Λόγος Παράταιρος

«Παράταιρος ο λόγος ο δυνατός/ μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει» (Γ. Ρίτσος)

Πες το με ποίηση (110ο): «Άγγελοι»…

-«Ωραίε μου Αρχάγγελε γεια σου, με τις ηδονές καθώς φρούτα στο πανέρι!» (Ο. Ελύτης)

-Μίλτος Σαχτούρης, «Άγγελος»

«Φοβόντουσαν
δεν τονε θέλαν
αυτό τον ουρανό
—Μαύρος που είναι –λέγαν–
σαν καυτό μπαμπάκι
σκάβανε τα μωρά τους
βιαστικοί
άλλοι φωνάζαν:
—Γράμμα!
άλλοι:
—Τηλεγράφημα!
κι άλλοι φωνάζαν:
— Αλεξάντρα
όμως όλοι κοιτούσαν
το φεγγάρι
κι έλεγαν:
—Ίσως κατέβει σήμερα
ο Άγγελοςβαθιά
με τα μακριά μακριά μαλλιά
και τα πνιγμένα δόντια»

-Μάνος Ελευθερίου, «Τι κρυφά που τα λένε οι άγγελοι»

«Επειδή
και η ανάσα μας καμιά φορά
μπορεί να λεκιάσει το αόρατο

(αχ τι κρυφά που τα λένε οι άγγελοι
Και κανείς μας δεν τους ακούει
Αχ τι κρυφά που τα λένε οι άγγελοι
Και κανείς μας δεν τους άκουσε)

γι αυτό κι οι αυτοκράτορες διακονούσαν
στις ερήμους
και χτυπούσαν θλιβερά τα σήμαντρα
στα μοναστήρια

και τα βγαλμένα μάτια τους είναι ακόμη τ’ άστρα
και της δικής μας της ζωής της σκοτωμένης.»
(Μ. Ελευθερίου, Το νεκρό καφενείο, Καστανιώτης)

-Ο. Ελύτης, «ΔΩΔΕΚΑ ΝΗΣΩΝ ΑΓΓΕΛΟΣ»

«Έρμης και χελιδονοδρόμος ποιος
Το πρωί με φοινικιάς Ροδίτισσας
Κλωνάρι τον αιθέρα καίοντας χύνεται
Πάνω από της Ανατολής την ορασιά
Στέγες κατάρτια δώματα καμπαναριά
Μ’ ιριδόστιχτο πέδιλο μόλις
Αγγίζοντας
Ποιος – όταν μέσ’ από του πόντου τις
Αμπελοβραγιές πηδώντας τα δελφινοκόριτσα
Βγάζουν κρυγιές φωνές αγριοπερίστερων
Πίσω απ’ το ψάρι τ’ αέρος το ακαμάκιστο
Και με την πελαγίδα ή τ’ αρσινάκι στο-
Λίζουνε τα γαλάζια γένια του αϊ-Νικόλα
Του θαλασσάχραντου
Ραδινά τότε – ποιος της Χάλκης γιος
Το κολασμένο του «καμένου σπήλιου» λύνοντας
Κράτος ψηλά πηγαίνει τα τιμιότατα
Δώρα Θεού που οι χρόνοι δεν κατάλυσαν
Πάει πετάει – κι ο νους του αγάλλει σαν
Ήλιου αχτιδωσιά στης μνήμης των αρχαίων
Το χάλκωμα
Πάει πετάει – μα στις ψυχές χτυπά
Καμπάνα σηκωμού και αρνάδας λύτρωση
Βράχια που του νερού τα ξαναλέει ο αντίλαλος
Κοπάδια σπίτια που τα πάει Δάφνις γυμνός
Μαϊστραλίζουν οι μανταρινιές της Κάλυμνος
Κι ακούν μισάνοιχτα της Κάσος
Τα όστρακα

Θύρσου Σταυρού ή Σπαθιού
Της Καλοσύνης λάμπος και ύμνισμα!
Για να ‘ναι το γλυκό χείλι του μέλλοντος
Πάντα στης νέας γερής κοπέλας το βυζί
Γάλα νυμφαίο μυθικό στάχυ μαζί
Πάτμος της πράξης και του ονείρου
Νίσυρος

Κως Λέρος Σύμη Αστροπαλιά
Κάρπαθος Τήλος Καστελόριζο…
Ποιος τώρα βουτηχτής αργοσιμώνοντας
Τον ουρανό βυθού που ανάβει τα σφουγγάρια του
Άξαφνα νιώθεται άγγελος και Πανορμίτης του
Μυστικού που ξεχύνεται «χρυσέαις
Νιφάδεσσι»

Πάει ψηλά μ’ ένα κηρύκειο φως
Πάνω από ρημοκλήσια και ανεμόμυλους
Μαντάτο ελευθεριάς ν’ αντιχτυπήσει
Κατά των Αθηναίων το κάστρο που ριγά –
Ποιος με σπιλιάδας τάχος πάει γοργά
Και ξεδιπλώνει τη σημαία της αφρισμένης
Θάλασσας.»
(Ο. Ελύτης, Τα ετεροθαλή, Ίκαρος)

-Ρ. Μ. Ρίλκε, [Ο άγγελμός μου]

«Δεν έχει πια άλλες υποχρεώσεις ο Άγγελος μου
αφότου η μέρα μου η αυστηρή τον έχει διώξει.
Λαχταρώντας , το πρόσωπό του συχνά χαμηλώνει
πάνω απ’ την γη, κι αγαπητός δεν του είναι πια ο ουρανός.

Και θα ήθελε να φέρει πάλι ,
πάνωθε απ των δασών τις θροΐζουσες κορφές,
στην πατρίδα των Χερουβίμ, την προσευχή μου.

Εκεί πέρα κουβάλησε το κλαψιμό μου το πρώτο-πρώτο,
και τον πρώτο στοχασμό μου,
κ’ οι μικροί πόνοι μου μεγάλωσαν εκεί
μες σε δάση που, πάνωθέ του, μουρμουρίζουν.

*******

Αφ’ όταν ο Άγγελος μου πια δεν με φυλάει,
αμέριμνα μπορεί ν’ ανοίγει τα φτερά του
και τη σιωπή των αστεριών στα δύο να σκίζει
γιατί, της μοναχικής νύχτας μου, δεν πρέπει
να κρατήσει άλλο πια τα χέρια, που αγωνιούνε,
αφ’ όταν ο Αγγελός μου πια δεν με φυλάει.»
(Ρ. Μ. Ρίλκε, Ποιήματα, Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος)

«…Τη βρύση με τα περιστέρια
των Αρχαγγέλων το σπαθί
Το περιβόλι με τ’ αστέρια
και το πηγάδι το βαθύ…»
(Ο. Ελύτης)

-Ανδρέας ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ, «Αρχάγγελος τον Σεπτέμβριον βοών μέσα στην πλάση»

«Τις μέρες τις γλυκές του Σεπτεμβρίου,
όταν δεν έχει ακόμη βρέξει και
είναι το άκουσμα των ήχων πιο αραιό
και η γεύσις των ωρών και από
του θέρους πιο πυκνή,
όταν στους κήπους σκάνε τα ρόδια,
και πάλλονται υψιτενείς οι στήμονες των λουλουδιών
και σφύζουν στις πορφύρες των
φλεγόμενοι οι υβίσκοι
όλοι σαν υπερβέβαιοι γαμβροί
που στων νυμφών κτυπούν τις θύρες
τότε, σαν να ‘ναι πάντα καλοκαίρι
(γιατί όποια κι αν είναι η εποχή,
ο πόθος είναι πάντα θέρος)
αναγαλλιάζουν οι ψυχές,
και ο έρωτας, ο πιο ξανθός αρχάγγελος του Παραδείσου,
βοά και λέγει στο κάθε που άγγιζε κορμί:
Τα ρούχα πέτα, γδύσου.
Τίποτε μη φοβάσαι.
Έαρ, χειμώνας, θέρος-
Όπου κι αν είσαι-
Είναι η ρομφαία μου μαζί σου.»
(Α. Εμπειρίκος, Οκτάνα, Ίκαρος)

-Γιάννης Ρίτσος, «Ξυπόλυτοι άγγελοι»
( ‘Οχτώβρης 1940)

«Ο κόσμος μετριέται με καρδιά.
Μες στη φωτιά γυμνάζουνται τα χρόνια μας.
Με φωτιά ράβουν τις σημαίες λουρίδα τη λουρίδα
κόκκινα και μαλαματένια κομμάτια φωτιά.
—-
Μια φούχτα ανθρώποι, μια φούχτα ξυπόλυτοι άγγελοι,
με δυο φούχτες ήλιο στην τσέπη τους
με 21 μονάχα φυσίγγια στο ταγάρι τους
μ’ ένα σκισμένο πουκάμισο ουρανό
τραβούσαν δώδεκα χιλιόμετρα δόξας σε κάθε δευτερόλεφτο
και δεν ξεπέζευαν ποτές απ’ την ψυχή τους.
—–
Οι άλλοι φωνάζανε : Πού πάτε; Βούιζαν οι ανέμοι στη νύχτα. Πού θα
πάμε;
Πέτρες κοφτές και πυρωμένα βόλια. Κάντε πίσω.
Στις πόρτες το πράσινο φαναράκι
στ’ αγρυπνισμένα μάτια ο ίσκιος
μα στις καρδιές βαθιά εκεί μέσα
γαντζωμένο καλά το κόκκινο άστρο.
Και φεύγαν μες στις νύχτες οι ξυπόλυτοι άγγελοι.
—-
Στη φυλακή ο Χριστός των προλετάριων
δεμένος τη σιωπή τριπλή τριχιά πιστάγκωνα στο δοκάρι της νύχτας.
Ετσι τον είδε η αυγή να ρίχνει με τα δόντια απ’ του κελιού τα κάγκελα
το γράμμα του
ίσια στο γραμματοκιβώτιο της καρδιάς μας.
….Κάθε χωριό και κάθε ρεματιά
καλύβα με καλύβα πέτρα με την πέτρα…
Η σάλπιγγα. Και τρέχαν. Κι οι μητέρες βάζαν τα καλά τους.
Φορέσανε το φέσι του Μεσολογγιού. Τ’ αγόρια πήραν μέτρο το σπαθί
του Παπαφλέσσα.
—–
Τα κορίτσια ξετυλίξαν τον ήλιο πλέκοντας τις φανέλες της δόξας.
Μερονυχτίς τυπώναν τα τυπογραφεία τ’ αγγελτήρια της νιότης του κόσμου.
Οι πεθαμένοι όλη τη νύχτα κουβαλούσαν στο μέτωπο τα φυσίγγια των
άστρων
και τα μωρά βοηθάγαν σπρώχνοντας τις ρόδες του καλοκαιριού.
Μια φούχτα ανθρώποι μ’ ένα γράμμα σφιγμένο μες στη φούχτα της
καρδιάς τους
κρεμάσανε τ’ αστέρι τους πάνου στο μαύρο ντουβάρι της νύχτας
φέγγοντας να περάσουν οι λαοί προς τη μεριά του ήλιου.
(Γιάννης Ρίτσος , Συντροφικά τραγούδια, Σύγχρονη Εποχή)

Single Post Navigation

12 thoughts on “Πες το με ποίηση (110ο): «Άγγελοι»…

  1. Εν αρχή ην ο Σεφέρης:

    1… Οι άγγελοι εἶναι λευκοὶ πυρωμένοι λευκοὶ καὶ τὸ μάτι
    μαραίνεται που θὰ τoυς ἀντικρίσει
    καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος πρέπει να γίνεις σαν την
    πέτρα, όταν γυρεύεις τὴ συναναστροφή τους,
    κι όταν γυρεύεις τὸ θαῦμα πρέπει να σπείρεις τὸ αίμα σου
    στὶς οχτὼ γενιὲς των ανέμων,
    γιατὶ τὸ θαύμα δὲν εἶναι πουθενὰ παρὰ κυκλοφορεί μέσα
    στὶς φλέβες του ανθρώπου
    ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ, «Les anges sont blancs» – Hμερολόγιο καταστρώματος Α’

    2. «Μυθιστόρημα»

    Si j᾿ ai du gout, ce n᾿ est guère
    Que pour la terre et les pierres.
    ARTHUR RIMBAUD
    Α´
    Τὸν ἄγγελο
    τὸν περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια
    κοιτάζοντας πολὺ κοντὰ
    τὰ πεῦκα τὸ γιαλὸ καὶ τ᾿ ἄστρα.
    Σμίγοντας τὴν κόψη τ᾿ ἀλετριοῦ
    ἢ τοῦ καραβιοῦ τὴν καρένα
    ψάχναμε νὰ βροῦμε πάλι τὸ πρῶτο σπέρμα
    γιὰ νὰ ξαναρχίσει τὸ πανάρχαιο δράμα.
    Γυρίσαμε στὰ σπίτια μας τσακισμένοι
    μ᾿ ἀνήμπορα μέλη, μὲ τὸ στόμα ρημαγμένο
    ἀπὸ τὴ γέψη τῆς σκουριᾶς καὶ τῆς ἁρμύρας.
    Ὅταν ξυπνήσαμε ταξιδέψαμε κατὰ τὸ βοριά, ξένοι
    βυθισμένοι μέσα σὲ καταχνιὲς ἀπὸ τ᾿ ἄσπιλα φτερὰ τῶν κύκνων ποὺ μᾶς πληγώναν.
    Τὶς χειμωνιάτικες νύχτες μᾶς τρέλαινε ὁ δυνατὸς ἀγέρας τῆς ἀνατολῆς
    τὰ καλοκαίρια χανόμασταν μέσα στὴν ἀγωνία τῆς μέρας ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ ξεψυχήσει.
    Φέραμε πίσω
    αὐτὰ τ᾿ ἀνάγλυφα μιᾶς τέχνης ταπεινῆς.
    Γιῶργος Σεφέρης «Μυθιστόρημα» (ἀπὸ τὴν ἔκδοση «Γιῶργος Σεφέρης, Ποιήματα», Ἴκαρος, 1989)

    Άγγελος Εξάγγελος, Σαββόπουλος

    Ακολουθεί η γλυκιά και τρυφερή Κατερίνα Αγγελάκη:

    3. Όταν ο άγγελος είναι κόκκινος
    και νυχοπατάει
    στο σφουγγαρισμένο άσπρο
    πιστεύοντας στην εσωτερική του φλόγα
    κι αερίζοντάς τη στο παράθυρο
    είναι που ‘χει ερωτευτεί τα εγκόσμια
    τόσο πολύ
    που αποφεύγει να τα συγκρίνει με τα επάνω.[…]
    Ο άγγελος
    που θα γίνει λουλακής προς το βράδυ
    θα τελειώσει το τσιγάρο του
    και θα φύγει.
    ……………………………………………….
    Ο άγγελος είναι έναστρος από μέσα
    κι απέξω σκοτεινός για να βυθίζεται
    στο μαύρο και να μη φαίνεται.
    όταν φοβεροί αέρηδες
    θαλάσσιοι με τρίζουν
    το μαύρο πηχτό άυλο του αγγέλου
    γίνεται έρεβος
    μέσα μου. (…)

    ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ –ΡΟΥΚ, («Αγγελικά Ποιήματα», 1978)

    Στη συνέχεια, η πολύ καλή ποιήτρια, Ζέφη Δαράκη, σύζυγος του Βύρωνα Λεοντάρη:

    4…τότε ο Άγγελος
    Θα ξαναφέρω πίσω το ρυάκι
    μου αποκρίνεται τότε ο Άγγελος
    Τον ουρανό που έφυγε
    κατάκοπος και οργίλος
    Τώρα που τα έπιπλα βλέπουν παράξενα όνειρα
    πως τα ’χουν πάρει από πίσω οι ξυλοκόποι
    Τώρα που οι φωνές των παιδιών γίναν
    χασμουρητά γερόντων
    Θα ξαναφέρω πίσω το ρυάκι
    Τώρα που σπάσαν τα φράγματα των αιώνων
    κι από κάτω
    μυρίζει όμορφα το χώμα
    Ζέφη Δαράκη, Σε ονομάζω θα πει σε Χάνω, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2008

    Βασίλης Καζούλης – Αν ήσουν άγγελος

    O αγαπητότατος Σαχτούρης:

    5. Ουράνια απάντηση

    Όταν ταξίδεψα στον Ουρανό
    ποτέ μου δεν συνάντησα τον αστροναύτη
    συνάντησα όμως το Θεό
    με τους χρωματιστούς αγγέλους

    Τον αστροναύτη πάντα τον πληρώνουν
    ποτέ τους δεν πληρώνουν το Θεό
    ούτε τους χρωματιστούς αγγέλους

    κι όταν κι εγώ στέλνω τον πανούργο εισπράκτορά μου
    πάντα γυρίζει άπρακτος
    ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ , Το σκεύος

    Η πόλη των αγγέλων (Αντώνης Βαρδής)

    Καβάφης, σταθερή αξία:

    6. Ινδική Eικών

    Η οικουμένη τέσσαρας έχει μεγάλας πύλας,
    ας τέσσαρες φυλάττουν άγγελοι.
    Η μία είναι ο Βορράς· ο Νότος αντικρύ της·
    κ’ αι άλλαι Δύσις και Aνατολή.

    Η πύλη της Aνατολής είν’ εκ λαμπρού μαργάρου·
    και προ αυτής άγγελος φαεινός
    στέμμ’ αδαμάντινον φορεί και ζώνην αδαμάντων
    κ’ επί εδάφους ίστατ’ αχατών.

    Εξ αμεθύστου πορφυρού του Νότου είν’ η πύλη.
    Ο άγγελός της ο φρουρός κρατεί
    σκήπτρον εις χείρας μαγικόν εκ σκοτεινού σαπφείρου.
    Νεφέλη εκ καλάιδος πυκνή
    κρύπτει τους πόδας του.

    Επί μιας όχθης σκεπασμένης
    με κόκκινα κογχύλια λεπτά
    ο άγγελος της Δύσεως ίσταται και φυλάττει
    πύλην εκ κοραλλίου τιμαλφούς.
    Στέφανον ρόδων τεχνητών φορεί, κάθε δε ρόδον
    συνίστατ’ εκ λυχνίτου καθαρού.

    Είναι η πύλη του Βορρά από χρυσόν κτισμένη,
    και θρόνον έχει προς την είσοδον
    ……………………………………………….
    K.Π. KABAΦΗΣ, (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)

    Στων αγγέλων τα μπουζούκια

    7. Η σάρκα των αγγέλων
    1.
    Λένε πως η γένεση του Παραδείσου ήταν η ιστορία μιας άγνωστης αγάπης που κάποια στιγμή αποδέσμευσε τα φτερά της από το γήινο φλοιό, κι έτσι, παγώνοντας η γη, φανερώθηκαν, πέρα από τις βιβλικές δοξασίες, τα πρώτα πετάγματα των αγγέλων.
    2.
    Απόψε ονειρεύτηκα τον έρωτα
    ήταν τρυφερός σαν εσάς
    και δίχως σάρκα,
    αλλά η ανάσα του γέμισε τις νύχτες μου
    με απελπισία και τραγούδι.
    Έτσι είναι το χέρι σας που χαϊδεύει τους ταπεινούς
    και τους κάνει σιωπηλούς σαν εκείνους που
    μολονότι υποφέρουν
    δεν ήρθε ακόμα η ώρα τους να πεθάνουν.
    Όμως τι είναι ο θάνατος
    αν όχι ένα μεγάλο δέντρο ολόγιομο τραγούδι;
    Ονειρεύτηκα έναν άντρα
    αλλά τον άντρα εκείνον, τον είχε πλάσει όλον ο Θεός.
    Μέρος εκείνου του άντρα ήτανε μες
    στο στόμα σας.
    Κι όλοι οι άντρες αγαπήθηκαν
    απ’ τους αγγέλους
    που τους καταβρόχθισαν
    μες στην απέραντη αγάπη τους.

    Alda Merini, «Η σάρκα των αγγέλων» (μετάφραση: Ευαγγελία Πολύμου)

    Δεν υπάρχουν άγγελοι σου λέω

    8. Η Ελληνική γλώσσα

    Όταν κάποτε φύγω από τούτο το φως
    θα ελιχθώ προς τα πάνω όπως ένα
    ρυακάκι πού μουρμουρίζει.
    Κι αν τυχόν κάπου ανάμεσα
    στους γαλάζιους διαδρόμους
    συναντήσω αγγέλους, θα τους
    μιλήσω ελληνικά, επειδή
    δεν ξέρουνε γλώσσες. Μιλάνε
    μεταξύ τους μέ μουσική.
    ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

    Πριν δυο μέρες άκουσα τον Αγγελάκα και έπαθα. Σκέφτηκα ότι αν το θέμα είναι «οι άγγελοι», θα είμαι απροετοίμαστη. Έτσι και έγινε. Με βρήκες απροετοίμαστη.

    Άγγελος – Γιάννης Αγγελάκας

    9. Οι Ελεγείες του Ντουίνο (1912-1922)
    Η ΠΡΩΤΗ ΕΛΕΓΕΙΑ

    Ποιος, αν κραύγαζα, θα μ’ άκουγε τάχα απ’ των Αγγέλων τα Τάγματα ;
    κι αν ένας μ’ έσφιγγεν ακόμα, ξαφνικά πάνω στην καρδιά του,
    θα διαλυόμουν κάτω από την δυνατότεροι ύπαρξη του
    Γιατί, η Ομορφιά, δεν είναι παρά η αρχή του Τρομερού, που μόλις μπορούμε να υποφέρουμε και τη θαυμάζουμε μόνο γιατί δεν στέργει να μας καταστρέψει .
    Κάθε Άγγελος τρομερός είναι.
    Κι έτσι κρατιέμαι, τότε, και σκοτεινού λυγμού πνίγω την καλεστική κραυγή μέσα μου.
    Αχ! Ποιόν μπορούμε να έχουμε ανάγκη, τάχα ;
    Όχι Άγγελον, όχι άνθρωπον, ακόμη και τα ζώα με το ένστικτο το νιώθουν
    πως ασφαλείς δεν είμαστε στο σπίτι μας, σε τούτον τον κόσμον που μυστικό δεν του έχει μείνει.
    Ίσως ακόμη, καθημερνά για να το βλέπουμε, κάποιο δεντράκι μας μένει στην πλαγιά , κι ο χτεσινός μας μένει δρόμος, μας μένει κι η ξεπερασμένη πίστη μιας συνήθειας που κοντά μας της άρεσε κι έτσι έμεινε και δεν μας αφήκε.
    Ω! κι η νύχτα ακόμη , η νύχτα, όταν ο άνεμος πλημμυρισμένος από άπειρο, στο πρόσωπο μας δέρνει, η νύχτα, η λαχταρισμένη νύχτα, η ήρεμα απογοητευμένη που κοπιαστική θα ‘ναι στην ήρεμη καρδιά, σε ποιόν δε θα έμενε ;
    Rainer Maria Rilke, Απόσπασμα, Μετάφραση : Άρης Δικταίος

    Scorpions – Send Me An Angel

    10. Οι Ελεγείες του Ντουίνο (1912-1922)
    ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΛΕΓΕΙΑ

    Κάθε Άγγελος τρομερός είναι. Όμως, αλλοίμονο μου,
    πουλιά, θανάσιμα σχεδόν, της ψυχής, σας επικαλούμαι,
    κι ας ξέρω τι σημαίνεται.
    Πού να ‘ναι του Τωβία οι μέρες, τότε που, από τους πιο απαστράπτοντες Αγγέλους,
    Άγγελος, στην πόρτα του σπιτιού την απέριττη στάθηκε ντυμένος για ταξίδι και δεν ήταν τρομερός τώρα πια, (όπως, περίεργα, στον έφηβο έφηβος φανερωνόταν)·
    Αν τώρα ο Αρχάγγελος, ο επικίνδυνος, πίσω από τ’ αστέρια πρόβαινε και μας σίμωνε με ένα βήμα μονάχα : προς τα πάνω χτυπώντας η ίδια μας θα μας σκότωνε καρδιά.
    Ποιοι να είστε τάχα ;Εσείς που πρόωρα ευτυχίσατε, της δημιουργίας οι χαïδεμένοι, του ύψους δρόμοι, εσείς αυγινές κορυφές κάθε κτίσης,– της ανθούσης θεότητας γύρη, εσείς , αρμοί του φωτός, διάδρομοι, σκάλες , θρόνοι, Άπειρα υπάρξεως, εσείς, ευφροσύνης ασπίδες, γοητευθείσης θυελλωδώς αίσθησης, ταραχές, και ξάφνου , ένας- ένας καθρέφτες, που το αναβλύζον απ’ τους ίδιους κάλλος πάνω στην ίδια τους όψη πίσω ξαναπαίρνουν. Γιατί εμείς, όταν νιώθουμε, εξατμιζόμαστε · αχ, τον εαυτό μας εκπνέουμε και διαχυνόμαστε· από πυρά σε πυρά, ολοένα κι ασθενέστερο άρωμα αναδίδουμε.
    Μας λέει, τότε κάποιος : ναι,. Περνάς μέσα στο αίμα μου · η κάμαρα τούτη, η άνοιξη, από σε γιομίζει… Μάταια · δε μπορεί να μας κρατήσει· εντός του, γύρω του, χανόμαστε. Κ’ εκείνους, που όμορφοι είναι, ποιος θα τους συγκρατήσει; Αδιάκοπα ανατέλλει και βασιλεύει η όψη στο πρόσωπό τους .σαν την δροσιά από το γρασίδι του πρωιού ή και σαν του καυτού φαγητού την πύρα, ό,τι δικό μας είναι, αναλήπτεται .
    Πού πάτε χαμόγελα ; Ω ανάβλεμμα : νέο, ζεστό, φευγαλέο της καρδιάς κύμα – Αλλοίμονό μου :
    Αλλ’ αυτό ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΜΕΙΣ. Μας γεύεται λοιπόν, το Άπειρο αυτό όπου σβήνουμε;
    Οι Άγγελοι, παίρνουν αληθινά, ό,τι τους ανήκει μόνο, ό,τι από κείνους ανάβλυσεν, ή, κάποτε, σα να λαθεύουν, παίρνουν κάτι κι απ’ τη δική μας ύπαρξη ; Έχουμε, τάχα, πέσει στις όψεις τους, έτσι όπως το ακαθόριστο στην όψη της έγκυας γυναικός;
    Δεν το παρατηρούνε μες στη δίνη της επιστροφής στον εαυτό τους. ( Πώς θα το εννοούσαν) Αν οι εραστές το εννοούσαν, στην νυχτερινή αύρα παράξενα να ομιλούνε θα δύνονταν . Γιατί, φαίνεται, ότι όλα, όλα μας κρύβουνε.
    Κοίτα : τα δέντρα ΥΠΑΡΧΟΥΝΕ τα σπίτια που τα οικούμε, ακόμα υπάρχουν. Εμείς, μονάχα εμείς σαν αλλαγή του αγέρα, τα προσπερνούμε όλα.
    Κι όλα είναι σύμφωνα, να μας αποσιωπήσουν , άλλα σαν όνειδος ίσως, κι άλλα ως ανομολόγητη ελπίδα .

    Rainer Maria Rilke, Απόσπασμα, Μετάφραση : Άρης Δικταίος

    U2-Angel of Harlem

    Ο Ελύτης, πάντως, εντελώς αγγελοκρουσμένος και στη ζωγραφική του.

    11. Άγγελε συ που κάπου εδώ γύρω πετάς
    Πολυπαθής και αόρατος, πιάσε μου το χέρι
    Χρυσωμένες έχουν τις παγίδες οι άνθρωποι
    Κι είναι ανάγκη να μείνω απ’ τους απέξω.

    Ελύτης , VILLA NATACHA, Ετεροθαλή (σ. 349).

    12. Οι άγγελοι τραγουδάνε. Και οι ερωτευμένοι επίσης. Πίσω από κάθε ανάταση, από κάθε μεράκι, μια κιθάρα περιμένει έτοιμη να πάρει τα λόγια και να τα ταξιδέψει από χείλη σε χείλη. Δεν είναι λίγο αυτό. Είναι η χαρά να δίνεις χαρά στους άλλους, είναι αυτό που μας βαστάει στη ζωή. Γι΄ αυτό, κοντά στα ποιήματά μου, δοκίμασα να γράψω και μερικά τραγούδια, χωρίς να τα υποτιμώ καθόλου. Έτσι ή αλλιώς, μιλά κανείς για τα ίδια πράγματα που αγαπά, και από κει και πέρα το λόγο έχουν αυτοί που θα τ’ ακούσουν. Λένε πως το είδος έχει ορισμένους κανόνες. Δεν τους ξέρω και, πάντως, δεν ενδιαφέρθηκα ή δεν μπόρεσα να τους ακολουθήσω. Δουλεύει ο καθένας όπως νοιώθει. Και η θάλασσα είναι απέραντη, τα πουλιά μυριάδες, οι ψυχές όσες και οι συνδυασμοί που μπορούν να γεννήσουν οι ήχοι και τα λόγια, όταν ο έρωτας και το όνειρο συμβασιλεύουν.

    Οδυσσέας Ελύτης –εισαγωγικό σημείωμα – στη Συλλογή του «Τα ρω του έρωτα» (Εκδόσεις Αστερίας, Αθήνα 1972)

    Ο άγγελος μου- Άλκηστις Πρωτοψάλτη

    13. ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ ΤΗΣ ΑΓΝΟΤΗΤΑΣ

    Το Χτες, ό,τι κι αν λένε, ήταν για μας
    Ένα λεπτό μείον Σήμερα, ή δύο λεπτά μείον Αύριο
    Καθώς και το Αύριο δεν το λέγαμε Αύριο
    Παρά το λέγαμε Ένα Λεπτό Μείον Μία Αιωνιότητα
    Ενώ το Σήμερα το λέγαμε Ένα Λεπτό Συν Χτες.

    Μας είδαν στη Ζυρίχη
    το Χίλια Εννιακόσια Δέκα Τέσσερα
    Να τραγουδάμε νέγρικα άσματα
    Άναρθρα ποιήματα να κραυγάζουμε
    Φορώντας φράκο και μονόκλ
    Πίνοντας άφθονο κρασί και καπνίζοντας
    Ακατάπαυστα στις βεράντες
    Ενός σφαγιασμένου
    Δειλινού.
    Στο Βερολίνο μας άκουσαν
    Το Χίλια Εννιακόσια Δέκα Εννιά
    Τους πάντες και τα πάντα να χλευάζουμε
    Γελώντας, ναι, αλλά ποτέ όταν γελούσανε
    Οι Εχθροί μας.
    Μας ένιωσαν για τα καλά
    Στο Παρίσι, το Είκοσι Τέσσερα
    Και το Πενήντα Δύο
    Και το Εξήντα Οχτώ
    Αθόρυβοι στην αρχή
    Στην Όχθη την Αριστερή
    Και σιγά σιγά
    Εκκωφαντικοί Ακαριαίοι Εμπρηστικοί
    Να εκπορθούμε ό,τι γι’ απρόσβλητο περνιόταν.

    Λέγαμε πως είμαστε της Λήθης Οπαδοί
    Την ίδια τη στιγμή
    Που ομνύαμε στης Μνήμης την ηχώ
    Κραυγάζαμε
    Όταν
    Να ψιθυρίσουμε οι άλλοι μας περίμεναν
    Κι όταν για φωνές κι ολολυγμούς
    Μας είχαν ικανούς
    Εμείς απλώς σωπαίναμε
    Και συνεννοούμασταν με νεύματα.

    Τέτοιο ήταν, και έμεινε τέτοιο,
    Το Άδολο Παιχνίδι Μας
    Και έτσι καταφέρναμε
    Τις Βεβαιότητες να διαφθείρουμε
    Τις Νύξεις να εκθειάζουμε
    Ώσπου να γίνουν
    (για τις Νύξεις Σού Μιλώ)
    Βόμβες αδυσώπητες του Λόγου και του Νου.

    Ναι, Χαράλαμπε, ναι, όντως, Φίλε Μου
    Ο Μαρσέλ έπαιζε σκάκι όταν ξεκοιλιάζαμε
    Μαζί με τους προύχοντες και τις θυγατέρες του
    Και έκανε καλά
    Και κάναμε καλά.

    Ναι, Φίλε, όντως
    Όταν παίζαμε με το Είναι και το Χρόνο
    Όταν ταλανιζόμασταν γελώντας (πάντα!) βροντερά
    Με το Είναι και το Μηδέν
    Ωραίοι (ξανά: πάντα!) και Χλομοί
    Και Γαλάζιοι (στους οφθαλμούς)
    Και Κόκκινοι (στα χείλη)
    (και στην Καρδιά)
    (και στο Μυαλό)
    Ήμασταν και παραμέναμε
    Όταν γαλουχούσαμε μια Γενιά
    Ήμασταν και παραμέναμε
    Όταν γαλουχούσαμε μια Γενιά
    Ήμασταν και παραμέναμε
    Όταν πετάγαμε την Τέχνη στα σκυλιά
    Και όταν στη Ζωή αφιερώναμε
    Τα βλάσφημα άσματά μας
    Ήμασταν και παραμέναμε
    Όταν η μόνη γεωγραφία που αναγνωρίζαμε
    Ήταν των Παθών η Γεωγραφία
    Ήμασταν και παραμέναμε
    Όταν άλλη επιστήμη δεν ξέραμε
    Εξόν την Ιστορία
    Ήμασταν, Φίλε Μου, και παραμέναμε
    Όταν τα κορίτσια μας τα λέγαν
    Κατερίνα Βάσω Ουρανία Ελεάννα Ερασμία
    Όταν τα ρούχα μας ήσαν όλα μαύρα
    Όταν τ’ ακροδάχτυλά μας ήσαν όλα κίτρινα
    Όταν τα δόντια μας ήσαν πράσινα και φαιά
    Όταν δεν μας πλησίαζε κανείς δίχως να κινδυνεύει
    Ναι, Φίλε Μου
    Της Αγνότητας
    και τότε
    της Αγνότητας
    και τώρα
    της Αγνότητας
    και πάντα
    Άγγελοι ήμασταν.

    Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης (ποίημα από το βιβλίο του «Paris, Παρίσι», Κέδρος, 2003)

    Sarah McLachlan – Angel

    14. …Και με πίστη βαθιά πίστεψα, πως από τον πατέρα μου Θάνατο – Ουρανό αρχίζει
    η Ζωή.
    Και πως τελειώνοντας, τότε μόνο θ’ αρχίσω.
    Γι’ αυτό ο πατέρας μου, το πέρασμα με τους
    εφτά αγγέλους της μέρας και τους εφτά αγγέλους της νύχτας μου έδειξε.
    Πώς από την ερημιά του πλήθους να βγαίνω
    Και στον ουρανό ξανά κάνοντας κίνηση κυκλικά ανοδικά πάντα να μπαίνω.

    ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ, Εγώ η Κατερίνα, απόσπασμα, Νόστος

    Χιλιάδες άγγελοι με τ’ άσπρα [Θεός κι αν είναι]

    15. Φινάλε

    Τα μεθυσμένα αγγελούδια μου κοίτα
    πως φτερουγίζουν στης γιορτής τον αέρα
    με κάθε μου όνειρο, με κάθε μου ελπίδα
    γεμίζουν χρώματα τη μαγική μου σφαίρα

    Τ’ αλλοπαρμένα αγγελούδια μου κοίτα
    πως ξεμυτάν απ’ τ’ ουρανού τα λημέρια
    γλιστρώντας πάνω σε μια αέρινη τσουλήθρα
    έρχονται όλα να με βρουν εδώ πέρα

    Κι όλοι το ξέρουν πως
    απόψε θα ’χουμε μια όμορφη νύχτα
    κι αύριο θα ’ναι μια καλύτερη μέρα
    ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΓΓΕΛΑΚΑΣ, Υπέροχο Τίποτα, 1993)

    Angels – Robbie Williams

    16. Αγγελάκια νέγροι

    Ζωγράφε γεννημένε στην γη μου
    Με το ξένο πινέλο
    Ζωγράφε που ακολουθείς το δρόμο
    όλων των παλιών ζωγράφων

    Αν και η Παρθένος είναι λευκή
    Ζωγράφισέ μου αγγελάκια μαύρα
    Αφού κι αυτά πάνε στον ουρανό
    Όλα τα καλά νεγράκια

    Ζωγράφε αν ζωγραφίζεις με αγάπη
    Γιατί περιφρονείς το χρώμα τους
    Αφού ξέρεις ότι στον ουρανό
    Επίσης, ο Θεός τα θέλει

    Ζωγραφίζεις τους ιερούς χώρους
    Αν έχεις μέσα σου ψυχή
    Γιατί ζωγραφίζοντας τους πίνακές σου
    Ξέχασες τους νέγρους;

    Πάντα όταν ζωγραφίζεις εκκλησίες
    Ζωγραφίζεις αγγελάκια όμορφα
    Αλλά ποτέ δεν θυμήθηκες
    Να ζωγραφίσεις έναν άγγελο νέγρο

    Andrés Eloy Blanco. Μετ. Μαριάννα Τζανάκη

    Eartha Kitt- Angelitos Negros

  2. ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΣΕΛΙΔΑ ΜΕ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

    ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ

  3. Καλημέρα, Αγγελική!… Για άλλη μια φορά πλούσιο και ωραιότατο το σχόλιό σου!!!

    -Γιάννης Ανδρεόπουλος, «Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ»

    « Μετράω τις ώρες που στενόχωρα περνούν,
    ακουμπισμένος στο πελαγίσιο μπαλκόνι,
    σφυρίζοντας το μονότονο τραγούδι μου,
    βγάζοντας μια, μια τις νότες
    από το πηγάδι των αναμνήσεων.
    Στο βάθος ένας ήλιος κόκκινος σαν αίμα,
    στέκει σκεπτικός,
    κουρασμένος απ’ το αιώνιο ταξίδι του.
    Δυο συννεφάκια που αχνά αρχίζουν να μαυρίζουν
    του συμπαραστέκονται.
    Βουβή κι η δική μου ματιά,
    Ακίνητη,.. προκλητικά καρφωμένη στον ορίζοντα.
    Σε λίγο θ’ αρχίσει η συμφωνία
    των Αγγέλων σε Ντο ελάσσονα. «

    (http://www.sarantakos.com/kibwtos/symfwnia_aggelwn.html)

    -NICANOR PARRA «ΠΑΤΕΡ ΗΜΩΝ»
    (απόσπασμα)

    «Πατέρα μας ποὺ εἶσαι ἐκεῖ ποὺ εἶσαι
    Κυκλωμένος ἀπὸ ἄπιστους ἀγγέλους
    Εἰλικρινὰ
    Μὴν ὑποφέρεις ἄλλο γιὰ χάρη μας
    Πρέπει νὰ λάβῃς ὑπόψη σου
    Πὼς καὶ οἱ θεοὶ δὲν εἶναι ἀλάθητοι
    Καὶ πὼς ἐμεῖς συγχωροῦμε τὰ πάντα.»

    -Νίκος Καρούζος, «Ενώπιον των αγγέλων»

    «Ενδέχεται ο θάνατος εσαεί ηλιοστάλαχτος
    ετούτη τώρα τη στιγμή
    με συγκοπή να με γραπώσει ξαφνικά ή τις οίδε.
    Ενδέχεται να με φουμάρει κάνα – δυο δεκαετίες.
    Μα υπάρχει τίποτες άλλο απ’ τη στιγμή την επόμενη;
    Αρρώστησα πολύ μες στην υγεία μου.»
    (Ν. Καρούζος, Τα ποιήματα, τ. Β’, Ίκαρος)

    -Η ευλογία της έλλειψης (Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ)

    «Ευγνωμονώ τις ελλείψεις μου
    ό,τι μου λείπει με προστατεύει
    από κείνο που θα χάσω
    όλες οι ικανότητές μου
    που ξεράθηκαν στο αφρόντιστο χωράφι της ζωής
    με προφυλάσσουν από κινήσεις στο κενό
    άχρηστες, ανούσιες.
    Ό,τι μου λείπει με διδάσκει
    ό,τι μου ‘χει απομείνει
    μ’ αποπροσανατολίζει
    γιατί μου προβάλλει εικόνες απ’ το παρελθόν
    σαν να ‘ταν υποσχέσεις για το μέλλον.
    Δεν μπορώ, δεν τολμώ
    ούτ’ έναν άγγελο περαστικό
    να φανταστώ γιατί εγώ
    σ’ άλλον πλανήτη, χωρίς αγγέλους
    κατεβαίνω.
    Η αγάπη, από λαχτάρα που ήταν
    έγινε φίλη καλή
    μαζί γευόμαστε τη μελαγχολία του Χρόνου.
    Στέρησέ με –παρακαλώ το Άγνωστο–
    στέρησέ με κι άλλο
    για να επιζήσω.»
    (https://greekpoems.wordpress.com/)

    -Διονύσιος Σολωμός, «Εις Μοναχήν»
    (Πρoς την κυρά Άννα Μαρία Αναστασία Γουράτο Γεωργομίλα, όταν εντύθηκε το αγγελικό σχήμα εις το μοναστήρι των Αγίων Θεοδώρου και Γεωργίου εις Κέρκυρα την 18 Απριλίου 1829.)

    1
    Απο τον Θρόνο τ’ Άπλαστου
    οι Αγγέλοι εκατεβήκαν,
    και μες στου μοσχολίβανου
    το σύγνεφον εμπήκαν,
    να ιδούν που το κοράσιο
    κινάει στην εκκλησιά.
    2
    «Χριστός ανέστη» εψάλλανε
    με τα χρυσά τους χείλη,
    «Χριστός ανέστη» εκάνανε
    κι αστράφτανε σαν ήλιοι
    και λόγια ετραγουδούσανε
    εγκάρδια και θερμά.
    3
    Ενας Άγγελος
    Χαίρε, αδελφή ! Μ’ αρέσουνε
    της όψης σου οι χλωμάδες.
    εις τα περίσσια ανάμεσα
    κεριά και στες λαμπάδες
    κάλλιο από ρόδα πιάνουνε
    της Νύμφης του Χριστού.
    4
    Άλλος
    Αφού τον θάνατο έκλαψες
    της δόλιας σου μητέρας
    και του πατρός, σου απόμεινε
    μόνος Αυτός πατέρας.
    Άλλος
    Πάντα περνάει τα σπλάχνα του
    το δάκρυ του ορφανού.
    5.
    Άλλος
    Γλυκό ‘ναι της Παράδεισος
    να μελετάς τα κάλλη.
    Άλλος
    Πικρή ‘ναι η φοβερότατη
    του κόσμου ανεμοζάλη.
    μον’ εδώ φθάνει ο αντίλαλος,
    δε φθάνει η τρικυμιά.
    6
    Άλλος
    Εδώ ο Χριστός στα ονείρατα
    σ’ εσένα κατεβαίνει.
    Άλλος
    Εκεί ταράζουν άρματα
    και θρόνοι αιματωμένοι.
    Άλλος
    Εδώ ευτυχία και θρίαμβος.
    Άλλος
    Εκεί ‘ναι συμφορά.
    7
    Άλλος
    Ο κόσμος ερωτεύτηκε
    στα μάτια, στη φωνή σου,
    τα μελετάει συχνότατα,
    κι η αγγελική ψυχή σου
    φωνή και μάτια εγύρισε
    κατά τον Ουρανό.
    8
    Άλλος
    Ο Πλάστης κατ’ εικόνα του
    τον άνθρωπο εποιούσε.
    Άλλος
    Μες στα κρυφία της γνώσης του
    τη Χτίση εμελετούσε,
    για να ‘ναι του λιγόζωου
    ανθρώπου η κατοικιά.
    9.
    Άλλος
    Απάνου απάνου εχύθηκε
    στην Άβυσσο που εσειότουν
    και με τρομάρα εμούγκριζε,
    κι αυτί δεν εσωζότουν.
    ο Πλάστης ολομόναχος
    αγρίκαε με χαρά.
    10.
    Άλλος
    Έρως και Χάρος πάντοτε
    δουλεύουν εδώ κάτου,
    ώσπου ο Καιρός ο γέροντας
    να χάσει τα φτερά του.
    Άλλος
    Φριχτή ‘ναι η ώρα που άνθρωπος
    βαριά ψυχομαχά.
    11
    Άλλος
    Μη φοβηθείς να ‘σ’ έρημη
    τότε από κάθε μάτι.
    ιδού ο Χριστός που γέρνοντας
    στου πόνου το κρεβάτι
    σου σιάζει το προσκέφαλο
    και σε παρηγορά.
    12
    Αλλος
    Ευτυχισμένο λείψανο,
    θέλει σου δώσει πάλι
    τον αρραβώνα ο ίδιος
    οπού σου πήρε αγάλι
    την ώρα που απομείνανε
    τα στήθια σου νεκρά.
    13.
    Άλλος
    Τα κόκαλα εβαρέθηκαν,
    στο μνήμα καρτερώντας
    και τρίζουνε ακατάπαυτα
    την Κρίση αναζητώντας.
    Άλλος
    Ξύπνα, αδελφή ! Τη Σάλπιγγα
    την ύστερη αγρικώ.
    14
    Άλλος
    Τα μάτια της αστράψανε
    του τάφου από την κλίνη.
    κοίτα, πετιέται ολόχαρη
    και μες στο λάκκο αφήνει
    τους μόσχους του Μαϊάπριλου
    που δεν υπάρχει πλιο!
    15
    Όλοι οι Άγγελοι
    Τα μάτια της αστράψανε
    του τάφου από την κλίνη.
    κοίτα, πετιέται ολόχαρη
    και μες στο λάκκο αφήνει
    τους μόσχους του Μαϊάπριλου
    που δεν υπάρχει πλιο!

  4. Άγγελος με τους αγγέλους – Μίλτος Πασχαλίδης

    Εγώ απλώς ήθελα

    Ένας άγγελος
    μου έδωσε τα φτερά του
    για να πετάξω.

    Δεν είχα που να πάω
    και του τα γύρισα πίσω.

    Ούτε άγγελοι μου χρειάζονταν
    ούτε φτερά.

    Εγώ απλώς ήθελα να περπατήσω
    στο πλάι εκείνης
    που μου έκοψε τα πόδια.

    Δημήτρης Ε. Σολδάτος

    Τρεις Αγγέλοι – Άλκηστις Πρωτοψάλτη

    Μονόγραμμα -Οδυσσέας Ελύτης (απόσπασμα)

    Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω,
    περιμένουν οι άγγελοι με κεριά
    και νεκρώσιμους ψαλμούς,
    πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς;
    ή κανείς ή κι οι δυο μαζί.

    Merrillee Rush–Angel of the Morning

    Άστρα

    Καπνίζουν κ’ οι άγγελοι, είπε.
    Άμα σηκώσετε τη νύχτα
    το κεφάλι σας θα τις ιδείτε
    τις κάφτρες των τσιγάρων τους.

    Τι καφενείο τι ουρανός
    ντουμάνι και φτυσιές
    κι αέρας σάπιος

    (κι ο κάτω κόσμος
    στάχτες κι αποτσίγαρα).

    XΡΗΣΤΟΣ ΜΠΡΑΒΟΣ, (Από την ποιητική του συλλογή “Ορεινό καταφύγιο’, Τυπογραφείο “Κείμενα’, Αθήνα 1983)

    Eurythmics – There Must Be An Angel

  5. Καλημέρα, Αγγελική! Καλή εβδομάδα!!!

    «Αυτοί παιδί μου δεν/ δεν σου χαρίζουν ούτε τη νύστα τους/ όλο δεν και δεν και δεν-/ τρο δεν φύτεψαν τα χέρια τους/ δεν χάιδεψαν σκυλί, γατί, πουλάκι/ πληγωμένο/ γυναίκα άσχημη και στερημένη/ αυτοί παιδί μου δεν/ δεν δίνουν τ΄Αγγέλου τους νερό» (Μ. Γκανάς)

    -Ρ. Μ. Ρίλκε, «Τραγούδια των αγγέλων»

    «Πολύν καιρό εκράτησα τον Άγγελό μου,
    τόσο πολύ, που φτώχανε στα χέρια μου, έτσι
    που γίναμε μικρός αυτός κ’ εγώ μεγάλος:
    και, ξαφνικά, να που έγινα το Έλεος το Μέγα,
    κ’ έγινε ικεσία τρεμουλιαστή αυτός μόνο.

    Τότε, , τον ουρανό του το έδωσα και πάλι, –
    και μου άφησε το Κοντινό, απ’ όπου αφανίστη,
    μάθαμε, εγώ τη ζωή, το ταλάντεμα εκείνος,
    κι ο ένας σιγά – σιγά αναγνώρισε τον άλλο.

    ………………………………………………………

    Γύρω από τις πολλές Μαντόνες είναι
    πολλά παιδάκια αγγέλοι αιώνιοι, που έχουν
    γη της επαγγελίας τους και πατρίδα
    τον κήπον που αρχίζει ο θεός. Κ’ ειν’ όλα
    σε τάγματα μπασμένα, και κρατούνε
    χρυσά βιολιά, κ’ οι πλέον ωραίοι άγγελοι
    δεν το μπορούν ποτέ τους να σωπάσουν
    γιατί οι ψυχές τους είναι από τραγούδι.
    Κι ολοένα, ολοένα πρέπει να ηχούν όλα
    τ’ ακαθόριστα αντίφωνα, χιλιάδες
    και χιλιάδες φορές που έχουν ηχήσει:
    ο θεός απ’ την ακτίνα του εκατέβη
    κι απ’ της λαχτάρας του τα όστρακα, αχ, εσύ ‘σουν
    το όστρακο το πιο ωραίο, Μαρία Παρθένε.

    Αλλά πολλές φορές, μέσα στο σκιόφως
    πιο κουρασμένη και πιο κουρασμένη
    είναι η Μάνα, – κ’ ύστερα ψιθυρίζουν
    τ’ αγγελαδέρφια και την κάνουν, πάλι
    νέα, πολύ νέα, ν’ αγάλλεται. Και νεύουν
    γιορταστικά με τις λευκές φτερούγες,
    μες στο δώμα, που ηχεί όλο, κι αναπέμπουν
    μες απ’ τις θερμές καρδιές των, όλο
    και πιο ψηλά τη μία στροφή: όλοι εκείνοι
    που ακολουθούν της Ομορφιάς το δρόμο,
    μέσα στην Ομορφιά θ’ αναστηθούνε.»
    (Ρ. Μ. Ρίλκε, Ποιήματα, μτφ. Α. Δικταίος, Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος)

    -Μ. Ελευθερίου, «Γονατιστή σε πόδια αγγέλων»

    «Είναι καιρός που ζεις μες στις υπέργειες κρύπτες
    και πως για μένα κλαις και πως πενθείς το ξέρω.

    Κι όμως η μάνα σου φρενιάζει στο παράθυρο και αφρίζει.
    Με τα μαλλιά της ξέπλεκα σε τάζει στους αγίους
    αφού εσύ τρέχεις γυμνή μες στα νεκροταφεία

    -ξερό κορμί ξερό ψωμί
    Σαν την Πολωνέζα Ματωμένη Ρόζα-

    σ’ ερειπωμένα σιδεράδικα και σε λιμάνια που φεύγουν
    πίσω απ’ τα καράβια.
    Και κουβεντιάζεις τα σκυλιά και φαρμακώνεις τα πηγάδια.
    Γονατιστή σε πόδια Αγγέλων εστεμμένων
    και με κονιάκ να τρίβεις τις κοιλιές των μεθυσμένων.

    Ποιος κυνηγός σε ονόμασε πουλί και σε βαλσάμωσε
    και τρίζεις τ’ ανεκτίμητα διαμάντια των δοντιών σου.»
    (Μ. Ελευθερίου, Η πόρτα της Πηνελόπης, Καστανιώτης)

  6. 1. Ίνα πληρωθή το ρηθέν…

    Ήμουν τόσο λυπημένος,
    που οι άγγελοι μου τραγουδούσαν στον ουρανό, άρχιζα
    τότε να τραγουδάω κι εγώ
    για να μην καταλάβουν οι γείτονες, έτσι απέκτησα τη
    φήμη ξένοιαστου ανθρώπου
    εξάλλου ο ρόλος μου πάντα ήταν να κρατάω ξύπνιο αυτό
    το ηλίθιο φάντασμα
    μιας παλιάς ευτυχίας.
    ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ-(απόσπασμα)

    2. »Με την αγάπη
    θα σηκώσουμε την απελπισία μας
    απ΄ το αμπάρι του κορμιού.
    Δεν είναι φορτίο για τη χώρα των αγγέλων
    η απελπισία.
    Και προπαντός
    ας μην αφήσουμε την αγάπη
    να συνωστίζεται με τόσα αισθήματα.»
    ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ

    3…Τράβηξα την σκονισμένη αιωνιότητα σαν κουρτίνα
    με τόση ευκολία και τά ‘χασα βλέποντας
    το λάγνο τίποτα της αναφρόδιτης καμπύλης!
    Ο άγγελος τότε του έαρος μου φώναξε: -Μη στενεύεις,
    αγίαζε μονάχα, μη σκοπεύεις, κι απ’το μειλίχιο
    δαιμόνιο της αγάπης πιο περ’ ακόμη τράβα κι ας είπες
    θα κομματιάσω τον κόσμο για να ματιάσω
    τη δύναμη της αλήθειας.
    ‘Ελα, λυτρώσου τώρα κι απ’ του ερωτήματος την έλλειψη
    να γίνεις ομορφότερος να μείνεις όντως μόνος…

    Νίκος Καρούζος – Τι είπα κάποτε σ’ έναν ιπτάμενο
    -απόσπασμα, Χορταριασμένα Χάσματα,1974

    Κοιμήσου, αγγελούδι μου-Δέσποινα Μπεμπεδέλη

    4. βυθισμένοι σε αχνά χαμόγελα και φως

    μέσα σε πολύχρωμα αδιάβροχα και ζεστούς σκούφους
    φορώντας τις μαγικές τους μπότες
    βυθισμένοι σε αχνά χαμόγελα και φως
    κάθε πρωί εισπλέουν στο νηπιαγωγείο της γειτονιάς
    οι άγγελοι που δεν γνωρίσαμε
    σαν μπίλιες απ’ τις τσέπες τους στο χώμα απλώνουν
    όλα τ’ αστέρια τ’ ουρανού
    μας δείχνουν τον θεό που δεν πιστέψαμε
    σκορπίζουν στον αέρα θαύματα που δεν αξίζουμε
    με μιαν ανάσα τους στηρίζουν
    την ετοιμόρροπη ζωή μας

    ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ (από τη συλλογή Χώμα στον ουρανό, 1998)

    5. ΑΓΓΕΛΟΚΡΟΥΣΜΕΝΟΣ

    Να ριχτεί μες τα όλα επειδή το είχε προστάξει ο βοριάς της ψυχής
    του, όμως
    Ο νοτιάς του τον ήθελε έτσι:
    Να μένει κουκουβισμένος ο φτωχός μέσα στην ταπεινή αλήθεια
    που κουβάλαγε
    Πως είναι ένας ανθός που δεν μοσχοβολάει.

    Αλλά
    Είναι μια ώρα
    Νιώθει καθένας ότι πάνω του
    έχει φυσήξει δυνατή πνοή
    Κι ακόμη
    Κρατά αν είναι γόνιμη στιγμή για να καρπίσει·

    Το ύψος της ζωής τον πολεμούσε
    Έβλεπε το βάθος.
    Μεγάλωνε το χάσμα ανάμεσα σ’ αυτό που τον ανάγκαζαν να είναι Και σ’ αυτό
    Που αλήθεια ήταν.
    Και κείνος κάλπαζε σαν γύρω του ο χρόνος να ‘χε χρεωθεί
    Των ανθρώπων τα βάσανα και τις μοίρες του κόσμου!

    Ψηλαφητά τα μάθαινε όλα.
    Να τον βλέπει από το άγιο το μέρος του ο καιρός.
    Ένας που θα πασχίζει πάντα να άνω-θρώσκει άνθρωπος.

    Όπως χαράματα που φλογίζει τον κόσμο ο ήλιος.
    Να φανεί που ο άγγελος προβάλει
    Και ζητάει το δίκιο
    Για χάρη της μέρας.

    22.8.1981 ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΡΕΛΗΣ

    Γυρίζοντας από τη θάλασσα, το άκουσα στο Β’ πρόγραμμα.
    Πρώτη φορά πρόσεξα τους υπέροχους στίχους του Ζήκα.

    ΚΥΜΑ ΤΟ ΚΥΜΑ, Ελευθερία Αρβανιτάκη (…ή θάνατος!)

    6. ΚΥΜΑ ΤΟ ΚΥΜΑ

    Ελαφρώνει το σώμα
    ο ύπνος ο αμέριμνος
    Και κοχύλια γεμίζει
    τώρα η έρημος

    Απροσδόκητα μπήκες
    στη σχισμή των ονείρων μου
    Και του αγγέλου το σώμα
    κουλουριάζεται γύρω μου

    Κύμα το κύμα
    η πέτρα λιώνει
    του ονείρου η αύρα
    μας ενώνει

    Τρεμοπαίζει η σιωπή
    πριν χαθεί η σελήνη
    Και του αγγέλου τα δάκρυα
    ανεμώνες και κρίνοι

    Το παράδοξο θαύμα
    την ψυχή δυναμώνει
    ένα όνειρο απλά
    πως μπορεί και μας σώνει

    Γιώργος Ζήκας

  7. Ciao Aggeliki!… Πολύ ωραία όλα!!!!

    -Χοσέ Άνχελ Βαλέντε, «Άγγελος»

    «Με το ξημέρωμα, όταν
    η σκληράδα της μέρας ειν’ ακόμα παράξενη,
    ξαναβρίσκομαι στη σωστή γραμμή
    απ’ όπου πισωστρέφει η νύχτα.

    Τη σκούρα σου διαφάνεια αναγνωρίζω
    τ’ άφαντο πρόσωπό σου,
    την κόψη ή τη φτερούγα που μ’ αυτή έχω παλέψει.

    Στέκεις, γυρνάς ή ξαναφανερώνεσαι
    στο απώτατο όριο, κύριε
    του αξεδιάκριτου.
    Μη χωρίζεις
    τη σκιά απ’ το φως που εκείνο έχει γεννήσει.»
    (Σύγχρονη ισπανική ποίηση, ΓΝΩΣΗ)

    -Ρικάρδο Μολίνα, «Ψαλμός του κακού αγγέλου»

    «Τι μ’ ωφελεί, αν έχεις πλάσει ωραίο τον κόσμο;
    Τι μ’ ωφελεί αν όμοια με το μέλι φιλτράρεται το φως σου μέσα
    από τους πυκνούς πευκώνες;
    Τι μ’ ωφελεί αν τα ποτάμια με καλούν στου λουτρού τη μοναχική
    απόλαυση κι αν τόσα πράγματα σε φωτεινό κυματισμό ομορ-
    φιάς με τριγυρίζουν; Τι μ’ ωφελούν
    τα πάντα αφού στέκεις ψυχρός, αφού αποστρέφεις
    το πρόσωπο από μένα, δε μ’ ακούς,
    μου σβήνουν τη φωνή σου, σε συννεφιάζουν μέσα μου;
    Τι μ’ ωφελεί το καθετί,
    αφού έχεις βάλει, Θεέ μου, στην ψυχή μου έναν αόμματο άγγελο,
    κακό
    και ψέλνουνε τα χείλη μου (τα κλαμένα του μάτια τα ισκιερά
    βλέφαρά του τα θλιμμένα) έναν κόσμο ανέφικτο,
    και τα μάτια μου (τα ουράνια χέρια του) χαϊδεύουν, φιλούν τα
    πράγματα,
    σαν πέταλα απαλού ανέμου;»
    (Σύγχρονη ισπανική ποίηση, ΓΝΩΣΗ)

  8. Ωραία ποιήματα. Μπράβο, βρε Γιάννη!

    Κοίτα τι βρήκα εντελώς τυχαία…
    Μη σου πω ότι είναι τα ωραιότερα στο είδος τους…

    1. OI AΓΓΕΛΟΙ

    Έντιμοι, έντιμοι οι άγγελοι
    γιατί κι όταν ακόμη
    σε στραβώνουν με το άσπρο
    ψιθυρίζουν «δεν υπάρχω».

    Αν τουλάχιστον πίστευα στο Θεό
    θα ‘χαν τα χέρια σου
    άπειρες ερμηνείες
    όταν κινούνται
    και μ’ ανεβάζουν στον ουρανό
    έναν ουρανό σαν του Ρίλκε
    με λυπημένους αγγέλους
    να φυσούν τη μοναξιά
    κάτω στη γη
    υπονοούμενα φτερά
    και ντροπαλή η μιλιά τους
    γιατί δεν υπάρχουν.

    Ο άγγελος είναι έναστρος από μέσα
    κι απ’ έξω σκοτεινός για να βυθίζεται
    στο μαύρο και να μη φαίνεται.

    Οι άγγελοι είναι οι πόρνες τ’ ουρανού
    με τα φτερά χαϊδεύουν τις πιο αλλόκοτες
    ψυχολογίες
    ξέρουν τα μυστικά της εγωπάθειας
    όταν αποκαλούν το φύλλο δέντρο
    και το δέντρο δάσος.
    «Έτσι μας έκαν’ ο Θεός», λένε, σκύβουν
    και χύνεται το φως σαν μαλλί χρυσό ή γέλιο
    στο στήθος κρατάνε το καπέλο
    την ώρα που λένε αντίο
    και μπαίνουν σ’ άλλο κόσμο
    καλύτερο.

    Μια πιπεράτη μυρωδιά
    μένει μόνο
    στο πρεβάζι του παράθυρου
    και στη γλώσσα μια γεύση προδοσίας
    απ’ το θείο.
    (Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ)

    Angel – Madonna
    https://vimeo.com/11952804

    2. Όταν οι άγγελοι τυχαίνουν

    εραστές, προσφέρονται
    μ΄ ένα σκληρό κέλυφος απ΄ έξω
    που τους κρατάει ανέπαφους
    μες στο κακό του πάθους.
    Θωπεύω τις ανώμαλες επιφάνειες
    του όστρακου
    και μοιάζω με τυφλή
    τρέχω τα δάχτυλα μου
    πάνω κάτω για ένα άνοιγμα
    κι εκείνοι σιωπηλοί εκτείνουν
    τα μεσάνυχτα ένα μέλος
    μια σκούρα προέκταση
    του εαυτού τους
    π΄ ανιχνεύει την ολόγυρα εμένα.
    Φαίνεται ακέφαλη η άλογη παρέα μου
    κι έτσι νιώθω ελεύθερη
    να φανταστώ αγγέλους
    μ΄ ολάνοιχτα φτερά
    να λιάζονται ανάσκελα
    στη θεία κάψα
    με το πετράδι τους το σάρκινο
    ν΄ αστράφτει στον αέρα.

    Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ

  9. …Υπέροχη η Ρουκ!!!… Grazie mille!!!

    -Μάνος Ελευθερίου, «Τα αυγά των αγγέλων»

    «Όταν συμβεί και φυσήξει το μπλε της νοσταλγίας
    τα αυγά των αγγέλων γίνονται αόρατα
    γι αυτό κι ως την επώαση ξεσπά μια νευρικότητα
    στους θαμώνες των καφενείων

    (καθώς καθίζουν πάνω τους ανύποπτοι)

    πίνουν διπλά πιοτά, κερνούν αγνώστους, δίνουν
    μεγάλο πουρμπουάρ, ξεχνούν τα σπίτια τους.

    Στέκουν στις πόρτες των θεάτρων σαν συγγενείς
    ηθοποιών.
    Στις πόρτες των νεκροταφείων σαν συγγενείς
    κάποιων νεκρών.

    Ευσυνειδήτως ζουν σε άλλες εποχές.»
    (Μ. Ελευθερίου, Το νεκρό καφενείο, Καστανιώτης)

  10. Είπανε για κείνο τον αρχάγγελο
    που έπεσε ξαφνικά στο μπαλκόνι μας
    την Τρίτη 21 Μαΐου του 78
    πως ήταν αλκοολικός.
    Περνούσε λέει άμα νύχτωνε
    από όλα τα μπαρ της Αθήνας
    και γινότανε φέσι.
    Και το πρωί σαν χάραζε είπανε
    γύριζε λέει στους συναγγέλους του
    και στ’ άστρα ματιασμένος.
    Λέγανε ακόμα οι άνθρωποι
    πως ήτανε αναρχικός.
    Γι’ αυτό άλλωστε είχε και μαύρες φτερούγες.
    Η αλήθεια είναι
    πως ούτε εγώ ούτε η Μυρτώ τρομάξαμε
    παρόλο που για πρώτη φορά μας
    βλέπαμε αγγέλους.
    Εγώ ντροπιάστηκα μόνο
    που είχα τις γλάστρες απότιστες
    και τα γόνατα του παιδιού λερωμένα.
    Με ρώτησε θυμάμαι γελαστός
    αν πίστευα στα μάτια μου αν πίστευα στους αγγέλους.
    Και εγώ του είπα σοβαρά πώς όχι.
    Ε τότε – μου είπε – δε θα πετάξεις ποτέ.
    Και μου έβαλε ένα δαχτυλίδι στο χέρι
    να με θυμάσαι άμα νυχτώνει μου είπε.
    Έκανε έπειτα κάνα δυο φορές έτσι
    για να ζεστάνει τις φτερούγες του ανοίξανε
    και χάθηκε πάνω από την πόλη.
    Από εκείνη την Τρίτη λοιπόν
    ένιωσα πιο μόνη μου από όλα τα χρόνια.
    Κι ούτε που ξαναμίλησα με τους ανθρώπους πια.
    Κι αν δεν ήταν το δαχτυλίδι στο χέρι μου
    και τα φώτα ν’ αναβοσβήνουν σαν την καρδιά μου
    θα’ λεγα πως έφτιαξα πάλι σενάριο
    με το κουρασμένο μυαλό μου.
    Την νύχτα θα ξαναπάρω σβάρνα τα μπαρ.
    Μπορεί να τον τρακάρω…

    KATEΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ, Έρωτας Θανάτου, Αγάπη Βιργινία Σπυράτου, εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος, 2007.

  11. …Geia sou Aggeliki!… Πολύ ωραίο της Γώγου!!!!

    Εμένα μου τελείωσαν οι άγγελοι, δε βρήκα κάτι άλλο για ανάρτηση… Την αγάπη μου!!!

Σχολιάστε