Λόγος Παράταιρος

«Παράταιρος ο λόγος ο δυνατός/ μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει» (Γ. Ρίτσος)

Πες το με ποίηση (259ο): «Χωριό – εξοχή»…

Νίκος Ξυλούρης – Ακούς να λένε στα χωριά

 

 

1.ΑΚΟΥΣ  ΝΑ  ΛΕΝΕ  ΣΤΑ  ΧΩΡΙΑ

Ακούς να λένε στα χωριά οι γέροντες τα βράδια
κάτι μυστήρια πράματα που χτίζουν τα σκοτάδια.
Λένε για της Υπαπαντής το μέγα πανηγύρι
πως το λιβάνι πέτρωνε πριν μπει στο θυμιατήρι.
Λένε πως ψέλναν τα πουλιά στ’ αριστερό ψαλτήρι
κι απ’ τα πηγάδια φέρνανε κρασί οι καλογήροι.

Λένε για κάτι χαϊμαλιά που παίζαν στο μπαρμπούτι
κι ο γούμενος τα βάφτιζε με αίμα και μπαρούτι.
Λένε πως όποιος τα φορεί φτερά βγάζει στην πλάτη,
γίνεται αλαφροΐσκιωτος ψωμί τρώει κι αλάτι.

Ακούς να λένε στα χωριά πως και η ευχή του πιάνει
γιατί τα βόλια, αίματα είχαν του Μακρυγιάννη.
Λένε πως ο φουστανελάς πληγές είχε σαράντα
γι αυτό κι αλαφροΐσκιωτοι είμαστε λίγοι πάντα.

ΚΩΣΤΑΣ  ΜΥΡΗΣ

 

*****

 

2.ΣΤΟ  ΠΛΗΚΤΙΚΟ  ΧΩΡΙΟ

Στο πληκτικό χωριό που εργάζεται —
υπάλληλος σ’ ένα κατάστημα
εμπορικό· νεότατος — και που αναμένει
ακόμη δυο τρεις μήνες να περάσουν,
ακόμη δυο τρεις μήνες για να λιγοστέψουν η δουλειές,
κ’ έτσι να μεταβεί στην πόλιν να ριχθεί
στην κίνησι και στην διασκέδασιν ευθύς·


στο πληκτικό χωριό όπου αναμένει —
έπεσε στο κρεββάτι απόψι ερωτοπαθής,
όλ’ η νεότης του στον σαρκικό πόθο αναμένη,
εις έντασιν ωραίαν όλ’ η ωραία νεότης του.


Και μες στον ύπνον η ηδονή προσήλθε· μέσα
στον ύπνο βλέπει κ’ έχει την μορφή, την σάρκα που ήθελε ….

Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ (Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

 

 

*****

 

  1. ΤΟ ΝΙΧΩΡΙ

 

Ξένε, σαν δεις ένα χωριό όπου γελάει η φύσις,

κι εις κάθε πλάτανο κοντά που κρύπτεται μια κόρη

ωραία σαν το τριαντάφυλλο — εκεί να σταματήσεις·

έφθασες, ξένε, στο Νιχώρι.

 

Κι όταν το βράδυ έλθει, αν βγεις έξω να περπατήσεις

και βρεις εμπρός σου καρυδιές, στον δρόμο μη προχώρει

του ταξιδιού σου πια. Αλλού ποιόν τόπο θα ζητήσεις

καλύτερον απ’ το Νιχώρι.

 

Τέτοια δροσιά δεν έχουνε αλλού στον κόσμο οι βρύσεις,

των λόφων του την αρχοντιά αλλού δεν έχουν όρη·

και με της γης την μυρωδιά μονάχα θα μεθύσεις,

ολίγο αν μείνεις στο Νιχώρι.

 

Την πρασινάδα που θα δεις εκεί να μην ελπίσεις

που σ’ άλλο μέρος θα την βρεις. Απ’ το βουνό θεώρει

τους κάμπους κάτω και ειπέ πώς να μην αγαπήσεις

αυτό μας το μικρό Νιχώρι.

 

Πως αγαπώ υπερβολές, ω ξένε, μη νομίσεις.

Υπάρχουν τόποι εύφοροι πολλοί και καρποφόροι.

Πλην έχουν κάτι χωριστό, και συ θα ομολογήσεις,

καρποί και άνθη στο Νιχώρι.

 

Εάν στης Κουμαριώτισσας της Παναγίας θελήσεις

την εκκλησία να μπεις μ’ εμέ, φανατικός συγχώρει

αν είμ’ εκεί. Άλλην, θαρρώ, χάριν οι παρακλήσεις

έχουνε στο πιστό Νιχώρι.

 

Αν δε να μείνεις δεν μπορείς, πριν, ξένε, αναχωρήσεις

πρέπει να πας μια Κυριακή στην σκάλα στου Γρηγόρη·

ειρήνη, νιάτα, και χαρά θα δεις, και θα εννοήσεις

τί είναι αυτό μας το Νιχώρι.

 

[1885] Κ.Π.ΚΑΒΑΦΗΣ, Τα  κρυμμένα

 

 

*****

 

4.ΤΟ ΧΩΡΙΟ

Εφτά είχαν μείνει εκείνον τον χειμώνα
όλες γυναίκες όλες χήρες με μαύρο μαντηλάκι
που άφηνε μπροστά μια στάλα ακάλυπτες
τις άσπρες ρίζες
και με πασούμια που ξηλώνονταν
στο οίδημα των αρθρώσεων.

Τη νύχτα το χωριό δεν έβρισκε γαλήνη:
από τα πέτρινα σκαλιά μέχρι τους πύργους
απλώνονταν θρήνοι
για τους περυσινούς και τους προπέρσινους
και τους παλιούς τους άγνωστους νεκρούς
ένας ψαλμός πνευμάτων
όταν ξαπλώναν στο κρεβάτι τους
και με κλειστά τα μάτια
ιστορούσαν τα προικιά του κάτω κόσμου
που πήρε νύφες κι αδελφές
στο χάλκινο κουτάλι του
να ‘χουν τα χώματα να τρων
και να χορταίνουνε την άνοιξη.

Τα κελάρια είχαν αδειάσει από κρασί και λάδι
στοίβες στις άκρες τα κουτιά κόκαλα μπερδεμένα
γυαλιστερά κρανία
που τα ξεσκόνιζαν με την ποδιά
και τα κλειδώναν πάλι.

Κι ύστερα βάζαν τα πασούμια τους
να βγουν να πάνε στις γειτόνισσες
κι ώρες να σκέφτονται:
σε ποια ωμοπλάτη ταιριάζει η κλείδα
ποιος είναι αυτός που ράγισε
και ποιος ο άλλος που άρχισε να τρίβεται
κι αργά αργά γίνεται σκόνη στο δοχείο του…

ΑΝΝΑ ΓΡΙΒΑ

 

ΡΗΜΑΞΑΝ ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΜΑΣ- ΝΤΑΛΑΡΑΣ

 

5.ΡΗΜΑΞΑΝ ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΜΑΣ

Πέτρες βγήκαν στα χωράφια στις αυλές χορτάρια
πού `ναι τώρα τα κορίτσια πού `ν’ τα παλληκάρια

Ρημάξαν τα χωριά μας μανούλα μου καλή
σκορπίσαν τα παιδιά μας σε δύση κι ανατολή

Άσε τις φωτογραφίες που καημούς ξυπνάνε
όσο και να τις κοιτάζεις δε σου απαντάνε

Ρημάξαν τα χωριά μας μανούλα μου καλή
σκορπίσαν τα παιδιά μας σε δύση κι ανατολή

ΦΩΝΤΑΣ  ΛΑΔΗΣ

 

*****

 

6.ΣΤΟ  ΧΩΡΙΟ

 

Τα σπουργίτια μπουλουκιάζουν. Χειμώνας.

Φωτεινό το δείλι έχει πάρει

όλες τις αποχρώσεις της ταπεινώσεως.

Ιμάτια λιλιά στον ουρανό.

Τα πετεινά, όπως διάβηκαν από πάνω μας,

κινούμενα σημεία της ψυχής-

προκάλεσαν σε μένα τουλάχιστον

απερίγραπτο αίσθημα συναδελφώσεως με την πλάση.

Μείνετε άδολες ώρες κοντά μου,

μείνε εσύ ζωή απαλή σαν τραγούδι

μελαγχολικών παρθένων.

Περιμένω καθώς ο καρπός στο δέντρο.

 

Νίκος Καρούζος,  «Η επιστροφή του Χριστού» (1953).

 

 

*****

 

7.ΔΙΗΓΗΣΗ  ΧΩΡΙΚΟΥ  ΣΕ  ΜΙΚΡΟΑΣΤΟ  ΝΕΟ

Τις νύχτες που ο άνεμος καθαρίζει τους ήχους
Ακούς ν’ αδειάζουν τα χωριά
Φεύγουνε οι ξωθιές κι οι αρκουδιάρηδες
Φεύγουν οι σαλεμένοι
Πίσω τους μαγεμένα ακολουθούν
Τα παιδιά μας με το φεγγάρι στα μάτια

Κι αφού διαβούν τα πέτρινα γεφύρια
Σταυρώνοντας ψηλά τα δάχτυλά τους
Στα μέρη εκείνα φτάνουν που τα λένε
Των άσαρκων η χώρα
Εκεί οι γύφτοι στήνουν τις φωτιές τους
Και με τα ντέφια τους κρατάνε τους ρυθμούς
Εκεί οι μάγισσες τ’ αγόρια ξελογιάζουν

Κι όταν του τράγου πέφτει το κεφάλι
Γυμνώνουν οι κοπέλες τα βυζιά τους
Και τα μαλλιά τους άσεμνα τα λύνουν
Τότε γεννιούνται τα παιδιά τους
Αλαφροΐσκιωτα με την τρίχα στην πλάτη
Αλαφροπάτητα μην τύχει και ταράξουν
Το δείπνο των δαιμόνων

Σαν επιστρέφουν πριν απ’ την αυγή
Έχοντας κόμπο στο μαντήλι τους δεμένο
Το μάτι του διαβόλου
Πια δε μιλούν
Κάθονται στο κατώφλι και κοιτούν
Τους τόπους που φουσκώνουν τα ποτάμια
Σ’ τα λέω αυτά κι ας μην καταλαβαίνεις
Γιατί εσύ ποτέ σου δεν ημέρεψες
Με το βλέμμα το βλέμμα του σκύλου
Όταν γυρίζει μέσα του το αγρίμι
Γιατί κι εσύ μες στις δικές σου νύχτες
Καθώς στερεύουν όλα τα κανάλια
Αυτά που δεν καταλαβαίνεις ονειρεύεσαι

Σταύρος Ζαφειρίου, Η δεύτερη πεταλούδα και η φωτιά (1992)

 

*****

8.ΟΙ ΧΩΡΙΑΤΙΣΣΕΣ ΠΛΕΝΟΥΝ ΠΟΥΚΑΜΙΣΑ

Τα πουλιά σκαλώνουν τα νύχια στα απλωμένα πουκάμισα,
στ’ απλωμένα πουκάμισα στα δέντρα ως πέρα
σαν να τα κρατάν με μανταλάκια μην πετάξουν στον αέρα.

Οι γυναίκες δένουν στα κλαριά σύρματα, σχοινιά
και με χέρια βρεγμένα απλώνουν πουκάμισα κι άλλα
που φαντάζουν από πέρα με πολύχρωμα φύλλα, μεγάλα.

Κυλάει σιγανά το νερό στ’ αυλάκι, μην χαλάσει την ειρήνη,
την ειρήνη των χεριών μες στον κίτρινο αφρό,
χλωμός αφρός απ’ τον τίμιο, φιλντισένιο ιδρό.

Τέλος της βδομάδας κι είμαι ιδρωμένος.
Τέλος της βδομάδας κι ακόμα περπατώ.
Τέλος της βδομάδας κι ήρθε το Σάββατο.

Κρέμονται τα απλωμένα πουκάμισα σαν φύλλα με δροσιά,
τα πουκάμισα του Κόλια, του Μουράτ, του Μαρτίνι.
Εγώ σιωπώ σάμπως προσμένω κάποιον να μου κρίνει.

Στη σιωπή βυθισμένος καπνίζω σαν μικρή καμινάδα,
σιωπώ και καπνίζω σαν βλέπω χωριάτισσες και κίτρινο αφρό.
Πλένουν, χτυπούνε με τον κόπανο κι αντηχεί η κοιλάδα,
Πλένουν ασταμάτητα,
τον μεγάλο τον κόσμο τον κρατούνε καθαρό.

Ντριτερό Αγκόλλι , Περπατώ συλλογισμένος , μετ: Ανδρέας Ζαρμπαλάς

 

*****

 

9.Ο ΧΩΡΙΚΟΣ

 

Όπως χυμάει ο χιονιάς στη θαλπωρή του σπιτιού

ανοίγοντας η πόρτα

ήρθε μια νύχτα του Δεκέμβρη

κι έπεσε κλαίγοντας στα πόδια του αφέντη του

λες και γονάτιζε μπροστά σε εικόνα.

 

Το δέρμα του στο χρώμα του πηλού

η μυρουδιά της κοπριάς στα ρούχα

τα χέρια σκαλισμένα σε ξύλο ελιάς

έκλαιγε κι έσκουζαν στη σκοτεινιά οι σκύλοι.

 

Ποιος ξέρει αν ζήταγε συχώρεση

για την κλεμμένη τη σοδειά ή για χυμένο αίμα

κι ήρθε σπαράζοντας ο παραγιός

μπροστά στο ξόανο το βλοσυρό

που σώπαινε σα μοίρα.

ΣΤΡΑΤΗΣ  ΠΑΣΧΑΛΗΣ

 

Χωριό μου χωριουδάκι μου – Σοφία Βέμπο

 

10.ΤΟ  ΦΤΑΣΙΜΟ

Θ βραδιάζει μέρα, ταν θ φτάνομε
στο χωριο τ᾿ ποσκιωμένα λώνια
θ φανον λευκ τ χωριοτόσπιτα
πίσω π τν πεύκων τ᾿ κροκλώνια.

Μακρι θ᾿ κούονται ρνιν βελάσματα
βραδιν καμπάνα θ σημαίνει
στ βρυσούλα βόδια θ ποτίζονται,
θ καπνίζουν φορνοι φλογισμένοι.

Θ βαθιανασαίνουμε στ διάβα μας
μυρωδι π στάχυα θερισμένα.
Θ μς εχηθον τ «καλς ρθατε»
χέρια π τν κάματο ργασμένα.

π τ κατώφλι ναμερίζοντας
το καιρο τ᾿ γκάθια κα τ χόρτα,
το κλειστο παλιόπυργου θ᾿ νοίξομε
τ βαρι τ σιδερένια πόρτα.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ  ΔΡΟΣΙΝΗΣ

 

 

*****

 

  1. ΤΑ ΧΩΡΙΑ

    Ο χάρτης αυτός διπλωμένος στα τέσσερα
    διδάσκει ονόματα και δρόμους. Αδύνατο
    να φανταστείς αναγνώστη την αλήθεια.


Και ποιος μπορεί; τα χωριά
όταν τα χτυπάει λοξά ο ήλιος
και κοιτάς από ψηλά φαίνονται ωραία.

Δε γίνεται τέτοιες στιγμές πάνω στο λόφο
να συλλογιέσαι το εισόδημα και τη σοδειά τους∙
δε γκρινιάζεις άλλο.


Πάνω σε εκτεταμένους ερειπιώνες αναγνώστη
κρατώντας όστρακα και μια μετροταινία
νοιάζεσαι γι’ άλλα πράγματα:
πού ήταν το περιτείχισμα του ερύματος
γιατί δεν υπάρχει τίποτα ρωμαϊκό
καθώς και πότε θα φάμε.


Ο χάρτης αυτός διπλωμένος στο γραφείο
δε θυμίζει πια τα χωριά που πέρασες
άλλα θυμίζει


Πάνος Θεοδωρίδης, Προσπέκτους (1977)

 

*****

 

  1. ΣΑΜΠΩΣ ΠΑΡΑΦΡΟΝΙΜΕΨΕ

 

Σάμπως παραφρονίμεψε τούτ’ τ διαβολοχώρι!

Μουϊδ ζημι σ σπαρμωδιά, μουϊδ κλεψι σ στάνη,

μουϊδ κα λεβεντοκαβγς γόρι μ’λλο γόρι,

γι να ψηλ παράθυρο, γι να κοντ φουστάνι!

 

Τ νιάτα χουν τ δίκιο τος κ’ ντρέλλα τ σκοπό της

ν τ΄ρνηθετε χωριανοί, κι ν δν σς ματαπείσω,

καθστε, ζστε φρόνιμα, πς διάταξε Δεσπότης·

φήνω γει κα πάω λλο ν βρ χωρι ν ζήσω!

ΓΕΩΡΓΙΟΣ  ΑΘΑΝΑΣ 

 

 

  1. ΤΟ ΧΩΡΙΟ


Κανείς δε νοιάζεται για το τρακτέρ
που σκόνταψε στη λακκούβα και θρηνεί
με τη μηχανή αναμμένη
το χαμό του οδηγού του,
ανάμεσα στα φανάρια να το πιστολίσει
λυτρωμό στο βάσανό του να δώσει
όπως οι άνθρωποι συνηθίζουν με τ’ άλογα
τα πληγωμένα
ή τ’ άρρωστα
κανείς δε συγκινείται.

Προβάλλοντας λίγο από τη βουνοσειρά
μια ημικυκλική κατακόκκινη μετριότητα
ο ήλιος ανήμπορος πια να ανατείλει
σε ένα μόνιμο λυκαυγές
καταδικάζει τις μέρες που μας έμειναν.

Καταμεσής του κάμπου
ο γύφτικος καταυλισμός : καραβόπανα δίχως κατάρτια.
Πού πήγε η θάλασσα, πού πήγε;
Τόσες και τόσες γεωλογικές αναστατώσεις
ετούτος ο μετασχηματισμός που μ’ αφανίζει
του τρακτέρ το παραλήρημα
κι απ’ τα περβάζια
εκθρονισμένες οι γλάστρες με το βασιλικό.

Δεν ξέρει το χωριό πως ήταν κάποτε
κοντά στη θάλασσα.

Διονύσης Μενίδης, Ρεμπέτικα, αντιμεταρρύθμιση και άλλα ποιήματα, 1979
Ηλίας Κεφάλας, Ανθολογία Σύγχρονης Ελληνικής Ποιησης
Η δεκαετία του 1980 (Ιδιωτικό όραμα), 1989

 

*****

 

14.ΚΟΜΜΑΤΙ ΕΞΟΧΗΣ

Αυτό δεν είναι κίτρινο: είναι χρυσαφί,
θαρρείς βασιλική στολή του Χινοπώρου
που φεύγει —στάσου λίγο, βλέμμα του οδοιπόρου,
να μελετήσεις την ανέλπιστη γραφή.

Κρέμονται ανάερα χίλιες γλώσσες φωτεινές,
τρίδιπλη φλόγα έχει ζωστεί το περιβόλι
που, ακόμα αμάλαγο, το βόσκουν οι τριβόλοι
με ρίζες άσπρες σαν κλωστή κι ίδια φτενές.

Τα χώματα τι νόημα κρύβουν τα νωπά;
Σε κλώνο κερασιάς πηδάει φτωχό γαρδέλι·
και δίπλα στο κιτρινοφυλλιασμένο αμπέλι
πετούμενο άλλο πού και πού φτεροκοπά.

Ώρα χρυσή μακάριας περισυλλογής
ύστερ’ απ’ τ’ άμουσα μερόνυχτα του θέρους!
Μακριά απ’ την πόλη, δίχως θέση κι ανωτέρους,
για πιο καλά, κάθομαι κάπου καταγής.

Γιώργος Κοτζιούλας

 

****

 

16.THΣ  ΕΞΟΧΗΣ

Μπορεί να τα στερώ από τίποτα αλεπούδες
αλλά μου αρέσουνε τα κούμαρα πολύ
και σκύβοντας μαζώνω σύριζα στις φλούδες
που σκάσαν από τον κορμό τον κανελή.

Μόνο ζουλάπια εδώ τρυπώνουν ή πουλάκι
που του’ λειψε η καλοκαιριάτικη τροφή.
Πήρε να βρέχει τώρα, δρόσισε λιγάκι
– το ζώδιο άλλαξε, που λένε κι οι σοφοί.

Χωρίς να με σκοτίζει εμένα για το γένι
που το ’ευχαριστώ αφήσει μια βδομάδα, τριγυρνώ
στην εξοχή μου πάλι την αγαπημένη
με το μαβί κατά το σούρουπο βουνό.

Τι να ζηλέψω απ’ τις σπουδαίες μεγαλοπόλεις
όπου πληρώνεις αρμυρά το καθετί;
Δεν ήμουν έμπορας εκεί ούτε καπνοπώλης
με τον αέρα ζούσα, τύπος ποιητή.

ΓΙΩΡΓΟΣ  ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ, Α’ τόμος των Απάντων του, ενότητα Ανέκδοτα ποιήματα 1928-1942

 

 

*Η ανάρτηση είναι της καλής φίλης και συνεργάτιδας του μπλογκ, Αγγελικής.

Single Post Navigation

9 thoughts on “Πες το με ποίηση (259ο): «Χωριό – εξοχή»…

  1. *Ίμβρο με τα επτά χωριά – Παντελής Θαλασσινός

    -Στέλιος Μαργωμένος, «Ίμβρο με τα εφτά χωριά»

    Στοιχειώσαν τα χωριά μας,
    τα σπίτια σφαλιστά…
    Γκρέμισαν τα όνειρά μας
    και φύγαμε μακριά,
    στης γης όλα τα πλάτη
    σκορπίσαμε παντού.
    Στα μάτια μας η στάχτη
    κι ερείπια του νησιού…

    Ίμβρο με τα εφτά χωριά
    ήταν η μοίρα σου βαριά!
    Αλλού σ’ είχαν ταμμένη.
    Σε είπανε Γκιοκτσέαντα,
    σ’ άλλαξαν χώρα και μιλιά,
    οριοθετημένη…

    Αφήσαμε το βιός μας
    σε κάμπους και βουνά,
    τους τάφους των γονιών μας
    για λίγη λευτεριά…
    Σταυρός στις εκκλησιές μας
    του πρόσφυγα η ψυχή,
    μα σαν φυσάει ο αέρας
    εμείς είμαστε εκεί…

    Ίμβρο με τα εφτά χωριά
    ήταν η μοίρα σου βαριά!
    Αλλού σ’ είχαν ταμμένη.
    Σε είπανε Γκιοκτσέαντα,
    σ’ άλλαξαν χώρα και μιλιά,
    οριοθετημένη…

    Ίμβρο με τα εφτά χωριά
    ήταν η μοίρα σου βαριά!
    Αλλού σ’ είχαν ταμμένη.
    Σε είπανε Γκιοκτσέαντα,
    σ’ άλλαξαν χώρα και μιλιά,
    κόρη ξενιτεμένη…

    (http://www.stixoi.info/stixoi.php?info=Lyrics&act=details&song_id=58008)

    -Κωστής Παλαμάς, «Το χωριό»

    Μικρούλι, κατακαίνουργο,
    γειρμένο στ’ ακρογιάλι,
    θα πίστευες τα κύματα
    πως μόλις το ’χαν βγάλει.
    Σα να τα σάρων’ απαλά
    θαλασσινή φρεσκάδα
    φτωχά σπιτάκια χαμηλά,
    γεμάτ’ ασπράδα.

    Απ’ το βουνό που υψώνοταν
    στα βάθη, αντικρινά του,
    θ’ αγνάντευες στης θάλασσας
    την άκρη τη θωριά του,
    σα ρούχα στη σειρά λευκά
    πὄτυχε εκεί ν’ απλώσουν
    κάποια χεράκια εργατικά
    για να στεγνώσουν.

    Ποτάμι δεν το πότιζε·
    βαλανιδιές, πλατάνια
    δεν έριχναν του ίσκιου των
    σ’ αυτό την περηφάνια.
    Μονάχ’ από καμιά μεριά
    ξεμύτιζε μυρτούλα,
    αλλού ροδιά και λυγαριά,
    και μια βρυσούλα.

    Καλοκαιριού το χρύσωνε
    ημέρα ηλιοκαμένη,
    αλλά ψυχή δε θα ’βλεπες
    μες στο χωριό να μένει,
    ούτε τραγούδι, ούτε μιλιά
    να τρέχει στον αέρα.
    Ελείπαν όλοι στην δουλειά,
    στον τρύγο πέρα.

    Μικρούλι, κατακαίνουργο,
    γειρμένο στ’ ακρογιάλι,
    βρέφος θα το στοχάζοσουν,
    μ’ ολόξανθο κεφάλι,
    οπού, γειρτό σαν το θωρεί,
    με το φιλί στο στόμα
    πηγαίνει ο ύπνος να το βρει
    και μέρ’ ακόμα.

    Και μόνο στην βασίλισσα
    της ερημιάς γαλήνη
    η θάλασσα ηχολόγαε
    γλυκά γλυκά κι εκείνη…
    Το βρέφος σου το χαρωπό
    κοιμίζεις, ω μητέρα,
    με νανουρίσματος σκοπό
    νύχτα και μέρα!

    (http://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/browse.html?cnd_id=1&text_id=1225)

    -Κωστής Παλαμάς, «Στο καλοΐσκιωτο χωριό»

    Στο καλοΐσκιωτο χωριό βρεθήκαμε μια μέρα
    τ’ αγόρια, οι κοπελούδες,
    εγώ, η μητέρα· πλούμιζαν χιονάτες τον αέρα
    του Μάρτη οι πεταλούδες.

    Στης εκκλησούλας γείραμε το πέτρινο πεζούλι
    για να ξεκουραστούμε,
    και χέρια που τα ρόζωσε σκληρά το μεροδούλι
    μας φέρανε να πιούμε.

    Τη δίψα μας την έσβησε στο ίδιο το ποτήρι
    το κρύο νερό απ’ τη βρύση,
    και μιας αυγής απόλαψες, ψυχή μας, πανηγύρι,
    και μιας δροσιάς μεθύσι.

    Χωριατοπούλες θέρισαν για μας απ’ το κηπάρι
    μυρτιές και βιόλες πλήθια,
    κι είδαμε το καμαρωτό και τ’ άσπρο πετεινάρι
    σα θάμα στ’ άλλα ορνίθια.

    Από της χλόης νοτίζεται τους δροσοσταλαχτίτες
    το γοργοπέρασμά μας,
    και μες στα κρεβατάκια τους ξυπνάει τις μαργαρίτες
    διαβάτρα η συντροφιά μας.

    Ολανθιστή η βερικοκιά και σαν τριανταφυλλένια
    κι ασάλευτα τα πεύκα·
    και νά την ολοτρέμουλη και νά την ασημένια
    κι ασύγκριτ’ είναι η λεύκα.

    Οι παπαρούνες πύρωναν το πράσινο χωράφι
    τ’ απάτητο, και οι κρίνοι
    τρέμουν τον ήλιο και κρατούν την ευωδιά, και οι τράφοι
    βλαστάρια είχαν και κείνοι.

    Βαθιά λιγνοζωγράφιστα γύρω βουνά γεράνια,
    και πέρα του ελαιώνα
    τα πυκνερά τα ισκιώματα, κι από τ’ αδρά πλατάνια
    μιαν άλλη αγνάντια εικόνα.

    Η ρεματιά κατάβαθη και απόγονη στ’ απόσκια,
    κρυψώνες και θαλάμια
    και φράχτες λυγερόηχους και δροσισμένα κιόσκια
    της πλέκουν τα καλάμια.

    Εκεί που είν’ όλα μέσα της απλόχωρα, μεγάλα,
    σα να την καίει μια λύπη
    για το νερό που το διψάει και που το χαίρουντ’ άλλα
    ποτάμια, και της λείπει.

    Και σα δεμένο το νερό ρέει το νερό μια στάλα
    σε στενεμένο αυλάκι,
    εκεί που είν’ όλα μέσα της απλόχωρα, μεγάλα,
    το δέντρο, το χαράκι.

    Και την πατάν· δεν κόβει πια το πέρασμα του ανθρώπου,
    σαν ποταμιά, σα φίδι·
    του μοναξιώτ’ είναι σκεπή, φωλιά του χαροκόπου,
    και του παιδιού παιγνίδι.

    Στη στεγνή κοίτη στρώσαμε ξεφάντωσης τραπέζι
    με μια ψυχή παιδούλα·
    στην άρπα απάνου των κλαδιών κομμάτι αγάπης παίζει
    μια μουσική πνοούλα.

    Και τρέξαν κόρες και παιδιά κι ένα κυνήγι στήσαν,
    κι ήταν ορμή χαλάστρα,
    και λύθηκαν ξανθόμακρα μαλλιά και κυματίσαν
    σα φλάμπουρα σε κάστρα.

    Οι δυο μας, η μητέρα, εγώ, σαν παραμερισμένοι
    κι από τους άλλους χώρια
    βουβά ακλουθούσαμε με μια ματιάν αφαιρεμένη
    την τρέλα την πανώρια.

    Ήταν ο νους μου εμένανε σε μιαν υδρία στου τάφου
    τα χώματα στημένη
    και που χορούς απάνω της το χέρι ενός ζωγράφου
    και νύφες ανασταίνει.

    Στην άκρη του έρμου πηγαδιού κι εσέ ηταν ο αέρας,
    κι εσέ, μητέρα, η όψη
    στην ώρα του χινόπωρου το φέξιμο της μέρας
    που η χειμωνιά θα κόψει.

    Και στο σπιτάκι πήγαμε· τα βάτα έχει για ζώνη
    και τις μοσκιές για ντύμα
    και ρίζωσε στην πόρτα του βαθιά και σκαρφαλώνει
    στον τοίχο του ένα κλήμα.

    Ήτανε κούρβουλο άχαρο γυμνό χλωρό το κλήμα,
    κάτι ξερό που ρεύει
    και δεν υποψιάζοσουν πως της ζωής το κύμα
    στα σπλάχνα του σαλεύει.

    Κι ο νοικοκύρης γέλασε και μού ειπε· «λίγο ακόμα
    και το παλιό αυτό ξύλο
    τ’ άδειο που το καταφρονάς θ’ αναστηθεί με χρώμα
    και θ’ απλωθεί με φύλλο.

    Θά ’ρθει μιαν ώρα αρίφνητος καρπός να το μεστώσει,
    μελίχλωρα σταφύλια,
    κι όλοι θα το ματιάζουνε, γειτόνοι, ξένοι, πόσοι!
    και θα τους τρώει μια ζήλια.

    Ζητώντας ο ένας θα ’ρχεται να τα μοσκαγοράσει
    και να τ’ αρπάξει ο άλλος,
    και δε θα μένει χωριανός γι’ αυτά να μην περάσει,
    κι ο πόθος τους μεγάλος.

    Όλος ο κόσμος γυρευτής· κι εγώ θα πω του κόσμου:
    «Αδέρφια μου, σταθείτε!
    Χαρά μου είναι το χάρισμα, δικός σας ο καρπός μου·
    και πάρτε κι ευφρανθείτε!»

    (http://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/browse.html?cnd_id=7&text_id=1671)

    -Αλέξανδρος Δαδάος, «ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΑΩ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ»

    Θέλω να πάω στο χωριό
    να ιδώ το σπίτι το παλιό
    γνωστούς π’ απόμειναν να βρω
    κι΄ όσους μας φύγαν να σκεφτώ

    Θέλω να πάω στο χωριό,
    στα καφενεία του να μπω
    τις σούδες του να ξαναδώ
    και τα σκαλιά του ν’ ανεβώ.

    Θέλω να πάω στο χωριό,
    στην ενορία μου να μπω,
    γριές και γέροντες να βρω,
    και σ’ όλους καθαρά να πω,
    πως ξέρω Ποιον να προσκυνώ,
    πως βρήκα τον Χριστό.

    Θέλω να πάω στο χωριό,
    στις καφετέριες να μπω,
    με νιους και νιες ν’ ανταμωθώ,
    και σ΄ όλους δυνατά να πω,
    πως βρήκα το αληθινό
    «αθάνατο νερό».

    Θέλω να πάω στο χωριό,
    Κι’ όποιον μπροστά μου συναντώ,
    για Γολγοθά και για Σταυρό,
    και για Χριστό να του μιλώ.

    Θέλω να πάω στο χωριό,
    ντελάλης του για να γενώ,
    και τον Χριστό να διαλαλώ,
    που μ’ αγαπά και αγαπώ.

    Καρέας 30.10.03

    (http://www.epean.org/dadaos/poiimata.html)

    ********************

    *Ενας μήνας στην εξοχή | Ελένη Καραΐνδρου, Ι. Τουργκένιεφ

    «Στην εξοχή της ποίησης δεν έχουνε πια στέγες τα σπίτια!»

    (Ο. Ελύτης)

    -«Θα τους δείτε το πρωί της Κυριακής
    -πηγαίνοντας για την εκκλησία-
    να πλένουν οικογενειακώς το αυτοκίνητο.
    Είναι οι άνθρωποι της πόλης που ετοιμάζονται.
    Θα βγούνε στην εξοχή.
    Θα πάνε να φέρουνε
    στο διαμέρισμα λουλούδια.»

    (Χρίστος Λάσκαρης)

    -Ο Καβάφης το 1902 έγραφε:

    «Ποτέ μου δεν έζησα στην εξοχή. Ουδ’ επεσκέφθην εξοχάς καν δια σύντομα διαστήματα, ως άλλοι. Εν τοσούτω έγραψα ένα ποίημα εις το οποίον εξυμνώ την εξοχήν, και γράφω ότι εις αυτήν οφείλονται οι στίχοι μου. Το ποίημα είναι μικρού λόγου άξιον. Είναι δε το πιο ανειλικρινές πράγμα που γίνεται· σωστή ψευτιά. Αλλά με περνά απ’ τον νου τώρα -αυτό είναι αληθής ανειλικρίνεια; Η τέχνη δεν ψεύδεται πάντα; Ή μάλλον, όταν η τέχνη ψεύδεται το περισσότερον, δεν είναι τότε που δημιουργεί και το περισσότερον; Οταν έγραφα εκείνους τους στίχους, δεν ήτο κατόρθωμα της τέχνης; (Ότι οι στίχοι δεν έγιναν τέλειοι ίσως δεν είναι συνέπεια τής ελλείψεως ειλικρινείας· διότι πόσες φορές αποτυγχάνει κανείς έχων ειλικρινεστάτην εντύπωσιν ως εφόδιον). Τήν στιγμήν που έκαμνα τούς στίχους δεν είχα τεχνητήν ειλικρίνειαν; Δεν εφανταζόμην με τέτοιον τρόπον, που να ήταν σαν τωόντι να
    έζησα στην εξοχή;».

    -Κ. Π. Καβάφης, «Σπίτι με Κήπον»

    Ήθελα νάχω ένα σπίτι εξοχικό
    μ’ έναν πολύ μεγάλο κήπο – όχι τόσο
    για τα λουλούδια, για τα δένδρα, και τες πρασινάδες
    (βέβαια να βρίσκονται κι αυτά· είν’ ευμορφότατα)
    αλλά για νάχω ζώα. Α νάχω ζώα!
    Τουλάχιστον επτά γάτες – η δυο κατάμαυρες,
    και δυο σαν χιόνι κάτασπρες, για την αντίθεσι.
    Έναν σπουδαίο παπαγάλλο, να τον αγροικώ
    να λέγει πράγματα μ’ έμφασι και πεποίθησιν.
    Από σκυλιά, πιστεύω τρία θα μ’ έφθαναν.
    Θάθελα και δυο άλογα (καλά είναι τ’ αλογάκια).
    Κ’ εξ άπαντος τρία, τέσσαρα απ’ τ’ αξιόλογα
    τα συμπαθητικά εκείνα ζώα, τα γαϊδούρια,
    να κάθονται οκνά, να χαίροντ’ η κεφαλές των.

    (Κ. Π. Καβάφης, Ποιήματα, Ύψιλον/ βιβλία)

    -Κώστας Βάρναλης, «Μεσημέρι στην εξοχή»

    Ποιo γνώρισαν της άνοιξης οι κάμποι
    λουλούδι σαν και σε ζωντανεμένο;
    σαν ποια μορφή στον κόσμο τόσο λάμπει,
    ω άστρο συ στη γη κατεβασμένο;

    Λάκα καμιά που δεν τον ασχημίζει
    αφρόπηχτος λαιμός καθάριου κύκνου
    ξυπνά χιλιάδες πόθους και κοιμίζει,
    ω λεία μυριοζήλευτη του ύπνου!
    Η μέρα, οι μυρουδιές του μάγου θύμου

    πεθαίνουνε αργά ολόγυρά σου
    μαζί με τους καημούς σου. Ω κοίμου, κοίμου!
    Γίνεται το χορτάρι σα μετάξι
    στο σώμα σου από κάτου, τα όνειρά σου
    μην τύχει, ω μην τύχει και ταράξει!

    (http://www.stixoi.info/stixoi.php?info=Lyrics&act=details&song_id=76044)

    -Κώστα Βάρναλης, «ΝΥΧΤΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΧΗ»

    Τριζοβολούν γλυκόρρυθμα μες στα παλιούρια
    Οι γρύλλοι βραδινοί τραγουδιστάδες,
    Ρολόγια, λες, κουρντίζονται μυριάδες!
    Κ’ η βυσσινιά η χαρούμενη στο θείο αεράκι,
    Τα μάγουλα που κοκκινίζει και τα μήλα,
    Κουνιέται σαν ερωτικό κορμί αμαζόνας
    Σε αστραφτερό πάνου άλογο λαυράκι!
    Και σκουριασμένος δίσκος κρασοπουλειών
    Που το φεγγάρι κρέμεται στην πολιτεία,
    Χρυσό είν’ εδώ κι ολόδροσο πανέρι ανθών!
    Κι αν μαύρ’ ήτανε και βουβή η ψυχή σου λίμνη,
    Αχάει πο νεραϊδόγελα και την χρυσώνουν ύμνοι
    Και πηλαλούν σαν Κένταυρος τα ωραία σου νιάτα,
    Καμιά νεραντζομάγουλη χωριατοπούλα
    Να ιδούν μες στα πολύσπορα, πολύθροα σπάρτα!…

    (http://kostas-varnalis-poiimata.blogspot.com/2012/11/5.html)

    -Τηλέμαχος Χυτήρης, «Της εξοχής»

    Τα σπίτια της εξοχής
    Δε χωρούν τις μυρωδιές τους
    Οι δρόμοι σκέφτονται
    Και ξαφνικά στρίβουν
    Τα ταραγμένα μυαλά
    Φοβούνται τον εαυτό τους

    Κάποιες μέρες
    Ο ουρανός κατεβαίνει χαμηλά
    Βγάζουμε τότε φτερά
    κι ονειροπετούμε

    «Δώσε μας τα χέρια σου βροχή
    και πάρε μας στην αγκαλιά σου»

    (https://hitiris.eu/poetry/poems/#p186)

  2. ΑΓΓΕΛΙΚΗ on said:

    16.ΧΩΡΙΟ

    Τραβήξαμε για το παλιό χωριό
    ανεβήκαμε στο βουνό
    μέσα απ’ το στενό χωματόδρομο
    θέα του κάμπου μαγευτική
    τα σπίτια μισογκρεμισμένα
    σχεδόν ερείπια

    σε μια γωνιά, ένας φούρνος
    αντιστέκεται ρωμαλέα στον χρόνο
    ξάφνου ακούσαμε κλαγγή όπλων
    φωνές γυναικόπαιδων
    που εξανδραποδίστηκαν

    κι ύστερα σιωπή
    συννέφιασε ο ουρανός
    όλα γύρω μαύρισαν
    ο ήλιος χάθηκε
    τα πουλιά σώπασαν

    άρχισε να φυσάει τρελός αέρας
    κι όταν κόπασε
    έπεσε μια καταρρακτώδης βροχή
    ψάξαμε όπως-όπως
    να βρούμε καταφύγια.

    Γρηγόρης Σακαλής

    *****

    17.ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ

    Το χωριό μου έχει μια μάννα
    που κλαίει τα βράδια.
    Το δάκρυ δεν στάζει
    στην ροδιά της αυλής.

    Έχει ένα σπίτι,
    τα κλειστά παραθύρια φτάνουν,
    εκεί που μιλούν τα παιδιά του.

    Πίσω από την Εκκλησιά υπάρχει ένα μνήμα,
    μπορεί και χαμογελά ακόμα ένας πατέρας.

    Το χωριό μου έχει ένα δάσος,
    να το περπατήσει κανείς δεν μπορεί.
    Ζούνε οι ρίζες.

    Κι όταν πεινάω,
    πετάω στους δυο λόφους.
    Μιλώ του βουνού μου και κλαίω.

    Δημήτριος Γκόγκας, Ξέρω έναν τόπο

    *****

    18.ΕΝΑ ΖΕΥΓΑΡΙ ΠΑΛΙΑ ΧΩΡΙΑΤΙΚΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΑΦΗΜΕΝΑ ΗΣΥΧΑ ΣΤΗ ΧΛΟΗ

    Κουρασμένα σέρνονται, δεν πάνε. Θυμηθείτε δυο
    αποχαυνωμένες σαύρες στο καυτό χορτάρι.

    Στις μισοφαγωμένες σόλες ένα σφηνωμένο χαλίκι
    δηλώνει τη μοναξιά του μονοπατιού. Ένα ίχνος
    οστράκου, τη στάθμη του ονείρου μες στ’ αλάτια.
    Των βυθών τη συμπύκνωση. Κι η γλώσσα μαραμένο
    φύλλο: πως είναι ο ταπεινότερος ψίθυρος της γης.

    Στις φτέρνες τους κρατάνε κάτι από των πουλιών
    το πέταγμα. Του θερισμού την άφωνη χαρά.
    Την ανατριχίλα από την απειλή του θανάτου.

    ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΡΑΤΙΚΑΚΗΣ, «Ποιήματα, 1984-2000», Μεταίχμιο, 2003

    Ήθελα να ‘μαι στο χωριό

    19.ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ

    Πήγε να βρει απάντηση στην υπερβολή
    Στα παράθυρα που δεν ξέρουν να εφαρμόζουν
    Στα διαβρωμένα παντζούρια
    που μαρτυρούν μια ξύλινη μνήμη

    Στο ξερακιανό χώμα μιας γλάστρας
    που έχει πάνω της δυο τσιγάρα
    σβησμένα στο περσινό καλοκαίρι
    Στο κέλυφος του πιο χοντρού σαλιγκαριού
    Στο κλειδί μιας τεράστιας πόρτας
    που έσπασε
    και το μισό έμεινε μέσα της

    Το υπόλοιπο δεμένο σ’ ένα κορδόνι
    και τόσο «έξυπνα» κρυμμένο
    κάτω από το χαλί.

    ΓΕΩΡΓΙΑ ΤΡΟΥΛΗ

    *****

    20.ΤΟ ΑΛΛΟ ΧΩΡΙΟ

    Για να λέμε την αλήθεια:
    εγώ δεν νιώθω νοσταλγία για την παιδική ηλικία που είχα
    αλλά για αυτήν που δεν είχα, για τα χρόνια εκείνα
    που δεν υπήρξαν δικά μου ποτέ ούτε και είχαν την ηλικία μου,
    για ένα πού με τόνο,
    για ένα πότε σαν ποτέ,
    για ένα χωριό που αγνοώ.
    Η δικιά μου πεθαίνει μέσα σε μένα, από μένα, μαζί μου.

    Θα πρέπει όλα να ήταν, όπως και τώρα, παράξενα.
    Θα πρέπει όλα να ήταν δίκαια
    αν τελικά η ζωή
    έχει κάποια σχέση με τη δικαιοσύνη.
    Μου λείπει ό,τι δεν έζησα
    οι τόποι που δε θα γνωρίσω,
    η αληθινή ζωή που γύρεψα
    και που δεν αξιώθηκα να βρω.

    Εγώ γεννήθηκα σε άλλο χωριό, σε άλλον κόσμο.
    Εδώ ήμουν ευτυχισμένος, στο μέτρο
    που μπορεί κανείς να είναι ευτυχισμένος εδώ.
    Όμως εγώ δεν είμαι εγώ. Πώς να το κάνουμε;
    Η πραγματική παιδική μου ηλικία δεν είναι η δική μου.

    ΧΟΥΑΝ ΒΙΘΕΝΤΕ ΠΙΚΕΡΑΣ, Μετ: Νίκος Πρατσίνης

    *****

    21. ΑΠ’ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ ΕΝΑΣ ΝΕΟΛΑΙΟΣ

    Και μια μαυρομαλλούσα κoπελιά,
    Σαν ήρθ’ ο πόλεμος ο τελευταίος,
    Χωρίσαν είκοσι χρονώ παιδιά.

    Ασπρομαλλούσα τώρα η κυρά του
    Προσμένει στο κατώφλι. Τ’ ακριβό
    Ο γιος του ήρωα έχει τ’ όνομά του
    Κι είν’ πάνω από είκοσι χρονώ.

    Ρασούλ Γκαμζάτοβιτς Γκαμζάτοφ‘’50 Σοβιετικοί ποιητές’’ (απόδ. Αντ. Στεμνής)

    *****

    22.ΛΟΓΙΑ ΕΝΟΣ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΥ ΧΩΡΙΑΤΗ

    Παιδάκια των αστών
    τι εύκολα που αριστερίζετε
    τι εύκολα που αναρχίζετε
    τι εύκολα κρατάτε για την υστερνή
    ένα φασίστα μέσα σας.

    Παιδάκια των αστών εγώ κατάφερα
    να ζω με τα προνόμια που σας δώσαν οι μπαμπάδες σας.
    Τι τίμιο βίο εσείς παιδάκια των αστών,
    μήτε παπάδες μήτε χωροφύλακες δε βγάζει η κάστα σας,
    μόνο διανοούμενους και καλλιτέχνες κι επιστήμονες.

    Τι προοδευτικά εσείς παιδάκια των αστών
    Τι ανωτέρου επιπέδου ατιμίες. Όμως
    Όμως εγώ σας ξέρω. Ελάτε
    ελάτε προς με τα κακόμοιρα
    να σας χαϊδέψω λίγο τα κεφάλια σας
    κ’ ύστερα να σας μπήξω μια κλωτσιά στα πισινά
    καθάρματα!

    Γιάννης Υφαντής, Ποιήματα Κεντήματα στο Δέρμα του Διαβόλου, 1998

    Βαλσάκι στην εξοχή-Καραΐνδρου

    23.ΣΤΗΝ ΕΞΟΧΗ

    Λιάζεται η σαύρα πάνω
    στην πυρωμένη πέτρα, στήνω αυτί
    ν’ ακούσω τι συνομιλούν, είναι όπως όταν
    πρώτη φορά ονειρεύτηκε
    η πέτρα την αναπνοή και μια παράξενη
    ραγισματιά, πρωτοφανέρωτη
    χάραξε τη στιλπνή της επιφάνεια· γυρεύω
    τα μυστικά περάσματα, κρυφούς
    κυματισμούς, γυρεύω πώς
    η σαύρα μες στην πέτρα, εγώ
    μέσα στη σαύρα, η πέτρα
    στα κατάβαθά μου, πώς
    ασύλληπτοι κυματισμοί με φέραν ως εδώ

    εδώ στην εξοχή μια σαύρα να κοιτώ
    όπως θα κοίταζε ο καθένας, ίσως φέρνοντας στον νου
    τα λιγοστά που έχει ακούσει για τα ποικιλόθερμα
    μια σαύρα να κοιτώ, δήθεν
    μισοαδιάφορα, σαν λίγο
    αφηρημένος,
    τάχα σαν άνθρωπος της πόλης που ποτέ
    δεν πάτησε ξυπόλητος μια πυρωμένη πέτρα.

    Σωτήρης Σαράκης

    *****

    24.Ο ΛΑΓΟΣ ΚΑΙ Η ΕΞΟΧΗ

    Ένας γκρίζος όρθιος λαγός,
    ακίνητος,
    τα πισινά του πόδια γαντζωμένα σ’ ένα
    χώμα,
    τα μπροστινά κρεμάμενα, βαριά,
    τ’ αυτιά του δύο –
    τεντώνονται σα λάστιχα προς τον αέρα

    «Δεν αγαπώ την εξοχή»,
    σκέφτεται ο λαγός.
    Τις νύχτες δεν κινείται.
    Και ο αέρας είναι μπλε.
    «Αχ, δεν αγαπώ πια την εξοχή».
    Τις μέρες δεν κινείται.
    Ο αέρας είναι άσπρος

    Κάποιος τον μάγεψε, θεωρεί.
    Τέτοια ακινησία!
    Έτσι, να στέκεται, βουβός,
    σαν ν’ αφουγκράζεται αιώνια την κοιλάδα…
    Δέντρα δεν βλέπει
    μα θα υπάρχουν κάπου, γύρω.
    Όμως αυτός δεν αγαπά πια δέντρα

    «Όχι, δεν αγαπώ πια την εξοχή –
    τελείωσε λοιπόν η εποχή που
    την αγαπούσα…»,
    σκέφτεται ο λαγός με χάντρες
    στις κόχες των ματιών,
    κάτω απ’ τα πόδια του -διακόσμηση- το χώμα.
    (Ταριχευμένος είναι;)

    δεν τον σκεπάζει αυτό το χώμα. Το πατά

    Τριαντατρία (2003)
    Βασίλης Αμανατίδης, Ο λαγός και η εξοχή [Από την ενότητα Ι. Παιδική ηλικία]

    ****

    25.ΤΑ ΠΡΑΣΙΝΑ ΤΗΣ ΕΞΟΧΗΣ

    Όμορφα είναι εδώ στα πράσινα της εξοχής.
    Εφαπτόμενες οι οριζόντιες ματιές μας.
    Μελώνει στο φως του δειλινού
    τα οράματα του παρελθόντος ο καημός,
    αναζητώντας το νόημα της ύπαρξης
    και την μετάνοια του χαμένου χρόνου.

    Στις κρυφές γωνίες της καρδιάς
    μακριά από το βουητό του νου,
    ψήγματα της χάριτος προσκαλούν
    να ζήσουμε τους πλούσιους χυμούς
    στο βαθύ γαλάζιο, πέρα απ’ τα πράσινα της εξοχής.

    Να ζωγραφίσουμε με τον χρωστήρα του φωτός
    την λαμπρή εικόνα μας της όγδοης ημέρας
    μέσα στους ιριδισμούς της Κοινωνίας,
    ατενίζοντας αθώοι κι έκπληκτοι
    το πνεύμα και το νερό
    να ρέει απ’ τους κρουνούς της Αγάπης.

    Ανδρέας Λίτος, Φως στην ογδόη (2009)

  3. τού Hλία Κόκλα

    Σε κακοτράχαλο βουνό, είναι κτισμένο
    ένα μικρό, αλλά πανέμορφο χωριό.
    Μοιάζουν τα σπίτια του να είναι κρεμασμένα,
    γι αυτό στο χάρτη το φωνάζουν Κρεμαστό.

    Οι κάτοικοι του είναι λίγοι αλλά ωραίοι,
    έχουν σοφία, είναι άκρως φιλικοί,
    δεν έχουν πλούτη μα παλεύουν νύχτα μέρα,
    άλλοι δουλεύοντας εδώ κ άλλοι εκεί.

    Αυτό τ όμορφο χωριό ειν’ το χωριό μου,
    εκεί μεγάλωσα κ ανδρώθηκα κι εγώ,
    οι αναμνήσεις μου πολλές μα και ποικίλες,
    μου τριβελίζουν κάθε μέρα το μυαλό.

    Αξιοθέατα πολλά δεν έχει,
    αξίζει ν αναφέρω μερικά,
    το ΤΟΥΡΚΟΚΑΖΑΝΟ, τη βρύση του ΚΑΛΛΙΑ,
    τα δυο πηγάδια του ΜΠΡΑΙΜΗ κολλητά.

    Την Κλίβανο, τον Αη Γιάννη, τις Καμάρες,
    Κάτω Πηγάδι, Στέρνα και Φράγγοσπηλιά
    και του Προφήτη Ηλία του Θεσβίτη το εκκλησάκι,
    που καμαρώνει το χωριό από ψηλά.

    Αυτό το όμορφο χωριό όμως μια μέρα,
    κάποιοι το ζήλεψαν, του βάλανε φωτιά,
    τα καταπράσινα τα δάση γινήκαν στάχτη,
    σπίτια καήκανε και γίνανε γιαπιά.

    Μια απέραντη κατάμαυρη ομίχλη,
    έχει σκεπάσει απ άκρου εις άκρον το χωριό,
    όμως ο χρόνος που γιατρεύει όλα τ άλλα,
    θα το γιατρέψει σαν αόρατος γιατρός.

    Ο Αη Γιάννης ο προστάτης του χωριού μας,
    που χρόνια τώρα ξαγρυπνά κάθε βραδιά,
    έκανε θαύμα και απέτρεψε τις φλόγες
    και δεν θρηνήσαμε γυναίκες και παιδιά.

    Εμείς που ζούμε μακριά απ το χωριό μας,
    να προσευχόμαστε να είμαστε καλά,
    στον Άγιο μας ν ανάβουμε λαμπάδες,
    να λειτουργούμε,που και που καμιά φορά.

    Κλείνοντας φίλοι μου, εύχομαι απ’ την καρδιά μου,
    το χωριουδάκι μας να γίνει όπως παλιά,
    το πευκοδάσος στου ΚΑΦΛΑ να μεγαλώσει,
    τα κτήματα μας να μας δώσουνε σοδειά.

  4. *Καζαντζίδης – Πως πονάω το χωριό μου

    -Κωστής Παλαμάς – Ένας άνθρωπος σ’ ένα χωριό

    Από τόπον άλλον ένας άνθρωπος ήρθε σ’ ένα χωριό. Το χωριό σα βυθισμένο σε λαγκάδι. Γύρω, του χωριού οι πλαγιές, τοίχοι φυλακής χλωροπράσινης.
    Και είπεν ο άνθρωπος προς τους χωριάτες:
    – Τι ωραίος και τι μεγάλος που δείχνεται ο κόσμος γύρω σας!
    Και του αποκρίθηκαν οι χωριάτες:
    – Αλήθεια! Όλο πρασινάδες μας περιζώνουν. Τα βουνά μας έχουμε, τα βουνά μας. Έχουμε και τα λιοστάσια μας. Ζούμε απ’ αυτά. Πέρα εκεί στο ριζοβούνι δυο τρεις φορές το χρόνο σταίνουμε ζωηρότατα τα πανηγύρια και γλεντοκοπούμε. Τα στρώνουμε στον ήσκιο της κουκουναριάς. Πλέκουμε στεφάνια από μυρτιές και τα φορούμε. Το μεγάλο πράσινο ζουνάρι του λαγκαδιού μας σφιχτοδένει χειμώνα καλοκαίρι. Σα σε σκάφτουμε και σα δεν οργώνουμε, το χαιρόμαστε από ρα παράθυρά μας.
    Και τους είπε τότε ο άνθρωπος:
    – Κάτι άλλο ήθελα να σας πω. Τον κόσμο γύρω σας, τον ωραίο και τον μεγάλο, δεν είναι μπορετό άνθρωποί μου, να τονέ χαρήτε από τα παραθύρια σας. Τραβάτε, σκαρφαλώστε στο βουνό, τραβάτε παραπέρα από τα πανηγύρια σας, κάτου στη ριζοβουνιά, ψηλότερα, ψηλότερα, κι ως την κορφή του φτάστε. Κι αφού φτάστ’ εκεί, τότε ρίχτε μια ματιά πλατειά, μακριά, τριγύρω σας, προς τα βαθιά και προς τα πλατιά, προς τους ορίζοντες, που δεν τους βλέπετε και δεν τους έχετε από τα παραθύρια σας. Ουρανούς, ωκεανούς, όλα τα χρώματα κι όλο το φως, την πλάση ακέριαν, ακομμάτιαστη ολόγυρά σας. Θα ιδήτε τότε κάτου, κάτου, κάτου, παράμερα, βαθιά ένα μικρό σημάδι ασπροδερό που μια λιγνή λουρίδα θα το φασκιώνη βαθυπράσινη. Και θα είναι το χωριό σας, με τα λαγκάδια του. Όμως τότε, όταν θα το ματιάσετε από μακριά μακριά, σαν κάτι λιγοστό και σαν κάτι ξένο, και σαν κάτι μακρυσμένο, τότε που θα το δήτε ολάκερο, συμμαζεμένο, σαν κάτι ζωντανό, οργανικό ή σαν μια καλοδουλεμένη ζωγραφιά με την κορνίζα της· εικόνα, που μικρούλα κι αν είναι, δε χάνει τίποτε από τη χάρη της· τότε, άνθρωποί μου, τότε που θα ξανοίξετε τη μικράδα του και την ταπεινοσύνη του χωριού σας μπρος στον ολόκοσμο, τότε μαζί θα νοιώσετε μέσα σας πιο βαθιά την αγάπη του χωριού σας. Γιατί θα δείτε πως δε μπορεί να υπάρξει χωρισμένη η πατρίδα σας· πως είναι σφιχτοδεμένη με τ’ άλλα τετράδια γύρω στο δαχτυλίδι του κόσμου· πως είναι κάτι δυσκολοξεχώριστο από τα όλα. Από την αγάπη του χωριού που δεν ξέρει και δε βλέπει ορίζοντες, που δεν ξεχωρίζει τίποτε μακριά, είναι ασύγκριτα σπουδαιότερη και καρπερώτερη η αγάπη που την πατρίδα δεν την αποχωρίζει από το παν. Είναι η αγάπη που αγαπά όχι από τα χαμηλά τα παραθύρια, είναι η αγάπη από τα κορφοβούνια.
    Τα λόγια του ανθρώπου πήρανε δρόμο στο χωριό. Κι από στόμα σε στόμα, καθώς ήτανε και δυσκολονόητα για τους καημένους τους χωριάτες, παράλλαξαν, πήρανε άλλα νοήματα. Κι από στόμα σε στόμα φτάσανε στ’ αυτιά του αφέντη που είχε το χωριό τσιφλίκι του και τους χωριάτες υποταχτικούς του.
    Και είπε με το νου του ο αφέντης:
    – Τώρα θα τους γητέψει αυτός ο πλάνος τους ανθρώπους μου. Θα τους ανάψη τον καημό για τους μακρινούς δρόμους και τον πόθο για τα ψηλά ανεβάσματα. Θα τους πάρη από τη δουλειά τους, θα τους βγάλη από τα μεροκάματα, θα τους κάμη ακαμάτηδες και ψωροπερήφανους. Αδιάφορους θα τους κάμη προς τα σπίτια τους και προς τη δούλεψή μου. Θα μου σηκώσουνε κεφάλι. Από δουλευτάδες θα μου γίνουν καταφρονητάδες. Θα μου λιγοστέψουν τα χέρια και θα μου κιντυνέψουν τ’ αγαθά μου.
    Και βροντοφώνησε προς τους υποταχτικούς του:
    – Διώχτε και γκρεμίστε τον από δω πέρα τον κακόν αυτόν άνθρωπο, τον πλάνο, τον αερολόγο, τον ατσίγγανο και τον ακάθαρτο. Θα μολέψη το χωριό μας. Δεν έχει αυτός πατρίδα, και ήρθε να μας δασκαλέψη την καταφρόνηση προς ό,τι ο Θεός μας έδωκε αγιώτερο και τιμιώτερο: Προς την Π α τ ρ ί δ α!
    Κι έβαλε τους δούλους και τον πετροβολήσανε τον άνθρωπο!..

    (Δημοσιεύτηκε στο ΝΟΥΜΑ, 25-06-1920)

    -ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΙΑΤΡΟΥ (ΒΟΣΤΩΝΗ ΑΜΕΡΙΚΗΣ), «Το Χωριό μου»

    Χωριό μου όμορφο μικρό
    χιλιοτραγουδισμένο
    τι στέκεις τώρα σκοτεινό
    βουβό και μαραμένο
    Τι γίνανε οι άνθρωποι
    που πήγαν τα παιδιά σου
    μοιάζεις με άψυχο κορμί
    έχασες τη μιλιά σου
    Κάποτε τα σοκάκια σου
    ηταν ζωή γεμάτα
    μα ότι βλέπω τώρα δα
    μοιάζουν κακά μαντάτα

    Φωνή ανθρώπου δε γρικώ
    ούτε χτυπά καμπάνα
    ούτε ενα βέλασμα αρνιού
    ούτε μωρού το κλάμα
    Δεν κελαηδούνε τα πουλιά
    δεν τραγουδούν τ’αηδόνια
    καινούργιες δεν χτίζουν άλλες πιά
    φωλιές τα χελιδόνια
    Που είναι η πρασινάδα σου
    τα όμορφα λουλούδια
    πουν’αι τα πανηγύρια σου
    τα γλέντια τα τραγούδια
    Που είναι οι κληματαριές
    οι τριανταφυλλιές σου
    τα κρίνα τα γεράνια σου
    οι αγριομηλιές σου
    Γαμπρός ντυμένος διάβηκα
    ετούτο το κονάκι
    μα όταν το αντίκρισα
    με γέμισε φαρμάκι
    Ειν’τα παράθυρα κλειστά
    κι η πόρτα κλειδωμένη
    χορταριασμένη η αυλή
    και η μάντρα γκρεμισμένη
    Που είναι εκείνες οι αυλές
    οι ασβεστοβαμένες
    που είναι και οι κοπελιές
    οι ομορφοχτενισμένες….
    …Σεργιάνι όταν βγαίνανε
    στης Κυριακής το δείλι
    γέμιζαν τα σοκάκια σου
    μ’αρώματα τ’Απρίλι
    Μα λείπουν και τ’αγόρια σου
    οι άντρες οι λεβέντες
    που πίνανε όρθιοι το κρασί
    και τρώγαν τους μεζέδες
    Γιατί όλοι σε ξεχάσανε
    χωριό μου αγαπημένο
    και είσαι τώρα ορφανό
    έρμο κι’ερειπωμένο
    Σκοτείνιασε η γειτονιά
    φεγγάρι πια δε βγαίνει
    κι’ενα πικρό παράπονο
    στα στήθια μου ανεβαίνει
    Χωριό μου !!
    Τι γίνανε οι άνθρωποι που πήγαν τα παιδιά σου….

    Μήπως κατάρα του Θεού
    σ’έβρε πολύ μεγάλη
    πες μου χωριό τι έγινε
    λύση δε βρίσκω άλλη
    Μήτε κατάρα του Θεού
    μήτε σεισμοί με βρήκαν
    μον’τα παιδιά μου φύγανε
    και έρημο μ’αφήσαν
    Η ξενιτιά μου τα’κλεψε
    τα’χει στην αγκαλιά της
    τα μάγεψε τα πλάνεψε
    και τα’κανε δικά της
    Ητανε χρόνια δύσκολα
    φτωχά και πικραμένα
    χώριζαν Μάνες και παιδιά
    και αδέλφια αγαπημένα
    Η φτώχεια δεν τα άφηνε
    μέρα καλή να δούνε
    σε ξένα μέρη έψαχναν
    την τύχη τους να βρούνε
    Σκορπίσανε στου ορίζοντα
    τα τέσσερα σημεία
    Σπάρτη Αθήνα Αμερική
    κι’ εκεί στη Γερμανία
    Φεύγαν και δε γυρίζανε
    φεύγαν σαν καραβάνια
    πέλαγο ατελείωτο
    η πίκρα κι η ορφάνια
    Την ξενιτιά την αρφανιά
    την πίκρα την αγάπη
    τα τέσσερα τα ζύγισαν
    βαρύτερα ειν’ τα ξένα
    Μα.. δε τους πέρασε απ’το νού
    λίγο να λογιστούνε
    σαν τις δικές σου ομορφιές
    στον κόσμο δε θα βρούνε
    Αλλά……
    Γιατί τους άλλους αδικώ
    κι αφήνω απ’έξω εμένα
    αφού κι εγώ σ’αρνήθηκα
    και ζω μακριά στα ξένα
    Πρέπει να φύγω μα θαρρώ
    θα μείνω λίγο ακόμα
    θέλω μέσα στις χούφτες μου
    να πάρω λίγο χώμα
    Κειμήλιο θα είναι ιερό
    στον κόρφο φυλαχτό μου
    για να θυμάμαι το μικρό
    το όμορφο χωριό μου.

    (https://www.loganikos.gr/village/poiimata-gia-to-xorio/to-xorio-mou.html)

    -Πάνου Κυπαρίσση, «Ο ΓΡΑΜΜΟΣ ΩΣ ΕΞΟΧΗ»

    Οι χαράδρες πάντα μπροστά
    με βρεγμένα εσώρουχα
    πέτρινες κνήμες και γόνατα λυπημένα

    Εδώ περνούσαν και χάνονταν
    σιδερένια πουλιά
    αφήνοντας πίσω καμμένα χωριά
    χαλάσματα της μνήμης καπνισμένα

    Κρύα κορμιά του θερισμού
    στόματα κλειστά στην Ιστορία

    Καλοκαίρι του….

    (https://www.stagona4u.gr/index.php/component/k2/item/6480-seven-poems-by-panos-kyparissis-from-stealing-the-dark)

    -Μαρία Πολυδούρη, [Σπιτάκι στην εξοχή]

    (Στὴν ἀλησμόνητη Κα Μαρία Ἁγιοβλασίτου)

    Μακριὰ ᾿π᾿ τοῦ κόσμου τὴ βοή,

    τὸ κύμα ἀγνάντια ποὺ γελᾶ,

    τῆς ἐξοχῆς κεῖ ποὺ ἡ ζωὴ

    γλυκιά, γαλήνια ἀργοκυλᾶ,

    Σὰ μιὰ ζωὴ τῆς ἐξοχῆς,

    σὰν τῆς ζωῆς παλμὸς κρυφός,

    μέσ᾿ στοὺς ἀνθοὺς κάθ᾿ ἐποχῆς,

    καμαρωτό, λευκὸ στὸ φῶς,

    ζεῖ τὸ σπιτάκι της. Ζεστὸ

    σὰ μία καλόδεχτη ἀγκαλιά,

    σὰν ἕνα στόμα γελαστό,

    χαϊδευτικὴ σὰ μιὰ μιλιά.

    Ἐκεῖ ἡ ζωή της σιωπηλὴ

    σκορπιέται γύρω καὶ περνᾶ.

    Κάθε στολίδι διαλαλεῖ

    τὴ χάρη ποὺ τὸ κυβερνᾶ.

    Κ᾿ ἡ καλωσύνη της ψυχὴ

    ἀχνὴ σὰν κρίνων εὐωδιὰ

    κι᾿ ὁ κάθε λόγος της εὐχὴ

    σὰ ν᾿ ἀνεβαίνη ἀπ᾿ τὴν καρδιὰ

    (http://annagelopoulou.blogspot.com/2016/07/konstantin-korovin.html)

  5. ΑΓΓΕΛΙΚΗ on said:

    26.ΕΝ ΥΠΑΙΘΡΩ

    Οι καιρικές συνθήκες
    ήταν ιδανικές
    για έναν περίπατο στην ακροθαλασσιά.
    Και μπάτης
    και φλοίσβος
    και ψάθινες καρέκλες στο λαϊκό καφενείο.

    Τι ήταν να σκύψει να τη φιλήσει
    έτσι σε υπαίθριο χώρο;

    Ο ήλιος ο προδότης
    του αποκάλυψε φθαρμένα δομικά υλικά
    και τι μαδέρια σπασμένα και δοκάρια ετοιμόρροπα,
    ενώ τη σκέψη του ήρθε και κυρίεψε ολοκληρωτικά
    ο Σεφέρης.

    Κούλα Αδαλόγλου, Στο μεταίχμιο (1992) [Ενότητα Ποιήματα από το 1982 ως το 1984]

    *****

    27. ΗΛΙΟΣ ΕΞΟΧΗΣ

    Όλο και συχνότερα θυμάμαι τον πατέρα
    – προχωρώντας γυρίζει κανείς πάλι στην αρχή.

    Κοιτάζω προσεκτικά το κρεβάτι όπου εκείνος
    σε μια στιγμή ξέχασε τα πάντα.
    Υπάρχει ακόμη η φόρμα του κορμιού
    το στρώμα ανεπαίσθητα
    κερδίζει ύψος, λες και σηκώθηκε μόλις τώρα.

    Κάθομαι ανάλαφρα σε μια άκρη
    – σχεδόν δίχως να το αγγίζω:
    Όλα απαράλλαχτα,
    παραλυμένα από έναν ήλιο εξοχής.

    Τι ωραία απομεινάρια σκέφτομαι, τι τίποτα
    ολάνθιστο κινήσεις!
    Έτσι απεγνωσμένα μπαίνω στο άυλο
    δωμάτιο και το αποστηθίζω τρυφερά.
    Λες κι είναι μάθημα να πω το τέλος.

    Γιάννης Τζανετάκης (*1956), Ονείρου έρως, Καστανιώτη, 1995 (Β’ έκδοση 1999)

    *****

    28. ΓΡΑΜΜΑ ΑΠ’ ΤΟ ΧΩΡΙΟ

    Ούτε τ’ αγρίμια δεν μας καταδέχονται.
    Μονάχα απόντες κατοικούν την ερημιά μας.
    Παραμεράμε σαν να μην τους γλέπουμε.
    Καντήλια φέγγουν τα συγύρια τους.
    Μετά πεθαίνουν οι γριές και φέγγουν μόνο τα χαΐρια μας.

    Θεόδωρος Ε. Παντούλας

    *****

    29. Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΧΗ

    Έτσι συμβαίνει συνήθως.
    Ξημερώνει μια Δευτέρα και κάποιος
    διαφεύγει την προσοχή.

    Βγαίνει στην κόψη του δρόμου
    περπατάει με κόπο
    κοιτάζει πίσω απ’ τον ώμο
    λες και η νύχτα τον ακολουθεί.
    Τα ρούχα του μυρίζουν ρωσική καθαριότητα
    και αλοιφή για φλεβίτη.

    Προσέχει τα περιπολικά, προσπερνά τα φαρμακεία −
    τον φοβάται τον θάνατο, κι ας αποφάσισε
    να φύγει μια και καλή.

    Τώρα βαδίζει ανάμεσα σε αγνώστους
    βήχει γελάει
    κόκκινος σαν παιδί.

    Τρίβει με πάθος τα γόνατα
    να βγάλει από πάνω τον χρόνο
    κι όλο γελάει
    όλο ψιθυρίζει
    σήμερα είναι Κυριακή.

    Απλώνει το χέρι και βρίσκεται ξαφνικά
    στα χωράφια.

    Τα σιτάρια πήραν το σχήμα του
    κορμιού του.

    ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΕΤΡΟΥ

    *****

    30. ΕΞΟΧΗ

    Ο ουρανός είναι από στάχτη,
    τα δέντρα είναι λευκά.
    Τα καμένα καλάμια
    είναι μαύρα κάρβουνα.
    Το αίμα πάγωσε
    στην πληγωμένη Ανατολή.

    Το βουνό άχρωμο χαρτί,
    είναι τσαλακωμένο.
    Η σκόνη από τις δημοσιές
    κρύβεται στα φαράγγια.
    Οι πηγές είναι θολές
    κι οι βάλτοι ακίνητοι.

    Τα κουδούνια των κοπαδιών
    αντηχούν μέσα σ’ ένα γκρίζο κοκκινωπό,
    και το μαγκανοπήγαδο
    τέλειωσε το κομπολόι τις προσευχές του.

    Ο ουρανός είναι από στάχτη,
    τα δέντρα είναι λευκά.

    Federico Garcia Lorca – Ποιητικά άπαντα. Από το «Βιβλίο ποιημάτων» (1921). Μετ: Κοσμάς Πολίτης, Εκάτη, 2011.

    *****

    31. ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ

    Τα πρόσωπα που ξεπροβάλλουν από το χωράφι,
    με ρωτούν για την επιστροφή.
    Η κραυγή μου δεν ενοχλεί το χελιδόνι
    που κουρνιάζει στο σπασμένο κλαδί. Μαύρη
    είν΄η ψυχή μου κι ο άνεμος την παρασέρνει
    στη θάλασσα να μυρίσει το αλάτι της γης.

    Ο θρύλος μου είναι θνητός.
    Κάτω απ΄το δέντρο, που μοιάζει στον αδελφό μου,
    μετρώ τ΄αστέρια των καπεταναίων.

    Thomas Bernhard, Ποιήματα (μτφρ.: Γιώργος Καρτάκης)

    *****

    32. ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΣΤΡΑΤΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ (1925)

    Θα ‘ρθει μια(ν) ώρα κι η σειρά μου.
    Mα πότε θα ‘ναι, ποιος το ξέρει;
    Mες στη βουβή την κάμαρά μου
    θα πνέει της Ανοιξης τ’ αγέρι.

    Θα παίζει μέσα στα όνειρά μου
    και μια αγαπούλα, περιστέρι,
    μ’ ένα χρυσό με τ’ όνομά μου
    δαχτυλιδάκι της στο χέρι.

    Kαι μια ρομπία στο πεζοδρόμι
    το τραγουδάκι της ακόμη
    θα λέει σ’ ένα τρελό της ήχο…

    Tόσο γλυκά, που πριν μ’ αφήσεις,
    θα λέω, Zωή, να τραγουδήσεις
    κι ήρθες τον πιο μου αλέγρο στίχο.

    ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Γ.ΚΥΡΙΑΖΗΣ

    *****

    33. ΤΑ ΠΡΟΠΑΡΟΞΥΤΟΝΑ (1950 )

    Bαρέθηκα! Bαρέθηκα! Tης πολιτείας το σάλαγο·
    της δόξας της αδιάντροπης τ’ ανάξια στεφανώματα.
    Eγώ είμαι χωριατόπουλο γερό κι αθώο κι αμάλαγο,
    μ’ ένα μικρό απ’ τα πιο μικρά και τιποτένια ονόματα.

    Kι εγώ είμαι ένα βλαχόπουλο της στάνης και της έρημου,
    με μια φλογέρα στ’ ανοιχτό, ριχτό μανικοκάπι μου,
    πότε να κλαίω στις μοναξιές τ’ ανήμερο κεντέρι μου,
    πότε να τραγουδώ γλυκά στις στρούγκες την αγάπη μου.

    ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Γ.ΚΥΡΙΑΖΗΣ

    *****

    34.ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ

    Το χωριό μου θα γίνει γνωστό
    Από μια μελλοντική μου εκστρατεία
    Έστω με το πρόσημο πλην

    Παπαστεργίου Δημήτρης, Ζωή ανδρός

    *****

    35. ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΤΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ

    παίζουνε μεγάλο ρόλο
    του χωριού τα καφενεία
    και καθένα μες στο χρόνο
    κρύβει μια ιστορία

    εκεί μέσα κουβεντιάζουν
    ζωηρά μα φιλικά
    και μπορεί ν’ ακούς τα πάντα
    μέχρι και κουτσομπολιά

    όλοι τους βεβαίως κάνουν
    πολύ μεγάλες συζητήσεις
    κάποιοι όμως ανεβάζουν
    και κατεβάζουν κυβερνήσεις

    κάποιοι πίνουν το ποτό τους
    και αισθάνονται όλοι φίνα
    και στο δίπλα τραπεζάκι
    δύο παίζουν «κολιτσίνα»

    δύο νέοι παίζουν τάβλι
    και νευριάζοντας λιγάκι
    και πιο πέρα δύο παίζουν
    το εγκεφαλικό το σκάκι

    παίζουνε μεγάλο ρόλο
    του χωριού τα καφενεία
    και καθένα μες΄ στο χωριό
    κρύβει μία ιστορία

    Βασίλης Σταυρόπουλος

  6. -Στέφανος Μαρτζώκης, Η ΕΞΟΧΗ

    Προβαίνει ο ήλιος σ’ όλη του τη χάρη
    κι από λάμψη τον κόσμο πλημμυρίζει.
    Μες στο χωράφι ατίμητο ζευγάρι
    από βόδια θωρείς να τριγυρίζει.

    Εδώ κοιτάς περήφανο μοσχάρι
    στο πράσινο σιτάρι να βαδίζει,
    εν’ άλλο εκεί γειρμένο στο χορτάρι
    και το πλατύ ρουθούνι να καπνίζει.

    Μύριες αξίνες σκάφτουνε τη γη
    κι υψωμένες στον ήλιο λαμπυρίζουν.
    Στους κάμπους βασιλεύει θεία σιγή,

    κι ενώ θωρείς τα σπίτια να καπνίζουν,
    άλλο πλια δε γροικάς τη χαραυγή
    παρά τα βόδια αγάλι να μουγκρίζουν.

    (http://dimitriosgogas.blogspot.com/2015/12/blog-post_91.html)

    -Σωτήρης Σαράκης , Στην εξοχή

    Λιάζεται η σαύρα πάνω
    στην πυρωμένη πέτρα, στήνω αυτί
    ν’ ακούσω τι συνομιλούν, είναι όπως όταν
    πρώτη φορά ονειρεύτηκε
    η πέτρα την αναπνοή και μια παράξενη
    ραγισματιά, πρωτοφανέρωτη
    χάραξε τη στιλπνή της επιφάνεια· γυρεύω
    τα μυστικά περάσματα, κρυφούς
    κυματισμούς, γυρεύω πώς
    η σαύρα μες στην πέτρα, εγώ
    μέσα στη σαύρα, η πέτρα
    στα κατάβαθά μου, πώς
    ασύλληπτοι κυματισμοί με φέραν ως εδώ

    εδώ στην εξοχή μια σαύρα να κοιτώ
    όπως θα κοίταζε ο καθένας, ίσως φέρνοντας στον νου
    τα λιγοστά που έχει ακούσει για τα ποικιλόθερμα
    μια σαύρα να κοιτώ, δήθεν
    μισοαδιάφορα, σαν λίγο
    αφηρημένος,
    τάχα σαν άνθρωπος της πόλης που ποτέ
    δεν πάτησε ξυπόλητος μια πυρωμένη πέτρα.

    (http://www.thraca.gr/2016/07/blog-post_15.html)

    -Βίκτορ Ουγκώ, Αύριο την αυγή

    Αύριο πρωΐ που η εξοχή θ’ ασπρίσει με τη μέρα,
    θα φύγω· εσύ με καρτεράς κι αυτό το ξέρω εγώ.
    Το δάσος θα περάσω αργά και το βουνό πιο πέρα·
    μακριά σου περισσότερο να μένω δε μπορώ.
    Θα φεύγω και τα μάτια μου θα τα ’χω στυλωμένα
    στη σκέψη μου· δε θα κοιτώ και δε θ’ ακούω πια,
    άγνωστος, μόνος μου, σκυφτός, με χέρια σταυρωμένα,
    θλιμμένος· και το φως για με θα ’ναι σα μια νυχτιά.
    Το δειλινό τ’ ολόχρυσο να ιδώ δε θα γυρίσω,
    κι ούτε κι ακόμα τα λευκά που παν στ’ Αρφλέρ καΐκια,
    και σαν ερθώ στο μνήμα σου θα σκύψω και θ’ αφήσω
    ένα μπουκέτο από μυρτιές κι από ανθισμένα ρείκια.

    Μετάφραση: Λάμπρος Πορφύρας

    (https://thepoetoftheuniverse.wordpress.com/category/%CE%B2%CE%B9%CE%BA%CF%84%CE%BF%CF%81-%CE%BF%CF%85%CE%B3%CE%BA%CE%BF/)

  7. ΑΓΓΕΛΙΚΗ on said:

    36. ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΘΑ ΠΑΩ

    Την Κυριακή θα πάω στην εξοχή σαν να είμαι άλλος
    Ικανοποιημένος με την ανωνυμία μου

    Την Κυριακή θα είμαι χαρούμενος –αυτοί, αυτοί…
    Κυριακή…
    Σήμερα είναι η τέταρτη μέρα της εβδομάδας μα δεν είναι Κυριακή
    Όχι Κυριακή
    Ποτέ Κυριακή

    Μα πάντα θα είναι κάποιος στην εξοχή την Κυριακή που μας έρχεται
    Έτσι περνά η ζωή
    Απαλή γι’ αυτόν που αισθάνεται
    Περισσότερο ή λιγότερο γι’ αυτόν που σκέφτεται

    Πάντα θα είναι κάποιος στην εξοχή την Κυριακή
    Όχι την δική μας Κυριακή
    Όχι την δική μου Κυριακή
    Μα πάντα θα είναι άλλοι στην εξοχή και την Κυριακή!

    Φερνάντο Πεσσόα

    *****

    37. ΕΞΟΧΙΚΗ ΟΙΚΙΑ

    Με τα βασιλικά και με τα όσπρια θα ζήσω,
    τα χέρια διπλώνοντας σε συνοχή
    παρακαλώ να κλείσει ο κύκλος μου αβρά.

    Χαμηλότερη η στέγη των δέντρων
    και το κατώφλι δυο πόντους πάνω
    απ’ τ’ ασημένια ξύλα της ακτής.

    Στο γύρισμα των ουρανών κατά τη δύση,
    χάνεις την εξουσία
    μα κερδίζει τα ραδίκια,
    το τρεχούμενο νερό.

    Βγαίνω να πάρω στον εξώστη αέρα.
    Ανάμεσα πόρτας και ορίζοντα μεσολαβεί ο θεός.

    ΑΘΗΝΑ ΠΑΠΑΔΑΚΗ

    *****

    38. Η ΕΞΟΧΗ

    Καθισμένος εκεί.
    Στην κουνιστή πολυθρόνα.
    Χλωμός, ταλαντευόμενος, καταπονημένος.
    Να με τυλίγει η γαλήνη.

    Ακούγοντας μόνο τα τιτιβίσματα των πουλιών,
    το πέταγμα της νυχτερίδας,
    τον φλοίσβο των κυμάτων, την φωνή της.

    Παίρνοντας βαθιές ανάσες
    βγάζω από μέσα μου όλη την κούραση,
    όλη την αρρώστια
    όπως η θάλασσα βγάζει τα φύκια στην στεριά
    από την κοιλιά της.

    Νίκος Φρατζέτης, Το τρένο και ο Φόκνερ

    *****

    39. ΔΕΝΤΡΟ ΚΑΙ ΠΟΙΗΜΑ ΜΑΖΙ

    Στήν ἐξοχή λανθάνει ὁ χρόνος

    Στό ἀμετάκλητα ἐξημερωμένο
    ρολόι τῆς φύσης
    τά δέντρα φτάσαν πιό νωρίς
    ἀπό ἐμᾶς στή γνώση
    πώς ὅλη ἡ κίνηση σοβεῖ
    μέσ’ στήν ἀκινησία
    τοῦ ὑλοτόμου εὐθεία
    νά διασχίσει τή σιωπή

    ἐσώτερη φυλλορροή
    τοῦ δάσους πού ἀδειάζει
    καί τόν προετοιμάζει
    νά κόψει ἀπ’ τό τέλος
    τήν ἀρχή

    τοῦ ξυλοκόπου ἐσοχή
    στό ποίημα πού ὡριμάζει
    κι ὅλο τ’ ἀλλάζει
    ἐδῶ κι ἐκεῖ
    σάν ἀκυβέρνητη κοπή

    τό ποίημα στό δέντρο
    μοιάζει
    ἔτσι πού ἀλλάζει
    ἡ ἀρχή
    καί καταλήγουν στό χαρτί
    δέντρο καί ποίημα μαζί
    σάν ἕνας πάρωρος καρπός
    πού τοῦ βαραίνει ὁ κλῶνος
    νά παραλλάσσουν τήν ἀρχή :

    Στήν ἐξοχή λαθεύει ὁ χρόνος

    ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΤΟΚΟΣ, Μεταποίηση

  8. ΑΓΓΕΛΙΚΗ on said:

    ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟΝ ΤΟΥ ΧΩΡίΟΥ
    Ι.
    Συναυλία τις μὲ φθάνει, ἁρμονία γλυκυτάτη…
    Κεφαλὰς παιδίων βλέπω, βλέπω οἴκημα σχολείου…
    Τῆς ἁμάξης σου τὸν δρόμον, ἀγαθέ μου φίλε, κράτει˙
    Ὤ, μαγεύει τὴν ψυχήν μου τὸ σχολεῖον τοῦ χωρίου!

    Συναισθάνομαι βαθείας καὶ γλυκείας συγκινήσεις,
    Ὅταν βλέπω τὰ παιδία, τάς πληθύας τοῦ σχολείου…
    Μὴ μαγεύωμαι διότι μ’ ἔρχονται αἱ ἀναμνήσεις
    Τῆς μικρᾶς μου ἀλφαβήτου καὶ τοῦ ἁγνοτάτου βίου;

    Εἶν’ αὐτὸ καὶ μόνον; Ὄχι· ὅπου ἂν σᾶς διακρίνῃ,
    Ἂν μικρά μου μετὰ πόθου ἡ ψυχή μου σᾶς θωπεύῃ,
    Εἰς χρυσῶν ἐλπίδων κόσμον ὁμοῦ αὕτη ἔνθους κλίνει.
    Καὶ ἰδοὺ ὑμῶν ἡ θέα διατὶ ἐμὲ μαγεύει.

    ΙΙ.
    Μετ’ ὀλίγους ἔτι χρόνους τὰ πτωχὰ αὐτὰ παιδία
    Εἰς τὸν δύσζηλον ἀγῶνα τῆς ζωῆς θ’ ἀποδυθῶσι,
    Ἄλλα θέλει ἀμειλίχως ἀφανίσ’ ἡ δυστυχία,
    Ἄλλα θέλει χρυσῆ μοῖρα καὶ νεότης στεφανώσει.

    Ἐὰν σήμερον τὸ ράκος καὶ τὸ δάκρ’ ᾖνε στολή των,
    Ποῖος αὔριον γνωρίζει, ἐκ τοῦ κύκλου των ὡραῖος
    Μὴ φανῇ τις αἴφνης ἥρως, στρατηγὸς τῶν ἀνικήτων,
    Δάφνη τοῦ μικροῦ χωρίου, τῆς Ἑλλάδος ὅλης κλέος;

    Ποῖος αὔριον γνωρίζει ἐκ τῆς χαρωπῆς πληθύος,
    Ἥτις σήμερον εὐφώνως ἀτακτεῖ, σκιρτᾷ, μανθάνει,
    Μὴ ἂν αἴφνης ἀνατείλῃ νοῦς διάφωτος καὶ θεῖος
    Ἄστρον τῆς καλῆς Ἑλλάδος, χρυσοῦ μέλλοντος σκαπάνη;

    Θάρρος, φίλοι μου˙ ὁ κόσμος εἶνε μοῖρα τῶν κρειττόνων
    Κ’ ἤρχισαν πολλάκις οὗτοι τὴν ζωήν των ρακενδύται…
    Αὔριον οἱ ἄνδρες ὅλοι κλίνουσι διὰ τὸν χρόνον
    Κ’ ἡ πατρὶς αὐτῆς ἡγέτας καλεῖ σας. Ἐτοιμασθῆτε!

    ΙΙΙ.
    Ὁ Θεός γλυκὺς φρουρός της, ὁ Θεὸς νὰ εὐλογήσῃ
    Τὴν καρδίαν, ἥτις ἦλθεν ὡς ἡγέτης τοῦ σχολείου,
    Καὶ φωτίζει τὰ παιδία καὶ ὡς ὄρνις περιπτύσσει.
    – Πῶς λατρεύει ἡ ψυχή μου τὸ σχολεῖον τοῦ χωρίου!

    ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ (Πάτρα, 1845 – Αθήνα, 1877)

Σχολιάστε