Λόγος Παράταιρος

«Παράταιρος ο λόγος ο δυνατός/ μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει» (Γ. Ρίτσος)

Archive for the category “Ποίηση”

1η Αυγούστου 2016: Καλό μήνα με το ποίημα του μήνα – «Οι εραστές τ’ Αυγούστου»….

kouros-kori-skiniko

 

Ιωσήφ Μπρόντσκι, «Οι εραστές τ’ Αυγούστου»

«Οι εραστές τ’ Αυγούστου,
οι εραστές τ’ Αυγούστου με λουλούδια στα χέρια έρχονται,
τ’ αόρατα καλέσματά τους τραβούν στις αυλές,
οι εραστές τ’ Αυγούστου με κόκκινα πουκάμισα και μισάνοιχτα στόματα
τρεμοσβήνουν στα σταυροδρόμια,
εξαφανίζονται στα σοκάκια,
τρέχουν στις πλατείες.
Στους εραστές τ’ Αυγούστου
αχνοφέγγουν στη βραδινή ατμόσφαιρα
οι ερυθρόλευκες γραμμές των κεντημένων λουλουδιών πάνω
στα πουκάμισά τους,
φωτίζονται τ’ ανοιχτά παραθύρια στις σκοτεινές αυλές
κι αυτοί όλο πηγαίνουν κι όλο τρέχουν σε κάποιο κάλεσμα.
Να και το δείλι της ζωής, να και το δείλι που δίπλα περνά απ’ την πόλη,
να το που χρωματίζει τα δέντρα,
που σβήνει τη λάμπα,
που γυαλίζει τ’ αυτοκίνητα . . .
Στα στενά σοκάκια βιαστικά ηχούν οι παρέες,
γύρισε πίσω, έβγα στο μπαλκόνι και πέταξε το παλτό.
Βλέπεις, οι εραστές τ’ Αυγούστου τρέχουν κρατώντας λουλούδια στα χέρια.
Οι γαλάζιες ανταύγειες των διαφημίσεων κυλούν από τις στέγες
κι εσύ κοιτάζεις κάτω, δίχως ποτέ και με κανένα θέση δεν αλλάζεις,
συνομιλώντας με τον εαυτό σου.
Να τα λουλούδια και τια διαμέρισμα με το νέο έρωτα,
με το καινούριο μαστίγιο, που μπαίνει σε κύκλο νέο,
παραδίδοντας τον εαυτό του με νέα κραυγή και νέο αίμα,
παραδίδοντας τον εαυτό του, αφήνοντας τα λουλούδια να πέσουν απ’ τα χέρια του.

Το νέο δείλι θορυβεί,
κανείς δεν θα επιστρέψει στη νέα ζωή,
κανείς δε θα περάσει κάτω απ’ το μπαλκόνι για να ‘ρθει να σε δει,
κανείς δε θα σου παρασταθεί,
κανείς δε θα σου σταθεί,
πιο κοντά, απ’ ό,τι εσύ στον εαυτό σου,
απ’ τα λουλούδια,
απ’ ότι είσαι εσύ στον εαυτό σου.»
(Ιωσήφ Μπρόντσκι, 1961, «Οι εραστές τ’ Αυγούστου.»

Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης

Μονάχα με την ποίηση….

BARBITSIOTHS TAKIS

 

-Τάκης Βαρβιτσιώτης:

«Όσο υπάρχουν ποιητές
Τα πουλιά θα πετούν
Και τα δέντρα θ’ ανθίζουν
Δε θα μπορούν ανίερα χέρια
Να σταματήσουν την άνοιξη
Να εξαφανίσουν τα πράσινα σημάδια
Αυτούς πού πιστεύουν ακόμα
Πώς είναι τ’ όνειρο δυνατό».

 

-Τάκης Βαρβιτσιώτης, «Μονάχα με την ποίηση»

«Μονάχα με την ποίηση
Δε θα χαθούν ποτέ
Τα μεγάλα ιστιοφόρα της αυγής
Ούτε τα φώτα ούτε η χαρά
Ούτε τα δέντρα ούτε η νύχτα
Μονάχα με την ποίηση
Θα ‘μαστε ακόμα ικανοί
Να βλέπουμε και ν’ αγαπούμε
Να ονομάζουμε τα πράγματα
Με τις πιο καθημερινές λέξεις
Να λέμε το ψωμί ψωμί τη σκάφη σκάφη
Και μ’ ένα βλέμμα να οδηγούμαστε
Σε μιαν αλήθεια οριστική
Μονάχα με την ποίηση
Θα μεγαλώσουνε τα στάχυα
Και τα στήθη των κοριτσιών
Το ποτάμι θ’ απομείνει ποτάμι
Η θάλασσα θάλασσα
Κι ο ουρανός ουρανός
Μονάχα με την ποίηση
Θ’ ανακαλύψουμε ξανά τ’ αστέρια
Μέσα στις καπνοδόχες
Κι όλη τη θλίψη που ενδημεί
Στο βάθος των ματιών
Και θα μπορέσουμε να ξαναβρούμε
Το γενέθλιο χωριό μας
Παραχωμένο μες στα χιόνια
Μονάχα με την ποίηση
Θ’ ανακαλύψουμε ξανά τον έρωτα
Και πατώντας από κλωνί σε κλωνί
Κι από ελπίδα σ’ ελπίδα
Θα εγκαθιδρύσουμε
Την αγνή βασιλεία των φτερών»
(Τ ά κ η ς Β α ρ β ι τ σ ι ώ τ η ς, Από τη συλλογή Καλειδοσκόπιο)

 

*Στον Πάνο Κυπαρίσση το φετινό (2015) Κρατικό βραβείο ποίησης για το βιβλίο του: «Τα τιμαλφή» – Στίχοι και ποιήματά του…

 

-Μερικοί στίχοι από το βραβευμένο βιβλίο:

-«Θυρίδες τ’ ουρανού/ κρυμμένα τιμαλφή/όρκοι και όνειρα χαμένα// Καταρράκτες άγνωστοι του νου/ λέξεις που κόπηκαν άγουρες στο παρελθόν/και ξεπηδούν σε τόπους που δεν ξέρουν».

-«Φυσάει σιωπή/κι ένα μάταιο παίρνει τις ρίζες μου/βυθίζοντας τη μνήμη/ σε προσφιλείς δικούς/ σε ξένους που σβήνουν λασπωμένοι».

-«Η Σιγή»: «Παράθυρα κλειστά / βουνά στους ώμους των τοίχων/ κυπαρίσσια μεσίστια// Λυγίζει η κλαίουσα της αυλής/φυλακίζοντας ημικύκλια φωτεινά/πουλιά τρομαγμένα //Κάθεται ένα ξανθό στα πλαϊνά/ ένα «ίσως» μικρό κι επιμένει// Περνούν της θάλασσας άλογα πρωϊνά/ σύννεφα κατοικίδια //Κατεβαίνει ο άγγελος ως τη σιωπή τους».
(«Τα τιμαλφή», εκδ. Μελάνι)
 Άλλα ποιήματά του:

  • Από το βιβλίο «Ο καπνοπόλεμος»:

Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΝΑΥΑΓΟΣ
Ανέβηκε στην πέτρα
πήρε ανάσα
και πήρε βροχή
Ένα ζευγάρι κάλτσες
μια φανέλα
αριθμός 333
Οδυσσέας 333
Άπλωσε τα χέρια του στη θάλασσα
στο νου
Η φρίκη θάλλει
Ο αργαλειός πίσω και πάνω στην πλάτη μας
Πήρε να φιλιώνει με τον τόπο
Ήρθε ο επιλοχίας ο Θωμάς,
είχε μυαλό Τζέιμς ο Θωμάς
μυαλό Μ1 επαναληπτικό
Τον γύρισαν λυώμα
δεν τον γνώρισαν ούτε τα σκυλιά

Η ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΒΗΣΙΓΟΤΘΩΝ
Στον Γιώργο Μαρκόπουλο
Τα καταστήματα οργιάζουν
Παρωπίδες προσωπίδες ωτασπίδες
νέα εθνόσημα
νέα χαρτόσημα
Νοσοκομείο ανδριάντες νεκροταφεία
Εποχή για καριέρα
Η γενιά μου σκορπιέται
και η ισορροπία μου ασταθής
Αδυσώπητος ο φετινός αιών ενέσκηψεν
Η ιστορία γράφεται πάλι στις γάζες

 

• Από το βιβλίο Το σοφό σαλιγκάρι:
Η ΤΥΧΗ ΤΩΝ ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΩΝ
Τα ρούχα δανεικά
Ένα ζευγάρι αρβύλες αντρικές
ένα παντελόνι με τιράντες
ένα πουκάμισο
και δίπλα στα χείλια μια λειχήνα
Είχα τα χέρια σφιγμένα προσοχή
τα μάτια κλειστά
Στη φωτογραφία ήταν ακόμα
ο αδερφός μου
η μάνα μου νέα
συγγενείς
Μια στέγη
ένας τοίχος με τον αριθμό 224
και σε μια άκρη το χάος
Έγραφε
Η Μάρθα παντρεύτηκε
πήρε καλό παιδί
Φυσούσε αέρας
και τα κλείσαμε τα μάτια
Τα παιδιά είναι βγαλμένα
μπροστά απ’ την Πασχαλιά.

 

• Από το βιβλίο Το χώμα που μένει

ΝΙΚΟΣ, 1974
Γύρισε από τις στέππες του βορρά
με το κατράμι στην ψυχή
και ασήμια στα μαλλιά
Κοίταξε το σπίτι με ανάσα βαθειά
μέριασε τ’ απομεινάρια της θύρας
πέρασε στο άδειο, στη σιωπή
Ζούσε ένα τραπέζι στη μέση
με σανίδια σπασμένα
Εκεί το νερό, εκεί το ψωμί
Κάθησαν στη ράχη της βαλίτσας
έβγαλαν ένα μπουκάλι ρακί
Σκούπισε με τον αντίχειρα
ένα ποτήρι μικρό, ήπιε
Ήπιε κι η Βασιλική
Το γέμισε πάλι
σήκωσε τα μάτια κατά την οροφή
Πέρασαν ώρες αμίλητοι, καθιστοί
Νύχτωσε
Αποκοιμήθηκε η Βασιλική
κι αυτός λογάριαζε στον τόπο τον τόπο
με την ξετοπισμένη του ψυχή
Την άλλη μέρα βγήκε να ’δει·
ν’ ανασάνει η μνήμη
να κατεβεί απ’ το λαιμό, να καταπιεί
Κοίταζε ώρα δυό παιδιά
που τάιζαν, κυνηγούσαν πουλιά
Έγειρε στο σωρό μέσα στα ξύλα
έμειν’ εκεί
Έφυγε σαν μαύρος ήλιος
μ’ ένα φτεράκι ν’ ανοίγει ήσυχα
σε μια καινούργια χώρα, σκοτεινή

ΕΛΕΝΗ
Ακούω νερά
σε κοίτη βαθειά, δειλινή
Λόγια και χρόνια
με τα φεγγάρια στους ώμους
και των χαμένων τους ίσκιους
Ένα τους βλέμμα
μια νεφέλη ζητώ χελιδόνια
Κορμιά που πλάγιασαν ήσυχα
με το δόρυ στα σωθικά
Ενυδρεία της μνήμης
Κοπάδια καράβια
που αποκοιμήθηκαν στα νερόκρινα, άδεια
και τα τυλίγει η σιωπή
Τελωνεία της δόξας
που θησαύρισαν αίμα και σάρκα
Ποιους σήκωσες πόθους
κι ακόμη καλείς
με θηλές αναμμένες
με σπηλιές του κορμιού σου υγρές
κι άλλες του νου σου λαγνείες
Περνούν ακόμη ποτάμια θανάτου πικρά∙
του Αίαντα, του Παύλου, του Νίκου σπαθιά τσακισμένα

ΔΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ
Δε διαλέγει τόπο
Σηκώνει στην τύχη κορμό
κλώνους, φύλλα, δύσκολο καρπό
Της σιωπής και της σκόνης
των άνυδρων εποχών
των ανέμων που δοκιμάζουν την αντοχή του
Δειλό και γενναίο
με σημάδια από μάχες στις πλάτες
πάντοτ’ εκεί
Αφύλαχτο σ’ αυτόν που θά ’ρθει
στον ίσκιο να σταθεί ή να το ρίξει
Κι αν βρουν οι ρίζες πέτρα, δεν πενθεί
Με δίχως φύλλα επιμένει
νά ’ρθουν πουλιά στ’ άλκιμα κλαδιά
να τ’ αντικαταστήσουν
• ΜΙΚΡΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ:
Γεννήθηκε στην Οξυά Ιωαννίνων. Σπούδασε Μαθηματικά και Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και Θέατρο στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης – Κάρολος Κουν.
Ηθοποιός και σκηνοθέτης στο θέατρο, στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο. Εργάστηκε, καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση για μια περίπου δεκαετία.
Για μια πενταετία επίσης, καθηγητής Υποκριτικής στη Δραματική Σχολή “Βεάκη’
και στη σχολή “Νέο Ελληνικό Θέατρο – Γ. Αρμένη’. Διδάσκει Υποκριτική στη Δραματική Σχολή «Δήλος» της Δ. Χατούπη.
Γράφει ποίηση, δοκίμιο και μεταφράζει θεατρικά κείμενα. Έργα του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ισπανικά, Ιταλικά, Βουλγαρικά και Τσεχικά.

«Τα ποιήματα στο δρόμο»…

Συνθηματα-σε-τοιχους-η-ποιηση-

«Μ’ αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ’ τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια -όχι αυτά που κρέμονται στα δέντρα της γιορτής, στη θαλπωρή των δωματίων, αλλά εκείνα που τονίζουνε την ερημία των σφαχτών στις μωβ βιτρίνες των συνοικιακών κρεοπωλείων.
Τα σακατεμένα και τα μοναχικά, μ’ αρέσουν: τα ποιήματα-κοπρίτες που περπατούν κουτσαίνοντας στις σκοτεινές άκρες των λεωφόρων: αυτά που τ’ αγνοούν οι κριτικοί κι οι εκπαιδευτικοί του Μωραΐτη· που τα χτυπούν συχνά οι μεθυσμένοι οδηγοί και τα αφήνουν αβοήθητα στο δρόμο. Και τα ποιήματα-παιδάκια, όμως αγαπώ· αυτά που ενώ δεν έχουν μάθει ακόμη την αλφάβητο, μπορούν εντούτοις, με δυο λέξεις τους, να σου κολλήσουν την ψυχή στον τοίχο.
Μ’ αρέσουν, πάλι, τα απελπισμένα κι όμως χαμογελαστά: τα ποιήματα-συνένοχοι· εκείνα που σου κλείνουνε με νόημα το μάτι. Που δεν σου πιάνουν την κουβέντα, δεν σ’ απασχολούν μα συνεχίζουνε το δρόμο τους αδιάφορα: τα ποιήματα-«δεν πρόκειται να σου ζητήσω τίποτε»· αυτά που χαιρετούν μόνο και φεύγουν, όπως μ’ αρέσουνε και τ’ άλλα, τα χαρούμενα, που προτιμούνε τα παιχνίδια απ’ το μάθημα καθώς και τα ποιήματα-παππούδες, γιατί ενώ γνωρίζουνε καλά το μάταιο της ζωής εντούτοις θέλουν να το ζήσουν.
[…]»
(Νίκος Χουλιαράς, απόσπασμα από το κείμενο «Τα ποιήματα στο δρόμο», περ. Η Λέξη, αρ. 147, Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 1998)

«Όσο οι άνθρωποι γράφουν ακόμη ποίηση υπάρχει ελπίδα»…

untitledποιητες

Οι ποιητές σήμερα:
«Ένδον σκάπτε, ένδον η πηγή του αγαθού και αεί αναβλύειν δυναμένη, εάν αεί σκάπτεις»…

-»Και τι χρειάζονται οι ποιητές σε μικρόψυχους καιρούς;», (Χέλντερλιν)

-«Προπαντός στα χρόνια τα δικά μας, τα σακάτικα, είθισται να δολοφονούν τους ποιητές», (Ν. Εγγονόπουλος)

I-LUNE~1

-Οσοι, σήμερα, εξακολουθούν να γράφουν ποίηση ή ασχολούνται παθιασμένα με κάθε είδος λόγου και τέχνης είναι -νομίζω- οι μόνοι που αμφισβητούν τη μετάλλαξη που επιφέρει στον άνθρωπο μια θεωρούμενη ακατανίκητη εξουσία• οι ίδιοι (ή η τέχνη τους) είναι και αυτοί που αντιστέκονται σε κάθε είδους εξουσία, κυρίως σ’ αυτή που κυριαρχεί στις καθημερινές κοινωνικές σχέσεις. Οι υπόλοιποι, φιλελεύθεροι και αριστεροί, απλώς κοκορευόμαστε ότι ο δυτικός πολιτισμός έχει επιτύχει τη νομική και κοινωνική κατοχύρωση της ισότητας και έχει διακηρύξει πανηγυρικά τα οικουμενικά δικαιώματα. Μπα; Γιατί, τότε, συνεχίζονται οι πόλεμοι και οι καταστροφές που αυτοί επιφέρουν; Γιατί δεν επικρατούν η εμπιστοσύνη και η φιλία στις καθημερινές μας συναναστροφές, παρά η καχυποψία, το μίσος και η έχθρα;
Ας είναι• οι ποιητές ξέρουν• ας λοιδορούνται και ας πένονται• ας δακτυλοδεικνύονται και ας περιφρονούνται, αυτοί εξακολουθούν να σκάπτουν ένδον γιατί μόνο έτσι έρχεται στην επιφάνεια το φως που απαιτούν η συνύπαρξη, η ελευθερία της βούλησης και της έκφρασης• οι γυμνές -σκληρές και τρυφερές- λέξεις τους αποδιώχνουν τα πηχτά σκότη στα οποία ο νους δεν έχει πρόσβαση. Οι ποιητές προειδοποιούν: εάν δεν φωτιστεί ο άνθρωπος, το αρχέγονο στοιχείο είναι πιθανό να επικρατήσει και τότε όλα είναι πιθανά.
Η προτεσταντική ηθική διαχέεται πολύ εύκολα σήμερα διότι ουδείς γνοιάζεται, σπάνιοι διαβάζουν την περιπέτεια του ανθρώπου, την ιστορία του κι ευάριθμοι επίσης ανησυχούν για το μέλλον της χώρας, της Ευρώπης, της οικουμένης.
Οι ποιητές βάζουν πλάι πλάι το θυμικό και τον στοχασμό• αρθρώνουν την απελευθέρωση, συγκροτούν την ύπαρξη, παρότι αδυνατούν να ανατρέψουν καθεστώτα• μπορούν όμως να διασαλέψουν καθεστωτικές αντιλήψεις. Πατέρας των Ελλήνων ο Ομηρος θεωρείται• ένας ποιητής, όχι ένας πολιτικός. Εκτός αν διαφωνούμε και σ’ αυτό. Δεν πάει να διαφωνούμε με όποιον θέλουμε… Εν κατακλείδι: όσο οι άνθρωποι γράφουν ακόμη ποίηση υπάρχει ελπίδα.

*Οι ποιητές προειδοποιούν: εάν δεν φωτιστεί ο άνθρωπος, το αρχέγονο στοιχείο είναι πιθανό να επικρατήσει και τότε όλα είναι πιθανά

*(απόσπασμα από άρθρο που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών με κάποιες προσθήκες δικές μου)

Όσκαρ Ουάιλντ: Ο “αμαρτωλός Άγιος” της λογοτεχνίας…

63985-141701

Όσκαρ Ουάιλντ: «Είμαστε όλοι μέσα στο βούρκο, όμως μερικοί από εμάς κοιτάζουμε τ’ άστρα»

 

-Πριν από 114 χρόνια, ο κόσμος έχασε τον μεγάλο και πολυτάλαντο Όσκαρ Ουάιλντ (16 Οκτωβρίου 1854 – 30 Νοεμβρίου 1900) , ποιητή, μυθιστοριογράφο, θεατρικό συγγραφέα και κριτικό.
Ο Ουάιλντ έφυγε πρόωρα, σε ηλικία 46 ετών από μηνιγγίτιδα, άπορος και μόνος στο Παρίσι. Το μυθιστόρημα, «Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι», προκάλεσε την βικτοριανή ηθική και τον οδήγησε ακόμη και στη φυλακή. Αποτελεί έως και σήμερα το γνωστότερο έργο του.
Κατά την παραμονή του στη φυλακή, υπό άθλιες συνθήκες που επιβάρυναν την υγεία του, έγραψε την «Μπαλάντα της φυλακής του Ρέντιγκ», το τελευταίο σπουδαίο έργο του, που ανήκει στα σημαντικότερα ποιήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και καταγράφει τις εμπειρίες του στη φυλακή, όπου κλείστηκε με την κατηγορία του σοδομισμού (η ομοφυλοφιλία ήταν τότε ποινικό αδίκημα στην Αγγλία).
Ο τάφος του βρίσκεται στο Παρίσι και επάνω είναι γραμμένοι στίχοι από τη «Μπαλάντα της φυλακής του Ρέντιγκ»: Γι’ αυτόν, η τσακισμένη λήκυθος του οίκτου θα γεμίζει με ξένα δάκρια. Γιατί θα τονε θρηνούν οι απόκληροι της ζωής κι οι απόκληροι πάντα κλαίνε.

 

-Όσκαρ Ουάιλντ, «Η ψυχή του ανθρώπου στο σοσιαλισμό» (απόσπασμα)

Μια κοινωνία αποκτηνώνεται πολύ περισσότερο από τη συνήθη πρακτική της ποινής παρά από το περιστασιακό φαινόμενο του εγκλήματος.
Το να συστήνουμε στους φτωχούς λιτότητα είναι τόσο χονδροειδώς γελοίο όσο και υβριστικό. Είναι σαν να συμβουλεύεις τον πεινασμένο ότι θα λύσει τα προβλήματά του με το να τρώει πιο λίγο […] Επιχειρούν να λύσουν το πρόβλημα της φτώχειας λόγου χάρη, φροντίζοντας να διατηρήσουν ζωντανούς τους φτωχούς ή στην περίπτωση μιας πολύ προηγμένης σχολής, φροντίζοντας να ψυχαγωγούν τους φτωχούς. Κάτι τέτοιο όμως, δεν αποτελεί λύση: είναι μια επιδείνωση του προβλήματος. Ο ορθός στόχος είναι να επιχειρήσουν να ανοικοδομήσουν την κοινωνία σε τέτοια βάση ώστε η φτώχεια να είναι πια κάτι αδύνατο. Και οι αρετές του αλτρουισμού έχουν πραγματικά εμποδίσει την πραγμάτωση αυτού του στόχου.
[…]
Θα πρέπει όμως να υπενθυμίσουμε οτι ενώ η συμπόνια για τη χαρά αυξάνει τη χαρά σε όλο τον κόσμο, η συμπόνια για τον πόνο δε μειώνει καθόλου τον πόνο. Μπορεί να βοηθήσει τον άνθρωπο ώστε να υπομένει το κακό, αλλά το κακό παραμένει. Η συμπόνια για έναν φυματικό δε θεραπεύει τη φυματίωση, τη θεραπεύει η Επιστήμη. Κι όταν ο Σοσιαλισμός θα λύσει το πρόβλημα της φτώχειας και η Επιστήμη το πρόβλημα της ασθένειας, οι αισθηματίες θα εξαφανιστούν και η συμπόνια του ανθρώπου θα είναι μεγάλη, υγιής και αυθόρμητη. Ο άνθρωπος θα αντλεί χαρά συμμεριζόμενος την ευτυχισμένη ζωή των άλλων.
Το μόνο πράγμα που μπορεί να ξέρει κανείς για την ανθρώπινη φύση στα σίγουρα είναι ότι αλλάζει. Η αλλαγή είναι η μοναδική ιδιότητα που μπορούμε να της αποδώσουμε. Τα συστήματα που αποτυγχάνουν είναι αυτά που βασίζονται στη μονιμότητα της ανθρώπινης φύσης και όχι στην ανάπτυξη και την αλλαγή της.
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Όσκαρ Ουάιλντ, Η Ψυχή του Ανθρώπου στον Σοσιαλισμό, εκδ. Στοχαστής)

 
• Τρία ποιήματά του:

 

-Όσκαρ Ουάιλντ, «H μπαλάντα της φυλακής του Ρέντιγκ»,
(απόσπασμα)

«Μα κι ο καθείς σκοτώνει ό,τι αγαπάει,
και πρέπει αυτό απ’όλους ν’ακουστεί.
Άλλοι με κολακεία σε σκοτώνουν
Κι άλλοι με ματιά φαρμακερή
Μ’ένα φιλί σκοτώνουν οι δειλοί,
Κι οι γενναίοι άνδρες με σπαθί.
Νέοι σκοτώνουν άλλοι την αγάπη τους
Κι άλλοι σαν γενούνε γέροι.
Με χέρι Λαγνείας άλλοι τήνε πνίγουνε
Κι άλλοι με Πλούτου χέρι
Κι επειδή πιο γρήγορα παγώνει έτσι το κορμί,
Οι πονόψυχοι σκοτώνουν με μαχαίρι.
Άλλοι για λίγο ερωτεύονται κι άλλοι για πολύ.
Άλλοι τον Έρωτα πουλάνε κι άλλοι τον αγοράζουν.
Άλλοι με βουρκωμένα μάτια τον σκοτώνουνε
Κι άλλοι βουβοί τον αφανίζουν
Κι ενώ ο καθείς σκοτώνει ό,τι αγαπάει,
Όλοι ωστόσο δεν πεθαίνουν.
…………………………………………………………………………………………..
Μαύρα μεσάνυχτα πάντα είχαμε μες στην καρδιά μας,
Και στο κελί μας μέσα αυγή,
Και τον τροχό γυρίζαμε και ξεφτίζαμε το σχοινί,
Ο καθείς στην Κόλασή του μέσα την ατομική.
Μα είναι πολύ πιο τρομερή η σιωπή
Από καμπάνας μπρούτζινης αντήχηση βροντερή.
…………………………………………………………………………………………..
Ποτέ δεν είδα άνθρωπο ν’αγναντεύει,
Με λαχτάρα τόση στη ματιά,
Αυτό που οι κατάδικοι ονομάζουν ουρανό,
Την οθόνη εκεί ψηλά τη θαλασσιά,
Και κάθε συννεφάκι που αρμενίζει
Όμοιο με πλεούμενο με ασημί πανιά.
…………………………………………………………………………………………
Δεν ξέρω αν οι νόμοι είναι άδικοι
Ούτε και δίκαιοι αν είναι ή σωστοί,
Μα κείνο που όλοι οι καταδικασμένοι το γνωρίζουνε,
Είναι πως δεν μπορούν τα τείχη να περάσουν ζωντανοί,
Και πως κάθε μέρα σαν χρόνος μοιάζει,
Χρόνος δίχως τέλος και αρχή.»

*Η «Μπαλάντα της φυλακής του Ρέντιγκ» έγινε τραγούδι με τον τίτλο Each Man Kills The Things He Loves από τον Gavin Friday.

 
-Όσκαρ Ουάιλντ, «Η σιωπή του έρωτα»
Έτσι όπως συχνά ο ήλιος με την εντυπωσιακή του λάμψη
διώχνει το θαμπό φεγγάρι, όσο και αν αντιστέκεται
στη σκοτεινή σπηλιά του, χωρίς να ακούσει
ούτε ένα τραγούδι από το αηδόνι
έτσι η ομορφιά σου μου σφραγίζει τα χείλη
και κάνει παράφωνα για μένα τα πιο όμορφα τραγούδια
Κι όπως την αυγή πάνω από τα λιβάδια
περνά ο άνεμος με τα ορμητικά του φτερά
και σπάει τα καλάμια με τα δυνατά φιλιά του
που αυτά μόνο, μπορούν να γίνουν όργανα τραγουδιού
έτσι τα ορμητικά μου πάθη, παραδέρνουν συνέχεια μέσα μου
και η τόσο μεγάλη αγάπη κάνει την αγάπη μου βουβή
Όμως τα μάτια μου σου έδειξαν εσένα
γιατί είμαι σιωπηλός και η λύρα μου ακούρδιστη
πριν γίνει ο χωρισμός μας μοιραίος
και πριν μας αναγκάσει να φύγουμε
εσύ για άλλα χείλη που τραγουδούν με αρμονία
κι εγώ εδώ να αναπολώ μάταια
φιλιά που δεν έδωσα, τραγούδια που δεν είπα.

 

oscar_wilde_in_greece

-Κι ένα ποίημα του Όσκαρ Ουάιλντ επηρεασμένο από το ταξίδι του στην Ελλάδα το 1877. Δεν είναι βέβαια το μόνο ποίημα του μεγάλου αυτού Άγγλου ποιητή που εξυμνεί τη χώρα μας.
-Όσκαρ Ουάιλντ, «Ελλάς»
«Σαν το ζαφείρι ήταν της θάλασσας το χρώμα
κι έμοιαζε οπάλιο πυρωμένο τ’ ουρανού το δώμα.
Σηκώσαμε πανιά … Και πρίμο φύσαγε τ’ αγέρι,
στις ανατολικές γαλάζιες χώρες να μας φέρει.
Απ’ την ολόρθη πλώρη, βιαστικό το βλέμμα
τη Ζάκυνθο αγναντεύει, το κάθε της ρέμα
και το κάθε λιοστάσι,
της Ιθάκης τ’ ακροθαλάσσι,
του Λύκαιου τα κορφοβούνια χιονισμένα,
της Αρκαδίας τα βουνά μ’ ανθούς σπαρμένα.
Κανείς άλλος ήχος τη σιωπή δεν ταράζει,
παρά το πανί που στο κατάρτι παφλάζει,
το νερό που στα πλάγια του πλοίου φλοισβίζει
και γέλιο κοριτσιών που στην πρύμνη αναβρύζει.
Την ώρα που άρχιζε να φλέγεται η Δύση
κι ήλιος πορφυρός στα νερά είχε καθίσει,
τη γη της Ελλάδας είχα τέλος πατήσει.»

 

 

• Μερικά απ’ τα αποφθέγματά του:
-Τα βιβλία που ο κόσμος αποκαλεί ανήθικα είναι τα βιβλία που δείχνουν στον κόσμο τη δική του αισχρότητα.
-Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι άλλοι άνθρωποι. Οι σκέψεις τους είναι απόψεις κάποιου άλλου, οι ζωές τους μία μίμηση, τα πάθη τους μια αναφορά.

-Δεν θέλω να πάω στον παράδεισο. Κανείς απ’ τους φίλους μου δεν είναι εκεί.

-Μια ιδέα που δεν είναι επικίνδυνη δεν αξίζει καν να λέγεται ιδέα.

-Στις μέρες μας οι άνθρωποι γνωρίζουν την τιμή του κάθε πράγματος και την αξία κανενός.

-Όλος ο κόσμος είναι μια σκηνή αλλά η διανομή των ρόλων είναι άθλια.

-Δεν μπορεί να υπάρξει φιλία ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα. Μπορεί να υπάρξει πάθος, εχθρότητα, αγάπη, λατρεία αλλά όχι φιλία.

-Η εκπαίδευση είναι κάτι το αξιοθαύμαστο, αλλά καλό είναι να θυμόμαστε πότε-πότε ότι τίποτα που αξίζει να το γνωρίζεις δεν διδάσκεται.

-Η ανυπακοή στο βλέμμα κάποιου που έχει διαβάσει ιστορία συνιστά πρωταρχική αρετή. Η πρόοδος επιτυγχάνεται μέσα από την ανυπακοή και την επανάσταση.

-Ένας παγκόσμιος χάρτης που δεν περιλαμβάνει την Ουτοπία δεν αξίζει ούτε ματιά, καθώς παραλείπει τη μόνη χώρα όπου η Ανθρωπότητα αποβιβάζεται πάντα. Και τότε ατενίζει και, διακρίνοντας μία καλύτερη χώρα, ανοίγει πανιά. Πρόοδος είναι η πραγμάτωση των Ουτοπιών.

Τ’ Αυγούστου το φεγγάρι…

sonata-bold-A

«Καλός ο ήλιος του Μαγιού,/ τ’ Αυγούστου το φεγγάρι»….
«Φωτάει το ξεφεγγάρωμα τ’ ολόφεγγο σα μέρα, φεγγάρι καλοκαιρινό, τ’ αυγουστιανό φεγγάρι»… Αφού τούτο το αυγουστιάτικο φεγγάρι είναι το πιο όμορφο, το πιο λαμπρό, το πιο αισθαντικό του χρόνου.
«Του Αυγούστου το φεγγάρι παρά λίγο
Τη νύχτα μέρα να την κάνει»….
Το φεγγάρι είναι η ομορφιά, το περιττό, η φαντασία, το υποκειμενικό κρυμμένο μονοπάτι στα τρίσβαθα της ψυχής μας, καμιά φορά επικίνδυνο.
Τα μάτια, τα μαλλιά, το σώμα της γυναίκας λουσμένα στο φως του φεγγαριού γίνονται ακαταμάχητα.
«Σαν τι το θέλει η μάνα σου τη νύχτα το λυχνάρι,
αφ’ έχει μες στο σπίτι της τ’ Αυγούστου
το φεγγάρι;», τραγουδάει ο ερωτευμένος.

-Και ο Δ. Σολωμός: «…ἐσειόνταν τ᾿ ὁλοστρόγγυλο καὶ λαγαρὸ φεγγάρι·
καὶ ξετυλίζει ὀγλήγορα κάτι ποὺ ἐκεῖθε βγαίνει,
κι ὀμπρός μου ἰδοὺ ποὺ βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.»

1abc3a

-Η Κέντρου – Αγαθοπούλου Μαρία γράφει για το «Αυγουστιάτικο φεγγάρι»:
«Φεγγάρι σπλαχνικό
Σκαρφαλωμένο σε μισόκλειστα παράθυρα
Όταν κοιτάζεις συγγενείς και φίλους
Να ξενυχτάνε τους νεκρούς τους
Την εξοικείωση βοηθάς
Ζώντων τε και τεθνεώτων»

-Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ:
«… Πανσέληνος, το σύμπαν εκσπερμάτωνε
και συ στα βότσαλα υγρή
θαρρούσες πως είχες συλλάβει
το νόημα της δημιουργίας.
Κι ονειρευόσουν μια εποχή μεταφυσική
όπου κανένας ήλιος κοφτερός
δε θα διέκοπτε το ποίημα
αφού του φεγγαριού το φως
φως ασημένιο
πιο ερωτικά σε άγγιζε
απ’το χρυσό της μέρας.
Νόμιζες, ανόητο θηλυκό,
πως στο φεγγάρι θα λικνιζόσουνα
για πάντα… Αλλά,
Πάει κι αυτό, πάει και το φεγγάρι»

Λαός: «Γκρεμιστής και χτίστης»…

kg62_61

 

Ως πότε;… “Πόσον καιρό, λοιπόν, ακόμα θα υπάρχουνε στον κόσμο
τέρατα, που νομίζουν πως κρατούν
τις ζωές των ανθρώπων μες στα νύχια τους;” (Βύρων Λεοντάρης)

-Λαός: «Γκρεμιστής και χτίστης»… Σκληροί οι παρακάτω στίχοι του Κωστή Παλαμά, σ’ ένα ποίημα αφιερωμένο στον Ίωνα Δραγούμη. Μα, όταν ο «κόμπος φτάνει στο χτένι», όταν το κακό «φτάνει στο μη παρέκει», όταν το βλέπεις όλο και να θεριεύει , ε, τότε, φτάνει η στιγμή που πρέπει να πεις το ‘’ή ταν ή επί τας”, ή , όπως το γράφει και η αφίσα του ΣΥΡΙΖΑ, «Ή αυτοί ή εμείς» …. Σε τούτες τις εκλογές ο λαός να γίνει γκρεμιστής και χτίστης. Να σαρώσει το παλιό και ν’ αρχίσει να χτίζει το καινούριο:

-Κωστής Παλαμάς, «Ο γκρεμιστής»
“Ακούστε. Εγώ είμαι ο γκρεμιστής, γιατί ειμ’ εγώ κι ο χτίστης,
ο διαλεχτός της άρνησης κι ο ακριβογιός της πίστης.
Και θέλει και το γκρέμισμα νου και καρδιά και χέρι.
Στου μίσους τα μεσάνυχτα τρέμει ενός πόθου αστέρι.

Κι αν είμαι της νυχτιάς βλαστός, του χαλασμού πατέρας,
πάντα κοιτάζω προς το φως το απόμακρο της μέρας.
Εγώ ο σεισμός ο αλύπητος, εγώ κι ο ανοιχτομάτης,
του μακρεμένου αγναντευτής, κι ο κλέφτης κι ο απελάτης,

και με το καρυοφύλλι μου και με το απελατίκι
την πολιτεία την κάνω ερμιά, γη χέρσα το χωράφι.
Κάλλιο φυτρώστε, αγριαγκαθιές, και κάλλιο ουρλιάξτε, λύκοι,
κάλλιο φουσκώστε, ποταμοί, και κάλλιο ανοίχτε, τάφοι,

και, δυναμίτη, βρόντηξε και σιγοστάλαξε, αίμα,
παρά σε πύργους άρχοντας και στους ναούς το Ψέμα.
Των πρωτογέννητων καιρών η πλάση με τ’ αγρίμια
ξανάρχεται. Καλώς να ‘ρθεί. Γκρεμίζω την ασκήμια.

Ειμ’ ένα ανήμπορο παιδί που σκλαβωμένο το ‘χει
το δείλιασμα, κι όλο ρωτά μήτε ναι, μήτε όχι”
δεν του αποκρίνεται κανείς και πάει κι όλο προσμένει
το λόγο που δεν έρχεται, και μια ντροπή το δένει.

Μα το τσεκούρι μοναχά στο χέρι σαν κρατήσω,
και το τσεκούρι μου ψυχή μ’ ένα θυμό περίσσο.
Τάχα ποιος μάγος, ποιο στοιχειό του δούλεψε τ’ ατσάλι
και νιώθω φλόγα την καρδιά και βράχο το κεφάλι,

και θέλω να τραβήξω εμπρός και πλατωσιές ν’ ανοίξω,
και μ’ ένα Ναι να τιναχτώ, μ’ ένα Όχι να βροντήξω;
Καβάλα στο νοητάκι μου, δεν τρέμω σας, όποιοι είστε,
γρικάω, βγαίνει από μέσα του μια προσταγή: Γκρεμίστε!
(Κ. Παλαμάς, Άπαντα, τ. 9, σ. 168-169, Γκοβόστης)

 

Η Ελλάδα όπως την «ονειρεύτηκε» ο Ελύτης…

e611c8f00f07a6d1f1cba49a45d358fb

 

-Ο. Ελύτης, «Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ»

(απόσπασμα)

 

«ΚΑΤΟΙΚΗΣΑ ΜΙΑ ΧΩΡΑ που ‘βγαινε από την άλλη, την
πραγματική, όπως τ’όνειρο από τα γεγονότα της ζωής μου.
Την είπα κι αυτήν Ελλάδα και τη χάραξα πάνω στο χαρτί
να τηνε βλέπω.
Τόσο λίγη έμοιαζε΄ τόσο άπιαστη.
Περνώντας ο καιρός όλο και τη δοκίμαζα: με κάτι ξαφνικούς
σεισμούς, κάτι παλιές καθαρόαιμες θύελλες.
Άλλαζα θέση τ’ Ακοίμιστα και την Ερημική ν’ αξιωθώ να φκιάνω λόφους καστανούς, Μοναστηράκια, κρήνες.
Ως κι ένα περιβόλι ολόκληρο έβγαλα γιομάτο εσπεριδοειδή που μύριζαν Ηράκλειτο κι Αρχίλοχο.
Μά ‘ταν η ευωδία τόση που φοβήθηκα.
Κι έπιασα σιγά-σιγά να δένω λόγια σαν διαμαντικά να την
καλύψω τη χώρα που αγαπούσα.
Μην και κανείς ιδεί το κάλλος.
Ή κι υποψιαστεί πως ίσως δεν υπάρχει»

 

«Ελευθερία έκφρασης» κι ένα «Σονέτο μάλλον απαισιόδοξο»…

 

000

-ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ, «Ελευθερία έκφρασης»

«Τη πρώτη νύχτα πλησιάζουνε
και κλέβουν ένα λουλούδι
από τον κήπο μας
και δε λέμε τίποτα….

Τη δεύτερη νύχτα δε κρύβονται πλέον
περπατούνε στα λουλούδια,
σκοτώνουν το σκυλί μας
και δε λέμε τίποτα.

Ώσπου μια μέρα
-την πιο διάφανη απ’ όλες-
μπαίνουν άνετα στο σπίτι μας
ληστεύουν το φεγγάρι μας
γιατί ξέρουνε το φόβο μας
που πνίγει τη φωνή στο λαιμό μας.

Κι επειδή δεν είπαμε τίποτα
πλέον δε μπορούμε να πούμε τίποτα»

 Cover

-Νίκος Εγγονόπουλος, «Σονέτο μάλλον απαισιόδοξο»

“Το γυμνασμένο μάτι του τραμπούκου
να διέκρινε άραγε των ροδόδεντρων την αρμονία;
Όχι – όχι – μιαν απέραντη ηθικολογία
δε θα βοηθήσει να κάνουμε καλλίτερο τον κόσμο

να ελπίζεις – να ελπίζεις πάντα – πως ανάμεσα εις τους ανθρώπους
– που τους ρημάζει η τρομερή “ευκολία” –
θα συναντήσεις απαλές ψυχές με τρόπους
που τους διέπει καλοσύνη – πόθος ευγένειας – ηρεμία
ίσως όχι πολλές – ίσως να ‘σαι άτυχος: καμία –
τότες εσύ προσπάθησε να γενείς καλλίτερος
εις τρόπον ώστε να έρθει κάποια σχετική ισορροπία

άσε τους γύρωθέ σου να βουρλίζονται πως κάνουν κάτι
σύ σκέψου – τώρα πια – με τι γλυκιά γαλήνη
προσμένεις να ‘ρθ’ η ώρα να ξαπλώσεις στο παρήγορο του
θάνατου κρεβάτι.”

Post Navigation