Λόγος Παράταιρος

«Παράταιρος ο λόγος ο δυνατός/ μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει» (Γ. Ρίτσος)

Αφρικάνοι ποιητές

19s 

Λέοπολ Σενταρ ΣΕΝΓΚΟΡ (Σενεγάλη)

 

 

           Μαύρη γυναίκα

 

Γυναίκα γυμνή, γυναίκα μαύρη

ντυμένη με το χρώμα σου, με το σχήμα σου που είναι ομορφιά.

Μεγάλωσα στη σκιά σου, η γλύκα των χεριών σου τύλιγε τα μάτια μου.

Και να! που μες την καρδιά του καλοκαιριού και του μεσημεριού

σε ανακαλύπτω η της επαγγελίας, απ’ την κορφή

ενός αψηλού, φρυγμένου λόφου,

και η ομορφιά σου με κεραυνώνει κατάστηθα

σαν αστραπή αετού.

 

Γυναίκα γυμνή, γυναίκα σκοτεινή!

Οπώρα ώριμη με τη σφιχτοδεμένη σάρκαεκστάσεις μουντές μαύρου κρασιού

Στόμα που κάνει το στόμα μου λυρικό

Πεδιάδα με τους ξάστερους ορίζοντες

Πεδιάδα που ανατριχιάζεις στις θερμές θωπείες

Του ανατολικού ανέμου

Ταμ ταμ γλυπτό, ταμ ταμ τεντωμένο

Που δονείσαι κάτω από τα δάχτυλα του Νικητή.

Η βαριά, κοντράλτο φωνή σου

Είναι το λυπητερό θρησκευτικό τραγούδι της Αγαπημένης.

 

18rrΓυναίκα γυμνή, γυναίκα σκοτεινή!

Λάδι που καμιά πνοή δε ρυτιδώνει

Λάδι  γαλήνιο στα πλευρά του αθλητή

Στα πλευρά των πριγκίπων του Μαλί.

Ζαρκάδι με τους θείους αρμούς, τα μαργαριτάρια

Είναι αστέρια πάνω στη νύχτα του δέρματός σου.

Στη  σκιά της κόμης σου, η αγωνία μου

Φωτίζεται από τους γειτονικούς ήλιους των ματιών σου.

 

Γυναίκα γυμνή, γυναίκα μαύρη!

Τραγουδώ την πρόσκαιρη ομορφιά σου

σχήμα που σταθεροποιώ στην αιωνιότητα

προτού η ζηλόφθονη μοίρα σε καταντήσει στάχτη

για να θρέψει τις ρίζες της ζωής.

 

Μ. Λαϊνά, Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, μτφ. Δ. Σταύρου, εκδ. Ελ. Γράμματα

 

 

 

 

Λέοπολ Σενταρ ΣΕΝΓΚΟΡ (Σενεγάλη)

 

 

Αλλά ξέχασε όλα εκείνα τα ψέματα

 

 

[…………………………………………]

Στ’ αβρό άγγιγμα της άνοιξης, σε μια τέτοια

Γαλάζια αβρότητα καθώς έχει αυτή η Άνοιξη, α!

Να ονειρεύεσαι τα νέα κορίτσια όπως ένας ονειρεύεται

Τα’ αγνά λουλούδια στον πράσινο τρόμο του δάσους. Στις σκιές

Του παρθένου δάσους, να πιστεύεις πως υπάρχουν

Ανοιξιάτικα μάτια, μάτια από φως που τρομάζουν

Καθώς τρομάζει το ξέφωτο του δάσους το πρωί απ’ τον κατακτητή του

Ήλιο. Να πιστεύεις πως υπάρχουν χέρια ηρεμότερα

Κι απ’ τα φοινικόδεντρα, απαλότερα κι από το λίκνισμα μιας

Θαλάσσιας νύμφης- χέρια απαλά να λικνίσουν την καρδιά μου

Με παλάμες απάνω απ’ τη θλίψη και τον ύπνο μου.

 

Έρχομαι σε σένα ένα λείο βέλος όρθιο, το κεφάλι

Ψηλά απάνω απ’ τα χαμόκλαδα, ω σκοτεινά

Χείλη από μοναχικούς ετήσιους άνεμους, αδέρφια

Της νύχτας ιερών χορών τα’ ουρανού! Ακούστε

Τη φωνή της χαμηλή και βαθύτατη- μια μεγάλη

Μπρούτζινη καμπάνα από πολύ μακριά!

Η καρδιά της χτυπά στον ίδιο τόνο με τη δική μου

Και ο ρυθμός της είναι ρυθμός πολεμικών ταμ ταμ.

Να πιστέψεις πως αυτή είναι η μία Νέα Γυναίκα, που

Προσμένει στην εξώθυρά της για τους ταχυδρόμους μου

Και που φαντάζεται το πρόσωπό μου μέσα

Στο κεφαλομάντιλό  της που λουλουδίζει! Στ’ απαλό

Φως αυτής της Άνοιξης, να πιστέψεις με προσμένει

Η παρθένος μου με τα μαύρα μεταξένια μαλλιά.

 

Μ. Λαϊνά, Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, μτφ. Αθ. Νταουσάνης-Ο. Σανς, εκδ. Ελ. Γράμματα

 

 

 02v1

 

Αγκοστίνο ΝΕΤΟ (Αγκόλα)

 

          Κινάξιξι

 

Χάρηκα που κάθισα

σ’ ένα παγκάκι στο Κινάξιξι

στις έξι ώρα το απόγευμα.

Έκανε ζέστη κι έκατσα εκεί…

 

κάποιος θα ‘ρχόταν

ίσως

να καθίσει δίπλα μου.

 

κι εγώ θα ‘βλεπα τα μαύρα πρόσωπα

των ανθρώπων π’ ανέβαιναν την πόλη

χωρίς να βιάζονται

απρόσεκτοι

στ’ ανάμειχτα Κιμπούντου που συνομιλούσαν.

 

Θα ‘βλεπα το κουρασμένο βήμα

των υπηρετών που κι οι πατέρες τους ήσαν υπηρέτες

να ψάχνουν για έρωτα εδώ, για δόξα εκεί, ζητώντας

κάτι περισσότερο απ’ το μεθύσι

με πιοτό.

 

Ούτ’ ευτυχία ούτε μίσος.

Μετά το ηλιοβασίλεμα

τα φώτα θα άναβαν κι εγώ

θα ‘φευγα να περιπλανηθώ

σκεπτόμενος πως η ζωή μας στο κάτω κάτω είναι απλή

για όποιον είναι κουρασμένος κι έχει ακόμη να βαδίσει.

 

Μ. Λαϊνά, Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, μτφ. Η. Κυζηράκος, εκδ. Ελ. Γράμματα

 

 

 

Ίνγκριντ ΤΖΟΝΚΕΡ(Νότια Αφρική)

 

 

             Η μαμά

 

Η μαμά δεν είναι πρόσωπο πια

Όμως

Ντύνεται

Πηγαίνει στο κομμωτήριο

Βαδίζει στο δρόμο

Πιάνει τα τακούνια της

Συμβουλεύεται τον ψυχίατρο

Σαν όλους τους άλλους

 

Ψιθυρίζει λέξεις

 Moncheri

Δεν ακούγεται καθόλου

Ο λευκός

Ψίθυρος του φαντάσματος μόνο

Δεν έχει χρώμα

Και φεύγει γρήγορα

Χασκογελάει από τους ανελκυστήρες

Κοιτάζει εδώ κι εκεί με τα γυαλιά της

Κάνει πως εκπλήσσεται

Είναι αφοπλισμένη

Γυμνή σαν Αφρικάνα

Θέλει να πιστέψει στον άνθρωπο

Π’ ακόμα μιλάει για Θεό

 

 

 

Ίνγκρντ ΤΖΟΝΚΕΡ(Νότια Αφρική)

 

Σε επαναλαμβάνω

 

Σε επαναλαμβάνω

χωρίς τέλος ή αρχή

επαναλαμβάνω το σώμα σου

Η μέρα έχει μικρή σκιά

Κι η νύχτα κίτρινους σταυρούς

Το τοπίο είναι χωρίς λάμψη

Κι οι άνθρωποι μια σειρά κεριά

Ενώ εγώ σ’ επαναλαμβάνω

Με τα στήθια μου

Που μιμούνται το γούβωμα των χεριών σου.

 

Μ. Λαϊνά, Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, μτφ. Η. Κυζηράκος, εκδ. Ελ. Γράμματα

 

4 thoughts on “Αφρικάνοι ποιητές

  1. Πάρα πολύ ωραία, αλλά σκοτωθήκαμε να τα διαβάσουμε.

  2. Τώρα μάλιστα. Ευχαριστούμε!

Σχολιάστε