Λόγος Παράταιρος

«Παράταιρος ο λόγος ο δυνατός/ μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει» (Γ. Ρίτσος)

Πες το με ποίηση (432): «Ξέφωτο»…

Μανώλης Λιδάκης – Ο Δρόμος και το Ξέφωτο

Κώστας Φασουλάς, Ο δρόμος και το ξέφωτο      

Κράτησε μόνο τη στιγμή, και σβήσε ότι απομένει
σα να πρωτογνωρίσαμε αγάπη κι οικούμενη.
Ξέχασε τ’ ασυγχώρητα και τ’ αναστεναγμένα
τα βήματα μας τα στραβά, τα χιλιομπερδεμένα.

Στα μάτια σου φυλώ σκοπιά έχω καιρό να κοιμηθώ
δώσε μου μια μικρή σπρωξιά στα χείλη σου να διαλυθώ.
Κι αν η ψυχή μου σκάλωσε χαρταετός σε πεύκο
γίνε ξανά η παγίδα μου που μέσα της θα πέφτω.

Νύχτες που δε με κάλεσες, πως άντεξα και ήρθα
ποια πυρκαγιά με τύλιξε και ποιας ανάγκης σπίθα.
Κάνε κομμάτια την ευχή και μέτρα με δικό σου
ο δρόμος και το ξέφωτο, παιχνίδι των χεριών σου.

Στα μάτια σου φυλώ σκοπιά έχω καιρό να κοιμηθώ
δώσε μου μια μικρή σπρωξιά στα χείλη σου να διαλυθώ.
Κι αν η ψυχή μου σκάλωσε χαρταετός σε πεύκο
γίνε ξανά η παγίδα μου που μέσα της θα πέφτω.

***********

Εμείς τα μυθόβια όντα οι ποιητές
που βλέπουμε τις ράχες
που βλέπουμε τις κορφές και λέμε βουνοκύματα
δεν θα καταλαγιάσουμε.
Από αγάπη στο αδέκαστο κενό
από αλλοφροσύνη για ένα ξέφωτο
θα περιπολούμε.

(Ν. Καρούζος)

**********

«Ένα παιχνίδι ξεκίνησα να παίζω/παιδί ακόμη όταν ήμουν/

να βρω το άνοιγμα/στο ξέφωτο του χρόνου»

(Νίκη Ροδοπούλου)

*********

-Γ. Π. Τζήκας, «Ένα ξέφωτο μόνο»

Ένα δάσος είμαι που μέσα του έχω χαθεί

Κάθιδρος ψάχνω

τα τοσοδούλια πετραδάκια

Του Κοντορεβιθούλη νάβρω

Ή την άκρη του νήματος της Αριάδνης

Ψάχνω κλειδί απ’ το δόκανό μου να ξεφύγω

Δε βρίσκω μήτε πετραδάκια μήτε άκρη μηδέ κλειδί

Κι όλο ψάχνω…

Άλλοτε έντρομος από το φόβο των λύκων

Κι άλλοτε από τον ίσκιο

Του μαύρου πουλιού που μ’ ακολουθεί

Χωρίς τόπο χωρίς χρόνο ψάχνω

Οδοιπορώ στο δαίδαλό μου

Ένα ξέφωτο νάβρω

Στων ανοιχτών των οριζόντων την άπλα

 να βαδίσω

Στο ατέλευτο γαλάζιο του ουρανού

να κολυμπήσω

Ένα ξέφωτο

Αυτό μονάχα θέλω

Στον ήλιο να μιλώ

 να ημερώνω

Ένα ξέφωτο να βρίσκω πού και πού

 να ανασαίνω

Τι τα ξέφωτά μας λίγα

Κι όποιος τάβρει…

*********

-Κωστής Παλαμάς, Στο ξέφωτο έξω

Στο ξέφωτο έξω λάμπει ο Ήλιος, ο πατέρας

της ροδοκόκκινης Υγείας, της γυναίκας

πὄχει τα στήθια αλύγιστα, γιομάτα γάλα,

και που ξανοίγει μοναχά κι όσα τής δείχνει

σαρκοπλασμένα γύρω της ο θείος πατέρας

και που με χέρια αδάμαστα και σιδερένια

κοντόβλεπα κι αδιάφορα μάτια ταιριάζει.

Στο ξέφωτο έξω αντιπροβάλλει και η Σελήνη,

η λευκοφόρα Σίβυλλα, με του Λυγκέα

τη ματιά που τρυπάει τα ολόβαθα, και φέρνει

μπροστά μας, απ’ τα πέρατα των κόσμων, όλα

των ίσκιωνε τα τέρατα και των ονείρων.

**************

Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου, «Σε λατρεύω στο ξέφωτο»

Σε λατρεύω στο ξέφωτο,
σε ποθώ στα σκοτάδια,
στο κορμί μου απλώνονται
της ψυχής σου τα χάδια.

Σ’ αγκαλιάζω μες στ’ άπειρο
μες στον κόσμο σε χάνω,
αδιάσπαστα σμίγουμε
στις ιδέες απάνω.

Πιο μακριά απ’ τα πάθη μας,
πιο κοντά στην ψυχή σου,
στα τραγούδια σου μ’ έκλεισες
κι είμαι πάντα δική σου.

Από τη συλλογή Νύχτες αγρύπνιας (1932) της Ανθούλας Σταθοπούλου-Βαφοπούλου

***********

-Θανάσης Τριανταφύλλου: «Στο ξέφωτο γυμνός»

 […]  Ἔμαθα ἐγκαίρως νὰ κρύβομαι στὶς λέξεις ποὺ τὸ  νόημά τους ἧταν ἀσαφὲς καὶ ὁμιχλῶδες. [… ]     W. Benjamin

Ούτε κι αυτό το τόσο  απλό δεν έμαθες,

να κρύβεσαι εγκαίρως, φουκαρά μου, ή

και με κάποια καθυστέρηση

-αδιάφορο-.

Δεν έμαθες στα πόδια σου φτερά να βάζεις

ως ένας  άλλος, ο  μετά Χριστόν, Αρχίλοχος.

Ν’ αφήνεις άρβυλα, παλάσκες κι όπλα

σε βάτους ή και στ’ άχυρα κρυμμένα,

χαρά  στον που τα βρει να δώσεις.

Ούτε σε λέξεις  βαρυσήμαντες να μένεις

σαν φοβισμένος και μικρός μεταξοσκώληκας

δεν κουκουλώθηκες, μην και σε δουν

μάτια κακά, πουλιών λαίμαργα ράμφη.

Ασάφειες κι ομίχλες  άλλων νοημάτων

πίσω τους να κουρνιάσεις δεν υπήρξαν,

κι ούτε τους φόβους διάλεξες να διώξεις

με τ’ άλλα ή με τα  τέτοια να τους αποτρέψεις.

Στο φως παρέμεινες έστω κι αμήχανα γυμνός,

σαν από χρόνια ξεχασμένος ναυαγός,

να ψάχνεις  ταπεινές κι ασήμαντες μικρές

σ’ αρχαίους βράχους ριζωμένες πεταλίδες.

Ατέλειωτους καημούς  το κύμα δίπλα σου ρεκάζει

μαζί με σένα τραγουδώντας ακατάπαυστα.

Καράβια βλέπεις που περνούν στα μεσοπέλαγα

κι εσύ γυμνός·   να περιμένεις σε αφήνουν

στο ξέφωτο κατάμονος·    και σ’ αγνοούν.

Δεν έμαθες ποτέ να κρύβεσαι εγκαίρως,

παρότι λόγοι υπάρχουν πάντα επαρκείς,

της γύμνιας τις ντροπές να κρύβουμε.

Αμήχανος  χέρια ψηλά και χέρια πάνω,

να πιάσεις γλάρους που περνούν, απλώνεις,

μ’ αυτοί κρώζοντας αδιάφοροι  πετούν και χάνονται.

Στο ξέφωτο γυμνός όμως εκεί  και περιμένεις

άλλες  να ’ρθουν Ανοίξεις  κι άλλα Καλοκαίρια.

Δε γίνεται, μονολογείς: Δεν είναι δυνατόν!

Κι άλλα καράβια θα φανούν στο πέρασμα

Να δουν κάποια σινιάλα σου από μακριά

Έτσι στο ξέφωτο γυμνός που παραμένεις.

Χρόνος πάντα υπάρχει για ελπίδα.

Καθόσον, παιδί που παίζει ζάρια, ο χρόνος.

«Παιδός η βασιληίη»… που είπε κάποτε

κάποιος στην Ιωνία γέροντας παλιός σοφός.

(Από την ανέκδοτη συλλογή  ΕΝΤΟΣ ΑΠΡΟΟΠΤΩΝ).

*************

-Δημήτρης Γαβαλάς: «Από της Νύχτας το Ξέφωτο»

Από της νύχτας το ξέφωτο

κρυφοκοιτάμε τη θάλασσα.

Σαλεύει ανυποψίαστη

σμίγει τον ουρανό

πίσω από παραπετάσματα ομίχλης.

Δυο φάροι φρουρούν ακοίμητοι τους θάλαμούς της.

Στριφογυρίζει αυτοκίνητο σε βρεγμένο δρόμο

στην αιχμή της δύναμης

κοριτσίστικα χέρια

αδύνατο να το κρατήσουν.

Θέλω να Σε πάρω.

Γάμοι της κίνησης και της ακινησίας

της τρέλας και της λογικής.

Θέλω να Σε αγγίξω

να Σε αγγίξω παντού

με τρυφερότητα όπως τα μωρά

δέος όπως τ’ άγια

έξαψη όπως τα μαργαριτάρια.

Όμως φοβάμαι μήπως βουλιάξεις και χαθείς

Σε παρασύρουν τα υποθαλάσσια ρεύματα.

****************

-Αντώνη Μπουντούρη, «Στο ξέφωτο»

μνήμη Γ.Γκαγκούλια

Στη μυροδόχο μέσα μονομάχος
Σ ΄όλα τ΄ απόκρημνα πάντα μονάχος

Πετάχτηκε στο ξέφωτο
με το τριμμένο ρούχο

Πίσσα στα μάτια
Πηχτή την ανάσα

Όψη σφίγγας

Μια κραυγή
Μια μοναδική κραυγή

Για όσους αδικοπήγανε.

Single Post Navigation

4 thoughts on “Πες το με ποίηση (432): «Ξέφωτο»…

  1. AΓΓΕΛΙΚΗ on said:

    1.Σ’ ΕΝΑ ΞΕΦΩΤΟ

    Δάκρυα βουβά.

    Στάλα στάλα το αίμα

    ρέει στις φλέβες.

    Πόσο θέλω να σε πιστέψω..

    μα πάντα όλοι έρχονται

    μόνο για να πάρουν

    κάτι από μένα.

    .

    Η ψυχή βρίσκεται

    σε μια ανώνυμη πορεία

    με τη ζωή μου.

    Ποιος άραγε..

    να ρίξει λίγο φως

    στις αραχνιασμένες γωνιές

    της μαραζωμένης καρδιάς..

    Πώς άραγε

    θα ενωθούν τα κομμάτια μου.

    .

    Ο κήπος της ζωής αδειάζει..

    χωρίς λουλούδια πια,

    ένας τόπος ξερός.

    Μεγάλωσα πια..

    οι σιωπές κραυγάζουν.

    .

    Αναρωτιέμαι, ψάχνοντας διέξοδο

    σ’ ένα ξέφωτο ερημικό,

    αν η αγάπη

    γίνεται ουτοπία

    στη καρδιά και

    στις σκέψεις μιας αλλοπαρμένης.

     Αναστασία Γεωργακοπούλου

    *****

    2. ΣΤΙΧΟΙ ΧΑΜΕΝΟΙ ΣΤΑ ΔΕΝΤΡΑ

    Πορεύομαι σε ξέφωτο.
    Δάσος απέραντο τριγύρω.
    Στίχοι πετούν και χάνονται στα δέντρα.
    Εκτός κι αν καταφέρω να τους πιάσω
    στα δίχτυα της γλώσσας
    και τους κλειδώσω στο χάρτινο κλουβί.

    Τότε οι άλλοι μπορούν
    να βλέπουν το χρώμα των φτερών,
    ίσως ν’ ακούν και το κελάηδημα.

    Όμως το πέταγμα
    θα πρέπει να τους κάνω να το φανταστούν,
    γιατί όσοι στίχοι πέταξαν,
    χάθηκαν στα δέντρα.

    Απόστολος Καλουδάς

  2. AΓΓΕΛΙΚΗ on said:

    3. ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΞΕΦΩΤΟ

    Ψηλά στ’ αστέρια υπάρχει ένα σκοτεινό ξέφωτο,

    στο κέντρο του λάμπει ένα φωτεινό αντικείμενο

    έχει τη μορφή της όψης σου,

    αλλά δεν είσαι εσύ.

    .

    Ανήσυχος ρωτώ το Δημιουργό:

    Τι είναι αυτό που λάμπει ψηλά στον ουρανό

    ανάμεσα στο ξέφωτο το σκοτεινό και είναι τόσο λαμπερό;

    .

    “Είναι λίκνο ψυχών ανεκπλήρωτων ερώτων και ανέραστων εραστών,

    εκεί ο χρόνος γίνεται χώρος,

    είναι ο πυρήνας πονεμένων ψυχών πλήρης αναμνήσεων.

    Ο ουρανός είναι πιστή ανάμνηση χρωμάτων,

    μέσα στα οποία στροβιλίζεσαι το φως κι η λάμψη των ψυχών”,

     απάντησε ο “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν”.

    Θεσσαλονίκη 1 Σεπτεμβρίου 2023.

    https://stixoi.info/stixoi.php?info=Poems&act=details&poem_id=334102

    *****

    4. Κάθε φορά που σας μιλώ
    για άλλα επίπεδα ζωής
    νομίζω βγαίνει από το στόμα μου
    όλο το είναι μου σαν τσέπη
    το μέσα έξω γυρισμένη.

    Μες στις ραφές δεν ξέμεινε
    ούτε της εντιμότητας ο όρθρος
    ούτε το μεσουράνημα του πεπρωμένου.

    Έτσι νομίζω πάντοτε αλλά
    όταν βουτά σαν δύτης η συνείδηση
    ανακαλύπτει μικρά ξέφωτα ευθύνης ξεχασμένα
    και πρέπει απ’ την αρχή να προσπαθήσω.

    ΑΝΤΩΝΗΣ ΛΆΡΔΑΣ

    *****

    5. ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ

    Κάθε τριχούλα σου
    σγουρή,
    χρυσωμένη,
    τη γεμίζω με χάδια.

    Ω, τι άνεμοι,
    από ποιο νότο
    θαυματουργήσανε
    με τη θαμμένη αυτή καρδιά;

    Τα μάτια σου ανθίζουν
    δυο ξέφωτα!
    Σ’ αυτά τα ξέφωτα χοροπηδάω
    σάμπως χαρούμενο παιδί.

    ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ, απόδοση: Γιάννης Ρίτσος

  3. Διήγημα: “Το ξέφωτο”

    Του Αντώνη Τζήμα 

    Οι γρίλιες του παραθύρου τον άφηναν να δει το χρώμα που έπαιρνε η μέρα. Ξημέρωνε, και ο ήλιος ξεκινούσε την κυκλική του πορεία ανόδου-καθόδου μέσα σε δεκατρείς ώρες. Τέντωσε αργά του μυς του και πήγε στην κουζίνα. Άναψε το γκάζι και έβαλε πάνω στην φωτιά ένα μπρίκι με το άρωμα του ελληνικού καφέ να του γεμίζει τα ρουθούνια και να φτάνει μέχρι το πίσω μέρος του μυαλού του.

    Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού που κοιτά τον μικρό τους κήπο και άφησε την ματιά του να χαθεί μες στην γλυκιά δροσιά του Σεπτέμβρη. Όταν άκουσε το τσίριγμα του καφέ πάνω στην καυτή επιφάνεια του μετάλλου, έβγαλε το μπρίκι από την φωτιά και άδειασε το περιεχόμενο του στο φλιτζάνι.

    Πήρε τον καφέ, το τασάκι και τα τσιγάρα και κάθισε έξω στο τραπέζι που ακουμπά τον γκρίζο τοίχο του σπιτιού και έχει θέα τον κήπο τους. Είδε τον σκύλο να πλησιάζει αργά, κουτσαίνοντας και ασθμαίνοντας.

    Ο σκύλος ακούμπησε τα καπούλια του στα γόνατα του με μια ελαφριά πίεση που πάντοτε έκανε τον Γιώργο να βιώνει ένα αίσθημα ήσυχης ασφάλειας και ταυτόχρονα ζέστης.

    Όπως καμπύλωνε την ραχοκοκαλιά του, το ζώο γύρισε και τον κοίταξε με τα μελιά, μελαγχολικά μάτια του. Ο Γιώργος άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε το κεφάλι του και κείνο έτεινε την μύτη προς τα πάνω ώστε να δεχτεί περισσότερο το άγγιγμα του.

    Ο ήλιος είχε αρχίσει να ανεβαίνει στον ορίζοντα και ζέσταινε πια την μέρα δίνοντας της ένα άρωμα καλοκαιρινού ξεψυχίσματος.

    Μέσα από το σπίτι ακούστηκε η φωνή της κόρης του. Η γυναίκα του είχε ξυπνήσει και ετοίμαζε το παιδί για το σχολείο.

    Ο σκύλος πια είχε ξαπλώσει για τα καλά πάνω στα πόδια του και κοιμόταν. Τώρα τελευταία κοιμάται όλο και πιο πολύ ενώ ο Γιώργος κοιμάται όλο και πιο λίγο.

    «Θα πας την Νεφέλη στο σχολείο;» τον ρώτησε η γυναίκα του καθώς πρόβαλε από την πόρτα.

    Ο Γιώργος έγνεψε καταφατικά και άναψε ένα τσιγάρο για να αποτελειώσει τον καφέ του. Η γυναίκα του είχε ήδη ντυθεί και ήταν έτοιμη να φύγει για την δουλειά της.

    Αν ήταν στο χέρι του, και είχε τα χρήματα θα προτιμούσε να μην αναγκάζεται η γυναίκα του να κάνει αυτή την βρομοδουλειά. Θα προτιμούσε να εργάζονταν κάπου αλλού, κάπου που να της άρεσε και να μην αναγκαζόταν να λέει όλη μέρα για την ορθοστασία και για τους μαλάκες που πρέπει να ανέχεται και να εξυπηρετεί.

    Αν ήταν στο χέρι του ίσως να ήταν και οι δύο πιο ευτυχισμένοι και όταν βρίσκονταν να μην την άκουγε να γκρινιάζει διαρκώς. Όταν βρίσκονταν. Τον λιγοστό χρόνο που βρίσκονται πια.

    «Νεφέλη έλα. Θα σε πάει ο μπαμπάς στο σχολείο», άκουσε τη γυναίκα του να λέει καθώς έπαιρνε την τσάντα της και τα κλειδιά του αυτοκίνητου του, που τώρα πια δεν του χρειάζεται.

    Ο σκύλος αναστέναξε στον ύπνο του και η ανάσα του, θύμισε στον Γιώργο την δική του ανάσα.

    «Μπαμπά», άκουσε την μικρή να λέει. Η κόρη του βγήκε έξω και του άφησε ένα φιλί στο μάγουλο. Εκείνος την έσφιξε στην αγκαλιά του και ακούμπησε το μάγουλο του πάνω στο δικό της.

    «Ω! μπαμπά. Με τσιμπάς», είπε το κορίτσι και ο σκύλος ξύπνησε ακούγοντας την φωνή της. Ανακάθισε στα πίσω του πόδια και της έγλειψε το πρόσωπο. Το παιδί γελούσε και ο σκύλος της έγλειφε το πρόσωπο ακόμα πιο γρήγορα, όλο χαρά. Και αυτοί οι δύο συνέχισαν να γελάνε και να φιλιούνται και οι ξανθές μπούκλες του κοριτσιού μπερδεύονταν με το τρίχωμα του σκύλου και τα γαλανά της μάτια τον αγαπούσαν. Τον αγαπούσαν επειδή ήταν ο φίλος της και κάτι παραπάνω. Ήταν πάντα εκεί, πάντα κοντά της. Στο σμίξιμο των γονιών της, στη γέννηση της, ήταν αυτός που κοιμόταν πάντα κάτω από την κούνια της. Και δεν το θυμάται αλλά το ξέρει ότι αυτό που άκουγε ήταν η ευγενική ανάσα του όταν εκείνη κοιμόταν και αυτός την προστάτευε από τον κόσμο.

    Και αυτός τέντωσε το μπροστά του πόδι και της το έδωσε να το κρατήσει. Και το παιδί το κράτησε και κοιταχτήκαν λέγοντας αντίο.

    «Θα τα πούμε το απόγευμα», είπε η γυναίκα του και εκείνος σηκώθηκε, την έπιασε από την μέση και της έδωσε ένα σφιγμένο φιλί στο στόμα. Εκείνη το έκανε όσο πιο σύντομο γινόταν. Όσο μπορούσε να το ανεχτεί χωρίς να φανεί ότι κάτι πάει στραβά. Βγήκε από την αυλόπορτα, έβαλε μπροστά το αυτοκίνητο και έφυγε.

    «Έλα. Πάμε. Δεν θέλεις να αργήσεις την πρώτη μέρα στο σχολείο», είπε ο Γιώργος και κράτησε την μικρή από το χέρι που ήταν φορτωμένη με μια ροζ τσάντα μεγαλύτερη από το μπόι της.

    «Γεια σου Φίλε», φώναξε η μικρή κουνώντας το χέρι της στο σκύλο και εκείνος έμεινε πίσω από τον φράχτη βλέποντας τους να απομακρύνονται.

    Το απόγευμα η Νεφέλη κοιμόταν στην αγκαλιά του. Ο σκύλος είχε κουλουριαστεί στο πάτωμα κοντά τους. Άκουσε τα κλειδιά στην πόρτα. Η γυναίκα του επέστρεψε από την δουλειά και τώρα ήταν η σειρά του να φύγει.

    Ο Γιώργος σηκώθηκε προσεκτικά από τον καναπέ ώστε να μην ξυπνήσει κανέναν απ’ τους δύο.

    «Είμαι πτώμα», ψιθύρισε η γυναίκα του.

    «Σου έχω αφήσει φαγητό στο φούρνο», είπε και της έπιασε το χέρι. Εκείνη τον κοίταξε και του χάιδεψε το πρόσωπο.

    «Μπαμπά μην αργήσεις το βράδυ. Θα σε περιμένω», άκουσε την μικρή να λέει. Ο σκύλος ήρθε κοντά του. Εκείνος γονάτισε και τον χάιδεψε. Το ζώο αφέθηκε πάνω στο γόνατο του και ανασήκωσε τα μάτια του. Ο Γιώργος έκλεισε την πόρτα πίσω του.

    Ανέβηκε στο μηχανάκι του και πήγε στην πιτσαρία που τους τελευταίους μήνες εργάζεται. Και καλά που υπάρχει και αυτό και μπορεί να συνεισφέρει και εκείνος στα έξοδα του σπιτιού. Πριν δούλευε αλλού. Είχε μια δουλειά που του άρεσε, που είχε σπουδάσει για αυτήν. Εργαζόταν ως φιλόλογος σε ένα ιδιωτικό σχολείο. Του άρεσε η διαδικασία της διδασκαλίας. Του άρεσε να ανοίγει τα νέα μυαλά. Αλλά μετά την έκρηξη της κρίσης στη χώρα έχασε την θέση που είχε. Διορισμός, ούτε συζήτηση. Έστειλε βιογραφικά σε φροντιστήρια, σε ιδιωτικά σχολεία. Τίποτα.

    Τουλάχιστον έχει αυτή την δουλειά. Άλλοι δεν έχουν ούτε αυτό, σκέφτεται καθώς τον φυσά ο αέρας πάνω στο μηχανάκι.

    Του αρέσει να πηγαίνει τις παραγγελίες. Συναντά ανθρώπους διαφορετικούς. Διαφορετικά σπίτια. Και κάθε φορά στην επιστροφή του προς το μαγαζί του αρέσει να σκαρφίζεται διάφορες ιστορίες για τους ανθρώπους που βρίσκονται πίσω από τις κλειστές πόρτες.

    Όταν επέστρεψε σπίτι, η κόρη του έκλαιγε με αναφιλητά. Η μητέρα της την είχε αγκαλιά και την παρηγορούσε.

    «Έλα αγάπη μου. Μην κλαις. Θα τον βρούμε τον Φίλο», της έλεγε.

    «Τι έγινε;» ρώτησε ο Γιώργος.

    Η κόρη του έτρεξε στην αγκαλιά του και είπε: Ο Φίλος έφυγε. Έφυγε για πάντα.

    «Άντε βρε. Μην κλαις. Θα πήγε καμιά βόλτα. Τώρα πάω εγώ να τον βρω», είπε ο Γιώργος.

    Έψαξε σε όλη την γειτονιά. Ρώτησε τους γείτονες αν τον είχαν δει. Ακόμα και σε μια οικοδομή, που πότε δεν κατάφερε να γίνει σπίτι, έψαξε. Κοίταξε μέσα στο φρεάτιο που έμελλε να γίνει ασανσέρ μάλλον, αλλά έμεινε στην μέση αφού πια λεφτά δεν υπήρχαν. Ο σκύλος δεν ήταν πουθενά. Δεν μπορούσε να κάνει κάτι παραπάνω. Θα έψαχνε κι αύριο το πρωί και ίσως μέχρι τότε το ζώο να έχει επιστρέψει μόνο του, σκέφτηκε και επέστρεψε στο σπίτι.

    Το βράδυ δεν του κολλούσε καθόλου ύπνος. Η γυναίκα του είχε γυρίσει από την άλλη και κοιμόταν. Αλλά εκείνος όλο σκεφτόταν. Σκεφτόταν την μιζέρια, την σκοτεινιά μέσα στην οποία είχαν μπει όλοι τους και ένοιωθε υπεύθυνος. Τι σόι άντρας ήταν που δεν μπορούσε να φροντίσει την οικογένεια του. Και ο σκύλος που να είναι. Αισθάνονταν θλίψη. Το μόνο που ήλπιζε ήταν να είναι καλά.

    «Υποσχέσου μου ότι θα τον βρεις».

    «Στο υπόσχομαι αγάπη μου».

    Άφησε την κόρη του στο σχολείο και συνέχισε να ψάχνει τον σκύλο τους. Τότε θυμήθηκε. Θυμήθηκε το ξέφωτο κοντά στο σπίτι τους που πήγαιναν όλοι μαζί και έκαναν πικ-νικ απ’ όταν γεννήθηκε η μικρή. Μπορεί ο Φίλος να είναι εκεί. Αξίζει μια προσπάθεια. Μπορεί να έχουν να πάνε χρόνια αλλά ποτέ δεν ξέρεις.

    Περπάτησε στο μονοπάτι και τριγύρω του υπήρχαν μεγάλα πεύκα που άπλωναν μια σκιά που σε καλωσόριζε μέσα στο δασός. Δεν άργησε να βρει το ξέφωτο και πράγματι εκεί, ξαπλωμένος ήταν ο Φίλος.

    Τον φώναξε αλλά εκείνος δεν κουνήθηκε από την θέση του. Δεν άκουγε και τόσο καλά πια. Τον πλησίασε και τον ταρακούνησε.

    «Φίλε», είπε. Τον κούνησε ξανά. «Φίλε».

    Ο Φίλος δεν κινήθηκε. Ο Γιώργος παρατήρησε ότι τα πλευρά του δεν ανασηκώνονταν. Έβαλε το χέρι του κοντά στην μύτη του και την ένοιωσε παγωμένη. Γονάτισε δίπλα του και πραγματικά λύγισε. Έκλαψε. Έκλαψε πάνω από το νεκρό κορμί του σκύλου του. Έκλαψε και το βλέμμα του θόλωσε. Τον πήρε ανάμεσα στα δυο του χέρια και του κράτησε το κεφάλι και τα δάκρυα του έπεφταν πάνω στην γούνα του ζώου και η κάρδια του σφίχτηκε. Τα μελιά του μάτια ήταν παγωμένα -πιο μελαγχολικά από ποτέ. Και ακίνητα. Θεέ μου ήταν τόσο ακίνητα. Και ο Γιώργος ένοιωθε ότι αυτός ο σκύλος, ράτσας κοινής, ήταν ανώτερος. Και τότε σκέφτηκε ότι έφυγε για να μην τον δουν να σπαρταράει από τους πόνους. Έφυγε για να μην τους στενοχωρήσει. Έφυγε για να πεθάνει στο ξέφωτο που πήγαιναν τότε όλοι μαζί. Τότε που ήταν όλα όμορφα. Εκεί νοιώθοντας τον κρύο θάνατο να τον περιτριγυρίζει, εκεί αυτό το ζώο βρήκε την ζεστασιά που χρειαζόταν για να φύγει. Εκεί στις καλύτερες τους στιγμές βρήκε την σιγουριά που ήθελε για να τελειώσουν όλα.

    Αυτά σκεφτόταν και τον κρατούσε σφιχτά πάνω του. Όπως δεν είχε κρατήσει κανέναν μέχρι τώρα. Κρατούσε σφιχτά το νεκρό κορμί του. Και εκείνη την στιγμή μάζεψε όλη την αγάπη που είχε μέσα του, όλη του την θλίψη και την στοργή και την έβγαλε με ένα μόνο φιλί πάνω στο τριχωτό κεφάλι του αγαπημένου του φίλου.

  4. Ξένιας Ψαρρού, Συμφιλίωση

    Όταν το Φως ταξιδεύει
    το βουνό είναι βουνό
    και η θάλασσα θάλασσα

    Έτσι, ζώ κρυμμένος κι όμως ορατός,
    συμφιλιωμένος με το κάθε τι

    Τότε, ο τόπος της προσευχής γίνεται ξέφωτο,
    κι ό,τι βλέπω, παύει να είναι η μοναδική μου επιλογή.

    https://www.vakxikon.gr/dyo-poihmata-thw-ksenias-psarou/

    ****************

    Μπίλη Βέμη (1954-2012), Η δίψα τους

    Έμεινε η δίψα τους γυμνή
    στο τελευταιο ξέφωτο
    Την κουβαλούσαν όπως φορτίο αλάτι
    μες στους ώμους

    Όλα τ’ απομυζά η δίψα μας
    Μονομερίς τα καταλύει
    Στάζει κενό αβάσταχτο
    εκεί που ήταν πριν το δάσος

    Στο τελευταίο ξέφωτο που στάθηκαν
    δεν είχαν άλλη κάλυψη
    Σαν τον καθρέφτη
    τους δέχτηκε
    η άκρη του νερού

    Να προχωρήσουν δεν μπορούν
    Το πέρασμά τους χάθηκε
    Ούτε έχουν τώρα άλλη κάλυψη
    Και κάτι εκει στημένο
    κάθετο
    τους αντικρύζει

    Ακίνητοι
    Βρέχει και είναι ακίνητοι
    και κάποτε
    από μια αστραπή κατακλυσμένοι
    Καταλαβαίνουν Τώρα
    Πως δεν είναι καθένας παρά η δίψα του

    Ένα φορτίο αλάτι

    σε δύο ώμους

    Το αύριο έρχεται χωρίς αντίδοτο
    ανίσχυρα ποιήματα προωθούν οι ποιητές
    σταυρώνοντας γάμπες με λυωμένα κόκκαλα

    Έστω λέει το τραγούδι
    θα σε ματώσω
    θα σε γεμίσω αναλαμπές
    και σπίθες δόξας
    θα ζήσεις το δόσιμο
    πριν τη στάχτη σου
    αζήτητη
    μες τη μποτίλια
    με τα κλάματα του σκύλου σου
    και τα μάτια του Ερμή
    στον πάτο του κιβώτιου

    θα προλάβεις να πελεκήσεις όρθιο
    το σηκώτι σου
    σηκώνοντας πάνω του πρωτόγνωρα εργαλεία
    δουλεύοντάς το με φίνο μέλι
    και ψίχα αμύγδαλου
    ως το τέλειο άγαλμα

    https://tokoskino.me/2023/01/24/%CE%BC%CF%80%CE%AF%CE%BB%CE%B7-%CE%B2%CE%AD%CE%BC%CE%B7-1954-2012-%CE%B7-%CE%B4%CE%AF%CF%88%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%82/

    ************

    ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΡΘΑΛΙΤΗΣ  ΟΡΦΕΑΣ

     Ι

    Σαν βασιλιάς, που τύλιξε το φέγγος της πορφύρας,
    κάτω απ’ τον ίσκιο π’ έριχνε μεγάλη καρυδιά
    καθόσουν σ’ ένα ξέφωτο σαν άλλος χρυσολύρας
    βαθιά μες την πολύθροη του δάσους την καρδιά.

    Κι όλα τα ζώα  αφήνανε τα πράσινα σκοτάδια
    κι έρχονταν και καθόντουσαν τριγύρω σου δειλά
    -λιοντάρια, κάπροι, πάνθηρες, ελάφια και ζαρκάδια-
    κι αφουγκραζόνταν που έπαιζες τη λύρα, σιωπηλά.

    https://www.poeticanet.gr/arxaika-poiimata-a-2253.html?category_id=256

Σχολιάστε