Λόγος Παράταιρος

«Παράταιρος ο λόγος ο δυνατός/ μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει» (Γ. Ρίτσος)

Πες το με ποίηση (323ο): «Άνοιξη»…

*Γλυκερία – Ζερβουδάκης, «Άνοιξη»

-«Μπορείς να κόψεις όλα τα λουλούδια, αλλά δεν μπορείς να εμποδίσεις την Άνοιξη να “ρθει»

(Pablo Neruda)

-«Έαρ μικρό έαρ βαθύ έαρ συντετριμμένο»

(Νίκος Καρούζος)
 

-«Να κριθεί κάθε Άνοιξη από τη χαρά της

από το χρώμα του το κάθε λουλούδι

από το χάδι του το κάθε χέρι

απ’ τ’ ανατρίχιασμα του το κάθε φιλί»

(Μίλτος Σαχτούρης)

-“Η άνοιξη αυτή μας βρήκε όλους απροετοίμαστους
κι ανόρεξους ή αδιάφορους –
απροετοίμαστη κι η άνοιξη, σε κάθε της βήμα κοντοστέκεται
σαστίζει και σωπαίνει κάτω απ’ τα λίγα της δέντρα– δε ρωτάει.
Το φως επιστρέφει
απ’ το περσινό καλοκαίρι κατάκοπο κι αφηρημένο, απόμακρο,
παραξενεμένο απ’ την καινούρια του νεότητα…”


(Γ. Ρίτσος, Οδηγός ασανσέρ, Κέδρος)

-Ο. Ελύτης, «ΨΑΛΜΟΣ ΚΑΙ ΨΗΦΙΔΩΤΟ ΓΙΑ ΜΙΑΝ ΑΝΟΙΞΗ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ»

Άνοιξη θρύψαλο μενεξεδί
Άνοιξη χνούδι περιστέρας
Άνοιξη σκόνη μυριόχρωμη

Στ’ ανοιχτά χαρτιά και στα βιβλία
Κιόλας φυσούσε χλιαρό αεράκι
Με τσιγγάνες που άρπαζε
Σαν
Χαρταετούς
Ψηλά
Και πουλιά που δοκίμαζαν το νέο τιμόνι τους

Άνοιξη πίκρισμα του σκίνου
Άνοιξη άζωτο της αμασχάλης
Άνοιξη σουσάμι αόρατο

Από σύρμα που άξαφνα έσυρνε φωτιά
Στη γωνιά του δρόμου με τις Καρυάτιδες
Στρίβοντας
Ένα τραμ
Εστρίγκλιζε
Στ’ άδεια οικόπεδα η μασιά του ήλιου εσκάλιζε
Την τσουκνίδα και το σαλιγκαρόχορτο

Άνοιξη μυρμηκιά της μέρας
Άνοιξη αίμα του βολβού
Άνοιξη οπλοπολυβόλο απύλωτο

Στων ωραίων γυναικών τα χέρια
Όπου τύχει
Ριπές
Θάνατοι
Εκατομμύρια σπερματοζωάρια
Στων ωραίων γυναικών τα χέρια
Τα δυνατά λουλούδια με τον ήλιο μέσα τους

Άνοιξη τσίτι τσιτωμένο
Άνοιξη σφήκα του χεριού
Άνοιξη «μη» «θα μας δούνε» «τέρας»

Και το τέρας που γύριζε σαν τη λαντέρνα
Μια παράξενη
Άλλη
Γειτονιά
Και η χούφτα η βάναυση που ακαρτερούσε:
Χάιντε η ριξιά να βρει το ζάρι της
Κι η τζαμαρία το θαρραλέο λιθάρι της!

Άνοιξη κρύσταλλο και νίκελ
Άνοιξη παραπάτημα των κήπων
Άνοιξη «Μήνιν άειδε…»

Θεά! Και τι σγουρά τα σκοτεινά τα μέρη!
Και τα χείλη τι ζάχαρη βιολέτας!
Και τι κηπάκι
Τα λυτά
Νωπά
Μαλλιά
Στην απαλή κοιλιά η ανάσα τι ταξίδι!

Άνοιξη μισοζαλισμένο ερείπιο
Άνοιξη κεφαλή Διός και πέλαγος
Άνοιξη Mercury Air Sedan

Οι καμπάνες ανοίγανε μακριά
Στο κενό του γλαυκού κάτω απ’ τα βλέφαρα
Μια ρουφήχτρα
Που κατάπινε
Άσπρα
Πούπουλα
Οι ορμόνες της μουριάς κυρίευαν τα ύψη

Άνοιξη μούρο αδάγκωτο
Άνοιξη βιδωτό φιλί
Άνοιξη χάσμα της λιποθυμίας

Το ντουβάρι ορέγονταν κι αλλά καρφιά
Στην ώχρα μέσα η μνήμη του Νοσοκομείου ξυπνούσε
Το τραγούδι που άστραφτε από τις χρυσόμυγες
Κι έφερνε
Γύρους
Χαμηλά
Στην αυλή με το κόκκινο κι άσπρο πλακάκι

Άνοιξη βούισμα στους κροτάφους
Άνοιξη αμόνι και σφυρί
Άνοιξη πρόσθια καταβύθιση

Κάποιος απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο έριχνε
Λόγια που σπούσαν σαν αμύγδαλα
Κάκτος
Κάστωρ
Κόνδωρ
Ιέραξ
Ενώ στ’ αντικρινό το Παρθεναγωγείο

Άνοιξη 37 και 2
Άνοιξη Lone Amour και Liebe
Άνοιξη no nein και no

Τα κορίτσια δάγκωναν στη γομολάστιχα
Και τινάζανε πίσω το κεφάλι
Σαν
Να τραβούσαν
Έξω
Του σφαγμένου πετεινού τα σπλάχνα
Τα κομμάτια τα σπλάχνα μες στα δόντια τους

Άνοιξη δόντι λυσσαλέο
Άνοιξη φούξια του παροξυσμού
Άνοιξη αρτεσιανόν ηφαίστειο

Κι άλλα κρυμμένα πίσω απ’ το φεγγίτη
Που πάλευαν τις ρόδινες κορδέλες
Μια στιγμού-
Λα μόνο
Τα γυμνά στήθη
Τα τρεμάμενα σπάρτα μες στους κάμπους
Όπου ευφραίνονται οι ακρίδες

Άνοιξη σάλτο της ακρίδας
Άνοιξη μήτρα σκοτεινή
Άνοιξη πράξη ακατονόμαστη

Στ’ ανοιχτά χαρτιά και στα βιβλία
Μια κηλίδα
Μωβ
Πήγαιν’
Ερχότανε
Τα χυμένα νερά τα γυμνωμένα μέλη
Λάμπανε πίσω απ’ το παντζούρι

Άνοιξη άνοιξη σαλπάροντας
Άνοιξη άνοιξη σημαιοστόλιστη
Άνοιξη «αντίο αντίο παιδιά!»

(Οδυσσέας Ελύτης από τη συλλογή «Τα Ετεροθαλή»)

-Μίλτος Σαχτούρης, «Ἡ πληγωμένη  Ἄνοιξη»

Η πληγωμένη Άνοιξη τεντώνει τα λουλούδια της

οι βραδινές καμπάνες την κραυγή τους

κι η κάτασπρη κοπέλα μέσα στα γαρίφαλα

συνάζει στάλα-στάλα το αίμα

απ’ όλες τις σημαίες που πονέσανε

από τα κυπαρίσσια που σφάχτηκαν

για να χτιστεί ένα πύργος κατακόκκινος

μ’ ένα ρολόγι και δυο μαύρους δείχτες

κι οι δείχτες σα σταυρώνουν θά ‘ρχεται ένα σύννεφο

κι οι δείχτες σα σταυρώνουν θά ‘ρχεται ένα ξίφος

το σύννεφο θ’ ανάβει τα γαρίφαλα

το ξίφος θα θερίζει το κορμί της

(Μίλτος Σαχτούρης, Ποιήματα Άπαντα (1945-1998), Εκδ. Κέδρος)

-Βύρων Λεοντάρης, «Το αίμα της άνοιξης»

“Ετούτη η άνοιξη έχασε πολύ αίμα
Άνοιξη όλο καρδιά
Άνοιξη όλο ξεκίνημα
Ετούτη η άνοιξη πληγώθηκε βαριά
– νιότη μας έχασες πολύ αίμα […]
Άνοιξη όλο ξαστεριά
άνοιξη όλο στήθος,
γενναία μας άνοιξη, πληγώθηκες βαριά
-νιότης μας έχασες πολύ αίμα.
Μάτωσαν  όλες οι αυγές, βαρύνανε τα αρώματα,
τρομάζει ο άνεμος, τινάζεται- αίμα μπρος και πίσω του,
αίμα παντού-
δεν ξέρει πια που να καλπάσει…[…]
ετούτη η άνοιξη πληγώθηκε βαριά
-νιότη μας έχασες πολύ αίμα.
Είδαμε ουρανούς θολούς από χειρονομίες απελπισίας,
ημέρες πιο σπαραχτικές κι από το πρόσωπο τρελού παιδιού,
βαδίσαμε στην  άμμο, που βουλιάζει,
ήρθαν πειρατικά στη χώρα της καρδιάς
-πολλά χέρια χαθήκαν μέσα απ’ τα δικά μας,
πολλά γράμματα μείνανε χωρίς απάντηση,
γράμματα που, άσπρες πυρκαγιές εξόριστες, περιδινούνται
στο πέλαγος της πίκρας.
 
Όμως παλέψαμε σκληρά,
για να μη γίνουμε του πόνου παίγνια,
για να μην πούμε: «Φτάνει πια,
αρκετά βασανίστηκε ο άνθρωπος στη γη.
Τώρα ας χαθούμε. Ας παραδώσουμε την ελπίδα στον όλεθρο
κι ας συντριφτεί το μέτωπό της
στα παγωμένα σκαλοπάτια των μνημείων
κι ας σαλπίσει υποχώρηση το θάρρος».
 
Για να μην πούμε: «Φτάνει πια,
τώρα ας χαθούμε, ας μη γεννούμε άλλα παιδιά»,
για να μην πούμε: «Φτάνει πια»
 και μείνουν οι οχιές να γεννούν οχιές,
τα τέλματα να ξερνούν τέλματα,
και δεν είναι πια στόματα να φιλιούνται
και δεν είναι πια δάχτυλα να παρηγορούν,
βήματα να θροΐζουν την άνοιξη,
 
μα μοναχά τα σύννεφα να βήχουν,
μα μόνο τα παράλυτα βουνά
κι οι φρικαλέες χειρονομίες των κεραυνών
και σαν κουφοί, ακατάληπτα,
νεκροταφεία να μιλούν με νεκροταφεία…
γι αυτό παλέψαμε σκληρά.
Ποιος έχει τώρα δάχτυλα να λογαριάσει,
χείλια να τραυλίσει,
τι χάσαμε και τι κερδίσαμε;
 Όρθιοι, με ακόπαστη μανία της ομορφιάς στο πρόσωπο,
Αλύγιστοι καταμεσί στη θύελλα καταχτήσαμε
την αστραπή της δύσκολης ελπίδας.”


(Βύρων Λεοντάρης, Ψυχοστασία, ύψιλον/βιβλία)

-Κώστας Καρυωτάκης, «Άνοιξη»

“Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπους.

Στον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολία.
Βυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό της
στου βάλτου το θολό νερό. Και η θύμηση τής νιότης
παλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακία…
Εξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέρα,
όπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστρα.
Το κυπαρίσσι, ατελείωτο σα βάσανο, προς τ’ άστρα
σηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέρα.
Και πάνε, πένθιμη πομπή λες, της δεντροστοιχίας
οι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τους.
Οι δύο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισία τους
τα χέρια. Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας.”

(Κ. Καρυωτάκης, Άπαντα, εκδ. Πέλλα)

-ΜΠ. ΜΠΡΕΧΤ, «ΑΝΟΙΞΗ» 

«Έρχεται η άνοιξη. 

Το παιχνίδι των φίλων ανανεώνεται 

Οι εραστές ανακαλύπτουν ο ένας τον άλλο. 

Ένα χάδι γλυκό από το χέρι του αγαπημένου 

Κάνει του κοριτσιού το στήθος να πονάει. 

Η ματιά της που γλιστράει και φεύγει τον κυριεύει. 

Μέσα σε νέο φως/ φαντάζει για τους εραστές το τοπίο της άνοιξης…». 

« Ποτέ τόσο πολύ δε σε είχα αγαπήσει, καρδιά μου 

Όσο τότε που σ’ άφησα κείνο το απογευματινό. 

Το δάσος με κατάπιε, το μπλαβί του δάσους, καρδιά μου 

Που πάνω του στα δυτικά κρέμονταν κιόλας τα χλωμά αστέρια. 

Δε γέλασα και λίγο, κάθε άλλο, καρδιά μου 

Γιατί σε σύγκρουση ήρθα παίζοντας με τη σκοτεινιασμένη μοίρα- 

Στο μεταξύ αργοσβήναν κιόλας πίσω μου τα πρόσωπα 

Μέσα στο δειλινό το μπλε του δάσους. 

Όλα ήταν όμορφα ετούτο το μοναδικό απογεματινό, καρδιά μου 

Όσο δεν ήταν ποτέ κι ούτε ποτέ θα γίνουν… 

(Μπρεχτ, «Ποιήματα», εκδ. Σύγχρονη εποχή)  

-Γιάννης Ρίτσος «ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ»


“Η άνοιξη φτάνει ανάμεσα σε σκονισμένες παλιές εφημερίδες,
ανάμεσα σε σκουριασμένους σωλήνες από σόμπες νοσοκομείων,
ανάμεσα σε άδεια πεταμένα μπουκάλια.
Η Μαρία κοιτάζει επάνω:
«Ακόμη και τα χελιδόνια – λέει – είναι μαύρα, μαύρα, μαύρα
μόνο η κοιλιά τους είναι άσπρη γι’ αυτό κιόλας
πετούν ψηλά, να δείχνουν μόνο την κοιλιά τους δε με ξεγελάνε
όταν καθήσουν στο σύρμα ή στην πέτρα – τότε –
και ποιος μπορεί να στέκεται για πάντα στον αέρα;»
Η άλλη γυναίκα δε μίλησε. Μάζευε μαργαρίτες.”

(https://pyroessa-logotimis.blogspot.com/2014/03/blog-post_1.html)

Χρίστος Λάσκαρης: «Διαβάζοντας ένα ποίημα για την άνοιξη…»

Διάβαζα ένα ποίημα για την άνοιξη

όταν την είδα

να έρχεται από μακριά:

μισή γυναίκα,

μισή όνειρο.

Κατέβαινε το μονοπάτι κάτω

στεφανωμένη

με άνθη κερασιάς.

Τότε κατάλαβα τι δύναμη έχουν τα ποιήματα.

(συγκεντρωτική έκδοση «Χρίστος Λάσκαρης – Ποιήματα», εκδ. Γαβριηλίδης, 2004)

-Κώστας Μαυρουδής, «Άνοιξη»

«Είσαι εφήμερο μέχρι ανυπαρξίας»,

δήλωσε αιχμηρά εν έτει χίλιαεννιακόσιαπενήνταεννιά

το Δαιμόνιο του Μέλλοντος

(η Εποπτεία του Προσεχούς)

στο άσημο εργαστήριο του τσαγκάρη μας.

Δεν καταλάβαιναν τίποτε από τη δήλωσή του

Τα ανύποπτα σύνεργα (οι κατσαμπρόκοι, τα σουβλιά κι οι επιτήδειες τανάλιες)

που είχαν κατακλύσει το κοντό τραπέζι

του. Το ίδιο και οι κόλλες, οι κερωμένοι σπάγκοι, τα καρφιά.

«Ξέρετε, σύνεργα συμπαθή, με τις λαβές σας λειασμένες απ’ τη

χρήση, πως είστε αντικείμενα συλλεκτικά;» είπε η Εποπτεία

του Προσεχούς. «Θα σας παρατηρούν στις γυάλινες προθήκες

των παλαιοπωλείων, ακίνητα, με πειθαρχία που δεν φανταστήκατε

ποτέ. Έτσι περίπου θα είναι και οι αναδρομές για σας, αειθαλείς

και φλύαροι αργόσχολοι (οικείοι στις χαρωπές οσμές των βερνικιών

και των δερμάτων), συγκεντρωμένοι σε ομιλητική ομήγυρη δίπλα

στο φίλο σας, αυτό το βροχερό απόγευμα με τις ομπρέλες και τον

απρόοπτα γκρίζο ουρανό.

Άνοιξη πάλι

ντύνονται πράσινο οι παρυφές της πόλης,

οι λόφοι και οι ήπιες πλαγιές.

Νέοι βλαστοί επαναλαμβάνονται,

διαβάζει απ’ το ίδιο κείμενο η φύση.

Πόσο επιφυλάσσονται, όμως, όλοι,

χίλιαεννιακόσιαπενήνταεννιά,

πόσο θα προτιμούσαν μια στέρεα ύλη,

μιαν άπειρη αφήγηση

(ένα βιβλίο

που να μην τελειώνει

πουθενά),

να αφοσιωθούν αμέριμνοι,

σαν τον αμνό στα φίλια λιβάδια.

Φιλάργυρα υπολογίζουν το βραχύ σου βίο,

σε διαιρούν σε αμήχανα μερίδια

και σε μετρούν,

ενώ τους απευθύνεσαι με στερεότυπα

(έντομα, ανθοφορία, χλιαρά μεσημέρια).

Σαν τίποτε να μη συμβαίνει χίλιαεννιακόσιαπενήνταεννιά,

κολακεύεις πάλι με φύλλα τα κλαδιά

και εξαγγέλλεις μεγαλόστομα την άνοιξη:

τη γιγαντοαφίσα αυτή της χλωροφύλλης,

την πομπώδη διαφήμιση του μέλλοντος»

(Από τη συλλογή «Τέσσερις εποχές», εκδ. Κέδρος, 2010)


-Μαρία Λαϊνά, «Άνοιξη»

Και πώς τα μωβ ανυπόθετα σκαρφαλώνουν

στο παράθυρο

και τα νύχια τους φυτρώνουν κιόλα

στα μάτια σου.

Γοερά εξαντλούνται οι πράξεις

σαν χαλασμένες· ενώ στρογγυλεμένο φως

διεγείρει τα δέντρα.

Όλο αυτό σε μαύρο και λίγη ψύχρα.

Δίνεις την εικόνα στο καλύτερο τίποτα

και ξαπλώνεις. Σκόρπιος. Φεύγοντας από παντού.

(Από τη συλλογή «Σημεία στίξεως»)


*Μαργαρίτα Ζορμπαλά, «Όταν μιαν άνοιξη…»

-Μανόλης Αναγνωστάκης, «Όταν μιαν άνοιξη…»

Όταν μιαν άνοιξη χαμογελάσει
θα ντυθείς μια καινούργια φορεσιά
και θα ‘ρθεις  να σφίξεις τα χέρια μου
παλιέ μου φίλε.

Κι ίσως κανείς δε σε προσμένει να γυρίσεις
μα εγώ νιώθω τους χτύπους της καρδιάς σου
κι ένα άνθος φυτρωμένο στην ώριμη, πικραμένη σου μνήμη.
Κάποιο τρένο, τη νύχτα, σφυρίζοντας,

ή ένα πλοίο, μακρινό κι απροσδόκητο
θα σε φέρει μαζί με τη νιότη μας
και τα όνειρά μας.

Κι ίσως τίποτα, αλήθεια, δεν ξέχασες
μα ο γυρισμός πάντα αξίζει περισσότερο
από κάθε μου αγάπη κι αγάπη σου
παλιέ μου φίλε.

(Μ. Αναγνωστάκης, Ποιήματα, Νεφέλη

-Γιώργος Δουατζής, «Κράτα την άνοιξη»

Μην τους πιστεύεις έλεγες

κούφια τα λόγια τους

παίζουν με την ελπίδα

κι εγώ μιλούσα για την Άνοιξη

Δυο κουκίδες σε μια ανθρωποθάλασσα

που πίστευε στην Άνοιξη

εμείς

κι εσύ να παίζεις την εικόνα μου στα μάτια σου

και να λες κράτα την Άνοιξη μέσα σου

γιατί δεν θα έρθει καθώς λες

Εγώ έχω εσένα

έλεγες

μια κιθάρα και την πλάτη φορτωμένη όνειρα

(Γιώργος Δουατζής, Κράτα την Άνοιξη, Δίγλωσση έκδοση, Εκδ. Γαβριηλίδης, 2014)

-Πολυδούρη Μαρία, «Άνοιξη»

Άνοιξη! Ο ήλιος χρυσαφιού πλημμύρα. Μάγια, μύρα
παντού, και σ’ αγαπώ, σε καρτερώ.
Βραδύνεις κι’ υποψιάζομαι, ζηλεύω, δε σου πήρα
όλης σου της ψυχής το θησαυρό.

Τα λόγια σου! Ω, τα λόγια σου, μια υπόσχεση που καίει,
μια υπόσχεση που αργεί πολύ να ‘ρθεί.
Τ’ ακούω παντού, δεν παύουνε. Μέσα τους καίει κλαίει,
μέσα τους τρέμει η αγάπη σου, προτού μοιραία χαθεί.

Τα λόγια σου με μέθυσαν τη μέθη του θανάτου
κι’ ακόμα δεν εσίγησαν. Μιλούν
και με τρελαίνουν, με μεθούν, με φέρνουν πιο σιμά του,
ενώ πιο ακαταμάχητα στην ύπαρξη καλούν.

(https://pyroessa-logotimis.blogspot.com/2014/03/blog-post_1.html)

-Γιάννης Τόλιας, «Η άνοιξη είναι ανερμήνευτη»

Οι εποχές δεν νοιάζονται για την παρουσία μας.
Έχουν το δικό τους ρυθμό δημιουργίας.
Παγερά αδιαφορούν για τα συναισθήματάμας.
Η άνοιξη είναι ανερμήνευτη

Εμείς αυθαίρετα χρησιμοποιούμε το εξαίσιο σκηνικό της
για τα δικά μας, εφήμερα δράματα.
Πάντα θα είμαστε οι θεατές του οργασμού της.
Ανεπαρκείς των ημερών για να τον περιγράψουμε.

(https://pyroessa-logotimis.blogspot.com/2014/03/blog-post_1.html)

-«Άνοιξη σ’ αγαπώ»-Νικηφρόρος Βρεττάκος

Άνοιξη σ’ αγαπώ
Μοιάζεις με την ειρήνη.
Μοιάζεις με τις μητέρες
που θήλασαν τα βρέφη
στις εικόνες του Ραφαήλ.

Μοιάζεις με το χαμόγελο
μέσα στη μουσική.
Μου θυμίζεις το Θεό
που γράφει για την αγάπη
σε μεγάλα κατεβατά
σελίδων με αστέρια
στροφές ποταμών
και ποιήματα.

(https://pyroessa-logotimis.blogspot.com/2014/03/blog-post_1.html)

-Κική Δημουλά, «Ασυμβίβαστα»

Όλα τα ποιήματά μου για την άνοιξη
ατέλειωτα μένουν.

Φταίει που πάντα βιάζεται η άνοιξη,
φταίει που πάντα αργεί η διάθεσή μου.

Γι’ αυτό αναγκάζομαι
κάθε σχεδόν ποίημά μου για την άνοιξη
με μια εποχή φθινοπώρου
ν’ αποτελειώσω.

(Από τη συλλογή «Ερήμην»)


-Νίκος Καρούζος, «Ο Γιάννης μέσα στο έαρ»

Τι ολόμαυρα μαλλιά που τόσο χύνονταν
στις πλάτες
(γλυκειά αίσθηση τα σπλάχνα μου)
ωσότου
χάθηκε στη γωνία του δρόμου
η γυναίκα.
Δεν είναι πια
(ο θάνατος)
δεν ήτανε πριν
(η ανυπαρξία)
και πόσο να ’μενε στα λίγα δευτερόλεπτα.
Σπιθίζουν από δάκρυα τα μάτια μου
μ’ ένα κάψιμο.

Πουλιά του Απριλίου χαρούμενα
κάποιο δέντρο είμαι
κ’ έγινε ποτάμι η ρίζα μου
τώρα που ξέρουμε πόσο μαύρη είν’ η θάλασσα
και το ποτάμι πάει…
Δυο φύλλα έρημα τα χείλη μου
τη νύχτα
ο άγγελος της μοναξιάς
με τολμηρά ενδύματα.

Πουλιά του Απριλίου χαρούμενα
εποχή εχθρική ως το μυρωμένο βράδυ
ως μέσα στα μεσάνυχτα.
Βγάλε ψυχή μου τραγούδι
να πολεμήσω την Άνοιξη.
Ξένος είμαι στο σπίτι μου
ξένος στους δρόμους
με λένε Γιάννη δεν έχω τίποτα δικό μου.

(«Ποιήματα 1961» Συγκεντρωτική έκδοση «Η πρώτη εποχή», εκδ. Ερατώ, 1987)

Single Post Navigation

13 thoughts on “Πες το με ποίηση (323ο): «Άνοιξη»…

  1. Η Άνοιξη στην ποίηση του Γιώργου Σαραντάρη:

    1.Ο ΑΝΕΜΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΟΙΞΗ

    O άνεμος ρέει μέσα στην καρδιά μας
    Σαν ουρανός που έχασε το δρόμο
    Δέντρα προσπαθούν να του δέσουν τα χέρια
    Aλλά μάταια κοπιάζουν
    O άνεμος αναπνέει μέσα στην καρδιά μας
    Σαν στρατός που ορμάει στον αγώνα
    Tον καλωσορίζει η άνοιξη στην κοιλάδα
    Tον χαιρετάνε τ’ αρώματα της γης
    H άνοιξη είναι μια παρθένα που δεν την ξέραμε
    Kαι όλους μάς φίλησε με θάρρος προτού το ζητήσουμε
    Tώρα αγκαλιάζει τον άνεμο και κάνει σαν τρελή
    Kι αναγκάζει κι εμάς να τον αγαπήσουμε

    ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ – Σαν Πνοή του Aέρα, Eρμής 1999

    *
    2.ΕΛΑ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ

    Ἔλα νὰ δεῖς τὴν ἄνοιξη ποὺ περπατάει
    Ποὺ μὲ τὰ σύννεφα ἀγκαλιὰ μᾶς χαιρετάει
    Ἔλα νά δεῖς τὴν κόρη μου πῶς ἔγινε μεγάλη
    Καὶ τραγουδάει μὲ μιὰ φωνή ποὺ δὲν ἦταν δικιά της
    Καὶ τραγουδάει μ’ ἕνα παλμὸ ποὺ εἶναι τοῦ κόσμου ὅλου
    Σὰν νὰ βρέχει τὰ χείλια της στὴ βρύση τ’ οὐρανοῦ
    Σὰν πετάει ἡ καρδούλα της μὲ κάθε χελιδόνι
    Καὶ νὰ μὴν ξέρει ἡ ἄνοιξη ἂν εἶν’ δικιά της κόρη

    Γιώργος Σαραντάρης, Ἀπὸ τὸν κήπο ποὺ μὰς ἐδέχτηκε, Ἀθήνα, 1940

    *

    3.Η ΑΝΟΙΞΗ ΚΥΛΑΕΙ ΣΑΝ ΝΕΡΟ ΣΑΝ ΔΕΝΤΡΟ

    Η άνοιξη κυλάει σαν νερό σαν δέντρο
    Τα παιδιά βουτάνε μέσα της σωρό
    Κρατώντας στα χέρια πορτοκάλια
    Και μια στιλπνή πεδιάδα κάνουν
    Από κορμιά από ζεστές φωνές
    Από ιαχές που ανεβοκατεβαίνουν

    Στριμώχνονται τα περιστέρια να κοιτάξουν
    Οι κοπέλες έρχονται στα παραθύρια
    Ίσως θα πέσουν μέσα στη λίμνη
    Ίσως θα σηκώσουν τ’ αγόρια απ’ το νερό
    Να τα χαϊδέψουν αυτές κι οι άντρες
    Να τα καμαρώσουν αλλά φεύγει ο χρόνος

    Προτού πούνε την επιθυμία τους
    Απομακραίνεται ο κορμός της άνοιξης
    Τα παιδιά μάς αποχαιρετάνε
    Το καλοκαίρι θα έρθει με τον τζίτζικα
    Χωρίς νερό για να μη δούμε πια τίποτα ωραίο
    Ίσαμε την άλλη άνοιξη.

    ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ (1908-1941)

    *
    4.ΔΥΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ
    Ι
    Μοῦ φαίνεται, πὼς ἡ ἄνοιξη
    Σὰν κελαηδᾶ μὲ τρέμει
    Μὴν τῆς ζητήσω ἕνα σκοπὸ
    Νὰ δώσει τοῦ ἔρωτά μου
    Μὴν τῆς ζητήσω ἕνα φιλὶ
    Νὰ σοῦ φιλήσω τὴν καρδιὰ
    Νὰ σοῦ χαρίσω δυὸ φτερὰ
    Καὶ νὰ σὲ δῶ δικιά μου
    ΙΙ
    Ἔλα νὰ δεῖς τὴν ἄνοιξη ποὺ περπατάει
    Ποὺ μὲ τὰ σύννεφα ἀγκαλιὰ μᾶς χαιρετάει
    Ἔλα νὰ δεῖς τὴν κόρη μου πῶς ἔγινε μεγάλη
    Καὶ τραγουδάει μὲ μιὰ φωνὴ ποὺ δὲν ἦταν δικιά της
    Καὶ τραγουδάει μ᾿ ἕνα παλμὸ ποὺ εἶναι τοῦ κόσμου ὅλου
    Σὰν νὰ βρέχει τὰ χείλια της στὴ βρύση τ᾿ οὐρανοῦ
    Σὰν νὰ πετάει ἡ καρδούλα της μὲ κάθε χελιδόνι
    Καὶ νὰ μὴν ξέρει ἡ ἄνοιξη ἂν εἶν᾿ δικιά της κόρη!

    *

    5.ΕΑΡΙΝΟ

    Ἀπὸ ἕνα θαῦμα
    Ἀπὸ ἕνα πρόσωπο πρωίας
    Παίρνεται ὁ θυμός μου
    Νοσταλγοῦσε τὴ νύχτα
    Τὸν ὕπνο σὰ μιὰ ἐλεύθερη σιωπὴ
    Τώρα ὀρέγεται τὸ ρέμα
    Τὸν ἥλιο τὴ σπηλιά!’

    *

    6. Η ΑΝΟΙΞΗ ΞΑΝΑ ΘΑ ΚΑΝΕΙ ΦΟΝΟ

    Λένε πως η άνοιξη ξανά
    πρώτα θα κάνει φόνο

    Πρώτα θα κάνει φόνο
    και ύστερα θα πεθάνει

    Λένε πως η άνοιξη ξανά
    έχει φιλήσει όλους

    Τα παλικάρια έφυγαν
    έμειναν οι κοπέλες

    Και τίποτα δεν έρχεται ξανά
    αν η άνοιξη δεν έρχεται

    Λένε πως έφθασε η ζεστή
    η πιο ζεστή μας μέρα.

    *

    7.ΣΑΝ ΑΝΟΙΞΗ

    Σαν άνοιξη είναι ολάκερη γη
    τώρα που συμφιλιωθήκαμε
    τώρα που περπατάμε παντού
    και είναι παντού ευθείες γραμμές
    που μας οδηγούν στις θάλασσες
    να στοχαστούμε το θάνατο
    μας ανεβάζουν στους ουρανούς
    ν’ αναπνεύσουμε περισσότερη ζωή.

    *

    8.ΞΑΝΘΙΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

    Ξανθιά μαλλιά της άνοιξης
    μπλεχθήκατε με νούφαρα στη μνήμη
    κι όλο μακριά με φέρνουνε τα μήλα
    που έκοψα απ’ τον κήπο
    με ταξιδεύουν σε απαλούς αγέρες
    πλάι σε θάλασσες που δεν κινούνται
    μα βλέπουν πάνω τους με βλέμμα πράο.

    *

    9. Η ΣΕΜΝΗ ΓΙΟΡΤΗ

    Η σεμνή γιορτή της άνοιξης
    Η γέννησή μας
    Η σιωπή, η σπουδαία από τα πράγματα
    Απαντοχή στην έλευσή μας

    Εμείς οι αδιαφορούντες
    Οι ανύποπτοι
    Όταν ερχόμαστε
    Θέλουμε θόρυβο
    Για να συλλάβουμε
    Την παρουσία μας.

    ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ, Σαν πνοή του αέρα. Ερμής , Αθήνα 1999

    *

    10.ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ ΕΝΑ ΔΩΡΟ

    Ω, πέστε μου της άνοιξης ένα δώρο
    Που δεν το ξέρει η καρδιά μου
    Πέστε μου να κελαηδήσω
    Και οι βρύσες στο σκοτάδι
    Αφού είναι νύχτα
    Θα στεφανώσουν τη νίκη
    Τη μικρή μου νίκη
    Ενός αηδονιού τη νίκη.

    *

    11. Η ΑΝΟΙΞΗ ΣΑΝ ΕΚΛΕΙΣΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ

    Η άνοιξη σαν έκλεισε τα μάτια
    Ήταν γιομάτη θόρυβο

    Είχε το πρόσωπο ξανθό
    Απ’ το μεθύσι

    Τα μαλλιά
    Της σκέπαζαν τον ύπνο

    Είχε τρέξει στο δάσος
    Και ονειρεύονταν τον ουρανό

    Γιατί λυπότανε
    Που δεν της έμειναν λουλούδια

    Να χαρίσει
    Στον ουρανό

    Τα είχε χαρίσει όλα
    Στην καρδιά μας

    Και είχε φύγει
    Να μην την ξαναδούμε

    Να μη ζητάμε πια
    Να μη θέλουμε πια

    Δικό της δώρο.

    *

    12.ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ ΕΜΕΘΥΣΑΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ

    Της άνοιξης εμέθυσαν τα μάτια
    της άνοιξης τα μάτια ήταν δικά σου
    μελαγχρινή και άψογη κοπέλα.

    *
    13.ΛΕΝΕ ΠΩΣ Η ΑΝΟΙΞΗ ΞΑΝΑ

    Λένε πως η άνοιξη ξανά
    Πρώτα θα κάνει φόνο

    Πρώτα θα κάνει φόνο
    Και ύστερα θα πεθάνει

    Λένε πως η άνοιξη ξανά
    Έχει φιλήσει όλους

    Τα παλικάρια έφυγαν
    Έμειναν οι κοπέλες

    Και τίποτα δεν έρχεται ξανά
    Αν η άνοιξη δεν έρχεται

    Λένε πως έφτασε η ζεστή
    Η πιο ζεστή μας μέρα.

    *
    14. ΟΙ ΚΑΙΡΟΙ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

    Οι καιροί της άνοιξης
    Οι ασυναγώνιστες πεδιάδες
    Όπου η φωτιά μετημφιασμένη σε νερό
    Πελεκάει τη χλόη

    Οι βαριές σταγόνες της βροχής
    Λες που μαντεύουν τον δρόμο της ζωής
    Τώρα που έλιωσαν οι παγετώνες
    Κι άρχισαν την ομιλία τους με τα πουλιά οι χορευτές.

    *

    15. ΗΤΑΝ ΚΑΙΡΟΣ

    Ήταν καιρός που η άνοιξη
    μας αγαπούσε ακόμα

    μας έστελνε πουλιά
    να κελαηδήσουν
    και με τις ώρες μας
    να περπατήσουν συντροφιά.

    *

    16. ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

    Στο πρόσωπο της άνοιξης ήταν χυμένο φως
    Και μέσα στον αγέρα σαν από μια φωλιά
    Μακρυάθε τραγουδούσε και λαίμαργα
    Ο κορυδαλλός

    Όσες κοπέλες δεν αγάπησα
    Είχανε γίνει θάμνοι.

    *

    17. ΣΑΝ ΑΝΟΙΞΗ

    Σαν άνοιξη είναι ολάκερη η γη
    Τώρα που συμφιλιωθήκαμε
    Τώρα που περπατάμε παντού
    Και είναι παντού ευθείες γραμμές
    Που μας οδηγούν στις θάλασσες
    Να στοχαστούμε το θάνατο
    Μας ανεβάζουν στους ουρανούς
    Ν’ αναπνεύσουμε περισσότερη ζωή.

    *

    18.ΛΙΓΟ ΠΟΛΥ Η ΑΝΟΙΞΗ

    Λίγο πολύ η άνοιξη
    Δεν θέλει πια να φύγει

    Ζάρια να παίζει ολοήμερα
    Θέλει μ’ εμάς χωριάτες

    Δρόμους να μη στοχάζεται
    Ταξίδια να μη βλέπει

    Να μη τη θέλει ο άνεμος
    Ολούθε που μας βρέχει.

    *

    19.ΑΚΟΥΣ ΕΚΕΙ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ

    Ακούς εκεί την άνοιξη
    Την φάγανε τα χρόνια
    Μονάχα τα τραγούδια μας
    Δεν έφαγαν τα χρόνια

    Τώρα πού είναι η άνοιξη

    Μαζί με το τραγούδι μας

    Άνοιξη ωραία άνοιξη
    Δεν σ’ έφαγαν τα χρόνια.

  2. *Δημήτρης Μητροπάνος – Άνοιξη

    -«Την άνοιξη αν δεν τη βρεις τη φτιάχνεις»

    (Ο. Ελύτης)

    -«Είναι Άνοιξη πια, δε χωράει η πίκρα μέσα στο φως.
    Να λες: ουρανός, κι ας μην είναι.»

    (Γ. Ρίτσος)

    -«Από το όνομά σου ξεκινά η άνοιξη,
    Απ’ τις συλλαβές του κρέμουνται κόκκινα κεράσια.»

    (Κώστας Μόντης)

    -Η Άνοιξη-Μίκης Θεοδωράκης

    Χλοϊζει καινούρια ελπίδα η λαγκαδιά
    Κάποιο γλυκοκελάϊδισμα σκορπά στη φύση
    η νιόχτιστη χελιδονοφωλιά.

    Τρέμει η φωνή στα χείλη τα δειλά, που θα σκορπίσει
    τη Φύση ό,τι φτερώνει την καρδιά.

    Τώρα το κύμα το κινά μια νέα πνοή
    κι ήμερα πια στην αμμουδιά το σέρνει
    στην αγκαλιά τη μυστικιά του πέλαου αρμονία φέρνει
    και στ’ ακρογιάλι τη σκορπά μ’ ένα φιλί.

    Μέσα στ’ απίστευτο όνειρο μεθά η δειλή ψυχή
    μεθά κι η ελπίδα από το θάμα μαγεμένη
    Νέες χαρές χαμογελούν μες απ’ τη νέα ζωή.
    Η Άνοιξη είμαι ‘γώ η λατρεμένη.

    (https://pyroessa-logotimis.blogspot.com/2014/03/blog-post_1.html)

    -«Αλήθεια κείνη η άνοιξη, εκείνο το πρωινό, εκείνη η απλή κάμαρα της ευτυχίας αυτό το σώμα σου που κράταγα πρώτη φορά γυμνό αυτά τα δάκρυα που δεν μπόρεσα στο τέλος να κρατήσω
    – πόσο σου πήγαιναν.
    —– Κύριε, όλα από σένα ξεκινούν. Κι όλα σε σένα θα ‘ρθουν να τελειώσουν.
    Κι η άνοιξη δεν είναι παρά η νοσταλγία σου για κείνες τις λίγες ώρες που έζησες στη γη.»

    (Τάσος Λειβαδίτης)

    -Γιάννη Ρίτσου, Δοκιμασία, VII,3-7(Απόσπασμα)

    “Κάθε λουλούδι έχει τη θέση του στον ήλιο,
    κάθε άνθρωπος έχει ένα όνειρο.
    Κάθε άνθρωπος
    έχει έναν ουρανό πάνου από την πληγή του,
    κι ένα μικρό παράνομο σημείωμα της άνοιξης μέσα στην τσέπη του.”

    -Γιάννης Ρίτσος – Προσφορά (απόσπασμα)

    Μὲ τὸ χαμόγελό μας
    φέραμε πάλι τὴν Ἄνοιξη
    κι᾿ ἀπ᾿ τὰ χρυσὰ μαλλιά της
    πλέκουμε δαχτυλίδια
    γιὰ τὰ λεπτά μας δάχτυλα.

    -Γ. Ρίτσος, «Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού» (Απόσπασμα)

    Απόψε κοιμηθήκαμε στην ποδιά της Άνοιξης, ακουμπώντας το
    κεφάλι στην καρδιά της.
    Ακούγαμε στον ύπνο μας τις ανάσες των πουλιών και την καρδιά μας.
    Το πρωί που ξυπνήσαμε, είδαμε τον ουρανό να περπατάει στην
    κάμαρα μας σα γαλανό πουλί με χρυσά μάτια που τσίμπαγε τα ψίχουλα
    των σκιών που ‘χαν μείνει από χτες βράδυ στο πάτωμα.
    Μια στιγμή, να νιφτούμε, και φτάσαμε
    […]
    Σήμερα μια μικρή κοπέλα, με θαλασσιά κορδέλα στα μαλλιά,
    στάθηκε στην κορφή της λεύκας και κελαδάει.
    Απ’ το τραγούδι της πετούν μικρά πουλιά που γεμίζουν
    τις αυλές και τις στέγες.
    Τα πουλιά κάθονται στους ώμους των παιδιών.
    Οι άνθρωποι μπλέκονται στα δίχτυα των αχτίνων και τρεκλίζουν
    σαν πρωτόβγαλτα πουλιά.
    Τα τριαντάφυλλα τρελάθηκαν και κάνουν τούμπες μέσα στο νερό.
    Θε μου, το μεθυσμένο φως θα σπάσει τα τζάμια, θα πλημμυρίσει
    τις κάμαρες και δε θ’ αφήσει μήτε έναν ίσκιο για να σκεπάσει
    η μάνα τα μάτια της.
    Τότε θα τινάξει στον αέρα το μαντήλι της και θα χορέψει κείνο το
    νησιώτικο χορό που χόρευε στα νιάτα της μαζί με τον πατέρα
    – ένα χορό που μυρίζει θάλασσα και βάρκες φορτωμένες πορτοκάλια.
    Ο πατέρας θα κάνει πως ξέχασε το χορό και θα χαμογελάει
    καθώς θα κρούει τη φτέρνα στον αέρα.
    Κ’ εμείς ξοπίσω τους, παιδιά, πουλιά, λουλούδια και λιθάρια,
    θα χορεύουμε στ’ αλώνι του ήλιου τραγουδώντας τις μέρες που
    δε χάνουνται μες στο τραγούδι, όταν οι μεγάλοι χορεύουν
    μαζί με τα παιδιά τους τον ίδιο χορό της κάθε άνοιξης.

    (Γιάννης Ρίτσος, Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού, Εκδ. Κέδρος)

    -Τάσος Λειβαδίτης, Καντάτα (Απόσπασμα)

    Πες μου, α, πες μου, λοιπόν, πού πήγε όλη εκείνη η άνοιξη,
    τα χωρατά των σπουργιτιών, σγουρά γέλια των θάμνων,
    οι παπαρούνες σα γλυκά κόκκινα στόματα, ρυάκια μου ασυλλόγιστα, πού πάτε;
    Σαν ένας γρύλλος που ξεχάστηκε στη μέρα το ξύλινο
    μαγγανοπήγαδο μακριά,
    πλάι στο πηγάδι ο παπούς παίζοντας την κιθάρα του,
    «μακριά, σα θα φύγω, μάνα, στην ξενιτιά»,
    ένα κλωνί βασιλικός μες στα χοντρά ρουθούνια του
    να ευωδιάζουν τα πλεμόνια του απ’ τις στερνές ομορφιές της γης,
    πουλιά πετούσαν στα κλαδιά, σα να πηγαίνανε χαρούμενα μηνύματα
    από κόσμο σε κόσμο. Απρόοπτα, ξαφνιασμένα πρωινά
    και μεγάλα, μακρόσυρτα σούρουπα με τ’ άστρα να τρέμουν μακριά σαν ανοιξιάτικα μουσκεμένα βλέφαρα,
    έκθαμβες ώρες, βαρειές απ’ όλο το γιγάντιο Αόριστο
    που έφτανε ως τον πόνο. Αίσθηση αβέβαιη όλων των μυστικών της ζωής
    που διαπερνούσαν σα ρίγη, πέρα, κει κάτου, κει κάτου, μακριά,
    τους βραδυνούς ορίζοντες.

    (Τάσος Λειβαδίτης, Καντάτα, Εκδ. Κέδρος,

    -«Εικόνες της άνοιξης που εγώ θα λείπω»-Γιάννης Τόλιας

    1. Σπάνε τα πρώτα κύματα
    της άνοιξης
    πάνω στους κυματοθραύστες
    των ματιών σου.

    2. Τα στροφεία ενός σμήνους μελισσών
    μπλέκονται στα μαλλιά σου
    κι εσύ απρόθυμα να διώχνεις
    το μελισσοφάγο του φιλιού μου.

    3. Ανθισμένο τοπίο διαίσθησης
    απροστάτευτη στην ερημιά της πόλης
    κι εγώ παλεύω με τους χρησμούς
    και τους ανυποψίαστους.

    4. Σκάει στα χέρια σου απρόσμενα
    ο εκρηκτικός μηχανισμός ενός άνθους
    κι εσύ γελάς λαβωμένη
    από χρώματα κι αρώματα

    5. Στα υψίπεδα του ονείρου
    εσύ των βυθών εξόριστο κοχύλι
    εγώ στο ορυκτό της άνοιξης
    ζωγραφιστός τριλοβίτης
    Κι όμως συνομιλούμε.

    https://pyroessa-logotimis.blogspot.com/2014/03/blog-post_1.html

    -Γ. Ρίτσος, «Εαρινή συμφωνία» (απόσπασμα)

    -«…Τις νύχτες του έαρος
    που η γύρη των άστρων
    και των λουλουδιών
    αγρυπνούσε στο δέρμα μου
    μια λυπημένη ανταύγεια
    σερνόταν στην απέραντη ψυχή μου
    γιατί αργούσες να ’ρθεις Αγάπη…
    Ζητώντας το θεό
    ζητούσα εσένα.
    Εσένα περιμένοντας
    γέμισα τους κήπους μου
    με λευκούς κρίνους
    για να βυθίζεις τις κνήμες σου
    αυτά τα βράδια τ’ αργυρά
    που η σελήνη ραντίζει με δρόσο
    τη φιλντισένια υψωμένη μορφή σου.
    Για σένα Αγάπη ετοίμασα τα πάντα
    κι αν έμαθα να τραγουδώ τόσο γλυκά
    είταν γιατί στην ίδια τη φωνή μου
    ζητούσα να ’βρω τα ίχνη των βημάτων σου
    ζητούσα να φιλήσω
    μονάχα και τη σκόνη του ίσκιου σου
    ω Αγάπη.

    Ι

    Θ’ αφήσω
    τη λευκή χιονισμένη κορυφή
    που ζέσταινε μ’ ένα γυμνό χαμόγελο
    την απέραντη μόνωσή μου.

    Θα τινάξω απ’ τους ώμους μου
    τη χρυσή τέφρα των άστρων
    καθώς τα σπουργίτια
    τινάζουν το χιόνι
    απ΄τα φτερά τους.

    ΄Ετσι σεμνός ανθρώπινος ακέριος
    έτσι πασίχαρος κι αθώος
    θα περάσω
    κάτω απ’ τις ανθισμένες ακακίες
    των χαδιών σου
    και θα ραμφίσω
    το πάμφωτο τζάμι του έαρος.

    Θά’ μαι το γλυκό παιδί
    που χαμογελά στα πράγματα
    και στον εαυτό του
    χωρίς δισταγμό και προφύλαξη.
    Σα να μη γνώρισα
    τα χλωμά μέτωπα
    των χειμωνιάτικων δειλινών
    τις λάμπες των αδειων σπιτιών
    και τους μοναχικούς διαβάτες
    κάτω απ’ τη σελήνη
    του Αυγούστου.

    Ένα παιδί.

    V
    H κωδωνοκρουσία του φωτός
    μας υποδέχεται
    στο ξανθό ακροθαλάσσι.
    Η αυγή περνάει στην αμμουδιά
    βρέχοντας μόλις τα γυμνά της πέλματα
    στο χρυσό κύμα.

    Μια νέα κοπέλα
    άνοιξε το παράθυρο
    και χαμογέλασε στη θάλασσα.
    Έκλεισε τα μάτια της στο φως
    για ν’ ατενίσει βαθιά της
    την υπόκωφη λάμψη
    του χαμογέλιου της.»

    (Γ. Ρίτσος, Εαρινή συμφωνία, Κέδρος)

    -Κώστα Βάρναλη, «Άνοιξη»

    Αυγή πρωτανοιξιάτικη στην άπλα της θαλάσσης,
    ανάκουστα διανέματα στη φυλλωσιά της λεύκας.
    Σε φυλλοκάρδια εφηβικά της προσδοκίας λαχτάρα.
    Ακράταγα τα ψυχωμένα κι άψυχ’ αναμένουν
    ξανά το μέγα κάλεσμα για τον αιώνιον κύκλο.
    Μα δε βολεί να κινηθούνε, σάμπως καρφωμένα,
    τ’ αψήλου οι γλάροι και το φως, του μάκρου τα καΐκια
    και στη στεριάν οι μέλισσες, ο αέρας, τα παιδάκια
    και πίσου από τα μέτωπα, χαμηλωμένα, η σκέψη,
    γιατί τα πλάκωσε η σκλαβιά και τα ’σκιαξε η φοβέρα.
    Μα στα κατάβαθα βουλκάνος βόγκει και φρουμάζει
    κι αλιά στον Αίτιο, που κρατάει την Πλάση καρφωμένη.
    II
    Δεν ακουμπάς, μαγιάτικε ουρανέ, στη γη σου κάτω!
    Μόλις, γαλάζια θάλασσα, την αμμουδιά σου αγγίζεις.
    Πίσου απ’ τ’ αγέρινα βουνά οι αγέρηδες σταθήκαν.
    Στου γλάρου τα σπαθόφτερα κρεμάστηκεν η σφαίρα
    και πάει τ’ αψήλου φεύγοντας στην απεραντοσύνη.
    Στη χώρ’ αυτήνε θα ’πρεπε θεοί να κατοικούνε
    και τον ανθό της Αρετής να θρέφ’ η ουράνια δρόσο…
    Ραγιάδες τηνε κατοικούν και ξένοι την πατάνε,
    μοναδικό της φύτρ’ ο φλόμος, που ξερνάει φαρμάκι.

    Πού ’σαι καρδιά, πού ’σαι σπαθί και πού ’σαι, Βελουχιώτη

    (https://atexnos.gr/)

    -Κ. Βάρναλης, «Άνοιξη»

    Να και φτάσαμε στο τέρμα!
    Μην κοιτάς οπίσου.
    Τίμια, με του ήλιου το γέρμα,
    θάψε την ντροπή σου,

    σκλάβε, στη δικιά σου χώρα,
    την ξεπουλημένη,
    που απ’ τη μια στην άλλην ώρα
    στάχτη πάει να γένει.
    Κλάψε, Μάνα μου, κι εμένα

    μ’ όλα τα ορφανά σου —
    όχι πια τα πεθαμένα,
    μα τα ζωντανά σου.
    Κοίτα, Μάης! Κι αναστημένη
    θάλασσα και γη.

    Μάνα, σε κρατούν θαμμένη
    φίδια παραγιοί.
    Κι όμως, Μάνα, δε σε πιάνει
    θάνατος! Θεοί
    αποθνήσκουν και τύραννοι,
    όχι και λαοί.

    (https://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/browse.html?cnd_id=4&text_id=569)

  3. 20. ΑΝΟΙΞΗ

    Πάνω που λες πως όλα τέλειωσαν
    κι αρχίζεις πια να συνηθίζεις στην ιδέα
    κάποιο ανεπαίσθητο άρωμα σε παγιδεύει
    και σκαλώνει το βλέμμα σου στο πρώτο κλαδί:

    Μικρές, αυθάδεις, πεισματάρικες ελπίδες
    βαλθήκανε να μπουμπουκιάζουν
    και σε κοιτάζουν περιπαιχτικά
    ανατρέποντας την τάξη των πραγμάτων.

    Αμαλία Τσακνιά, Το δέντρο, 1977

    André Rieu – Voices Of Spring

    21.ΑΝΟΙΞΗ ΠΕΡΑΣΤΙΚΙΑ

    Η Άνοιξη, περαστικιά
    απ’ το σπίτι,
    έσυρε μια χαρακιά
    στο φεγγίτη.

    Χάραξε κλωνιά πλεχτά
    σα γαϊτάνι,
    και τα φύλλα τα δετά
    σε στεφάνι

    και τ’ αγέρι όταν περνά
    στα κοτσάνια,
    κάνουν όλα ταπεινά,
    μια μετάνοια.

    Πέρασε απ’ τις γνωστικές
    τις κοπέλες
    κι άνθισαν ποδιές λευκές
    και κορδέλες.

    Άγιασε τα χώματα
    μ’ άγια μύρα
    κι είν’ ευκές τα χρώματα,
    γύρα γύρα.

    Πήγε κι απ’ την εξοχή,
    κι απ’ το ρέμα,
    κι όλοι οι φράκτες, οι φτωχοί,
    τρέχουν αίμα.

    Τώρα, ο δρόμος της μακριά
    θα τη βγάλει,
    κει που βρέχει τη στεριά
    τ’ ακρογιάλι,

    στα νερά τα χαμηλά,
    κούφια, λίγα,
    για να βγάλει μια λιλά,
    μια ίσα ρίγα.

    Άδειασε κι εδώ κι εκεί
    τόσα δώρα
    και σα μοίρα στοργική
    φεύγει τώρα
    -στην καλή της ώρα!

    Τέλλος Άγρας, Καθημερινές.

    *

    22.ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΟΙΞΗ

    να είναι άνοιξη στα δεκαοχτώ μας χρόνια

    ζουζούνια και πουλιά να φτερουγίζουν
    τριγύρω στ’ ανθισμένα δέντρα
    και να τελειώνουν τα μαθήματα
    να ’μαστε σύντομα ελεύθεροι επιτέλους

    και να μιλάμε, να γελάμε
    και να μας περιμένει
    μεθυστικά ατέλειωτο το καλοκαίρι
    ένα γλυκό κορίτσι να μας γνέφει
    πιο κάτω στη στροφή του δρόμου

    να είναι όνειρο η ζωή
    μέσα σε διάφανη ομίχλη

    κόκκινες πηχτές σταγόνες -Τόλης Νικηφόρου

    *

    23.ΑΝΟΙΞΗ

    Την άνοιξη γυρίζουν τα πουλιά
    και τα λουλούδια
    με τα μεγάλα πέταλά τους σκεπτικά
    ανοίγουνε και κλείνουν
    τη μελαγχολική χαρά των ημερών μας.

    Πίσω μας έρχεται ο γέρικος καιρός…
    Λίγο-λίγο παληώνει
    το χρυσό φως πάνω στα φύλλα
    κι από κύμα σε κύμα
    κυλάει η ζωή μας.

    Ζέφη Δαράκη (Δημοσιεύτηκε στην «Επιθεώρηση Τέχνης», τ. 139-140, Ιούλης-Αύγουστος 1966, σελ. 69)

  4. 24. ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΑΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

    Πολύ σοβαρά παίρνουν οι άνθρωποι τον εαυτό τους.
    Κι αλαζονεύονται ανόητα πάνω στη Γη.
    Που δεν είναι παρά ένας κόκκος της ανθόσκονης
    που ονομάζεται Γαλαξίας,
    και που απλώθηκε σαν φύσηξε ολίγον τι ο χρόνος,
    στο περιβόλι της Αιώνιας Άνοιξης.

    ΓΙΑΝΝΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ

    Frédéric Chopin – Spring Waltz

    25.Η Άνοιξη μοιάζει μ’ ένα ίσως χέρι
    (που έρχεται με προσοχή
    από το Πουθενά) τακτοποιώντας
    ένα παράθυρο, που μέσα του κοιτούν άνθρωποι(ενώ
    άνθρωποι παρατηρούν
    τακτοποιώντας και αλλάζοντας τοποθετώντας
    με προσοχή εκεί ένα πράγμα
    παράξενο κι εδώ ένα πράγμα γνωστό)κι

    αλλάζοντας τα πάντα με προσοχή

    η άνοιξη μοιάζει μ’ ένα ίσως
    χέρι σε παράθυρο
    (που με προσοχή μπρος
    πίσω μετακινεί Νέα και
    Παλιά πράγματα, ενώ
    άνθρωποι παρατηρούν με προσοχή
    μετακινώντας ένα ίσως
    κλάσμα λουλουδιού εδώ τοποθετώντας
    ένα εκατοστό αέρα εκεί) και
    χωρίς να σπάει τίποτα.

    e.e.cummings, Μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός

    *

    26.ΑΝΟΙΞΗ

    Φούντωσε ἡ Ἄνοιξη καὶ δῶ σὲ κάθε δέντρου κλῶνο.
    Τὰ πάρκα λουλουδίσανε καὶ κεῖνα.
    Μὰ δὲ μοῦ λέει ἡ γιορτερὴ χαρά τους, παρὰ μόνο
    πὼς λείπω μακριὰ ᾿πό σέν᾿ Ἀθήνα.

    Ἔρχεται ἀκάλεστη, βουβή, μέσ᾿ στοῦ ἡλίου τὸ θάμπος
    βροχούλα ποὺ κανεὶς δὲν ὑποπτέφτη
    καὶ νοιώθω, ἡ νοσταλγία σου καθὼς μ᾿ ἀνάφτει, σάμπως
    ξεχωριστὰ γιὰ μένανε νὰ πέφτη.

    ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ (Παρίσι. Ἄνοιξη 1927, Ξεφάντωμα)

    ΑΝΟΙΞΗ – ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΙΟΛΑΣ (H μουσική είναι του Yann Tiersen από το σάουντρακ της ταινίας Amelie)

    27.ΜΙΑ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΗ ΜΕΡΑ

    Μές στό μυαλό μου ἕνας κῆπος
    σπουργίτια φτερουγίζουν
    μ᾿ ἕνα πανέρι
    κι ἕνα τεράστιο ψαλίδι μαῦρο
    ἡ μητέρα μου
    κόβει τριαντάφυλλα καί ντάλιες

    κάθεται ὁ πατέρας μου
    στήν πεντακάθαρη αὐλή
    (θά εἶναι Κυριακή)
    κι ἐγώ
    (ἑξήντα χρόνια τώρα)
    στό χωματόδρομο νά τρέχω.

    XΡΙΣΤΟΣ ΛΑΣΚΑΡΗΣ

    *

    28. ΑΝΟΙΞΗ

    Άνοιξη που δεν μ’ αρέσεις, θέλω
    να πω για σένα πως στη γωνιά ενός δρόμου
    καθώς έστριβα, το προμήνυμά σου με πλήγωνε
    σα μια λεπίδα. Η λεπτή ακόμα σκιά
    των γυμνών κλαδιών στη γυμνή ακόμα
    γη μ’ αναστατώνει, λες και θα μου ήταν δυνατό
    κι έπρεπε
    να ξαναγεννηθώ. Ο τάφος
    μοιάζει αβέβαιος καθώς πλησιάζεις, πανάρχαιη
    άνοιξη, που περισσότερο από κάθε εποχή
    απάνθρωπα ανασταίνεις και σκοτώνεις.

    Ουμπέρτο Σάμπα -μετάφραση Κάρολος Τσίζεκ. Πηγή: Μαρία Λαϊνά, Ξένη ποίηση του 20ού αιώνα, εκδ. ΛΩΤΟΣ

  5. -«…Πάλε ξυπνάει της άνοιξης τ’ αγέρι
    στην πλάση μυστικής αγάπης γλύκα,
    σα νύφ’ η γη, πόχει άμετρα άνθη προίκα
    λάμπει ενώ σβηέται της αυγής τ’ αστέρι.»

    (Λορέντζος Μαβίλης)

    -Γ. Παυλόπουλος, «Μαρτυρία για μιαν άνοιξη»

    Την άνοιξη κατέβηκα πάλι στους δρόμους˙
    τα χελιδόνια γύρω στο καπέλο μου
    κι εγώ τυφλός που ακούει πηγαίνοντας
    φωνές απ’ τις μικρές του αγάπες.

    Κοντά στους κήπους κάτω από τα παράθυρα
    βράδιασα και δεν ένιωθα ποιος ήμουν.
    Τη νύχτα ο ψίθυρος απ’ τα πουλιά μ’ ανέβαζε
    σε ουράνιες αγορές, θέατρα του απείρου.

    (https://www.sansimera.gr/anthology/519)

    -«Ἄνοιξη μ.Χ.» – Γ. Σεφέρης

    Πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη
    φόρεσε χρώματα ἀνοιχτὰ
    καὶ μὲ περπάτημα ἀλαφρὺ
    πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη
    πάλι τὸ καλοκαίρι
    χαμογελοῦσε.
    Μέσα στοὺς φρέσκους ροδαμούς
    στῆθος γυμνὸ ὡς τὶς φλέβες
    πέρα ἀπ᾿ τὴ νύχτα τὴ στεγνὴ
    πέρα ἀπ᾿ τοὺς ἄσπρους γέροντες
    ποὺ συζητοῦσαν σιγανὰ
    τί θά ῾τανε καλύτερο
    νὰ παραδώσουν τὰ κλειδιὰ
    ἢ νὰ τραβήξουν τὸ σκοινὶ
    νὰ κρεμαστοῦνε στὴ θηλιὰ
    ν᾿ ἀφήσουν ἄδεια σώματα
    κεῖ ποὺ οἱ ψυχὲς δὲν ἄντεχαν
    ἐκεῖ ποὺ ὁ νοῦς δὲν πρόφταινε
    καὶ λύγιζαν τὰ γόνατα.
    Μὲ τοὺς καινούργιους ροδαμούς
    οἱ γέροντες ἀστόχησαν
    κι ὅλα τὰ παραδώσανε
    ἀγγόνια καὶ δισέγγονα
    καὶ τὰ χωράφια τὰ βαθιὰ
    καὶ τὰ βουνὰ τὰ πράσινα
    καὶ τὴν ἀγάπη καὶ τὸ βιός
    τὴ σπλάχνιση καὶ τὴ σκεπὴ
    καὶ ποταμοὺς καὶ θάλασσα
    καὶ φύγαν σὰν ἀγάλματα
    κι ἄφησαν πίσω τους σιγὴ
    ποὺ δὲν τὴν ἔκοψε σπαθὶ
    ποὺ δὲν τὴν πῆρε καλπασμός
    μήτε ἡ φωνὴ τῶν ἄγουρων
    κι ἦρθε ἡ μεγάλη μοναξιὰ
    κι ἦρθε ἡ μεγάλη στέρηση
    μαζὶ μ᾿ αὐτὴ τὴν ἄνοιξη
    καὶ κάθισε κι ἀπλώθηκε
    ὡσὰν τὴν πάχνη τῆς αὐγῆς
    καὶ πιάστη ἀπ᾿ τ᾿ ἀψηλὰ κλαδιὰ
    μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ δέντρα γλίστρησε
    καὶ τὴν ψυχή μας τύλιξε.
    Μὰ ἐκείνη χαμογέλασε
    φορώντας χρώματα ἀνοιχτὰ
    σὰν ἀνθισμένη ἀμυγδαλιὰ
    μέσα σε φλόγες κίτρινες
    καὶ περπατοῦσε ἀνάλαφρα
    ἀνοίγοντας παράθυρα
    στὸν οὐρανὸ ποὺ χαίρονταν
    χωρὶς ἐμᾶς τοὺς ἄμοιρους.
    Κι εἶδα τὸ στῆθος της γυμνὸ
    τὴ μέση καὶ τὸ γόνατο
    πῶς βγαίνει ἀπὸ τὴν παιδωμὴ
    νὰ πάει στὰ ἐπουράνια
    ὁ μάρτυρας ἀνέγγιχτος
    ἀνέγγιχτος καὶ καθαρός,
    ἔξω ἀπ᾿ τὰ ψιθυρίσματα
    τοῦ λαοῦ τ᾿ ἀξεδιάλυτα
    στὸν τσίρκο τὸν ἀπέραντο
    ἔξω ἀπ᾿ τὸ μαῦρο μορφασμὸ
    τὸν ἱδρωμένο τράχηλο
    τοῦ δήμιου π᾿ ἀγανάχτησε
    χτυπώντας ἀνωφέλευτα.
    Ἔγινε λίμνη ἡ μοναξιὰ
    ἔγινε λίμνη ἡ στέρηση
    ἀνέγγιχτη κι ἀχάραχτη.

    (Γ. Σεφέρης, Ποιήματα, Ίκαρος)

    -Μαρία Πολυδούρη, «Τι θέλει τούτη η Άνοιξη…»

    Σαλεύουν
    ἀόρατα, πανάλαφρα
    τῶν δέντρων τὰ κλαδιά.
    Τί θέλει ἡ μυρωδιὰ
    ποὺ μᾶς χτυπᾶ ἁπαλότατα
    μὲ ἀμυγδαλιᾶς ἀνθόκλωνο
    τὴν καρδιά…

    -Μία νέα περνᾶ ζυγίζοντας
    στὰ δάχτυλα
    ἕνα κορμί, φτερό.
    Κι᾿ ὅπως σιεῖ ρυθμικὰ
    μία κατάλευκη ὀμπρέλλα,
    εἶναι πουλί.

    Ἕνας νέος ἀράθυμος
    συλλογιέται γλυκά,
    σὰ νὰ πέρασε πλάι του
    πεταλούδα μυρόβολη
    τὸ φιλί.

    -Τρέμει κάτι τὸ ἀδύναμο
    κι᾿ ὅλο μένει
    σὰν κουτσό… κοντοφτέρουγο…
    Λυπημένη
    τὴ ματιά μας ρουφᾶ
    τὸ ἀνοιξιάτικο ἀπόγευμα
    καὶ χλωμαίνει.
    Ξαφνικά, κάποιο σκίρτημα
    στὴ γαλήνη
    καὶ σὰ λυγμὸς παράφορος.
    Ἕνα πιάνο ξεσπᾶ
    τὸ δικό μας ἐναντίωμα
    μὲ κλειστὸ στόμα.
    Τί θέλει πάλιν ἡ Ἄνοιξη…
    Τί νὰ μᾶς φέρει ἀκόμα…

    [Ηχώ στο χάος, 1929]

    -Μίλτος Σαχτούρης, «Οι εχθροί της Άνοιξης»

    Έρχεται φέτος κουρασμένη
    η Άνοιξη
    (να) κουβαλάει τόσα χρόνια
    τα λουλούδια πάνω της.

    Σκοτεινοί άνθρωποι
    στις γωνιές την παραμονεύουν
    για να την τσακίσουν.

    Αυτή όμως
    με κρότο
    ανάβει ένα-ένα
    τα λουλούδια της
    στα μάτια τους τα ρίχνει
    (για) να τους στραβώσει.

    (https://poiimata.com/2020/04/05/oi-echthroi-tis-anoixis-miltos-sachtoyris/#more-3300)

    -Επαμεινώνδας Χ . Γονατάς, «Η άνοιξη»

    Ανέβηκα τα σκαλοπάτια τα λαξεμένα σε ψηλούς βράχους και βγήκα στο οροπέδιο που απλωνόταν μπροστά μου σαν τεράστιο αυτί. Πέρα οι λόφοι κολυμπούσαν στο φως κι είχαν το χρώμα που παίρνουν τα σφαχτάρια στο τσιγκέλι. Όπου κι αν γυρνούσα τα μάτια έβλεπα ξερή λάσπη, σκασμένη. Ούτε πράσινο φύλλο, ούτε λουλούδι, ούτε μια μέλισσα. Κι ο αέρας μύριζε βαριά σαν να ‘βγαινε από άδειο πιθάρι.
    Καθώς περπατούσα μου φάνηκε πως άκουγα να τρέχουνε νερά, βαθιά σε υπόγεια λούκια. Κόλλησα χάμω τ’ αυτί μου κι άκουσα καθαρά μαζί με τα νερά που γλουγλουκίζανε κι ένα ανάλαφρο θρόισμα.
    Βγάζω από την τσέπη το μαχαίρι μου, το μπήγω στη γη —το ‘νιωσα να χώνεται όπως στο κρέας ενός μεγάλου ψαριού— κι αρχίζω να τη χαράζω, να τη σκίζω φέτες φέτες, τραβώντας με δύναμη τη σκληρή κρούστα που τη σκέπαζε.
    Και τότε, τι θαύμα! Χιλιάδες μπουμπούκια και λουλούδια με τσαλακωμένα πέταλα, άσπρες, ρόδινες και μαβιές ρίζες, αμέτρητα σπαθωτά φύλλα, μαμούνια, σερσέγκια με σουβλερές μύτες, θαλασσοπράσινες κρεατόμυγες, χρυσαλλίδες και πεταλούδες με διπλωμένα φτερά, αποκαλύφθηκαν ολόκληρος κοιμισμένος κόσμος, που οι αχτίνες του ήλιου σιγά σιγά τον ζέσταιναν, τον ξεμούδιαζαν, τον ξυπνούσαν από τη νάρκη του.
    Το γρασίδι, σγουρό, ψήλωνε τρίζοντας ολόγυρά μου. Ο αέρας μοσκοβολούσε. Ένα πουλί βγήκε απ’ τον κρυψώνα του, τίναξε τα χώματα απ’ τις φτερούγες του και μου είπε: «Ακόμα λίγο, κι η άνοιξη αυτό το χρόνο θα ‘μενε κρυμμένη στη γη».

    (Το Βάραθρο1963)

  6. 29. ΑΝΟΙΞΗ

    Γιατί και γω να μη μπορώ να γράψω
    Ένα ποίημα τρυφερό
    Σήμερα που είναι τόσο ευήλιος ο καιρός
    Προσπαθώ
    Ακουμπώ στο ηλιόλουστο κάγκελο
    Και ρεμβάζω

    «Ω γλυκύ μου έαρ»
    Κι αρχίζει να βρέχει πολύ
    (Μητέρα δεν έρχεσαι στο σπίτι;)
    Τραβώ τις κουρτίνες ως το λαιμό
    Κι όλο: ενθάδε κείται
    Ενθάδε κείται η Άνοιξη

    «Γλυκύτατό μου τέκνο»
    Νεκρό

    Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, Μετανάστες του εσωτερικού νερού, εκδ. Διαγωνίου, Θεσσαλονίκη 1985.

    *

    30.ΑΝΟΙΞΗ

    Ένα κομμάτι ουρανός ένα πουλί στο παράθυρο

    Σε γνωρίζω τρυφερό χαμόγελο του Θεού μου
    Εξαίσιο μήνυμα από φως καινούρια μέρα

    Πότε ήταν πότε είναι δεν ξέρω να πω
    Έγειρε το κεφάλι και κοίταξε πάνω τον ήλιο
    Σα να ’χε ξεχαστεί και θυμήθηκε ξάφνου
    Πανώρια φτερουγίσματα στις κορυφές
    Δίψασε ίσως απ’ την πορεία της συγκατάβασης

    Τα πουλιά έχουν ξεχάσει το νερό της νύχτας

    Έγειρε το κεφάλι και κοίταξε πάνω τον ήλιο
    Της παρουσίας το βλέμμα χαράχτηκε στο σκληρό μάτι

    Κάτι σαν κρίνος σε καρδιά χειμώνα

    Γιώργος Θέμελης, Γυμνό παράθυρο (1945)

    Γιώργος Μεράντζας – Βλέπω μία άνοιξη

    31.EAΡ

    Θα ξημερώσει.
    Για να μιλήσουν τα δέντρα.
    Ν’ ανοίξει και πάλι
    Το κλειστό διάφραγμα του κόσμου.
    Πάνω από το πάτημα της αράχνης
    θα το αναγγείλει το χτύπημα του ρολογιού,
    το κλάμα του μωρού στο διπλανό διαμέρισμα,
    η λάμψη των κήπων.

    Όχι το πρωινό δελτίο ειδήσεων.
    Αυτό δεν είναι νέο.
    Νέο είναι το φως
    που όλα τα δείχνει κι όλα τ’ αλλάζει.
    Εδώ,
    κάτω απ’ το αίθριο τ’ ουρανού,
    στη μικρή αποικία της αύρας.

    Το φως –
    η δόξα και το ανάθεμα
    το ανεξίτηλο μελάνι του ήλιου.

    Αναστάσης Βιστωνίτης από την ενότητα Τα ρόδα της Αχερουσίας,
    δημοσιεύτηκε στο περ. Εντευκτήριο, τεύχ. 81, Απρ. – Ιούν.2008

    *

    ΑΝΟΙΞΗ

    Ο Μάρτης φέρνει παγωμένες φωτιές.
    Στο άνυδρο φως με βυθίζει ένας
    γερμανικός χειμώνας.

    Η Άνοιξη είναι μια ορχήστρα χρωμάτων
    κι εγώ ο σκοτεινός θεατής
    άγνωστος μέσα στο πυκνό ψύχος,
    παρατηρώντας την επιδρομή της εσπέρας
    στα οροπέδια τ’ ουρανού.

    Η Άνοιξη είναι το αίμα των ποταμών
    που ορμούν με τη μανία της νιότης μου –
    ο θάνατος στην εκτυφλωτική ορμή του.

    Η Άνοιξη είναι ένα εμβατήριο τίγρεων
    που κομματιάζει το μυαλό μου
    καθώς ανθίζει το ατσάλινο φως.

    Αναστάσης Βιστωνίτης, Ανιχνευτές (1974)

    *

    32. Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΟΙΞΗ

    Γράφω για την τελευταία άνοιξη,
    θάρθει πυροβολώντας στα έγκατα του ύπνου μας
    μ’ ένα πολύχρωμο μπαλόνι
    ένα τραπεζομάντιλο γεμάτο παπαρούνες.

    Για την απολιθωμένη πατρίδα μου γράφω,
    τ’ αγάλματα και τα μνημεία που σαπίζουν στη βροχή
    τα σπίτια που λυγίζουν έξω απ’ τον καιρό τους
    τις φλέβες της που χύνονται στο τίποτα.

    Με το αίμα μου γράφω
    για σένα που με κοιτάς στα μάτια
    σαν ανοιγμένη καρδιά
    μικρού παιδιού.

    Βασίλης Φαϊτάς, Υστερόγραφα για το αύριο (2010)

    Μανώλης Μητσιάς – Πού είσαι αυτή την άνοιξη

    33. ΑΝΟΙΞΗ

    Και να, φουντώνει η άνοιξη! Το νέο μπουμπούκι δένει.
    Χύνεται η μεγαλόπνοη και λιγοθυμισμένη αύρα από τα τετράψηλα,
    και κρυφαναστενάζοντας λυγάει τα κυπαρίσσια.
    Οι ίσκιοι αλαφρώνουνε, οι αυγές, και η πελαγίσια ριπή
    ανασταίνει τ’ αφρολούλουδα στα διάφανα τετράβαθά της πλάτια°
    από τη μια ως την άλλη νύχτα ανοίγονται, σκεπάζονται, ψηλά, τα μονοπάτια…

    Και να, φουντώνει η άνοιξη! Παντού ο λαός,
    να δράξει τη μανία την ιερή, που ανάτρομη
    σκορπάει στα τετραπέρατα αρμονία,
    κι απ’ τον αγώνα του κορμιού, του νου, του δένδρου
    υψώνει αντάμα, σε βύθη αϊτίσια, αθώρητα,
    το μέγα της χαράς το θάμα!

    ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

    *

    34. ΑΝΟΙΞΗ

    Τώρα τὰ λουλούδια ποὺ εἶναι
    Δροσισμένα, μυρωμένα,
    Ὅπως ἄλλοτε μ᾿ ἐμένα,
    Τρέξε μόνη στοὺς ἀγρούς.

    Ἴδια σὰν καὶ τότε γίνε,
    Ἕναν κόσμο ἀνθάκια κόψε,
    Καὶ μ᾿ αὐτὰ ρᾶνε μ᾿ ἀπόψε,
    Ὅπως ραίνουν τοὺς νεκρούς…

    ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ, (Ἀσφόδελοι)

    *

    35. ΑΝΟΙΞΗ

    Στο χαμομήλι
    φύτρωσαν
    ρανίδες
    αίματος
    νωπού.

    Οι παπαρούνες,
    που αγαπούσες
    τόσο!

    Ξανθές
    οάσεις,
    κόκκινα
    αθροίσματα.

    Ευλογημένη
    η άνοιξη.
    Μέστωσε
    το φως μας.

    Άνθος Φιλητάς, Η αποσύνθεση της γαλήνης (1985) [Από την ενότητα Περισυλλογή]

    *

    36. ΑΝΟΙΞΗ

    Φρένιασαν τα κλαριά
    δέρνονταν να ξεφύγουν
    να χυθούν στη θάλασσα
    να σβήσουν
    τ’ άκουσα μες το αίμα μου
    που αλλάζει χρώμα, περιμένοντας

    Ολυμπία Καράγιωργα, Τα μεγάφωνα

  7. Ι. Severyanin, «Η Άνοιξη»

    Η μέρα της άνοιξης είναι ζεστή και χρυσή –
    Η όλη πόλη τυφλώνεται από τον ήλιο!
    Πάλι εγώ – εγώ είμαι και πάλι νέος!
    Είμαι και πάλι χαρούμενος και ερωτευμένος!
    Η ψυχή τραγουδάει και δάκρυα στο πεδίο
    Καλώ όλους τους ξένους σε «εσένα» …
    Τι πεδίο εφαρμογής! Τι θα θέλει!
    Τι τραγούδια και λουλούδια!
    Βιασύνη – σε ένα ξαδέλφωμα σε εξογκώματα!
    Βιασύνη – στα νεαρά λιβάδια!
    Κοιτάξτε στο πρόσωπο των ροζ φαρδιά,
    Όπως ένας φίλος, φιλί τον εχθρό!
    Θόρυβος, ανοιξιάτικες βελανιδιές!
    Αυξήστε το γρασίδι! Λουλούδι, λιλά!
    Καμία υπαιτιότητα: όλοι οι άνθρωποι έχουν δίκιο
    Σε μια τόσο ευλογημένη μέρα!

    (Источник: https://schkola4kotovo.ru/el/poety-o-vesne-i-lyubvi-russkie-poety-hh-veka-o-vesne-denki/)

    S. Drozhzhin «Άνοιξη Βασίλειο»

    Το βασίλειο των εαρινών ημερών έχει επιστρέψει:
    Δαχτυλίδια με βότσαλα
    Ο ποταμός είναι θορυβώδης
    Και με μια κραυγή ένα κοπάδι γερανών
    Ήδη πετάει σε μας.
    Μυρίζει πίσσα από το δάσος
    Κοκκίνισμα, μπουμπούκια των πετάλων
    Ξαφνικά αναστέναξε
    Και εκατομμύρια λουλούδια
    Καλύπτει το λιβάδι.
    Μια υπέροχη στιγμή έχει έρθει!
    Το βουνό έπεσε από τους ώμους μου
    Καταθλιπτικά προβλήματα
    Είμαι στη δουλειά από την αυλή
    Πάω από το φως.
    Ο σίδηρος αλέθε τη γη
    Και ο ήλιος βλέπει χαρούμενα
    Στη λάμψη της ημέρας
    Και όλα χαϊδεύουν και ζουν
    Γύρω μου.
    Ένα μαύρο σκαθάρι σέρνεται από ένα βιζόν,
    Και το δίκτυο υφαίνει διαφανές
    Εγώ είμαι αράχνη
    Μια μέλισσα πετά και δημοσιεύει
    Παρατεταμένος ήχος.
    Σε ένα ανθισμένο λουλούδι
    Ένας πλατύς σκώρος κάθεται
    Ταλαντεύεται σε αυτό
    Μέχρι την κίνηση του αεράκι
    Η πτέρυγα του.
    Διασκεδαστικό άλογο
    Έρχεται και ο ήλιος βρίσκεται πίσω από το βουνό,
    Τερματισμός της ημέρας
    Ήδη πετάει πάνω από το έδαφος
    Νυκτερινή σκιά.
    Ήρθε η ώρα να χαλαρώσετε! Στα χωριά
    Φώτα ήρθαν? στον ουρανό
    Το φεγγάρι έχει ανέβει
    Ειρήνη σε οργωμένα χωράφια
    Και η σιωπή …

    (Источник: https://schkola4kotovo.ru/el/poety-o-vesne-i-lyubvi-russkie-poety-hh-veka-o-vesne-denki/)

    -L. Modzalevsky «Η εμφάνιση της άνοιξης»

    Η Άνοιξη στέλνει ένα γεια με ένα χαμόγελο
    Αφυπνισμένη φύση.
    Όλα μετά από χειμωνιάτικες καταιγίδες και προβλήματα
    Αναστέναξε την ελευθερία.
    Θυμωμένος και γκρίνια αβοήθητα
    Χειμώνας, παλιά κακή γυναίκα,
    Τρέξιμο από μια καυτή ακτίνα
    Κάψιμο κάτω από τον ήλιο.

    (Источник: https://schkola4kotovo.ru/el/poety-o-vesne-i-lyubvi-russkie-poety-hh-veka-o-vesne-denki/)

    -«Μεσιτείες» – Κική Δημουλά

    “Με γυροφέρνει η άνοιξη
    αλλά εγώ άλλη φορά/ πορεία δεν αλλάζω για ένα έαρ.
    Ας μοιάζει μ’ οτιδήποτε το σούρουπο.
    Δεν θα ποτίζω με το αίμα μου ομοιότητες.
    Τα όνειρα που είδα/ αποδειχτήκαν ανυπόληπτα:
    πήγαν και μ’ άλλους ύπνους.
    Όχι δεν παίρνω άλλο διαταγές.
    Όταν μου λέγανε τα σύννεφα ταξίδευε/ ταξίδευα
    κι όταν μου λέγανε τα όνειρα περίμενε/ περίμενα.
    Όχι, δεν παίρνω άλλες διαταγές.
    Τα δούλεψα πιστά τα διαλυτά.
    Με γυροφέρνει από χθες η άνοιξη.
    Μια νεραντζιά με κοίταξε/ με διάθεση υπόπικρη,
    και μου ‘κλεισε το δρόμο/ μια μυρωδιά επιστροφής.
    Με παζαρεύει η τοκογλύφος μνήμη:
    για να μου δώσει έναν Μάιο παλιό
    μαζί και με τις νεραντζιές,
    για να μου δώσει κυρίως τη μορφή,
    που στη μεταφορά της
    από σταθμό της λύπης σε σταθμό
    χτυπήθηκε στα μάτια και στο στόμα
    -γι αυτά πληρώνεις-,/ μου παίρνει ένα μέλλον.”

    (Κική Δημουλά, Ποιήματα, Ίκαρος)

  8. 37. ΑΡΩΜΑ ΑΝΟΙΞΗΣ

    Το πρώτο άρωμα της άνοιξης
    ήρθε και μ’ αγκάλιασε
    ένα βράδυ τ’ Απρίλη.

    Εκεί, δίπλα στη θάλασσα
    βούτηξα την ψυχή μου
    ξαναγεννήθηκα
    ξαναντίκρισα τ’ αστέρια και το φεγγάρι
    σαν πρώτη φορά.

    Έψαξα τη χαμένη μου
    παιδική αθωότητα χωρίς ντροπή.

    Εκεί δίπλα στη θάλασσα,
    γυμνός, βούτηξα στα μαύρα νερά
    ξέπλυνα τα ανομήματά μου
    ξαναβαφτίστηκα
    στο όνομά σου.

    Ανδρέας Καρακόκκινος, [Ενότητα Πνοή της άνοιξης]

    *

    38. ΠΝΟΗ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

    Έρχεσαι
    πρώτη πνοή
    της άνοιξης
    χείμαρρος χρυσός
    χαμόγελο ζεστό
    η ψυχή πεθαίνει
    και ξαναγεννιέται
    σε μια χούφτα ευτυχίας.

    Έρχεσαι
    πρώτη πνοή
    της άνοιξης
    να χαϊδέψεις απαλά
    το πιο σκοτεινό
    κομμάτι της ψυχής
    χαρίζοντας στη λάμψη
    του φεγγαριού
    ένα ατελείωτο
    μελωδικό
    ερωτικό τραγούδι.

    Ανδρέας Καρακόκκινος, [Ενότητα Πνοή της άνοιξης]Πνοή της άνοιξης (2007)

    *

    39. Η ΓΛΥΚΥΤΆΤΗ ΑΝΟΙΞΗ

    Η γλυκυτάτη Άνοιξη
    Με τ’ άνθια στολισμένη,
    Ροδοστεφανωμένη
    Τη γη γλυκοτηράει.

    Κ’ η γη τη χλόη εντύνεται,
    Τα δάση της ισκιώνουν,
    Τα κρύα χιόνια λιώνουν,
    Ο ουρανός γελάει.

    Τα λουλουδάκια βάφουνται
    Τα πλάγια χρωματίζουν,
    Κι’ ηδονικές φωτίζουν
    Οι δροσερές αυγές.

    Στο αγκαθερό τριαντάφυλλο
    Γλυκολαλάει τ’ Αηδόνι.
    Το ξένο Χελιδόνι
    Ταιριάζει τη φωλιά.

    Στους κάμπους πλούσια κι’ άκοπα
    Σε πράσινα λιβάδια
    Τα ζωντανά κοπάδια
    Βελάζουν και πηδάν·

    Κι’ ο νιος βοσκός χαρούμενος
    Φυσώντας τη φλογέρα,
    Γιομίζει τον αγέρα
    Με τραγουδιών φωνές·

    Κάθε ψυχή ευφραίνεται,
    Την Άνοιξι γιορτάζει·
    Ο Θίρσης σκυθρωπάζει
    Στη γενική χαρά.

    Ωραία Δάφνη πρόβαλε
    Να την αποστολίσεις,
    Και τότες είναι ο Θίρσης,
    Ο πλέον ευτυχής.

    ΓΙΑΝΗΣ ΒΗΛΑΡΑΣ

    *

    40. ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ‘ΡΘΕΙ Η ΑΝΟΙΞΗ

    Πρέπει να ‘ρθει η άνοιξη με τ’ αμέτρητα άγουρα στηθάκια της
    Και με τα σκουλαρίκια της τα κρυσταλλένια
    Με τα γοργά της βήματα που ξυπνάνε τις ελπίδες
    Με τη γαλάζια κραυγή της
    Γιατί δεν πρέπει τώρα να φωνάξω
    Κι εσύ δεν πρέπει τίποτα να ψιθυρίσεις

    Τίποτα δεν πρέπει ν’ ακουστεί για την ερημιά των ματιών σου
    Όπου παγώνει ασάλευτη το σχήμα της η απελπισία
    Για το νεκρό σου δέρμα για τα νεκρά μαλλιά σου
    Για του κρεβατιού σου τα τέσσερα σίδερα
    Γι’ αυτά τα νιάτα που κρέμονται στον ίσκιο σαν τ’ άδεια ρούχα εκείνων που πέθαναν
    Γι’ αυτόν τον απερίγραπτο χειμώνα.

    ΠΑΝΟΣ ΘΑΣΙΤΗΣ, Ποίημα από τον τόμο «Τα ποιήματα», Νεφέλη 2011 [8/5/2011]

    ΑΝ ΔΕΙΣ ΝΑ ΚΛΑΙΕΙ Η ΑΝΟΙΞΗ -ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ

    41. ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΗΛΙΚΙΑ

    Πάντοτε δυσπιστούσα για την άνοιξη. Αυτή η ακαθόριστη αίσθηση
    στις ανθισμένες βραγιές κι ένα ρίγος λεπτό
    κι οι φωνές των παιδιών στο γήπεδο όταν το απόγευμα διυλίζει το φως
    κι οι φίλοι μου να περιμένουν το καλοκαίρι, τι κι αν γινόταν αργότερα
    μια θάλασσα μεσημεριού με ξέθωρο ήλιο
    πετράδι δουλεμένο να φέγγει στη νύχτα. Πόλη μου αγαπημένη
    πολύβουη μα ερημική, πολύκοσμη μα απρόσιτη βιτρίνα νεωτερισμών
    ψευτίζοντας τη ζωή μας.

    Αυτή η θηλυκιά εποχή
    στυφή, παράξενη σα γριά, με τις εύκολες συζητήσεις
    την πολλή συνάφεια, τη λιγοστή κατανόηση, την απέραντη μοναξιά
    κι ο εφιάλτης πως κάποτε θα ξυπνήσουμε μη έχοντας τίποτε να πούμε
    ανάμεσα στα βήματα αυτά, πηγαίνουν και πάλι ξανάρχονται
    κι ύστερα σβήνουν στο διάδρομο’ ανάβουνε το φως της σκάλας
    μα δεν ακούγεται κανείς

    ΝΙΚΟΣ ΑΛΕΞΗΣ ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ, Δύσκολος θάνατος)

    *

    42. Η ΕΠΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΑΡΟΣ

    Το έαρ το γλυκύ εφάνη’
    χαίρε, ω φύσις θεσπεσία!
    Με σε ζωήν αναλαμβάνει
    κ’ η τεθλιμμένη μου καρδία.

    Εις τα πολύστονά μου στήθη
    σχεδόν εσίγησεν ο πόνος,
    σχεδόν η νάρκη διελύθη
    του αιωνίου των χειμώνος.

    Εις άλση όπου με τα ρόδα
    κομά ο νάρκισσος, το ίον,
    περιπλανώ μονήρη πόδα
    ως τις σκιά των Ηλυσίων.

    Κ’ εις την ψυχήν μου αίφνης τόσα
    γεννώντ’ αισθήματα θυμήρη,
    ο κόλπος του Μαΐου όσα
    άνθη ευώδη διασπείρει.

    Και πάσα αύρα μυροβόλος
    μοι λέγει ως φωνή κρυφία,
    και διά σε δεν είναι όλως
    αδύνατος η ευτυχία!

    Και λησμονώ ότι Εκείνη,
    ο στέφανος του έαρός μου,
    η καλλονή, η Ευφρονύνη,
    η Εύα της Εδέμ του κόσμου,

    των ημερών και των αγρύπνων
    νυκτών μου η φροντίς, εις σκότη
    ανήλια, φρικτά, τον ύπνον
    τον ανεξέγερτον υπνώττει!

    Ιωάννης Καρασούτσας (1824-1873)

  9. -«Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
    άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω
    Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
    άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης…»

    (Γ. Ρίτσος, Επιτάφιος)

    -«…Άνοιξε τα παράθυρα να δεις το σύμπαν ανθισμένο μ’όλες τις παπαρούνες του αίματός μας, – να μάθεις να χαμογελάς.
    Δε βλέπεις;
    Καθώς απομακρύνεται η άνοιξη πίσω της έρχεται η νέα μας άνοιξη.
    Να τος ο ήλιος πάνω απ’ τις μπρούτζινες πολιτείες, πάνω απ’ τους πράσινους αγρούς μες την καρδιά μας. Νιώθω στους ώμους το βαθύ μυρμήγκιασμα καθώς φυτρώνουν όλο πιο νέα και πιο μεγάλα τα φτερά μας.
    Ύψωσε τα ματόκλαδα. Αστράφτει ο κόσμος έξω από τη λύπη σου.
    Φως και αίμα.
    Τραγούδι και σιωπή.
    Καλοί μου άνθρωποι πως μπορείτε να σκύβετε ακόμη;
    Πώς μπορείτε να μη χαμογελάτε;
    Ανοίχτε τα παράθυρα…»

    (Γιάννης Ρίτσος)

    -«… Ερχόταν πάλι η άνοιξη στις γειτονιές τού κόσμου.
    Μεγάλες ειδήσεις χτυπούσαν τα φτερά τους στον ορίζοντα.
    Μες απ’ τον θάνατο οι καρδιές χειροκροτούσανε τον ήλιο.
    Ήταν πολύς ο θάνατος. Έπρεπε ν’ αγαπιόμαστε πολύ.
    «Σύντροφε κράτα μου το χέρι.
    Και να με λες σύντροφο, σύντροφε.
    Θε μου τι απέραντος που ‘ναι ο κόσμος .
    Ω, αλήθεια θα δουλέψουμε πολύ,
    θα κουραστούμε,
    μπορεί να τσακιστούμε κιόλας». Ο Αλέκος είπε:
    «Φτάνει να μου κρατάς το χέρι,
    φτάνει να με λες σύντροφο,
    και τότες το βράδυ που θα γυρνάμε απ’ τη δουλειά –
    φτάνει να μου κρατάς το χέρι,-
    και τότες τ’ αστέρια θα ‘ναι κοντά μας και θα γυαλίζουν
    όπως τα μπρίκια κι οι κατσαρόλες στην κουζίνα της θειας-Καλής,
    εκεί που μαζευόμαστε τις παράνομες Κυριακές μας και κουβεντιάζαμε για το μέλλον,
    και τότες τ’ αστέρια θα ‘ναι φιλικά και χαμογελαστά
    σαν τα κουμπιά στο μπλουζάκι της συντρόφισσας Μαρίας
    κείνο το βράδυ που μας έφερε τα νέα για τη κατάληψη των Μεταλλείων τού Δομοκού απ’ τον ΕΛΑΣ,
    και τότες τ’ αστέρια θα ‘ναι δικά μας, θα ‘ναι χαρούμενα και δυνατά
    σαν τα πλήκτρα κείνης της γραφομηχανής όπου γράφαμε
    το χρονικό τής λευτεριάς τις πρώτες μέρες τής Αντίστασης.
    Φτάνει να μου κρατάς το χέρι…»

    (Γιάννης Ρίτσος, Οι γειτονιές του κόσμου – απόσπασμα)

    -Νικηφόρος Βρεττάκος – «Άνοιξη σ’ αγαπώ»

    Άνοιξη σ’ αγαπώ
    Μοιάζεις με την ειρήνη.
    Μοιάζεις με τις μητέρες
    που θήλασαν τα βρέφη
    στις εικόνες του Ραφαήλ.
    Μοιάζεις με το χαμόγελο
    μέσα στη μουσική.
    Μου θυμίζεις το Θεό
    που γράφει για την αγάπη
    σε μεγάλα κατεβατά
    σελίδων με αστέρια
    στροφές ποταμών
    και ποιήματα.

    (https://tetradia.blogspot.com/2016/05/Nikiforos-Vrettakos-Anoixi-s-agapo.html)

    -«…πού πήγε, λοιπόν, όλη εκείνη η άνοιξη
    Πες μου, ά, πες μου, λοιπόν, πού πήγε όλη εκείνη η
    άνοιξη,
    τα χωρατά των σπουργιτιών, σγουρά γέλια των θάμνων,
    οι παπαρούνες σα γλυκά κόκκινα στόματα, ρυάκια μου
    ασυλλόγιστα, πού πάτε;

    Σαν ένας γρύλλος που ξεχάστηκε στη μέρα το ξύλινο
    μαγγανοπήγαδο μακριά,
    πλάι στο πηγάδι ο παπούς παίζοντας την κιθάρα του,
    «μακριά, σα θα φύγω, μάνα, στην ξενιτιά»,
    ένα κλωνί βασιλικός μες στα χοντρά ρουθούνια του
    να ευωδιάζουν τα πλεμόνια του απ’ τις στερνές ομορφιές
    της γής,
    πουλιά πετούσαν στα κλαδιά, σα να πηγαίνανε χαρούμε-
    να μηνύματα
    από κόσμο σε κόσμο.
    Απρόοπτα, ξαφνιασμένα πρωινά
    και μεγάλα, μακρόσυρτα σούρουπα`
    με τ’ άστρα να τρέμουν μακριά σαν ανοιξιάτικα μουσκε
    μένα βλέφαρα,
    έκθαμβες ώρες, βαριές απ’ όλο το γιγάντιο Αόριστο
    που έφτανε ως το πόνο.
    Αίσθηση αβέβαιη όλων των
    μυστικών της ζωής
    που διαπερνούσαν σα ρίγη, πέρα κει κάτου, κει κάτου,
    μακριά,
    τους βραδινούς ορίζοντες.»

    (Τάσος Λειβαδίτης)

    -«ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ δεν τη βρήκα τόσο στους αγρούς, ή, έστω,
    σ’ έναν Μποτιτσέλλι όσο σε μια μικρή Βαϊφόρο κόκκινη.
    Έτσι και μια μέρα,

    τη θάλασσα την ένιωσα κοιτάζοντας μια κεφαλή Διός.
    Όταν ανακαλύψουμε τις μυστικές σχέσεις των εννοιών και
    τις περπατήσουμε σε βάθος θα βγούμε σ’ ένα άλλου είδους
    ξέφωτο που είναι η Ποίηση.
    Και η Ποίηση πάντοτε είναι μία
    όπως ένας είναι και ο ουρανός.
    Το ζήτημα είναι από πού βλέπει κανείς τον ουρανό.
    Εγώ τον έχω δει από καταμεσίς της θάλασσας.»

    (Ο. Ελύτης)

  10. 43. ΕΚΘΕΣΗ

    Έρχεται η άνοιξη
    σαν αυτοκίνητο που πάει τη νύφη,
    με άνθη αστεία και τρυφερά,
    με τα τζάμια θολά από ατμούς κι από δάκρυα,
    καθώς πηγαίνω στη Νέα Σμύρνη
    μ’ ένα θεόστεγνο, όπως πάντα, ταξί.

    Δε μ’ αφορά αυτή η άνοιξη,
    δε βγάζω βέβαια φυλλαράκια, εγώ.

    Μα έχει κάτι χρώματα, η άνοιξη,
    σαν τα γλυκά που φύλαγε η μαμά στις γυάλες,
    ψηλά στα ράφια, στα ουράνια.

    Μυρίζει η άνοιξη σα μαγικό που μαγειρεύουν οι δίπλα,
    θα το φάνε μόνοι τους χωρίς εμένα.

    Νίκη-Ρεβέκκα Παπαγεωργίου, «Του λιναριού τα πάθη/Ο μέγας μυρμηγκοφάγος», Άγρα

  11. 44. ΑΝΟΙΞΗ

    1. Ένα πεσμένο λουλούδι
    πάει στο κλαδί του πάλι
    – ω, πεταλούδα!
    *
    2. Α, είναι άνοιξη,
    η όμορφη άνοιξη,
    – όμορφη!
    *
    3. Γρήγορα υψώθηκε ο ήλιος της άνοιξης
    πάνω απ’ το δρόμο του βουνού
    – γλυκιά μυρουδιά δαμασκηνιάς.
    *
    4. Κι οι ανώνυμοι λόφοι στολίστηκαν
    με ταινίες πρωινής ομίχλης
    – άνοιξη.
    *
    5. Άγρια σπουργίτια
    σε μια λουρίδα κίτρινων γογγυλιών
    κοιτάνε τάχα τα λουλούδια.
    *
    6. Αύριο όμως θα σηκωθώ πρωί
    να καλωσορίσω
    την άνοιξη των λουλουδιών.
    *
    7. Γωνιά του ναού:
    στην ανοιξιάτικη νύχτα
    κάποιος κάθεται στοχαστικά.
    *
    8. Λουλούδια κερασιάς στο βραδινό ουρανό
    κι ανάμεσά τους μελαγχολικό
    ένα «έτοιμο-αύριο-ν’ ανθίσει».
    *
    9. Η ανοιξιάτικη βροχή
    περνώντας απ’ τα φύλλα
    θα ‘πεσε στην κρυστάλλινη πηγή.
    *
    10. Να μιλάς ανέμελα
    για το λουλούδι της ίριδας:
    χαρά του ξένοιαστου ταξιδιού.
    *
    11. Νύχτα της άνοιξης
    – στις κερασιές
    ήρθε η αυγή.
    *
    12. Τελειώνει η άνοιξη:
    θα θρηνούν τα πουλιά,
    θα κλαίνε τα ψάρια.

    12 ΓΙΑΠΩΝΕΖΙΚΑ ΤΡΙΣΤΙΧΑ – μτφρ. Σ.Λ.Σκαρτσής

    ***
    45. ΜΠΟΥΜΠΟΥΚΙ ΔΑΜΑΣΚΗΝΙΑΣ (ΚΙΝΕΖΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ)

    Με τα ψάθινα σαντάλια μου
    περπάτησα λόφους και λόφους.
    Έψαχνα για την άνοιξη μα δεν την έβρισκα.

    Γυρίζοντας, άγγιξα τυχαία
    το μυρωδάτο μπουμπούκι της δαμασκηνιάς
    κι εκεί, στην άκρη του κλαριού,
    βρήκα ολάκερη την άνοιξη.

    ΑΓΝΩΣΤΟΥ – 13ος – 14ος αιώνας μ.Χ.

    ***
    46. ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΗ ΒΡΟΧΗ

    Η καλή βροχούλα ξέρει την ώρα της.
    Έρχεται με την άνοιξη κάθε χρόνο.
    Ο άνεμος την οδηγεί κρυφά μες στη νύχτα.
    Όλα θα τη γευθούν σιωπηλά κι αθόρυβα.

    Τα μονοπάτια χαθήκανε, τα σύννεφα μαυρίζουν,
    και μοναχά στο βάθος πέρα στον ποταμό
    τρεμοπαίζει το φανάρι μιας ψαρόβαρκας.
    Την αυγή θα ‘ν’ η γης μουσκεμένη και κόκκινη.
    Στην όχθη τα λουλούδια βιάζονται ν’ ανθίσουν.

    TU FU- μτφρ. Αμαλία Τσακνιά, κινέζικη ποίηση

    ***
    47. ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ

    Ο άντρας μου με τ’ άσπρο άτι
    χάμουρα χρυσά
    έφυγε ανατολικά στη θάλασσα του Λιάο.

    Στις μεταξένιες κουρτίνες
    την κεντητή κουβέρτα μου
    με τ’ αγέρι της άνοιξης αποκοιμιέμαι.

    Η σελήνη περνώντας
    απ’ τα παράθυρά μου
    κρυφοκοιτά
    το καντηλέρι μου που τρεμοσβήνει.

    Λουλούδια μόρτικα
    διαβαίνουν την πόρτα μου
    περιγελώντας τη μοναξιά μου.

    LI TAI-PO- μτφρ. Αμαλία Τσακνιά, κινέζικη ποίηση

    ***
    48. ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΗ ΑΥΓΗ

    Ο ανοιξιάτικος ύπνος μου την αυγή έχει ξεχάσει.
    Πλην, ένα γύρο, τα πουλιά κελαηδούν. Όλη
    τη νύχτα αυτή βομβίζανε ο άνεμος κι η βροχή.
    Ποιος ξέρει πόσα λουλούδια να έπεσαν απόψε;

    MENG HAO JAN, μτφρ. Άρης Δικταίος

    ***
    49.ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ

    Οι χλόες του Γιεν τρυφέραναν σαν πράσινο μετάξι,
    τα μούρα του Κιν κρέμονται στα φύλλα τους ανάμεσα.
    Είναι ο καιρός που σκέφτομαι του γυρισμού τη μέρα,
    στιγμή που η βαριά θλίψη μου γίνεται ανυπόφορη.
    Δικός μου φίλος ο άνεμος δεν είναι ο ανοιξιάτικος,-
    γιατί μπαίνει απ’ τις τούλινες κουρτίνες μες στο σπίτι μου;

    Λι Πο, μτφρ. Άρης Δικταίος

    ***
    50.Η ΑΝΟΙΞΗ ΣΤΟ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ

    Το κρύο σταματά απότομα, την άνοιξη, στης λίμνης
    το περίπτερο· πάνω από τα κάγκελα προβάλλει
    πρόσωπον όμορφο. Μπερδεύτηκαν τα μακριά κλώνια,
    τ’ ανοιξιάτικα κύματα είναι ταραγμένα
    και δεν αφήνουνε τη νέα, ωραία γυναίκα,
    την εικόνα της στο νερό επάνω να κοιτάξει.

    SIU HIUAN, 10ος αι. μτφρ. Άρης Δικταίος

    **
    51.ΟΙ ΓΕΡΟΙ ΚΙ Η ΑΝΟΙΞΗ

    Της άνοιξης ο ερχομός θλίβει τους γέρους: ο ίσκιος,
    που οι λεύκες ρίχνουν, τους γεμίζει θλίψη.
    Το παρελθόν πια δεν υπάρχει· δεν υπάρχει
    τρόπος να το δουν πια. Τα φύλλα
    προβάλλουν νέα παντού, σα να τους κοροϊδεύουν.

    SIU HIUAN, 10ος αι. μτφρ. Άρης Δικταίος

    ***
    52. ΑΝΘΗ ΚΑΙ ΦΕΓΓΑΡΟΦΩΣ ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΤΟΥ ΕΑΡΟΣ

    Το αποψινό ποτάμι αρυτίδωτο είναι και γαλήνιο,
    τα λουλούδια της άνοιξης ξετρελαμένα ανθίζουν.
    Το ρέμα παρασέρνει μακριά πολύ το φεγγάρι,
    μα η πλημμυρίδα τ’ αστέρια φέρνει πίσω.

    Αυτοκράτορας YANG (569-618) μτφρ. Άρης Δικταίος

  12. -«Απρίλης: Άνοιξη! Δυο σταγόνες θάλασσα τα μάτια σου.
    Μια καρδερίνα ανεβοκατεβαίνει σ’ έναν ξύλινο σταυρό.»

    (Γ. Ρίτσος)

    -«…Έαρ δε γίνεται/ με ρίμες/ ήλιοι- Απρίλιοι/ ήλιοι- Απρίλιοι,/ ομοιοκατάληκτες στιγμές,/ χρόνος χρωμάτων,/ στρέμματα φωτός,/ χαμομηλιών ανυπομονησία να μυρίσω…/ Αχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις/ στους δρόμους τους εμπορικούς/ τις Κυριακές τις ανοιξιάτικες».

    (Κική Δημουλά)

    -“Έαρ έλα. Συνένοχος αφού είσαι. Κοίτα:
    Τι βαθύ πράσινο τώρα τους ώμους της καλύπτει
    και πώς εκείνος την κοιτάζει! Πως ύστερα που πάλεψε
    να βγει μεσ’ απ’ τους ανθώνες
    ένα θάμβος μωβ τους αναρπάζει…”

    (Ο. Ελύτης)

    -«Έρχεται έαρ αειπάρθενο, πασχαλιάτικο,
    προφέροντας αρώματα.
    Ανάσταση τα καλοπιάσματα του έαρος.
    Ερωτευτείτε.
    Πιλότος της ψυχής μας ο θάνατος.
    Η ζωή είναι ωραία το βράδυ.
    Καλή Ανάσταση! Ανάσταση στα έαρα!
    Επανάσταση στα έαρα!»

    (Νίκος Καρούζος)

  13. -Οδυσσέας Ελύτης, «Άνοιξη παρά τέταρτο»

    “Άνοιξη παρά τέταρτο! Δύο νέοι κοιτάζονται στα μάτια

    και κανείς τους δεν κατεβάζει τα βλέφαρα. Το αίμα με-

    σα στις φλέβες παίρνει έναν καινούριο δρόμο, αλλάζουν

    οι φωνές των αγοριών, τα στήθια των κοριτσιών σκλη-

    ραίνουν και το μακρινό παθητικό τραγούδι της αγάπης

    τρέμει παραστρατημένο στις κυανές ανταύγειες ενός μι-

    σοξυπνημένου ορίζοντα… Άνοιξη παρά τέταρτο! Σε

    λίγο, πίσω από τις μάντρες, στα έρημα οικόπεδα, οι ξι-

    νήθρες κι οι τσοκνίδες θα δώσουνε μια γροθιά στις κα-

    ταλασπωμένες πέτρες και μεσ’ απ’ τα σπασμένα γυαλιά

    και τις αναποδογυρισμένες τρύπιες λεκάνες, νικώντας τα

    στερνά σκουπιδομαζώματα, θ’ ανατείλει γυμνή στην αιχ-

    μη της αχτίδας της η πρώτη μαργαρίτα της τύχης. Λο-

    ξά, και στο πείσμα του ανέμου, που γι’ αλλού ταξίδευε

    το σπόρο της, θα μπουκάρει μεσ’ από δυο σκιστές μαλτε-

    ζόπετρες να σαλέψει κάτω κάτω απ’ τα ρουθούνια της χειμω-

    νιάς το κόκκινο μπαϊράκι της η φανατικιά παπαρούνα.

    Και τα κορίτσια, τα μικρά κορίτσια, σκύβοντας μια στιγ-

    Μη να δέσουν τα καινούρια σαντάλια τους, θα δούνε άξα-

    φνα όλο τον κόσμο να γέρνει και να παίρνει τη θέση της

    απογείωσης αεροπλάνου που ανεβαίνει όσο που να χαθεί

    ολότελα στον άτρεμον αιθέρα…”.

    (Ο. Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, εκδ. Ίκαρος)

Σχολιάστε