Λόγος Παράταιρος

«Παράταιρος ο λόγος ο δυνατός/ μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει» (Γ. Ρίτσος)

Πες το με ποίηση (429ο): «ΜΥΡΩΔΙΑ-ΑΡΩΜΑ»…

*Η ανάρτηση είναι της καλής φίλης και συνεργάτιδας του μπλογκ, Αγγελικής.

ΡΟΔΟΥ ΜΟΣΚΟΒΟΛΗΜΑ – ΕΛΕΝΗ ΤΣΑΛΙΓΟΠΟΥΛΟΥ

1.ΡΟΔΟΥ ΜΟΣΧΟΒΟΛΗΜΑ

Εφέτος άγρια μ' έδειρε η βαρυχειμωνιά

που μ' έπιασε χωρίς φωτιά και μ' ήβρε χωρίς νιάτα,

κι ώρα την ώρα πρόσμενα να σωριαστώ βαριά

στη χιονισμένη στράτα.

.

Μα χτες καθώς με θάρρεψε το γέλιο του Μαρτιού

και τράβηξα να ξαναβρώ τ' αρχαία τα μονοπάτια,

στο πρώτο μοσκοβόλημα ενός ρόδου μακρινού

μου δάκρυσαν τα μάτια.

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

*****

2. Η ΕΥΩΔΙΑ ΕΝΟΣ ΡΟΔΟΥ

Η ευωδιά ενός ρόδου

μεσ’ στη νύχτα που τρέμει

.

ο κραδασμός των άστρων

σμιλεύει τη γη

.

παιδιά παίζουν

με μεγάλα σμαραγδένια μάτια

.

παράθυρα ανοίγουν μέσα μας

κι αναδύονται χιλιάδες πεταλούδες.

ΣΤΑΥΡΟΣ ΜΙΧΑΣ, «Θηρευτής εκτός ορίων», εκδ. Μανδραγόρας, 2001

*****

3. ΤΟΥ ΑΡΩΜΑΤΟΣ ΜΙΑΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ

Ἄρωμα γυναίκας, πού, γιά μιά στιγμή, διέκοψες τή

μοναχική μου προσήλωση

Στά φαντάσματα τοῦ παρελθόντος, γεμίζοντας

Μέ κρουνούς ἡδονῆς τήν ἄδεια στέρνα

Τῆς ζωῆς μου, ἐσύ ὄσφρηση -μαχαίρι

Πού αἰφνίδια εἰσχώρησες στή νεκρή γῆ

Ζητώντας μιά φλέβα γιά νά φουντώσεις

Πυροτεχνήματα, ἐσύ λέξη – κλειδί

Λησμονημένης ἐπωδοῦ ἀπό ἀρχαῖο παιάνα

Πέρασες καί χάθηκες μέσα στό πλῆθος.

.

Ἔρχονται στιγμές πού σέ θυμᾶμαι, ὅταν πλάνης

γιά πλάνες γυρίζω

Σέ δρόμους πού ἄλλαζαν κατεύθυνση κι ἐρήμωσαν

τά σπίτια τους,

Καί γίνεσαι ἕνα μαζί μου, σκέπαστρο καταφυγῆς,

Ἀχός μουσικῆς σέ ἄγρια νύχτα βιασμῶν,

Ἀστέρι πού πέφτει σέ ἄδειες παλάμες,

Ριπή σκοπευτηρίου σέ διάτρητο στόχο,

Θαμπόφεγγη ἐλπίδα

Ρημαγμένης ζωῆς.

ΤΑΣΟΣ ΚΟΡΦΗΣ

*****

4. ΑΡΩΜΑ ΑΝΟΙΞΗΣ

Το πρώτο άρωμα της άνοιξης

ήρθε και μ’ αγκάλιασε

ένα βράδυ τ’ Απρίλη.

Εκεί, δίπλα στη θάλασσα

βούτηξα την ψυχή μου

ξαναγεννήθηκα

ξαναντίκρισα τ’ αστέρια και το φεγγάρι

σαν πρώτη φορά.

Έψαξα τη χαμένη μου

παιδική αθωότητα χωρίς ντροπή.

.

Εκεί δίπλα στη θάλασσα,

γυμνός, βούτηξα στα μαύρα νερά

ξέπλυνα τα ανομήματά μου

ξαναβαφτίστηκα

στο όνομά σου.

.

Ανδρέας Καρακόκκινος, Πνοή της άνοιξης (2007) [Ενότητα Πνοή της άνοιξης]

*****

5. Η ΜΥΡΩΔΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Ξεκρέμασα από την ντουλάπα

Το παλιό μου πανωφόρι

Εκείνο με το σκίσιμο στη μασχάλη

Μυρίζει ναφθαλίνη

Μα καινούριο θα φαίνεται μ' ένα μαντάρισμα

.

Έτσι που το προβάρω στον καθρέφτη

Και βλέπω το αντιφέγγισμά μου στο τζάμι

Τις μέρες συλλογίζομαι

Που πέρασαν από την τρύπα της ζωής μου

.

Ούτ' ένα μπάλωμα

Ούτ' ένα μαντάρισμα

Δεν τις ομορφίζει

Όλη του κόσμου η ναφθαλίνη

Τη μυρωδιά του χρόνου δεν σκεπάζει

.

Λεωνίδας Κακάρογλου, Οι τίγρεις των δωματίων, Βιβλιοπωλείον της Εστίας

.

Νίκος Ξυλούρης-Χρώματα κι αρώματα

.

6. ΤΟ ΑΡΩΜΑ ΤΩΝ ΡΟΔΩΝ

Ποιος θα μου φέρει πίσω

το μεθυστικό

και αποπνικτικό

άρωμα

από τα λευκά τριανταφυλλάκια

πλεγμένα στις λόγχες

του κιγκλιδώματος

των κήπων

του Μαΐου;

.

Δεν έχω μυρίσει ξανά

ποτέ κάτι παρόμοιο

μήτε

το άρωμα

του γυναικείου φύλου

στην κορύφωση

της επιθυμίας

είναι καλύτερο

από αυτό.

.

Αλμπέρτο Μοράβια, Μετάφραση: Μάριος Λογαράς

*****

7. ΜΥΡΩΔΙΑ

Ξύπνησα από τη μυρωδιά: κάτι καίγεται

Πουθενά καπνός όμως, πουθενά φωτιά

Έψαξα όλο το σπίτι

Έφτασα μέχρι τις αναμνήσεις του

Παλιά κουτιά με παπούτσια

Χιλιάδων απολεσθέντων βημάτων

.

Άλλα κουτιά με υπολείμματα λέξεων

Που δεν ειπώθηκαν ποτέ

Και πέθαναν από ασιτία μακράς διαρκείας

Μια φωτογραφία εδώ, ένας χωρισμός εκεί

Σκόρπια και ασύνδετα κομμάτια

Από ακατανόητα αντικείμενα και υποκείμενα

.

Α, ναι: και μια φωνή ξεχασμένη

Στο πίσω μέρος μιας πένθιμης γιορτής

Χωρίς ημερομηνία έναρξης ή λήξης

Ακόμα και σ' αυτή τη φωνή έψαξα.

Δεν βρήκα τίποτα.

.

Ωστόσο η μυρωδιά επιμένει, δυναμώνει

Κι εγώ τώρα πια το ξέρω:

Αφού δεν βρήκα τίποτα

Κάπου καίγονται ψυχές.

.

Κώστας Καναβούρης

*****

8. Η ΜΥΡΩΔΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗΣ

Οι άνθρωποι

που έχουν ξεχάσει πώς είναι η ζωή

έχουν μια μυρωδιά ιδιαίτερη.

.

Είναι αυτή της μοναξιάς

που μοιάζει με κουκούλι κάμπιας

και τους περιβάλλει.

.

Είναι η κρούστα από πάγο στην επιφάνεια της λίμνης

τις ήσυχες μέρες του χειμώνα·

η υφή της υγρασίας σε σπίτια που κατοικούνται

χωρίς κανείς να ζει εκεί ποτέ κανένα πάθος·

που κατοικούνται

κι όμως μοιάζουν ξεχασμένα.

ΤΣΑΜΠΙΚΑ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑ

Το Άρωμα | Παραδοσιακό

9. ΤΟ ΑΡΩΜΑ

Αχ,

Ήθελα να ‘μουν άρωμα

Που βάνεις στα μαλλιά σου, που βάνεις

Σε κάθε σου αναπνοή

Να μπαίνω στην καρδιά σου..

.

Αχ,

Όλου του κόσμου τα καλά

Να τα 'χα δεν τα θέλω, δεν τα θέλω

Ας έχει ο κόσμος τα καλά

Κι εγώ αυτόν που θέλω

.

Αχ

Όσα άστρα έχει ο ουρανός

Ο ήλιος το φεγγάρι, το φεγγάρι

Έτσι κι εγώ θα σ' αγαπώ μέχρι να μπω στον Άδη

.

Αχ

Για σένα κλαίω και πονώ

Και βαριαναστενάζω, για σένα

Μα τέτοιο πόνο με χαρές

Χιλιάδες δεν αλλάζω!

.

Αχ

Ήθελα να ‘μουν άρωμα

Που βάνεις στα μαλλιά σου, που βάνεις

Σε κάθε σου αναπνοή

Να μπαίνω στην καρδιά σου!

.

(Παραδοσιακό)

*****

10. ΤΟ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ ΕΚΕΙΝΟ ΑΡΩΜΑ

και ξαφνικά συναντηθήκαμε

σε μια στροφή του δρόμου

αυθόρμητα απλώσαμε τα χέρια

μετά από τόσα χρόνια

δεν άλλαξες θα λέγαμε

αν έβγαιναν οι λέξεις απ’ το στόμα

και πάντα σ’ αγαπώ

χαθήκαμε για λίγο

ο ένας μέσα στα μάτια του άλλου

.

καθίσαμε μετά σ’ ένα παγκάκι

όπως σχεδόν μιαν άλλη εποχή

βουρκώσαμε αλλά δεν κλάψαμε

εισπνεύσαμε βαθιά

το ξεχασμένο εκείνο άρωμα

ενώ κάπου μακριά ακούσαμε

να παίζει το τραγούδι μας

.

χωρίσαμε ύστερα διστακτικά

μ’ ένα τρυφερό σπαρακτικό φιλί

γιατί ήταν ήδη νύχτα σκοτεινή

και πια δεν θα ξημέρωνε ποτέ

ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ, σαν τον πυράκανθο (2022)

*****

11.ΨΙΘΥΡΟΙ ΚΑΙ ΑΡΩΜΑ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ

ονειρική

η πόλη με το βραδινό της ένδυμα

προθήκες φωτισμένες σκοτεινές γωνιές

σοκάκια φιδοσέρνονται και χάνονται

εδώ κι εκεί σ’ άγνωστες γειτονιές

ψίθυροι κι άρωμα θαλασσινό

ένα ρίγος μια ανάσα ερωτική

διαπερνά μεθυστικά κάθε διαβάτη

μαγεύει και μαγεύεται

.

από την παραλία ως τα κάστρα

γίνονται όλα κρυψώνα μυστικό

φιλί και χάδι ατέλειωτο

αναστεναγμός

.

κάθε νύχτα η πόλη γεννάει τον έρωτα

που έρπει, εισχωρεί, κυριαρχεί

κι εκπνέει ξαφνικά το χάραμα

ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ, σαν τον πυράκανθο (2022)

*****

12. ΧΙΛΙΕΣ ΜΥΡΩΔΙΕΣ

Ο εραστής των αρωμάτων τρελάθηκε μέσα στις θεσπέσιες οσμές

και καθώς μυρίζει τις πνευματικές ανακλάσεις τους,

ονειρεύεται τα ευωδιαστά χόρτα της αγάπης.

Το κέδρο και τον πεύκο,

το μοσχοθυμίαμα του Αγιονόρους

και το τίμιο λαδάκι του φτωχού,

πασπαλισμένη πεθυμιά με ρίγανη στη άοσμη ξενιτιά

και το αχνιστό ψωμί από την πινακωτή.

.

Παρέκει ο μόσχος ο μάγκας να μασουλάει αργά-αργά

τον μακρόσυρτο χρόνο του.

Στο παζάρι το πολύβουο, χόρταση οι χίλιες μυρωδιές

για τον φτωχό, τον νοσταλγό, τον νοικοκύρη.

Ανδρέας Λίτος, Φωτός Κάλλος (2006)

*****

13. Η ΧΑΜΕΝΗ ΕΥΩΔΊΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

Το κέντρο του λόγου πανίσχυρο μέσα στην Ιστορία.

Χαριτωμένη φανέρωση της ενδόμυχης ζωής, μελιφθογγία.

Καίριο χτύπημα η πλημμυρίδα της φθοράς έξω από τα ρείθρα.

Η όμορφη ομιλία έγινε παρελθούσα στη μνήμη, ανεμόεσσα.

Η σιωπή του λεκτικού αφανισμού.

.

Κι εμείς οι λίγοι φίλοι, έτι ομιλούντες,

μαθητές της αγάπης, νοσταλγοί τώρα παραμένουμε

της ευωδίας του απόντος λόγου

χαρούμενοι για την εδώ παρουσία σου!

ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΙΤΟΣ, Φωτός Κάλλος (2006)

Single Post Navigation

10 thoughts on “Πες το με ποίηση (429ο): «ΜΥΡΩΔΙΑ-ΑΡΩΜΑ»…

  1. -«…Ειρήνη είναι η μυρωδιά του φαγητού το βράδι,
    τότε που το σταμάτημα του αυτοκίνητου στο δρόμο δεν είναι φόβος,
    τότε που το χτύπημα στην πόρτα σημαίνει φίλος,
    και το άνοιγμα του παράθυρου κάθε ώρα σημαίνει ουρανός
    γιορτάζοντας τα μάτια μας με τις μακρινές καμπάνες των χρωμάτων του,
    είναι η ειρήνη…»

    (Γ. Ρίτσος)

    **********

    -«…Έλα με την ευωδιά σου μόνον.

    Μην μπεις σ’ αυτόν τον ποταμό ντυμένος.

    Οι δρόμοι σε πάνε απ΄εδώ ως εκεί.

    Αλλ’ από πού ξεκινάνε;

    Ώρα να ζήσουμε γυμνοί.

    Ο δρόμος κάποτε τελειώνει

    όχι όμως η αγάπη.

    Η Αγάπη είναι ποτάμι.

    Πιες πλύσου.»

    *

    (Τζαλαλαντίν Ρουμί)

    **********

    ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ, «ΜΟΣΧΟΒΟΛΟΥΝ ΟΙ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ» (ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟΒΡΑΔΟ)

    **********

    Τάσος Λειβαδίτης| Νυχτερινή ευωδία

    Μερικές φορές η ερημιά γίνεται ανυπόφορη, παίρνεις τότε έναν
    αριθμό τηλεφώνου
    έστω για ν’ ακούσεις μια φωνή, ζητάς ένα όνομα «λάθος» σου απαντάνε
    όλα ήταν λάθος, κι οι δρόμοι που πήραμε και τα λόγια που είπαμε
    και τα χέρια που κρατήσαμε…
    Παιδί κρυβόμουν πίσω απ’ τον κομό,
    εκεί ήταν το άπειρο, αλλά δε χωρούσε παρά μόνο εμένα –
    γι’ αυτό σας λέω μη ζητάμε περισσότερα κι αργότερα, άντρας πια,
    καθόμουν πίσω απ’ τα τζάμια και κοίταζα τα φώτα της πόλης
    έτσι γνώρισα το αναπότρεπτο των χωρισμών – τι θ’ απομείνει λοιπόν
    τι θ’ απομείνει από τόσες προσδοκίες, τόσους στεναγμούς;
    ένα όνομα και δυο χρονολογίες χαραγμένες στην πέτρα που ο καιρός
    θα τις σβήνει σιγά σιγά.
    Όλοι φεύγουμε, χωρίς να μάθει τίποτα ο ένας για τον άλλον. Γιατί; Τι φταίει;
    Ή μήπως όλα γίνονται για κάποιο λόγο μυστηριώδη: ένα άλυτο
    αίνιγμα ίσως, ή μια τιμωρία;

    Αλλά τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη – ω ανθισμένη ματαιότητα του κόσμου…

    (Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου | εκδόσεις Μετρονόμος)

    ****************

    Γιάννης Τσίγκρας, Η οσμή των λέξεων      

    Κι ύστερα, θα είμαστε κάτι παραπάνω απ’ όσους πέρασαν
    απ’ αυτό τον πλανήτη.
    Θα είμαστε αυτοί που βοήθησαν τ’αηδόνια
    να βουλιάξουν περισσότερο μέσα στη νύχτα της λαλιάς τους
    και το φεγγάρι ν’ αναπνέει την απλότητα των αισθημάτων,
    όπως το πεπρωμένο των ήρεμων ανθρώπων,
    όταν πέφτει μακρινή βροχή και μυρίζει σαν τις πεταλούδες και τα ποιήματα.
    Ναι, έχουν μιαν ιδιαίτερη οσμή οι λέξεις –
    τη νιώθουμε ιδιαίτερα τα βράδια,
    όταν μας επισκέπτονται οι παλιοί ποιητές με τσέπες γεμάτες ρίμες,
    κρατώντας ένα ποίημα, με υπογεγραμμένα ήτα
    που μιλάει για το θάνατο σα να’ ναι ανθισμένη μανόλια
    που μιλάει για χωρισμό, όπως μιλάει ένα παιδί για το τσέρκι του.

    https://www.greekstixoi.gr/stixoi/%CE%B7-%CE%BF%CF%83%CE%BC%CE%AE-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%BB%CE%AD%CE%BE%CE%B5%CF%89%CE%BD/

  2. 14. ΜΥΤΗΣ ΕΓΚΩΜΙΟΝ

    Σύ που ζεις με το μεθυστικό άρωμα του έρωτα,

    και αναπνέεις χτυποκάρδια ανθρώπων που αγαπιούνται…

    Ταχυδρόμε του Θεού μύτη!

    Διπλό τούνελ-ορυχείο, μύτη οστεοχόνδρινη,

    που αρδεύεσαι από διπλή αρτηρία!

    .

    Μύτη που μυρίζεις τις μυρωδιές,

    σαν τον ποιητή που οσφραίνεται,

    τις μυροβόλες οσμές των λέξεων!

    Γυρνώντας από την δουλειά, μυρίζω την σιγουριά

    του σπιτιού μου, την σκαμμένη γη του κήπου μου

    και αναπνέω το άρωμα του τριαντάφυλλου,

    του γιασεμιού, της λεβάντας, του δενδρολίβανου.

    .

    Ω μύτη! Μύτη Ελληνική, Αιγυπτιακή, Σημιτική,

    μύτη αετίσια, μύτη της Σφίγγας που τρέχουν

    να την θαυμάσουν στο Λούβρο!

    Κάποιες φορές μύτη θέλεις να μάθεις,

    να ψηλαφήσεις, να ανακατευτείς παντού,

    αλλά αναπάντεχα φταρνίζεσαι και κατεβάζεις,

    τα δικά σου μυτένια δάκρυα.

    Μαζεύεσαι στην στενοχώρια και στην θλίψη,

    και γίνεσαι μύτη “Πινόκιο”, όταν λες ψέματα.

    .

    Με τη μύτη αγαπάμε, αισθανόμαστε το γούστο

    και τη μυρωδιά των παιδιών μας.

    Κάθε πρωί, με την πρόφαση να το ξυπνήσω,

    γαργαλώ το μωρό μου φιλώντας το στο λαιμό,

    μυρίζοντας σαν “κυνηγόσκυλο τρούφας”,

    την γλυκιά μυρωδιά του ύπνου του.

    .

    Ω μύτη που μυρίζεις τα τσουρεκάκια,

    τους ζεστούς λουκουμάδες, το ψωμί του φούρνου,

    όλα τα μπαχαρικά, την μυρωδιά του βιβλιοπωλείου,

    του τσαγκαράδικου, του λαδάδικου…

    Ακόμα και το γλυκό μου συντροφάκι

    (το μαλτεζάκι μου) με γλείφει συνέχεια στον αστράγαλο,

    γιατί μυρίζεται την πληγή μου.

    .

    Αλλά και αν όλα τα πράγματα γινόταν καπνός,

    μόνο εσύ μύτη θα μπορούσες να τα μυρίσεις.

    Και έχεις τόση ευτυχία, όταν μπαίνεις στις υποθέσεις

    των άλλων!!!

    .

    Μύτη, λέξη με τις περισσότερες εκφράσεις,

    που τις βλέπω σαν επανάληψη σε σειρά TV

    στο μυαλό μου.

    Τον σέρνει από τη μύτη.                 

    Αυτός προχωρά με τη μύτη.                

    Να μου τρυπήσεις τη μύτη.                

    Το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται.                

    Δεν σηκώνει μύγα στη μύτη του.               

    Έσκασε μύτη.               

    .

    Ο  Μυταράς.               

    Ο  Μυτόγκας.               

    Η  Μυτούλα.               

    Η  Μυτουλίνα.

    .

    Ω Μύτη Μεγάλη, Αλάνθαστη πυξίδα της ζωής,

    Πολύπειρη μεσίτη ανάμεσα το σώμα και τη ψυχή..

    Οδήγα με εκεί που πρέπει.

    .

    Αριστομένης Λαγουβάρδος

  3. Μελίνα Ασλανίδου – Το Άρωμα

    15. ΟΙ ΜΥΡΩΔΙΕΣ ΤΟΥ ΑΠΡΙΛΗ

    Στέρεψαν οι λέξεις.
    Σαν άδειο πηγάδι
    το μυαλό μου.
    Μόνο τον θόρυβο του τενεκέ
    που ανεβοκατεβαίνει
    άδειος από νερό
    ακούω πια.

    Στέγνωσε το στόμα μου,
    και ένα φιλί σου
    δεν βρέθηκε να με ξεδιψάσει.
    Μαζεύω με την γλώσσα μου
    τα δάκρυά μου
    να δροσίσω τα χείλη μου.


    Οι μυρωδιές του Απρίλη
    με μεθάνε καθώς,
    διασχίζω μόνη μου
    τον κήπο.
    Θα μπορέσουμε άραγε
    να τις μοιραστούμε ποτέ;


    Πότε ή ποτέ;
    Πώς να αντέξω στην ιδέα…
    Από ένα τόνο να κρέμεται
    όλη μου η ζωή…

    ΤΖΟΥΤΖΗ ΜΑΝΤΖΟΥΡΑΝΗ

    *****

    16. ΑΡΩΜΑΤΑ

    Γλυκόπικρο άρωμα, μεθυστικές μυρωδιές,
    ανακατεμένες με τον ιδρώτα του κορμιού.
    Φιλιά γεμάτα πάθος,
    πόθος και λαγνεία, ανακατεμένα
    με τις ενοχές του παράνομου.


    Ώρες κλεμμένες, ανάμεσα στις δουλειές
    και στα ραντεβού…
    Καρδιές που χτυπάνε για λίγο μαζί,
    υγρές ηδονές,
    πνιχτές κραυγές βιαστικών οργασμών.


    Ξένα κρεβάτια που φιλοξενούν για λίγο
    ένα έρωτα χωρίς αρχή και τέλος,
    χωρίς μέλλον,
    μόνο με ένα συνεχές παρόν.
    Απελπισμένοι παράνομοι εραστές
    καταδικασμένοι στο στιγμιαίο
    που διαρκεί για πάντα…

    ΤΖΟΥΤΖΗ ΜΑΝΤΖΟΥΡΑΝΗ

  4. Δημήτριος Καρπέτης, “Άρωμα”

    Οι ώρες του θρήνου συντρίβονται

    ξετυλίγοντας το νήμα της ζωής.

    Σε βρίσκω μέσα μου,

    στο άρωμα των λουλουδιών,

    στην κοίτη του άπειρου

    Εξαγοράζω την ελευθερία της ψυχής

    προσφέροντας λίγα ουράνια τόξα

    στα καταχθόνια σκοτάδια.

    Πρόσωπα σαστισμένα

    ποινές απάνθρωπες διαγράφονται.

    Το εξωτερικό περίβλημα ραγίζει,

    απαλλαγμένος από τις αλυσίδες της θλίψης

    τυλίγω τη γύμνια μου

    με το άρωμα σου!

    Η λαχτάρα για ζωή

    ζαρώνει το τίποτα.

    **************

    -Ε. Αρβανιτάκη, «Το άρωμα»

    -Ν. Μωραΐτης, «Το άρωμα»

    Μπαίνω στον κόσμο
    αυτόν που άφησες
    εσύ δεν είσαι μάτια μου
    μα όλα είναι εδώ

    Τα βήματα που βάδισες
    τα πράγματα που άγγιξες
    μα πιο πολύ το άρωμα
    με πνίγει στο λαιμό

    Έσπασα την κολώνια σου
    έσπασα το άρωμα σου
    και με τα χέρια μου αδειανά
    χορεύω χορεύω στα γυαλιά σου

    ατμός είναι τα μάτια σου
    κομμάτια τα φιλιά σου
    τώρα δεν έχω τίποτα
    να σε θυμίζει πια…

    Μπαίνω και ζω
    αυτό που άφησες
    πως έφυγες και έμεινες
    και είσαι ακόμα εδώ

    τα πρόσωπα που αγάπησες
    τα δάκρυα που δάκρυσες
    τα γέλια σου που γέλασες
    εγώ τα ξενυχτώ

  5. Αλεξάνδρα – Μυρίζει Ο Κόσμος Γιασεμί

    17.ΜΥΡΙΖΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΓΙΑΣΕΜΙ

    Μυρίζει ο κόσμος γιασεμί
    κι η γη αναστατωμένη
    κι είναι το Σάββατο χλωμό, πολύ χλωμό
    σαν κάτι που πεθαίνει

    Κι ήρθες εσύ με τα παλιά
    τα ρούχα τα τριμμένα
    και με ρωτάς τι να ‘γινε
    η αγάπη αυτή που είχα για σένα

    Μυρίζει ο κόσμος γιασεμί
    κι ο ουρανός λιβάνι
    και λες πως ήρθε η στιγμή, πικρή στιγμή
    ο κόσμος να πεθάνει

    Γίναν τα μάτια σου βαθιά
    και οι θάλασσες μεγάλες
    μου πήραν όλες τις χαρές
    κι όμως χαρές δεν ‘φέραν άλλες

    ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΠΟΥΡΜΠΟΥΛΗΣ

    *****

    18. Η ΜΥΡΩΔΙΑ ΤΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ

    Οι πιο πολλοί
    όταν μιλούν για ποιήματα
    στις λέξεις αναφέρονται
    στη γλώσσα
    στη μυρωδιά καθόλου.

    Δεν είναι άδικο
    να επικρατούν οι γευστικοί

    των ποιημάτων κάλυκες
    το θείο κύτταρο της μνήμης

    να εξαιρείται;

    Η μυρωδιά είναι αυτή
    που αιχμαλωτίζει τα μυστήρια
    το σχήμα και το μέγεθος
    ορατών, αόρατων πραγμάτων
    μυρίζεται τον άγουρο, τον ώριμο καρπό.

    Ξεχνάμε αλήθεια το λουλούδι
    το άρωμά του

    προσελκύει τους εραστές

    όταν η οσμή του εξασθενεί πεθαίνει.

    Ειρήνη Πυλαρινού

  6. 19. ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗ ΑΠ΄ΤΟ ΤΑΜΕΙΟ

    Μπήκε στο μαγαζάκι με τ’ αρώματα, αρώματ’ ακριβά,

    ολόκληρος και μόνος, ίσκιος του δρόμου, αποφασιστικά μπερδεμένος

    και μοντέρνα χτενισμένος, μπήκε μόνος…

    .

    Ζήτησε να δει αρώματα, ήθελε το καινούργιο, να βρει

    το ταιριαστό του, ταίρι δικό του, ναι, του ταίριαζε το καινούργιο,

    αυτό που δεν είχε ποτέ δικό του.

    .

    Ευγενικός υπάλληλος μιλά:

    «Κύριε, εδώ πουλάμε μόνο μνήμη, θάνατο, ειρήνη,

    αισθήσεις νεκρωμένες,

    δε φέρουμε καμιά επιπρόσθετη ευθύνη,

    μα, επιτρέψτε μου,

    λυπούμαστε, πως έρχεστε και φεύγετε μόνος».

    .

    Κωνσταντίνος Παπαχαράλαμπος, Ζεστό σώμα

    *****

    20. Η ΑΧΝΗ ΜΥΡΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

    Ρουφάω το αίμα απ’ την πληγή,

    αναζητώ τα ίχνη,

    χάνομαι στην τρικυμία του κόσμου.

    Ο χρόνος αντεπιτίθεται

    ο αντίλαλος της χαμένης αθωότητας

    κατρακυλά στα γκρέμια.

    .

    Ολομόναχος στο κενό

    ακούω το θρόϊσμα των πόθων,

    αγγίζω την παλίρροια των δακρύων σου.

    Ελάχιστος ο φωτισμός,

    με τη μοίρα στο στόμα

    αναζητούμε χαραμάδες ευτυχίας.

    .

    Δυο κορμιά γυμνωμένα

    σφάζουν το φόβο,

    σχίζουν το πανωφόρι του χρόνου.

    Η αίσθηση της αφής

    εισχωρεί ασυγκράτητη.

    .

    Τρεμοσαλεύουν τα σώματα,

    οι πνιχτές κραυγές καταστρέφουν

    την ησυχία μιας απραξίας που λίμναζε.

    Η αχνή μυρωδιά της ζωής αναδύεται

    τις στιγμές της έκστασης.

    ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΡΠΕΤΗΣ

  7. «Τι οσμή έχει η θλίψη;»

    Της Αρετής Μαυροπούλου

    Τι οσμή έχει άραγε η θλίψη

    που κατάβαθα με άγγιξε.

    Μήπως έχει την οσμή του κεριού

    που λιώνει αργά και ταπεινά;

    Μήπως μυρίζει θυμίαμα

    που διαχέεται εντός μου

    και με γλυκονανουρίζει;

    Μπορεί να έχει του ίασμου

    την ευωδία και την αγνότητά του.

    Αχ εσείς κόρες της Τοσκάνης

    που με γιασεμιά

    στολίζατε την κόμη

    αλείψτε με μύρο την θλίψη

    απόψε να την κοιμίσω σαν μωρό.

    Τις νύχτες πεινάει

    και χορταίνει

    στο πρώτο φώς.

    *****************

    Γιάννης Σχίζας

    Η πόλη των οσμών

      2’

    31.03.18 19:00

    Η άνοιξη ήλθε. Το Πάσχα ως γιορτή πασχαλιάτικη έρχεται κι αυτό. Έρχονται οι ωραίες οσμές της άνοιξης, έρχεται η μυρωδιά της νεραντζιάς – που όντας ένα δέντρο «άχρηστο» μπορεί τουλάχιστον να προσδίδει στο μικροπεριβάλλον του μια αιθέρια αίσθηση ευοσμίας. Στο «Θαύμα της Καισαριανής» ο Παπαδιαμάντης γράφει για το νερό μιας μικρής πηγής, πάνω από το Μοναστήρι της Καισαριανής, για να περιγράψει την κατανυκτική ατμόσφαιρα της Μεγάλης Παρασκευής: «Μοσχοβολούσε ο τόπος από θυμάρια, σχοίνους και άγριο δυόσμο. Κόσμος ένα πλήθος, γυναίκες ένα σωρό, άνδρες πολλοί και παιδιά ένα μελίσσι, άλλοι ορθοί, άλλοι καθισμένοι, μερικοί άρρωστοι από διάφορες ασθένειες, μισεροί και σακατεμένοι, βρίσκονταν εκεί και έκαναν το σταυρό τους… Το νερό ήταν δροσερό, γλυκό νερό, αγίασμα. Είχε μια δροσούλα και μια μοσκοβολιά που δεν ξανάγινε».

    Η ευοσμία των πόλεων είναι ένα ζητούμενο, όμως αυτό προσκρούει στην αστική κατάσταση – πολύ μπετόν, πολύ τσιμέντο, λίγη βλάστηση: Όμως αυτό δεν αποκλείει διάφορες «ιδιωτικές» πηγές της ευοσμίας. Έχω υπόψη μου τη χήρα του Τσαρλς Μπουκόφσκι, μούσα αυτού του τρομερού παιδιού της αμερικάνικης λογοτεχνίας, που προ ετών δήλωσε στα μίντια με αφορμή μια έκθεση αφιερωμένη στον άντρα της: «Αισθάνομαι ακόμη τη μυρωδιά του Χανκ (Μπουκόφσκι). Είναι σαν να ζω πραγματικά με ένα φάντασμα».

    Πάντως όταν αναφερόμαστε στις δημόσιες οσμές ανακαλώ στη μνήμη μου ένα ποίημα του Βασίλη Πη: «Οι μυρωδιές του μέλλοντος με ελκύουν – Κι οι θόρυβοι όταν έρχονται – Από τα σύννεφα σκόνης που σηκώνουν – Πώς μ’ αρέσουν αυτές οι μυρωδιές – Που αφήνουν πάντα έντονη οσμή – Και μια βαθιά γλυκιά απόλαυση – Ερωτευτείτε μιαν απροσδόκητη στιγμή – Σαν ένα δώρο ακριβό που δεν περιμένατε…». (Από τη συλλογή «Μυθογραφία», εκδόσεις Γαβριηλίδη).

    Στο βιβλίο «Άρωμα» που γυρίστηκε και ταινία, ο Πατρίκ Ζισκίντ σκιαγραφεί μια μεταφυσική και καθόλου πολεοδομική ιδέα περί οσμής. Το αντίθετο συμβαίνει κάποιες φορές με υπαιτιότητα της βιομηχανίας: Πριν από μερικά χρόνια, «ένα σύννεφο ακίνδυνου αερίου που μυρίζει σαν «κλούβιο αβγό, ιδρώτας και σκόρδο» διέρρευσε… από εργοστάσιο στη Ρουέν και διέσχισε τη Μάγχη… προκαλώντας πονοκεφάλους, ναυτία και ανησυχία στο πέρασμά της. Η ιδιοκτήτρια του εργοστασίου Lubrizol France… ανακοίνωσε ότι το αέριο είναι μερκαπτάνη, γνωστή και ως μεθανοθειόλη, μια άχρωμη και ακίνδυνη ουσία…».

    Η πόλη είναι ικανή για το καλύτερο και το χειρότερο, είναι εύοσμη και δύσοσμη: Αρκεί να θυμηθούμε το υπαίθριο κατούρημα παλιότερων εποχών, που μετέτρεπε την οδό Τοσίτσα στην πιο δύσοσμη οδό των Αθηνών…

    https://www.avgi.gr/arheio/271431_i-poli-ton-osmon

    *************

    Σωτήρη Παστάκα, Ο ΔΡΟΜΟΣ ΜΕ ΤΑ ΜΠΑΧΑΡΙΚΑ

                                        Στην Πόπη Γκανά

    Μια υποψία και μόνο,

    ούτε καν υπόσχεση.

    Σαν να περπατάς στην Ευριπίδου

    και η μύτη σου να φορτώνει μυρουδιές

    κανέλλα, ρίγανη, βασιλικό και δυόσμο.

    Οσμή που δεν ξαναγίνεται γεύση.

    Γεύση από παρελθόντα

    που έγιναν μυρωδικά

    κι υποβιβάστηκαν στην όσφρηση.

    Όχι πλέον δια της αφής.

    Να χαϊδεύεις και τα δάκτυλά σου

    ν’αφήνουν πίσω τους χρώμα,

    μια επιδερμίδα

    ινδιάνου αρχηγού,

    το υπερκίτρινο της ζαφοράς

    και πώς τρίβουν το πιπέρι.

    Μια όραση κλούβια

    να βλέπει μόνο τη λακκούβα

    το σπασμένο κράσπεδο

    το μηχανάκι που κάνει

    ζιγκ – ζαγκ στον πεζόδρομο

    ανίκανη να μετουσιώσει.

    Η ακοή σου να βγαίνει περίπατο

    σαν το τελευταίο στερεοφωνικό

    του αυτοκινήτου όταν το σετάρεις,

    ν’ ακούς όλους τους σταθμούς από λίγο,

    δίχως συγκίνηση,

    σαν να περπατάς αγκαζέ

    με την ακοή μου

    στην Ευριπίδου. Στην Ευριπίδου

    με τις οσμές απ’ τα μπαχαρικά,

    μια παλιά γεύση αμαρτίας

    στο στόμα,

    μια πολύχρωμη αφή,

    μια κλούβια όραση

    και μια ακράδαντη πίστη στα έκτα:

    τα Ταρώ, τους καφέδες, τα ωροσκόπια.

    Σαν να περπατάω στην Ευριπίδου

    μαζί σου γυμνός. Γυμνός και μόνος.

    https://www.poeticanet.gr/tria-poiimata-swtiri-pastaka-anekdoti-syllogi-a-667.html?category_id=206

  8. AΓΓΕΛΙΚΗ on said:

    Πολυξένη Καράκογλου – Της Άνοιξης Κολώνια

    21. THΣ ΑΝΟΙΞΗΣ ΚΟΛΩΝΙΑ

    Τα χρόνια που μου δίνεις στις τσέπες μου κρατάω
    χαρτάκια σημειώσεις που στάζουνε ζωή
    Το πρώτο σου “σε θέλω” και τόσα “σ’ αγαπάω”
    εγώ κι εσύ στις τσέπες μου με τέλος και αρχή

    Τι κι αν περνούν οι εποχές τι κι αν περνούν τα χρόνια
    κι αν το χαρτί παλιώνει και σβήνουν οι γραμμές
    στη μυρωδιά μιας νεραντζιάς, της Άνοιξης κολώνια
    κοντά σου θα με φέρουνε χαρτάκια προσευχές

    Τα κρύβω στο παλτό μου για όλο τον χειμώνα
    και στο πουκάμισο μου μέρες καλοκαιριού
    Και είναι κάποια βράδια που μένουν λίγο μόνα
    σ’ ένα παλιό συρτάρι στο “ενδιάμεσο” του νου

    Τι κι αν περνούν οι εποχές τι κι αν περνούν τα χρόνια
    κι αν το χαρτί παλιώνει και σβήνουν οι γραμμές
    στη μυρωδιά μιας νεραντζιάς, της Άνοιξης κολώνια
    κοντά σου θα με φέρουνε χαρτάκια προσευχές

    ΑΘΗΝΑ ΣΠΑΝΟΥ

    *****

    22. ΜΥΡΙΖΕΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

    Μυρίζει ουτοπία
    του πραίτορα το σίδερο φοιτητικό που ‘χει αίμα
    Μυρίζει ουτοπία
    ο μαθητής που αντιμιλά και χάνει τη ζωή του
    Μυρίζει ουτοπία
    Του Κομαντάντε η αγωνία στα ελληνικά δοσμένη

    Μυρίζει ουτοπία
    η γουρλωμένη η ματιά του δήμαρχου Γκορντίγιο
    Μυρίζουν ουτοπία
    Της Κοτσαμπάμπα οι νεκροί, φιλήσυχοι πολίτες
    Μυρίζει ουτοπία
    στη Γένοβα ακίνητη πνοή παρατημένη

    Μυρίζεις ουτοπία
    γέρο-σακάτη αγωνιστή που ενίκησες τις ήττες
    Μυρίζει ουτοπία
    Του μετανάστη η προσμονή που αντίκρισμα γυρεύει
    Μυρίζει ουτοπία
    με πείσμα αυτός που καίγεται στη μέση της πλατείας

    Μυρίζει ουτοπία
    ‘κείνος που δεν γονάτισε από ασήκωτες συνήθειες
    Μυρίζει ουτοπία
    την αλαφράδα του καιρού όποιος δεν υπομένει

    Μυρίζει ουτοπία
    σ’ αίμα και άσπρα χημικά ο δρόμος βουτηγμένος
    Μυρίζει, βρωμάει, ζέχνει ο Χειμώνας τούτος ουτοπία
    Μυρίζει ατόφια ουτοπία

    ©Βασίλης Ζούμπος

  9. AΓΓΕΛΙΚΗ on said:

    ΘΕΜΗΣ ΑΔΑΜΑΝΤΙΔΗΣ – Η ΝΥΧΤΑ ΜΥΡΙΖΕΙ ΓΙΑΣΕΜΙ

    23. Η ΝΥΧΤΑ ΜΥΡΙΖΕΙ ΓΙΑΣΕΜΙ

    Ένας κόσμος τραγούδια,
    ένα δάσος «σ’ αγαπώ»
    μες στα μάτια σου παίζουνε κρυφτό.
    Έχεις μπει στη ζωή μου
    την καρδιά μου να πονάς
    κι απ’ το γέλιο στο δάκρυ με γυρνάς.
    Να σε πάρω δικιά μου με έναν έρωτα τρελό
    φουρτουνιάζει κι απόψε το μυαλό!
    Το φεγγάρι αλήτης σού χαϊδεύει το κορμί
    κι η νύχτα μυρίζει γιασεμί.

    Τώρα τι να σου πω;
    Φταίω, που σ’ αγαπώ!
    Τ’ άστρα χίλιοι καημοί
    κι η νύχτα μυρίζει γιασεμί.

    Ταξιδεύω μαζί σου κι ειν’ οι σκέψεις μου κρυφές,
    μα ταξίδι δεν κάναμε ποτές.
    Να σε κάνω δικιά μου σε φωνάζω τις βραδιές,
    μα δεν ήρθες και σήμερα και χθες.
    Είμαι μόνος κι απόψε μέσα σε όνειρα φωτιά,
    η αγκαλιά σου για μενα ξενητιά.
    Το φεγγάρι αλήτης σού χαϊδεύει το κορμί
    κι η νύχτα μυρίζει γιασεμί..

    Τώρα τι να σου πω;
    Φταίω, που σ’ αγαπώ!
    Τ’ άστρα χίλιοι καημοί
    κι η νύχτα μυρίζει γιασεμί.

    ΣΑΡΑΝΤΗΣ ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ

    ******

    24. ΜΥΡΙΖΩ ΜΗΛΟ

    Εγώ είμαι από την Κορυτσά, αδέρφια.
    Γι’ αυτό το κορμί μου μυρίζει μήλο.
    Γι’ αυτό, παιδιά, η φωνή μου είναι γλυκιά
    σαν μελωδία κιθάρας.

    Λουάν Τζούλις

    *****

    25. ΜΝΗΜΕΣ

    Μυρίζω δυόσμο και

    γεύομαι κεράσι,

    παππούς και γιαγιά

    πάντα εκεί,

    το δάκρυ να μη στάξει.

    Θυμίζω στον κόσμο

    να κάνει μια στάση,

    παρέα μας

    σε αλάνα μικρή,

    το χέρι

    να βαστάξει.

    .

    Μυρίζω δυόσμο και

    γεύομαι κεράσι,

    μπαμπάς και μαμά

    πάντα μαζί,

    η φλόγα να ανάψει.

    Θυμίζω στους φίλους

    να έρθουν στο πάρτι,

    σημαία μας

    να ανέβει ψηλά,

    την σκέψη

    να εξάψει.

    .

    Μυρίζω δυόσμο και

    γεύομαι κεράσι,

    παππούς και γιαγιά

    σε ουρανό,

    τις μνήμες ποιος να γράψει.

    Θυμάμαι τα λάφυρα

    χρυσάφι στο ράφι,

    μυρίζανε

    ανθάκια αυγής,

    στο δέρμα

    είχαν σκάψει.

    .

    Έλενα Πίνη

  10. AΓΓΕΛΙΚΗ on said:

    26.ΑΡΩΜΑΤΑ

    Χθες πέρασα
    Από το νησί σου
    Μύριζε μύρο και λιβάνι

    Μετά από το σπίτι σου
    Μύριζε παλιά βιβλία
    Προχώρησα στη σκέψη σου
    Μύριζε ρόδο και σοκολάτα

    Συνέχισα πιο κει
    Στην καρδιά σου
    Μύριζε το άρωμά μου
    Τρόμαξα

    Μαρίκα Συμεωνίδου

    *****

    27. ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΡΩΜΑ

    Λίγο πριν φύγει  με ανακοπή

    θυμάμαι τη γυναίκα που του έλεγε,

    ότι εβδομηντάρισε αλλά  μυαλό δεν έβαλε.

    Εκείνος,  απαντούσε  πως έχει δίκιο

    αφού μόνιμα ανεμίζει μέσα του μια λαμπερή εφηβεία.

    .

    Πάντα έλεγε, συμφιλιωμένος με το τέλος του,

    να μην ενοχλήσουν κανένα,

    να έρχεται από τη θαλπωρή του,

    σε μέρος δυσάρεστο και μελαγχολικό,

    παρά να τελειώνουν γρήγορα μαζί του,

    όντας  πακέτο φροντισμένο

    όπως το συνηθίζουν τα γραφεία τελετών για όσους φεύγουν.

    Μόνο ένα τσιγγάνο ήθελε με το κλαρίνο του να αυτοσχεδιάζει .

    .

    Στην εξόδιο ακολουθία σκεπτόμουν το σκυλί του

    που κάθε μέρα θα τον  περίμενε.

    Θυμόμουν όσα πολύ του άρεσαν:

    Το γλυκό περγαμόντο να το κοιτάζει στο φως

    με κείνη τη θολή κιτρινωπή του διαφάνεια,

    να μυρίζει το άρωμά του,

    σαν το παιδί που βρήκε το παιχνίδι του.

    .

    Αγαπούσε τη βροχή, την υγρασία, τον άνεμο τη ζέστη

    και στους νυχτερινούς  του περιπάτους, είχε τ’ ακουστικά στ’ αυτιά

    ακούγοντας Μποκερίνι,  Βιβάλντι και Κορέλι,

    κι ανάσαινε  βαθιά την εκπνοή των γιασεμιών

    που εξείχαν στα πεζοδρόμια απ΄ τους κήπους.

    .

    Στο γιαλό πήγαινε τις νύχτες τις γλυκές.

    Άκουγε το φλοίσβο,

    έβλεπε τα φωτισμένα καράβια να περνούν

    και ζήλευε ένα ταξίδι δίχως προορισμό…

    «Η  πιο τίμια γυναίκα είναι η θάλασσα». Έλεγε.

    .

    Ύστερα,

    απλώθηκε παντού  μια αγκαλιά απέραντη:

    Αυτή, της σιωπής, κι αυτή της λησμοσύνης.

    .

    Φαίδων Θεοφίλου

    ******

    28. ΡΙΓΑΝΗ

    η μυρωδιά της απλωμένης ρίγανης
    και του τραχανά στο σατσάκι του πατρικού μου

    η μυρωδιά απ’ τις πευκοβελόνες
    και το βρεγμένο χώμα στον παιδικό μου λόφο

    η μυρωδιά απ’ τους λουκουμάδες
    το πρώτο βράδυ των καλοκαιρινών διακοπών

    η μυρωδιά

    αυτή η μηχανή του χρόνου
    με φέρνει πίσω σαν ήμουνα παιδί
    κι ένιωθα τον χειμώνα και την άνοιξη μ’ ίδια χαρά

    ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΑΒΟΥΛΤΣΙΔΗΣ, Υφαντό

Σχολιάστε