Λόγος Παράταιρος

«Παράταιρος ο λόγος ο δυνατός/ μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει» (Γ. Ρίτσος)

Πες το με ποίηση (199ο): «28 Οκτωβρίου 1940 – στρατιώτης»

 

  1. ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ, «ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΓΙΟΣ (1940)»

 

Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε

κι η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος να στέκει ο γιος της,

μπρούντζος, χιόνι και σύννεφο. Κι αχολόγησε η Πίνδος

σαν να ’χε ο Διόνυσος γιορτή. Τα φαράγγια κατέβαζαν

τραγούδια κι αναπήδαγαν τα έλατα και χορεύαν

οι πέτρες. Κι όλα φώναζαν:

«Ίτε παίδες Ελλήνων…»

Φωτεινές σπάθες οι ψυχές σταύρωναν στον ορίζοντα,

ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν.

 

Κι οι μάνες στα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ’ ανέβαιναν.

Με την ευκή στον ώμο τους κατά το γιο πηγαίναν

και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες

κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους

κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε,

κι αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα

κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες τα σύννεφα

χανόταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ’ την άλλη.

           

 

 

 

  1. ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, «ΕΛΛΑΔΑ»

(Οχτώβρης 1940)

 

Ακέρια η γης εσείστηκε κι εβρόντηξε όλη η πλάση –

μια φούχτα άνθρωποι ανίσκιωτοι, μες σε μια φούχτα τόπο,

κάτι σπασμένα μάρμαρα, κάτι φαρδιά πλατάνια,

μόνο μπαρούτι τους το φως και σκάγια τους οι ελιές τους

και δίπλα τους η Παναγιά, κι η Λευτεριά μπροστά τους

να φέγγει απ’ το βαθύ καημό κι απ’ τα πορτοκαλάνθια.

 

Κι εκεί, στου δρόμου το σταυρό, στο μυστικό δαφνώνα,

να οι Θερμοπύλες έτοιμες, να και το Εικοσιένα,

όρθια τ’ αλέτρια κι οι πηγές, όρθιοι κι οι αποθαμένοι,

η Ελλάδα η μυριοπίκραντη με τα γαλάζια μάτια,

μ’ ένα σταμνί στην κεφαλή, μ’ ένα σπαθί στο χέρι,

κι απάνου στο χωμάτινο σπασμένο κεραμίδι

δυο καρβουνάκια κόκκινα κι ένα κουκκί λιβάνι,

η φλόγα της καλής αντρειάς, του δίκιου ο δυναμίτης –

κι ακέρια η γης εβρόντηξε κι ο κόσμος εφωτίστη.

           

 

 

 

  1. ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ, «28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ»

 

Σειρήνα που στριγγά σκούζεις, σκληρίζεις πάλι,

σαν κουκουβάγιας θρήνος λάλησες αυγή.

Σ’ ενός πρωινού σε πρωτακούσαμε τη ζάλη

και πέντε χρόνια ακέρια έχουν βγει.

 

Κίνησαν τότε κατ’ εμάς τα εκατομμύρια

κι οι λόγχες που θα μας τσακίζαν τα πλευρά,

μα δεν αργήσαν ν’ ακουστούν τα νικητήρια

με το δικό μας τον «αέρα!» βροντερά.

 

Γεια σας, της Αλβανίας απλόκαρδοι φαντάροι,

που ανήξεροι νικήσατε όλα τα στοιχειά

και που χωρίς νεφέλη δόξας να σας πάρει

δε θα ’χετε ποτέ απ’ το έθνος αστοχιά.

 

Γεια σας κι οι κουβαλήτρες, οι παλληκαρούδες

γυναίκες απ’ την Πίνδο, η ρίζα κι η ψυχή,

θα’ χουν να λεν οι νιοι σα γίνουνε παπούδες

για κείνο το κατόρθωμά σας στην αρχή.

 

Γεια σου, ήρωα στρατέ, γεια σου λαέ πατριώτη,

που ενώ στην άκρη σ’ είχαν φέρει του γκρεμού,

στερεώθηκες στη γη και τίναξες την πρώτη

κλωτσιά του απάνθρωπου, υπερόπτη Φασισμού.

           

 

  1. ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΚΙΠΗΣ, «28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ»

 

Μπρος στα χαλύβδινα άρματα ολοένα

των τυράννων που ερήμωση σκορπίζουν

έθνη – μικρά ή μεγάλα – τρομαγμένα

σαν ανεμόδαρτα κλαριά λυγίζουν.

 

Εσύ μονάχα, Ελλάδα, την ωραία

την κεφαλή σου υψώνεις. Τα παιδιά σου,

όπως στα χρόνια των Περσών τ’ αρχαία,

παίρνουν φτερά, πετούν στα σύνορά σου.

 

Και ξάφνου ο χρόνος όλος, που τη φρίκη

της συντριβής σου τρέμει, χαρμοσύνων

στροφές ακούει παιάνων για τη Νίκη –

τη νίκη των ασύγκριτων Ελλήνων.

 

Ω, χαίρε, χαίρε, Ελλάδα δοξασμένη

στα Μεσολόγγια και στους Μαραθώνες.

Σύμβολο τ’ όνομά σου ήταν και μένει

της Λευτεριάς ανάμεσα στους αιώνες!

           

 

 

  1. ΧΑΡΗΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ, «28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ»

 

Ποιος ειν’ ο γίγαντας λαός, που η μπόρα δεν τον σκιάζει

κι από το μόχτο ορθώνεται κι ορμά μες το χαλάζι;

 

Τον βλέπω, φτάνει απ’ τα νησιά τα θαλασσοδαρμένα

θολό ποτάμι απ’ τα βουνά χυμάει τα χιονισμένα.

 

Τ’ αλέτρι του καταμεσίς κάτω στον κάμπο αφήνει.

Την ήσυχη πετά ζωή και τ’ αργαστήρι κλείνει.

 

Κι ορμά φωτιά μες τις φωτιές με στέρεο βήμα αντρίκιο

για της πατρίδας την τιμή, για λευτεριά, για δίκιο.

 

Της Πίνδου αστράφτουν οι κορφές, βροντά τ’ αστροπελέκι.

Τα στήθια ηφαίστεια γίνονται, χαμός τ’ απλό ντουφέκι.

 

Εδώ η ψυχή μας άναψε, γιγάντια καίει λαμπάδα

για σε, ακριβή μας Λευτεριά, για σένα, Ελλάδα, Ελλάδα.

           

 

 

  1. ΓΙΑΝΝΗΣ Π. ΤΖΗΚΑΣ, «ΟΧΤΩΒΡΗΣ 1940»

 

Ήταν η μέρα εικοσιοχτώ

του Οχτώβρη του Σαράντα

κι ήταν της μοίρας μας γραφτό

στο νου μας να γραφτεί για πάντα.

Τη μέρα αυτή την ιερή

ζητούν να μπουν οι Ιταλοί

να πάρουν την Ελλάδα.

«ΟΧΙ!» φωνάζει ο λαός

και σειέται ο πάνω κόσμος

«ΟΧΙ!» φωνάζει κι ο στρατός

και τρέμει ο κάτω κόσμος.

Ορμούν οι Έλληνες μπροστά

σαν τίγρεις, σα λιοντάρια

ακλοθούν αντρίκεια, ηρωικά

κλεφτών κι αρματολών τα χνάρια.

Και πα στις Πίνδου τις κορφές

σε διάσελα, σε ρουμάνια

της νίκης ακούστηκ’ ιαχή

να σκίζει τα ουράνια:

«αέρα! αέρα! αέρα!»

την πήρε ο άνεμος μακριά

την πήγε πέρα ως πέρα.

Και μες στους πάγους, στο χιονιά

στήσαν χορό της λευτεριάς

του Διάκου τα εγγόνια

χαρίσαν στους κατοπινούς

δόξα, τιμή αιώνια!

           

 

 

 

  1. ΗΛΙΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ, «ΕΛΛΑΔΑ 1940»

 

Τι εποχή εκείνη του Σαράντα!

 

Έβρεχαν άστρα οι ουρανοί

και χύνονταν από χιλιάδες στόματα

το χρυσάφι των λέξεων

 

Τα παλικάρια γράφανε στα μέτωπα

τα πιο ωραία ποιήματα

 

Δεν υποτεύονταν

πως ήταν μια παρένθεση

ένα παιχνίδι στον καθρέφτη των νερών

μια λάμψη μόνο που άλλαζε

τα βάτα σε σμαράγδια και τριαντάφυλλα

Ασύνορη ήταν η ζωή

Ουρανοδρόμοι της ελπίδας

σημαδεύαν όνειρα

γράφαν πρωτάκουστα ποιήματα

με λέξεις βόλια λέξεις πυρκαγιές

λέξεις φιτίλια στους αστερισμούς

του στίχου.

           

 

  1. ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό 

της Αλβανίας»  (απόσπασμα)

 

Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Μια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του·
Βγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Και το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα…
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι
Καβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Κι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Οι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Εκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά,
Εκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!

………………………………………….

Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του,
Με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά,
Και με το κράνος του – γυαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μεσ’ στο μυαλό
που δεν γνώρισε κακό ποτέ του)
Με τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Και την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του.
-Φωτιά στην άνομη, φωτιά!
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Τα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε

Ύστερα λυώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Το κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Και το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο,
Και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας.
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν.
Γιατί να κλάψουν
Ήταν γενναίο παιδί! 

 

 

 

            9.      ΣΑΡΑΝΤΟΣ ΠΑΥΛΕΑΣ, «ΟΙ ΧΙΟΝΙΣΜΕΝΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ»

 

Κι αν ακόμη μπορούσαμε να λησμονήσουμε μια μέρα

πως μέσα μας κυκλοφορούν οι Μαραθωνομάχοι μας

κι οι Σαλαμινομάχοι μας, κι αν ακόμη σκοτεινιάζαμε

τη μεγάλη κατατρόπωση των Μήδων από τους Λακεδαιμονίους

Έλληνες στην περίφημη μάχη των Πλαταιών μας, έχουμε

να θυμηθούμε, να θυμόμαστε τους πατέρες μας και τους πάππους μας

που κίνησαν στο Σαραντάπορο και στο Σκρα, στα Γιαννιτσά,

στα Γιάννενα και στο Κιλκίς και στο Λαχανά.

 

Κι ακόμη μπροστά μας έχουμε τους κρυοπαγημένους μας

στρατιώτες, που έχασαν τα πόδια τους στ’ Αλβανικά βουνά,

για να μπορούμε να περπατούμεν εμείς το δικό μας, το τέλειο

περπάτημά μας ελεύθερον από το σκυμμένο βάδισμα

της κάθε ξένης υποτέλειας.

 

Κι εκείνους έχουμε τους χιονισμένους μας στρατιώτες

της Αλβανίας. Δε γύρισαν εκείνοι στη γαλάζια μας πατρίδα,

για να ντυνόμαστε οι μεταγενέστεροι εσείς κι εμείς

το ηρωικό τους το παράδειγμα καθώς ένα επανωφόρι

για τον κάθε χειμώνα των γεγονότων μας ζεστό και καθαρό,

ζεστό, πολύ ζεστό και καθαρό,

για να νικούμε πάντοτε όρθιοι τον κάθε δύσκολο καιρό.

           

 

 

  1. ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ, «Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ»

 

Σ’ όλη μου τη ζωή, ήμουν στον πόλεμο.

Μέσα σε χαρακώματα, γιομάτα βροχή

όταν έβγαινε ο ήλιος. Τη νύχτα, περνούσα ποτάμια.

Στο ένα μου χέρι, στο ένα μου πόδι, στο μέτωπο, επίδεσμοι.

Στο άλλο μου χέρι, στο άλλο μου πόδι, στο στήθος μου, λάσπες.

Στα μάτια μου, μόνο σιωπή και παράπονο.

Στα χείλη μου ανάμεσα ένα τριαντάφυλλο

κι απ’ αυτό, κρεμασμένο, σαν ένας γυλιός

με τα υπάρχοντα όλης μου της ζωής εδώ κάτω,

            ένα χαμόγελο.

 

 

*Όλα τα ποιήματα είναι από το βιβλίο, «Σύγχρονη σχολική ανθολογία», των Γιάννη Τζήκα – Τάσου Γούκου, εκδ. ΑΤΡΑΠΟΣ

 

 

Single Post Navigation

4 thoughts on “Πες το με ποίηση (199ο): «28 Οκτωβρίου 1940 – στρατιώτης»

  1. Χαίρε, Γιάννη!!!
    Ωραία ποιήματα. Νομίζω ότι οι προβληματισμοί του Μόντη είναι όλα τα λεφτά (στα δικά μου).

    *

    1. ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ

    Χρειάζονται οι στρατιώτες
    για να φυλάνε τα σύνορα.
    Τα σύνορα χρειάζονται για να υπάρχουνε
    οι στρατιώτες.

    Τα σύνορα και οι στρατιώτες
    για να
    μην αφήνουν
    να κάνουν τη δουλειά τους
    οι νόμοι
    του Ήλιου κι η Ποίηση.

    ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

    Ο ΜΙΚΡΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ – ΝΙΚΟΣ ΞΥΛΟΥΡΗΣ

    2. ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ

    Γιατί πάντα αυτός ο ρωμαλέος,
    γιατί πάντα αυτός ο γενναίος πολεμιστής
    ν’ αντιπροσωπεύει τον Άγνωστο Στρατιώτη;

    Υπάρχουν κι άλλοι πιο δειλοί, πιο αδύνατοι
    με πιο ρυτιδωμένα μέτωπα
    με μια πικρή σκέψη στο βλέφαρο
    με πολλούς υπολογισμούς πίσω απ’ τη σκανδάλη.

    Δε μας κάνουν αυτοί
    δε γίνονται αγάλματα αυτοί;

    ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ

    ***

    3. ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ
    Ι
    V
    Σειρά όλες οι μάχες: του Κιλκίς και του Λαχανά
    και της Κρέσνας και της Τσουμαγιάς
    και του Πέτσοβου και του Νευροκοπίου
    και της Μόροβας και της Κορυτσάς
    και της Κλεισούρας και της Πρεμετής
    και του Ελ Αλαμέιν και του Ρίμινι
    και του Σαγγαρίου και του Αφιόν Καραχισάρ.
    Καμιά δε λησμονήθηκε.

    Και πόσο προνοητικά προγραμματίστηκε χώρος
    και για τις άλλες που θα επακολουθήσουν,
    να τις διαβάζουν κι αυτές οι ζώντες εν καιρώ,
    να τις καλύψει κι αυτές το ύπερθεν ενθαρρυντικό απόφθεγμα
    να τις καλύψει κι αυτές τ’ άγαλμα του νεκρού Σπαρτιάτη.

    ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ

    ***

    4. ΜΝΗΜΕΙΟ ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ

    Γιατί δεν υπάρχει «άγνωστος βασιλιάς»,
    γιατί δεν υπάρχει «άγνωστος πρωθυπουργός»,
    γιατί δεν υπάρχει «άγνωστος στρατηγός»
    κ’ υπάρχει μονάχα «άγνωστος στρατιώτης»;
    Πώς δε χάθηκε κι εκείνων η ταυτότητα;

    […]
    Αυτό το «άγνωστος στρατιώτης» δεν το καταλαβαίνω.
    Είναι γνωστός, γνωστότατος,
    ρωτήστε τη μητέρα του
    κι αφήστε τα γελοία επιγράμματα,
    ρωτήστε τη μητέρα του
    και γράψτε ένα δισεκατομμύριο ονόματα στα μνημεία σας.

    […]
    Γιατί τόσα Μνημεία στον Άγνωστο Στρατιώτη
    κι ούτ’ ένα στον Άγνωστο Άνθρωπο;
    Εμείς πού θα βάνουμε τα στεφάνια μας;(Στιγμές)

    […]
    Κ’ ένα μνημείο στον Ακούσιο Στρατιώτη,
    κύριοι,
    ένα μνημείο στο στρατιώτη που ακούσια πολέμησε,
    που ακούσια σκότωσε,
    που ακούσια σκοτώθηκε.

    ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ

    ΟΙ ΓΕΡΑΝΟΙ – ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΖΟΡΜΠΑΛΑ

    5. ΟΙ ΓΕΡΑΝΟΙ

    Στιγμές στιγμές θαρρώ πως οι στρατιώτες
    που πέσανε στη ματωμένη γη
    δεν κείτονται θαρρώ, κάτω απ’ το χώμα
    αλλά έχουν γίνει άσπροι γερανοί

    Πετούν και μας καλούν με τις κραυγές τους
    απ’ τους καιρούς αυτούς τους μακρινούς
    κι ίσως γι’ αυτό πολλές φορές σιωπώντας
    κοιτάμε τους θλιμμένους ουρανούς

    Πετάει ψηλά το κουρασμένο σμάρι
    στης δύσης τη θαμπή φεγγοβολή
    και βλέπω ένα κενό στη φάλαγγά του
    και είναι ίσως η δική μου η θέση αυτή

    Θα ‘ρθεί μια μέρα που μ’ αυτό το σμάρι
    στο μέγα θάμπος θα πετώ κι εγώ σαν γερανός
    καλώντας απ’ τα ουράνια
    όλους εσάς που έχω αφήσει εδώ

    Ρώσικο τραγούδι (απόδοση Γιάννης Ρίτσος)

    «Μάνα θα τους περιμένει», Μαρινέλλα

    6. Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ

    Αν πεθάνω, μόνο αυτό σκέψου για μένα:
    Πως υπάρχει κάποια γωνιά σε ξένη γη
    Που είναι Αγγλία για πάντα…
    Κι αν σκοτωθώ, αυτή σου η σκέψη μου ταιριάζει
    Υπάρχει κάπου μια γωνιά, σε ξένη γη, που’ ναι για πάντα Αγγλία.

    Εκεί θε να σκεπάζει χώμα ακριβό μια χούφτα σκόνη πιο ακριβή.
    Στη σκόνη αυτή έδωκε πνοή η Αγγλία μητέρα,
    τ’ άνθη της ν ’αγαπά και δρόμους να χαρεί.
    σάρκα εγγλέζικη ρουφά Εγγλέζο αέρα,
    πάτρια νερά λουσμένη κι ήλιους καθαρή.

    Κι αυτή η καρδιά, σκέψου, καθάρια από κακία,
    του αιώνιου νου παλμός, ακέραιη την έννοια
    ανταποδίδει, της Αγγλίας δώρο αγνό.

    Ήχους κι εικόνες όνειρα μέρα γλυκεία,
    το γέλιο, φίλων δίδαγμα, και την ευγένεια,
    καρδιά εν ειρήνη, κάτω απ’ αγγλικό ουρανό.

    Rupert Chawner Brooke Ράγκμπι-Αγγλία 3 Αυγούστου 1887, Σκύρος-Ελλάδα 23 Απριλίου 1915

    ***

    7. ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ

    Καθώς το είχε ποθήση στα τραγούδια του:
    Σ΄ ένα νησί των μύθων, πεθαμένο
    Τον φέραμε, μια νύχτα φεγγαρόφωτη,
    Του στρατιώτη τη στολή ντυμένο.
    Το φέρετρο σηκώναμε, πλατόχερα
    Κρατώντας στους αδελφικούς μας ώμους.

    Ανάμεσα στους βράχους τους αθάνατους
    Δαυλοί αναμμένοι φώτιζαν τους δρόμους.
    Ήμασταν σαν ευτυχισμένοι, νοιώθοντας
    Μεσ’ απ’ το φέρετρό του μια φορά ακόμα,
    Σαν ν’ άγγιζε σε κάθε του ανασάλεμα
    Τα σώματά μας στο δικό του σώμα.

    Δυο λιανοκλάδια μόνο ενός ξερόδεντρου
    Για σταυρό τάδεσαν οι σύντροφοί του,
    Κι’ αντί μελάνι πήραν πίσσα κ’ έγραψαν
    Σ’ ένα σανίδι την επιγραφή του.
    Με θλιβερή σιωπή τον ξενυχτήσαμε
    Και φύγαμε όταν χλώμιαναν τα σκότη.

    Του αφήσαμε τη θάλασσα για φίλη του
    Στο ταπεινό το μνήμα του στρατιώτη.
    Κι όταν μας έρθη πάλι η ειρήνη θεόσταλτη
    Με τη γλυκεία της δύναμη και χάρη,
    Θα πάμε στο νησί να τον ξαναύρωμε
    Κάτω απ’ το μούσκλι, κάτω από το χορτάρι.

    Αλίμονο! Ο καιρός, ως τότε, απόνετος
    Μπορεί νάχη αποσβύση τα σημάδια
    Του τάφου του- κι εμείς αναζητώντας τον
    Του κάκου θα γυρνούμε αυγές και βράδια.
    Τι τάχα! Κι’ αν τον τάφο του δε βρούμε,
    Πιο πολύ ακόμα θα τον αγαπούμε.

    Emile Verhaeren (έγραψε το ποίημα αφού διάβασε το γράμμα ενός συντρόφου τού Άγγλου Rupert Brooke, για την ταφή του στη Σκύρο.)
    Μτφρ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ, Πύρινη Ρομφαία. σ. 69

    ΜΑΡΙΝΕΛΛΑ – ΔΥΟ ΠΑΙΔΙΑ ΑΠ’ ΤΟ ΒΡΑΧΩΡΙ

    8. Άκου, Θεέ… καμμιά φορά στην ζωή μου
    Δέν έχω μιλήσει μαζί Σου, αλλά σήμερα
    Θα ήθελα να Σου πω «γειά σου».
    Γνωρίζεις ότι από τα παιδικά μου χρόνια πάντοτε μου έλεγαν
    Ότι δεν υπάρχεις, και εγώ, ο ανόητος, τούς πίστευα.

    Ποτέ δεν έχω συλλογιστεί για την δημιουργία Σου.
    Αλλά μόλις αυτήν την νύκτα πρόσεξα
    Από έναν κρατήρα, που άνοιξε μία βόμβα καθώς έσκασε,
    Τον ουρανό με τα αστέρια από πάνω μου.
    Ξαφνικά κατάλαβα, καθώς θαύμαζα τα άστρα που λαμπύριζαν,
    Πόσο σκληρή μπορεί να είναι μία απάτη.

    Άραγε, Θεέ, θα μου δώσης το χέρι Σου;
    Σου τό λέω γιά νά μέ καταλάβης.
    Δέν είναι περίεργο που μέσα στην φρικτότερη κόλαση
    Το φως μου αποκαλύφτηκε έξαφνα και Σέ είδα;
    Δέν έχω τίποτε να πω πέρα από αυτό.
    Μόνο ότι είμαι ευτυχισμένος που Σε είδα.

    Τα μεσάνυκτα θα αρχίσουμε επίθεση.
    Αλλά δεν φοβάμαι – Μας κοιτάζεις από πάνω.
    Το σήμα. – Λοιπόν, πρέπει νά πηγαίνω.
    Είναι ωραία να είμαι μαζί Σου. – Θέλω επίσης να πω
    Ότι, ὅπως γνωρίζεις, η μάχη θα είναι φονική,
    Και ίσως, αυτήν ακριβώς την νύκτα θα κτυπώ στην πόρτα Σου…

    Και έτσι, παρότι μέχρι τώρα δεν ήμουνα φίλος Σου,
    Θα με αφήσεις να μπω, όταν έλθω σε Σένα;
    Μα, φαίνεται ότι κλαίω… Θεέ μου, βλέπεις
    Τί μου συνέβη, τά μάτια μου έχουν ανοίξει.
    Γειά σου, Θεέ μου – Φεύγω. Καί είναι εντελώς απίθανο ότι θα επιστρέψω.
    Τί παράξενο – αλλά τώρα δεν φοβάμαι τον θάνατο.

    Αλεξάντερ Ζατσέπα

    Ο Ναπολιτάνος – Μαρινέλλα

    9. ΟΙ ΚΟΥΚΛΕΣ

    «Όποτε ντύνουμε μαζί τις κούκλες μου, μανούλα
    Γιατί τις φτιάχνεις έτσι εσύ
    Να μοιάζουν με γενναίους στρατιώτες
    Που αληθινούς ποτέ δεν έχω δει
    Και όχι σαν κυρίες ευγενικές
    Όλο φορέματα, μπούκλες και κρινολίνα
    Όπως ο κόσμος ντύνει των μικρών του κοριτσιών τα φιγουρίνια;»

    Αχ, γιατί τότε δεν απάντησε πως μόνη αιτία είναι ότι
    «Πάντα στο νου της η μαμά σου, έναν γενναίο έχει στρατιώτη
    Στρατιώτης ήταν ο μπαμπάς σου
    Το όνομά του δεν μπορώ να σου το πω
    Δεν είναι αυτός που μένει σήμερα κοντά σου
    Μα ένας άλλος που πολύ τον αγαπώ».

    Τόμας Χάρντυ (1840-1928) μτφρ. Λητώ Σεϊζάνη

    Σοφία Βέμπο (Παιδιά της Ελλάδος παιδιά)

    10. Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ

    Ο καλός στρατιώτης
    Πάντα έτρωγε χωρίς πιρούνι
    Τους καλούς τρόπους ευγενείας
    Τους είχε μόνο για τον πόλεμο.

    Ο καλός στρατιώτης
    Τις εντολές εκτελούσε σιωπηλός
    Αλλά τις νύχτες στη σκοπιά του
    Έπιανε κουβέντα με το φεγγάρι.

    Ο καλός στρατιώτης
    Πάντα πυροβολούσε τις λέξεις
    Όταν όμως έπεφτε σιωπητήριο
    Ξέθαβε νεκρά ποιήματα.

    Ο καλός στρατιώτης
    Μάθαινε το ρυθμό του βηματισμού
    Μα σαν έμπαινε η άνοιξη
    Παραπατούσε από έρωτα.

    Ο καλός στρατιώτης
    Σκότωνε κάθε μέρα το χρόνο
    Και τη στιγμή που απολύθηκε
    Νόμιζε πως είχε πεθάνει.

    Γιώργος Γκανέλης , «ΕΚΤΟΣ ΕΑΥΤΟΥ»

    Βασίλης Παπακωσταντίνου – Ο Στρατιώτης

    11. Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ

    Του ‘παν: θα βάλεις το χακί
    θα μπεις στην πρώτη τη γραμμή
    και ήρωας θα γίνεις

    Εκείνος δεν μιλάει πολύ
    Του ‘ναι μεγάλη η στολή
    και βάσανο οι αρβύλες

    Το εμβατήριο που του ‘μαθαν να λέει
    είναι μονότονο και του ‘ρχεται να κλαίει

    Δεν του ‘γραφε ποτέ κανείς
    τις νύχτες ξύπναγε νωρίς
    και μίλαγε για λάθος

    Μια μέρα έγινε στουπί
    πέταξε πέρα το χακί
    και έκλαψε μονάχος

    ΚΩΣΤΟΥΛΑ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ

    ΔΕΚΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΚΙ ΕΝΑΣ ΛΟΧΑΓΟΣ – ΑΡΛΕΤΑ

    12. ΠΕΝΤΕ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ (1963)

    Πέντε στρατιώτες ξεκινήσανε
    το βουνό να βάψουν, ξεκινήσανε
    το βουνό να βάψουν, σταματήσανε
    το βουνό το βάψαν, κοιμηθήκανε.

    Πέντε στρατιώτες κοιμηθήκανε
    το βουνό τους τρώει, θυμηθήκανε
    το βουνό τους πίνει, ονειρευτήκανε
    το βουνό τους φτύνει, διαλυθήκανε.

    Πέντε στρατιώτες διαλυθήκανε
    το βουνό ανθίζει, ονειρευτήκανε
    το βουνό χιονίζει, κοιμηθήκανε
    το βουνό στενάζει, αγαπηθήκανε.

    Μάνα…. Μάνα…. Μάνα….
    Πέντε μάνες, μάνες, μανούλες…

    ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

    ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΑΛΑΡΑΣ – Ο ΠΑΛΙΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ

    13. ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΜΕΤΑΝΟΊΑΣ

    Όταν του ζήτησε ο στρατιώτης Ακριβόπουλος
    Γεώργιος, χωρίον Κέδρος Θεσσαλίας,
    να γράψει για λογαριασμό του
    γράμματα μετανοίας στο χωριό, τινάχτηκε.

    Κι ο στρατιώτης Ακριβόπουλος Γεώργιος,
    παλιός κατάδικος σε θάνατο, πρόωρα γερασμένος
    από έξι χρόνια στο βουνό, με τη μισή του φαμελιά
    ξεκληρισμένη, τού ’πε κλαίγοντας:

    «Εσύ θα μπόραγες να τ’ αλαφρώσεις λίγο».
    Τότε,
    πρώτη φορά κατάλαβε
    τι σήμαινε ήττα του κινήματος

    ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ, Εξορία

    ***

    14. Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΠΟΙΗΤΗΣ

    Δεν έχω γράψει ποιήματα
    μέσα σε κρότους
    μέσα σε κρότους
    κύλησε η ζωή μου

    Τη μιαν ημέρα έτρεμα
    την άλλην ανατρίχιαζα
    μέσα στο φόβο
    μέσα στο φόβο
    πέρασε η ζωή μου

    Δεν έχω γράψει ποιήματα
    δεν έχω γράψει ποιήματα
    μόνο σταυρούς
    σε μνήματα
    καρφώνω

    Μίλτος Σαχτούρης, Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο (1958

  2. -Ο. Ελύτης, «Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ»

    Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ’ την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.
    Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ’ αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρήγορο των πολυβόλων.
    Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ’ αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ‘χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.
    Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μας θύμωναν, που δε δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους – ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση. Άλλης λογής εμείς χωριάτες, μ’ άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα να ‘ναι.
    Δώδεκα μέρες κιόλας, είχαμε μεις πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει σε κατρέφτη, ώρες πολλές, το γύρο του προσώπου μας. Κι απάνω που συνήθιζε ξανά το μάτι μας τα γνώριμα παλιά σημάδια, και δειλά συλλαβίζαμε το χειλό το γυμνό ή το χορτάτο από τον ύπνο μάγουλο, να που τη δεύτερη τη νύχτα σάμπως πάλι αλλάζαμε, την τρίτη ακόμη πιο πολύ, την ύστερη, την τέταρτη, πια φανερό, δεν ήμασταν οι ίδιοι.
    Μόνε σαν να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ’ όλες τις γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά παλιών, που ‘χαν λευκάνει απ’ τα περίσσια γένια. Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θεριά, λοχίες του ’97 ή του ’12, μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ’ τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελάτες και σκουταροφόροι, με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουργάρων και Τούρκων. Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι πλάι, διαβαίναμε τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτε. Γιατί, καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, σύνηθαν εκείνοι στο Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα – έτσι κι εμείς επροχωρούσαμε ίσια πάνου σ’ αυτό που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε
    Αντάρα ή Σύγνεφο. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή, το πιο συχνά, ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας.
    Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ’ τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορο των πολυβόλων. Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν’ απαντούμε απ’ τ’ άλλο μέρος να’ ρχονται οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι οπού κατόπι, σαν ακούγανε για που τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας
    ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι: «Οϊ Οϊ, μάνα μου», «οϊ οϊ, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που ‘λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.
    Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρομούσανε κρασί τα χνότα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας, κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.
    Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες.
    (Ο. Ελύτης, Άξιον εστί, Ίκαρος)

    -ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ, «ΕΝΑΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΜΟΥΡΜΟΥΡΙΖΕΙ ΣΤΟ
    ΑΛΒΑΝΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ»

    Ποιος θα μας φέρει λίγον ύπνο εδώ που βρισκόμαστε;
    Θα μπορούσαμε τότες τουλάχιστο
    να ιδούμε πως έρχεται τάχατε η μάνα μας
    βαστάζοντας στη μασχάλη της ένα σεντόνι λουλακιασμένο
    με μια ποδιά ζεστασιά και κατηφέδες από το σπίτι μας.
    Ένα φθαρμένο μονόγραμμα στην άκρη του μαντηλιού:
    ένας κόσμος χαμένος.

    Τριγυρίζουμε πάνω στο χιόνι με τις χλαίνες κοκκαλιασμένες.
    Ποτέ δεν βγήκε ο ήλιος σωστός απ’ τα υψώματα του Μοράβα,
    ποτέ δεν έδυσε ο ήλιος αλάβωτος απ’ τ’ αρπάγια της
    Τρεμπεσίνας.
    Τρεκλίζω στον άνεμο χωρίς άλλο ρούχο,
    διπλωμένος με το ντουφέκι μου, παγωμένος και ασταθής.

    (Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια της
    πατρίδας μου
    δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο).
    ………………………………
    Η νύχτα μας βελονιάζει τα κόκκαλα μέσα στ’ αμπριά˙
    εκεί μέσα
    μεταφέραμε τα φιλικά μας πρόσωπα και τ’ ασπαζόμαστε
    μεταφέραμε το σπίτι και την εκκλησία του χωριού μας
    το κλουβί στο παράθυρο, τα μάτια των κοριτσιών,
    το φράχτη του κήπου μας, όλα τα σύνορά μας,
    την Παναγιά με το γαρούφαλο, ασίκισσα,
    που μας σκεπάζει τα πόδια πριν απ’ το χιόνι,
    που μας διπλώνει στη μπόλια της πριν απ’ το θάνατο.

    Μα ό,τι κι αν γίνει εμείς θα επιζήσουμε.
    Άνθρωποι κατοικούν μες το πνεύμα της Ελευθερίας
    αμέτρητοι,
    Άνθρωποι όμορφοι μες τη θυσία τους, Άνθρωποι.
    Ένας μεγάλος καταυλισμός είναι η έννοια της αρετής.
    Το ότι πεθάναν, δεν σημαίνει πως έπαψαν να υπάρχουν εκεί,
    με τις λύπες, τα δάκρυα και τις κουβέντες τους.
    Ο ήλιος σας θάναι ακριβά πληρωμένος.
    Αν τυχόν δε γυρίσω, ας είστε καλά,
    σκεφτείτε για λίγο πόσο μου στοίχισε.

    (Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια
    της πατρίδας μου
    δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο).

    -Θωμάς Γκόρπας «Το αλβανικό»

    “Λένε κάποια τραγούδια και ιστορικά βιβλία
    πως ο στρατός μας θαυματούργησε στην Αλβανία.
    Αλλ’ ο πατέρας μου κανένα θαύμα δε θυμόταν
    κι όταν τον ρώταγα τον πόλεμο τον καταριόταν.
    – Ποιοι ήταν πατέρα οι νικηταί και ποιοι οι ηττημένοι;
    – Στον πόλεμο, παιδί μου, υπάρχουν μόνο σκοτωμένοι…
    Τα κρυοπαγήματα και τα κουρέλια του θυμόταν.
    – Και τα ανδραγαθήματα; Ρωτούσα. Αποκρινόταν:
    – Μπορεί οι νεκροί που τάφηκαν μέσα στο χιόνι
    που πολεμήσαν μοναχοί και που πεθάναν μόνοι…
    – Κ’ η Παναγία που σας προστάτευε πού ήτανε πατέρα
    δεν ήταν δίπλα σας όταν φωνάζατε αέρα;
    – Ίσως την έβλεπαν οι στρατηγοί την Παναγία
    όταν μας ψάχνανε στους χάρτες μέσα στα γραφεία…”.
    (Θωμάς Γκόρπας, Ποιήματα, Κέδρος)

    -Μ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΔΙΑΒΑΣΕ ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ Ο ΛΟΧΙΑΣ OTTO V…

    Σε δυο λεφτά θ’ ακουστεί το παράγγελμα «Εμπρός»
    Δεν πρέπει να σκεφτεί κανένας τίποτ’ άλλο
    Εμπρός η σημαία μας κι εμείς εφ’ όπλου λόγχη από πίσω
    Απόψε θα χτυπήσεις ανελέητα και θα χτυπηθείς
    Θα τραβήξεις μπροστά τραγουδώντας ρυθμικά εμβατήρια
    Θα τραβήξεις μπροστά που μαντεύονται χιλιάδες ανήσυχα μάτια
    Εκεί που χιλιάδες χέρια σφίγγονται γύρω από μι’ άλλη σημαία
    Έτοιμα να χτυπήσουν και να χτυπηθούν.

    Σ’ ένα λεφτό πρέπει πια να μας δώσουν το σύνθημα
    μια λεξούλα μικρή μες στη νύχτα που σε λίγο εξαίσια θα λάμψει.

    (Κι εγώ που’ χω μια ψυχή παιδική και δειλή
    που δεν θέλει τίποτα άλλο να ξέρει απ’ την αγάπη
    κι εγώ πολεμώ τόσα χρόνια χωρίς, Θε μου να μάθω γιατί
    και δε βλέπω μπροστά τόσα χρόνια παρά μόνο το δίδυμο αδερφό μου).

    -ΣΑΡΑΝΤΟΣ ΠΑΥΛΕΑΣ, «ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ»

    Το ξέρουμε πια σήμερα πως τη νίκη μας την κέρδισαν
    πάνω στα παγωμένα τ’ Αλβανικά βουνά απλοί χωριάτες
    και ψαράδες, χερομάχοι, χτίστες και σιδεράδες
    και γεωργοί με τα ψημένα πρόσωπά τους στον καθαρόν ήλιο
    της πατρίδας, με τραχιά χέρια μαθημένα να χειρίζονται
    με την ίδιαν ευκολίαν το αλέτρι και το πολυβόλο τους. Το ξέρουμε
    τώρα καθαρά πως εκείνοι που πολέμησαν πραγματικά και
    περιφρόνησαν το θάνατο ήταν δάσκαλοι και μικρέμποροι
    γυρολόγοι, απλοί μικροί βιοτέχνες που έκλεισαν
    τα καταστήματά τους για να απωθήσουν με το μεγαλείο
    της ψυχής, με τη μεγαλοπρέπεια και την αποφασιστικότητα
    της καρδιάς τον φασιστικό μας εισβολέα. Ήταν τέλος
    γελαστά και χαρούμενα παιδιά, φοιτητές, στρατιώτες
    και ανθυπολοχαγοί, που ξέρανε από την ιστορία καλά
    τον παλιόν εκείνον Ξέρξη και τη συντριβή του
    στα γενναία λιμάνια της πατρίδας μας, για να μην
    τολμήσει να επαναλάβει ποτέ πια την πανωλεθρίαν του εκείνη.

    Αυτούς τους νεκρούς οφείλουμε να χωρέσουμε σήμερα
    και πάντοτε μέσα μας να χωρούμε, για να μπορούμε
    την κάθε στιγμή την ψυχραιμία και τη θέληση
    των νεκρών της Αλβανίας ν’ ανακαλούμε μέσα μας και να λέμε
    «όχι» στην κάθε υποδούλωση, στην κάθε ξένην υποταγή.

  3. 15. ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ

    Ήμουν στο σπίτι τ’ ορφανό βοήθεια μοναχή,
    κι έφεδρος είμαι· δε με μέλει.
    Έτρεξ’ αμέσως στο στρατό μ’ ολόθερμη ψυχή,
    γιατί η πατρίς, αυτή το θέλει.

    Λιγοθυμά η δόλια μου η αγαπητικιά
    από τη λύπη· «Συλλογίσου πως μιαν αγάπη
    μ’ άρπαξε, μικρούλα μου γλυκιά,
    πλιο σιδερένια απ’ τη δική σου!»

    Μες στη σκηνή μ’ άλλους πολλούς κάθε νυχτιά περά,
    κι έχω κρεβάτι μου το χώμα·
    αλλά για την πατρίδα μου κοιμούμαι μια χαρά
    κι απάνου στα μαχαίρια ακόμα.

    Ένας λοχίας μού μιλά λόγι’ άδικα, βαριά,
    που άναψα· τί ευτυχία
    που της πατρίδος την τρανή φαντάσθηκα θωριά!
    Ξεχνώ τα λόγια του λοχία.

    Ο λοχαγός μου μ’ έβαλε στη φυλακή ξανά
    ολόκληρη δεκαμερία·
    πατρίς, ας είσ’ ελεύθερη, κι εγώ παντοτινά
    ας χάσω την ελευθερία!

    Πως άλλαξα κι ασχήμισα πολύ, μου είπε μια,
    έτσι ντυμένος στρατιώτης·
    κι αν είν’ αλήθεια, η πατρίς με τέτοιαν ασχημιά
    με καμαρώνει στο πλευρό της.

    Με τ’ όπλο στα γυμνάσια ξοδεύω τον καιρό
    και σβήνω απ’ τον πολύν ιδρώτα,
    μα δε φροντίζω· να σε ιδώ, πατρίς μου, καρτερώ
    αναστημένη σαν και πρώτα.

    Με τ’ όπλο στα γυμνάσια γυρίζ’ ολημερίς.
    Τώρα ιδρώτα μόνο χύνω,
    Μμ πότε και το αίμα μου θα τρέξει, ω πατρίς;
    Τότε θα ειπώ: κάτι σου δίνω!

    Οκτώβριος 1885 ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

    Το τραγούδι του στρατιώτη-Γιώργος Μούτσιος

    16. ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ

    Την ώρα που ο λεβέντης
    στον πόλεμο κινούσε
    η αγαπημένη του έκλαιγε
    και τον παρακαλούσε:

    Μακριά στη μάχη σαν βρεθείς
    καλέ μου, έχε το νου σου
    φυλάξου από τη μάνητα
    κι απ’ το σπαθί του οχτρού σου.

    Μπροστά πολύ μην προχωρείς
    πίσω μην απομένεις
    μπροστά φωτιά, πίσω φωτιά
    καταμεσής να μένεις.

    Μονάχα ξέρει ο μεσιανός
    να τρέξει να πηδήξει
    κι αυτός μονάχα σπίτι του
    μια μέρα θα γυρίσει.

    ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

    ***

    17. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΔΕΛΦΟΥΣ ΜΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΤΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ

    Σιμά Σας μόνο, ἐκεῖ μονάχα πρέπει,
    στήν πιό ἀψηλή τοῦ μόχθου Σας κορφή
    πού τά ἔργα δέ χωρίζουν ἀπό τά Ἔπη,
    σά θἄμουνα στό πλάϊ Σας, ἀδελφοί,

    ἐκεῖ πού ἡ λόγχη καί τό πνέμμα εἶν’ ἕνα,
    κι’ ἕνα ἡ ψυχή μαζί μέ τό κορμί,
    κι’ ὅλα τ’ ἀόρατα φανερωμένα
    στῆς Ἐφόδου τήν ὕστατην ὁρμή,

    ἐκεῖ μονάχα, τόν ὑπέρτατο αἶνο,
    μέ τοῦ Αἰσχύλου τόν ἄκρατο σκοπό,
    «Η Ελλάδα σκώνεται και τρώει τον ξένο»,
    καθώς θά ὁρμᾶτε, θ’ ἄξιζε νά πῶ!

    Ἀλλ’ ἄν ἡ λόγχη καί τό πνέμμα εἶν’ ἕνα,
    λογιάστε το, ἡ ψυχή μου ποὔχει βγεῖ
    νά Σᾶς προλάβει, πιό μπροστά ἀπό μένα,
    κι’ ἀκούοντας τήν ὑπέρτατη κραυγή,

    ἀκούοντας τόν ἀκράτητο αὐτόν αἶνο,
    μέ τοῦ Αἰσχύλου τόν ἄσωτο σκοπό
    «Η Ελλάδα εσκώθηκε και τρώει τον ξένο»,
    πέστε, πῶς ἦρθα αὐτοῦ, νά Σᾶς τόν πῶ!

    ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

    ***

    18. ΗΣΥΧΟ ΔΕΝΤΡΟ ΜΕΣ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ

    Εκείνος ο νεαρός στρατιώτης
    χαμογελούσε ντροπαλός ευθυτενής
    όπως μια νέα ροδακινιά.
    Το χνούδι του προσώπου του χρύσιζε
    σαν το κοκκίνισμα του ροδάκινου
    στου μεσημεριού τον κίτρινο ήλιο.

    Οι χειρονομίες του
    Σαν της ροδακινιάς
    όταν ο άνεμος την σείει, στον λόφο.
    Όταν χαμογελούσε το χαμόγελό του
    ένα ξαφνικό λουλούδισμα της ροδακινιάς.
    Μια ριπή του ανέμου στιγμές τον συννέφιαζε
    και τότε, σοβαρός, συλλογισμένος,
    Έμοιαζε ροδακινιά στον αέρα, γυμνή από φύλλα.

    Έπαιζε με τα παιδιά, το δείλι,
    Με μια ζέση νοσταλγική, απόμακρος
    σαν κύμα τρυφερό
    που πάει κι έρχεται πίσω
    Ένας μελαγχολικός άνεμος σάρωνε
    σύννεφα τους ανθούς επάνω, σύννεφα μεγάλα,
    και στον κήπο πετούσανε τα φύλλα
    Ω, τρικυμισμένη άνοιξη!

    Ήσυχο δέντρο μέσα στα σύννεφα, φύλλα, παιδιά,
    Αναρωτιόταν εκείνος ο στρατιώτης:
    «Είναι όλα σύννεφο, είναι όλα φύλλα, άνεμος»;
    «Τα αγαπημένα δέντρα είναι σύννεφα»;
    «Το κλαδί ετούτο που αγγίζω, αυτή
    η φλούδα,
    αυτά τα παιδιά, είναι σύννεφα»; «Σύννεφο το όνειρο
    και το κορίτσι εκείνο και το άρωμα
    του, φάντασμα της σάρκας, σύννεφο, αφρός
    που τον σηκώνει ελαφριά ο άνεμος»;

    Κι έφυγε μακριά, σιωπηλό μαύρο σύννεφο

    Berkeley, 18 de abril de 1944.
    Octavio Paz, μτφρ: Νεοκλής Κυριάκου

    Τέσσερις στρατηγοί – Γιώργος Ζωγράφος

    19. ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ

    Τέσσερις στρατηγοί κινάν και παν
    για πόλεμο στο μακρινό το Ιράν.

    Ο πρώτος από πόλεμο δεν κάτεχε,
    ο δεύτερος στις κακουχιές δεν άντεχε.

    O τρίτος ήταν υποκείμενο γελοίο
    κι ο τέταρτος φοβότανε το κρύο.

    Τέσσερις στρατηγοί κινάν και παν
    αλλά δε φτάνουνε ποτέ στο Ιράν.

    ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

    ***

    20. ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΤΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ
    (απόσπασμα)

    Αδέρφια μου, αν ήμουνα μαζί σας,
    στους χιονισμένους κάμπους της Ανατολής αν ήμουν ένας από σας,
    ένας απ’ τις χιλιάδες σας ανάμεσα στα σιδερένια τ’ άρματα,
    θα ‘λεγα, καθώς λέτε: Σίγουρα
    θα υπάρχει κάποιος δρόμος για το σπίτι μου.
    Όμως, αδέρφια μου, καλά μου αδέρφια,
    κάτω απ’ τ’ ατσάλινό μου κράνος, μέσα στο κρανίο μου,
    θα ‘ξερα αυτό που ξέρετε: Εδώ
    δεν υπάρχει κανένας δρόμος για το σπίτι πια.
    […]
    Αδέρφια μου, αν ήμουνα μαζί σας,
    αν εσερνόμουνα με σας στην παγωμένη έρημο,
    θ’ αναρωτιόμουνα, καθώς αναρωτιέστε: Γιατί,
    γιατί ήρθα εδώ, απ’ όπου
    κανένας δρόμος δεν πάει για το σπίτι μου;
    Γιατί φόρεσα της λεηλασίας τη στολή;
    Γιατί φόρεσα το πουκάμισο του εμπρηστή;
    Όχι, δεν το ‘κανα από πείνα.
    Όχι, δεν το ‘κανα από μάνητα σφαγής.
    Μόνο και μόνο επειδή ‘μουν δούλος
    και με διατάξαν
    ξεκίνησα για να σκοτώσω και να κάψω.
    Και τώρα, πρέπει να με κυνηγήσουνε.
    Kαι τώρα, πρέπει να με σφάξουνε.
    […]
    Και θα κείτουμαι κάτω απ’ τη γη
    που έχω ρημάξει
    χαλαστής που κανείς δεν πονά για το χαμό του.
    Στεναγμός ανακούφισης θ’ αναδεύει πάνω απ’ τον τάφο μου.

    (1942)
    Bertolt Brecht, Ποιήματα, μτφ. Μάριος Πλωρίτης, Θεμέλιο, Αθήνα 21983, σ. 89-90

    Παναγιώτης Τσαφαράς – Στρατιώτης

    21. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ

    Ὅταν τὸν χτύπησεν ἡ σφαίρα
    σήκωσε τὸ δεξί του χέρι
    γράφοντας ἕνα ἡμικύκλιο ἀποχαιρετισμοῦ
    στ’ ἀρυτίδωτο φῶς τοῦ πρωινοῦ.

    Ἀπ’ τ’ ἀνοιγμένα του χείλη
    βγῆκε ἡ στερνὴ φωνὴ — ἕνας λυγμὸς
    ποὺ κούρνιαζε στὸ στῆθος
    ἀπ’ τὰ παιδικά του χρόνια
    προσμένοντας τούτην ἴσα ἴσα τὴ στιγμή.

    Ἔπεσε μπρούμυτα στὸ κοκκινόχωμα
    σὰν ἄδειος σάκκος. Κι εὐθὺς
    ὁ ὄγκος τοῦ κορμιοῦ πῆρε νὰ λιγοστεύει
    σὰ ν’ ἄρχιζε κιόλας ἀργὴ ἡ κάθοδος
    στὴ γῆς. Τὸ τὰνκ πέρασε πλάι του
    πατώντας σιδερένια βούλα στὸ ματοβαμμένο χῶμα
    ἐπικυρώνοντας τ’ ἀμετάκλητο τοῦ θανάτου.

    ΓΙΩΡΓΗΣ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ, «ΤΡΙΓΛΥΦΟ», 1976

    ***

    22. ΕΠΙΘΕΣΗ

    Στο ξημέρωμα η κορυφογραμμή αναδύεται ογκώδης και γκρίζα
    Μέσα στο άγριο πορφυρό χρώμα του πυρωμένου ήλιου,
    Σιγοκαίοντας μέσα από κρουνούς παρασυρόμενου καπνού που σκεπάζει
    Τη φοβερή σημαδεμένη πλαγιά και, ένα προς ένα,
    Τανκς έρπουν και αναποδογυρίζουν μπροστά το σύρμα.

    Πυκνό πυρ βρυχάται και ανεβαίνει. Έπειτα, σκυμμένοι αδέξια
    Με βόμβες και όπλα και φτυάρια και σύνεργα μάχης,
    Οι άνδρες σπρώχνονται κι αναρριχώνται ν’ αντιμετωπίσουν τη μεγάλη πυρκαγιά.

    Σκιές από γκρίζα, βουβά πρόσωπα, σκεπασμένα από φόβο
    Αφήνουν τα χαρακώματα, σκαρφαλώνοντας στο σκέπασμα
    Μονότονος και πολυάσχολος ο χρόνος χτυπά στους καρπούς τους
    Κι ελπίζουν, με μάτια χαμηλωμένα και σφιγμένες γροθιές
    Τσαλαβουτώντας μες τη λάσπη. Ω, Χριστέ μου, δώσε ένα τέλος σε όλο αυτό!
    Ζίγκφριντ Σασούν, Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.

    ***

    23. B’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
    (Ανάγνωση σε πολύ δραματικό ύφος)

    Κανένας πόλεμος δεν πήγε τελικά χαμένος.
    Ανδρούτσος, Διάκος, Μπότσαρης, Καραϊσκάκης, Παπαφλέσσας και Φεραίος
    αναστήθηκαν ξανά,
    νέο λίπασμα στις ρίζες της πατρίδας-μνήμης.

    Όμως, κι αυτή η ιστορία, γιέ μου,
    δε γράφτηκε μόνο στις κορυφογραμμές της Πίνδου, στα οχυρά του Ρούπελ, στο Μάλεμε και στη γραμμή Μεταξά.
    Το πολύ αίμα, οι χείμαρροι του αίματος στα μπουντρούμια της Μέρλιν χύθηκαν
    και μπροστά στη μάντρα της Καισαριανής.

    Κι ούτε «αριστεροί», «κεντρώοι», «δεξιοί», δημοκρατικοί ή βασιλόφρονες,
    ούτε μονάχα οι έλληνες-Έλληνες
    – άλλωστε όσοι ζουν σ’ αυτόν τον τόπο Ελληνότατοι είναι –
    ούτε, βέβαια, οι «εξόριστοι» πολιτικοί την έγραψαν κι αυτή την ιστορία.

    Οι αντάρτες πάλι την έγραψαν στα κακοτράχαλα βουνά και στη Σαχάρα
    ή στα υπόγεια της κατεχόμενης Αθήνας.
    Αυτοί οι θεοπάλαβοι ρομαντικοί που ξέρουν να πεθαίνουν γενναιόδωρα,
    όσο παθιασμένα και παράλογα ξέρουν να ζουν.

    ΤΑΚΗΣ ΜΗΤΣΑΚΑΚΗΣ

  4. -ΣΑΡΑΝΤΟΣ ΠΑΥΛΕΑΣ, «ΜΝΗΜΗ ΕΝΟΣ ΟΠΛΟΠΟΒΟΛΗΤΗ»
    (απόσπασμα)

    Σε θυμάμαι όταν πρωτοξεκινήσαμε.
    Πίσω μας σ’ ακολουθούσε της μάνας ο λυγμός,
    το δάκρυ της αδερφής, η γαλανή της αγαπημένης θλίψη.
    Μπήκαμε σ’ ένα μαύρο τραίνο το πρωί
    με μαύρους καπνούς. Τραγουδούσαμε τραγούδια
    της αγάπης και του πολέμου,
    που δεν τον είχαμε γνωρίσει.
    Τα δάκρυα των αγαπημένων σου
    τώρα έχουν στεγνώσει
    σαν πρωινή πάχνη ποταμιού.
    Ίσως δε σε θυμάται κανείς. Σα να μην υπήρξες ποτέ,
    σα να μην υπήρξαμε, αγαπημένε μου φίλε,
    οπλοποβολητή της Αλβανίας.

    Πόσο πιο καλά να είχα κ’ εγώ στο πλευρό σου σκοτωθεί
    σε κείνη τη χαράδρα που τη δάγκαναν οι όλμοι και οι σφαίρες
    χωρίς τέλος, στη λασπωμένη από το λιωμένο χιόνι του Μάρτη
    όπου φύτρωναν χαλιά παπαρούνες πρώιμες
    με το αίμα των πολεμιστών μας.
    ………………………………………………………………..
    Σ’ αναπολώ πάντοτε ορθό, έτσι όπως βλέπω το Έθνος μας,
    γιατί δεν είδα ποτέ την πατρίδα μας σκυμμένη,
    κι όταν την πρόσταζαν να γονατίσει, Εκείνη δε γονάτιζε,
    δεν ήξερε, δεν είχε μάθει από τους αρχαίους χρόνους
    να γονατίζει, παρά ανυψωνόταν μ’ ένα νέο στήθος
    θάρρους, και στεφάνωνε τη θλιμμένη σιωπή των αγαλμάτων της.
    ………………………………………………………………….

    -ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΠΕΡΑΝΤΣΑΣ, «28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ»

    Σα νάταν η κραυγή σου αστροπελέκι
    κι αντήχησεν, Ελλάδα, μιαν ημέρα :
    «Ακούστε. Από τη μάννα, απ’ τον πατέρα
    τιμιώτερη η Πατρίδα πάντα στέκει».

    Αυγή και κανονιών μεθούσε ο κρότος
    στα σύνορά μας. Κι ώρμησαν σιμά σου
    οι γυιοι σου, φτερωτοί στο σάλπισμά σου,
    ποιος για τη λευτεριά να πέση πρώτος.

    Κι άνοιξε δρόμο η λόγχη. Σαν Παλλάδα
    η Μεγαλόχαρη άπλωσε το χέρι.
    Κι η Νίκη ως πνεύμα πέταξε, να φέρη
    παντού το μέγα μήνυμα, ω Ελλάδα.

    Γέμισε δόξα η Πίνδος. Και τα ελάτια
    γείραν ευλαβικά στο θείο σου μένος.
    Κι εμπρός σου ο κόσμος όλος ξαφνιασμένος
    εστάθηκε με ορθάνοιχτα τα μάτια.

    -ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΠΟΛΕΤΣΗΣ, «28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ»

    «Αέρα! αέρα!» ιαχές πέρα ως πέρα.
    Η λόγχη αστράφτει, τρόμος και φοβέρα,
    καρφώνει τον εχθρό πάνω στα χιόνια,
    γκρεμίζει τ’ άρματα, σκορπίζει τα κανόνια.

    «Αέρα! αέρα!» στις κορφές στα δάση «αέρα!»,
    κουρέλια πέφτει των κενταύρων η παντιέρα.
    Λυγούν Κλεισούρες, Τεπελένια ανοίγουν,
    φλόγες κι «αγέρες» γύρω τους τυλίγουν.

    «Αέρα!» μούγκροι κι ουρλιαχτιά «αέρα!»,
    κι η Μεγαλόχαρη, γλυκιά μητέρα,
    έσκυβε πάνω στις πληγές και συμπονούσε
    και γίγαντες στη μάχη οδηγούσε.

    «Αέρα!» σάλπισμα χαμού. Φεύγει τ’ ασκέρι.
    Φεύγει και σπέρνει με κορμιά κείνα τα μέρη,
    και λάμπει η γαλανόλευκη στα χιόνια. Σ’ όλα τα χρόνια,
    σ’ όλους τους καιρούς θα λάμπη αιώνια.

    -ΒΑΣ. ΧΑΡΩΝΙΤΗ, «ΟΧΙ»

    Τα κανόνια στο Καλπάκι εκεί αντιχούνε,
    μες στην Πίνδο έχει ανάψει πια η φωτιά,
    οι γενναίοι της Ελλάδας πολεμούνε
    για ιδέα με μια πίστη μια καρδιά.

    Είπαμ’ ΟΧΙ στον εχθρό που την Πατρίδα
    σκλαβωμένη λαχταρούσε να τη δει.
    Είπαμ’ ΟΧΙ κι ουρανόσταλτη ηλιαχτίδα
    ευθύς φώτισε της δάφνης το κλαδί.

    Τον Οκτώβρη του Σαράντα στην Ελλάδα
    μια πανάρχαιη πάλι αντήχησε φωνή:
    Η Πατρίδα κινδυνέυει «Ίτε Παίδες»
    στήστε πόλεμο για δόξα και τιμή.

    -Μ. ΣΤΑΜΕΛΟΣ, «ΟΧΙ»

    Όταν όλη η Ευρώπη, βυθισμένη στη σκλαβιά,
    και το εχθρικό ποδάρι την επάταγε βαριά.
    Όταν όλοι φοβισμένοι σκύβανε την κεφαλή
    και παράδιναν με τρόμο και Πατρίδα και τιμή.

    Όταν ήρθε κι η σειρά σου, ω Ελλάς, να προσκυνήσης,
    την τιμή και τη γενιά σου και τη δόξα σου να σβήσης,
    τότε στύλωσες γανναία το μικρό σου το κορμί
    κι «ΟΧΙ» εφώναξες μ’ ορμή.

    Κι αντίκρυσες με θάρρος τα δυο άγρια θηρία.
    που χωρίς ντροπή και οίκτο, σου τρυπούσαν την καρδιά.
    Κι έγινε σαν των μαρτύρων τον καιρό το σκοτεινό:
    Έπεσες μ’ ένα στεφάνι στο κεφάλι φωτεινό!

Σχολιάστε