Λόγος Παράταιρος

«Παράταιρος ο λόγος ο δυνατός/ μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει» (Γ. Ρίτσος)

Πες το με ποίηση (99ο): «Παρελθόν – Ανάμνηση – Θύμηση»…

-«Oλόκληρη η ζωή μου δεν ήταν παρά η ανάμνηση ενός ονείρου μέσα σε ένα άλλο όνειρο» (Τάσος Λειβαδίτης)

-Τάσος Λειβαδίτης, «ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ»

«Και τώρα που ξεμπερδέψαμε πια με τα μεγάλα λόγια, τους άθλους, τα όνειρα, καιρός να ξαναγυρίσουμε στη ζωή μας -αλλά μάταια, το σχέδιο της πόλης άλλαξε, κατά που πέφτει ο δρόμος που αγαπηθήκαμε παιδιά, που πήγε ο άνεμος που σκόρπισε τόσους συντρόφους, υπάρχει ακόμα ο κόσμος; -τώρα στη γλώσσα μας μπερδεύονται παλιά τραγούδια, κανείς δεν μας καταλαβαίνει και μόνο τα παιδιά μαντεύουν πιο πολλά, μα μεγαλώνουν γρήγορα και τα πουλιά πετάνε για να μη θυμούνται – ένα τέτοιο παρελθόν και δεν απόμεινε παρά λίγη στάχτη, όπου σκυμμένοι τα βράδια σχεδιάζουμε σημαίες, άστρα, λόφους, άλογα κι
αναμεσά τους την τύψη ότι δεν τα δώσαμε όλα ελευθερώνοντας έτσι όρκους αλλοτινούς και τις πιο ωραίες χειρονομίες του μέλλοντος.»
(Από τη συλλογή «Ο Τυφλός με τον Λύχνο» εκδόσεις Κέδρος)

-Άρτσιμπαλντ Μακλίς, «Ζωντανή ανάμνηση»

«Ναι κι όταν φτάνει ο ζεστός κι αταίριαστος με την
εποχή
Καιρός στο τέλος του χρόνου του επόμενου
αργοπορημένου χρόνου
Κι ο άνεμος ο νοτιοδυτικός μυρίζοντας βροχή και
καλοκαίρι
Γδύνει τα πελώρια κλώνια απ’ τα νεκρά τους φύλλα.

Κι εσύ το σούρουπο πέρα στη Φρίντριχστράσσε
Ή εσύ στην προκυμαία την ανεμόδαρτη του
Παρισιού
Τα φύλλα ανασκαλεύεις τα ρηχά που έπεσαν
μπροστά σου
Μέσα σε σκέψεις που αλλάζουνε σα σύννεφα σταχτιά

Ούτε που θα το νιώσεις πως απότομα μια γλύκα
Γεμίζει την καρδιά σου και δάκρυα σταλάζουνε στα
μάτια
Θα σταθείς στο θερμό σαν τον Ιούνιο άνεμο κι ως τα
φύλλα
Θα πέφτουν Πότε ξανάγινε θα λες αυτό Με ποιαν
Διόλου δε θα το θυμηθείς θα σταθείς εκεί
Νιώθοντας τον άνεμο στο λαιμό τον άνεμο στα
μανίκια
Θα μυρίζεις τα φύλλα τα νεκρά στο γρασίδι ενός
κήπου
Θα κλείνεις τα μάτια σου Με ποιαν θα λες Αχ πού;
(Ποίηση του 20ου αιώνα, μτφρ. Κλείτος Κύρου, Ελληνικά γράμματα)

-Ραφαέλ Αλμπέρτι, «ΤΡΕΙΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ»
Αφιέρωμα στον G.A. Bequer

Πρόλογος

«Δεν είχανε χρονίσει ακόμα μήτε ο αρχάγγελος μήτε το ρόδο.
Όλα είταν πριν απ’ το βέλασμα πριν απ’ το κλάμα.
Όταν το φως δεν ήξερε καλά-καλά
αν η θάλασσα θα γεννούσε αγόρι ή κορίτσι.
Όταν ο άνεμος ονειρευότανε μαλλιά να τα χτενίζει,
γαρούφαλα και μάγουλα να κατακαίει η φωτιά
και το νερό να ξεδιψάει από δυο χείλη ράθυμα.
Όλα είταν πριν από το κορμί και τ’ όνομα,
πριν απ’ το χρόνο.

Λοιπόν θυμάμαι μια φορά στον ουρανό…

Πρώτη ανάμνηση
…Ένα κομμένο κρίνο…
G.A.B.

Εβάδιζε μ’ ένα λύγισμα κρίνου συλλογισμένου,
πουλιού σχεδόν που εννόησε πως πρέπει να γεννήσει,
κοιτώντας δίχως να κοιτάζεται σ’ ένα φεγγάρι
που παρασταίνονταν μες στ’ όνειρό της σαν καθρέφτης,
σε μια σιωπή χιονιού που ανύψωνε τα πόδια της.
Σε μια σιωπή σκυμένη.
Είτανε πριν από την άρπα, τη βροχή, πριν απ’ τα λόγια.
Δεν ήξερε.
Άσπρη μαθητευόμενη του αέρα,
τρεμούλιαζε με τ’ άστρα, με τα δέντρα και με τ’ άνθος.
Ο μίσχος της, τ’ ανάστημά της πράσινο.
Με τα δικά μου αστέρια που μη ξέροντας,
δυο βάλτους θέλοντας να σκάψουνε στα μάτια της
σε δυο πέλαγα τη βυθίσανε.
Θυμάμαι…

Κι έπειτα τίποτα. Νεκρή να φεύγει και να χάνεται.

Δεύτερη ανάμνηση
Ήχοι φιλιών και φτεροκοπήματα
G.A.B.

Πιο πριν,
πολύ πιο πριν από την επανάσταση των ίσκιων,
πριν πέσουνε πάνω στον κόσμο τ’ αναμμένα φτερά,
κι ένα πουλί μπορέσει να πεθάνει για ένα κρίνο.
Ακόμα, πριν μου γυρέψεις
τον αριθμό και την τοποθεσία του κορμιού μου.
Πολύ πριν από το κορμί.
Στον καιρό της ψυχής.
Όταν όρθωσες στο δίχως στέμμα μέτωπο τ’ ουρανού
την πρώτη δυναστεία του ονείρου.
Όταν εσύ, κοιτάτοντάς με μέσα στο μηδέν
επινόησες την πρώτη λέξη.

Τότε η συνάντησή μας.

Τρίτη ανάμνηση
…πίσω από τη βεντάλια
με τα χρυσά φτερά…
G.A.B.

Τα βαλς τ’ ουρανού δεν είχαν ακόμα αρραβωνιάσει
το γιασεμί και το χιόνι,
δεν είχαν οι άνεμοι συλλογιστεί την πιθανή μουσική των μαλλιών σου,
ούτε κι ο βασιλιάς είχε προστάξει να ενταφιαστεί σ’ ένα βιβλίο η βιολέττα.
Όχι.
Είταν ο καιρός που ταξίδευε το χελιδόνι
χωρίς τ’ αρχικά μας στο ράμφος του.
Που οι καμπανέλλες κι οι κλιματίδες μαραίνονταν
δίχως εξώστες κι άστρα για να σκαρφαλώσουν.
Είταν εκείνος ο καιρός
που δεν υπήρχε ένα άνθος για να γείρει το κεφάλι του στον ώμο ενός πουλιού.

Και τότε, πίσω απ’ τη βεντάλια σου, το πρώτο μας φεγγάρι.»
(Ποίηση του 20ου αιώνα, μτφρ. Τάκης Σινόπουλος, Ελληνικά γράμματα)

-Νίκος Καρούζος, «ΜΗΝ ΑΝΤΙΚΡΙΖΕΙΣ ΤΙΠΟΤΑ ΜΕΣ’ ΑΠ’ ΤΗ ΘΥΜΗΣΗ»

«Στα παππούδικα κι αρχαία εικονίσματα
φυλάγοντας το καράβι της όρνιθας κι αντικρίζοντας
τα χρυσαφένια στάχυα του πένθιμου θέρους
αναπαύω την όραση και σκοπεύω τα στήθη
χαρίζοντας το άριστα στο θάνατο.
Τι μυρωμένη που οσφραίνομαι
στα λαμπερά σκοτάδια την αόρατην ευφροσύνη
καθώς αγγίζει την απόμακρη νεφέλη της Ανδρομέδας
μοιράζοντας τις πλούσιες νομές των χαρισμάτων
εκείθε πέρα στον ολόφωτο θόρυβο της αιωνιότητας
δίχως ανθρώπινα όρια στην κατάλευκη πρασινάδα
ξεσχίζοντας την αιθρία μ’ ένα ξίφος αγίνωτο
τη μοίρα βαθιά θερισμένη να γεμίζει τη σιγή της
επώαση κι άνθη νεκρώσιμα…
Η ζωή δεν έχει λόγο ν’ αντιλαλήσει και δεν έχει
καμιά πραγματική συγγένεια
μ’ όλου του κόσμου τις πολύχρωμες ιδέες
τίποτα το εξ αίματος.»
(Ν. Καρούζος, Τα ποιήματα, τ. Β’, Ίκαρος)

-Γιάννης Ρίτσος, «Άγνωστη θύμηση»

«Τα μεσημέρια, κάποτε, ανάμεσα στο θόρυβο
των τζιτζικιών, των νερών, των πουλιών, της αεραντλίας,
γίνεται μια άξαφνη σιωπή κυκλική, σαν ένα αλώνι
όπου λυχχνίσαν, οι άλλες εποχές, μεγάλα στάχυα
ολόχρυσα, άγνωστα, που μας θρέψαν αγνώριστα.»
(Γ. Ρίτσος, Ποιήματα, τ. 4ος, Κέδρος)

Single Post Navigation

8 thoughts on “Πες το με ποίηση (99ο): «Παρελθόν – Ανάμνηση – Θύμηση»…

  1. AΓΓΕΛΙΚΗ on said:

    Φαίνεται πως έχεις πολύ υλικό να διαχειριστείς, Γιάννη.
    Πώς αλλιώς να εξηγήσω την επιμονή σου να ασχοληθούμε τρίτη φορά με το ίδιο θέμα.
    Να σου πω την αμαρτία μου, ψιλοβαριέμαι να ψάχνω τα ίδια.
    Ας είναι.

    ΥΓ. Κοιτάζοντας το αρχείο μου (και το δικό σου), προσπαθώ να μην ξαναβάλω ποιήματα που ήδη έχουμε παραθέσει για το θέμα και τα συναφή του.
    Αν μου ξεφύγει κάτι, ελπίζω στη μεγαλοψυχία σου.

    1. Ἀέρινη Λεπτὴ Ἀνάλαφρη

    Θυμᾶμαι. Θέλω καὶ θυμᾶμαι
    Ἡ ἀνάμνηση, μὲ τὴν ἀνατροφή,
    ἀέρινη λεπτὴ γίνεται ἡδονή·
    βασανισμένη, γοητεύει τὰ δάκρυά της
    μὲ χαμογέλια· εἶναι
    κι αἰσθάνεται τὸν ἑαυτὸ της ἡδονὴ
    ἀέρινη λεπτή, ἀνάλαφρη.

    ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ

    2. «Εκείνο»

    «Έρχονται ώρες, που ξαφνικά σε πλημμυρίζει ολάκαιρο
    η νοσταλγία του ανέκφραστου – σαν τη θολή, αόριστη ανά-
    μνηση απ’ τη γεύση ενός καρπού,
    πούφαγες κάποτε, πριν χρόνια, σαν ήσουνα παιδί,
    μια μέρα μακρινή, λιόλουστη – και θέλεις να τη θυμηθείς
    κι όλο ξεφεύγει. Τα μάτια σου
    γεμίζουν τότε από ‘να θάμπος χαμένων παιδικών καιρών.
    Ή ίσως κι από δάκρυα.

    Γι’ αυτό, σας λέω, πιστεύετε πάντοτε έναν άνθρωπο που
    κλαίει.
    Είναι η στιγμή που σας απλώνει το χέρι του,
    φιμωμένο και γιγάντιο,
    Εκείνο που ποτέ δε θα ειπωθεί».

    Τάσος Λειβαδίτης, «Ποιήματα (1958 ? 1964)» , εκδόσεις Κέδρος

    Αλκίνοος Ιωαννίδης-Τι να Θυμηθώ

    3. ΜΗ ΜΟΥ ΤΟ ΘΥΜΙΖΕΙΣ!

    Το παρελθόν έχει πικρές ώρες και στιγμές, μη μου το θυμίζεις,
    Ας πούμε ότι με δεμένα χέρια με είδες, μη μου το θυμίζεις!

    Ας πούμε, με είδες στους δρόμους μεθυσμένο, μη μου το θυμίζεις,
    μεθυσμένο, ταπεινωμένο και χαμένο, μη μου το θυμίζεις!

    Ας πούμε ότι είχα πάθει πολλές ήττες, μη μου το θυμίζεις,
    Και μια μέρα με δείρανε δυο-τρεις αλήτες, μη μου το θυμίζεις!

    Με δείρανε γιατί μέλισσες κοιτούσα στο λιβάδι, μη μου το θυμίζεις,
    Και δεν μπορούσα να κοιμηθώ όλο το βράδυ, μη μου το θυμίζεις!

    Ας πούμε με είδες πνιγμένο στα κλάματα, μη μου το θυμίζεις,
    Και η γούνα μου τ’ άξιζε τα ράμματα, μη μου το θυμίζεις!

    Ας πούμε, με άκουγες όταν έλεγα ένα ψέμα, μη μου το θυμίζεις,
    Όταν εξαντλημένο μ’ έπαιρνε το ρέμα, μη μου το θυμίζεις!

    Καμιά φορά δεν ήμουν άντρας στο κρεβάτι, μη μου το θυμίζεις,
    Και από την ντροπή γυρνούσα την πλάτη, μη μου το θυμίζεις!

    Το παρελθόν έχει πικρές ώρες και στιγμές, μη μου το θυμίζεις,
    Έχει δισταγμό και σιωπή, ενώ ήθελε φωνές, μη μου το θυμίζεις!

    Ντριτερό Αγκόλι [ Μετάφραση από τα αλβανικά: Ρομέο Τσολάκου ]

    Το παρελθόν θυμήθηκα (Μελίνα Ασλανίδου)

    4. Ελπίζει στο μέλλον, μιλώντας μόνο για το παρελθόν:

    Ελπίζω εις το μέλλον

    Το παρελθόν είν’ όνειρον, πόθων σπασμοί, ελπίδες,
    και το παρόν μαστίζουσιν εισέτι καταιγίδες•
    μας πλήττει πρώτον ο Θεός την ευτυχίαν στέλλων,
    ελπίζω εις το μέλλον.

    Το παρελθόν ήτο μικρός τις κόκκος εις το χώμα,
    και το παρόν δενδρύλλιον πατούμενον ακόμα,
    δένδρον θα γίν’ εις τον Θεόν τους κλάδους αποστέλλον,
    ελπίζω εις το μέλλον.

    Το παρελθόν είναι σωρός εκπληκτικών συννέφων,
    και το παρόν ο κεραυνός ο τας θυέλλας στέφων,
    αλλά μακρόθεν φαίνεται αστήρ τις ανατέλλων,
    ελπίζω εις το μέλλον.

    Το παρελθόν είναι η νυξ η πλήρης μαύρου σκότους,
    εις το παρόν βλέπω σκιάς, εικόνας αλλοκότους,
    πλην της νυκτός ο σύντροφος ιδού το φως του στέλλων,
    ελπίζω εις το μέλλον.

    Το παρελθόν είναι ωόν του αετού εισέτι,
    και το παρόν αετιδεύς εις τα μικρά του έτη,
    αλλά θα φθάσ’ η πτήσις του και μέχρι των αγγέλων,
    ελπίζω εις το μέλλον.

    Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος

    5. ΘΥΜΗΣΗ

    Λαφρά της μυγδαλιάς σειόταν οι κλάδοι,
    ολόανθο κύμα, δώρο χαρισμένο,
    απ’ τους θεούς, και χιλιοχωρισμένο
    λαμποκοπούσε το νερό σα λάδι.

    Και το μικρούλι πρόσωπό σου – αχλάδι
    στην ώρα του γλυκό και μυρισμένο·
    και τα’ αχείλι σου ευώδαε, γυρισμένο
    ροδόφυλλο, τα λόγια που εκελάδει.

    Και στο τριζάτο πράσινο τριφύλλι
    των άσπρω αρνιών βυθούσε το πηλάλημα
    κι αλαργινό και γάργαρον εφίλει

    τον ουρανό του φλώρου θείο το λάλημα
    και του ήλιου, σπώντας η φλογάτη ρόδα
    στη χιονάτη κορφή, έβρεχε ρόδα.

    ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ, Από το περιοδικό «Γράμματα» (1914, τομ. 2 Αρ. 4)

    Τι να θυμηθώ, τι να ξεχάσω- Νταλάρας

    6. Η γυναίκα θυμήθηκε

    Η γυναίκα θυμήθηκε
    Η νύχτα τη σταμάτησε
    Την έβαλε στο αμάξι
    Πήγανε στην άκρη της θάλασσας

    Η γυναίκα πλησίασε
    Τον χρόνο που κατάπινε κύματα
    Γονάτισε
    Το νερό έγλειφε το εσωτερικό των μηρών της
    Θυμήθηκε το σώμα του άντρα

    Βύθισε τις παλάμες της
    Έσκυψε
    Γυναίκα τετράποδο
    Στην άκρη της θάλασσας

    Η νύχτα έβαφε τα νύχια της κόκκινα
    Καθισμένη στις άκρες των βράχων

    Το σώμα του άντρα το έβλεπε
    Ξαπλωμένο στο βυθό, ανάσκελα
    Συσπάστηκε
    Άνοιξε το στόμα
    Κι άδειασε στο νερό τα παιδιά της
    Ξέσκισε τους ομφάλιους λώρους με τα δόντια της

    Η νύχτα στις άκρες των βράχων
    Κόκκινη

    Η γυναίκα γέμισε την κοιλιά της πέτρες
    Σύρθηκε μες την θάλασσα
    Θυμήθηκε το σώμα του άντρα
    Η γυναίκα θυμήθηκε

    Είμαι ο ύπνος του δάσους
    Το ελάχιστο των ονείρων του
    Οι ματωμένοι ίσκιοι
    Το θρόισμα των σιωπών
    Το παγωμένο έλατο
    Με τα τρελαμένα του φωτάκια
    Καρφωμένο στον αφαλό

    Δεν ήξερα τι να το κάνω το δάσος
    Μέχρι που το θέλησα
    Καμένο

    Φύσα τις πυγολαμπίδες
    Να σβήσουμε

    ΔΗΜΗΤΡΑ ΑΓΓΕΛΟΥ

    Barbra Streisand – Memory

    7. Οδυσσέας Ελύτης «Ηλικία της γλαυκής θύμησης»

    Ελαιώνες κι αμπέλια μακριά ως τη θάλασσα
    Κόκκινες ψαρόβαρκες πιο μακριά ως τη θύμηση
    Έλυτρα χρυσά του Αυγούστου στον μεσημεριάτικο ύπνο
    Με φύκια ή όστρακα. Κι εκείνο το σκάφος
    Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, που διαβάζει ακόμη στην ειρήνη
    του κόλπου των νερών Έχει ο Θεός

    Περάσανε τα χρόνια φύλλα ή βότσαλα
    Θυμάμαι τα παιδόπουλα, τους ναύτες που έφευγαν
    Βάφοντας τα πανιά σαν την καρδιά τους
    Τραγουδούσαν τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
    Κι είχαν ζωγραφιστούς βοριάδες μες στα στήθια.

    Τι γύρευα όταν έφτασες βαμμένη απ’ την ανατολή του ήλιου
    Με την ηλικία της θάλασσας στα μάτια
    Και με την υγεία του ήλιου στο κορμί – τι γύρευα
    Βαθιά στις θαλασσοσπηλιές μες στα ευρύχωρα όνειρα
    Όπου άφριζε τα αισθήματά του ο άνεμος
    Άγνωστος και γλαυκός, χαράζοντας στα στήθια μου
    το πελαγίσιο του έμβλημα

    Με την άμμο στα δάχτυλα έκλεινα τα δάχτυλα
    Με την άμμο στα μάτια έσφιγγα τα δάχτυλα
    Ήτανε η οδύνη –
    Θυμάμαι ήταν Απρίλης όταν ένιωσα πρώτη φορά το ανθρώπινο
    βάρος σου
    Το ανθρώπινο σώμα σου πηλό κι αμαρτία
    Όπως την πρώτη μέρα μας στη γη
    Γιόρταζαν τις αμαρυλλίδες – Μα θυμάμαι πόνεσες
    Ήτανε μια βαθιά δαγκωματιά στα χείλια
    Μια βαθιά νυχιά στο δέρμα κατά κει που χαράζεται παντοτινά του
    ο χρόνος

    Σ’ άφησα τότες

    Και μια βουερή πνοή σήκωσε τ’ άσπρα σπίτια
    Τ’ άσπρα αισθήματα φρεσκοπλυμένα επάνω
    Στον ουρανό που φώτιζε μ’ ένα μειδίαμα.

    Τώρα θα ‘χω σιμά μου ένα λαγήνι αθάνατο νερό
    Θα ‘χω ένα σχήμα λευτεριάς ανέμου που κλονίζει
    Κι εκείνα τα χέρια σου όπου θα τυραννιέται ο Έρωτας
    Κι εκείνο το κοχύλι σου όπου θ’ αντηχεί το Αιγαίο.

    ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, «Προσανατολισμοί»

    Τι να θυμηθώ – Fefe & Μαρία Δημητριάδη

    8. Remember

    Να με θυμάσαι όταν θα ‘μαι μακριά,
    μακριά σε χώρα σιωπηλή, να μην μπορεί
    εσύ απ’ το χέρι να με παίρνεις ούτε πια
    μισή στραμμένη για να φύγω να ‘μαι εκεί.

    Να με θυμάσαι κι όταν πια δεν θα μου λες
    μέρα τη μέρα σχέδιά σου για το μέλλον˙
    να με θυμάσαι απλώς: καταλαβαίνεις, πλέον
    θα ‘ναι αργά για προσευχές ή συμβουλές.

    Μα κι αν για λίγο με ξεχάσεις κι ύστερα
    με θυμηθείς ξανά, μη θλίβεσαι: γιατί
    εάν αφήσουν το σκοτάδι κι η φθορά

    έστω ένα ίχνος από αυτά που ‘χα σκεφτεί,
    καλύτερα είναι να γελάς κι ας μη θυμάσαι
    παρά να μη με λησμονείς και να λυπάσαι.

    CHRISTINA ROSSETTI, Ποίημα από τον τόμο D.J. tracks 1-45: Σύντομη ιστορία του λυρισμού, επιμ.-μτφρ.: Διονύσης Καψάλης – Γιώργος Κοροπούλης, Εκδόσεις Sestina, 2014

    9. [Ο παρών χρόνος και ο παρελθών χρόνος]

    Ο παρών χρόνος και ο παρελθών χρόνος
    είναι ίσως και οι δύο παρόντες στο μέλλοντα χρόνο
    και ο μέλλων χρόνος να περιέχεται στον παρελθόντα χρόνο.
    Αν όλος ο χρόνος είναι αιωνίως παρών
    όλος ο χρόνος δεν μπορεί να πληρωθεί.
    Ό,τι θα μπορούσε να συμβεί είναι μια αφαίρεση
    που παραμένει μια διαρκής δυνατότητα
    μόνο σ’ έναν κόσμο από εικασίες.
    Ό,τι θα μπορούσε να συμβεί και ό,τι συνέβη
    δείχνουν σ’ ένα τέλος που είναι πάντοτε παρόν.

    Τ. Σ. Έλιοτ, Μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός

    Ανάμνηση, Σταύρος Λάντσιας

    10. Οι μέρες είχαν γίνει παρελθόν

    Φορτωμένα όνειρα μας ταξίδευαν τα σύννεφα
    Όμως έβρεχε σπάνια ίσως γιατί αντίθετα απ’ ό,τι νομίζαμε
    Οι μέρες γύρω απ’ το λαιμό μας είχαν γίνει παρελθόν
    Κι οι νύχτες αργοπορημένες από μια απροσδόκητη αδράνεια
    Ενώ απ’ την άδεια πια πλατεία μία βοή κατηφόριζε
    συμβολίζοντας λέξεις.
    Όταν αργότερα η σκέψη καθάρισε τα πάντα ήταν αριθμοί
    Ένας ατέλειωτος κήπος από συμβολισμούς και κρίνα
    Έτσι αισθανόμασταν τυχεροί που μας δώρισε η μοίρα ένα πριόνι
    Για να τρυπήσουμε το χτες, ένα καρφί για να κρεμάσουμε το αύριο
    Και μια ολόκληρη ζωή για ν’ απολαύσουμε το τώρα.
    Ύστερα ξυπνούσαμε καθώς δάκρυ καυτό αυλάκωνε τα πρόσωπα
    Έντρομοι γιατί πάλι το δρόμο είχαμε χάσει
    Και τώρα πια σκοτείνιαζε νωρίς και φοβόμασταν.

    ΝΙΚΟΣ ΜΥΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ποίημα από τη συλλογή Όνειρα σε συνέχειες,
    Εκδόσεις Σαιξπηρικόν 2012

  2. Προσκυνώ Λειβαδίτη άλλη μια φορά: » όπου σκυμμένοι τα βράδια σχεδιάζουμε σημαίες, άστρα, λόφους, άλογα κι ανάμεσά τους την τύψη ότι δεν τα δώσαμε όλα ελευθερώνοντας έτσι όρκους αλλοτινούς και τις πιο ωραίες χειρονομίες του μέλλοντος»… Καλημέρα στην παρέα και καλή εβδομάδα με το βλέμμα στο μέλλον!

  3. Καλημέρα, Αγγελική!… Έχεις δίκιο, αλλά νομίζω ότι άλλη μια φορά ανάρτησα παραπλήσιο θέμα με τίτλο «Αναμνήσεις»… Παρ’ όλα αυτά όπως είδες το «άπλωσα» το θέμα με το «παρελθόν» και τη «θύμηση»… Όπως διαπιστώνω όμως υπάρχει ακόμα αρκετό υλικό που δεν έχει αναρτηθεί! Grazie mille!!!

    -Αντόνιο Ματσάδο, «Για το εφήμερο παρελθόν»

    «Ο άνθρωπος αυτός της επαρχιακής λέσχης
    που είδε μια μέρα να δέχονται τον Καράντσα,
    έχει σκυθρωπό το χρώμα, λευκή την κόμη
    μάτια άγρυπνα από μελαγχολία.
    Κάτω απ’ το σταχτί μουστάκι, χείλη αηδιασμένα
    και θλιμμένη έκφραση, που θλίψη δεν είναι
    παρά κάτι ανάμεσα στα δυο: το κενό
    του κόσμου στο σκοτεινό του κρανίο.
    Ντύνεται ακόμη βελούδινο σακάκι
    και πανταλόνι με μπότες
    κι ένα καπέλο χρώμα καραμέλας φορεί,
    λεπτοκάμωτο και στρογγυλό.
    Κληρονόμησε τρεις φορές, τρεις φορές το έχει του
    αποδεκάτισε, δυο φορές χήρεψε.
    Ζωντανεύει μόνο μπροστά στην απαγορευμένη τύχη,
    στην πράσινη στρωμένη τσόχα
    ή αναθυμούμενος το δειλινό ενός ταυρομάχου,
    την τύχη ενός χαρτοπαίκτη, ή αν κάποιος δηγάται
    το κατόρθωμα ενός ψυχωμένου ληστή,
    ή την αιματοστάλαχτη αντρειά ενός φονιά.
    Χασμουριέται για την πολιτική και τις χυδαίες
    επιβουλές της αντιδραστικής κυβέρνησης,
    και προμαντεύει που θα ‘ρθουν οι φιλελεύθεροι
    όπως γεννά ο πελαργός στο καμπαναριό του.
    Οκνός γεωργός, καρτερεί απ’ τον ουρανό,
    τον ουρανό φοβάται. Κάποτε αναστενάζει
    καθώς αναθυμάται τον ελιώνα του και τον ουρανό
    παρατηρεί
    μ’ ανήσυχο βλέμμα, όταν αργοπορεί η βροχή.
    Κατά τ’ άλλα σιωπηλός, υποχόνδριος
    φυλακισμένος στην Αρκαδία του παρόντος,
    πλήττει – μονάχα ο καπνός του τσιγάρου
    αποκρύβει στο μέτωπό του κάποιες σκιές.
    Αυτός ο άνθρωπος δεν είναι του χθες ούτε του αύριο,
    παρά του ποτέ. Από καταγωγή ισπανική
    δεν είναι ώριμος ή σαπισμένος καρπός,
    είναι ένας μάταιος καρπός
    κείνης της Ισπανίας που διάβηκε και δεν υπήρξε,
    κείνης που έχει σήμερα χιονόσκεπη την κεφαλή.»
    (Α. Ματσάδο, Ποιήματα, Οι εκδόσεις των φίλων)

    -Γιάννης Ρίτσος, «Παιδική ανάμνηση»

    «Τα μεσημέρια του καλοκαιριού που κοιμούνται οι μεγάλοι,
    ένας κουβάς νερό πέφτει από τη σκάλα στα πλακάκια του διαδρόμου.
    Και τότε, κάτω από το διάδρομο, στο ίδιο ακριβώς σημείο
    που χύθηκε ο κουβάς, ανοίγεται μια δροσερή αποθήκη
    λησμονημένη χρόνια ολόκληρα. Κει μέσα καταφεύγουν
    πουλιά με τα μικρά βιολιά τους, τα λινά πετσετάκια,
    κολλαριστές πετσέτες μιας παλιάς θλιμμένης νοικοκυροσύνης,
    δυο σπασμένες καρέκλες, ένα καλάθι σταφύλια,
    ένα ζευγάρι κόκκινα σαντάλια, ένα ψηλό ποτήρι,
    η κιμωλία, το σχολικό κουδούνι, κι ο μικρός ξυλουργός

    που πριονίζει τη μεγάλη σκάλα του τζίτζικα. Σε λίγο
    αρχίζει να φυσάει από κει μέσα μια λεπτότατη αύρα
    ρυτιδώνοντας μια ελάχιστη θάλασσα και το μέτωπο της ποίησης
    μ’ αυτή την παραμελημένη, αστεία, παιδική, συνοφρύωση.»
    (Γ. Ρίτσος, Ποιήματα, τ. 4ος, Κέδρος)

    -Γιάννης Ρίτσος, «Ανάμνηση»

    «Ο πατέρας γύρισε αργά. Δεν είπε καλησπέρα.
    Η μητέρα νοιαζόταν πια τα παιδιά της. Δεν τον πρόσεξε.
    Τα παιδιά χαίρονταν την έγνοια της. Δεν τον άκουσαν που δεν
    είπε καλησπέρα. Εκείνος
    δεμένα πίσω του τα χέρια,
    είχε μιλήσει με τη βροχή στα θερισμένα χωράφια
    πίσω από την καλύβα του ξυλοκόπου. Είχε περασμένο στον ώμο
    του το δίκαννο.
    Στάθηκε μόνος κοντά στο παράθυρο
    κι όταν εφώτισε μια δυνατή αστραπή τα τζάμια
    είδα να γράφεται στο μέτωπό του ο σταυρός του παράθυρου.

    Ίσως αυτό το χωρισμό να μάθαμε απόψε
    ίσως αυτός ο ίδιος ο σταυρός να γράφεται από τότε
    στο φωτισμένο τοίχο της σιωπής μας.
    ((Γ. Ρίτσος, Ποιήματα, τ. 1ος, Κέδρος)

  4. Ciao Petra!!!…. Ευχαριστούμε πολύ!

  5. AΓΓΕΛΙΚΗ on said:

    Λίγοι στίχοι του αγαπημένου Ορέστη Αλεξάκη που πέθανε χτες, τιμής ένεκεν:

    1. «Τόσο γυμνός που ντρέπομαι τη μνήμη
    Τόσο τυφλός που βλέπω την αλήθεια
    Τόσο πιστός που απόμεινα μονάχος»

    2. Ορέστης Αλεξάκης, Μνήμη συνάζω…

    Μνήμη συνάζω
    μνήμη και σιωπή

    στυφή τροφή
    για τον βαρύ χειμώνα

    *

    Πάλι χαράζει εντός μου
    παρελθόν

    πάλι χιονίζει εμπρός μου
    πεπρωμένο

    (Απόσπασμα)

    Σε θυμάμαι, Γ. Κότσιρας

    3. Άραγε πώς γεννιέται
    από ένα τίποτα η επιθυμία;
    Πώς η επιθυμία γίνεται έρωτας,
    ο έρωτας πώς αλλάζει
    σε μακρινή ανάμνηση;
    Άραγε πώς μπορεί
    η ανάμνηση να σβήνει
    μες στο τίποτα;

    ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ («Κυκλικό», ΝΧ, 47)

    4.
    – V –

    Τὴν ἀφρούρητη νυχτιά πήρανε θύμησες
    Μαβιές
    Κόκκινες
    Κίτρινες

    Τ’ ἀνοιχτὰ μπράτσα της γεμίσανε ὕπνο
    Τὰ ξεκούραστα μαλλιά της ἄνεμο
    Τὰ μάτια της σιωπή.

    ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, Ἑπτὰ νυχτερινὰ ἑπτάστιχα

    5. «Για ν’ αποδράσουν απ’ τη μνήμη
    Θα πετούσανε πολλοί από εμάς
    Αν είχαμε φτερά
    με πιο αργούς ρυθμούς εξοικειωμένα
    Έκπληκτα τα πουλιά θα παρακολουθούσαν
    Την έντρομη καρότσα
    Ανθρώπων που δραπέτευαν
    Απ’ των ανθρώπων νου»

    Έμιλυ Ντίκινσον: «Το ανεξάντλητα Σημαίνον, 91 ποιήματα». Μετάφραση: Έλλη Συναδινού. Εκδόσεις «Ιδεόγραμμα», 2006.

    6.
    ΙΙΙ
    Η ανάμνηση από τη μυρωδιά τους,
    η κουβέντα τους, έφτασε αλώβητη ως εδώ.
    Λίγες φωτογραφίες
    ανάμεσά τους ξετυλίγουν τη ζωή μου.
    Και ας μη μάθουν καν πως μετακόμισα.
    Κι ας μη χτυπήσουν το κουδούνι.
    Πρώτη μου μέρα στο καινούργιο σπίτι
    το κατέκλυσαν
    άνθρωποι που αγάπησα,
    που έχασα,
    και έφτασα ανεπαίσθητα
    μια μοναξιά πιο πέρα.

    ΓΙΩΤΑ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ (Μετακόμιση)

    Να Με Θυμάσαι Και Να Αγαπάς- Μελίνα Μερκούρη

    7. Ο Παπατσώνης είναι ο πρώτος, που εγκαταλείπει το μέτρο και γράφει σε ελεύθερο στίχο εν έτει 1920 τη BEATA BEATRIX. (Ο Σεφέρης ακολουθεί με τη Στροφή το 1931)
    Ιδού λοιπόν η ανάμνηση της Βεατρίκης σε ένα υπέροχο ποίημα που ανακάλυψα εδώ και λίγο καιρό. Μην ξεχνάς, Γιάννη, ότι γράφτηκε το 1920! Εκατό χρόνια πριν!!!

    BEATA BEATRIX

    Είδα τη Βεατρίκη μου στο δρόμο, κι’ ευθύς ο δρόμος έγινε δρόμος
      ονείρου.
    Αντιπαρήλθα πλάι της σα διαβάτης, και όλη η ψυχή μου άνθισε ως
      σε άνοιξη.
    Χαθήκαμε κι’ οι δυο στην κίνηση της πόλης, αλλά πλουτίσαν οι
      ανάμνησές μας
    με την εικόνα του άλλου ζωντανή, και συντροφιά τα δυο του μάτια
      φωτοβόλα.
    Στο πλάι μου, Φύλακες Αγγέλοι, αιωρούμενα τα βλέμματα της
      αγάπης.
    Άστρα εξαιρετικά στ’ ολόμαυρο Στερέωμα του γύρω μου κενού,
      έρημου χώρου.
    Μας εδάμασε και τους δυο το μυστήριο που καλύπτει την ψυχή του
      πλησίον.
    Μας έφερε αντιμέτωπους, στο χάος του εγκόσμιου βίου, πρόσωπο
      προς πρόσωπο.
    Η κοινότατη γένηκε με μιας ζωή, για μας, θαύμα ονείρου.
    Και τέφρα πολλή συγκάλυψε την πριν ανόητη φωτοχυσία.
    Με μεγαλοπρέπειαν ανάτειλε για μας ο φλογερός ο Ήλιος των
      Μεσονυχτίων,
    που συγκρατεί στην αγκαλιά του όλα τα πλήθη των Αστερισμών του
      Στερεώματος,
    και ουδέποτε αναζήτησε τον όλεθρό τους στη γαλανή εξαφάνιση.
    Μας εσυγκάλυψαν με μιας τα πυκνά νυχτερινά σύννεφα.
    Επερπατήσαμε νυχτερινά σε δασώδη βουνά, σε συννεφιές μουντές,
      σαν θεοί·
    χανόνταν οι συνομιλίες μας σε αιώνιες εκτάσεις,
    κινούσαμε το ενδιαφέρον όλης της πλάσης, αγαπημένοι καθώς
      διαβαίναμε.
    Σκοπός κανένας ή επιθυμία δε μας οδηγούσε σ’ αυτούς τους
      περιπάτους.
    Ήταν η ξενοιασιά κι’ η αμεριμνησία των σκοτεινών κόσμων.
    Η ευτυχία του μυστηρίου, που κρατώντας μας απ’ το χέρι, μας
      οδηγούσε.
    Δεν μας ετάρασσε η συνάντηση των ρυακιών, των πουλιών τα
      πετάγματα,
    ούτε το φύσημα των ανέμων, ούτε ο θόλος της υγρασίας.
    Όλα ήταν γοητεία, τα δώρα ουράνια, και ανάπαυση πάρα πολλή.
    Αλλά ήρθε ο Χρόνος να σημάνει, ο γήινος, με τους μεταλλικούς
      τούς ήχους,
    που, αυτοί, περνούνε αλάθητα, σα σφαίρες, τα διαστήματα
    και φθάνουν ώς εμάς. Ήρθαν τα ρόδινα σύννεφα της Αυγής.
    Ήρθεν ο Ήλιος. Να βγαίνει από τη θάλασσα και να φωτίζει.
    Ήρθεν η Μέρα. Και η σφραγίδα των πλανήσεών μας.
    Και οι δρόμοι να πληθαίνουνε από κίνηση, περίσκεψη πολλή,
      ασχολίες εγκόσμιες.
    Μόνος προς την Ανάμνηση ανυψώνω τώρα τα χέρια ικετευτικά,
    να μου χαρίζει κάποτε με όλη τη δύναμη τις στιγμές των ονείρων,
    τώρα, που εφυγαδεύθηκαν, ίσως για πάντα, οι τέτοιες απέραντες
      νύχτες.

    ΤΑΚΗΣ Κ. ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ
    Από το βιβλίο: Τ. Κ. Παπατσώνης «Εκλογή Α΄, Ursa minor», Έκδοση Γ΄, Ίκαρος, Αθήνα 1975, σελ. 43.

  6. Καλημέρα, Αγγελική! Ευχαριστώ ιδιαίτερα για τον Παπατσώνη!..

    -JACQUES PRÉVERΤ, «Η ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ»

    «Η ανάμνηση του έρωτα δεν είναι μια καρδιά
    στην άκρη μιας αλυσίδας, ούτε γραμμένο όνομα
    πάνω σ’ ένα γουρουνάκι από μελόψωμο στο πανηγύρι,*
    μήτ’ ένα πυροτέχνημα που σκάει στων χεριών το κράτημα
    τέλος, δεν είναι αυτό που είναι χαραγμένο
    στη μνήμη μου, είναι αυτό που είναι αόρατα χαραγμένο
    πάνω σ’ ολάκερο το σώμα μου,
    το σώμα μου το χορτασμένο από αγάπη, χάδι, θαυμασμό.»
    (Μετάφραση: Νικολέττα Σίμωνος)

    -Ο Κώστας Καρυωτάκης μεταφράζει Alfred de Musset
    «Θυμήσου»

    «Θυμήσου, όταν η Χαραυγή στον Ήλιο δειλιασμένη ανοίγει το αιθερόχτιστο, το μάγο της παλάτι· θυμού, την ώρα που η νυχτιά διαβαίνει σκεπασμένη με τον πυκνό τον πέπλο της ονείρατα γιομάτη· όσες φορές θα κάθεσαι μονάχη στο μπαλκόνι τα βράδια που θ’ ακούγεται μόνο η φωνή του γκιώνη, κάποια μουρμούρα μακρινή θα ξεψυχάει στ’ αυτί σου και θε ν’ ακούς κάποια φωνή που θα σου λέει: «Θυμήσου».

    Θυμήσου με, ομορφούλα μου, κι όντας κακά δαιμόνια εκεί μακριά στην ξενιτιά θα ’ρθουν να με πεθάνουν, όντας οι λύπες οι άπαυτες, οι στέρησες, τα χρόνια, την ξέχειλη από Σένανε καρδιά μου θα μαράνουν. Θυμήσου κείνες τις στιγμές που μου ’σφιγγες το χέρι και την καρδιά μου ξέσφιγγες. Το χέρι σου, ποιός ξέρει αν θα το πιάσω πια ποτές; Ω, χύνε στη μορφή σου κάποια λαμπράδα σα θ’ ακούς από ψηλά: «Θυμήσου!»

    Θυμήσου με, θυμήσου με, σαν κάτω από το χώμα θρυμματισμένη κοιμηθεί δίχως ζωή η καρδιά μου· θυμήσου με, μικρούλα μου, και θρήνησέ με ακόμα όντας στον τόπο που θα μπουν τα δόλια κόκαλά μου φυτρώσει κάποιο λούλουδο. Την ύστερη πνοή μου θα τη ρουφήξεις, συ μικρή, κι η αθάνατη ψυχή μου θα ’ρθει σιμά σου σαν πιστή κι αχώριστη αδελφή σου. Άκου στη νύχτα μια φωνή σα βογκητό: «Θυμήσου».

    -Χρήστος Μπουλώτης, «Θυμάσαι;»

    «Σε μια ξένη πόλη ούτε δική μου
    ούτε δική σου, εκεί σε πρωτοείδα
    Μπορεί και να μ΄ήξερες από παλιά
    κι απλά με ξαναβρήκες.
    Κι έβρεχε, χωρίς ομπρέλα
    ΤΟ ΘΥΜΑΣΑΙ;
    την άλλη κιόλας μέρα φτιάξαμε ένα τρένο
    κίτρινο κόκκινο μπλε το βάψαμε
    και ταξιδεύαμε τη γη..
    νύχτες ταξιδεύαμε
    στον ουρανό..
    αστέρι και σταθμός
    ΘΥΜΑΣΑΙ;
    βρήκες το πιο μακρινό αστέρι
    κι είπες να το γυαλίσουμε
    να του φυτέψουμε μια λέυκα
    να μείνουμε για πάντα εκεί
    ΘΥΜΑΣΑΙ;
    όταν σου έδινα πορτοκάλι
    πήγαινε να πει μόνο μαζί σου ταξιδεύω.
    Με πέντε πορτοκάλια κάναμε πορτοκαλάδα
    την πίναμε μισή μισή
    ΘΥΜΑΣΑΙ;
    Κι έτρεχα κάθε άνοιξη σ΄όλη τη γη
    να βρω το πρώτο πρώτο λουλούδι
    για σένα βέβαια..
    Κατέβαινες στα βάθη του ωκεανού εσύ
    και μου ΄φερνες ένα κοχύλι
    ΘΥΜΑΣΑΙ;
    Άμα στο ζήταγα γινόσουνα ποτάμι λίμνη θάλασσα ωκεανός..
    Κι όταν το ζήταγες γινόμουνα κι εγώ
    ΘΥΜΑΣΑΙ;
    Μου έστελνες στον ύπνο μου όνειρα
    καλοπλυμένα, καλοχτενισμένα
    και τα δικά σου όνειρα εγώ τα ετοίμαζα.
    ΘΥΜΑΣΑΙ;
    θυμάσαι τότε που κατέβηκα στον ύπνο σου μ΄ ένα τεράστιο ροζ αερόστατο;
    Σου χάρισα ένα μύλο
    να τον κρατάς γερά
    γιατί φοβόσουν τα σκοτάδια.
    Μου χάρισες έναν ολόιδιο κι εσύ
    το θυμάσαι ακόμη;
    Μια νύχτα χάθηκες σένα μεγάλο δάσος
    Είχες το μύλο δε φοβήθηκες…
    κι έτρεξα και σε βρήκα
    Μου χάρισες ένα χρυσόψαρο
    που μέτραγε ως τα χίλια
    κι ένα τζιτζίκι
    και μια ζίνα
    κι ένα πουκάμισο άσπρο..
    το θυμάσαι;
    και σου μάθα να ζωγραφίζεις
    κάμπους και ποτάμια.
    Μη πατάς πολύ το μολύβι σου ΄λεγα.
    Μια αγκαλιά ψυχές το τοπίο
    κι οι ψυχές δεν έχουν περίγραμμα
    ΘΥΜΑΣΑΙ;
    Και μου μάθες να φτιάχνω χάρτινα καράβια
    Και χάρτινα κινέζικα πουλιά
    Μια μέρα είπαμε καιρός πια να εφεύρουμε την δική μας γραφή
    να μην την ξέρει άλλος
    Τη ζωγραφίσαμε στο πι και φι
    κοντά σ’ενα ποτάμι, πάντα ένα ποτάμι
    τη θυμάσαι ακόμη εκείνη τη γραφή;
    Κι εφεύραμε ένα σωρό πράγματα από τότε
    τη σαντιγύ
    τον ήλιο
    τις αυπνίες
    την παλίρροια
    το σκούρο μπλε
    τα θυμασαι όλα;
    Ό,τι δεν χώραγε στις λέξεις
    το κάναμε μικρές μικρές σημαιούλες πολύχρωμες.
    Θυμάσαι πως τις ανεμίζαμε;
    Το μαγικό δωμάτιο που άλλαζε σχήμα ανάλογα με τη στάση του κορμιού μας
    το θυμάσαι;
    κι ήταν φορές που γινότανε ολοστρόγγυλο
    Θυμάσαι πότε;
    Μαζί διαβάζαμε τα πιο ωραία παραμύθια
    Κι όταν μας τέλειωσαν
    αρχίσαμε να παίζουμε δικά μας παραμύθια
    Μια φορά και έναν καιρό ήτανε δυο
    ΘΥΜΑΣΑΙ;
    Ήτανε δυο κι ήτανε σαν ένας
    ένας και πολλοί μαζί
    Χωρίζαμε για λίγο μόνο
    γιατί αλλιώς
    πως θ’ ανταμώναμε ξανά;
    Και σου ’γραφα κάθε στιγμή
    κάτι τεράστια γράμματα
    Μου ΄γραφες και συ ακόμη πιο τεράστια.
    Μια φορά όμως που άργησες
    πρόλαβε κι ήρθε ο χειμώνας
    που κράτησε όσο πέντε.
    Κι όταν τέλειωσε
    ήρθε πάλι χειμώνας ακόμη πιο βαρύς
    Και δεν μπορούσες να γυρίσεις
    Έμεινες μακριά
    Και μου ΄γραψες
    Η πιο μεγάλη απόσταση είναι ο χρόνος…
    Μπορεί…
    όμως..
    τα πιο ωραία μας ταξίδια
    δεν τα ταξιδέψαμε ακόμη
    Σε περιμένω…
    ΕΛΑ
    Θα μετρήσω ώς το δέκα ….»

  7. …να μη θυμάμαι πιά…

  8. Ευχαριστώ πολύ, Λύσιππε!!!!

    -Γιάννης Ρίτσος, «Θυμήματα»

    «Τα παιδικά σου χρόνια σε περίμεναν σε ξεχασμένες γωνίες,
    σε κτίρια κατεδαφισμένα, σε βυζαντινές καμάρες, –
    εκεί ‘ταν το κουρείο˙ εκεί το τσαγκαράδικο˙ εκεί
    θα πρέπει να ‘ταν το ιχθυοπωλείο – μοιάζει το πέτρινο πεζούλι. Η γυναίκα
    με τα πολύ μακριά μαλλιά – την είχε κλέψει ο ταχυδρόμος διανομέας˙
    ύστερα πέθανε. Εβρεχε. Τα τέσσερα παιδιά
    είχαν κλειστεί στ’ άλλο δωμάτιο. Κρατούσαν
    την παλιά θαλασσιά κασετίνα. Δεν είχαμε περισσότερο χρόνο –
    απανωτά γεγονότα, πόλεμοι και πόλεμοι, ξενιτεμοί, βιβλία,
    οι μισοτελειωμένες μνήμες, οι έρωτες, το κλεισμένο πηγάδι˙
    ο εφημέριος παρέλειψε ονόματα – ποιος τα θυμάται; Αργότερα
    το ίδιο παιδί, σε χρόνια δίσεχτα, να κουβαλάει νερό μ’ ένα καλάθι
    κι ο παιδεμός της μεγάλης ερημιάς στο λιοφρυγμένα καραούλια.»

Σχολιάστε