μάτια του. […]

00irina_intimissimi-ceb9cf84ceb1cebbceb9ceb11

Τζόυς ΜΑΝΣΟΥΡ (Γαλλοαιγύπτια)

 

 

[Όλα τα βράδια…]

 

 

Όλα τα βράδια σαν είμαι μόνη

Την αγάπη μου σου διηγούμαι

Στραγγαλίζω ένα λουλούδι

Η φωτιά αργοσβήνει

Χωνεμένη από τη θλίψη.

Μες στον καθρέφτη που η σκιά μου αποκοιμιέται

Κατοικούνε πεταλούδες.

Όλα τα βράδια σαν είμαι μόνη

Μελετώ το μέλλον στων ετοιμοθάνατων τα μάτια

Την ανάσα μου ανακατώνω με της

Κουκουβάγιας το αίμα

Και με τους τρελούς μαζί η καρδιά μου

Πιλαλάει κρεσέντο.

 

 

 

 

 

Τζόυς ΜΑΝΣΟΥΡ

 

 

 

[Θέλω να κοιμηθώ πλάι πλάι μαζί σου…]

 

 

Θέλω να κοιμηθώ πλάι πλάι μαζί σου

Μαλλιά μπερδεμένα

Αιδοία γαντζωμένα

Με το στόμα σου για προσκεφάλι.

Θέλω να κοιμηθώ μαζί σου ράχη ράχη

Δίχως να μας χωρίζει ανάσα

Δίχως λέξεις να μας περισπούνε

Δίχως μάτια να μας διαψεύδουν

Δίχως ρούχα.

Θέλω να κοιμηθώ μαζί σου στήθος στήθος

Συσπασμένη και ιδρωμένη

Λαμπυρίζοντας με χίλια σύγκρυα

Απ’ την αδράνεια φαγωμένη

Της έκστασης τρελή

Πάνω στον ίσκιο σου να ‘χω ξεμείνει

Καταχτυπημένη από τη γλώσσα σου

Για να πεθάνω ανάμεσα στα δόντια σου λαγού

Τα σάπια

Ευτυχισμένη.

 

 

Τζόυς ΜΑΝΣΟΥΡ

 

 

[Άνοιξε της νυχτός…]

 

 

Άνοιξε της νυχτός τα πόρτες

Κρεμασμένη την καρδιά μου θε να ‘βρεις

Μέσα στο μυρωμένο του έρωτα ερμάρι

Ανάμεσα στης αυγής τα ρόδινα

Φουστάνια κρεμασμένη

Απ΄το σκόρο φαγωμένη απ΄τη λέρα των ετών

Δίχως ρούχα κρεμασμένη

Από την ελπίδα ξέφλουδη

Σε πλουσιοπάροχα όνειρα

Η καρδιά μου ζει ακόμα.

 

Μ. Λαϊνά, Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, Ελληνικά γράμματα

 

 

 

 thumb_1049330

 

 Ώστιν ΚΛΑΡΚ (Ιρλανδός)

Η επιθυμία των φτωχών εραστών

 

Λυπηθείτε τους φτωχούς εραστές

που ίσως δεν κάνουν ό,τι τους αρέσει

με τα φιλιά τους κάτω από ένα φράχτη,

σπίτι που μια σταγόνα της βροχής

μπορεί να καταστρέψει,

από άθλιους αιώνες κρεβάτι δεν γνώρισαν,

κάθε βάτο και αγκάθι τους θυμίζει αγίους.

 

Επιθυμία της είναι η κουρτίνα που θα τη βλέπει τις νύχτες,

ευχάριστη θέση που τ’ όνομά της θα μπορούσε να αλλάξει.

Επιθυμία του-των νυμφευμένων αγκάλιασμα

που οι σκέψεις τους όμοιες να γίνουν μπορούν,

που η φύση τους ρέει χωρίς την ντροπή ή τον ψόγο.

 

Ξαπλωμένοι στο χόρτο σαν να ‘ταν η κίνηση αμάρτημα,

ο ένας του άλλου την ανάσα κρατάει και τρέμει,

να μοιραστούν είναι έτοιμοι τον πανάρχαιο τρόμο

Τα φιλιά ξαναρχίζουν-

της Ιρλανδίας τον τρόμο που τους συντροφεύει.

 

Τις εξουσίες σκεφτείτε, παιδιά, τις θεμελιωμένες επάνω

από τη δική σας την άγνοια, που το βλέμμα τους κρύβουν,

και νόμιμα αμείβονται για ν’ αρπάξουν

τα ανόητα όνειρα των φτωχών εραστών,

των εραστών που, όπως φαίνεται,

 η επίσημη ευλογία τους λείπει.

Μ. Λαϊνά, Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, Ελληνικά Γράμματα

 

Ώστιν ΚΛΑΡΚ

 

 

Ο αποπλανημένος φοιτητής

Μια μέρα γιορτινή που νότια έσπρωχνε ο αέρας τα καράβια,

ένας επίσκοπος τελούσε λειτουργία  στο Άινισμορ,

οι άντρες από τη μια μεριά, οι γυναίκες απ’ την άλλη,

όμως εγώ άκουσα τη γυναίκα να έρχεται από την ακτή:

και μ’ άγρια απελπισία φώναζε η μάνα κι ο πατέρας μου,

γιατί την είδαν, οπτασία, να με παίρνει προς την πόρτα.

Πολύ καιρό στη Ρώμη είχε ζήσει, καιρό που οι Πάπες ήταν κακοί,

τον πλούτο κάθε αιώνα τον έκανε δικό της,

κι όμως μου χαμογέλασε προκλητικά με θαυμασμό,

και σ’ ένα καλοκαίρι όλα όσα ξέρω μου έμαθε,

διώχνοντας τη ντροπή με το μεγάλο γέλιο της που ηχούσε

σαν σε μοναχική κολόνα ακουμπισμένο.

 

Από το γέλιο πιο περήφανη με δίδασκε η φωνή της,

όπως το φως που λάμπει στην Ελλάδα

η σκέψη μου γινόταν τολμηρή,

κι όταν ένα κυμάτισμα του ύπνου της τα μέλη της μου έδειχνε,

το βράχο του μεσημεριού τον άδενδρο ευλογούσα:

που δεν γνώρισε δένδρο

για λίγο το βουνό γινόταν θρόνος της,

παρόλο που το βλέμμα της άστραφτε ειρωνικό.

 

Λένε πως μ’ έδιωξαν από τη Σαλαμάνκα

κι απότυχα στη λογική, όμως εννιά φορές την ύμνησα

πάνω στον τοίχο ενός κολέγιου στη Γαλλία.

Το χέρι της επάνω στα χαρτιά μου απόθετε όταν βράδιαζε,

κι έτσι τον ουρανό με μια ματιά μπορούσα να διαβάζω,

κι όλα τ’ αστέρια που οι Μαυριτανοί ονομάτισαν τα γνώριζα.

 

Ξύπνιος ή κοιμισμένος δεν βρίσκω πια ησυχία,

μου κόπηκε η ανάσα πριν να ριχτεί η μπαλιά,

κι όμως φοβάμαι μήπως με προδώσει,

μήπως μ’ αφήσει εδώ που κάθε μάνας γιος

πρέπει το φέρετρό του να κουβαλεί μονάχος

και να πιστεύει, τρέμοντας, τις διδαχές του κλήρου.

Μ. Λαϊνά, Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, Ελληνικά Γράμματα

 

 thumb_492544

 Τριστάν ΤΖΑΡΑ (Ρουμάνος- γαλλόφωνος)

 

Η απηγορευμένη φωτιά

 

             ΙΧ

Η νύχτα φώτιζε τη νύχτα

τη νύχτα μες στις πυγολαμπίδες της

τα κύματα ζητούν ελεημοσύνη στα πουλιά

και το νερό σβήνει μόνο του

 

κι έκτοτες ήταν σιωπή

που κατεβρόχθιζε τις πόλεις μακριά απ’ τους νεκρούς

σιωπηλή φύλαξ της λάμπας

ροκάνιζε τους σκόρους του φωτός

δίχως άλλη πίκρα δίχως άλλη σιωπή πάρεξ φως

κι ένα μακρύ κρεβάτι γυναικείων μαλλιών

 

τα μαλλιά πλανώνται κιόλας η φωνή του μωρού

ούτε χαρά ούτε δάκρυ – τα νανουρισμένα νερά

κι οι αρκούδες ακόμη έχουν πόνο στη γη

κι είμαι πάντα εδώ και δεν κούνησα ποτές

απ’ τις πλούσιες σε θηράματα αργίες μας

 

ουτ’ ελπίς ούτε ψέμα

ανακάλυψαν μάγια

νέα σαν τον κόσμο

δεν είναι δυνατό ν’ αντιλεχθεί

μετάφραση: Ν. Εγγονόπουλος

 Τριστάν ΤΖΑΡΑ

 

 

Η τήξις των χρόνων

 

μια χαρά ένα μέλλον

όλα ειπώθηκαν πάνω στην κλάρα

ο σάλος του πλοίου θα το πάρει

το χαμόγελό σου κλεμμένο σαν τον άνεμο

 

τα μάτια τα πιο αγνά κι οι ματωμένες μέρες

όταν ανοίγω το στόμα μιλάς

κι η ίδια τραγουδιέται πολύ πιο ψηλά

εκεί που δε φτάνει πιεις

 

να γελάς μες στη γη

παιδιάστικα χρόνια να διασκεδάσουν τα δάση

κι οι βουβές εμπιστοσύνες

όπου πνίγηκε το στόμα σου για μένα.

Μετάφραση: Ν. Εγγονόπουλος

Ρομπέρτ ΝΤΕΣΝΟΣ (Γάλλος)

 

Σιραμούρ

(απόσπασμα)

 

Να σπείρετε, να σπείρετε τον σπόρο

Στους παλιούς μου κήπους.

Ω σας μιλώ για μια ιδανική, μια ολοζώντανη σειρήνα,

Του αφρού και των καρπών της νύχτας ερωμένη

Τρίζουν οι τροχαλίες των αστερισμών, καθώς βαθείς σαν τα πηγάδια

τον ύπνο και τη γη με τα κλήματα και μαργαρίτες πλημμυρίζουν.

Θα πάμε στη Λισσαβώνα, βαριά ψυχή, χαρούμενη καρδιά,

Να κόψουμε από τους κήπους που κάποτε είχα μπελαντόνα.

Ναι σας μιλώ για μια σειρήνα ιδεώδη, ζωντανή,

όχι για τη φιγούρα που ‘χει στην πλώρη σκαλιστεί,

αλλά για ένα πλάσμα που από σάρκα έχει φτιαχτεί,

Ζωντανό και ακόρεστο.

Εσύ που τίποτε δεν συγχωράς,

Χαρούμενη καρδιά, βαριά ψυχή,

Σειρήνα από την Λισσαβώνα,

Κοκκινομάλλα λέαινα που καιροφυλακτείς.

Ω σας μιλώ για μια ολοζώντανη, ιδανική σειρήνα

Που ζούσε κάποτε

Στην Λισσαβώνα.

Φυτέψτε, φυτέψτε σπόρο

Στους κήπους που κάποτε ήσαν δικοί μου. […]

 

Μ. Λαϊνά, Ποίηση του 20ου αιώνα, Ελληνικά Γράμματα

 

 thumb_1240335

 Ρομπέρ ΝΤΕΣΝΟΣ

 

 

Σ’ έχω τόσο ονειρευτεί

 

Σ’ έχω τόσο ονειρευτεί που πια δεν είσαι αληθινή.

Προφταίνω άραγε ν’ αγγίξω αυτό το σώμα που πάλλεται,

να φιλήσω πάνω σ’ αυτό το στόμα

μια αγαπημένη φωνή που γεννιέται;

  Σ’ έχω τόσο ονειρευτεί που τα μπράτσα μου συνηθισμένα,

σφίγγοντας τη σκιά σου, ν’ αγγίζουν το στήθος μου,

ίσως δεν θα μπορούσαν να τυλίξουν το κορμί σου.

   Και είναι πολύ πιθανό, αν γίνει αληθινό το όραμα

που χρόνια με κατέχει τώρα, να μεταμορφωθώ και ‘γω

-σε μια σκιά. Ω ζυγαριές των αισθημάτων!

   Σ’ έχω τόσο ονειρευτεί που σίγουρα δεν μπορώ πια

να ξυπνήσω.

Αποκοιμιέμαι όρθιος, το κορμί μου έχει εκτεθεί

σ’ όλες τις μορφές της ζωής και του έρωτα,

και συ, η μόνη που μετρά σήμερα για μένα,

είσαι τόσο μακριά,

που είναι πιο εύκολο ν’ αγγίξω οποιαδήποτε άλλα χείλη

ή μέτωπο παρά το δικό σου σώμα.

   Σ’ έχω τόσο ονειρευτεί, έχω τόσο μιλήσει,

περπατήσει και πλαγιάσει με το φάντασμά σου,

ώστε το μόνο που απομένει είναι να είμαι

ένα φάντασμα μες στα φαντάσματα,

πιο σκιά κι από τον ίσκιο που περπατά

και θα συνεχίζει να βαδίζει χαρούμενα-

πάνω στο ηλιακό ρολόι της ζωής σου.

 Μ. Λαϊνά, Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, Ελληνικά Γράμματα

 

Ρομπέρ ΝΤΕΣΝΟΣ

 

Η νύχτα των χωρίς έρωτα νυχτών

            (απόσπασμα)

Νύχτα σάπια και παγωμένη, τρομακτική νύχτα,

Νύχτα ανάπηρου φαντάσματος, σάπιων φυτών,

Φλογερή νύχτα, φλόγα και φως των πηγαδιών,

Σκότη δίχως λάμψεις, ψέματα, πανουργίες.

 

Ποιος με κοιτάζει έτσι στο θόρυβο που κάνουν τα ποτάμια;

Πνιγμένοι, ναύτες, ψαράδες; Τρυπήστε τους κακοήθεις

Όγκους πάνω στο δέρμα των περαστικών σκιών,

Αυτά τα μάτια μ’ έχουν κιόλας δει, βόγκοι και θρήνοι αντηχήστε!

 

Κείνη τη μέρα ο ήλιος έδυε στην πόλη

Τα λιβάδια ανέμιζαν στους πύργους, και το καλοκαίρι

Τους καρπούς του στοίβαζε για την συνηθισμένη θυσία των εποχών.

Ίσκιος από τις καστανιές έφτανε μέχρι την άκρη των κτιρίων,

 

Σύμφωνοι, έρχεσαι από μακριά, ξερνάς τις λύπες σου,

Βεβαίως, ήρωα, σκοτεινέ δολοφόνε.

Ο ερωτευμένος χάνεται δίχως να πονά,

Αλλά εσύ, υιέ των έργων σου, αυτοκτόνε,

Κοκκινίζεις άραγε από ντροπή

Που κάποια ευτυχία λαχταράς; […]

Μ. Λαϊνά, Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, Ελληνικά γράμματα

 ceb5ceb9cebacf8ccebdceb19

Πιέρ Πάολο ΠΑΖΟΛΙΝΙ

 

Ποιήματα του κόσμου

 

 

Όλη  δουλεύω σαν καλόγερος

Και το βράδυ τριγυρνώ σαν παλιόγατος

Που ψάχνει τον ‘ερωτα… Θα κάνω πρόταση

Στο Βατικανό να με αγιοποιήσει.

Στην πραγματικότητα απαντώ στην απάτη

Με την πραότητα. Βλέπω με το μάτι

Μιας εικόνας τους υπευθύνους του λιντσαρίσματος.

Παρατηρώ τον εαυτό μου να σφάζεται, με το γαλήνιο

Κουράγιο ενός επιστήμονα. Φαίνομαι

Να νιώθω μίσος, ενώ γράφω

Στίχους γεμάτους ακριβολόγα αγάπη.

Μελετώ την απιστία σαν ένα

Μοιραίο φαινόμενο, λες και δεν είμαι θύμα της.

Νιώθω συμπόνια για τους νεαρούς φασίστες,

Και στους γέρους, που τους θεωρώ σχήματα

Του  πιο τρομερού κακού, αντιστέκομαι

Μόνο με τη βία της λογικής.

Παθητικός σαν ένα πουλί που τα βλέπει

Όλα πετώντας, και στο πέταγμά του

Στον ουρανό έχει στην καρδιά του τη συνείδηση

Που δεν συγχωρεί.

Πιέρ Πάολο Παζολίνι, Ποίηση σε σχήμα τριαντάφυλλου, εκδ. Τυπωθήτω

 

 Πιέρ Πάολο Παζολίνι

 

 Μια απελπισμένη ζωντάνια

 

        […]    VIII

 «Ήρθα στον κόσμο την εποχή

Της Αναλογικής.

Δούλεψα

Σ’ αυτό τον τομέα σαν μαθητευόμενος.

Ύστερα ήρθε η Αντίσταση

Κι εγώ

Αγωνίστηκα με τα όπλα της ποίησης.

Αποκατέστησα τη Λογική, και ήμουνα

Ένας πολιτικός ποιητής.

Τώρα είναι η εποχή

Της Ψυχαγωγικής.

Μπορώ να γράφω μόνο προφητεύοντας

Συνεπαρμένος με τη Μουσική

Από περίσσεμα σπόρου ή συμπόνιας».

 

«Αν τώρα επιβιώνει η Αναλογική

Κι έχει περάσει η μόδα της Λογικής

(μαζί κι η δικιά μου:

Κανείς δε μου ζητά πια ποίηση), υπάρχει

Η Ψυχαγωγική

(εις πείσμα της Δημαγωγίας

Που πάντα είναι περισσότερο κυρία

Της καταστάσεως).

Γι’ αυτό

Μπορώ να γράφω για Θέματα και Θρήνους

Ακόμη και Προφητείες

Σαν πολιτικός ποιητής, α, ναι, πάντα!».

 

«Όσο για το μέλλον, άκου:

Οι γιοι σου οι φασίστες

Θ’ απλώσουνε πανιά

Για τους κόσμους της Νέας Προϊστορίας.

Εγώ θα στέκομαι εκεί,

Σαν κάποιος που ονειρεύται το χαμό του

Στις όχθες της θάλασσας

Απ’ όπου ξεκινά η ζωή.

Μόνος, ή σχεδόν μόνος, στην παλιά παραλία

Ανάμεσα σε χαλάσματα αρχαίων κοινωνιών,

Τη Ραβένα

Την Όστια, ή την Βομβάη – είναι το ίδιο –

Με θεούς που ξεφλουδίζουν, προβλήματα παλιά

Όπως η πάλη των τάξεων –

Που

Διαλύονται…

Σαν ένας παρτιζάνος

Που πέθανε πριν το Μάη του ‘45

Θ’ αρχίσω σιγά σιγά ν’ αποσυντίθεμαι

Μέσα στο εκτυφλωτικό φως αυτής της θάλασσας,

Ποιητής και πολίτης ξεχασμένος».

 

                   ΙΧ

              (επίλογος)

 

«Ω Θεέ μου, μα τότε τι έχετε στο ενεργητικό σας;…»

«Εγώ; – (ένα τραύλισμα, ο άθλιος δεν πήρα το ηρεμιστικό,

Τρέμει η φωνή μου σαν άρρωστου παιδιού) –

Εγώ; Μια απελπισμένη ζωντάνια».

Πιέρ Πάολο Παζολίνι, Ποίηση σε σχήμα τριαντάφυλλου, Τυπωθήτω

 

Πίνακας του Κλώντ Μονέ

Πίνακας του Κλώντ Μονέ

 

Πιέρ Πάολο Παζολίνι

 

Προφητεία

(απόσπασμα)

 

 Στον Ζαν-Πωλ Σαρτρ, που μου διηγήθηκε

Την ιστορία του Αλή με τα Γαλάζια Μάτια.

 

Ήταν στον κόσμο ένας γιος

Και μια μέρα πήγε στη Καλαβρία:

Ήταν καλοκαίρι, και ήσαν

Αδειανά τα χαμόσπιτα,

Καινούρια, σαν από ζαχαρωτό ψωμί,

Από παραμύθια με νεράιδες στο χώμα

Των περιττωμάτων. Αδειανά. Σαν χοιροστάσια χωρίς χοίρους,

Στο κέντρο κήπων χωρίς πρασινάδα χωραφιών χωρίς χώμα,

Καναλιών χωρίς νερό. Καλλιεργημένες από το φεγγάρι οι πεδιάδες.

Βλαστάρια μεγαλωμένα μέσα από στόματα σκελετών. Ο άνεμος

Απ’ το Ιόνιο ανακάτευε άχυρα μαύρα

Όπως στα όνειρα τα προφητικά:

Και η σελήνη, στο χρώμα των περιττωμάτων,

Καλλιεργούσε χωράφια

Που ποτέ δεν αγάπησε το καλοκαίρι.

Και ήταν η  εποχή του γιου

Που τούτη η αγάπη μπορούσε

Ν’ αρχίσει, και δεν άρχισε.

Ο γιος είχε μάτια

Από καμένο άχυρο, μάτια

Χωρίς φόβο, και τα είδε όλα

Όσα ήταν στραβά: τίποτε

Δε γνώριζε από γεωργία,

Από μεταρρυθμίσεις, από τους

Συνδικαλιστικούς αγώνες, από τα Κοινωφελή Ιδρύματα,

Αυτός. Είχε όμως εκείνα τα μάτια…

Ο Αλή με τα Γαλάζια Μάτια,

Ένας από τους τόσους γιους των γιων,

Θα κατεβεί από το Αλγέρι, πάνω σε καράβια

Με πανιά ή κουπιά. Θα είναι

Μαζί του χιλιάδες άνθρωποι

Μικρόσωμοι και με τα μάτια

Των φτωχών σκύλων των πατεράδων

Πάνω στις βάρκες τις φτιαγμένες στα Βασίλεια της Πείνας.

Θα φέρον μαζί τους τα μωρά,το ψωμί και το τυρί, στα λαδόχαρτα της Δευτέρας του Πάσχα.

Θα φέρουν τις γιαγιάδες και τα γαϊδούρια,

Πάνω στις τριήρεις τις κλεμμένες στα αποικιακά λιμάνια.

Θα ξεμπαρκάρουν στον Κρότωνα, στο Πάλμι,

Κατά εκατομμύρια, ντυμένοι με ασιάτικα

Κουρέλια και με  αμερικανικά πουκάμισα.

  Μεμιάς οι Καλαβρέζοι θα πουν

Όπως αλήτες σε αλήτες:

«Να οι παλιοί αδερφοί,

Με τους γιους και με το ψωμί και το τυρί!».

Από τον Κρότωνα και το Πάλμι θ’ ανεβούν

Στη Νεάπολη, κι από κει στη Βαρκελώνη

Στη Θεσσαλονίκη και στη Μασσαλία,

Στις Πολιτείες της Διαφθοράς.

Ψυχές και άγγελοι, ποντίκια και ψείρες,

Με σπέρμα της Αρχαίας Ιστορίας,

Θα πετάξουν μπροστά στους νέγρους.

Αυτοί πάντα ταπεινοί

Αυτοί πάντα αδύναμοι

Αυτοί πάντα φοβισμένοι

Αυτοί πάντα κατώτεροι

Αυτοί πάντα ένοχοι

Αυτοί πάντα υπήκοοι

Αυτοί πάντα  μικροί,

Αυτοί, που δε θέλησαν ποτέ να γνωρίσουν,

Αυτοί που είχαν μάτια μόνο για να παρακαλούν,

Αυτοί που έζησαν σα ληστές,

Στο βάθος της θάλασσας, αυτοί που έζησαν σαν τρελοί

Στη μέση τ’ ουρανού,

Αυτοί που φτιάξανε

Νόμους έξω από το νόμο,

Αυτοί που προσαρμόστηκαν

Σ’ έναν κόσμο κάτω από τον κόσμο

Αυτοί που πίστεψαν

Σ’ έναν θεό δούλο του θεού,

Αυτοί που τραγούδησαν

Στις σφαγές των βασιλιάδων,

Αυτοί που χόρεψαν

Στους πολέμους των αστών,

Αυτοί που προσευχήθηκαν

Στους εργατικούς αγώνες

καταθέτοντας την τιμιότητα

Των χωριάτικων θρησκειών,

Ξεχνώντας την τιμή

Του υποκόσμου,

Προδίνοντας την ειλικρίνεια

Των βαρβαρικών λαών

Πίσω από τους δικούς τους Αλή με τα Γαλάζια

Μάτια – θα βγουν κάτω από τη γη για να ληστέψουν –

Θ’ ανέβουν από το βάθος της θάλασσας για να σκοτώσουν –

Θα κατεβούν από τα ύψη του ουρανού

Για ν’ αρπάξουν – και για να μάθουν στους συντρόφους

Εργάτες τη χαρά της ζωής –

Για να μάθουν στους αστούς

Τη χαρά της ελευθερίας –

Για να μάθουν τους χριστιανούς

Τη χαρά του θανάτου

Θα καταστρέψουν τη Ρώμη

Και  πάνω στα ερείπιά της

Θα καταθέσουν το σπόρο

Της Αρχαίας Ιστορίας.

Ύστερα με τον Πάπα και με το κάθε άγιο μυστήριο

Θα πάνε σαν τους τσιγγάνους

Τον ανήφορο προς τη Δύση και το Βορρά

Με τις κόκκινες σημαίες

Του Τρότσκι να κυματίζουν…

Πιέρ Πάολο Παζολίνι, Ποίηση σε σχήμα τριαντάφυλλου, εκδ. Τυπωθήτω

Σχολιάστε