Ευρωπαίοι ποιητές 1
Άσμα θανάτου/Φούγκα
Απόδοση στα ελληνικά: ΜΑΡΙΓΩ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ
Μαύρο γάλα της αυγής πίνουμε το βράδυ
το πίνουμε το μεσημέρι και το πρωί το πίνουμε το
πίνουμε τη νύχτα
πίνουμε και πίνουμε
φτυαρίζουμε έναν τάφο στους αιθέρες εκεί που άνετα
ξαπλώνεις
Ένας άνδρας μένει στο σπίτι παίζει με τα φίδια
γράφει
γράφει σαν σκοτεινιάζει στη Γερμανία τα χρυσά σου
μαλλιά Μαργαρίτα
το γράφει και βγαίνει απ’ το σπίτι και λάμπουν
τ’αστέρια
καλεί αυτός σφυρίζοντας τους Εβραίους του μπροστά
του τους βάζει να φτυαρίσουν έναν τάφο στη γη
μας προστάζει παίξτε τώρα για τον χορό
Μαύρο γάλα της αυγής πίνουμε τη νύχτα
σε πίνουμε το πρωί και το μεσημέρι σε πίνουμε
το βράδυ
πίνουμε και πίνουμε
Ένας άνδρας μένει στο σπίτι παίζει με τα φίδια
γράφει
γράφει σαν σκοτεινιάζει στη Γερμανία τα χρυσά σου
μαλλιά Μαργαρίτα
Τα σταχτιά σου μαλλιά Σουλαμίτιδα φτυαρίζουμε έναν
τάφο στους αιθέρες εκεί που άνετα ξαπλώνεις
Φωνάζει αυτός σκάψτε βαθύτερα στο χώμα εσείς οι
άλλοι τραγουδήστε και παίξτε
Πιάνει το σιδερικό στη ζώνη το κουνά τα μάτια του
είναι γαλάζια
βαθύτερα βάλτε εσείς τα φτυάρια εσείς οι άλλοι
παίξτε συνέχεια για τον χορό
Μαύρο γάλα της αυγής σε πίνουμε τη νύχτα
σε πίνουμε το μεσημέρι και το πρωί σε πίνουμε το
βράδυ
πίνουμε και πίνουμε
Ένας άνδρας μένει στο σπίτι τα χρυσά σου μαλλιά
Μαργαρίτα
Τα σταχτιά σου μαλλιά Σουλαμίτιδα αυτός παίζει με
τα φίδια
Φωνάζει παίξτε πιο γλυκά τον θάνατο ένας
Πρωτομάστορας είναι ο θάνατος στη Γερμανία
Φωνάζει παίξτε πιο μπάσα τα βιολιά μετά ανεβείτε
σαν καπνός στον αιθέρα
να ‘χετε στα σύννεφα έναν τάφο εκεί που άνετα
ξαπλώνεις
Μαύρο γάλα της αυγής σε πίνουμε τη νύχτα
σε πίνουμε το μεσημέρι ο θάνατος ένας Πρωτομάστορας
από τη Γερμανία είναι
σε πίνουμε το βράδυ και το πρωί πίνουμε και πίνουμε
ο θάνατος είναι ένας Πρωτομάστορας από τη Γερμανία
το μάτι του είναι γαλάζιο
ένας άνδρας μένει στο σπίτι τα χρυσά σου μαλλιά
Μαργαρίτα
ξεσηκώνει τα σκυλιά του εναντίον μας μάς χαρίχει
έναν τάφο στον αιθέρα παίζει με τα φίδια του και
ονειρεύεται ο θάνατος είναι ένας Πρωτομάστορας από
τη Γερμανία
τα χρυσά σου μαλλιά Μαργαρίτα
τα σταχτιά σου μαλλιά Σουλαμίτιδα
Paul Celan
ΔΩΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ
Η γραμμή που έμεινε
Αληθινή, που έγινε
Αληθινή:…το δικό σου
Σπίτι στο Παρίσι
Βωμός των χεριών σου.
Τρεις φορές πέρασε η ανάσα
Τρεις φορές πέρασε η λάμψη.
…………………………………………………….
Κάτι βουβαίνεται, κάτι κουφαίνεται
Πίσω απ’ τα μάτια.
Βλέπω το φαρμάκι να ανθίζει
Σε κάθε λέξη και μορφή
Πήγαινε. Έλα.
Ο έρωτας σβήνει το όνομά του: σου
Αφιερώνεται.
ΨΑΛΜΟΣ
Κανένας δε μας πλάθει ξανά από χώμα και πηλό
Κανένας δεν ευλογεί τη σκόνη μας
Κανένας.
Δόξα σοι ο κανένας
Για την αγάπη σου θέλουμε
Ανθίσει.
Σ’ εσέναν Απέναντι
Ένα Τίποτα
Ήμαστε, είμαστε, για πάντα
Θα μείνουμε, που ανθίζει:
Του Τίποτα, του
Κανενός το ρόδι.
Με
Το στύλο φως ψυχής
Το στήμονα έρημο ουρανού
Τη στεφάνη κόκκινη
Από τη λέξη πορφύρα, που τραγουδούσαμε
Πάνω, ω πάνω
Απ’ τ’ αγκάθι.
(Paul Celan, Του κανενός το ρόδο, εκδ. Άγρα)
ELYAR_
ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΓΙΑ Ν’ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΗΣΩ ΤΟΥΣ ΠΟΘΟΥΣ ΜΟΥ
Αγάπη μου για ν’ αναπαραστήσω τους πόθους μου
Έπιασα κι έβαλα τα χείλη σου στον ουρανό που μίλαγες
Απαράλλαχτα έτσι σαν άστρο
Τα φιλιά σου μέσα στην ολοζώντανη νύχτα
Και τον ολκό των μπράτσων σου ολόγυρά μου
Σαν τη φλόγα εκείνη που σημαίνει άλωση
Τα όνειρά μου είναι στον κόσμο
Φωτεινά και ατέρμονα.
Αχ, ζει,… αχ, ζει η καλή μου
σε πύργο μακρινό,
κι είναι ψηλός ο πύργος
και πώς μπορώ να μπω;
Το ξέρω η όμορφή μου
στον κήπο έχει φρουρούς,
μα ποιος το δρόμο φράζει
του νέου παλληκαριού;
να σ’ έβρω μοναχή,
μονάχα νά ’ταν νύχτα,
μια νύχτα σκοτεινή…
μια τρόικα μόνο νά ’χα
να τρέχει ως αστραπή!
(Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος.
Τραγουδήθηκε στα ελληνικά από τη Μαργαρίτα Ζορμπαλά)
OLDŘICH MIKULÁŠEK (1910-1985)
Η ΧΑΝΑ ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΗΣ ΘΥΕΛΛΑΣ
Η φιλημένη απ’ τη βροχή.
Κι αυτός που γέρνει ο ουρανός
Πάνω της, πόσο σκοτεινός.
Τί ήρεμοι οι κάμποι κάτω εκεί,
Έτσι που κάθονται οι νεκροί.
Και σε γροθιά, πώς το δεντρί
χαρά κι ανθό σφιχτοκρατεί
κόντρα σε νέφος σκυθρωπό…
Πώς, το δοξάζω εγώ γι’ αυτό!
Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Ανθολογία τσέχων και σλοβάκων ποιητών)
CARCILASO DE LA VEGA
[ΑΔΗΜΟΝΩΝΤΑΣ ΓΙΑ ΝΑ ΔΩ ΤΙ ’Ν’ ΑΠΟ ΜΕΣΑ]
Αδημονώντας για να δω τί ’ν’ από μέσα
στου στήθους σου το κέντρο… τί εκεί ανασαίνει…
να δω αν αυτό που πνέει απ’ έξω ώς μέσα μπαίνει
και αν το είναι με το φαίνεσθαι συνέχει τρέσα
ευθεία, τα μάτια εκάρφωσα, πλην δεν μπορέσα-
νε νά ’δουν: όρμησε το κάλλος σου, που δένει
τον νου, και στόμωσε το βλέμμα μου, και ξένη
για μένα μένει πια η ψυχή σου. Κι αχ, μπαμπέσα,
θλιμμένος πια κοιτώ τα χέρια σου, που σκύλοι
πιστοί φρουρούν τη χάρη των μαστών σου, δίχως καν λίγο να τους ψαύουν: μού μηνούν χειμώνα
που την ελπίδα μου στο θάνατο θα στείλει,
ενώ η επίθεση του Έρωτα δολίχως
θα σβει – non esservi passato oltra la gonna
ΑΧΜΑΤΟΒΑ
Η ΜΟΥΣΑ
Τον ερχομό σου μες στη νύχτα καρτερώ
σε μια κλωστή θαρρώ κρέμεται η ζωή μου
νιότη, ελευθερία, δόξα, ας πάνε στο καλό.
Αγαπημένη εσύ, πλησίασε, έλα με τη φλογέρα
να την, που πέταξε το πέπλο της.
Στα μάτια με κοιτά προσεχτικά: Ρωτώ:
«Του Δάντη τις σελίδες υπαγόρεψες εσύ;
Τους στίχους για την κόλαση;» Και απαντά. «Εγώ.»
Mετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου
ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ
ΡΕΚΒΙΕΜ
Έτσι κι αλλιώς θα ‘ρθείς, γιατί οχι τούτη τη στιγμή:
Σε περιμένω, αδύνατο να επουλωθεί το τραύμα.
Όλα τα φώτα τα ‘σβησα κ’ η πόρτα μου ανοιχτή
να μπεις εσύ καθημερνός και σπάνιος ως θαύμα.
Όποια μορφή σ’ αρέσει πάρε για να ‘ρθείς
σαν βλήμα εισόρμησε και σκότωσέ με
ή μ’ ένα ζύγι ζύγωσε σαν έμπειρος ληστής
ή με του τύφου τον καπνό φαρμάκωσέ με.
Ή ως μύθος πού ‘χεις σοφιστεί και λες από καιρό
κι όλοι τον μάθαν πια μέχρι ναυτίας, μέχρι κόρου
ώστε το μπλε πηλίκιο στην αυλή να δω
κι από τον τρόμο του χλωμό τον θυρωρό μου.
Το ίδιο πια μου κάνει. Ο Γιενισέι κυλάει μες στον αφρό
το πολικό τ’ αστέρι φέγγει μες στην αμφιλύκη
και την γαλάζια λάμψη των αγαπημένων μου ματιών
η τελευταία την καλύπτει φρίκη.
(19 Αυγούστου 1939, σπίτι Φοντάνκα, μετάφ: Άρης Αλεξάνδρου
δεν κυλάει ο μέγας ποταμός
μα της φυλακής τα σίδερα γερά
κι από πίσω τους του κάτεργου η «μονιά»
κι ο θανατερός καημός.
Δροσερό φυσάει το αγέρι, γι’ άλλους, ξένους
γι’ άλλους γλυκοφέγγει αχνά το δειλινό
ίδιοι εμείς παντού, δεν παίρνουμε είδηση κανένας
τα κλειδιά μονάχα ακούμε σιχαμένα
και τα βήματα βαριά των στρατιωτών.
Σηκωνόμασταν, λες κ’ ήτανε για τους εωθινούς
μες στην αποθηριωμένη πόλη οδεύοντας ξανά,
συναντιόμασταν πιο ξέπνοοι κι από τους νεκρούς
χαμηλότερος ο ήλιος και στο πούσι ο Νέβας, στους καπνούς,
κι όμως τραγουδάει η ελπίδα πέρα μακριά.
Καταδίκη… και τα δάκρυα ευθύς, μα τί να σώσουν
έχει απ’ όλους ήδη αποκοπεί
λες και τη ζωή με πόνο απ’ την καρδιά θα ξεριζώσουν
λες και βάναυσα τ’ ανάσκελα θα την ξαπλώσουν
μα βαδίζει… και τρικλίζει… μοναχή.
Τάχατες οι αθέλητές μου φίλες πού είναι τώρα εκείνες
των σατανικών μου δύο ετών;
Τί στης Σιβηρίας τις θύελλες βλέπουν, στου χιονιού τη δίνη
τί φαντάζονται στον κύκλο γύρω απ’ τη σελήνη
Στέλνω σ’ όλες τους τον ύστατο χαιρετισμό.
εκείνος πλάι εκεί ο συνοδίτης
ο από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός ακοίμητος
και απηνής και αδιάφορος, σαν γριαφαφούτα Ερινύα
ή σαν τ’άραχνα κρίματα τα παραλοϊκά. Τα μάτια σου
θά ’ναι μάταιο ρήμα,
κραυγή πνιγμένη θα είναι, θά ’ναι σιωπή.
Κι έτσι δα, έτσι θαν τα βλέπεις κάθε που ξυπνάς το πρωί
και σκύβεις και κοιτιέσαι στον καθρέφτη
μονάχη. Ω ηδεία ελπίς,
την ημέρα εκείνη θα δούμε και θα μάθουμε όλοι
ότι του βίου είσαι το πλήρωμα και το κενό της αβύσσου.
Για όλους έχει ο θάνατος μια ματιά φυλαγμένη.
Θά ’ρθει ο θάνατος και θά ’χει τα δικά σου μάτια.
Θά ’ναι σαν να ξεπλένεις κρίμα παλαιό
σαν να κοιτάς μες στον καθρέφτη και να βλέπεις
όψη νεκρή που αναδύεται,
και σαν ν’ ακούς να σου μιλάνε σφαλιστά χείλη.
Άλαλοι θα καταδυθούμε στα τάρταρα.
CESARE PAVESE
Από αίμα είσαι και χώμα
όπως και οι άλλοι. Περπατάς
σαν να μη λες ν’ αφήσεις
του σπιτιού σου την πόρτα.
Σάμπως να περιμένεις,
να μη βλέπεις. Χώμα είσαι
που πονεί και σωπαίνει.
Σκιρτάς και κουράζεσαι
και όλο μιλάς – περπατάς
και αναμένεις. Ο έρωτας
είναι αίμα σου – αυτό μόνο.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής
ΑΤΤΙΛΑ ΓΙΟΖΕΦ
ΩΔΗ
…………………………………………………
Δεν είναι των οροσειρών η χαίτη –
Είναι το φέγγος του μετώπου σου
Που αντανακλούν όλα τα φύλλα.
Τον άνεμο βλέπω ν’ ανεμίζει
Το φόρεμά σου.
Και κάτω απ’ τα εύθραυστα φυλλώματα
Βλέπω την κόμη σου να γέρνει
Και ν’ αναβρύζουν τα γλυκά σου στήθη,
Κι όπως ο Ζίνβα ο ποταμός κυλά
Βλέπω ν’ αναπηδά
Πάνω σε βότσαλα λευκά και στρογγυλά
Στ’ άσπρα σου δόντια το φαντασμαγορικό χαμόγελό σου.
Ω, πόσο σ’ αγαπάω εσένα,
Εσένα πούχεις κάνει να μιλήσουνε
Μες στης καρδιάς τα πιο βαθιά κοιλώματα
Η δολοπλόκα μοναξιά, η πανούργα,
Μαζί-μαζί μ’ ολόκληρο το σύμπαν.
…………………………………………………………….
Ω, σ’ αγαπώ, καθώς ένα παιδί τη μάνα του,
Καθώς οι σιωπηλές σπηλιές το ίδιο το βάθος τους.
Ω, σ’ αγαπώ, καθώς τα φώτα οι αίθουσες,
Καθώς το σώμα την ανάπαυση και τη φωτιά η ψυχή.
Ω, σ’ αγαπώ, καθώς επιθυμούν να ζήσουν οι θνητοί.
Ώς του θανάτου τους την ύστατη στιγμή.
Όλα σου τα χαμόγελα, τα λόγια, τις χειρονομίες.
Στο πνεύμα μου, καθώς τα οξέα στο μέταλλο,
Σ’ έχω χαράξει μ’ όλα τα ένστικτά μου,
Εσένα, θελκτική μορφή, πανέμορφη
Εκεί, που η ύπαρξή σου καθετί ουσιώδες συμπληρώνει.
……………………………………………………………
Ω, από ποιάν ύλη λοιπόν είμαι πλασμένος
Που όλο με διαπερνά το βλέμμα σου και με μεταμορφώνει;
Ποιό πνεύμα και ποιό φέγγος,
Ποιό θαύμα
Μες από του μηδενός την πάχνη μού επιτρέπουν
Τις πράες πλαγιές του γόνιμού σου σώματος να περιτρέχω;
Κι όπως ο Λόγος σ’ ένα πνεύμα ολάνοιχτο
Δύναμαι στο μυστήριό σου να καταβυθίζομαι!Το τραίνο με τραβάει. Σ’ ακολουθώ.
Ίσως και να σε φτάσω τώρα ακόμα,
Ίσως να σβήσω του μετώπου μου τον πυρετό,
Ίσως μου πει γλυκά τ’ ωραίο σου στόμα:
………………………………………………………………………
Καθώς αίματος θρόμβοι
Αυτά τα λόγια
Πέφτουν μπροστά σου.
Τραυλίζει η ύπαρξη,
Μιλούν καθάρια οι νόμοι μόνον
Όμως τα βιομηχανικά όργανά μου
Που από τη μια στην άλλη μέρα με ξαναγεννάνε,
Ετοιμάζονται τώρα να σιγήσουν.
Όμως τα πάντα, ώς τη στιγμήν εκείνη, θα καλούν εσένα,
Εσέ τη διαλεγμένη
Μες απ’ τα πλήθη δύο δισεκατομμυρίων –
Ω, εσύ μοναδική, ω εσύ
Λίκνο γλυκύ, τάφε πανίσχυρε, ζωντανή κλίνη,
Δέξου με εντός σου!
……………………………………………………………………
Άσμα επικουρικό
Πάρε και την πετσέτα σου, σκουπίσου.
Η πείνα σου ας πραΰνει, σούχω κρέας ψητό.
Κει που πλαγιάζω, η κλίνη είναι δική σου.
GAUILLAUME APOLLINAIRE (1880-1918)
ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ
Φιλτραρισμένο από μισόκλειστα άστρα
Οι οβίδες κλαψουρίζουν μες στο χώμα
ο θάνατος εραστής γίνηκε των ρόδων
Εσύ που σιωπηλά δίνεις τις υποσχέσεις στην αγάπη
κι είδες να συμβιβάζεται για τη δόξα σου ένας ποιητής
Ω ρόδο πάντα δροσερό ω ρόδο πάντα σου έτοιμο
Το άρωμα σου προσφέρω το τρομερό της μάχης
Ω ρόδο πάντα δροσερό στον άνεμο που σε στραπατσάρει
Άνθησε όλες τις ελπίδες μιας στρατιάς που ασθμαίνει
Ταρίχευσε όλους αυτούς π’ αγάπησες τους χλωροφορμισμένους
Βρέχει τόσο απαλά τη νύχτα τόσο τρυφερά τη νύχτα
Ενώ ανεβαίνει μέσα μας το μοιραίο ρευστό
Μουσικός με μάσκα που τίποτα δεν μπορεί ν’ ακούσει
Παίζω ένα είδος αγάπης σε κρυστάλλινες χορδές
Απ’ αυτή την απαλή βροχή που ξαλαφρώνει τα δεινά μου
Κι οι ουρανοί την κάνουν πάνω μας γλυκά να κατεβαίνει.
Μετάφραση: Ιάσων Δεπούντης
[Τα χέρια σταύρωσα…]
Τα χέρια σταύρωσα στο στήθος μου, που ζει
χωρίς μετάληψη τα μάτια μου θα κλείσω.
απ’ άκρη σ’ άκρη η ψυχή μου έχει σχιστεί
κι ό,τι δικό μου, τα νερά το παίρνουν πίσω.
Σ’ εσένα βέβαια θα μείνει ένα κενό:
ποιες αμαρτίες, θα λες, έτσι τιμωρούνται;
Μεσ’ απ’ το τζάμι κοίταξε ουρανό:
Για μένα εκεί ψηλά τα πάντα διηγούνται.
Το ποίημα του βουνού
(απόσπασμα)
αφιέρωση
Ριγώντας- τα βουνά θα τα κινήσω,
ν’ ανέβει η ψυχή- σ’ άλλο βουνό.
Για σένα θλίψη μου, να τραγουδήσω:
για το δικό μου το βουνό.
Μαύρο- και δεν μπορώ πια να το σβήσω,
να τ’ αποδιώξω τούτο το κενό.
Για σένα, θλίψη μου, θα τραγουδήσω-
απ’ το δικό μου το βουνό.
[…………………………………………..]
V.
Δεν ξεγελά το πάθος- δεν το μηχανεύτηκαν.
Ούτε και ψεύδεται- αν σύντομα χαθεί…
Ω, αν κυλούσαμε στον κόσμο, εγώ κι εσύ,
σαν δυο πληβείοι που εδώ κάτω ερωτεύτηκαν!
ω εξαρχής τότε θα είχαμε προσέξει.
Λόφος- θα λέγαμε. Απλώς- λόφος: τόσος δα!
(Λένε πως μόνο χάρη στων γκρεμνών την έλξη
μετράμε πόσο ύψος έχουν τα βουνά…)
Πάνω σε ρείκια καστανόχρωμα, σωρό,
πευκοβελόνες- σαν νησιά στο καταχείμωνο…
(Πάνω απ’ τη στάθμη της ζωής παραληρώ.)
– Δικός σου είμαι, Πάρε με…
Μα όσο- (αλίμονο!)-
μα όσο για σπιτάκι που να μας σκεπάσει-
μα όσο για να τιτιβίζουνε παιδιά-
εμείς στον κόσμο εδώ κάτω έχουμε φτάσει
να πούμε πώς ειν’ η αγάπη εκεί ψηλά…
[……………………………………………….]
ΙΧ
Τα χρόνια θα περάσου. Θα λειάνουν
την επιτύμβια πέτρα- κι όλα θα σβήσουν. […]
Κι ας κλείσουν, ας χτιστούνε τα περάσματα.
Ας γίνουν οι γκρεμοί μας άνω- κάτω.-
ζωή στο σπίτι, κάτω απ’ τα σκεπάσματα:
τι είναι ευτυχία, στο κάτω- κάτω,
αν όχι αυτό; Αγάπη- απλουστευμένη
και δίχως νεύρα. Έρωτας- κατ’ οίκον.
Να ‘σαι γυναίκα: τι λαμπρό καθήκον!
(Κι όμως, ήμουνα τόσο ευτυχισμένη
όταν ερχόσουν στο σπίτι…) αγάπη- δίχως
μαχαίρι- ή χωρισμός- να τη γλυκαίνει. […]
(Μαρίνα Τσβετάγεβα, Το ποίημα του βουνού και άλλα ποιήματα, εκδ. Υψιλον)
CHARLES BAUDELAIRE
ΣΕ ΜΙΑ ΔΙΑΒΑΤΙΣΣΑ
Του δρόμου τ’ οχλαλοητό ξεκούφαινε τριγύρα.
Ψηλή, λιγνή, στα μαύρα της, αρχοντολυπημένη,
κάποια γυναίκα διάβηκε κρατώντας σηκωμένη
μ’ επίδειξη της ρόμπας της τη νταντελένια γύρα.
Κι εγώ ρουφούσα, όπως αυτός που τρέλα τον χτυπάει,
στα μάτια της τεφρό ουρανό που θύελλες γεννάει,
μια γλύκα σαγηνευτική και μια ηδονή θανάτου.
που ξαφνικά στο βλέμμα σου ξανάνιωσα, για πέ μου
αλλού πια μόνο θα σε δω, σε κάποια ζωή νέα;
Γιατί δεν ξέρω αν πουθενά θέλω πια σ’ ανταμώσει,
ω, εσένα που θ’ αγάπαγα, ω εσύ, που τό ’χεις νιώσει!
Από το βιβλίο: Μπωντλαίρ, «Τα άνθη του κακού», μεταφραστής Γ. Σημηριώτης
ΑΡΘΟΥΡ ΡΕΜΠΩ
Αίσθηση
Γαλάζιες του καλοκαιριού βραδιές,
θα πάω στα μονοπάτια
στο κέντημα των σταχυών.
Την κοντή θα πατώ χλόη
ρεμβάζοντας, στα πόδια μου
τη δροσιά της θα νιώθω.
Θ’ αφήσω τον άνεμο να λούζει
το γυμνό μου κεφάλι.
Αμίλητος, κι ούτε σκέψη καμιά:
Μα ο άπειρος έρωτας
την ψυχή θα μου πληρώσει
πέρα θα τραβήξω,
μακριά πολύ, ίδιος τσιγγάνος
στη φύση μέσα- ευτυχής
ωσάν με γυναίκα.
(Πρόσωπα/ιδέες, Άρθουρ Ρεμπώ,
μεταφ. Γ. Σπανός, εκδ. Πλέθρον)
Μποέμικη ζωή
(Φαντασία)
Τραβούσα πέρα, μες στις τρύπιες τσέπες οι γροθιές μου
το πανωφόρι γίνονταν κι αυτό ιδανικό
βάδιζα κάτω από τον ουρανό, ω Μούσα, κι ήμουν
ο μπιστικός σου.
Κι ω, πόσους ονειρεύτηκα εξαίσιους έρωτες.
Το μόνο μου βρακί μια τόση τρύπα είχε!
– Κοντορεβυθούλης ρέμβαζα, και ξεκούκιζα
στο διάβα μου
ρίμες. Κι είχα για χάνι την Άρκτο τη Μεγάλη
– Τ’ αστέρια μου, ψηλά, πόσο γλυκά που θρόιζαν!
Και τ’ άκουγα, και καθόμουν στων δρόμων
τα χαντάκια,
τα όμορφα του Σεπτεμβρίου βράδια, κι ένιωθα
τις σταγόνες
της δροσιάς στο κούτελο, λες κι ήτανε κρασί
βαρβάτο.
Ριμάροντας μες σε φανταστικές σκιές
για λύρες, τα λάστιχα τραβούσα
των πληγιασμένων παπουτσιών με ένα πόδι
πάνω στην καρδιά!
(Πρόσωπα/ιδέες, Άρθουρ Ρεμπώ,
μεταφ. Γ. Σπανός, εκδ. Πλέθρον
ΝΕΚΡΟΣ ΑΠΟ ΕΡΩΤΑ
Στη Μαργαρίτα Μάνσο
Τα’ είναι κείνο που φεγγρίζει
στους απάνω διαδρόμους;
Σφάλισε την πόρτα, γιέ μου,
κι οι έντεκα σημάναν μόλις.
Άθελα, στα δυό μου μάτια
λάμπουνε τέσσερις λύχνοι.
Σίγουρα κείνοι οι ανθρώποι
θα τρίβουνε το μπακίρι.
Σκόρδο απ’ ασήμι αγωνίας,
το δισταχτικό φεγγάρι,
κατακίτρινα μαλλιά
στους κίτρινους πύργους βάζει.
Των μπαλκονιών το κρουστάλλι
έκρουε τρέμοντας η νύχτα,
κυνηγημένη από χίλιους
σκύλους που δεν την γνωρίζαν
κι ερχόταν απ’ τους διαδρόμους
μυρουδιά άμπρας και κρασίλας.
Αύρες από υγρό καλάμι
και παλιών φωνών βαβούρα
στου μεσονυχτιού το τόξο
το σπασμένο αντιλαλούσαν.
Βόδια και ρόδα κοιμούνταν.
Μόνον απ’ τους διαδρόμους
τα τέσσερα φώτα σκούζαν
με το μανητό τ’ Άι-Γιώργη.
Θλιμμένες νιές της κοιλάδας
καλμάραν τ’ αντρίκιο τους αίμα,
πικρό από μούσκουλα νιάτων
κι ήσυχο απ’ άνθη κομμένα.
Του ποταμού γριές γυναίκες
κλαίγαν στου βουνού τα πόδια
μιαν αδιάβατη στιγμή
από μαλλιά κι από ονόματα.
Προσόψεις ασβεστωμένες
άσπρο κάνανε το βράδυ.
Τ’ ακορντεόνια τους παίζαν
τα χερουβείμ κι οι τσιγγάνοι.
Μάνα, όταν εγώ πεθάνω,
μήνα το στ’ αφεντικά μας.
Τηλεγραφήματα στείλε
βορρά και νότο γαλάζια.
Εφτά κραυγές, εφτά αίματα,
εφτά του ύπνου παπαρούνες,
λοξά φεγγάρια τσακίσαν
σε σάλες άδειες και σκούρες.
Γεμάτο χέρια κομμένα
και στεφανάκια από χόρτο,
δεν ξέρω πού, αντιλαλούσε
τ’ αρχιπέλαγο των όρκων.
Στο τραχύ βουητό του δάσους
βρόνταγε ο ουρανός την πόρτα,
και στους απάνω διαδρόμους
σκούζανε γοερά τα φώτα.
Μετάφραση: Ηλίας Ματθαίου.
Από το βιβλίο: Federico García Lorca, «Τσιγγάνικο Ρομανθέρο / Romancero Gitano» (δίγλωσση έκδοση), Διάττων
ΝΕΚΡΟΣ ΑΠΟ ΕΡΩΤΑ
Στη Μαργαρίτα Μάνσο
Τα’ είναι κείνο που φεγγρίζει
στους απάνω διαδρόμους;
Σφάλισε την πόρτα, γιέ μου,
κι οι έντεκα σημάναν μόλις.
Άθελα, στα δυό μου μάτια
λάμπουνε τέσσερις λύχνοι.
Σίγουρα κείνοι οι ανθρώποι
θα τρίβουνε το μπακίρι.
Σκόρδο απ’ ασήμι αγωνίας,
το δισταχτικό φεγγάρι,
κατακίτρινα μαλλιά
στους κίτρινους πύργους βάζει.
Των μπαλκονιών το κρουστάλλι
έκρουε τρέμοντας η νύχτα,
κυνηγημένη από χίλιους
σκύλους που δεν την γνωρίζαν
κι ερχόταν απ’ τους διαδρόμους
μυρουδιά άμπρας και κρασίλας.
Αύρες από υγρό καλάμι
και παλιών φωνών βαβούρα
στου μεσονυχτιού το τόξο
το σπασμένο αντιλαλούσαν.
Βόδια και ρόδα κοιμούνταν.
Μόνον απ’ τους διαδρόμους
τα τέσσερα φώτα σκούζαν
με το μανητό τ’ Άι-Γιώργη.
Θλιμμένες νιές της κοιλάδας
καλμάραν τ’ αντρίκιο τους αίμα,
πικρό από μούσκουλα νιάτων
κι ήσυχο απ’ άνθη κομμένα.
Του ποταμού γριές γυναίκες
κλαίγαν στου βουνού τα πόδια
μιαν αδιάβατη στιγμή
από μαλλιά κι από ονόματα.
Προσόψεις ασβεστωμένες
άσπρο κάνανε το βράδυ.
Τ’ ακορντεόνια τους παίζαν
τα χερουβείμ κι οι τσιγγάνοι.
Μάνα, όταν εγώ πεθάνω,
μήνα το στ’ αφεντικά μας.
Τηλεγραφήματα στείλε
βορρά και νότο γαλάζια.
Εφτά κραυγές, εφτά αίματα,
εφτά του ύπνου παπαρούνες,
λοξά φεγγάρια τσακίσαν
σε σάλες άδειες και σκούρες.
Γεμάτο χέρια κομμένα
και στεφανάκια από χόρτο,
δεν ξέρω πού, αντιλαλούσε
τ’ αρχιπέλαγο των όρκων.
Στο τραχύ βουητό του δάσους
βρόνταγε ο ουρανός την πόρτα,
και στους απάνω διαδρόμους
σκούζανε γοερά τα φώτα.
Μετάφραση: Ηλίας Ματθαίου.
Από το βιβλίο: Federico García Lorca, «Τσιγγάνικο Ρομανθέρο / Romancero Gitano» (δίγλωσση έκδοση), Διάττων
FEDERICO GARCÍA LORCA
Η ΑΠΙΣΤΗ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΗ
Την πάω κι εγώ προς το ποτάμι
πιστεύοντάς την για κορίτσι
μα εκείνη είχε άντρα.
Ήταν τη νύχτα του Σαντιάγο
και σχεδόν σα νά ‘χα τάμα.
Σβήσανε τα φαναράκια
και ανάψανε οι γρύλοι.
Προς τις τελευταίες γωνίες
πιάνω τα στήθη της στον ύπνο
κι άξαφνα και μου ανοίξαν
σαν δυο ματσάκια υακίνθων.
Η κόλλα του μεσοφοριού της
έφτανε ώς την ακοή μου
σαν κομμάτι από μετάξι
που έσκισαν δέκα μαχαίρια.
Δίχως ασημένιο φως στα φύλλα
τα δέντρα όλα είχαν φουντώσει,
κι ένας ορίζοντας με σκύλους
γαβγίζει πέρα απ’ το ποτάμι.
Τις βατομουριές περνώντας
κι ύστερα αγκαθιές και βούρλα,
κάτω απ’ το θάμνο των μαλλιών της
κάνω μια τρύπα μες στον άμμο.
Εγώ βγάζω τη γραβάτα.
Εκείνη βγάζει το φουστάνι.
Τη ζώνη εγώ με το ρεβόλβερ.
Τους τέσσερις αυτή κορσέδες.
Οι νάρδοι μα και τα κοχύλια
αφή δεν έχουνε πιο φίνα,
και κρύσταλλα με τη σελήνη
δε λάμπουνε με τέτοια λάμψη.
Ψηλά τα πόδια μου ξεφεύγαν
σαν τα τρομαγμένα ψάρια
ώς τα μισά γεμάτα φλόγα
ώς τα μισά γεμάτα κρύο.
Έτρεξα ‘κείνο το βράδυ
τον καλύτερο απ’ τους δρόμους
σε φοράδα από σεντέφι
και με δίχως χαλινάρια.
Σαν σωστός άντρας δε θέλω
να σας πω όσα μου είπε.
Το φως που έχω της συμπάθειας
διακριτικό με κάνει.
Φιλιά κι άμμο λερωμένη
τη φέρνω πάλι απ’ το ποτάμι.
Με τον άνεμο χτυπούσαν
όλα τα σπαθιά των κρίνων.
Φέρθηκα όπως που μου ταιριάζει.
Σαν αληθινός τσιγγάνος.
Της χαρίζω πανεράκι
για τη ραπτική αχυρένιο,
κι όχι είπα στον έρωτά της
γιατί αν και είχε άντρα
μου είπε πως ήτανε κορίτσι
σαν την τραβούσα στο ποτάμι.
Μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης.
FEDERICO GARCÍA LORCA
Η ΑΠΙΣΤΗ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΗ
Την πάω κι εγώ προς το ποτάμι
πιστεύοντάς την για κορίτσι
μα εκείνη είχε άντρα.
Ήταν τη νύχτα του Σαντιάγο
και σχεδόν σα νά ‘χα τάμα.
Σβήσανε τα φαναράκια
και ανάψανε οι γρύλοι.
Προς τις τελευταίες γωνίες
πιάνω τα στήθη της στον ύπνο
κι άξαφνα και μου ανοίξαν
σαν δυο ματσάκια υακίνθων.
Η κόλλα του μεσοφοριού της
έφτανε ώς την ακοή μου
σαν κομμάτι από μετάξι
που έσκισαν δέκα μαχαίρια.
Δίχως ασημένιο φως στα φύλλα
τα δέντρα όλα είχαν φουντώσει,
κι ένας ορίζοντας με σκύλους
γαβγίζει πέρα απ’ το ποτάμι.
Τις βατομουριές περνώντας
κι ύστερα αγκαθιές και βούρλα,
κάτω απ’ το θάμνο των μαλλιών της
κάνω μια τρύπα μες στον άμμο.
Εγώ βγάζω τη γραβάτα.
Εκείνη βγάζει το φουστάνι.
Τη ζώνη εγώ με το ρεβόλβερ.
Τους τέσσερις αυτή κορσέδες.
Οι νάρδοι μα και τα κοχύλια
αφή δεν έχουνε πιο φίνα,
και κρύσταλλα με τη σελήνη
δε λάμπουνε με τέτοια λάμψη.
Ψηλά τα πόδια μου ξεφεύγαν
σαν τα τρομαγμένα ψάρια
ώς τα μισά γεμάτα φλόγα
ώς τα μισά γεμάτα κρύο.
Έτρεξα ‘κείνο το βράδυ
τον καλύτερο απ’ τους δρόμους
σε φοράδα από σεντέφι
και με δίχως χαλινάρια.
Σαν σωστός άντρας δε θέλω
να σας πω όσα μου είπε.
Το φως που έχω της συμπάθειας
διακριτικό με κάνει.
Φιλιά κι άμμο λερωμένη
τη φέρνω πάλι απ’ το ποτάμι.
Με τον άνεμο χτυπούσαν
όλα τα σπαθιά των κρίνων.
Φέρθηκα όπως που μου ταιριάζει.
Σαν αληθινός τσιγγάνος.
Της χαρίζω πανεράκι
για τη ραπτική αχυρένιο,
κι όχι είπα στον έρωτά της
γιατί αν και είχε άντρα
μου είπε πως ήτανε κορίτσι
σαν την τραβούσα στο ποτάμι.
Μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης.
FEDERICO GARCÍA LORCA– τραγούδια
Αβάσταχτο να σ’ αγαπώ
Απ’ την πολλήν αγάπη μου
πληγώνει με ο αγέρας
αχ, με πληγώνει η καρδιά
και το σομπρέρο μου.
Αβάσταχτο να σ’ αγαπώ
έτσι όπως σ’ αγαπάω
Ποιος θ’ αγοράσει από μένα
τη μεταξένια αυτή κορδέλα
κι αυτή τη λύπη από μπαμπάκι
μαντίλια για να φτιάξει;
Αβάσταχτο να σ’ αγαπώ
έτσι όπως σ’ αγαπάω
Στίχοι: Federico Garcia Lorca & Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: Χρήστος Λεοντής
Πρώτη εκτέλεση: Μανώλης Μητσιάς
Αχ έρωτα
Στην πορτοκαλιά από κάτω
Πλένει τα μπαμπακερά
Πράσινα έχει τα μάτια
κι η φωνή της βιολετιά
Αχ έρωτα!
Στην ανθισμένη την πορτοκαλιά από κάτω
Αχ έρωτα…
Τρέχει το νερό στ’ αυλάκι
Με τον ήλιο στην καρδιά του
Τραγουδάει ένα σπουργίτι
πάνω στη μικρή ελιά
Αχ έρωτα!!
Στην ανθισμένη την πορτοκαλιά από κάτω
Αχ έρωτα…
Κι όταν θα’χει αποσώσει
Όλο το σαπούνι η Λόλα
Θα ‘ρθουν οι μικροί Τορέρος,
Οι Τορέρος οι μικροί
Αχ έρωτα!!
Στην ανθισμένη την πορτοκαλιά από κάτω
Αχ έρωτα…
Στίχοι: Federico Garcia Lorca & Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: Χρήστος Λεοντής
Πρώτη εκτέλεση: Μανώλης Μητσιάς
JUAN RAMÓN JIMÉNEZ
ΕΝΑ ΜΠΟΥΚΕΤΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ
Το στόμα σου φύτεψε
μ’ εκείνο το φιλί στο δικό μου
ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα,
κι οι ρίζες τους τρων την καρδιά μου.
Είταν φθινόπωρο. Ο άμετρος ουρανός
άρπαξε με τον ήλιο του
όλο το χρυσάφι –κίονες λάμψεων–
από τη ζωή.
Το καλοκαίρι ήρθε σκληρό·
το μπουκέτο μάδησε,
μα άφησε να σπάσουν στα μάτια μου
δύο μπουμπούκια πόνος.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
FEDERICO GARCÍA LORCA– τραγούδια
Αβάσταχτο να σ’ αγαπώ
πληγώνει με ο αγέρας
αχ, με πληγώνει η καρδιά
και το σομπρέρο μου.
έτσι όπως σ’ αγαπάω
τη μεταξένια αυτή κορδέλα
κι αυτή τη λύπη από μπαμπάκι
μαντίλια για να φτιάξει;
έτσι όπως σ’ αγαπάω
Στίχοι: Federico Garcia Lorca & Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: Χρήστος Λεοντής
Πρώτη εκτέλεση: Μανώλης Μητσιάς
Αχ έρωτα
Πλένει τα μπαμπακερά
Πράσινα έχει τα μάτια
κι η φωνή της βιολετιά
Αχ έρωτα!
Αχ έρωτα…
Με τον ήλιο στην καρδιά του
Τραγουδάει ένα σπουργίτι
πάνω στη μικρή ελιά
Αχ έρωτα!!
Αχ έρωτα…
Όλο το σαπούνι η Λόλα
Θα ‘ρθουν οι μικροί Τορέρος,
Οι Τορέρος οι μικροί
Αχ έρωτα!!
Αχ έρωτα…
Στίχοι: Federico Garcia Lorca & Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: Χρήστος Λεοντής
Πρώτη εκτέλεση: Μανώλης Μητσιάς
μ’ εκείνο το φιλί στο δικό μου
ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα,
κι οι ρίζες τους τρων την καρδιά μου.
άρπαξε με τον ήλιο του
όλο το χρυσάφι –κίονες λάμψεων–
από τη ζωή.
το μπουκέτο μάδησε,
μα άφησε να σπάσουν στα μάτια μου
δύο μπουμπούκια πόνος.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
καθώς το ρόδο
που θά ’μαι μια μέρα, καθώς το φτερό
που θά ‘μαι μια μέρα.
δικό μου κι ενός ρόδου·
και με περισυλλέγει μια περιπλάνηση ξένη και δική μου
δική μου κι ενός πουλιού.
γιατί όσο υπάρχει ένα πράγμα
που δεν το είπες εσύ
δεν είπες τίποτα!
της κάθε αυγής, κόρη
της κάθε νύχτας, ολόδροση, αγνή
αλήθεια των τελευταίων άστρων
πάνω στην τρυφερή αλήθεια των πρώτων λουλουδιών!
δροσιά, ποίηση·
πρωινή πτώση τ’ ουρανού πάνω στον κόσμο
εκείνη της καθάριας αύρας,
του τελευταίου πουλιού,
των χρυσών κορυφών του σκοταδιού!
αυτή ’ναι η λευτεριά μου, να μυρίζω το ρόδο
να κόβω το ψυχρό νερό με το τρελό μου χέρι,
ν’ απογυμνώνω το δρυμό,
να παίρνω απ’ τον ήλιο το αιώνιο φως του!
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Νέα Πορεία» τον Μάρτιο του 1958.
Ιβάν Γκολ
Μαλαισιακά τραγούδια
(εκλογή)
XV
Ψιθύρισε ποια είμαι
μάγεψέ με την ίδια μου την ομορφιά
πλάνεψέ με το δικό μου το λάγγεμα
αναστάτωσέ με το δικό μου το άρωμα
Η γυναίκα πίνει τη μέθη
στο σιντεφένιο αυτί
βρίσκει τον εαυτό της
μόνο βαθιά στους καθρέφτες της
XVII
Είμαι το ρυάκι σου
που μέθυσε με δυόσμο
Σκύψε πάνω μου
για να σου μοιάσω
Κολύμπησε μέσα μου
να νιώσεις πως τρέμω
Φάε τα ψάρια μου
να μ’ αφανίσεις
Πιες με
να με στερέψεις
Αγάπησέ με
να σε συντρέξω να πνιγείς
XX
Στο φιλί σου πιο βαθύ κι απ’ το θάνατο
νιώθω τη λύσσα μου να ξαναμπείς στη γη
να γυρίσεις πίσω στο χάος σου
Λιώνεις
χάνεσαι
σύννεφο πέφτεις
ποτάμι τρέχεις στη θάλασσά σου
Κι η σάρκα μου σε δέχεται σαν ένα μνήμα
XXVΙΙ
Σκεπάστηκα μ’ εφτά πέπλα
για να με ξεσκεπάσεις
εφτά φορές
Μυρώθηκα με εφτά μύρα
για να με μυρίσεις
εφτά φορές
Σου είπα εφτά ψέματα
για να μ’ αφανίσεις
εφτά φορές
Μαρία Λαϊνά, Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, μτφ. E. X. Γονατάς
Φίλππο Τομάζο ΜΑΡΙΝΕΤΤΙ
Τα δώματα του έρωτα
…………………………………………………..
Για χάρη μας το δώμα μεταμορφώθηκε σε μια στέρνα
γαλάζια,
άυλη δεξαμενή όπου το παρθένο νερό τού
βραδινού
μυστηριωδώς, μαζεύονταν ολόγυρα, συλλογισμένο…
και η ψυχή μου αχόρταγη θα ποτιστεί από χαρά
στα στηθαία, ψηλά, ανάμεσα στην ορμή των φιλιών μας
και στη μεθυστική ονειροπόληση των γαλανών ματιών σου
καιρό φυλακισμένα στους κλίβανους της Ημέρας,
των τεράστιων έξαλλων ματιών σου που ισορροπούν
στο διάστημα, όταν η νύχτα πέφτει σαν μολύβι!
Ω! πώς να αλυσοδέσω τις δυο καρδιές μας,
μεθυσμένες ν’ ακολουθήσουν θέλουν το ήρεμο καραβάνι
των νομάδων των Άστρων και τον ακτινοβόλο καλπασμό τους
στις κατηφόρες τ’ ουρανού και τις λεπτές ακτίνες τους
που αναπηδούν και κουδουνίζουν
στο λυκόφως, σαν να ηχούν χρυσά κουδούνια
πάνω στην έρημο των θαλασσών;
Ω πώς ν’ αλυσοδέσω τις καρδιές μας,
μεθυσμένες να ζήσουν θέλουν ειρηνικά ανάμεσα στις σκόρπιες φωτιές
των Άστρων που μαζεύονται σαν τις ορδές των βαρβάρων
στις μακρινές κορφές!
Σε θυμάμαι, ω πρόσωπο ασημοφώτιστο
μετά τον εξατμισμό των δακρύων, ω όμορφε κύκνε σαν ανοίγεις
στα φρικτά υπόγεια της θλίψης μου,
ενώ κατά διαστήματα η γαλάζια πνοή του απείρου
κυμάτιζε στο μίσχο του ιδανικού σώματός σου!
Αλίμονο! σε άλλες αγκάλες, σ’ άλλους κόρφους ανεξερεύνητους,
να που η βαριά καρδιά μου αφήνεται ακόμα
μεθυσμένη
στη στιβαρή αιώρα του έρωτα
που κάποτε λίκνιζε τις ψυχές μας με απάθεια
και βία, πέρα δώθε…
……………………………………………………………………………………………………………..
Μ. Λαϊνά, Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, μτφ. Μ. Στεφανοπούλου, εκδ. Ελληνικά γράμματα
Σαλβατόρε ΚΟΥΑΖΙΜΟΝΤΟ
Στο φως σου ναυαγός
Γεννιέμαι στο φως σου ναυαγός
βράδυ με ξάστερα νερά.
Με γαλήνια φύλλα
καίει τ’ αέρι παρηγορημένο.
από τους ζωντανούς ξεριζωμένος
καρδιά προσωρινή
είμαι σύνορο μάταιο.
Το τρομερό σου δώρο
από λόγια, Κύριε,
κανονικά πληρώνω.
Ξύπνα με απ’ τους νεκρούς:
καθένας έχει πάρει τη γη του
και τη γυναίκα του.
Εσύ έχεις κοιτάξει μέσα μου
στη σκοτεινιά των σπλάχνων μου:
κανείς δεν έχει την απελπισιά μου
μέσα στην καρδιά του.
Είμαι ένας άνθρωπος μόνος
μια κόλαση μονάχη.
Μ. Λαϊνά, Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, μτφ. Γεράσιμος Σπαταλάς, εκδ. Ελληνικά γράμματα
Σαλβατόρε ΚΟΥΑΖΙΜΟΝΤΟ
Γυναίκα δροσερή μέσ στ’ άνθη ξαπλωμένη
Η μυστική εποχή προμαντευόταν
απ’ των βροχών την αγωνία στις νύχτες
απ’ το άλλαγμα των σύγνεφων στα ουράνια
τις λαφριές κυματένιες αυτές κούνιες
κι εγώ ήμουν πεθαμένος.
Μια πόλη κρεμαστή μες στον αέρα
ήταν η τελευταία μου εξορία
και με καλούσαν από γύρω
άλλου καιρού οι ευχάριστες γυναίκες
κι η μάνα μου, που ‘χε γενεί πιο νέα
το χέρι το γλυκό διαλέοντας ρόδα
μου έζωνε με τα πιο άσπρα το κεφάλι.
Έξω ήταν νύχτα
και τ’ άστρα ακολουθούσαν ορισμένους
άγνωστους δρόμους με χρυσές καμπύλες
και τα γύρω, που γίναν φευγαλέα
με σέρνανε σ’ απόκρυφες γωνίες
για να μου πουν για διάπλατα περβόλια
και για το νόημα της ζωής, μα εμένα
το τελευταίο χαμόγελο λυπούσε
γυναίκας δροσερής μες στ’ άνθη ξαπλωμένη.
Μ. Λαϊνά, Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, μτφ. Ν. Ν., εκδ. Ελληνικά γράμματα
BERTOLT BRECHT
Τη μέρα εκείνη, με τη μπλε σεπτεμβριανή σελήνη,
σε μια μικρή δαμασκηνιά αποκάτω, δίχως λέξη
να λέμε, κράταγα στην αγκαλιά μου τη χλωμή μου
αγάπη, κι είταν όνειρο γλυκό – αχ, και να μη φέξει!
Κι απάνω μας, στον όμορφο τον ουρανό του θέρους,
καθόταν ένα σύννεφο που τό ’βλεπα ώρες και ώρες:
λευκό, κατάλευκο, τεράστιο, στον αιθέρα αλλάργα·
μα σαν επήγα να το ξαναδώ, είταν σ’ άλλες χώρες.
Από τη μέρα εκείνη και μετά φεγγάρια πλήθος
κολύμπησαν αμίλητα στα πέλαγα τα ουράνια.
Κοπήκαν οι δαμασκηνιές· ξυλεύτηκαν· καήκαν –
κι εσύ όλο με ρωτάς τί απέγινε ο έρωτας. Αδράνεια
του νου, σου λέω, με κωλύει να θυμηθώ, κι εν τούτοις
καταλαβαίνω, ναι, καλά τί πας να πεις. Αχ, σβήσει
πλέον έχει μέσα μου η όψη της, δεν τη θυμάμαι διόλου·
θυμάμαι, πάντως, πως την είχα τότε, ω ναι, φιλήσει.
Αλλά κι εκείνο το φιλί θαν τό ’χα λησμονήσει
από καιρό, αν δεν ήτανε παρόν και μας θωρούσε
το συννεφάκι… τότε… που το ξέρω… το θυμάμαι:
λευκό, κατάλευκο, στον ουρανό βραδυπορούσε.
Μπορεί οι δαμασκηνιές να θάλλουν πάντοτε, ν’ ανθίζουν,
κι εκείνη η κοπελλιά ίσως νά ’χει εφτά παιδιά να θρέψει
αυτή την ώρα. Αλλά τί λίγο που άνθισε εκεί τότε
το σύννεφο! Και πόσο βιάστηκε ο αέρας να το δρέψει!
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
BERTOLT BRECHT
ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΣΑΣ ΚΛΕΨΑΝ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Αυτοί που σας κλέψαν το βιβλίο
που ήταν τυλιγμένο στις φασκιές σας,
σας μέμφονται που εμείνατ’ αγράμματοι.
Εσείς,
στο ρείθρο καθισμένοι του δρόμου
ή στον τόρνο,
με τα μουτζουρωμένα πιάνετε τα χέρια
και κόβετε μπουκιές να φάτε το ψωμί σας,
δίνοντάς τους και πάλι αφορμή για να σας ψέξουν
πως αγνοείτε τους λεπτούς εκείνους τρόπους
που επιτάσσει το να τρως το φαγητό σου
καθιστός στο τραπέζι.
ΜΠΡΕΧΤ
Ερωτήσεις ενός εργάτη που διαβάζει
Ποιος έχτισε τη Θήβα την εφτάπυλη;
Στα βιβλία δε βρίσκεις παρά των βασιλιάδων τα ονόματα.
Οι βασιλιάδες κουβαλήσαν τα αγκωνάρια;
Και τη χιλιοκαταστρεμένη Βαβυλώνα
Ποιος την ξανάχτισε τόσες φορές; Σε τι χαμόσπιτα
Της Λίμας της χρυσόλαμπρης ζούσαν οι οικοδόμοι;
Τη νύχτα που το Σινικό Τείχος αποτελειώσαν
Πού πήγανε οι χτίστες; Η μεγάλη Ρώμη
Είναι γεμάτη αψίδες θριάμβου. Ποιος τις έστησε;
Πάνω σε ποιους θριαμβεύσανε οι καίσαρες;
Το Βυζάντιο το χιλιοτραγουδισμένο μόνο
Παλάτια είχε για τους κατοίκους του;
Ακόμη και στη μυθική Ατλαντίδα
Τη νύχτα που τη ρούφηξε η θάλασσα
τ’ αφεντικά βουλιάζοντας με ουρλιαχτά
τους σκλάβους τους καλούσαν.
Ο νεαρός Αλέξανδρος υπόταξε τις Ινδίες
Μοναχός του;
Ο Καίσαρας νίκησε τους Γαλάτες.
Δεν είχε ούτε ένα μάγειρα μαζί του;
Ο Φίλιππος της Ισπανίας έκλαψε όταν η αρμάδα του
Βυθίστηκε. Δεν έκλαψε, τάχα, άλλος κανένας;
Ο Μέγας Φρειδερίκος κέρδισε τον εφτάχρονο τον πόλεμο.
Ποιος άλλος τόνε κέρδισε;
Κάθε σελίδα και μια νίκη.
Ποιος μαγείρεψε τα νικητήρια συμπόσια;
Κάθε δέκα χρόνια κι ένας μεγάλος άνδρας.
Ποιος πλήρωσε τα έξοδα;
Πόσες και πόσες ιστορίες.
Πόσες και πόσες απορίες;
Μπρεχτ, Πρόσωπα/ιδέες,εκδ. Πλέθρον
ΑΧΜΑΤΟΒΑ
To τραγούδι της τελευταίας συνάντησης
Στο στήθος ένα σφίξιμο
το βήμα χάνω, πάω βιαστική
από την αγωνία, την λαχτάρα, φόρεσα
το γάντι το αριστερό, στο χέρι το δεξί.
Τόσα σκαλιά ν’ ανέβω, αδύνατον.
Μα, είναι τρία, χρυσή μου.
Ηχος γλυκός σαλεύει μες στα δέντρα
και το φθινόπωρο μου λέει “Πέθανε μαζί μου”.
Η τύχη μου παντοτινά ασταθής
άχαρη, σαν εσένα. Είμαι απελπισμένη.
Λύση καμιά δεν βλέπω, ω! ακριβέ.
Πεθαίνω εγκαταλειμμένη.
Tο βλέμμα στρέφω, να το σπίτι μας κι η κάμαρα
κεχριμπαρένια καίνε τα κεριά
της τελευταίας μας συνάντησης το σμίξιμο
και η φωνή σου μες στ΄ αυτιά μου ακόμα τραγουδά».
(μτφ. Άρης Αλεξάνδρου)
Ραφαέλ ΑΛΜΠΕΡΤΙ
Τρεις αναμνήσεις από τον ουρανό
Πρόλογος
[…] Λοιπόν θυμάμαι μια φορά στον ουρανό…
Πρώτη ανάμνηση
…ένα κομμένο κρίνο…
G. A. B.
Εβάδιζε μ’ ένα λύγισμα κρίνου συλλογισμένου,
πουλιού σχεδόν που εννόησε πως πρέπει να γεννήσει,
κοιτώντας δίχως να κοιτάζεται σ’ ένα φεγγάρι
που παρασταίνονταν μες στ’ όνειρό της σαν καθρέφτης,
σε μια σιωπή χιονιού που ανύψωνε τα πόδια της.
Σε μια σιωπή σκυμμένη.
Ήτανε πριν από την άρπα, τη βροχή, πριν από τα λόγια.
Δεν ήξερε.
Άσπρη μαθητευόμενη του αέρα,
τρεμούλιαζε με τ’ άστρα, με τα δέντρα και με το άνθος.
Ο μίσχος της, τ’ ανάστημά της πράσινο.
Με τα δικά μου αστέρια που ξέροντας,
δυο βάλτους θέλοντας να σκάψουνε τα μάτια της
σε δυο πέλαγα τη βυθίσανε.
Θυμάμαι…
Κι έπειτα τίποτα. Νεκρή να φύγει και να χάνεται.
Δεύτερη ανάμνηση
Ήχοι φιλιών και φτεροκοπήματα
G. A. B.
Πιο πριν
πολύ πιο πριν από την επανάσταση των ίσκιων,
πριν πέσουνε πάνω στον κόσμο τ’ αναμμένα φτερά,
κι ένα πουλί μπορέσει να πεθάνει για ένα κρίνο.
Ακόμα, πριν μα μου γυρέψεις
τον αριθμό και την τοποθεσία του κορμιού μου.
Πολύ πιο πριν από το κορμί.
Στον καιρό της ψυχής.
Όταν όρθωσες στο δίχως στέμμα μέτωπο τα’ ουρανού
την πρώτη δυναστεία του ονείρου.
Όταν εσύ, κοιτάζοντάς με μέσα στο μηδέν
επινόησες την πρώτη λέξη.
Τότε η συνάντησή μας.
Τρίτη ανάμνηση
…Πίσω από τη βεντάλια με τα χρυσά φτερά…
G. A. B.
Τα βαλς του ουρανού δεν είχαν ακόμα αρραβωνιάσει
το γιασεμί και το χιόνι,
δεν είχαν οι άνεμοι συλλογιστεί την πιθανή μουσική των μαλλιών σου,
ούτε κι ο βασιλιάς είχε προστάξει να ενταφιαστεί σε ένα βιβλίο η βιολέτα.
Όχι.
Ήταν ο καιρός που ταξίδευε το χελιδόνι
χωρίς τα αρχικά μας στο ράμφος του.
Που οι καμπανέλες κι οι κληματίδε μαραίνονταν
δίχως εξώστες κι άστρα για να σκαρφαλώσουν.
Ήταν εκείνος ο καιρός
που δεν υπήρχε ένα άνθος για να γείρει
το κεφάλι του στον ώμο ενός πουλιού.
Και τότε, πίσω απ’ τη βεντάλια σου, το πρώτο μας φργγάρι.
Μ. Λαϊνά, Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, μτφ. Τ. Σινόπουλος, εκδ. Ελ. Γράμματα
Ρενέ ΣΑΡ
Είμαστε τόσο εύθραυστοι;
Ηδύς ο βίος, αν μπορούσε να υπόσχεται χωρίς ν’ αναχωρεί!
Ήρθε η στιγμή, πρέπει ν’ αντέξεις!
Ν’ αλλάξεις ή να σβήσεις, αν όλα στην αρχή ήταν πυρ.
Η πέστροφα πεθαίνει εμπρός μου ορθή και λυγισμένη.
Χάρισμα που δεν κρύβεται η ανησυχία
μπορεί επιτέλους να μ’ εγκαταλείψει.
Την πρώτη ανάσα της μαντεύω.
Η μαύρη πεταλούδα μπρος στα πόδια μου
μ’ ανάλαφρο φτερούγισμα ανεβαίνει.
Εντός μου μήτε ήλιος μήτε σκότος,
χιλιάδες μελωδίες τραγουδιών
τον ύπνο δεν αφήνουν να με πάρει.
Λειμώνας σ’ όσους αγωνίζονται δοσμένος.
Πόθος σφοδρός που ακολουθεί την αστραπή.
Άψυχο το σώμα ακινητεί, σωριάζεται,
τη μελωδία αναπολώντας
εκεί όπου βλάστησε επιστρέφει.
Μ. Λαϊνά, Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, μτφ. Τ. Σινόπουλος, εκδ. Ελ. Γράμματα
Ρενέ Σαρ
Χωρίς τίτλο
Θήλυ επίφοβο
μέσα στη δαγκωνιά της
βασιλεύει η λύσσα κι ένα
θανάσιμο ψύχος στα λαγόνια της
η γνώση αυτή που ξεκινάει
από μιαν ευγενική φιλοδοξία
βρίσκει το μέτρο της στα δάκρυά μας
στην απόγνωσή μας.
Μη λαθεύετε
ω εσείς ανάμεσα στους καλύτερους
που ορέγεται το χέρι σας
και παραμονεύει τη λιγοψυχιά σας.
Μ. Λαϊνά, Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, μτφ. Τ. Σινόπουλος, εκδ. Ελ. Γράμματα
Όσκαρ Βένσεσλας ΜΙΛΟΖ
(Λιθουανικής καταγωγής, πήρε τη γαλλική υπηκοότητα)
Συμφωνία του Σεπτεμβρίου
(απόσπασμα)
Καλόδεχτη, εσύ που ‘ρχεσαι για να με συναντήσεις
μες στην ηχώ των ίδιων μου βημάτων
απ’ το βάθος του σκοτεινού και
κρύου διάδρομου χρόνου.
Καλώς να ‘ρθεις, ω μοναξιά, μητέρα μου.
Όταν εβάδιζε η χαρά στον ίσκιο μου, όταν τα πουλιά
του γέλιου σκόνταφταν στης νύχτας τους καθρέφτες, όταν τα λουλούδια,
όταν τα τρομερά λουλούδια της νέας συμπόνιας έπνιγαν τον έρωτά μου
κι όταν η ζήλια το κεφάλι της χαμήλωνε και κοιταζόταν μέσα στο κρασί,
σκεφτόμουν σένα, μοναξιά, σκεφτόμουν σένα, παραμελημένη.
Με ταπεινό μαύρο ψωμί, με γάλα κι άγριο μέλι μ’ είχες θρέψει
ήταν γλυκό απ’ το χέρι σου ν τρώω, σαν το στρουθί,
γιατί δεν είχα, ω Παραμάνα μου, ποτέ πατέρα και μητέρα
και η τρέλα με την παγωνιά πλανιόντουσαν χωρίς σκοπό μέσα στο σπίτι. […]
Μ. Λαϊνά, Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, εκδ. Ελ. Γράμματα
Όσκαρ Βένσεσλας ΜΙΛΟΖ
(Λιθουανικής καταγωγής, πήρε τη γαλλική υπηκοότητα)
[ ‘Όταν θα ‘ρθει…]
Όταν θα ‘ρθει- γκρίζο ή πράσινο στα μάτια της θα κάνει τάχα,
στο ποτάμι γκρίζο ή πράσινο; Ω,
η ώρα καινούρια θα ‘ναι στο τόσο γέρικο μέλλον αυτό,
καινούρια, μια νέα τόσον ελάχιστα μονάχα…
Γέρικες ώρες, όπου τίποτα να πούμε και να δούμε και να ονειρευτούμε
δεν έχουμε! Αν το ξέρετε αυτό, σας λυπούμαι…
Θα υπάρχει Σήμερα και θόρυβος της πόλης, εντελώς
όπως σήμερα και πάντα- μαθήματα σκληρά!-
και μύρα- κατά την εποχή- του Απρίλη ή του Σεπτέμβρη κι ουρανός
ψεύτικος, και σύννεφα μες στο ποτάμι, και πολλά
λόγια- κατά την ώρα- εύθυμα ή που ολολύζουν- πόσο!
κάτωθε από ουρανούς που χαίρονται ή που κλαίνε, γιατί
θα έχουμε ζήσει ή προσποιηθεί: αχ, τόσο και τόσο,
όταν στο ποτάμι πάνω, με τα βρόχινα μάτια της, θα ‘θει.
Θα ‘ναι (της ανημποριάς γέλιο, της ανίας φωνή)
η γέρικη, η στείρα, η ξερή τωρινή ώρα,
σφυγμός μιας αιωνιότητας, αδερφής της σιωπής, η τωρινή
στιγμή, εντελώς όπως τώρα.
Χτες, δέκα χρόνια πριν, σήμερα, σ’ ένα μήνα,- φοβερές
λέξεις, σκέψεις νεκρές, μα τι σημαίνει! Πιες,
κοιμήσου, πέθανε,- πρέπει, βέβαια, να σωθούμε όπως όπως
απ’ τον εαυτό μας: υπάρχει αυτός, υπάρχει κι ο άλλος τρόπους…
Τσέσλαβ ΜΙΛΟΣ
«…Γύρευα την ποίηση δίχως να το ξέρω
κι ανακάλυψα, αργά, το σωστικό σκοπό της.
Σ, αυτό, μόνο σ’ αυτό, βρίσκω τη σωτηρία μου…»
ARS POETICA;
Πρόσβλεψα πάντα σ’ ένα σχήμα πιο άνετο
Ελεύθερο από τις απαιτήσεις της ποίησης ή της πρόζας
Που θα μας βοηθούσε να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον δίχως να εκθέτει
Τον ποιητή ή τον αναγνώστη σε υπέρτατες αγωνίες.
Στην ίδια τη φύση της ποίησης υπάρχει κάτι το άπρεπο:
Κάτι που προβάλλει και δεν φνωρίζαμε πως είχαμε εντός μας
Γι αυτό κλείνουμε τα μάτια, σαν έχει ορμήσει μια τίγρη
Εμπρός μας, στο φως μας, χτυπώντας την ουρά της.
Δίκαια, γι αυτό, λένε πως την ποίηση υπαγορεύει ένα δαιμόνιο
Αν και είναι υπερβολή να ισχυρίζεται κανείς πως πρέπει να ‘ναι άγγελος.
Είναι δύσκολο να μαντέψουμε πούθε πηγάζει η περηφάνια των ποιητών
Αφού τόσο συχνά ντροπιάζονται από την αποκάλυψη της αδυναμίας τους.
Ποιος άνθρωπος στα λογικά του θέλει να είναι η κατοικία δαιμόνων
Που φέρονται σαν βρίσκονται σπίτι τους, μιλούν γλώσσες πολλές
Και ανικανοποίητοι που κλέβουν μονάχα τα χείλη ή το χέρι του
Προσπαθούν ν’ αλλάξουν και τη μοίρα του για τη δική τους βολή;
Ειν’ αλήθεια πως το νοσηρό εκτιμάται πολύ σήμερα
Κι έτσι μπορείς να σκέφτεσαι πως αστειεύομαι
Ή πως επινόησα ακόμα έναν τρόπο
Για να εκθειάζω την Τέχνη μου με τη βοήθεια της ειρωνείας.
[………………………………………………………]
Σκοπός της ποίησης είναι να μας θυμίζει
Πόσο δύσκολο είναι να παραμένουμε ένας μονάχα άνθρωπος
Μιας και ο οίκος μας είναι ορθάνοιχτος, δίχως κλειδιά στις πόρτες
Κι επισκέπτες αόρατοι έρχονται και φεύγουν κατά βούληση.
Αυτά που γράφω εδώ δεν είναι, συμφωνώ, ποίηση
Γιατί τα ποιήματα πρέπει να γράφονται σπάνια και δισταχτικά
Κάτω από αβάσταχτη πίεση και με την ελπίδα μονάχα
Πως πνεύματα αγαθά, όχι πονηρά, μας διάλεξαν για όργανά τους.
Μ. Λαϊνά, Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, μτφ. Τ. Σινόπουλος, εκδ. Ελ. Γράμματα
ΜΠΡΕΧΤ
Ερωτήσεις ενός εργάτη που διαβάζει
Ποιος έχτισε τη Θήβα την εφτάπυλη;
Στα βιβλία δε βρίσκεις παρά των βασιλιάδων τα ονόματα.
Οι βασιλιάδες κουβαλήσαν τα αγκωνάρια;
Και τη χιλιοκαταστρεμένη Βαβυλώνα
Ποιος την ξανάχτισε τόσες φορές; Σε τι χαμόσπιτα
Της Λίμας της χρυσόλαμπρης ζούσαν οι οικοδόμοι;
Τη νύχτα που το Σινικό Τείχος αποτελειώσαν
Πού πήγανε οι χτίστες; Η μεγάλη Ρώμη
Είναι γεμάτη αψίδες θριάμβου. Ποιος τις έστησε;
Πάνω σε ποιους θριαμβεύσανε οι καίσαρες;
Το Βυζάντιο το χιλιοτραγουδισμένο μόνο
Παλάτια είχε για τους κατοίκους του;
Ακόμη και στη μυθική Ατλαντίδα
Τη νύχτα που τη ρούφηξε η θάλασσα
τ’ αφεντικά βουλιάζοντας με ουρλιαχτά
τους σκλάβους τους καλούσαν.
Ο νεαρός Αλέξανδρος υπόταξε τις Ινδίες
Μοναχός του;
Ο Καίσαρας νίκησε τους Γαλάτες.
Δεν είχε ούτε ένα μάγειρα μαζί του;
Ο Φίλιππος της Ισπανίας έκλαψε όταν η αρμάδα του
Βυθίστηκε. Δεν έκλαψε, τάχα, άλλος κανένας;
Ο Μέγας Φρειδερίκος κέρδισε τον εφτάχρονο τον πόλεμο.
Ποιος άλλος τόνε κέρδισε;
Κάθε σελίδα και μια νίκη.
Ποιος μαγείρεψε τα νικητήρια συμπόσια;
Κάθε δέκα χρόνια κι ένας μεγάλος άνδρας.
Ποιος πλήρωσε τα έξοδα;
Πόσες και πόσες ιστορίες.
Πόσες και πόσες απορίες;
Μπρεχτ, Πρόσωπα/ιδέες,εκδ. Πλέθρον
ΑΧΜΑΤΟΒΑ
To τραγούδι της τελευταίας συνάντησης
Στο στήθος ένα σφίξιμο
το βήμα χάνω, πάω βιαστική
από την αγωνία, την λαχτάρα, φόρεσα
το γάντι το αριστερό, στο χέρι το δεξί.
Τόσα σκαλιά ν’ ανέβω, αδύνατον.
Μα, είναι τρία, χρυσή μου.
Ηχος γλυκός σαλεύει μες στα δέντρα
και το φθινόπωρο μου λέει “Πέθανε μαζί μου”.
Η τύχη μου παντοτινά ασταθής
άχαρη, σαν εσένα. Είμαι απελπισμένη.
Λύση καμιά δεν βλέπω, ω! ακριβέ.
Πεθαίνω εγκαταλειμμένη.
Tο βλέμμα στρέφω, να το σπίτι μας κι η κάμαρα
κεχριμπαρένια καίνε τα κεριά
της τελευταίας μας συνάντησης το σμίξιμο
και η φωνή σου μες στ΄ αυτιά μου ακόμα τραγουδά».
(μτφ. Άρης Αλεξάνδρου)
Ραφαέλ ΑΛΜΠΕΡΤΙ
Τρεις αναμνήσεις από τον ουρανό
Πρόλογος
[…] Λοιπόν θυμάμαι μια φορά στον ουρανό…
Πρώτη ανάμνηση
…ένα κομμένο κρίνο…
G. A. B.
Εβάδιζε μ’ ένα λύγισμα κρίνου συλλογισμένου,
πουλιού σχεδόν που εννόησε πως πρέπει να γεννήσει,
κοιτώντας δίχως να κοιτάζεται σ’ ένα φεγγάρι
που παρασταίνονταν μες στ’ όνειρό της σαν καθρέφτης,
σε μια σιωπή χιονιού που ανύψωνε τα πόδια της.
Σε μια σιωπή σκυμμένη.
Ήτανε πριν από την άρπα, τη βροχή, πριν από τα λόγια.
Δεν ήξερε.
Άσπρη μαθητευόμενη του αέρα,
τρεμούλιαζε με τ’ άστρα, με τα δέντρα και με το άνθος.
Ο μίσχος της, τ’ ανάστημά της πράσινο.
Με τα δικά μου αστέρια που ξέροντας,
δυο βάλτους θέλοντας να σκάψουνε τα μάτια της
σε δυο πέλαγα τη βυθίσανε.
Θυμάμαι…
Κι έπειτα τίποτα. Νεκρή να φύγει και να χάνεται.
Δεύτερη ανάμνηση
Ήχοι φιλιών και φτεροκοπήματα
G. A. B.
Πιο πριν
πολύ πιο πριν από την επανάσταση των ίσκιων,
πριν πέσουνε πάνω στον κόσμο τ’ αναμμένα φτερά,
κι ένα πουλί μπορέσει να πεθάνει για ένα κρίνο.
Ακόμα, πριν μα μου γυρέψεις
τον αριθμό και την τοποθεσία του κορμιού μου.
Πολύ πιο πριν από το κορμί.
Στον καιρό της ψυχής.
Όταν όρθωσες στο δίχως στέμμα μέτωπο τα’ ουρανού
την πρώτη δυναστεία του ονείρου.
Όταν εσύ, κοιτάζοντάς με μέσα στο μηδέν
επινόησες την πρώτη λέξη.
Τότε η συνάντησή μας.
Τρίτη ανάμνηση
…Πίσω από τη βεντάλια με τα χρυσά φτερά…
G. A. B.
Τα βαλς του ουρανού δεν είχαν ακόμα αρραβωνιάσει
το γιασεμί και το χιόνι,
δεν είχαν οι άνεμοι συλλογιστεί την πιθανή μουσική των μαλλιών σου,
ούτε κι ο βασιλιάς είχε προστάξει να ενταφιαστεί σε ένα βιβλίο η βιολέτα.
Όχι.
Ήταν ο καιρός που ταξίδευε το χελιδόνι
χωρίς τα αρχικά μας στο ράμφος του.
Που οι καμπανέλες κι οι κληματίδε μαραίνονταν
δίχως εξώστες κι άστρα για να σκαρφαλώσουν.
Ήταν εκείνος ο καιρός
που δεν υπήρχε ένα άνθος για να γείρει
το κεφάλι του στον ώμο ενός πουλιού.
Και τότε, πίσω απ’ τη βεντάλια σου, το πρώτο μας φργγάρι.
Μ. Λαϊνά, Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, μτφ. Τ. Σινόπουλος, εκδ. Ελ. Γράμματα
Ρενέ ΣΑΡ
Είμαστε τόσο εύθραυστοι;
Ηδύς ο βίος, αν μπορούσε να υπόσχεται χωρίς ν’ αναχωρεί!
Ήρθε η στιγμή, πρέπει ν’ αντέξεις!
Ν’ αλλάξεις ή να σβήσεις, αν όλα στην αρχή ήταν πυρ.
Η πέστροφα πεθαίνει εμπρός μου ορθή και λυγισμένη.
Χάρισμα που δεν κρύβεται η ανησυχία
μπορεί επιτέλους να μ’ εγκαταλείψει.
Την πρώτη ανάσα της μαντεύω.
Η μαύρη πεταλούδα μπρος στα πόδια μου
μ’ ανάλαφρο φτερούγισμα ανεβαίνει.
Εντός μου μήτε ήλιος μήτε σκότος,
χιλιάδες μελωδίες τραγουδιών
τον ύπνο δεν αφήνουν να με πάρει.
Λειμώνας σ’ όσους αγωνίζονται δοσμένος.
Πόθος σφοδρός που ακολουθεί την αστραπή.
Άψυχο το σώμα ακινητεί, σωριάζεται,
τη μελωδία αναπολώντας
εκεί όπου βλάστησε επιστρέφει.
Μ. Λαϊνά, Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, μτφ. Τ. Σινόπουλος, εκδ. Ελ. Γράμματα
Ρενέ Σαρ
Χωρίς τίτλο
Θήλυ επίφοβο
μέσα στη δαγκωνιά της
βασιλεύει η λύσσα κι ένα
θανάσιμο ψύχος στα λαγόνια της
η γνώση αυτή που ξεκινάει
από μιαν ευγενική φιλοδοξία
βρίσκει το μέτρο της στα δάκρυά μας
στην απόγνωσή μας.
Μη λαθεύετε
ω εσείς ανάμεσα στους καλύτερους
που ορέγεται το χέρι σας
και παραμονεύει τη λιγοψυχιά σας.
Μ. Λαϊνά, Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, μτφ. Τ. Σινόπουλος, εκδ. Ελ. Γράμματα
Όσκαρ Βένσεσλας ΜΙΛΟΖ
(Λιθουανικής καταγωγής, πήρε τη γαλλική υπηκοότητα)
Συμφωνία του Σεπτεμβρίου
(απόσπασμα)
Καλόδεχτη, εσύ που ‘ρχεσαι για να με συναντήσεις
μες στην ηχώ των ίδιων μου βημάτων
απ’ το βάθος του σκοτεινού και
κρύου διάδρομου χρόνου.
Καλώς να ‘ρθεις, ω μοναξιά, μητέρα μου.
Όταν εβάδιζε η χαρά στον ίσκιο μου, όταν τα πουλιά
του γέλιου σκόνταφταν στης νύχτας τους καθρέφτες, όταν τα λουλούδια,
όταν τα τρομερά λουλούδια της νέας συμπόνιας έπνιγαν τον έρωτά μου
κι όταν η ζήλια το κεφάλι της χαμήλωνε και κοιταζόταν μέσα στο κρασί,
σκεφτόμουν σένα, μοναξιά, σκεφτόμουν σένα, παραμελημένη.
Με ταπεινό μαύρο ψωμί, με γάλα κι άγριο μέλι μ’ είχες θρέψει
ήταν γλυκό απ’ το χέρι σου ν τρώω, σαν το στρουθί,
γιατί δεν είχα, ω Παραμάνα μου, ποτέ πατέρα και μητέρα
και η τρέλα με την παγωνιά πλανιόντουσαν χωρίς σκοπό μέσα στο σπίτι. […]
Μ. Λαϊνά, Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, εκδ. Ελ. Γράμματα
Όσκαρ Βένσεσλας ΜΙΛΟΖ
(Λιθουανικής καταγωγής, πήρε τη γαλλική υπηκοότητα)
[ ‘Όταν θα ‘ρθει…]
Όταν θα ‘ρθει- γκρίζο ή πράσινο στα μάτια της θα κάνει τάχα,
στο ποτάμι γκρίζο ή πράσινο; Ω,
η ώρα καινούρια θα ‘ναι στο τόσο γέρικο μέλλον αυτό,
καινούρια, μια νέα τόσον ελάχιστα μονάχα…
Γέρικες ώρες, όπου τίποτα να πούμε και να δούμε και να ονειρευτούμε
δεν έχουμε! Αν το ξέρετε αυτό, σας λυπούμαι…
Θα υπάρχει Σήμερα και θόρυβος της πόλης, εντελώς
όπως σήμερα και πάντα- μαθήματα σκληρά!-
και μύρα- κατά την εποχή- του Απρίλη ή του Σεπτέμβρη κι ουρανός
ψεύτικος, και σύννεφα μες στο ποτάμι, και πολλά
λόγια- κατά την ώρα- εύθυμα ή που ολολύζουν- πόσο!
κάτωθε από ουρανούς που χαίρονται ή που κλαίνε, γιατί
θα έχουμε ζήσει ή προσποιηθεί: αχ, τόσο και τόσο,
όταν στο ποτάμι πάνω, με τα βρόχινα μάτια της, θα ‘θει.
Θα ‘ναι (της ανημποριάς γέλιο, της ανίας φωνή)
η γέρικη, η στείρα, η ξερή τωρινή ώρα,
σφυγμός μιας αιωνιότητας, αδερφής της σιωπής, η τωρινή
στιγμή, εντελώς όπως τώρα.
Χτες, δέκα χρόνια πριν, σήμερα, σ’ ένα μήνα,- φοβερές
λέξεις, σκέψεις νεκρές, μα τι σημαίνει! Πιες,
κοιμήσου, πέθανε,- πρέπει, βέβαια, να σωθούμε όπως όπως
απ’ τον εαυτό μας: υπάρχει αυτός, υπάρχει κι ο άλλος τρόπους…
Τσέσλαβ ΜΙΛΟΣ
«…Γύρευα την ποίηση δίχως να το ξέρω
κι ανακάλυψα, αργά, το σωστικό σκοπό της.
Σ, αυτό, μόνο σ’ αυτό, βρίσκω τη σωτηρία μου…»
ARS POETICA;
Πρόσβλεψα πάντα σ’ ένα σχήμα πιο άνετο
Ελεύθερο από τις απαιτήσεις της ποίησης ή της πρόζας
Που θα μας βοηθούσε να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον δίχως να εκθέτει
Τον ποιητή ή τον αναγνώστη σε υπέρτατες αγωνίες.
Στην ίδια τη φύση της ποίησης υπάρχει κάτι το άπρεπο:
Κάτι που προβάλλει και δεν φνωρίζαμε πως είχαμε εντός μας
Γι αυτό κλείνουμε τα μάτια, σαν έχει ορμήσει μια τίγρη
Εμπρός μας, στο φως μας, χτυπώντας την ουρά της.
Δίκαια, γι αυτό, λένε πως την ποίηση υπαγορεύει ένα δαιμόνιο
Αν και είναι υπερβολή να ισχυρίζεται κανείς πως πρέπει να ‘ναι άγγελος.
Είναι δύσκολο να μαντέψουμε πούθε πηγάζει η περηφάνια των ποιητών
Αφού τόσο συχνά ντροπιάζονται από την αποκάλυψη της αδυναμίας τους.
Ποιος άνθρωπος στα λογικά του θέλει να είναι η κατοικία δαιμόνων
Που φέρονται σαν βρίσκονται σπίτι τους, μιλούν γλώσσες πολλές
Και ανικανοποίητοι που κλέβουν μονάχα τα χείλη ή το χέρι του
Προσπαθούν ν’ αλλάξουν και τη μοίρα του για τη δική τους βολή;
Ειν’ αλήθεια πως το νοσηρό εκτιμάται πολύ σήμερα
Κι έτσι μπορείς να σκέφτεσαι πως αστειεύομαι
Ή πως επινόησα ακόμα έναν τρόπο
Για να εκθειάζω την Τέχνη μου με τη βοήθεια της ειρωνείας.
[………………………………………………………]
Σκοπός της ποίησης είναι να μας θυμίζει
Πόσο δύσκολο είναι να παραμένουμε ένας μονάχα άνθρωπος
Μιας και ο οίκος μας είναι ορθάνοιχτος, δίχως κλειδιά στις πόρτες
Κι επισκέπτες αόρατοι έρχονται και φεύγουν κατά βούληση.
Αυτά που γράφω εδώ δεν είναι, συμφωνώ, ποίηση
Γιατί τα ποιήματα πρέπει να γράφονται σπάνια και δισταχτικά
Κάτω από αβάσταχτη πίεση και με την ελπίδα μονάχα
Πως πνεύματα αγαθά, όχι πονηρά, μας διάλεξαν για όργανά τους.
Μ. Λαϊνά, Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, μτφ. Τ. Σινόπουλος, εκδ. Ελ. Γράμματα
ΜΠΡΕΧΤ
Ερωτήσεις ενός εργάτη που διαβάζει
Ποιος έχτισε τη Θήβα την εφτάπυλη;
Στα βιβλία δε βρίσκεις παρά των βασιλιάδων τα ονόματα.
Οι βασιλιάδες κουβαλήσαν τα αγκωνάρια;
Και τη χιλιοκαταστρεμένη Βαβυλώνα
Ποιος την ξανάχτισε τόσες φορές; Σε τι χαμόσπιτα
Της Λίμας της χρυσόλαμπρης ζούσαν οι οικοδόμοι;
Τη νύχτα που το Σινικό Τείχος αποτελειώσαν
Πού πήγανε οι χτίστες; Η μεγάλη Ρώμη
Είναι γεμάτη αψίδες θριάμβου. Ποιος τις έστησε;
Πάνω σε ποιους θριαμβεύσανε οι καίσαρες;
Το Βυζάντιο το χιλιοτραγουδισμένο μόνο
Παλάτια είχε για τους κατοίκους του;
Ακόμη και στη μυθική Ατλαντίδα
Τη νύχτα που τη ρούφηξε η θάλασσα
τ’ αφεντικά βουλιάζοντας με ουρλιαχτά
τους σκλάβους τους καλούσαν.
Ο νεαρός Αλέξανδρος υπόταξε τις Ινδίες
Μοναχός του;
Ο Καίσαρας νίκησε τους Γαλάτες.
Δεν είχε ούτε ένα μάγειρα μαζί του;
Ο Φίλιππος της Ισπανίας έκλαψε όταν η αρμάδα του
Βυθίστηκε. Δεν έκλαψε, τάχα, άλλος κανένας;
Ο Μέγας Φρειδερίκος κέρδισε τον εφτάχρονο τον πόλεμο.
Ποιος άλλος τόνε κέρδισε;
Κάθε σελίδα και μια νίκη.
Ποιος μαγείρεψε τα νικητήρια συμπόσια;
Κάθε δέκα χρόνια κι ένας μεγάλος άνδρας.
Ποιος πλήρωσε τα έξοδα;
Πόσες και πόσες ιστορίες.
Πόσες και πόσες απορίες;
Μπρεχτ, Πρόσωπα/ιδέες,εκδ. Πλέθρον
ΑΧΜΑΤΟΒΑ
To τραγούδι της τελευταίας συνάντησης
Στο στήθος ένα σφίξιμο
το βήμα χάνω, πάω βιαστική
από την αγωνία, την λαχτάρα, φόρεσα
το γάντι το αριστερό, στο χέρι το δεξί.
Τόσα σκαλιά ν’ ανέβω, αδύνατον.
Μα, είναι τρία, χρυσή μου.
Ηχος γλυκός σαλεύει μες στα δέντρα
και το φθινόπωρο μου λέει “Πέθανε μαζί μου”.
Η τύχη μου παντοτινά ασταθής
άχαρη, σαν εσένα. Είμαι απελπισμένη.
Λύση καμιά δεν βλέπω, ω! ακριβέ.
Πεθαίνω εγκαταλειμμένη.
Tο βλέμμα στρέφω, να το σπίτι μας κι η κάμαρα
κεχριμπαρένια καίνε τα κεριά
της τελευταίας μας συνάντησης το σμίξιμο
και η φωνή σου μες στ΄ αυτιά μου ακόμα τραγουδά».
(μτφ. Άρης Αλεξάνδρου)
Ραφαέλ ΑΛΜΠΕΡΤΙ
Τρεις αναμνήσεις από τον ουρανό
Πρόλογος
[…] Λοιπόν θυμάμαι μια φορά στον ουρανό…
Πρώτη ανάμνηση
…ένα κομμένο κρίνο…
G. A. B.
Εβάδιζε μ’ ένα λύγισμα κρίνου συλλογισμένου,
πουλιού σχεδόν που εννόησε πως πρέπει να γεννήσει,
κοιτώντας δίχως να κοιτάζεται σ’ ένα φεγγάρι
που παρασταίνονταν μες στ’ όνειρό της σαν καθρέφτης,
σε μια σιωπή χιονιού που ανύψωνε τα πόδια της.
Σε μια σιωπή σκυμμένη.
Ήτανε πριν από την άρπα, τη βροχή, πριν από τα λόγια.
Δεν ήξερε.
Άσπρη μαθητευόμενη του αέρα,
τρεμούλιαζε με τ’ άστρα, με τα δέντρα και με το άνθος.
Ο μίσχος της, τ’ ανάστημά της πράσινο.
Με τα δικά μου αστέρια που ξέροντας,
δυο βάλτους θέλοντας να σκάψουνε τα μάτια της
σε δυο πέλαγα τη βυθίσανε.
Θυμάμαι…
Κι έπειτα τίποτα. Νεκρή να φύγει και να χάνεται.
Δεύτερη ανάμνηση
Ήχοι φιλιών και φτεροκοπήματα
G. A. B.
Πιο πριν
πολύ πιο πριν από την επανάσταση των ίσκιων,
πριν πέσουνε πάνω στον κόσμο τ’ αναμμένα φτερά,
κι ένα πουλί μπορέσει να πεθάνει για ένα κρίνο.
Ακόμα, πριν μα μου γυρέψεις
τον αριθμό και την τοποθεσία του κορμιού μου.
Πολύ πιο πριν από το κορμί.
Στον καιρό της ψυχής.
Όταν όρθωσες στο δίχως στέμμα μέτωπο τα’ ουρανού
την πρώτη δυναστεία του ονείρου.
Όταν εσύ, κοιτάζοντάς με μέσα στο μηδέν
επινόησες την πρώτη λέξη.
Τότε η συνάντησή μας.
Τρίτη ανάμνηση
…Πίσω από τη βεντάλια με τα χρυσά φτερά…
G. A. B.
Τα βαλς του ουρανού δεν είχαν ακόμα αρραβωνιάσει
το γιασεμί και το χιόνι,
δεν είχαν οι άνεμοι συλλογιστεί την πιθανή μουσική των μαλλιών σου,
ούτε κι ο βασιλιάς είχε προστάξει να ενταφιαστεί σε ένα βιβλίο η βιολέτα.
Όχι.
Ήταν ο καιρός που ταξίδευε το χελιδόνι
χωρίς τα αρχικά μας στο ράμφος του.
Που οι καμπανέλες κι οι κληματίδε μαραίνονταν
δίχως εξώστες κι άστρα για να σκαρφαλώσουν.
Ήταν εκείνος ο καιρός
που δεν υπήρχε ένα άνθος για να γείρει
το κεφάλι του στον ώμο ενός πουλιού.
Και τότε, πίσω απ’ τη βεντάλια σου, το πρώτο μας φργγάρι.
Μ. Λαϊνά, Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, μτφ. Τ. Σινόπουλος, εκδ. Ελ. Γράμματα
Ρενέ ΣΑΡ
Είμαστε τόσο εύθραυστοι;
Ηδύς ο βίος, αν μπορούσε να υπόσχεται χωρίς ν’ αναχωρεί!
Ήρθε η στιγμή, πρέπει ν’ αντέξεις!
Ν’ αλλάξεις ή να σβήσεις, αν όλα στην αρχή ήταν πυρ.
Η πέστροφα πεθαίνει εμπρός μου ορθή και λυγισμένη.
Χάρισμα που δεν κρύβεται η ανησυχία
μπορεί επιτέλους να μ’ εγκαταλείψει.
Την πρώτη ανάσα της μαντεύω.
Η μαύρη πεταλούδα μπρος στα πόδια μου
μ’ ανάλαφρο φτερούγισμα ανεβαίνει.
Εντός μου μήτε ήλιος μήτε σκότος,
χιλιάδες μελωδίες τραγουδιών
τον ύπνο δεν αφήνουν να με πάρει.
Λειμώνας σ’ όσους αγωνίζονται δοσμένος.
Πόθος σφοδρός που ακολουθεί την αστραπή.
Άψυχο το σώμα ακινητεί, σωριάζεται,
τη μελωδία αναπολώντας
εκεί όπου βλάστησε επιστρέφει.
Μ. Λαϊνά, Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, μτφ. Τ. Σινόπουλος, εκδ. Ελ. Γράμματα
Ρενέ Σαρ
Χωρίς τίτλο
Θήλυ επίφοβο
μέσα στη δαγκωνιά της
βασιλεύει η λύσσα κι ένα
θανάσιμο ψύχος στα λαγόνια της
η γνώση αυτή που ξεκινάει
από μιαν ευγενική φιλοδοξία
βρίσκει το μέτρο της στα δάκρυά μας
στην απόγνωσή μας.
Μη λαθεύετε
ω εσείς ανάμεσα στους καλύτερους
που ορέγεται το χέρι σας
και παραμονεύει τη λιγοψυχιά σας.
Μ. Λαϊνά, Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, μτφ. Τ. Σινόπουλος, εκδ. Ελ. Γράμματα
Όσκαρ Βένσεσλας ΜΙΛΟΖ
(Λιθουανικής καταγωγής, πήρε τη γαλλική υπηκοότητα)
Συμφωνία του Σεπτεμβρίου
(απόσπασμα)
Καλόδεχτη, εσύ που ‘ρχεσαι για να με συναντήσεις
μες στην ηχώ των ίδιων μου βημάτων
απ’ το βάθος του σκοτεινού και
κρύου διάδρομου χρόνου.
Καλώς να ‘ρθεις, ω μοναξιά, μητέρα μου.
Όταν εβάδιζε η χαρά στον ίσκιο μου, όταν τα πουλιά
του γέλιου σκόνταφταν στης νύχτας τους καθρέφτες, όταν τα λουλούδια,
όταν τα τρομερά λουλούδια της νέας συμπόνιας έπνιγαν τον έρωτά μου
κι όταν η ζήλια το κεφάλι της χαμήλωνε και κοιταζόταν μέσα στο κρασί,
σκεφτόμουν σένα, μοναξιά, σκεφτόμουν σένα, παραμελημένη.
Με ταπεινό μαύρο ψωμί, με γάλα κι άγριο μέλι μ’ είχες θρέψει
ήταν γλυκό απ’ το χέρι σου ν τρώω, σαν το στρουθί,
γιατί δεν είχα, ω Παραμάνα μου, ποτέ πατέρα και μητέρα
και η τρέλα με την παγωνιά πλανιόντουσαν χωρίς σκοπό μέσα στο σπίτι. […]
Μ. Λαϊνά, Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, εκδ. Ελ. Γράμματα
Όσκαρ Βένσεσλας ΜΙΛΟΖ
(Λιθουανικής καταγωγής, πήρε τη γαλλική υπηκοότητα)
[ ‘Όταν θα ‘ρθει…]
Όταν θα ‘ρθει- γκρίζο ή πράσινο στα μάτια της θα κάνει τάχα,
στο ποτάμι γκρίζο ή πράσινο; Ω,
η ώρα καινούρια θα ‘ναι στο τόσο γέρικο μέλλον αυτό,
καινούρια, μια νέα τόσον ελάχιστα μονάχα…
Γέρικες ώρες, όπου τίποτα να πούμε και να δούμε και να ονειρευτούμε
δεν έχουμε! Αν το ξέρετε αυτό, σας λυπούμαι…
Θα υπάρχει Σήμερα και θόρυβος της πόλης, εντελώς
όπως σήμερα και πάντα- μαθήματα σκληρά!-
και μύρα- κατά την εποχή- του Απρίλη ή του Σεπτέμβρη κι ουρανός
ψεύτικος, και σύννεφα μες στο ποτάμι, και πολλά
λόγια- κατά την ώρα- εύθυμα ή που ολολύζουν- πόσο!
κάτωθε από ουρανούς που χαίρονται ή που κλαίνε, γιατί
θα έχουμε ζήσει ή προσποιηθεί: αχ, τόσο και τόσο,
όταν στο ποτάμι πάνω, με τα βρόχινα μάτια της, θα ‘θει.
Θα ‘ναι (της ανημποριάς γέλιο, της ανίας φωνή)
η γέρικη, η στείρα, η ξερή τωρινή ώρα,
σφυγμός μιας αιωνιότητας, αδερφής της σιωπής, η τωρινή
στιγμή, εντελώς όπως τώρα.
Χτες, δέκα χρόνια πριν, σήμερα, σ’ ένα μήνα,- φοβερές
λέξεις, σκέψεις νεκρές, μα τι σημαίνει! Πιες,
κοιμήσου, πέθανε,- πρέπει, βέβαια, να σωθούμε όπως όπως
απ’ τον εαυτό μας: υπάρχει αυτός, υπάρχει κι ο άλλος τρόπους…
Τσέσλαβ ΜΙΛΟΣ
«…Γύρευα την ποίηση δίχως να το ξέρω
κι ανακάλυψα, αργά, το σωστικό σκοπό της.
Σ, αυτό, μόνο σ’ αυτό, βρίσκω τη σωτηρία μου…»
ARS POETICA;
Πρόσβλεψα πάντα σ’ ένα σχήμα πιο άνετο
Ελεύθερο από τις απαιτήσεις της ποίησης ή της πρόζας
Που θα μας βοηθούσε να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον δίχως να εκθέτει
Τον ποιητή ή τον αναγνώστη σε υπέρτατες αγωνίες.
Στην ίδια τη φύση της ποίησης υπάρχει κάτι το άπρεπο:
Κάτι που προβάλλει και δεν φνωρίζαμε πως είχαμε εντός μας
Γι αυτό κλείνουμε τα μάτια, σαν έχει ορμήσει μια τίγρη
Εμπρός μας, στο φως μας, χτυπώντας την ουρά της.
Δίκαια, γι αυτό, λένε πως την ποίηση υπαγορεύει ένα δαιμόνιο
Αν και είναι υπερβολή να ισχυρίζεται κανείς πως πρέπει να ‘ναι άγγελος.
Είναι δύσκολο να μαντέψουμε πούθε πηγάζει η περηφάνια των ποιητών
Αφού τόσο συχνά ντροπιάζονται από την αποκάλυψη της αδυναμίας τους.
Ποιος άνθρωπος στα λογικά του θέλει να είναι η κατοικία δαιμόνων
Που φέρονται σαν βρίσκονται σπίτι τους, μιλούν γλώσσες πολλές
Και ανικανοποίητοι που κλέβουν μονάχα τα χείλη ή το χέρι του
Προσπαθούν ν’ αλλάξουν και τη μοίρα του για τη δική τους βολή;
Ειν’ αλήθεια πως το νοσηρό εκτιμάται πολύ σήμερα
Κι έτσι μπορείς να σκέφτεσαι πως αστειεύομαι
Ή πως επινόησα ακόμα έναν τρόπο
Για να εκθειάζω την Τέχνη μου με τη βοήθεια της ειρωνείας.
[………………………………………………………]
Σκοπός της ποίησης είναι να μας θυμίζει
Πόσο δύσκολο είναι να παραμένουμε ένας μονάχα άνθρωπος
Μιας και ο οίκος μας είναι ορθάνοιχτος, δίχως κλειδιά στις πόρτες
Κι επισκέπτες αόρατοι έρχονται και φεύγουν κατά βούληση.
Αυτά που γράφω εδώ δεν είναι, συμφωνώ, ποίηση
Γιατί τα ποιήματα πρέπει να γράφονται σπάνια και δισταχτικά
Κάτω από αβάσταχτη πίεση και με την ελπίδα μονάχα
Πως πνεύματα αγαθά, όχι πονηρά, μας διάλεξαν για όργανά τους.
Μ. Λαϊνά, Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, μτφ. Τ. Σινόπουλος, εκδ. Ελ. Γράμματα
Συγχαρτήρια για την ποιότητα!!!