Λόγος Παράταιρος

«Παράταιρος ο λόγος ο δυνατός/ μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει» (Γ. Ρίτσος)

Πες το με ποίηση (430ο): «Μοιρολόι»…

Μίμης Πλέσσας – Καίτη Αμπάβη, «Μοιρολόι»

-Τάσος Λειβαδίτης, «Μοιρολόι»

Και πού να ρίξω το μεγάλο μου καημό

όπου θ’ ανοίξει η γης, θ’ ανοίξει η γης

και θα ραΐσει το βουνό

Ήλιε φονιά πως άφησες να γίνει το κακό

σκοτώσανε το σταυραετό και τον αυγερινό

κάτω στο σταυροδρόμι σκοτώσανε το νιο

Παρασκευή μεγάλη σταυρώσαν τον Χριστό.

Και τα κορίτσια ρίξανε κάτω τα μαλλιά

για να πιαστείς αϊτέ, να πιαστείς αϊτέ

ν’ ανέβεις απ’ τη λησμονιά

Ήλιε φονιά πως άφησες να γίνει το κακό

σκοτώσανε το σταυραετό και τον αυγερινό

κάτω στο σταυροδρόμι σκοτώσανε το νιο

Παρασκευή μεγάλη σταυρώσαν τον Χριστό.

************

-«Το μοιρολόι της Παναγιάς»

Σήμερα μαύρος Ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,

σήμερα όλοι θλίβουνται και τα βουνά λυπούνται,

σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Οβραίοι,

οι άνομοι και τα σκυλιά κι’ οι τρισκαταραμένοι

για να σταυρώσουν το Χριστό, τον Αφέντη Βασιλέα.

Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι

να λάβει δείπνον μυστικόν για να τον λάβουν όλοι.

Κι’ η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,

τας προσευχάς της έκανε για το μονογενή της.

Φωνή τους ήρθ’ εξ Ουρανού απ’ Αρχαγγέλου στόμα:

-Φτάνουν κυρά μου οι προσευχές, φτάνουν κι’ οι μετάνοιες,

το γυιό σου τον επιάσανε και στο φονιά τον πάνε

και στου Πιλάτου την αυλή εκεί τον τον τυραγνάνε.

-Χαλκιά-χαλκιά, φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια.

Και κείνος ο παράνομος βαρεί και φτάχνει πέντε.

-Συ Φαραέ, που τά ‘φτιασες πρέπει να μας διδάξεις.

-Βάλε τα δυο στα χέρια του και τ’ άλλα δυο στα πόδια,

το πέμπτο το φαρμακερό βάλε το στην καρδιά του,

να στάξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά του.

Κι’ η Παναγιά σαν τάκουσε έπεσε και λιγώθη,

σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο

για να της ερθ’ ο λογισμός, για να της έρθει ο νους της.

Κι’ όταν της ηρθ’ ο λογισμός, κι’ όταν της ηρθ’ ο νους της,

ζητά μαχαίρι να σφαγεί, ζητά φωτιά να πέσει,

ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί για το μονογενή της.

-Μην σφάζεσαι, Μανούλα μου, δεν σφάζονται οι μανάδες

Μην καίγεσαι, Μανούλα μου, δεν καίγονται οι μανάδες.

Λάβε, κυρά μ’ υπομονή, λάβε, κύρά μ’ ανέση.

-Και πώς να λάβω υπομονή και πώς να λάβω ανέση,

που έχω γυιο μονογενή και κείνον Σταυρωμένον.

Κι’ η Μάρθα κι’ η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα

και του Ιακώβου η αδερφή, κι’ οι τέσσερες αντάμα,

επήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι

και το στρατί τους έβγαλε μες του ληστή την πόρτα.

-Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου.

Κι’ η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.

Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δεν γνωρίζει,

τηράει δεξιώτερα βλέπει τον Αϊγιάννη,

Αγιέ μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γυιου μου,

μην είδες τον υγιόκα μου και τον διδάσκαλόν σου;

-Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω,

δεν έχω χεροπάλαμα για να σου τόνε δείξω.

Βλέπεις Εκείνον το γυμνό, τον παραπονεμένο,

οπού φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο,

οπού φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;

Αυτός είναι ο γυιόκας σου και με ο δάσκαλός μου!

Κι’ η Παναγιά πλησίασε γλυκά τον αγκαλιάζει.

-Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;

-Τι να σου πω, Μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις·

μόνο το μέγα-Σάββατο κατά το μεσονύχτι,

που θα λαλήσει ο πετεινός και σημάνουν οι καμπάνες,

τότε και συ, Μανούλα μου, θάχεις χαρά μεγάλη!

Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα Ουράνια,

σημαίνει κι’ η Άγια Σοφία με τις πολλές καμπάνες.

Όποιος τ’ ακούει σώζεται κι’ όποιος το λέει αγιάζει,

κι’ όποιος το καλοφουγκραστεί Παράδεισο θα λάβει,

Παράδεισο και λίβανο απ’ τον Άγιο Τάφο.

http://www.poiein.gr/2012/04/13/othiana-iaynio-ionaiuo-oi-iienieue-oco-dhaiaaeuo/

**********

“Χαμένο Μοιρολόι” ποίημα του Χρήστου Γνωμικού

Εκείνα που ήταν μόνα τους,
έκλαψαν…
Η φωνή τους όσο και
να στριγκλίζει,
δεν συγκρίνεται
ούτε δράμι με αυτή
της καρδιάς,
που έχει σιωπήσει μες
στα ουρλιαχτά της…

Είναι σαν χείμαρρος
απόγνωσης,
μέσα
σε μια πλειάδα
λόγων και
ξεσπασμάτων…

Η αγωνιά της μεγαλώνει,
η ελπίδα της
να την βρει ζωντανή,
μικραίνει…
Που να το έπλαθαν
όλες αυτές
οι καρδιές
που γαντζώθηκαν εδώ,
να παλμοχτυπούν
τόσο,

που η μια ψαύει
την άλλη…

************

Μ. Φαραντούρη – Ζ. Λιβανελί, «Μοιρολόι»

-Λ. Παπαδόπουλος, «Μοιρολόι» (τραγούδι Φαραντούρη)

Μες στο κοιμητήρι, αχ, πικρή βροχή,
κάνε να μη σβήσει τούτο το κερί.
Κι ούτε ένα λουλούδι να μη μαραθεί,
δεν τον σκοτώσαν, έχει κοιμηθεί.

Κι εσύ, αγέρα, πάψε πια να κλαις,
δεν έχει φύγει, ψέματα μου λες.
Μην κοιτάς το στήθος που ’χει ματωθεί,
δεν τον σκοτώσαν, έχει κοιμηθεί.

Ζεστό σαν το ψωμί, καθάριο σαν νερό,
ένα παλικάρι είκοσι χρονώ.
Ούτε που τ’ αφήσαν ν’ απολογηθεί,
δεν τον σκοτώσαν, έχει κοιμηθεί.

Μαύρο κοιμητήρι, πως και να γενείς
κάμπος της ελπίδας και της προσμονής;
Ο αρχάγγελός μου έχει πια χαθεί,
μου τον σκοτώσαν, δε θα ξαναρθεί.

***********

άσου Κανάτση, Μοιρολόι

Λείπεις απ’ τις στιγμές κι από τα χρόνια λείπεις
μαύροι σε πήραν ποταμοί μαύροι σε πήραν δρόμοι
σε πέλαο σ’ έβγαλαν βαθύ σε μαύρο τόπο ξένο
σε πήρε ο κακός καιρός κι ερήμωσεν ο κόσμος
σε πήρε η κακή βροχή μαύρο σε πήρε χιόνι
και στ’ άραχλο το σπίτι σου μαύρες πλέκουν αράχνες
προικιά που δεν στολίστηκες όνειρα που δεν φόρεσες
κι έμειν’ αφώλιαστο πουλί στο κρύο στα δρολάπια
ν’ ανιστορώ τα πάθια σου με τα δικά μου πάθια

https://bookpress.gr/stiles/266-ena-poiima/5586-moiroloi-taso-kanatsis

***********

Μ. Θεοδωράκης, «Μοιρολόι της βροχής»

-Τάσος Λειβαδίτης, Μοιρολόι της

Μοιρολόι της βροχής
βράδυ Κυριακής,
που πηγαίνεις μοναχός
ούτε πόρτα να μπεις,
πέτρα να σταθείς
κι όπου πας, χλωμό παιδί,
ο καημός σου στη γωνιά
σε καρτερεί.

Παλικάρι χλωμό
μες στο καπηλειό
απομείναμε οι δυο μας,
ο καημός σου βραχνάς
πάψε να πονάς
η ζωή γοργά περνά
δυο κρασιά, δυο στεναγμοί
κι έχε γεια.

Παλικάρι χλωμό
σ’ ηύρανε νεκρό
στο παλιό σταυροδρόμι,
μοιρολόι η βροχή
μαύρα π’ αντηχεί
στο καλό, χλωμό παιδί,
σαν τη μάγισσα
σε πήρε η Κυριακή.

*************

-Κωστής Παλαμάς, Μοιρολόγι

Όχι ο Χάρος δε σε πήρε ·σε μιαν ώρα ερωτική σ’ άρπαξεν εσένα ο Ήλιος, λιόκαλο παιδί! Και σε πήγε στα παλάτια του για να σε χορτάσει εκεί με τον έρωτα που είν’ όλος μια φεγγοβολή. Φωτομύριστ’ άνθια θα σου κόψει και καρπούς φωτόγλυκους· θα λούσει σε μέσα σε φωτόχυτο ρυάκι ,θα σου ράψει μια φωτοστολή, και θα σε γυρίσει εδώ καβάλα σε αστρομέτωπο ελαφάκι.

************

Κωστής Παλαμάς, Σὲ μιὰ ποὺ πέθανε

Ζωούλα ἐσύ, ποὺ σ᾿ ἔσβησε τὸ φύσημα τοῦ Χάρου
στὴν ἀγκαλιὰ τῶν ἁπαλῶν ὀνείρων τῆς αὐγῆς,
στὴ σκαλιστὴ δὲ δύναμαι λαμπράδα τοῦ μαρμάρου
νὰ σ᾿ ἀναστήσω ἀθάνατη, φτωχὸς τραγουδιστής.

Ὦ σωπασμένη μουσική, ποὺ ἡ μνήμη δὲ μπορεῖ μου,
νὰ θυμηθῇ τὸν ἦχο σου καὶ νὰ τὸν ξαναπῇ,
γι᾿ αὐτὸ μὲ κάτι πιὸ βαθὺ τὴ δένεις τὴν ψυχή μου,
ἐσὺ ἀτραγούδιστη κ᾿ ἐσὺ ἀζωγράφιστη πνοή.

Σὰ μακρινὸ ξημέρωμα χάραξες μέσ᾿ στὸ νοῦ μου,
πολὺ γλυκό, πολὺ δειλό, πολὺ διαβατικό.
Μιὰ μέρα ἀπάνω ἀπὸ τ᾿ ἁγνὸ κεφάλι τοῦ παιδιοῦ μου
ἀνθοῦ χαμόγελο ἔσκυψες καὶ χάϊδεμ᾿ ἀγαθό.

Καὶ κάτι μέσα μου ἄφησες ξανθὸ σὰν κεχριμπάρι,
καὶ πέρασες ἀγύριστη. Καὶ τώρα στὴ βραδιά,
ποὺ ἀργὰ ἀνεβαίνει μέσα μου, τὴν ὄψη σου ἔχει πάρει
τῶν γαλανῶν παραμυθιῶν ἡ ἄϋλη ξωτικιά.

Ἡ ἀσάλευτη ζωή, 1904
Ἅπαντα, τόμ. Γ´, σελ. 115

-Κ. Παλαμάς, «Ο τάφος» (απόσπασμα)

Άφκιαστο κι αστόλιστο
του Χάρου δε σε δίνω.

Στάσου με τ’ ανθόνερο
την όψη σου να πλύνω.
Το στερνό το χτένισμα
με τα χρυσά τα χτένια
πάρτε απ’ τη μανούλα σας,

μαλλάκια μεταξένια,
μήπως και του Χάροντα,
καθώς θα σε κοιτάξει,
του φανείς αχάιδευτο
και σε παραπετάξει!

Στο ταξίδι που σε πάει

ο μαύρος καβαλάρης,

κοίταξε απ’ το χέρι του

τίποτε να μην πάρεις.

Κι αν διψάσεις, μην το πιεις

απ’ τον κάτω κόσμο

το νερό της αρνησιάς,

φτωχό κομμένο δυόσμο!

Μην το πιεις, κι ολότελα

κ’ αιώνια μας ξεχάσεις 

βάλε τα σημάδια σου

το δρόμο να μη χάσεις.

Μην το πιεις, κι ολότελα

κ’ αιώνια μας ξεχάσεις 

βάλε τα σημάδια σου

το δρόμο να μη χάσεις,

κι όπως είσαι ανάλαφρο,

μικρό, σα χελιδόνι,

κι άρματα δε σου βροντoύν

παλικαριού στη ζώνη,

κοίταξε και γέλασε

της νύχτας το σουλτάνο,

γλίστρησε σιγά κρυφά

και πέταξ’ εδώ πάνω,

και στο σπίτι τ’ άραχνο

γυρνώντας, ω ακριβέ μας,

γίνε αεροφύσημα

και γλυκοφίλησέ μας!

************

ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΙ ΤΩΝ ΔΟΥΛΩΝ

ποιημα του Κ.Βάρναλη

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΔΟΥΛΟΣ

Προσωπάκι απαλό σαν το μεταξι

Ματάκια αστραφτερά σαν κρυά πηγή,

Χρονώ δεκατεσσάρω με δεκάξη,

Πού νά ναι τώρα; Στα βαθιά σου Γή!

Ο ΔΕΦΤΕΡΟΣ ΔΟΥΛΟΣ

Τα ρόδα χάμου θάλασσα, στό φράχτη

Τ’ αγίοκλημα ποτάμι κρεμαστό.

Πού νά ναι τώρα; Κουρνιαχτός καί στάχτη!

Καί το φεγγάρι απάνωθε σβηστό.

Ο ΤΡΙΤΟΣ ΔΟΥΛΟΣ

Δίχως αρχή και δίχως άκρα ή μέση,

Απέραντα: γή, θάλασσα, ουρανός!

Τά ζωσε τώρα σιδερένια δέση.

Έξω και μέσα κόσμος αδειανός.

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ

Όλα βουβά μές τό βουβόν αέρα.

Ήλιος τυφλός κοιτάει και δέν κουνά.

Η νύχτα δε χωρίζει απ΄την ημέρα.

Τέλος του κόσμου η προφητεία μηνά!

Ποιός θά μάς σώσει; Ανατολή γιά Δύση;

Ποιός Έλληνας ή βάρβαρος θεός;

Μπροστά καινούριος κόσμος θα βαδίσει

Ή πίσω θα γυρίσει ο παλαιός;

************

«Μοιρολόι» της Ελένης Βακαλό

Θέλω να πω για τη μεγάλη σιωπή
Που δεν έχει στον ουρανό της φεγγάρι
Δεν έχει άλογο για να κινήσει η συνοδειά
Κι’ έχει ξεχάσει το ποτάμι

Θέλω να πω για την πικρή μας την καρδιά
Που δεν ξεχνάει

Στο Δίστομο βάλαν φωτιά και στο Μωριά μαχαίρι
Θέλω να πω για το χαλασμό που μας πλακώνει

Τυλίξανε σε κόκκινη βελέντζα το νεκρό
Και μας τον φέρνουν
Μας φέρνουνε μια φούχτα γιασεμιά
Και τον καϋμό της νύχτας
Μας φέρνουν το τραγούδι τ’ αξημέρωτο
Και τα κλειστά παντζούρια
Κι’ ένα μαχαίρι ατσάλινο
Να το καρφώσουμε στα δέντρα
Να βάψει η γη κι ο ουρανός
Από το αίμα
Αυτή τη σιωπή την αγαπώ
Αυτήν την καρδιά μας την ξέρω

Θέλω να πω για την πικρή τη φυλακή
Που τραγουδάνε τα κορίτσια

Έχει στ’ αυτί γαρύφαλλο
Και κλειδωμένο στόμα
Έχει καράβια μ’ ανοιχτά πανιά
Σταματημένα
Πέτρωσ’ η θάλασσα
Και δεν τον είδαμε τον ήλιο
Με ανοιχτές λαβωματιές
Να συλλογιέται τον αδελφό του
Που’ χει κρατήσει
Πάνω στον κόρφο του σφιχτά
Μια σφαίρα κελαϊδιστή
Να τη ζεστάνει

Θέλω να πω για τη μεγάλη σιωπή
Που ‘χει ξεχάσει το ποτάμι

Single Post Navigation

8 thoughts on “Πες το με ποίηση (430ο): «Μοιρολόι»…

  1. AΓΓΕΛΙΚΗ on said:

    1.ΜΟΙΡΟΛΟΙ ΓΙΑ ΕΝΑ ΝΕΚΡΟ

    Φεγγάρι, ερημοφέγγαρο

    κριθάρινο φεγγάρι των φτωχών
    αγέρα, πικραγέρα

    πολύλαλε αγέρα των μουγγών
    σ’ ένα σταυροδρόμι απόψε

    μήνα Μάη
    σταυρώσανε το νιο,

    μήνα Μάη
    σταυρώσαν το ροδόσταμο και το λεμονανθό –
    ροδιά, δος του το αίμα σου
    δος του το φέγγος σου, στερνό του ηλιοβασίλεμα,
    μήνα Μάη, σταυρώσαν τον αυγερινό
    αχ, το πρωί ήταν ήλιος και δροσιά
    το μεσημέρι λάμψη κι όνειρα
    το βράδυ ήρθε πικρό κι ολόμαυρο,
    σ’ ένα σταυροδρόμι απόψε
    μήνα Μάη

    σταυρώσανε το Μάη
    ύστερα πλύναν τα μαχαίρια και σκοτώσαν το νερό,
    ύστερα κάναν να κοιτάξουν και σκοτώσανε το δειλινό
    αστροφεγγιά

    χρυσάφι στο ταγάρι των τυφλών
    α, σκύλα αστροφεγγιά, όπου τους έφεγγες,
    σ’ ένα σταυροδρόμι απόψε

    μήνα Μάη
    Μεγάλη Παρασκευή των φτωχών
    κι ολόρθες οι γυναίκες στα κατώφλια
    με τα μεγάλα μάτια τους τον σαβανώνουν,
    τα δεντρολίβανα σκύβουν και τον μυρώνουν,
    οι άντρες πέρα μες στα καπηλειά
    μ’ ένα πικρό τραγούδι τον κατευοδώνουν
    τα χελιδόνια έρχονται και τον ανασηκώνουν,
    αχ, το πρωί ήταν άνοιξη
    το βράδυ μαύρη συννεφιά
    το βράδυ ήρθε με δώδεκα καρφιά
    το βράδυ γαύγιζε με δώδεκα σκυλιά
    το βράδυ σώπαινε μ’ όλα του τα καμπαναριά
    σύγνεφο, πικροσύγνεφο

    γιατί δεν έμπαινες μπροστά
    κι από την κοντινή την εκκλησιά
    γιατί δεν έσκουζες παρθένα Παναγιά,
    α, κάτω απ’ τον άδειο ουρανό,
    σ’ ένα σταυροδρόμι απόψε

    μήνα Μάη
    μήνα Μάη

    σταυρώσανε το νιο.

    ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ, Ποίηση, τ. 1”, εκδ. Κέδρος.

    .

    Μοιρολόι-Μανώλης Λιδάκης

    2. ΜΟΙΡΟΛΟΙ

    Ζήλεψ’ η πανσέληνος το φως σου,

    καθώς σε είδε αυτό το βράδυ στο μπαλκόνι.

    Ήτανε πιο χρυσά από κείνης τα μαλλιά σου,

    ήταν η λάμψη πιο μεγάλη η δικιά σου.

    .

    Σου είπε γλυκόλογα σε τράβηξε κοντά της

    κι εσύ έκανες φτερά να πας στην αγκαλιά της.

    Σου έκανε μάγια να μη σκέφτεσαι κανένα,

    ούτε την αγάπη σου, ούτε και εμένα.

    .

    Πανσέληνο σε γέννησαν και ήσουνα δικιά μου,

    τρεις μέρες μέλι τάιζα τις μοίρες

    να τις γλυκάνω για να μη ζηλέψουν, φως μου,

    που απ’ τη Σελήνη τις χρυσές σου μπούκλες πήρες.

    .

    Κορίτσι μου, μην ήσουνα το ταίρι της Σελήνης

    και δε σε άφησε κοντά μου άλλο εκείνη.

    Εγώ που σκέπασα πηγάδια κι έκρυψα δηλητήρια,

    πώς να σε κρύψω απ’ της ζωής σου τα μαρτύρια…

    .

    Με μια σαΐτα μαγική τρύπησες την καρδιά σου

    κι έριξες στο αίμα σου τη λησμονιά του κόσμου,

    κι όσο κι αν έκλαψα, κι όσο κι αν φώναξα δε μ’ άκουσες,

    μονάχη το ταξίδι αποφάσισες, κι έφυγες φως μου.

    ΒΑΣΩ ΑΛΑΓΙΑΝΝΗ

    ******

    3. ΜΟΙΡΟΛΟΙ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ

    Ω τ’ όμορφο χρυσό φεγγάρι,

    χοντρό σαν θησαυρού πιθάρι!

    Σάλπιγγα ηχεί στα μακρινά,

    να κι ο υποδήμαρχος περνά.

    Αντίκρυ παίζουν μια σονάτα,

    το δρόμο αργοπερνά μια γάτα!

    .

    Πάει η επαρχία να κοιμηθεί,

    κλείνει μ’ ένα ακόρντο* που αντηχεί

    το πιάνο στο παράθυρό του.

    Τι ώρα να’ ναι; Ρώτα-ρώτου*.

    Πράο φεγγάρι, τι εξορία!

    Σύμφωνοι στη μοιρολατρία;

    .

    Φεγγάρι, ντιλετάντη* μοιάζεις,

    σ’ όλα τα πλάτη ίδιο φαντάζεις.

    Χθες του Μισούρη τα νερά,

    του Παρισιού είδες τα οχυρά,

    τα μπλε φιόρντ της Νορβηγίας,

    τους πόλους, θάλασσες μαγείας·

    .

    τώρα εσύ, τυχερό, θα ιδείς,

    μετά το γάμο της, στη γης

    να τρέχει η αμαξοστοιχία!

    Εφύγανε για τη Σκοτία.

    Τι φιάσκο θα ‘ταν, αν πιστή

    τους στίχους μου είχε εμπιστευτεί!

    .

    Φεγγάρι, αλήτικο φεγγάρι,

    να γίνουμε άλυτο ζευγάρι;

    Νύχτες χρυσές κι εγώ με μια

    χλωμή επαρχία στην καρδιά!

    Σαν μια γριά το φεγγαράκι

    τ’ αυτιά του εγέμισε μπαμπάκι.

    ΖΥΛ ΛΑΦΟΓΚ, Προσεγγίσεις στη γαλλική ποίηση, ανθολόγηση – μετάφραση Aλέξανδρος Mπάρας, Πρόσπερος

  2. AΓΓΕΛΙΚΗ on said:

    ΜΟΙΡΟΛΟΙ ΤΗΣ ΦΥΛΑΚΗΣ Πάνος Τζαβέλλας

    4.ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΙ ΤΗΣ ΦΥΛΑΚΗΣ

    Η ζωή μας μαυρισμένη

    κι η καρδιά μας τρυφερή

    μουδιασμένη, μουχλιασμένη

    μες στ’ ανήλιαγο κελί.

    .

    Ξεκλειδώνουν και κλειδώνουν

    μα η καρδιά μας λαχταρά

    τους συντρόφους που παλεύουν

    για να σπάσουν τα δεσμά.

    .

    Φυλακές, κρεμάλες, δίκες,

    την ορμή μας δε λυγούν

    θα ανατείλει κάποια μέρα

    οι λαοί να κυβερνούν.

    ΠΑΝΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ

    *****

    5.ΜΟΙΡΟΛΟΙ ΣΤΟ ΔΙΑΒΟΛΟ

    Το όνομα του σκύλου μου ήταν Διάβολος
    το «ήταν» δεν πάει στο όνομά του
    δεν έγινε τίποτα στο όνομά του.
    Δεν έμοιαζε με το όνομά του.
    Οι διάβολοι είναι άπονοι
    οι άπονοι ψεύτες, πονηροί
    οι άπονοι δεν είναι έξυπνοι.
    Ο σκύλος μου ήταν έξυπνος.

    Λιγάκι τον σκότωσα κι εγώ
    δεν ήξερα να τον φροντίζω.
    Αν δεν ξέρεις να φροντίζεις
    μην φυτεύεις ούτε δέντρο.
    Το δέντρο που ξεραίνεται στο χέρι του ανθρώπου
    γίνεται καημός του.
    Θα πεις πως το κολύμπι μαθαίνεται σε νερό.
    Έτσι είναι.
    Αν πνιγείς όμως
    μόνο εσύ θα πνιγείς.

    Τόσα πρωινά ξυπνώ
    αφουγκράζομαι
    δεν γρατζουνάει κανείς την πόρτα μου.
    Μου έρχεται να κλάψω
    ντρέπομαι που δεν μπορώ να κλάψω.

    Ήταν σαν άνθρωπος.
    Τα περισσότερα ζώα είναι έτσι
    και μάλιστα σαν καλός άνθρωπος.
    Ο χοντρός ο λαιμός του υποκλινόταν με λεπτότητα στη φιλία.
    Στα δόντια και στα πόδια του η λευτεριά,
    στην τριχωτή μακριά ουρά η ευγένεια.

    Μου έλειπε. Κι εγώ σ’ εκείνον.
    Μιλούσε για τα πιο σημαντικά
    για πείνα, χόρταση, για έρωτες.
    Όμως δεν ήξερε τη νοσταλγία για την πατρίδα.
    Εμένα εκεί το μυαλό μου.
    Έβαλαν τον ποιητή στον παράδεισο
    «Αχ, πατρίδα μου!» είπε.

    Πέθανε
    όπως πεθαίνει κανείς σε τούτον τον κόσμο
    άνθρωπος ζώο φυτό
    σε κρεβάτι χώμα αέρα νερό
    ξαφνικά, περιμένοντας ή στον ύπνο
    όπως πεθαίνεις σε τούτον τον κόσμο
    όπως θα πεθάνω
    όπως θα πεθάνουμε…

    Σήμερα τριάντα οκτώ υπό σκιά.
    Ρεμβάζω το δάσος από το μπαλκόνι.
    Τα ψηλά πεύκα κατακόκκινα,
    ο ουρανός μπλε ατσαλένιο.
    Οι άνθρωποι μεσ’ στον ιδρώτα,
    μια πιθαμή οι γλώσσες των σκύλων
    πάνε στη λίμνη για μπάνιο.
    Θα αφήσουν το βάρος των σωμάτων τους στην όχθη
    τη χαρά θα μοιραστούν των ψαριών.

    Ναζίμ Χικμέτ – Ιούνιος 1956 Μόσχα

    Μετάφραση από τα τουρκικά: Lale Alatli
    Επιμέλεια: Αθηνά Κατσίβελη

    Εντευκτήριο, λογοτεχνικό περιοδικό 117-118, σ. 18

  3. AΓΓΕΛΙΚΗ on said:

    Λουδοβίκος των Ανωγείων – Το μοιρολόι της φώκιας

    6. ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΙ ΤΗΣ ΦΩΚΙΑΣ

    Αυτή ήταν η Ακριβούλα

    η εγγόνα της γριάς Λούκαινας

    Φύκια ήταν τα στεφάνια της

    κοχύλια τα προικιά της

    .

    Κι η γριά ακόμα, ακόμα μοιρολογά

    τα γεννοβόλια της τα παλιά

    Σαν να μην είχανε ποτέ τους τελειωμό

    τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου

    .

    Σαν να μην είχανε ποτέ τους τελειωμό

    τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου

    Αυτή ήταν η Ακριβούλα

    η εγγόνα της γριάς Λούκαινας

    ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

    .

    Μοιρολόι – Λιζέτα Καλημέρη

    7. ΜΟΙΡΟΛΟΙ

    Μανούλα μου, ήθελα να πάω, να φύγω, να μισέψω

    του ριζικού μου από μακριά τη θύρα ν`αγναντέψω.

    Στο θλιβερό βασίλειο της Μοίρας να πατήσω

    κι εκεί να βρω τη μοίρα μου και να την ερωτήσω.

    ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

  4. AΓΓΕΛΙΚΗ on said:

    Δημήτρης Υφαντής – »Μαριόλα» – Ηπειρώτικο Μοιρολόι

    6. ΜΑΡΙΟΛΑ

    (ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟ ΜΟΙΡΟΛΟΙ)

    Σήκω, Μαριόλα μ’, απ’ τη γη κι από το μαύρο χώμα,

    Μαριώ – Μαριόλα μου.

    Κι από το μαύρο χώμα, ψυχή, καρδούλα μου.

    Με τι χεράκια η μαύρη να σ’κωθώ, χεράκια ν’ ακουμπήσω,

    Μαριώ – Μαριόλα μου,

    Χεράκια ν’ ακουμπήσω, ψυχή, καρδούλα μου.

    Κάμε τα νύχια σου τσαπιά, τις απαλάμες φτυάρια,

    Μαριώ – Μαριόλα μου,

    τις απαλάμες φτυάρια, ψυχή, καρδούλα μου.

    Ρίξε το χώμα από μεριά, τις πέτρες `πο την άλλη,

    Μαριώ – Μαριόλα μου,

    τις πέτρες `πο την άλλη, ψυχή, καρδούλα μου.

    Κι έβγα, Μαριόλα μ’, να σε ιδώ,

    Μαριώ – Μαριόλα μου,

    κι άπλωσε το χεράκι σου και πιάσε το δικό μου.

    Το μνήμα μ’ εχορτάριασε κι έλα να βοτανίσεις,

    Μαριώ – Μαριόλα μου,

    κι έλα να βοτανίσεις, ψυχή, καρδούλα μου.

    Να χύσεις μαύρα δάκρυα, ίσως και μ’ αναστήσεις,

    Μαριώ – Μαριόλα μου,

    ίσως και μ’ αναστήσεις, ψυχή, καρδούλα μου.

    ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ

  5. AΓΓΕΛΙΚΗ on said:

    Το Μοιρολόι των Τεμπών – Άντζελα Δαμίγου

    7.ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΙ ΤΩΝ ΤΕΜΠΩΝ

    Γλυκιά μανούλα μου μη κλαις που είμαι μακρυά σου

    τέρμα ο πόνος σκούπισε τα μαύρα δάκρυα σου.

    Κάνε τον πόνο σου οργή, το στεναγμό σου κύμα

    τιμώρησε τον το φονιά που μου ‘κοψε το νήμα.

    .

    Τιμώρησε τους μάνα μου, ειν’ όλοι τους φονιάδες

    πριν μαύρα να φορέσουνε κι άλλες πολλές μανάδες.

    Σε γέλασα μανούλα μου, σου ‘πα να περιμένεις

    μα στο σταθμό δεν έφτασα κι ακόμα με προσμένεις.

    .

    Δε γνώριζα μανούλα μου του Χάρου το παιχνίδι

    που στον Σταθμάρχη έδωσε της μοίρας αντικλείδι.

    Τιμώρησε την μάνα μου την αιματοχυσία

    και να μη ξεχαστεί ποτέ ετούτη η Θυσία.

    .

    Ξύπνησε ο κόσμος μάνα μου κατέβηκε στους δρόμους

    έφτασε η ώρα κι η στιγμή γι’ αυτούς τους δολοφόνους.

    Κι αν βλέπω τώρα από ψηλά δεν έχει σημασία

    φτάνει χαμένη να μη βγει μάνα μου η Θυσία.

    Μάνα μου η Θυσία…

    ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ  ΧΑΡΛΑΒΑΝΗΣ

  6. -Δημοτικό, [Μοιρολόι της μάνας]

    Εσύ, παιδί μου, εκίνησες να πας στον Κάτου κόσμο,

    κι’ αφήνεις τη μανούλα σου πικρή, χαροκαμένη.

    Παιδάκι μου, τον πόνο σου πού να τον απιθώσω,

    που κι’ αν τον ρίξω τρίστρατα, τον παίρνουν οι διαβάτες,

    κι’ αν τον αφήσω στα κλαριά, τον παίρνουν τα πουλάκια.

    Πού να βαλθούν τα δάκρυα μου για τον ξεχωρισμό σου;

    Αν πέσουνε στη μαύρη γης, χορτάρι δεν φυτρώνει,

    αν πέσουνε στον ποταμό, ο ποταμός θα στύψη,

    αν πέσουνε στη θάλασσα, πνίγονται τα καράβια,

    κι αν τα σφαλίσω στην καρδία, γρήγορα σ’ ανταμώνω.

    **************

    Βασίλης Σκουλάς, «Μοιρολόι»

    -Ν. Βρεττάκος, «Μοιρολόι»

    Έχω τον πόνο σου στο στήθος μου
    και τον χαϊδεύω, του μιλώ,
    τον λέω άσπρο τριαντάφυλλο,
    τον λέω νεράκι της αυγής,
    ματάκι, ποιος σε θόλωσε,
    ματάκι, ποιος σε θόλωσε.

    Η λυπημένη σου φωνή
    έγινε ένα πουλάκι,
    από κλαρί σ’ άλλο κλαρί,
    κανείς δε σου μιλά,
    από κλαρί σ’ άλλο κλαρί,
    πίκρανες το φεγγάρι.

    Σ’ άκουγε του Θεού η καρδιά
    κι έτρεμαν τα λουλούδια,
    σ’ άκουγα που ταξίδευες,
    είπα πως είναι νύχτα,
    η νύχτα με τ’ αστέρια της,
    είπα πως είναι νύχτα.

    Ο ήλιος εβασίλεψε
    και το φεγγάρι εχάθη,
    ματάκι, ποιος σε θόλωσε,
    ματάκι, ποιος σε θόλωσε,
    ματάκι, ποιος σε θόλωσε,
    ματάκι, ποιος σε θόλωσε.

    Η λυπημένη σου φωνή
    έγινε ένα πουλάκι,
    από κλαρί σ’ άλλο κλαρί,
    κανείς δε σου μιλά,
    από κλαρί σ’ άλλο κλαρί,
    πίκρανες το φεγγάρι.

    Σ’ άκουγε του Θεού η καρδιά
    κι έτρεμαν τα λουλούδια,
    σ’ άκουγα που ταξίδευες,
    είπα πως είναι νύχτα,
    η νύχτα με τ’ αστέρια της,
    είπα πως είναι νύχτα.

    https://www.greekstixoi.gr/stixoi/%CE%BC%CE%BF%CE%B9%CF%81%CE%BF%CE%BB%CF%8C%CE%B9-1992/

  7. AΓΓΕΛΙΚΗ on said:

    Το Μοιρολόι Του Χωρισμού – Γιάννης Παπαγεωργίου

    ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΙ ΤΟΥ ΧΩΡΙΣΜΟΥ

    Μου φαίνονται τα σύννεφα να φέρνουν µοιρολόγια
    Θαρρείς ετούτη η άνοιξη δεν έχει τελειωµό
    Σκοτείνιασε η θάλασσα φύγαν τα χελιδόνια
    Κι εγώ γυρεύω άδικα να βρω ένα µισεµό

    Το θεό µην καταριέσαι κι άλλες πίκρες µη γεννάς
    Βρες δυο µάτια να ξεχνιέσαι και για µένα µη ρωτάς
    Κι άµα θα βρεις µιαν αγκάλη κι ένα στόµα να φιλάς
    Σα µε βλέπεις στ’ ακρογιάλι πάψε να µε χαιρετάς

    Νοµίζω πως δε χόρτασα ακόµα τα φιλιά σου
    Μου τυραννάει τη σκέψη µου η κάθε µας στιγµή
    Τα βράδια µένω ξάγρυπνη να ακούω τα βήµατά σου
    Και πέφτουνε του χωρισµού τα δάκρυα βροχή

    Τα µατάκια σου µη βρέχεις µα µε γέλιο πότισ’ τα
    Κι αν λυπάσαι που δε µ’ έχεις θα βρεθούµε στα όνειρα
    Είναι, λέει, στο πεπρωµένο πάντα να ξαναγυρνάς
    Το δικό σου να ‘ναι ξένο κι απ’ το δάκρυ να γελάς

    ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

  8. -Η 70χρονη Σταυρούλα Ζυγούρη από την Καλαμάτα,

    στο παρεκκλήσι του Αγίου Ελευθερίου, δίπλα στη Μητρόπολη, μοιρολόι για το Γρηγόρη Λαμπράκη:

    «Γρηγόρη,

    σε φορτώσανε, βαριά είσαι φoρτωμένος. / Γρηγόρη μου, τις μυρουδιές

    να μην τις εσκορπίσεις, / να τις βαστάς στην Κάτω Γης, στους νιούς

    να τις δωρίσεις, / να βάλουνε στα πέτα τους να βγούνε στο σεργιάνι.

    / Γρηγόρη μου, η Κάτω Γης έχει αναστατώσει, / τι έμαθε η λεβεντιά

    πως κάποιος κατεβαίνει. / Τρέχουνε για συνάντηση, να σε

    προϋπαντήσουν, / τρέχουν στις βρύσες για νερό, στους κηπουρούς για

    φρούτα, / και στις καλές νοικοκυρές γι’ αφράτο παξιμάδι. / Τραπέζι

    σού τοιμάζουνε, Γρηγόρη, να δειπνήσεις / και το κρεβάτι στρώνουνε

    να πέσεις να πλαγιάσεις».

    **************

    Το μοιρολόι της καρδιάς

    Ανδριανός Γιάννης

    Μοναχός μέσ’ στο κελί μου

    απ’ αγάπη ξεχασμένος

    με τη μοναξιά παρέα, μόνιμη  μου συντροφιά

    τραγουδώ τα βάσανά μου

    από όλους προδομένος

    μοιρολόι, παρηγόρια στην φτωχή μου την καρδιά

    Το μοιρολόϊ της καρδιάς

    η συντροφιά στη μοναξιά

    του πονεμένου

    μέχρι την ύστατη πνοή

    ως να τελειώσει η ζωή

    τ’ αδικημένου

    Του κελιού μου ο αέρας

    λιγοστός και μετρημένος

    δε μου φτάνει ν’ αναπνεύσω να χορτάσω να σωθώ

    ξημερώνω με τον πόνο

    και βραδιάζω πικραμένος

    τόσα δάκρυα, ν’ αντέξω αχ μοναξιά μου προσπαθώ

    **************

    Δημοτικό, Το μοιρολόι της Πάργας

    Μαύρο πουλάκι, πο’ ‘ρχεσαι απο τ’ αντίκρι μέρη,
    πες μου τι κλάψες θλιβερές, τι μαύρα μοιρολόγια
    απο την Πάργα βγαίνουνε, που τα βουνά ραγίζουν;
    Μήνα την πλάκωσε Τουρκιά και πόλεμος την καίει;
    -Δεν την επλάκωσε Τουρκιά, πόλεμος δεν την καίει.
    Τους Παργινούς επούλησαν σα γίδια, σα γελάδια,
    κι όλοι στην ξενιτιά θα παν’ να ζήσουν οι καημένοι.
    Τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ’ άσπρα τους στήθια,
    μοιρολογούν οι γέροντες με μαύρα μοιρολόγια,
    παπάδες με τα δάκρυα γδύνουν τες εκκλησιές τους.
    Βλέπεις εκείνη τη φωτιά, μαύρο καπνό που βγάνει;
    Εκεί καίγονται κόκαλα, κόκαλα αντρειωμένων,
    που την Τουρκιά τρομάξανε και το βεζίρη κάψαν.
    Εκεί ‘ναι κόκαλα γονιού, που το παιδί ,τα καίει,
    να μην τα βρουν οι Λιάπηδες, Τούρκοι μην τα πατήσουν.
    Ακούς το θρήνο τον πολύν, όπου βογγούν τα δάση,
    και το δαρμό που γίνεται,τα μαύρα μοιρολόγια;
    Είναι που αποχωρίζονται τη δόλια την πατρίδα,
    φιλούν τες πέτρες και τη γη κι ασπάζονται το χώμα.
    Τρία πουλιά απ’ τη ν Πρέβεζα διαβήκανε στην Πάργα.
    Το ‘να κοιτάει την ξενιτιά, τ’ άλλο τον άη Γιαννάκη,
    το τρίτο το κατάμαυρο μοιρολογάει και λέει:
    -Πάργα, Τουρκιά σε πλάκωσε, Τουρκιά σε τριγυρίζει.
    Δεν έρχεται για πόλεμο, με προδοσία σε παίρνει.
    Βεζίρης δε σ’ ενίκησε με τα πολλά τ’ ασκέρια.
    Έφευγαν Τούρκοι σα λαγοί το παργινό τουφέκι,
    κι οι Λιάπηδες δεν ήθελαν να ’ρτουν να πολεμήσουν.
    Είχε λεβέντες σα θεριά, γυναίκες αντρειωμένες,
    πο’ τρωγαν βόλια για ψωμί, μπαρούτι για προσφάγι.
    Τ’ άσπρα πουλήσαν το Χριστό, τ’ άσπρα πουλούν και σένα.

    Πάρτε, μανάδες, τα παιδιά, παπάδες τους αγίους.
    Άστε, λεβέντες, τ’ άρματα κι αφήστε το τουφέκι.
    Σκάψτε πλατιά, σκάψτε βαθιά, όλα σας τα κιβούρια,
    και τ’ αντρειωμένα κόκαλα ξεθάψτε του γονιού σας.
    Τούρκους δεν επροσκύνησαν, Τούρκοι μην τα πατήσουν.

Σχολιάστε