Λόγος Παράταιρος

«Παράταιρος ο λόγος ο δυνατός/ μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει» (Γ. Ρίτσος)

Πες το με ποίηση (350ο): «Τραπέζι – καρέκλα»…

ΒΙΚΥ ΜΟΣΧΟΛΙΟΥ – ΒΑΛΕ ΚΙ ΑΛΛΟ ΠΙΑΤΟ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ

-«Πάνω στο τραπέζι δυο μαραμένα λουλούδια που τρεμουλιάζουν σαν αναμμένα κεριά

Φτωχικό μνημόσυνο στ’ απολιθώματα της ομορφιάς σου..»

(Τάκης Βαρβιτσιώτης)

*****

-«Ένα παλιό αισθηματικό κερί έκαιγε πάνω στο τραπέζι
τα φθαρμένα έπιπλα μου είχαν διδάξει την υπομονή
μόνο ένα, Θεέ μου ‒ δεν έζησα: έχοντας να μεριμνήσω
για τόσα φύλλα την άνοιξη.»

(Τάσος Λειβαδίτης)

******

-«Ένα πορτοκάλι στο τραπέζι, το φόρεμα κρεμασμένο, εσύ στο κρεβάτι μου, γλυκό παρών, δροσιά της νύχτας, ζεστασιά της ζωής μου.»

(Ζακ Πρεβέρ)

*******

-Κωνσταντίνος Καβάφης «Το διπλανό τραπέζι»

Θάναι μόλις είκοσι δυο ετών.

Κι όμως εγώ είμαι βέβαιος που, σχεδόν τα ίσα

χρόνια προτήτερα, το ίδιο σώμα αυτό το απήλαυσα.

Δεν είναι διόλου έξαψις ερωτισμού.

Και μοναχά προ ολίγου μπήκα στο καζίνο·

δεν είχα ούτε ώρα για να πιώ πολύ.

Το ίδιο σώμα εγώ το απήλαυσα.

Κι αν δεν θυμούμαι, πού — ένα ξέχασμά μου δεν σημαίνει.

A τώρα, να, που κάθησε στο διπλανό τραπέζι

γνωρίζω κάθε κίνησι που κάμνει — κι απ’ τα ρούχα κάτω

γυμνά τ’ αγαπημένα μέλη ξαναβλέπω. 

(https://latistor.blogspot.com/2011/11/blog-post_06.html)

*******

-Αργυρώ Αξιώτη, «Στο τραπέζι της κουζίνας»

Στο τραπέζι της κουζίνας

πρωί

καλοκαίρι

βάζεις καφέ

κάθεσαι στο πλαι της

καθαρίζει φασολάκια στην ποδιά της

λέει για τη ζωή της

αυτά που δεν ήρθαν

εκείνα που άργησαν

όσα δε γίνονται

αυτά που αντέχει

θα τα παρατήσει όλα, λέει, μια μέρα

μεταμορφώνεται σε τζιτζίκι

ρυθμικό, μονότονο

το τραγούδι της

αιωρείσαι σ’ενα κενό γνώριμο

-Τι χαζεύεις;

Πετάξου να πα μου φέρεις δυο κρομμύδια ξερά.

Μ’όλα τούτα ξέχασα.

σηκώνεσαι

βάζεις όπως όπως κάτι σαγιονάρες

χώνεις ένα πεντάευρο στην τσέπη

βγαίνεις

Είναι λύτρωση όταν ζητά κάτι

που να περνά από το χέρι σου

(https://tokoskino.me/)

********

Πουλόπουλος Γιάννης-Το ψωμί ειναι στο τραπέζι

-Ιωάννη Στεφανουδάκη, «ΤΟ ΨΩΜΙ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ»

Σ’ ένα θάλαμο νοσοκομείοy,
σε μια κλινική του δηλαδή,
είδα στο κρεβάτι
εβδομηντάρη μόνο,
να πονά και να υποφέρει.
και να εκλιπαρεί λέγοντας
[μάνα μου ,που είσαι;] Στην άλλη γωνιά του θαλάμου
σε μια γωνιά,
τον κοίταζα με δέος και αισθάνθηκα
να είμαι ένα τίποτα.
Γιατί τίποτα δεν μπορούσα να κάνω για αυτόν.
Βγήκα από το θάλαμο,
προχωρούσα στο διάδρομο της κλινικής
και στο μυαλό μου ήλθε
μια εικόνα από το σπίτι στο χωριό.
Κάποιας Κυριακής.
Κάποια Κυριακή,
μεσημέρι,
το τραπέζι να είναι γεμάτο
απο τα ελέη του Θεού,
και να μας περιμένει..
Μια Κυριακή της Άνοιξης…

(https://atexnos.gr/)

-Άγγελος Ερατεινός, “Το μεγάλο τραπέζι”

Εδώ το μεγάλο τραπέζι

οι καρέκλες του

διπλωμένο το τραπεζομάντηλο

στο συρτάρι

μαχαιροπήρουνα

πιάτα, ποτήρια

κλεισμένα σιωπούν

κρασιού ακούν το άνοιγμα

μυρωδιά φαγητού Κυριακάτικου

θυμούνται, οσφραίνονται

Οι αγαπημένοι

σε αποστάσεις

που δεν μηδενίζονται

(https://www.fractalart.gr/to-megalo-trapezi/)

*******

-Larry Cool , «Κάτω από το τραπέζι»

Είμαι σ’ ένα νεκρόδειπνο μεταξύ ποιητών

Πλήττω και γλιστρώ αργά κάτω από το τραπέζι

Εδώ κρύβεται μια απόκοσμα όμορφη έφηβος

-η Ποίηση

-«Ο κόσμος μας είναι νεκρός» ψιθυρίζω

-«Ο κόσμος σας είναι το ποίημά μου

Και σεις, πίδακες λέξεων».

Της κάνω έρωτα σφίγγοντας τους μικρούς γλουτούς της

Είναι σε έκσταση

Απ’ το στόμα της διαφεύγουν φυσαλίδες μικρόκοσμων

Γύρω μας τα πράγματα εξανεμίζονται

Μένει η αρχική ηχώ των ονομάτων τους.

Το τραπέζι παραδέρνει στο διάστημα

Με τους ποιητές επάνω του

Από τα χάσκοντα στόματά τους

Δέσμες φωτός εξερευνούν το μέγα άγνωστο.

(http://tsamatis.blogspot.com/2007/11/blog-post_25.html)

-Κικής Δημουλά, «Π Ρ Ο Σ Ε Χ Ε»

 Όταν στρώνεις το τραπέζι

πριν καθίσεις

να ελέγχεις σχολαστικά

την αντικρινή σου καρέκλα

αν είναι γερή μήπως τρίζει

μήπως χαλάρωσαν οι εγκοπές

μήπως φαγώθηκαν οι αρμοί

αν υποσκάπτει το σκελετό

σκουλήκι

γιατί εκείνος που δεν κάθεται

γίνεται κάθε μέρα όλο και πιο βαρύς.

(https://popaganda.gr/art/proseche-tis-kikis-dimoula/)

*******

Λαυρέντης Μαχαιρίτσας | Με πήρε ο ύπνος στην καρέκλα

-Θανάσης Τριανταφύλλου, «Οι άδειες καρέκλες»

Σούρουπο φθινοπωρινό, λυκόφως.

Έρημες, μόνες και μουγκές, απόψε εδώ,

Χωρίς διάθεση κουβέντας, είμαστε.

Οι άνθρωποι που περιμέναμε να ’ρθουν,

ασμένως, ούτε που πάτησαν, δεν ήρθαν.

Άλλες γωνιές προτίμησαν να παν,

σε τόπους άλλους να καθίσουν.

Κι έτσι, μόνες μας κι άδειες μείναμε,

χωρίς κανέναν ψίθυρο ν’ ακούμε γύρω.

Μια βιαστική κυρία απ’ απέναντι περνά 

κι ούτε το βλέμμα της γυρίζει να μας δει·

αλλού ο νους της, φαίνεται, να τρέχει,

σε συγκινήσεις και σε εικόνες άλλες.

Εδώ κι εκεί ανάκατες και σκορπισμένες,

της παγερής μας μοναξιάς σημάδια, όποια, 

αναζητούμε την ανάκαμψη να φέρουν,

τη μοναξιά να διώξουν που σκοτώνει.

Δεν είμαστε καρέκλες, δα, της εξουσίας.

Γι’ αυτές πελάτες πρόθυμοι υπάρχουν πάντα,

από παλιά! Σκοτώνουν και σκοτώνονται 

γι’ αθέμιτες προτεραιότητες· να κάτσουν πρώτοι.

Απλές καρέκλες είμαστε, βαμμένες,  fer forgé ,

στην ανοιχτή πλατεία ξεχασμένες, μόνες.

Κι η νύχτα έρχεται ν’ απλώσει όλα της τα πολλά,

τα τόσο  θλιβερά για μας τις έρημες μαγνάδια.

(http://www.periou.gr/)

******

-Μιχάλη Παπαδόπουλου, «Καρέκλες»

Πόσες με στήριξαν σ’ αυτό το δωμάτιο
καρέκλες διαφόρων εποχών, ειδών και τεχνοτροπίας
άλλες ξύλινες με ωραία ψάθινη πλέξη
άλλες περιβλημένες δέρμα και βαριές σαν σεντούκια
άλλες καμωμένες από σίδηρο κι άργιλο
δουλεμένες ως την παραμικρή λεπτομέρεια
ψηλές και καμπύλες σχηματίζοντας αετώματα
άλλες με στρώμα βαθύκοιλο που σε ρουφάει μέσα
καρέκλες της εγκαρτέρησης, της προσμονής
καρέκλες της ξεκούρασης
της πλησμονής του χρόνου
κι άλλοτε της μοναξιάς, του στιγμιαίου έρωτα
της ονειροπόλησης
σκαλιστές, δαντελένιες και βελούδινες
ή με σκληρή ακατέργαστη τσόχα
τόσο άβολες πια να κάτσεις
που θαρρείς είναι μονάχα
για τους απόντες

(Από την ποιητική συλλογή «Έλικας φανταστικού ελικοπτέρου», (Φαρφουλάς, 2010)

*********

Κώστας Μακεδόνας-Η καρέκλα

-Μαρία Κουγιουμτζή, «Η καρέκλα»

Είναι πολύ κρύα αυτή η καρέκλα
Μου επιτίθεται με ριπές πάγου.
Είναι γιατί καθόσουν πάνω της όταν…
Της λείπουν τα ζεστά σου χέρια στο ξύλινο κορμί της.

Η γραφή σου, ο καπνός του τσιγάρου σου
Τα μυστικά σου
Ήσουνα το μαντείο της.

Όταν κάθομαι εγώ
ορμάει πάνω μου η άρνησή της.
και μου πετάει κατάμουτρα το χιόνι της.

Είναι μια συνηθισμένη καρέκλα
Με την ανάσα των πεύκων στα χέρια της
ξύλινα μπράτσα που αγκαλιάζουν

Ξεθωριασμένο το κάλυμμα
κρύβει την ευωδιά της αφής σου
στα τρεμάμενα νήματα της ύφανσής της.

Οι άγγελοί σου
λικνίζονται πάνω της
βυθίζοντας τα άηχα πέλματά τους
στο άδειο.

Είναι μια ερωτευμένη καρέκλα
Που επιμένει να κλείνει μέσα της
τον ίσκιο σου ζεστό.

Με τους λύκους του δάσους
να παραμονεύουν.

Όμως εσύ
Γονατίζοντας έγραφες
στα πράσινα φύλλα της

Έγλειφε ο κρόκος του πρωινού
Την άδεια πλάτη
κι ένα μεθυσμένο αηδόνι
κοιμόταν πάνω στο μπράτσο της.

Τραγούδα
Κανείς μας δεν σ’ αφήνει να φύγεις

Τι καλά που δεν είδες τον κόσμο μας
Πιασμένο στο δίχτυ του τρόμου.

(https://thepoetsiloved.wordpress.com/)

********

-[Γράμματα Του Ποιητή Που Κοιμάται Σε Μια Καρέκλα] Του Νικανόρ Πάρρα

 Ι.

Λέω τα πράγματα όπως είναι

Ή ξέρουμε τα πάντα από πριν

Ή τίποτε ποτέ μας δεν θα ξέρουμε.

Το μόνο που μας επιτρέπεται

Είναι να μάθουμε σωστά να μιλάμε.

ΙΙ.

Όλη την νύχτα ονειρεύομαι γυναίκες

Κάποιες με κοροϊδεύουν απροκάλυπτα

Άλλες μου δίνουνε του κουνελιού το χτύπημα.

Δεν με αφήνουν σε ησυχία.

Βρίσκονται αδιάκοπα σε πόλεμο μαζί μου.

Ξυπνώ σαν κεραυνόπληκτος.

Εξ ου και συμπεραίνεται ότι είμαι παλαβός

Ή τουλάχιστον νεκρός από τον φόβο μου.

VII.

Είναι αρκετά σαφές

Πως δεν υπάρχουν στην σελήνη κάτοικοι

Πως οι καρέκλες είναι τραπέζια

Πως οι πεταλούδες είναι άνθη σε αέναη κίνηση

Πως η αλήθεια είν’ ένα λάθος συλλογικό

Πως το πνεύμα πεθαίνει μαζί με το κορμί

Είναι αρκετά σαφές

Πως οι ρυτίδες δεν είναι ουλές.

XIV.

Μόνο με την ομορφιά συμβιβάζομαι

Η ασχήμια με πονάει..

[Μετάφραση: Αργύρης Χιόνης]

(https://www.bibliotheque.gr/article/51502)

Single Post Navigation

10 thoughts on “Πες το με ποίηση (350ο): «Τραπέζι – καρέκλα»…

  1. 1.ΙΣΩΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ ΕΔΩ

    Ο κόσμος ξεκινά στο τραπέζι της κουζίνας. Όπως και να ’χει, πρέπει να φάμε για να ζήσουμε.

    Τα δώρα της γης προσφέρονται και ετοιμάζονται, στρωμένα στο τραπέζι. Έτσι ήταν από δημιουργίας κόσμου, κι έτσι θα συνεχίσει.

    Διώχνουμε τις κότες και τους σκύλους μακριά από αυτό. Τα μωρά βγάζουν δόντια στις γωνίες του. Γρατζουνάν’ τα γόνατά τους από κάτω.

    Είναι εδώ που τα παιδιά μαθαίνουν τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος. Σ’ αυτό κάνουμε άνδρες, σ’ αυτό κάνουμε γυναίκες.

    Σ’ αυτό το τραπέζι κουτσομπολεύουμε, ανακαλούμε τους εχθρούς και τα φαντάσματα των εραστών μας.

    Τα όνειρά μας πίνουνε καφέ μαζί μας καθώς κρατάνε τα παιδιά μας αγκαλιά. Γελούν με τους φτωχούς μας αποτυχημένους εαυτούς, γελούν και που ξαναστεκόμαστε στα πόδια μας στο ίδιο πάντα το τραπέζι.

    Ετούτο το τραπέζι υπήρξε σπίτι στη βροχή, ομπρέλα στον ήλιο.

    Πόλεμοι αρχίνησαν και έληξαν σε τούτο το τραπέζι. Είναι ένα μέρος απ’ τη σκιά του τρόμου να κρυφτείς. Ένα μέρος την τρομακτική για να γιορτάσεις νίκη.

    Έχουμε γεννήσει σε αυτό το τραπέζι, κι ετοιμάσαμε τους νεκρούς μας γονείς για την ταφή.

    Σε τούτο το τραπέζι τραγουδάμε τη χαρά και τη λύπη μας. Προσευχόμαστε για τον πόνο και τις τύψεις μας. Αναπέμπουμε ευχαριστίες.

    Ο κόσμος ίσως τελειώσει στο τραπέζι της κουζίνας, ενώ γελάμε και κλαίμε, τρώγοντας την τελευταία μας γλυκιά μπουκιά.

    Joy Harjo: Μετ: Νικολέττα Σίμωνος

    ***

    2. ΙΠΤΑΜΕΝΕΣ ΚΑΡΕΚΛΕΣ

    Είχε γίνει συμφωνία
    της γιαγιάς μας με την αδελφή μου

    Όταν θα έφευγε, σε περίπτωση
    που υπήρχε άλλη ζωή εκεί έξω
    θα επέστρεφε και σαν σήμα
    θα σήκωνε μια καρέκλα
    από την κουζίνα

    Η γιαγιά πέθανε
    Έκτοτε αλλάξαμε πολλές κουζίνες
    τραπέζια και καρέκλες
    καμιά όμως, ποτέ
    δε σηκώθηκε

    Βαγγέλης Αλεξόπουλος

  2. 3.ΚΑΡΕΚΛΕΣ

    Οι καρέκλες
    είναι τα σώματα που φιλοξένησαν .

    Δεν τις στήνω ποτέ γύρω από το τραπέζι.
    Μένουν διάσπαρτες στο χώρο,
    όπως τις άφησε ο πρόσκαιρος κάτοχος
    μετά την εφήμερη σχέση τους…

    ΣΗΛΙΚΑ ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ /// ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΟΙΚΙΑΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

    ***

    4. ΜΙΑ ΚΑΡΕΚΛΑ ΣΕ ΧΙΟΝΙ

    Μια καρέκλα σε χιόνι
    θα έπρεπε να είναι
    σαν ένα οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο
    ασπρισμένο και στρογγυλεμένο

    κι ωστόσο μια καρέκλα σε χιόνι
    είναι πάντα θλιμμένη
    περισσότερο από ένα κρεβάτι
    περισσότερο από ένα καπέλο ή ένα σπίτι

    μια καρέκλα είναι φτιαγμένη απλά για
    ένα πράγμα

    να βαστά
    μια ψυχή τις βιαστικές και λίγες εύκαμπτες
    ώρες της

    ίσως έναν βασιλιά

    όχι για να βαστά χιόνι
    όχι για να βαστά λουλούδια

    Τζέην Χίρσφιλντ, Μετ: Κώστας Λιννός

    ***

    5. ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

    (απόσπασμα)

    Βιάζονταν πολύ να φιληθούν. Μπήκαν στο σπίτι. Κλείδωσαν.
    Τις δυο καρέκλες τις άφησαν στον κήπο.
    Όσο έλειπαν
    τα πουλιά οικειοποιήθηκαν τις καρέκλες τους, τις έκαναν
    σκάλες για τα δωμάτιά τους.

    Όταν βράδιασε,
    όλα τα κατάπιανε τα φύλλα, χτυπώντας ηδονικά τις γλώσσες τους.

    Οι δυο καρέκλες περίμεναν ακόμη σα δυο μικρά ικριώματα
    στο χείλος μιας πράσινης μοναξιάς μπροστά στο φεγγάρι.

    ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

    ***

    6. ΑΔΕΙΕΣ ΚΑΡΕΚΛΕΣ

    Άδειες καρέκλες,
    η μια δίπλα στην άλλη,
    η μια ίδια με την άλλη.

    Μέσα τους κρύβουν τόσες ιστορίες.
    Στη μία κάθισε μυριόπλουτος εφοπλιστής,
    στην άλλη βρώμικος αλήτης.

    Να έχουν τάχα διαφορά;
    Αφού, σαν έρχεται το σούρουπο
    -το σούρουπο που πάντα φτάνει-

    Αδειάζουν, κάθονται βουβές
    και μένουν ίδιες.

    ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

  3. -Liu Xia, Άδειες καρέκλες

    Άδειες άδειες άδειες
    τόσες άδειες καρέκλες
    παντού. Δείχνουν
    χαριτωμένες στους πίνακες του Βαν Γκογκ.

    Κάθομαι ήσυχα πάνω τους
    και προσπαθώ να κάνω κούνια
    αλλά δεν μετακινούνται ―
    έχουν παγώσει
    απ’ αυτό που ανασαίνει μέσα τους.

    Ο Βαν Γκογκ γνέφει με το πινέλο του ―
    φύγε φύγε φύγε
    δεν έχει κηδεία απόψε.

    Κοιτάει κατευθείαν από μέσα μου
    και κάθομαι κάτω
    μέσα στις φλόγες του ηλιοτρόπιού του
    σαν ένα κομμάτι πηλός έτοιμος να ψηθεί.

    https://gr.toluna.com/opinions/3360272/-

    ***********

    -Ν.Κ. Γερμανάκος, ΚΑΡΕΚΛΕΣ

    Πήρε καινούργιες καρέκλες, δεν της άρεσαν,
    πήγε κι αγόρασε άλλες – ούτε κι αυτές της έκαναν,
    πήρε άλλες τέσσερις. Μετά από καναδυό μήνες,
    τις έβαλε κι αυτές στην άκρη. Έτσι πέρασε ο καιρός –χρόνια–
    ώσπου το σπίτι γέρασε μαζί μας.

    Η μια καρέκλα τής έρχεται μεγάλη, η άλλη βαθιά,
    η τρίτη κοντή, η παράλλη ψηλή, η άλλη δεν πάει με τον καναπέ –
    άσε που όλες την ενοχλούν στην πλάτη:
    η καρέκλα όπου διαβάζει, γράφει, αράζει,
    τρώει, κουρνιάζει – ως και το σκαμπό του μπαρ.

    Το σπίτι ολόκληρο, απ’ τη σοφίτα ως το κελάρι,
    είναι φίσκα – κάθε λογής και σχήμα –
    ένα κουβάρι καταληπτικές καρέκλες βουβά
    κραυγάζουν να τις σώσουμε, μα εγώ ένα μόνο
    θέλω:

    έναν μαρμάρινο δίφρο

    σμιλεμένο σε μαρμάρινη στήλη,
    να κάτσω επάνω του στητός,
    τη δεξιά μου να της τείνω
    και να της γνέψω ΧΑΙΡΕ.

    https://mag.frear.gr/feggaropetra/

    **********

    “Η κουνιστή πολυθρόνα”, της Κατερίνας Ευαγγέλου-Κίσσα

    Νιώθω ότι απουσιάζω.
    Ο χώρος σου γεμάτος
    Και ‘γω πουθενά
    Ή στην καλύτερη περίπτωση
    Σε κάποια γωνία στολισμένη
    Που δεν θέλω.
    Κι οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες σου:
    Ο Δημήτρης, ένα μωρό, οι φίλες απ’ το κολλέγιο
    Και πάλι εσύ στην Αγγλία και ο Φρόυντ
    Και πάλι εσύ κι ο Δημήτρης…
    Και ΄γω απουσιάζω.
    Και να σου δώσω μάλλον δε θα βάλεις…
    Δε χωράει, νομίζω.
    Δώρα, δωράκια – απουσιάζω.
    Και το καπέλο της Laura Ashley
    Κι η κορνίζα – δικά σου.
    Ίσως εγώ τελικά να είμαι η καρέκλα
    -Ξέρεις, η άσπρη κουνιστή πολυθρόνα-
    Χρόνια τώρα.

    https://www.logografis.gr/%CE%B7-%CE%BA%CE%BF%CF%85%CE%BD%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%AE-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CF%85%CE%B8%CF%81%CF%8C%CE%BD%CE%B1/

    **************

    -Κατερίνα Ηλιοπούλου, Πολυθρόνα Ι, ΙΙ

    Το μεσημέρι ο κύριος Ταυ ανοίγει το παράθυρο και γέρνει εμπρός μες στην αυλή. Το φως πέφτει απότομα επάνω του και τον κόβει στα δυό σαν γκιλοτίνα. (Είναι στη φύση του φωτός να σπάζει τα πράγματα). Όλα δονούνται μέσα εκεί. Ζουζούνια, φύλλα και χορτάρια ανώνυμα μολύνουν τον κόσμο με το ασφυκτικό και απαρηγόρητο παρόν τους. Ο κύριος Ταυ στρέφεται ξανά στο δωμάτιο και κάθεται στην πολυθρόνα του. Η πολυθρόνα είναι μια Σφίγγα της Ερήμου. Στην αγκαλιά της πετρώνει. Εκείνη του διδάσκει τι σημαίνει ακινησία*. Είναι μια άσκηση κοπιαστική και άγρια σαν τη γυμναστική ενός σαμουράι. Στον μεγάλο λευκό τοίχο απέναντί του προβάλλονται τα κλαδιά της λεμονιάς. Καθώς λικνίζονται πυκνώνουν ολοένα. Ανάμεσά τους ζούσε εκείνο το αγρίμι. Το ποθητό αγρίμι, το φοβισμένο αγρίμι\ το ερεβώδες. Στάθηκε όμως αδύνατο να εξημερωθεί. Ο κύριος Ταυ το αγαπούσε τόσο πολύ ώστε μια μέρα το καταβρόχθισε. Έκτοτε το έχει μετανιώσει. Η πράξη αυτή, η οποία ήταν προιόν καθαρής παρόρμησης, δεν προσέδωσε στον κύριο Ταυ κανένα από τα χαρακτηριστικά του αγριμιού. Γι` αυτό εξακολουθεί να το καλεί επίμονα από τη σπηλιά του, που τώρα πια είναι ο ίδιος. Σπανίως, εκείνο ανταποκρίνεται και αρχίζει να κινείται μέσα του αργά. Οι μαλακές πατούσες του που καίνε, αγγίζουν τότε ένα ένα τα κοκκάλινα πλήκτρα των σπονδύλων του. Το λαχάνιασμα του αγριμιού κάνει το στήθος του να προεκτείνεται. Όταν η ανάβαση ολοκληρωθεί ο κύριος Ταυ γίνεται ακρόπρωρο. Με μάτια ξύλινα, σκαλιστά, βυθίζεται στο βλέμμα του αγριμιού. Το βαθύχαλκο γκογκ της καρδιάς του χτυπά. Ο τοίχος βγάζει βλαστούς.

    * (Μάθημα ακινησίας)

    «Ακινησία σημαίνει να ανοίγεις
    Να διατρέχεσαι από αγρίμια ανεξιχνίαστα
    Να γίνεσαι εκείνος που κανένας δεν σε ξέρει
    Ποτέ πριν και πάντα μετά.
    Δώσε δώσε δώσε το βλέμμα σου
    Για να μπορέσει να γίνει ο τοίχος τόπος
    Προορισμός και καταγωγή του φορτίου της προσμονής
    Των αινιγμάτων το πελώριο κάτοπτρο.»

    (Ο κύριος Ταυ, Μελάνι 2007)

  4. 7. Η ΚΑΡΕΚΛΑ

    Περασμένα μεσάνυχτα
    κι ὅλα τά περασμένα τῆς ζωῆς μου ἀναλογίζομαι.
    Μ’ ἐκεῖνο τό βαρύ τό αἴσθημα
    τοῦ ἀδιέξοδου πόνου
    πού ὥς τό τέλος θέλει νά συνοδεύει
    τά ἀδικοχαμένα τῆς καρδιᾶς μας τά χτυπήματα…

    Ἀφοῦ τίποτα δέν ζῶ ὅπως ποθοῦσα
    θά πεθάνω – σοῦ τό λέω – ὅπως θέλω˙
    μ’ ἕνα ἤρεμο χαμόγελο στά χείλη
    καί δύο χέρια πού ἄγγιξαν πολλά
    μά τήν ἀπώλεια σωστά θά τή θυμοῦνται…

    Ἐσύ
    δέ ξέρεις πῶς εἶναι νά μιλᾶς
    σέ μιάν ἄδεια καρέκλα ἀπέναντί σου
    πού δέν γνώρισε ποτέ τήν χρηστικότητά της˙
    καί κάτω ἀπό τήν ἡμιμάθεια αὐτή
    ἐξακολουθεῖ νά γεμίζει σιωπηλά
    τήν ἀγαπημένη μου γωνία στό σαλόνι.

    Ἀδιάφορα πράγματα ἐπάνω της
    τυγχάνει κι ἀκουμπῶ.
    Μήπως καί κάτι ἀπ’ τό κενό πού νιώθει
    γιά λίγο ἀναπληρώσω…

    Σέ ποιό δρόμο, ἄλλωστε, νά ψάξω
    νά σέ φέρω ἐδῶ μπροστά της
    γιά νά τῆς συστήσω τήν αἰτία της;
    Ἀπό ποιό μακρινό ὄνειρο καί ξένο
    νά σέ τραβήξω ἔξω
    γιά νά χωρέσεις στή δική της
    οἰκεία καταθλιπτική πραγματικότητα;

    Ἔτσι ὅπως ἀπάνθρωπα ἐνηλικιώθηκα
    μέσα ἀπ’ τήν ἀσυγχώρετη φυγή σου…
    Τήν ἀπόλυτη μοναξιά αὐτῆς τῆς καρέκλας
    δέν πρόκειται νά καταλάβεις.
    Καί σημασία πιά δέν ἔχει.
    Παρά τό ὅτι
    ἄψυχη κι αὐτή σάν ἐσένα.
    Μά πιό πολύ κοντά μου ἀπό ἐσένα.

    Καί λέξεις
    ἐκτιμῶ ἀπίστευτα πού δέν διδάχτηκε
    τήν πρόσκαιρη ἀγάπη της νά μοῦ τάξει.
    Καί γιά τίποτα ὄμορφο νά μέ πείσει πιά μπορεῖ.

    (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)

  5. (ΣΥΝΕΧΕΙΑ)

    …Ξημερώνει.
    Ὄχι. Κι ἄλλο φῶς
    δέν θά ἀφήσω νά τήν πληγώσει.
    Τήν ἀπερισκεψία σου δέν θά ὑποστεῖ.

    Καί τή φωνή τοῦ παλιατζῆ ἀναμένω ν’ ἀκούσω
    γιά νά βγῶ νά τήν παραδώσω
    μαζί μέ την ὑπόσχεση νά ἐπιστρέψεις
    πού ἐπιτυχῶς λησμόνησες νά τηρήσεις.

    Σέ τέτοια λάθη
    μόνο ἡ εὐθανασία τούς ἀξίζει…
    Καί μέ μάτια πρησμένα
    τήν τελευταία μου ἀλήθεια τῆς φωνάζω:

    « Ἄν ὁ Ἰούδας δέν ἦταν προδότης
    ὁ Χριστός δέν θά περνοῦσε στήν ἱστορία ».
    Σοῦ τό εἶπα;
    Ἀνεπανόρθωτα ἐνηλικιώθηκα.

    Φίλιππος Αγγελής, “Το αγαπημένο παιδί ης μοναξιάς”, Πολύχρωμος Πλανήτης, 2010

    ***

    8. ΠΛΑΣΤΙΚΕΣ ΚΑΡΕΚΛΕΣ

    Να μαζεύεσαι
    να θλίβεσαι
    σε βλέπω.

    Ενώ δεν πρέπει
    αφού φορώ το καλό μου φουστάνι
    και κάνω τον κασκαντέρ
    στις δύσκολες στροφές
    στις ολισθηρές καταβάσεις
    βουτώ στο κενό άμα λάχει
    χωρίς προστατευτικό δίχτυ,
    για σένα.

    Να διάβαζες, σκεφτόμουν, τις λέξεις μου…
    Γέλασαν ειρωνικά
    οι κίτρινες πλαστικές καρέκλες
    στην απέναντι ταράτσα.

    KOYΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ, Γιατί το μέλλον μια μικρή κουκίδα, Σαιξπηρικόν 2018

    ***

    9. ΠΑΛΙΑ ΚΑΘΙΣΜΑΤΑ

    Ο θάνατος ήσυχα κοιμόταν
    στα παλιά καθίσματα
    και ο δρόμος έμεινε ανοιχτός
    για τους ταξιδευτές.

    Γρήγορα προχώρησαν
    για τις κορφές του ήλιου.
    Ω ! Ψηλά είναι το φως.

    Κι ο θάνατος
    βλέπει ήσυχα όνειρα
    στα παλιά καθίσματα.

    ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ

    ***

    10. ΑΔΕΙΑ ΚΑΡΕΚΛΑ

    άδεια μια καρέκλα
    σ’ ένα μπαλκόνι περιμένει
    στην κάψα του καλοκαιριού, το δροσερό αεράκι
    στον άγριο χειμώνα, της πλάσης τον θερμαστή

    τη νύχτα, περιμένει να ‘ρθει η μέρα
    και τη μέρα, να έρθει η νύχτα
    κι όλο μένει μόνη
    μέχρι να εμφανιστεί αυτός
    που θα βρει την αρχή στον κύκλο της ζωής

    Βασίλης Γ. Ταβουλτσίδης, υφαντό

  6. Παύλος Παυλίδης – Η σπασμένη πολυθρόνα

    11. Η ΠΟΛΥΘΡΟΝΑ

    Αφού σχόλασε κι έβαλε
    τα παιδιά για ύπνο, βούλιαξε
    στην πολυθρόνα της
    ακούγοντας Σούμπερτ.

    Αναιμικές οι εξάρσεις
    οι παύσεις πουθενά –
    τα ηχεία θα φταίνε,
    ή κάθισαν τ’ αυτιά της..

    Ε. ΜΥΡΩΝ

    ***

    12. Η ΣΟΝΑΤΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ
    (απόσπασμα)

    […]πέφτει μια λουρίδα φεγγάρι στήν παλιά,
    ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.

    Κάποτε ὑπῆρξε νέα κι αὐτή, — ὄχι ἡ φωτογραφία πού κοιτᾶς μέ τόση δυσπιστία —
    λέω γιά τήν πολυθρόνα, πολύ ἀναπαυτική, μποροῦσες ὧρες ὁλόκληρες
    νά κάθεσαι
    καί μέ κλεισμένα μάτια νά ὀνειρεύεσαι ὅ,τι τύχει
    — μιάν ἀμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη ἀπό φεγγάρι,
    πιό στιλβωμένη ἀπ’ τά παλιά λουστρίνια μου πού κάθε μήνα τά δίνω
    στό στιλβωτήριο τῆς γωνιᾶς,[…]
    …………………
    […]Λοιπόν, σοὔλεγα γιά τήν
    πολυθρόνα —
    ξεκοιλιασμένη — φαίνονται οἱ σκουριασμένες σοῦστες, τά ἄχερα —
    ἔλεγα νά τήν πάω δίπλα στό ἐπιπλοποιεῖο,
    μά ποῦ καιρός καί λεφτά καί διάθεση — τί νά πρωτοδιορθώσεις; —
    ἔλεγα νά ρίξω ἕνα σεντόνι πάνω της, — φοβήθηκα
    τ’ ἄσπρο σεντόνι σέ τέτοιο φεγγαρόφωτο. Ἐδῶ κάθησαν
    ἄνθρωποι πού ὀνειρεύτηκαν μεγάλα ὄνειρα, ὅπως κ’ ἐσύ κι ὅπως κ’
    ἐγώ ἄλλωστε,
    καί τώρα ξεκουράζονται κάτω ἀπ’ τό χῶμα δίχως νά ἐνοχλοῦνται ἀπ’
    τή βροχή ἤ τό φεγγάρι.
    Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.[…]

    ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

  7. Καζαντζίδης – Στο τραπέζι που τα πίνω

    ********
    Αυτοί που αρπάνε το φαΐ απ’ το τραπέζι
    Κηρύχνουν τη λιτότητα
    Αυτοί που παίρνουν όλα τα δοσήματα
    Ζητάνε θυσίες
    Οι χορτάτοι μιλάνε στους πεινασμένους

    (Μπέρτολτ Μπρεχτ)

    *****

    Η ειρήνη είναι τα σφιγμένα χέρια των ανθρώπων
    είναι το ζεστό ψωμί στο τραπέζι του κόσμου
    είναι το χαμόγελο της μάνας.
    Μονάχα αυτό.

    (Γ. Ρίτσος)

    ******

    -Γιάννης Βαρβέρης, Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΔΕΝ ΠΙΝΕΙ ΣΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΥΣ

    (Στον Γιώργο Μαρκόπουλο)

    Χθες είδα πάλι στον ύπνο τον πατέρα. Καθόμασταν οι δυο μας σ’ ένα τραπέζι με καρό τραπεζομάντιλο. Κάποιος μας έφερε δυο ποτηράκια και κρασί. – Είσαι καλά; του λέω. – Καλά, καλά, και μου ‘πιασε το χέρι. – Άντε στην υγειά σου, είπε. Σήκωσε το ποτήρι, τσούγκρισε και το άφησε πάνω στο τραπέζι. – Δεν πίνεις; ρώτησα. – Εσύ να πιείς, απάντησε. Εγώ δε θέλω να ξεχάσω.

    …………………………………………………..

  8. Με Πήρε Ο Ύπνος Στην Καρέκλα – Λαυρέντης Μαχαιρίτσας

    13. ΤΕΤΑΡΤΗ ΚΑΡΕΚΛΑ

    Η τέταρτη καρέκλα
    δεν προβλέπεται
    από το καταστατικό χάρτη
    τούτων των συναθροίσεων,
    ως εκ τούτου
    με τρεις μονάχα θα συνομιλώ
    όσο για τη τέταρτη,
    ας προσποιούμαι ότι υπάρχει
    στο γύρο της συνομιλίας.

    Δυο θέσεις στο καναπέ,
    μία στη πολυθρόνα
    είν` αρκετές για του λόγου
    τα γυρίσματα.

    Η τέταρτη, Λουδοβίκου
    η άβολη των σεμιναρίων,
    τι θέση θα` χε άραγε ανάμεσα
    σε καθίσματα τύπου «»;

    Τη τέταρτη τη θέση για το σπίτι
    τη κρατώ,
    για τις «εντός» συνομιλίες
    γύρω από το design
    σε καθίσματα Bauhaus,
    που παρά το δέρμα και το μέταλλο
    -υλικά μη φιλικά κατ` άλλους –
    έχουν σχεδιαστεί
    μ` άξονα τον ακροατή,
    να τον κρατούν
    σε στάση σώματος ορθή
    κι εν τούτοις αναπαυτική.

    12-3-09 Ευγενία Βογιατζή

    ***

    14. Η ΞΥΛΙΝΗ ΚΑΡΕΚΛΑ, ΤΟ ΚΑΡΦΙ ΚΑΙ ΤΟ ΣΧΟΙΝΙ

    Η ξύλινη καρέκλα βρέχεται
    η ξύλινη καρέκλα περιμένει
    έξω στη βροχή
    τον κύριό της.

    Η ξύλινη καρέκλα αιμορραγεί.

    Πέτρος Γκολίτσης: Η μνήμη του χαρτιού (2009)

    ***

    15. ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΟ ΜΟΡΦΟΥ

    Η πιο καλή γειτόνισσα
    η Παναγιά είν’ η Χρυσοζώνισσα.

    Στο τόσο δα σπιτάκι της κλεισµένη
    όποτε πας θαν πάντα µέσα να προσµένη
    να της ανοίξης την καρδιά σου
    τη λύπη να της πης και τη χαρά σου
    κι’ απ’ το παλιό της πίσω το µανουάλι
    να γνέφη “ναι” µε το κεφάλι.

    ΄Ενα την έχει µοναχά πάντα στεναχωρήσει
    που δε µπορεί ένα καφεδάκι να σου ψήση.

    Και τις ζεστές του Αυγούστου νύχτες
    που δε λέει πιά να πάρη τ’ αγεράκι
    βγαίνει κ’ Αυτή µε µια καρέκλα στο σοκάκι
    και τα κουτσοµπολιά των άλλων τα τρελλά
    τ’ ακούγει και κρυφά-κρυφά γελά.

    ΄Ωσπου µε το “άντε για ύπνο µας κ’ είν’ η ώρα περασµένη”
    σηκώνεται κ’ η Παναγιά
    και παίρνει την καρέκλα της και µπαίνει.

    Κώστας Μόντης

  9. 16. ΦΘΑΡΜΕΝΗ ΤΑΙΝΙΑ

    Περνούν τα χρόνια αδηφάγα
    Σου ροκανίζουν ύπουλα
    Το τελευταίο σου σανίδι
    Την καρέκλα που κάθεσαι

    Διαμαρτύρεσαι σηκώνεσαι
    Διαλέγεις άλλη
    Αλλάζεις θέση
    Κάθεσαι κάτω
    Δέρνεσαι σαν το σκυλί
    Κρυώνεις σκουντουφλάς
    Κοιτάς απέναντι

    Βλέπεις θαμπά
    Να ξετυλίγεται όλη σου η ζωή
    Σαν άμαξα με σαραβαλιασμένους
    Τους τροχούς της
    Σαν μια ταινία φθαρμένη
    Που πάει ξάφνου να κοπεί.

    Κώστας Γεωργόπουλος (Πακιόλος)

    ***

    17. ΚΑΘΟΜΑΙ Σ’ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΚΑΡΕΚΛΕΣ

    Κάθομαι σʼ όλες τις καρέκλες
    Γιατί δεν υπάρχει θέση
    Για την τέχνη

    Που ξεκίνησε το
    2008 το 2011
    Ή το 2012

    Σταγόνες απʼ το πουκάμισό μου
    Που στεγνώνει.

    Οι καμπανιές της Σεν Ζενεβιέβ

    Καθότι οι κλώνοι δεν είναι θεματοφύλακες·
    Οι δημοκράτες είναι φτιαγμένοι
    Να πέφτουν από τα σύννεφα.

    Το αδυσώπητο επικεφαλής.
    Μια νύχτα στεφάνι στο απροκάλυπτο.
    Τα προβλήματα είναι λύση.

    Τα οστά μου σούπα
    Μέσα στου τάφου μου
    τη λάσπη.
    ~
    Γιάννης Λειβαδάς, La Chope Daguerre και Ποιήματα Κελύφους, Κέδρος, 2013

    ***

    18. ΘΛΙΜΜΕΝΗ ΑΠΑΛΟΤΗΤΑ

    Η θάλασσα τρικυμισμένη.
    Κάθεται στην καρέκλα, πίνει τον καφέ του.
    Στο τραπέζι χαρτιά απλωμένα.
    Κοιτάζει το πέλαγος.
    Αγναντεύει τους ορίζοντες.
    Συλλογιέται όσους έφυγαν
    εκείνους που θα ’ρθουν.
    Πίνει μια γουλιά.

    Σκύβει στα χαρτιά του
    αρχίζει να γράφει
    αρχίζει να ξαναματώνει δηλαδή.
    Σπίτια σε χρώμα κόκκινο.

    Ουρανός ανέφελος.
    Καλοκαίρι των μελτεμιών.
    Ένα χειρόγραφο αιωρείται
    πάνω από τις στέγες
    αναποφάσιστο.

    Οι καιροί γαρ χαλεποί και
    οι λέξεις έχουν γίνει πια εκλεκτικές.

    Λήδα Παναγιωτοπούλου, «Τα τραπέζια που μιλούν»

    ***

    19. Εκείνη η καρέκλα σήμερα
    Σα να με περίμενε
    Κουρασμένο να γείρω επάνω της
    Με τη βρεγμένη ομπρέλα μου για σκήπτρο
    Και το μακρύ μου ποδαρόδρομο παράσημο·
    Αξεχώριστο—
    Μες στην ατέλειωτη αναμονή τόσων ανθρώπων.

    Ντέμης Κωνσταντινίδης

  10. Μ. ΜΗΤΣΙΑΣ & Δ. ΓΑΛΑΝΗ, Ένα σπίρτο στο τραπέζι

    20. ΤΙ ΕΙΠΕ Η ΠΟΛΥΘΡΟΝΑ

    ενανθρωπίστηκε
    το ρημαγμένο φόρεμα
    με λυγμούς στο λαιμό της

    πονάει
    να μην πονάει
    το εσώρουχο θαμμένο στη μασχάλη της
    -πάρτε τα βάρη της

    επιβαρύνθηκε τα ανθρώπινα
    οι αρθρώσεις της πλήρεις ονείρων
    τα τέσσερα πόδια της φυλακή
    φτερά υπό μάλης

    ω, τα αυτάκια της ενώτια κενού
    κοιτάζεται στον καθρέφτη
    δεν είναι η γυναίκα
    δεν πρέπει να είναι
    είναι
    αλλά χωρίς εφιάλτη

    χείλη ραμμένα με μεταξοκλωστή
    θέλει να είναι απλώς μία πολυθρόνα

    τα δώδεκα μάτια στην πλάτη της
    κοιτούν το απερινόητο
    ύστερα κλείνουν
    στην αυστηρότητα της λογικής
    σε οπιούχο σαλονιού ευσπλαχνία

    βοήθησέ την Ποίηση να σηκωθεί
    να γράψει με δεμένα χέρια
    να κάνει τα πρέποντα
    να μπορεί να κλάψει ανθόνερα

    δεν μπορεί να κλάψει
    κλαίει.

    Ισμήνη Λιόση

    ***

    21. ΣΥΧΝΑ ΕΠΑΙΡΝΕ ΤΗΝ ΨΑΘΙΝΗ ΚΑΡΕΚΛΑ ΤΟΥ

    συχνά έπαιρνε την ψάθινη καρέκλα του και κρυβόταν στη λιακάδα του
    κήπου…

    μπροστά του ένα τσίγκινο τραπεζάκι με το νερό και τα τσιγάρα του…
    ποτέ κανένας δεν τον έψαξε εκεί κι ας υπήρχαν τόσες αποδείξεις…
    ανάμεσα από ώμους ξεριζωμένους η σάρκα μόνη, ερημική, σκαρφάλωνε
    στο δέντρο ώσπου να φτάσει το πρώτο κελάηδισμα…

    μετά χαμήλωνε,
    βυθιζόταν…
    βυθιζόταν εντός του ολόγυμνη…
    μόνο για να κλέψει λίγη
    ψυχή, λίγα φτερά, λίγα ψίχουλα…

    ΝΙΟΒΗ ΙΩΑΝΝΟΥ

    ***

    22. Η ΠΟΛΥΘΡΟΝΑ

    Παρακαλώ καθίστε.
    Το φόρεμά μου είναι χάρτινο.
    λήγω σε περιορισμένο χρόνο
    Δεν θα υπάρξουν δράματα.
    Μόνη μου απαίτηση να ταΐζετε τις χήνες.
    Τρων μικρά δάκρυα σε κονσέρβα.

    Βέβαια ίσως μία θάλασσα
    δεν συμπεριλαμβάνεται στα σχέδια
    μία λίμνη ασφαλώς θα επαρκούσε
    αλλά συγχωρείστε μου μία τελευταία υπερβολή
    Σηκώνω το λευκό μου μεσοφόρι.

    Η επέμβαση ολοκληρώθηκε ταχύτατα.
    τρέφω μόνο φιλικά αισθήματα για σας.
    Η πολυθρόνα περιμένει τον επόμενο πελάτη.

    ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ, ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ, Γαβριηλίδης 2014

Σχολιάστε