Λόγος Παράταιρος

«Παράταιρος ο λόγος ο δυνατός/ μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει» (Γ. Ρίτσος)

Πες το με ποίηση (98ο): «Πουλιά»…

-«Αλλά με τις ξόβεργες μπορεί να πιάνεις πουλιά, δεν πιάνεις ποτέ το κελαηδητό τους. Χρειάζεται η άλλη βέργα, της μαγείας, και ποιος μπορεί να την κατασκευάσει αν δεν του ’χει από μιας αρχής δοθεί;» (Ο. Ελύτης)
(«Πρώτα-πρώτα», Α. Ανοιχτά Χαρτιά, Ίκαρος)

-«…Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί που κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα…»
(Κική Δημουλά)

-«Αν ένα πουλί μπορούσε να πει με ακρίβεια τι τραγουδάει,
Γιατί τραγουδάει, και τι είναι αυτό που το κάνει να τραγουδάει,
δε θα τραγούδαγε» (Πωλ Βαλερύ)

-Γιώργης Παυλόπουλος, «Πού είναι τα πουλιά;»
(αφιερωμένο στον Μιχάλη Πιερή)

«Ατσάραντοι και λιάροι κι’ αητομάχια
συκοφάγοι και κατσουλιέρες και κοτσύφια
τσουτσουλιάνοι και τσαλαπετεινοί και τσόνοι
καλημάνες και καλατζάκια και τσιμιάλια
τσιπιριάνοι και τσικουλήθρες και σπέντζοι
τετεντίτσες και τουρλουμπούκια και κίσσες
καλοκερήθρες και σηκονούρες και ασπροκόλια
μπεκανότα και δοδόνες και κολοτριβιδόνες
ξυλοτρούπιδες και σπίγγοι και τρουποφράχτες
κοκκινονούρες και τρυγονόλιαροι και μυγουσάκια
γαϊταρίθια κα σβουρίτζια κα σγουρδούλια
θεοπούλια και μυγούδια και σπίνοι;
Πού είναι ο κοκκινολαίμης;
Πού είναι τα παπιά;
Κρινέλια και γερμάνια και ψαλίδες
ξυλόκοτες και μπάλιζες και σουγλοκόλια
γερατζούλια και ντελίδες και μαυρόπαπα
ψαροφάγοι και τουρλίδες και ζαγόρνα
λαγοτουρλίδες και τσιλιβίδια και βουτουλάδες;
Πού είναι ο Μολοχτός κι’ ο Πάπουζας;
Η Αβοκέτα κι’ ο Καλαμοκανάς;
Πού είναι οι συκοπούλες οι βουλγάρες κι’ οι σιταρίθρες
τα βατοπούλια τα κουφαηδόνια κι’ οι αερογάμηδες
οι φάσες και οι σπαθομύτες
τα κιρκινέζια κι’ οι χαλκοκουρούνες;
Πού είναι
ο μπούφος ο χουχουλόγιωργας κι’ ο κούκος
ο νυχτοκόρακας ο γκιόνης κι’ ο καράπαπας;
Πού είναι
τα ξεφτέρια τα γεράκια και οι αετοί;
Πού είναι ο Ντρένιος ο Καλογιάννης και ο Μπέτος;
Πού είναι οι Μαυροσκούφηδες;»
(Από το περιοδικό «Οροπέδιο», Καλοκαίρι 206)

-Τζων ΑΣΜΠΕΡΥ, «Αν τα πουλιά ήξεραν»

«Φέτος είναι καλύτερα.
Και τα ρούχα που φορούν
στον γκρίζο χέρσο ουρανό μας
πιθανότητα αλλαγής δεν υπάρχει
γιατί τα αληθινά κομμάτια είναι εδώ.
Ήμουν λοιπόν ευτυχής
που η ομίχλη μ’ έφερε σε σένα
απροσδιόριστο καλοκαιρινό πράγμα
φαγωμένο από τη θλίψη
και πέρασμα – εκεί που είσαι.
Έτοιμος ο τροχός να γυρίσει ξανά.
Όταν θα ΄χεις φύγει θα φωτίσει
η σκιά των αχτίνων να πνίξει την αναχώρησή σου
εκεί που πένθιμες καμπάνες του καλοκαιριού
κουβεντιάζουν με τη γινομένη αυγή.
Υπάρχει εντέλει κάτι σαν υπόσχεση
στην υπόθεση του καιρού που περιμένει.
Μάθαμε να μην κουραζόμαστε
ανάμεσα στα φετινά φανάρια του ύπνου
όμως κάποιος πληρώνει – καμία διαφάνεια
δεν μας σκλήρυνε πριν σε μακριές αποβάθρες σιωπής
και φράχτες κατανοήσεως, δύσκολα περνώντας
απ’ το ΄να μάθημα στο άλλο
κι η ψυχρότητα της συνέπειας της ζωής μας,
ευλάβεια στον κίνδυνο τον άσπιλο.
Ένα φύλλο θα ‘χε φτιάξει
την ταραχή της ατμόσφαιρας
όμως εκεί ψηλά πάνω απ’ την κοιλάδα
σκόρπια σύννεφα που μόλις έπληξαν τα βράχια
κι αυτός που ενέχεται
στα ηλιόλουστα χωράφια να παρελαύνει αργά
όχι μόνο σα να μην υπήρχε κίνδυνος κανένας
αλλά και σαν να ήταν τα πουλιά μέσα στον κόλπο.»
(Σύγχρονοι αμερικάνοι ποιητές, επιλογή Κατερίνα Αγγελάκη-Ρούρκ, εκδ. Ύψιλον)

-Charles Bukowski, «Μπλε πουλί»

«Υπάρχει ένα μπλε πουλί στην καρδιά μου
πού θέλει να βγει
αλλά ρίχνω πάνω του ουίσκι και εισπνέει
τον καπνό του τσιγάρου μου.
Οι πόρνες, οι μπάρμαν
και οι υπάλληλοι των παντοπωλείων
δεν ξέρουν ότι
αυτό
είναι εκεί.Υπάρχει ένα μπλε πουλί στην καρδιά μου
πού θέλει να βγει
αλλά είμαι πάρα πολύ σκληρός για εκείνο
Του λέω, μείνε εκεί μέσα, δεν πρόκειται ν’ αφήσω
κανένα να σε δει.Υπάρχει ένα μπλε πουλί στην καρδιά μου
πού θέλει να βγει
αλλά ρίχνω πάνω του ουίσκι και εισπνέει
τον καπνό του τσιγάρου μου.
Οι πόρνες, οι μπάρμαν
και οι υπάλληλοι των παντοπωλείων
δεν ξέρουν ότι
αυτό
είναι εκεί.Υπάρχει ένα μπλε πουλί στην καρδιά μου
πού θέλει να βγει
αλλά είμαι πάρα πολύ σκληρός για εκείνο,
του λέω,
μείνε εκεί,
θες να με μπλέξεις;
Θες να καταστρέψεις
τις δουλειές μου;
Θες να χαλάσεις τις πωλήσεις των βιβλίων μου
στην Ευρώπη;Υπάρχει ένα μπλε πουλί στην καρδιά μου
πού θέλει να βγει έξω,
αλλά είμαι πολύ έξυπνος, το άφησα να βγει μερικές φορές
αλλά μόνο τη νύχτα
όταν όλοι κοιμούνται.
Του λέω, το ξέρω πως είσαι εκεί
γι’ αυτό μην είσαι
λυπημένο.Αργότερα το ξανάβαλα μέσα,
αλλ’ εκείνο τραγουδάει λιγάκι
εκεί πέρα, δεν θα το αφήσω ακόμη να πεθάνει
και κοιμόμαστε μαζί έτσι απλά
με τη
μυστική συμφωνία μας
και είναι αρκετά συμπαθητικό
να κάνετε έναν άνθρωπο
να κλάψει, όμως εγώ
δεν κλαίω, εσείς;»

*(Τσαρλς Μπουκόφσκι, από την ποιητική συλλογή «Last Night of the Earth Poems», 1992,
η οποία δεν έχει μεταφραστεί στην Ελλάδα. Το «Μπλε πουλί» το μετέφρασε ο Νίκος Παναγόπουλος, πηγή, Μυστικός Δείπνος )

-Ζακ Πρεβέρ, «ΣΤΗΝ ΤΥΧΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ»

«Έμαθα πολύ αργά ν΄αγαπώ τα πουλιά
Και λυπάμαι κάπως γι’ αυτό
Τώρα όμως όλα έχουν πάρει το δρόμο τους
Και καταλαβαινόμαστε
Εκείνα δεν ασχολούνται μαζί μου
Μα μήτε κι εγώ μαζί τους
Απλώς τα κοιτάζω
Και τ΄ αφήνω στην ησυχία τους
Όλα τα πουλιά δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους
Δίνουν το παράδειγμα

. . . . . . . . . .
Τα πουλιά δίνουν το παράδειγμα
Το παράδειγμα όπως πρέπει
Παράδειγμα των πουλιών
Παράδειγμα των πουλιών
Παράδειγμα τα φτερά οι φτερούγες το πέταγμα των πουλιών
Παράδειγμα η φωλιά τα ταξίδια τα τραγούδια των πουλιών
Παράδειγμα η ομορφιά των πουλιών
Παράδειγμα η καρδιά των πουλιών
Το φως των πουλιών.»
(Au hasard des oiseaux, Jacques PRÉVERT, από την ποιητική συλλογή: «Paroles» ,
Μτφ. της Εύπλοιας)

-Γιάννης Ρίτσος, «Αυτό το πουλί»

«Ο μύλος γκρεμισμένα από χρόνια.
Η μυλόπετρα φαγωμένη απ’ τον ήλιο.
Πάνω της, με το δείλι, κάθεται η γυναίκα.
Βγαίνουνε τα πουλιά μες από τις λυγαριές
και κάθονται ήσυχα στα γόνατά της.
Το ‘να της το ‘κλεψα χτες βράδυ. Νάτο.»
(Γ. Ρίτσος, Ποιήματα, τ. 4ος, Κέδρος)

-Πόλυ Χατζημανωλάκη, «ΤΟ ΑΛΦΑΒΗΤΑΡΙ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ»

«Θα αποστηθίσω
τα λόγια των πουλιών τα ελαφρά
και στην καρδιά μικρές φωλιές ενθυμημάτων
θα χαράξω
ονόματα να τα φωνάζω να έρχονται
με την ανθρωπινή τους ομιλία να τʼ ακούω
τι λένε τα πουλάκια;
ένα αλφαβητάρι να συλλαβίζω κι εγώ
ταπεινά
έξω στους δρόμους
εκεί που ανθίζουν τα τηλεγραφόξυλα
να γίνεται ένα περιβόλι ο κόσμος»
(«Το αφαβητάρι των πουλιών», εκδ. Εύμαρος)

Single Post Navigation

11 thoughts on “Πες το με ποίηση (98ο): «Πουλιά»…

  1. AΓΓΕΛΙΚΗ on said:

    Πολύ πλούσιο το θέμα σήμερα, Γιάννη.
    Και δελεαστικό.
    Προσπαθώ να οργανώσω το υλικό μου με κάποιον τρόπο, ώστε να γίνει λειτουργικό το …χάος του.
    Αρχίζω κι όπου με βγάλει…

    1. Ξέρω γιατί τραγουδάει το πουλί στο κλουβί

    Το ελεύθερο πουλί πηδά

    Πάνω στου ανέμου τη ράχη

    Κι απ’ την ορμή του παρασύρεται

    Ώσπου το ρεύμα του να σβήσει

    Και βυθίζει τα φτερά του

    στις πορτοκαλιές ηλιαχτίδες

    Και έχει την τόλμη να ζητάει

    όλον τον ουρανό

    Δικό του.

    Μα ένα πουλί που νευρικά βαδίζει

    Μες στο στενό του το κλουβί

    Σπάνια μπορεί να δει πιο πέρα

    Απ’ της οργής τα κάγκελα

    Τα φτερά του είναι κομμένα και

    Τα πόδια του δεμένα

    Κι αφήνει τη φωνή του ελεύθερη

    Να κελαηδήσει.

    Στο κλουβί, το πουλί κελαηδάει

    Μ’ ένα τιτίβισμα φοβισμένο

    Για κείνα, τ’ άγνωστα

    Που ακόμα τόσο λαχταρά.

    Κι η μελωδία του αντηχεί

    Στο μακρινό το λόφο

    Γιατί το πουλί στο κλουβί

    τραγουδάει για ελευθερία.

    Το ελεύθερο πουλί σκέφτεται

    Το επόμενο αεράκι που θα ‘ρθεί

    Και τους αληγείς ανέμους να γλυκαίνουν

    Μέσα από τους ανασασμούς των δέντρων

    Και τα παχιά σκουλήκια να καρτερούν

    Πάνω στο φωτεινό της αυγής γρασίδι

    Και αποκαλεί πια

    όλον τον ουρανό

    Δικό του.

    Μα στο κλουβί, ένα πουλί στέκει

    πάνω στον τάφο των ονείρων

    Κι η σκιά του φωνάζει

    Μ’ ένα ουρλιαχτό εφιαλτικό

    Τα φτερά του είναι κομμένα

    και τα πόδια του δεμένα

    Κι αφήνει τη φωνή του ελεύθερη

    Να κελαηδήσει.

    Στο κλουβί, το πουλί κελαηδάει

    Μ’ ένα τιτίβισμα φοβισμένο

    Για κείνα, τ’ άγνωστα

    Που ακόμα τόσο λαχταρά.

    Κι η μελωδία του αντηχεί

    Στο μακρινό το λόφο

    Γιατί το πουλί στο κλουβί

    τραγουδάει για ελευθερία.

    Maya Angelou, Μετάφραση: Ηλίας Τουμασάτος

    Skybird, Neil Diamond

    2. Μην τα πυροβολείτε

    Αυτά τα ωραία αποδημητικά πουλιά
    που ταξιδεύουν με τη σοφία αστροναύτη
    που σχηματίζουν νι κι ευθείες γραμμές
    και άλλα σχήματα αρμονικά στην κίνηση,

    αυτά τα ωραία αποδημητικά πουλιά
    που πρώτα γνώρισαν την αρμονία
    και την ενότητα του κόσμου,
    πώς ο χρόνος κυλά μέσα στο σύμπαν
    και παίρνει και φέρνει τη ζωή,

    αυτά τα ωραία αποδημητικά πουλιά
    που έρχονται να πιουν νερό
    και να γευτούν πράσινο χόρτο,
    ξέρουν να φέρνουν με τον ερχομό τους
    λίγη χαρά
    και λίγη θλίψη
    να δίνουνε με το φευγιό τους
    υπογραμμίζοντας το πέρασμα του χρόνου.

    Αυτά τα ωραία αποδημητικά πουλιά
    κινούν το χρόνο και τις εποχές,
    κινούν τη γη, ομορφαίνουν τη ζωή
    και ξυπνούνε την κυνηγημένη ελπίδα.

    Αυτά τα ωραία αποδημητικά πουλιά
    μην τα πυροβολείτε.

    Γιώργος Μολέσκης, από τη συλλογή Μες στη ροή, 2009

    3. ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΠΟΥΛΙΩΝ ΝΥΧΤΕΡΙΝΩΝ

    Κάπου ψηλά είν’ ένα πεύκο σκυμμένο
    ν’ ‘ακούσει θέλει με προσοχή την άβυσσο
    κι έχει τον κορμό του τανυσμένο τόξο

    Καταφύγιο πουλιών νυχτερινών,
    και την ώρα την αργότερη αντηχεί
    από γοργά-γοργά φτεροκοπήματα.

    Έχει κι η καρδιά μου εκεί φωλιά
    μετέωρη ως είναι στο σκοτάδι· μια φωνή
    που την ακούει, και είναι η νύχτα.

    SALVATORE QUASIMODO, Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

    4. Μοναχικό πουλί σ’ άδειο ουρανό
    κανένα όνειρο δεν μένει ατιμώρητο
    κανένα ξέφτι από βαθύ γαλάζιο

    καράβια ταξιδεύουν σ’ άγνωστα νερά
    λιβάδια ανθίζουν
    παλιά καινούργια γράμματα
    προφέρουν μακρινές φωνές
    το μυστικό αλφάβητο του κόσμου

    πυκνή ομίχλη μες στο χάραμα
    κι ένα μοναχικό πουλί σ’ άδειο ουρανό
    ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ [από την ποιητική συλλογή ΜΙΑ ΚΙΜΩΛΙΑ ΣΤΟΝ ΜΑΥΡΟΠΙΝΑΚΑ, Εκδόσεις Μανδραγόρας 2012]

    5. καμιά φορά σαν δέντρο ή σαν πουλί

    υπάρχει μέσα μου ένα φως.
    καμιά φορά σαν δέντρο ή σαν πουλί
    ή ξέφτι απ’ το γαλάζιο στο περβάζι σου.
    υπάρχει μέσα μου ένα φως
    που όλα τα ξέρει
    κι όλα τα αισθάνεται
    μοναχικό που ταξιδεύει απ’ την αρχή του χρόνου
    που αστράφτει μέσα στη μεγάλη νύχτα…
    και δεν παραδίδεται

    (από τη συλλογή Ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται, 2002)
    TOΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ

    Τα καλοτάξιδα πουλιά, Γιώργος Μαρίνος

    6. Γιώργος Θέμελης, Το κακό πουλί

    τη γαρ ελπίδι εσώθημεν, ελπίς δε βλεπομένη
    ουκ έστιν ελπίς∙ ο γαρ τις βλέπει, τι και ελπίζει;
    Προς Ρωμαίους (Η’ 24)

    Αν μπορείς να ελπίζεις ελπίδα, έλπιζε στο Ποίημα.
    Αν μπορείς να πιστέψεις στο θαύμα, πίστευε στο
    Ποίημα.
    Πίστευε και έλπιζε.
    Ars Poetica

    Σαν το κακό πουλί την κυνηγούν
    Με χτύπους την προγκάρουνε, με ντουφεκιές

    Δεν την αφήνουν σε χλωρό κλαρί.

    Σκάβουν τη γη, βυθομετρούν τη θάλασσα,
    Τη θάλασσα την ανεξάντλητη. Την εξαντλούν.

    Τη Νύχτα την κατάργησαν με τεχνητά φεγγάρια.

    Κρυπτό δεν έχει ο Ουρανός, αόρατο, ιερό,
    Ο Ουρανός ο απέραντος, ο φωταγωγημένος.

    Ο Κόσμος αποστιλπνώθηκε μια σφαίρα από γυαλί.

    Τόπο δεν έχει να σταθεί.
    Μια σπίθα εδώ, μια λάμψη πέρα,
    Μια ξεπνεμένη αναλαμπή, και σβήνει
    Η απελπισμένη ελπίδα, χάνεται στο
    ραγισμένο φως.

    Ζώσα ψυχή δε βρίσκεται στη γη να τη δεχτεί.
    (Ξέσκεπα είναι τα σπίτια τους, γυάλινα,
    Στεγνά τα μάτια τους, κρυσταλλωμένα)
    Κι οι πεθαμένοι απόκαμαν δίχως ελπίδα
    Να καρτερούν τον άπειρο θάνατο, να τον αντέχουν.
    Κι οι Άγγελοι, κι οι Άγγελοι απελπίζονται,
    Δεν έχουν πού να σταθούν και να υπάρξουν,
    Μνήμη, ιερή φωτιά, καθρέφτη, λάμψη ονείρου,
    Ψηλό σκαλί την Κλίμακα του Τρομερού.

    Κρύπτη δεν έχει να κρυφτεί, καταφυγή να
    καταφύγει.

    Μονάχα στο σπίτι του Ποιητή
    Το απόμερο, το ερημικό,
    Καθώς η σκήτη του Ερημίτη,
    Του Νηστικού και τ’ Απόκοσμου

    Όπου κονεύει η Μοναξιά, όπου καπνίζει η Φτώχεια

    Μπαίνει σαν το λιγνό φεγγάρι και του φέγγει
    Να βλέπει ό,τι δε βλέπουν τα ξεπλυμένα μάτια
    τα στιλπνά

    Να βλέπει το αόρατο μες στ’ ορατό,
    Και να ελπίζει.

    Από τη συλλογή Τα Βιβλικά (1975)

    Τα πουλιά της δυστυχίας, Σαββόπουλος

    7. Άνθρωποι και πουλιά

    Ξυπνάς το αιώνιο καλοκαίρι
    Ανατέλλοντας έναν άλλο ήλιο
    Κάνοντας πιο όμορφα πιο θαυμαστά τα μάτια
    Καθώς ελπίζουν να σε ιδούν κρεμώντας μια λευκή αντηλιά

    Κ’ είναι η σκιά σου αυτό το φως το ειρηνικό που πέφτει
    Στους κάμπους στεφανωμένους με πορφυρήν αιωνιότητα

    Κ’ είναι η σκιά σου αυτό το φως που με τυλίγει
    Και με σηκώνει με κρεμνάει ψηλά
    Στην άνοιξη του κόρφου του

    ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΜΕΛΗΣ

    8. Το πληγωμένο πουλί

    Ούτε πού θυμάμαι πότε και πώς
    κράτησα στη χούφτα μου ένα πληγωμένο πουλί
    πού είχε αφεθεί στο έλεός μου
    και με κοίταζε επίμονα σαν κάπου να μ’ είχε ξαναδεί,
    και με κοίταζε περίλυπα
    χωρίς μια τόση δα κίνηση φτερούγας,
    χωρίς μια τόση δα κίνηση ποδιού.
    Ούτε που θυμάμαι.
    Μπορεί, μάλιστα, ποτέ να μην έγινε αυτό
    κι όμως το βλέμμα του μ’ ακολουθεί χρόνια τώρα,
    μπορεί να μην έγινε
    κι όμως το νιώθω χρόνια τώρα στη χούφτα μου
    να μη χάνει ευκαιρία να με κοιτάξει
    να καραδοκεί μόλις ανοίξω τη χούφτα
    να με κοιτάξει.

    -Kώστας Μόντης

    9. Έρχεσαι σαν πουλί πληγωμένο

    Έρχεσαι σαν πουλί πληγωμένο
    Ή σαν φοβισμένο ζώο
    Σαν το σκυλί που σε κοιτάζει στα μάτια
    Μπερδεύεται στα πόδια σου
    Περιμένοντας ένα πρόσταγμα
    Που το διώχνεις και πάλι το φωνάζεις
    Να σ’ ακολουθήσει

    Οι άνθρωποι οι ερημωμένοι λατρεύουν τα σκυλιά
    Γεμίζουν το άδειο με αφοσίωση με υποταγή
    Ρίχνουν πετρίτσες στην ατάραχη λίμνη

    ―Δεν αγαπώ τα σκυλιά
    Εγώ είχα γύρω μου θηρία
    ΜΗΝΑΣ ΔΗΜΑΚΗΣ (από την Πορεία μέσα στη Nύχτα, Eρμής 1999)

    Τα πουλιά τα βρίσκει ο χάρος στο φτερό

    10. Τα λουλούδια των δέντρων είναι τα πουλιά…

    Τα λουλούδια των δέντρων είναι τα πουλιά.
    Το σιγανό κελάηδισμα της θάλασσας είναι η πτώση
    της βροχής στο τελευταίο τεμπέλικο κύμα τού ακρογιαλιού.
    Τη μυρουδιά τού ήλιου τη χύνει το σφαγμένο πεπόνι.
    Η ποίησή μας είναι η ζωή.

    (Μάτση Χατζηλαζάρου)-Από τη συλλογή Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης (με το ψευδώνυμο Μάτση Ανδρέου), έκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1944 (με μια ξυλογραφία τού Διαμαντή Διαμαντόπουλου)

    11. Η συχνότητα με την οποία τα πουλιά τρώνε και χέζουν, τρώνε και χέζουν είν’ εκπληκτική· ούτε ο θάνατος δεν είναι τόσο λαίμαργος. Βέβαια, τα πουλιά τιτιβίζουνε αδιάκοπα και ορισμένα κελαηδούνε κιόλας, ενώ ο θάνατος ποτέ δεν κελαηδά, ποτέ δεν τιτιβίζει. Για να κερδίσουν τη συμπάθειά μας, για να γλιτώσουνε τα σκάγια και το δόκανο, μιμούνται τα αιθέρια όντα, ενώ ο θάνατος που έχει και τα σκάγια και το δόκανο κανέναν δεν μιμείται.

    ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ

    12. Όμως, τι να ‘ναι το πουλί,
    που ξαφνικά,
    σαν ερχομός πνοής μέσα στο πνεύμα,
    σφάζει την ησυχία του δωματίου μου
    και το αισθάνομαι κοντά μου;
    Ποτέ νομίζω δε θα μάθω ―
    κι ίσως, να είναι το πουλί αυτό, όλο το μυστικό εδώ πέρα.

    NIKOΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ

    13. Ό,τι μπόρεσα να διασώσω
    (στον κόσμο που πήγα)
    το διέσωσα, θάλασσα.

    Η ψυχή μου ένα σμήνος
    μυριάδων πουλιών
    που τ’ αλώνιζε η θύελλα.

    Όσα διασώθηκαν
    βρήκαν το δέντρο τους.

    Φτερούγισαν κι έμειναν
    μέσα στις λέξεις.

    (απ’ την ποιητική συλλογή «Συνάντηση Με Τη Θάλασσα», το 1991)-Nικηφόρος Βρεττάκος

    14. Χρονοδιάγραμμα

    Συχνά, θυμάμαι, οι μεγάλοι, όταν ήμουν παιδί, μιλούσαν για
    το μέλλον μου. Αυτό γινόταν συνήθως στο τραπέζι. Αλλά εγώ
    ούτε τους πρόσεχα, ακούγοντας ένα πουλί έξω στο δέντρο.
    Ίσως γι΄ αυτό το μέλλον μου άργησε τόσο πολύ: ήταν τόσο
    αναρίθμητα τα πουλιά και τα δέντρα.

    ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ ΤΑΣΟΣ

    15. Απίθανο Πουλάκι Έλα Μέσα

    Αν είσαι μάγισσα όπως πίστευα χαρίσου πέφτοντας πάνω σ’ αυτό που σκέφτομαι.
    Ν’ ανθίσει ανάγκασέ το κι ένα πουλί ξελόγιασε επάνω στα κλαδιά της ακοής μου.
    Με μάγια τη φωνή του ανακάτεψε, να κελαηδάει νυχθημερόν κατάφερέ το κι ας ενοχλείται το αφύσικο και ας του λέει πάψε θα σε σκοτώσω.
    Εκείνο να μην παύει.
    Να κελαηδάει ατρόμητα γενναία.
    Αχ έτι και έτη ψάχνω όλα τα πιστευτά του κόσμου αλωνίζω, να βρω μια δεύτερη φωνή. Απίστευτο πουλάκι έλα μέσα…
    (Κική Δημουλά)

    16. (VIP)
    Να μην ξεχάσω πουλιά,
    τότε, σ εκείνο το πλωτό μαντρί του Νώε (…)
    ανάμεσα σε όλα τα προς διάσωση και αναπαραγωγή
    ήταν κι η ουτοπία.
    Μάλιστα, η μόνη που ταξίδεψε
    πρώτη θέση και παράθυρο.

    Αχ φυγή ωχ σωτηρία.
    ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ

    17. [θάνατος από πουλί]

    βαρέθηκε τα πάρτυ,
    τις χαζές με το βερμούτ,
    όλο θα φύγω και θα φύγω
    έλεγε

    ύστερα
    σύχναζε σε κακοτράχαλα
    και βράχια
    -ψιλολάλησε

    τον έφαγε
    ο γύπας μάθαμε

    Γλυκερία Μπασδέκη

    18. Ο λίγος χρόνος των πουλιών

    Μέσα στον απέραντο ουρανό
    Ο λίγος χρόνος των πουλιών
    Είναι λύπη;
    Είναι χαρά;
    Το φως έρχεται
    Εκλέγει τα πουλιά
    Το φως δεν καταστρέφει
    Ανάμεσά μας πάντοτε ένας
    Εκείνος που μαθαίνει τα νιάτα τ’ ουρανού
    Και που πετάει με τα πουλιά
    Μέσα στον αιθέρα.

    (24.5.1936)Γιώργος Σαραντάρης

    19. Τα πουλιά

    Παραμερίζοντας ένα παλιό φόρεμα με τ’ άρωμά της
    βρήκα τούτο το χαρτί γραμμένο σε δύσκολες ώρες
    στο πίσω μέρος ενός μηνύματος για διασκέδαση.
    Πικρές εικόνες ανάμεσα στα λόγια και η ψυχή
    όμοια με το σαλίγκαρο πούχει κολλήσει σ’ ένα κλωνάρι.

    Έξω έβρεχε. Η μέρα ήταν θολή.
    Ο κόσμος σαν να μην υπήρξε ποτέ.

    Μου μιλούσε για τα πουλιά. Κάτω από το κυπαρίσσι
    το χώμα μύριζε με τη βροχή. Και τα πουλιά
    τα κοίταζα στα μάτια της μονάχα.

    Το βράδυ εκείνο δεν πήγαμε στη φιλική διασκέδαση.
    Αφήσαμε να ξεχαστεί το μήνυμα.

    Την αυγή τα πουλιά κατεβήκαν πλήθος από το φωταγωγό.

    —Γιώργης Παυλόπουλος—

    Αλκίνοος Ιωαννίδης – Πού πεθαίνουν τόσα πουλιά

    20. ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ

    Μέσα στα μάτια ενός κοριτσιού ξαναγεννιέται
    ντύνεται το δέρμα του γαμπρός
    και ξεχνάει τα χρόνια που πέρασε
    φυλακισμένος στο ίδιο του το κορμί.

    Ξυπνάει τα χαράματα και τραγουδάει
    – κιτρολεμονιά και ματζουράνα μου –
    κι οι δρόμοι
    γεμίζουν τριανταφυλλιές.

    Ξαφνιάζει τους φίλους
    στα καφενεία και στις πλατείες που επιστρέφει
    ύστερα από χρόνια απουσίας.

    Όμως εκείνος ο φόβος για τα πουλιά
    που στο τέλος ταριχευμένα
    γεμίζουν σαλόνια και κρεβατοκάμαρες
    τον κατατρέχει…

    ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ

    21. ΤΑΡΙΧΕΥΤΗΣ ΠΤΗΝΩΝ

    Οι ιδέες έρχονται όλο πιο αραιά
    σαν τα πουλιά που λιγοστέψαν
    κι ούτε που μένουν, χάνονται
    το ίδιο απρόσμενα όπως ήρθαν.
    Μού ’ρχεται δύσκολο να καραδοκώ
    με δίχτυα, ξόβεργες, απόχες
    μες στη συμφόρηση των δρόμων
    μήπως για μια στιγμή περάσουν.

    ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ, Από την ποιητική συλλογή: «Αντικριστοί καθρέφτες» (1988).
    Από το βιβλίο: Τίτος Πατρίκιος, «Ποιήματα, IV (1988-2002», Κέδρος, Αθήνα 2007, σελ. 66.

    22. ΤΑΡΙΧΕΥΤΗΡΙΟ ΠΟΥΛΙΩΝ

    Ι
    Φτεροῦγες ἀνοιχτές δίχως πέταγμα
    ἀνήσυχες κινήσεις δίχως σάλεμα.
    Ἀγκυλωμένα τά μέλη, ξεραμένα
    τά βλέμματα. Ἀπ’ τά μισάνοιχτα
    ράμφη στάζει βαριά ἡ σιωπή.

    Πίσω ἀπ’ τή γυάλινη πόρτα
    ἔχει παγώσει ὁ χρόνος.

    Ποῦ πῆγε ἡ μουσική τόσων
    κελαϊδημάτων; Τό θρόισμα τόσων φτερῶν;

    Μάταιη τῶν χρωμάτων ἡ χλιδή
    καί τό μελετημένο ζύγιασμα τῶν στάσεων.
    Μ’ ὅλο τό στολισμό τοῦ προσωπείου
    σ’ ἀναγνωρίζω, παντοκράτορ Θάνατε.

    Ἐσύ ’σαι ὁ συνθέτης τῆς ἀπόλυτης σιγῆς
    ἐσύ ὁ γλύπτης τῆς πιό τέλειας ἀκινησίας.

    ΓΙΩΡΓΗΣ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ

    Πουλιά στα χίλια χρώματα, Πρωτοψάλτη

    23. Δεν ωφελεί να περιορίζεις τα πουλιά

    Δεν ωφελεί να περιορίζεις τα πουλιά
    με ξόβεργες, με σκιάχτρα, με κλουβιά,
    να περιμένεις στις διαβάσεις των αποδημητικών
    μερόνυχτα, να ρίχνεις τουφεκιές.
    Ό,τι μπορεί να φτερουγίσει δε σκλαβώνεται∙
    προετοιμάζεται στα θερμοκήπια των στερήσεων
    προσμένοντας αργά ή γρήγορα την ώρα του.

    Από τη συλλογή Ημερολόγιο 2 (1964)- Τάσος Κόρφης

    24. Ο Γάτος και το Πουλί

    Ένα ολόκληρο χωριό ακούει θλιμμένο
    Το τραγούδι ενός πληγωμένου πουλιού
    Είναι το μοναδικό πουλί του χωριού
    Κι είναι ο μοναδικός γάτος του χωριού
    Που το μισόφαγε
    Και το πουλί σταμάτησε να τραγουδάει
    Ο γάτος σταμάτησε να νιαουρίζει
    Και να γλείφει τη μουσούδα του
    Και το χωριό ετοιμάζει στο πουλί
    Κηδεία επίσημη
    Κι ο γάτος είναι καλεσμένος
    Προχωρεί πίσω από ένα μικρό αχυρένιο φέρετρο
    Όπου είναι ξαπλωμένο το νεκρό πουλί
    Το φέρετρο σηκώνει ένα μικρό κορίτσι
    Το κορίτσι αυτό δεν σταματάει να κλαίει
    Αν ήξερα που σου ’κανα τόσο κακό
    Λέει ο γάτος στο κορίτσι
    Θα το είχα φάει ολόκληρο
    Κι ύστερα θα ’λεγα
    Πως το είδα να πετάει ψηλά να φεύγει
    Μέχρι τα πέρατα της γης
    Κάτω εκεί τόσο μακριά
    Απ’ όπου κανείς ποτέ δε γυρίζει
    Ίσως τότε πονούσες λιγότερο
    Έτσι απλά θα λυπόσουν μονάχα.
    Ποτέ δεν πρέπει ν’ αφήνουμε κάτι μισό

    Ζακ Πρεβέρ («Θέαμα και Ιστορίες», μτφρ. Γιάννης Βαρβέρης, εκδ. Ύψιλον).

    Το Πουλί Της Φωτιάς – Τα Πουλιά

  2. φιλντισοκοκκαλένια μου…με διαβατάρικα πουλιά έρωτα να μη πιάνεις…

  3. Ciao, Aggeliki!… Όντως πλούσιο το θέμα μας και πλουσιότερα τα ποιητικά και μουσικά «ελέη» σου!!! Grazie mille!!!

    -«Το τελευταίο των πουλιών»

    -Ουίλιαμ Γέιτς, «Τα άσπρα Πουλιά»

    «Θά ‘θελα νά ‘μασταν, αγαπημένη μου, άσπρα πουλιά επάνω στον αφρό της θάλασσας!
    Τη φλόγα του μετεωρίτη ν’ αποφεύγαμε προτού να ξεθωριάσει και χαθεί,
    Κι η φλόγα του γαλάζιου άστρου, του εσπερινού, κρεμάμενη στο χείλος τ’ ουρανού,
    Έχει ξυπνήσει στις καρδιές μας, αγαπημένη μου, μια θλίψη που ίσως δε θα σβήσει.
    Μια αφύπνιση έρχεται απ’ εκείνους τους ονειροπόλους, μες στη δροσιά, το κρίνο και το ρόδο,
    Ω, μην ονειρεύεσαι, αγαπημένη μου, για κείνους, τη φλόγα του μετεωρίτη που χάνεται,
    Ή τη φλόγα τ’ άστρου του γαλάζιου, π’ αργεί να σμίξει με τη δροσιά που πέφτει
    Γιατί θα τό’ θελα να μεταμορφωνόμασταν σ’ άσπρα πουλιά επάνω στον περιπλανώμενο αφρό: Εγώ κι εσύ!
    Την σκέψη μου σφυροκοπούν αμέτρητα νησιά, και Δαναών ακρογιαλιές πολλές,
    Όπου ο Χρόνος σίγουρα θα μας ξεχνούσε, κι η λύπη δε θα μας πλησίαζε άλλο πια.
    Σε λίγο μακριά απ’ το ρόδο και το κρίνο δεν θα μπορούσαμε ν’ αντέξουμε τις φλόγες.
    ‘Ασπρα πουλιά να είμασταν, αγαπημένη μου, επάνω στον αφρό της θάλασσας να πλέαμε!»

    -Γιάννης Ρίτσος, «Το πουλί της νύχτας»

    «Κείνο το βράδυ, μας είχε τρομάξει, όπως περνούσαμε το δάσος,
    ένα μεγάλο, θριαμβευτικό, μυστηριακό πουλί της νύχτας,
    μαύρο, σοφό, κ’ επίβουλο στη μαντική ισχύ του, μας είχε τρομάξει
    με τις προφητικές φωνές του, κάτω από ‘να κόκκινο,
    δυσοίωνο φεγγάρι. Κάτι παιδιά διασκεδάζοντας,
    το κυνηγούσαν, κάπου μπλέχτηκε, φαίνεται,
    μες στα κλαδιά και στα πυκνά φυλλώματα, η κραυγή του ακου-
    γόταν
    όλο και στα υψηλότερα επίπεδα της νύχτας, ώσπου το ‘πιασαν,
    το εξευτελίσαν, το μαδήσαν. Το ‘φεραν στην πολιτεία. Την άλλη
    μέρα
    το είδαμε μισοπεθαμένο σ’ ένα πεζοδρόμιο,
    γυμνό, σερνάμενο, γλοιώδες,
    μια φούχτα ασήμαντη σάρκα, κατάστικτη
    από τις τρύπες των φτερών του. Τότε,
    χωθήκαμε στην Αγορά, μπλεχτήκαμε με το πολύβουο πλήθος,
    κουβεντιάζοντας
    όσο το δυνατόνπιο απλά, πιο φυσικά και δυνατά, μην καταλά-
    βουν
    πως είχαμε και μεις ακούσει εκείνο το πουλί, μη νιώσουν
    κάποιαν αναλογία μας με τη νυχτερινή του πτήση και την πρωινή
    του γύμνια.
    Σταθήκαμε, μάλιστα, στα κρεοπωλεία κι αγοράσαμε
    λίγο κρέας για το μεσημβρινό μας γεύμα, μ’ όλο που δεν πεινού-
    σαμε. Μες στοστρατσόχαρτο,
    ξέραμε, θα ‘ταν τυλιγμένο κείνο το πουλί. Και στάζανε
    αραιές σταγόνες κίτρινες στο παντελόνι μας. Σοφό πουλί, σου λέει
    ο άλλος-
    μα τι σοφό, που ούτε τον ίδιο του το θάνατο δε μπόρεσε να προ-
    μαντέψει.»
    (Γ. Ρίτσος, Ποιήματα, τ. 3ος, Κέδρος)

    -Βύρων Λεοντάρης, «Όχι σαν πουλιά»

    «Όχι σαν τα πουλιά, που τα τυφλώνουν με καρφίτσες πυρωμέ-
    νες
    και κελαηδούν σπαρακτικά,
    ώσπου να σπάσει η αστέρινη καρδιά τους,
    ώσπου το διάφανό τους ράμφος ν’ ακουμπήσει
    στην πλάκα της σιωπής,
    απλώνοντας μια κόκκινη κηλίδα,
    για να αρχινάνε απ’ αυτού τη ρέμβη τους τα μάτια που χορ-
    τάσανε το γέλιο,
    για ν’ αρχινά απ’ αυτού η φιλολογία μιας μιας βρομερής ευαι-
    σθησίας τυράννων,
    όχι σαν τα πουλιά που τα τυφλώνουν…
    Οι αμείλικτες φωνές μας θα τρελάνουν τη σιωπή,
    και θα λυσσάξουν την παχιά ησυχία,
    θα ξεσκεπάσουνε την έκταση του πόνου απ’ άκρη σ’ άκρη,
    θα δείξουν όλη την ασχήμια της σκλαβιάς,
    θα κάμουν τα παιδιά να φτύσουνε στα μάτια των γονιών
    τους,
    που τα στολίσαν και τα στρίμωξαν σε τόσο σπαραγμό, να καμαρώσουν
    τις άγριες παρελάσεις,
    το αύριο που στριφογυρνάει σαν το λιοντάρι στο κλουβί,
    θα κάμουν τα παιδιά να ορκιστούν μια νέα ζωή
    τρέχοντας μες στα στάχυα των λυγμών τους…
    για να μην είναι τσίρκο ο κόσμος,
    για να σιγήσουν πια για πάντα τα μεγάφωνα του μίσους,
    να κλείσουν τα εργαστήρια της απανθρωπίας
    κι όλα τα μαγαζιά που καθιερώνουν
    τρομαχτικές εκπτώσεις συνειδήσεων.»
    (Βύρων Λεοντάρης, «Ψυχοστασία», ύψιλον/βιβλία)

  4. Καλησπέρα!… Ευχαριστώ πολύ Λύσιππε για την ωραιότατη μουσική συνεισφορά σου!!!

  5. AΓΓΕΛΙΚΗ on said:

    Συνεχίζω το …θεάρεστο έργο (μας), μη ξέροντας τι να πρωτοδιαλέξω:

    1. Η μακρινή άγνωστη χώρα που τη ζωγραφίζει ένα πουλί

    Πάνω σε τεντωμένο σκοινί έχω περάσει
    όλη μου τη ζωή.

    Μούγκριζε κάτω το ποτάμι.
    Κι απάνω μαύριζε και γύρω μου
    η φοβερή σιωπή.

    Μα εγώ κοιτούσα πέρα απ’ την άπιαστη γραμμή
    του ορίζοντα.
    Εκεί όπου έβλεπα ν’ ασπρίζει
    φανταστικό ξημέρωμα.
    Εκεί όπου τα όνειρα μου άχνιζαν.
    Κι ένας άλλος αέρας
    θα ‘κανε να θροΐζουν ήρεμα τα φύλλα των δέντρων.

    Πάνω απ’ τη μαύρη άβυσσο έχω χτίσει τις μέρες μου.
    Με τη βροχή και το χιόνι να μου ξεσκίζουν τα μάτια.
    Και το βαρύ σφυρί που το κρατάει ο ύπουλος φόβος
    να μου τσακίζει τα γόνατα.

    Εγώ όμως μέσα στις άγριες νύχτες άκουγα
    γλυκό τραγούδι της Αγάπης.
    Κι ένιωθα κάτι σαν άγγιγμα από φτερούγα στους ώμους.
    Σαν να ‘ταν ένας Άγγελος
    που με κρατούσε όρθιον και με καθοδηγούσε.

    Και προχωρούσα.
    Κι ας έλεγαν όλα πως δεν υπάρχει εκείνη η μακρινή χώρα
    όπου το μυθικό πουλί που έρχεται απ’ το φωτεινό λιβάδι
    κεντάει τους στίχους του με μια κλωστή από μουσική
    και από όνειρο.

    Και τραγουδάει τον Έρωτα.
    Και τραγουδάει την πίστη, το θάρρος, την υπομονή.
    Και την γλυκιάν ελπίδα που κρατάει εκείνους
    που ονειρεύονται
    – εκείνους που μπορούν ακόμα να ονειρεύονται –
    όρθιους πάνω απ’ το βάραθρο.

    Κι απ’ το βαθύ σκοτάδι.

    Θανάσης Κωσταβάρας, από τη συλλογή Η μακρινή άγνωστη χώρα, 1999

    2. Βενζίνη

    μέσα στο δάσος
    εκεί όπου ανάμεσα απ’ τα πυκνά κλαργιά
    φτάνει λίγο φως
    απ’ τον βαρύ ουρανό
    κοντά στο χώμα
    που το σκεπάζει
    παχύ στρώμα
    σάπια φύλλα
    σε μια κλάρα χαμηλή
    κάθεται ένα
    π ο υ λ ί

    ένα πουλί
    πολύ
    περίεργο:
    σα μαδημένο
    σα σκεφτικό

    έ ν α π α λ ι ό π ο υ λ ί

    τι να σκέπτεται άραγες
    αυτό το πουλί
    το παλιό
    στο σκοτάδι;

    αχ! τίποτα
    δε σκέπτεται απολύτως τίποτα!

    απλούστατα
    συνέλαβε δι’ αυτήν
    ένοχον
    πάθος

    ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ, από το Mην Oμιλείτε εις τον οδηγόν, Kύκλος 1938

    3. ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΩΡΑΙΑΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ

    Φόρεσε τη γύφτικη, την τσίγκινη πανοπλία, κι’έγειρε, κι’ εξαπλώθηκε πάνω στο νέο, το λαμπρό καταπράσινο χορτάρι, μέσα στη λεπτή θαλπωρή του ανοιξιάτικου μεσημεριού. Κάτι ψίθυροι, όμως που έρχουνταν απ’ έξω, δεν τον αφήνανε να μπή βαθειά στην ηδονή του γλυκά γαλάζιου ουρανού. να χαρεί τα δυο μικρά άσπρα σύννεφα πού αρμενίζανε μακρυά, στην άκρη του ορίζοντα. Είτανε κει και δυό πανύψηλες ωραίες λεύκες. Πραγματικά, επί του βορεινού τοίχου υπήρχε βαρύ παραπέτασμα που έκρυφτε πόρτα (δεν ήταν, άλλωστε, μυστικό). Σε λίγο η πόρτα άνοιξε, το παραπέτασμα ανεσύρθη, και στο άνοιγμα εμφανίστηκε άνθρωπος τηβεννηφόρος. «Πού βρισκόμαστε;» ερώτησε. Ο ποιητής εσηκώθηκε, πλησίασε το φιλιστρίνι, κι’ ενώ με το δεξί χέρι χάιδευε τη χαίτη του λιονταριού, έρριξε όξω μια ματιά. «Πλησιάζουμε», είταν ακριβώς οί λέξεις που είπε, «πλησιάζουμε στη Βηρυτό», κι’απότομα δίνει μια, και γυρνάει η βρύση, κι’ανοίγουν οι κρούνοι, κι’αρχίζουν πιά τα νερά να τρέχουνε, να καταχλύζουν τα πάντα, ν’ανεβαίνουν ανυσηχητικά. Τότε ορμά, χουφτιάζει τους μαστούς της, και την φιλά παράφορα στο στόμα. Μια φλόγα αισθάνθηκε ξαφνικά ν’ απλώνεται στα σωθικά του, μια πύρινη στεφάνη να τον ζώνη στα νεφρά, ενώ άρχιζε η ανηλεής ανόρθωση του πέους. ΑΥΤΟΣ Ο ΦΑΛΛΟΣ, μαρμάρινος, εστήθηκε σ’ ακρογιάλι, κι’ έρχουνταν όλες τις ώρες της ημέρας χοροί κοριτσιών, στεφανωμένα με λουλούδια, και τραγουδούσαν αγκαλιασμένες. Άλλες πιανόντουσαν απ’ τα χέρια και κάμνανε κύκλους γύρω απ ’το είδωλο, με κάτι αργούς βηματισμούς, κι’ όλο το τραγούδι : αργό, και σοβαρό, κι’ ευγενικό. Μια κόρη ξεμάκρυνε απ’ το χορό, γονάτισε χάμω, και κούρδιζε το γραμμόφωνο. Ο ποιητής, πάλι εκεί. «Χλωμότερος κι’ από τη Σελήνη», της είπε.

    ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ

    Όρνιθες, Γιώργος Μούτσιος – Ω, καλή μου ξανθιά

    4. ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΠΟΙΗΜΑ

    Το σκυλί κρατούσε το πουλί απ’ τη φτερούγα.
    Στις πέτρες έπεφταν μικρές σταγόνες αίμα.
    Ο κυνηγός πάνω στα χόρτα, – ήταν ωραίος.
    Μια κόκκινη τρύπα στο μελίγγι του. Το σκυλί
    έστεκε πάνω του, κοιτούσε λυπημένα –
    το πουλί δεν τ’ άφηνε απ’ τα δόντια του.

    ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, Από την ποιητική συλλογή: «Ο Τοίχος μέσα στον Καθρέφτη» (1967-1971).
    Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Ποιήματα Ι΄», Κέδρος, Αθήνα 1989, σελ. 279.

    5. Η ποίηση

    Κάτι παράξενο συμβαίνει στο δωμάτιό μου,
    σαν πέσει η νύχτα.
    Ένα πουλί ολάξαφνο,
    με φτερουγίσματα που μαχαιρώνουν τον αέρα,
    εισορμά κι ύστερα πάλι ησυχία επικρατεί.
    Ποτέ μου δεν ετόλμησα το φως ν’ ανοίξω
    και πάντα λέω τι νά’ ναι το αλάξαφνο πουλί,
    τι πτέρωμα να έχει,
    πώς άραγε να συγκινεί η μορφή του.
    Πάντως, όταν ξυπνώ μες της αυγής το σκούντημα
    δεν είμαι παρά μόνος στο δωμάτιο,
    σωματικά στερεωμένος από τον ύπνο,
    πιο γνώριμος του θανάτου από χτες,
    ενώ η ψυχή προσμένει
    το καινούργιο μήνυμα του ήλιου,
    όπως πάντα.
    Όμως, τι νά’ ναι το πουλί,
    που ξαφνικά,
    σαν ερχομός πνοής μέσα στο πνεύμα,
    σφάζει την ησυχία του δωματίου μου
    και το αισθάνομαι κοντά μου;
    Ποτέ νομίζω δε θα μάθω-
    κι ίσως, να είναι το πουλί αυτό, όλο το μυστικό εδώ πέρα…

    Νίκος Καρούζος, Από την ποιητική συλλογή Είκοσι ποιήματα (1955)

    6. Ελεύθερη συνοικία

    Έβαλα το πηλίκιο μου στο κλουβί
    και βγήκα με το πουλί στο κεφάλι
    Λοιπόν;
    δε χαιρετάνε πια;
    ρώτησε ο διοικητής
    Όχι
    δε χαιρετάνε πια
    απάντησε το πουλί
    Α, καλά
    συγχωρήστε με
    νόμιζα πως χαιρετάνε
    είπε ο διοικητής
    Συγχωρεμένος κάθε άνθρωπος μπορεί να κάνει λάθος
    είπε το πουλί.

    Jacques Prévert , Μετάφραση: Τάσος Κόρφης

    Εδώ σωπαίνουν τα πουλιά, Mαρία Δημητριάδου

    7. «Ο ουρανός»

    Πουλιά μαύρες σαΐτες της δύσκολης πίκρας
    δεν είν’ εύκολο ν’ αγαπήσετε τον ουρανό
    πολύ μάθατε να λέτε πως είναι γαλάζιος
    ξέρετε τις σπηλιές το δάσος τους βράχους του;
    έτσι καθώς περνάτε φτερωτές σφυρίχτρες
    ξεσκίζετε τη σάρκα σας πάνω στα τζάμια του
    κολλούν τα πούπουλά σας στην καρδιά του

    Και σαν έρχεται η νύχτα με φόβο απ’ τα δέντρα
    κοιτάτε τ’ άσπρο μαντίλι το φεγγάρι του
    τη γυμνή παρθένα που ουρλιάζει στην αγκαλιά του
    το στόμα της γριάς με τα σάπια τα δόντια του
    τ’ άστρα με τα σπαθιά και με τους χρυσούς σπάγκους
    την αστραπή τον κεραυνό τη βροχή του
    τη μακριά ηδονή του γαλαξία του”

    Μίλτος Σαχτούρης, «Ποιήματα, 1945-1971», Κέδρος

    8. Κάποτε οι γυναίκες

    Κάποτε μέσ’ απ’ το σύννεφο βγαίνει ένα πουλί
    περνάει πάνω από τα σπίτια και κατεβαίνει στην πόλη
    άλλοτε χρόνια έμεινε φυλακισμένο μες στο φεγγάρι
    γι’ αυτό κι είναι πολύ πικραμένο πολύ λαμπερό
    μ’ ένα μεγάλο μονάχα όμορφο γυναίκειο μάτι

    Μέσ’ απ’ το σύννεφο κατεβαίνει μες στη βροχή
    περνάει σα φάντασμα πάνω απ’ τα σπίτια
    στους δρόμους το κράζουν πουλί πουλί της βροχής
    δε στέκεται πουθενά γιατί αν σταθεί
    χιλιάδες σκορπισμένα δάχτυλα το δείχνουν
    γιατί είν’ ένα πουλί σκληρό που βάφτηκε μ’ αίμα
    π’ αγριεμένο στην πόλη κατεβαίνει με τη βροχή
    κι ένα πανέμορφο έχει γυναίκειο μάτι

    Γι’ αυτό και οι γυναίκες ταράζονται μόλις το δουν
    άλλες όμως το κρύβουν μες στους καθρέφτες τους
    άλλες το κρύβουν σε βαθιά συρτάρια
    κι άλλες βαθιά μες στο σώμα τους
    έτσι δε φαίνεται
    δεν το βλέπουν οι άντρες που τις χαϊδεύουν το βράδυ
    ούτε το πρωί σα ντύνονται μπροστά στον καθρέφτη
    δεν το βλέπουν
    γιατί είναι ένα πουλί πολύ πικρό πολύ λαμπερό
    πολύ φοβισμένο

    ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ, Παραλογαίς

    9. Tα πουλιά της μνήμης (Δημήτρης Λαμπρέλληs)

    Τα ίδια και τα ίδια
    κάθε βράδυ.
    Τα χέρια μου
    δεν αντέχουν
    να κρατήσουν
    το σκοτάδι.
    Γι᾽ αυτό κάθε πρωί
    ξυπνώ
    της μνήμης μου
    τη μικρή καρδερίνα
    Κι ένα σπίτι
    της δείχνω
    γεμάτο τραγούδια
    – Εκεί μένει
    της λέω
    το φως.

    Τα πουλιά που ταξιδεύουν, Ελ. Ζουγανέλη και Γ. Νταλάρας https://www.youtube.com/watch?v=y6HSrHeOVro

    10. Ο Άγιος Κέβιν και το μαυροπούλι

    Κι ύστερα υπήρχε ο Άγιος Κέβιν και το μαυροπούλι.
    Ο άγιος γονατίζει, τεντώνει τα χέρια, μέσα στο
    Κελί του, μα το κελί είναι στενό, κι έτσι

    Μια γυρισμένη παλάμη βγαίνει απ’ το παράθυρο, αλύγιστη
    Σαν ξύλο σταυρού, όπου ένα μαυροπούλι κατεβαίνει
    Ακουμπά σ’ αυτή και φτιάχνει τη φωλιά του.

    Ο Κέβιν αισθάνεται τη ζεστασιά των αυγών, το μικρό στήθος,
    το κουρνιασμένο
    Όμορφο κεφάλι, τα νύχια, και νιώθοντας μπλεγμένος
    Μέσα στα δίχτυα της αιωνιότητας της ζωής,

    Αισθάνεται οίκτο: Πρέπει τώρα να κρατά το χέρι του
    Σαν κλαρί έξω στον ήλιο και στη βροχή για βδομάδες
    Μέχρι τα μικρά να εκκολαφθούν, να βγάλουν φτερά, να πετάξουν.

    *

    Και μια κι όλα αυτά έτσι κι αλλιώς είναι φανταστικά,
    Σκέψου να ’σαι ο Κέβιν. Ποιος είναι αυτός;
    Αυτοεξόριστος ή αυτός που βρίσκεται σε μια συνεχή αγωνία

    Από πάνω ως κάτω ανάμεσα στα πονεμένα μπράτσα του
    Είναι τα δάχτυλά του μουδιασμένα; Νιώθει ακόμα τα γόνατά του;
    Ή σκαρφαλώνει μέσα του το κενό κάποιου απ’ τον κάτω κόσμο

    Που θέλει να μην αισθάνεται; Υπάρχει επικοινωνία στο κεφάλι του;
    Μόνος βλέπει το είδωλό του καθαρά στο βαθύ της αγάπης ποτάμι,
    «Να δουλεύεις και να μην αμείβεσαι», είναι η προσευχή του,

    Μια προσευχή μ’ απόλυτη ανταπόκριση στο κορμί του
    Γιατί ξέχασε τον εαυτό του, ξέχασε το πουλί
    Και στη όχθη του ποταμού ξέχασε του ποταμού το όνομα.

    Seamus Heaney, Μετάφραση, Βίλκη Αντωνιάδου

    11. Τα πουλιά θέλουν ψίχουλα

    Τα πουλιά θέλουν ψίχουλα
    εγώ θέλω εσένα
    Έλα, ν’ ανεβούμε στα κλαδιά
    να λέμε τα δικά μας

    Απόψε είμαι χαρούμενος
    σταμάτησα να κλαίω

    Θα με φιλήσεις
    κι ύστερα τα ρούχα μου θα πλύνεις

    Κώστας Ριτσώνης

    12. Παράξενο πουλί μου

    Παράξενο πουλί μου, μαθημένο
    στα σκοτεινά

    σου στήσανε παγίδες, σε κυνήγησαν
    σου ‘κοψαν με γυαλιστερά στιλέτα τα φτερά
    νόμισαν πως σε σκότωσαν.

    Έσκυψα ταπεινά, με δάχτυλα που τρέμαν,
    το στήθος μου άνοιξα κι ευλαβικά
    σε πήρα κι σε απίθωσα βαθιά.

    Η φωνή σου
    θαυματουργά ραντίζει τώρα τις πληγές μου
    γίνεται φίλτρο μαγικό

    παράξενο πουλί, μαθημένο
    στα σκοτεινά.

    Ανέστης Ευαγγέλου -[Από την ενότητα Το κακό παιχνίδι] -Από τη συλλογή Αφαίμαξη ’66-’70 (1971)

    Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά

    13. Πάλευε ακόμα

    Πάλεψε ακόμα εκείνο το πουλί
    πάλευε να πετάξει, ορμητικά
    απλωνόταν η φτερούγα
    κάθε φορά που μια ριπή
    ανέμου διέσχιζε το δρόμο

    πάλευε ακόμα εκείνο το πουλί
    λειωμένα κόκαλα, ιστοί, το δέρμα κολλημένα
    στην άσφαλτο του δρόμου και μισή
    μισή φτερούγα λαχταρώντας
    πτήσεις ατέλειωτες ψηλά
    ψηλά μες στον ατέλειωτον αγέρα.

    Σωτήρης Σαράκης, από τη συλλογή Ψηφιδωτό από άφαντες ψηφίδες, 2003
    Ενότητα : Μέση οδός, Συγκεντρωτικη έκδοση Στιγμή στο χάος,
    Ποιήματα 1999-2010, 2014

    14. Τα πουλιά περνούν τα σύνορα

    Αχ, τι ευτυχία, τι τύχη εκπληκτική:
    σύνορα τα πουλιά δεν εμποδίζουν!
    Οι άνθρωποι, χωρίς άλλο, το γνωρίζουν,
    μα δεν το εννόησαν οι πολιτικοί!

    Κι απ’ όλα τα ημισφαίρια, αράδα-αράδα
    τα πουλιά αποδημούν, μα στην παλιά
    πάλι ξαναγυρίζουνε φωλιά,
    πάνω απ’ τη Βουλγαρία και την Ελλάδα.

    Και στεκόμαστε εμείς και τα κοιτάμε
    πίσω από των συνόρων τη γραμμή.
    Πότε θα το μπορέσουμε κι εμείς
    στους φίλους ανεμπόδιστα να πάμε;

    ΛΑΜΑΡ [ЛАМАР (1898-1974)] Μετάφραση: Άρης Δικταίος

    15. Τα καημένα τα πουλάκια

    Kρύο βαρύ, χειμώνας όξω,
    τρέμουν οι φωτιές στα τζάκια·
    τώρα, ποιος τα συλλογιέται
    τα καημένα τα πουλάκια!

    Tα πουλάκια είναι στα δέντρα,
    τα πουλάκια είναι στα δάση,
    ― τα πουλάκια θα τα πάρει
    ο βοριάς που θα περάσει·

    η βροχή, και το χαλάζι,
    κι ο βοριάς που θα περάσει,
    ― και το χιόνι, που το παίρνουν,
    στις αυλές με το φαράσι…

    Kι αν η νύχτα είναι μεγάλη,
    κι έρχεται γιομάτη τρόμους,
    κι αν ο θάνατος, απόψε,
    φέρνει γύρα, μες στους δρόμους,

    κι αν η παγωνιά θερίζει,
    κι είναι δίχως ρουχαλάκια,
    δε βαριέσαι, ― ποιος θυμάται
    τα καημένα τα πουλάκια…

    Tα πουλάκια είναι στα δέντρα,
    τα πουλάκια είναι στα δάση,
    ― τα πουλάκια θα τα πάρει,
    ο βοριάς που θα περάσει·

    η βροχή, και το χαλάζι,
    κι ο βοριάς που θα περάσει,
    ― και το χιόνι, που το παίρνουν,
    στις αυλές, με το φαράσι…

    Στα παιδάκια είναι τα χάδια,
    στα παιδάκια, τα φιλάκια:
    τώρα, ποιος τα συλλογιέται
    τα καημένα τα πουλάκια;

    Kι όταν γίνει, πάλι, βράδυ,
    κι όλοι πάνε να πλαγιάσουν,
    να χωθούν μες στα κρεβάτια,
    μην τυχόν και ξεπαγιάσουν,

    τα πουλάκια τα καημένα,
    τα πουλάκια, τώρα, πέρα
    θα χαθούν, χωρίς ελπίδα
    να φανούν την άλλη μέρα…

    NAΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ

    Bye Bye Blackbird- Miles Davis

    16. Ένα ασήμαντο πουλί

    Ευχόμουν κείνο το πουλί να πάει πιο πέρα·
    να μη λαλεί μπροστά στο σπίτι μου ολημέρα.

    Νοιώθοντας την υπομονή μου όλο πιο λίγη
    χτύπησα τέλος τις παλάμες για να φύγει.

    Μα τέτοιο πράμα εγώ να κάνω, τέτοιο πράμα!
    Έφταιγε αυτό για τη φωνητική του γκάμα;

    Σίγουρα κατιτί δεν πάει καλά μ’ εμένα
    να διώχνω κάποιον που σφυρίζει ευτυχισμένα…
    ΡΟΜΠΕΡΤ ΦΡΟΣΤ [ROBERT FROST (1874-1963)]: Μετάφραση: Νίκος Φωκάς

  6. Καλημέρα, Αγγελική, καλή εβδομάδα!… Υπέροχα!!!

    -«Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάνα το ζηλεύει.» (Δ. Σολωμός)

    -«Θέλω τοῦ λόγγου τὰ πουλιὰ μὲ τὸν κελαϊδισμό τους
    νὰ μὲ κοιμίζουν τὸ βραδύ, νὰ μὲ ξυπνοῦν τὸ τάχυ.» (Κ. Κρυστάλλης)

    -«Πουλιά του Προύθου»- Ανδρέας Εμπειρίκος
    1
    Η κράση τής λυσίκομου παιδίσκης
    Μεταβιβάζει την αιθρία
    Στο πλήρωμα του ταξειδιού।

    2
    Το βλύσμα της εποχής
    Το ράπισμα του περασμένου
    Αλληλουχία ποδισμένων καραβιών
    Μέσα σε φωτεινές λεκάνες με ανεμώνες।

    3
    Της φύσεως τα δόρατα
    Μπροστά στην σάρκα των ιππέων
    Κλώθουν κατάστηθα το μέγα
    Βιβλίο της ακηλίδωτης μανίας।

    4
    Η λήξις είναι μια εσπέρα
    Στα χόρτα της το διάστημα στενεύει।

    5
    Μετά την ομορφιά της
    Στέκει και παρατηρεί τους θαυμαστάς।

    6
    Έμφυτη η κλίσις των γυμνών ανθρώπων
    Η οπτασία της σιγής μοιάζει με κάκτους
    Που στέκουν εμπρός σε κύπελλο γιομάτο।

    7
    Χάρτης αμέριμνος
    Και σπόγγος εορτής
    Πηγαίνουν κ’ έρχονται με τεντομένα τόξα।

    8
    Φεύγουν οι νουνεχείς δρομάδες
    Τα βήματά τους είναι πολίχνες ανομβρίας।

    9
    Ο σπίνος που μας περιμένει
    Είναι συνάμα τρυγητής।

    10
    Θα πάρω μεσ’ στα δίχτυα μου τη βάρκα
    Που θα με φέρει σήμερα κοντά σου।

    11
    Η θερμή λειτουργεία
    Τώρα εκπέμπει τολύπες।

    12
    Του φλοίσβου τα ψηλά βουνά
    Κεχριμπαρένια αλόγατα
    Στο βάθος μιας σακκούλας।

    13
    Υπάρχουν άνθη που μοιάζουνε με χέρια
    Τα δάχτυλά τους ψαύουν κι ευωδιάζουν।

    14
    Η θάλασσα κρυφομιλά και πλέχει
    Καμιά φορά σηκώνεται κι ουρλιάζει
    Μα πάντοτε τα ύδατά της περιμένουν
    Θάλασσα της θαλάσσης।

    15
    Οι λογισμοί της ηδονής είναι πουλιά
    Που νύχτα-μέρα διασχίζουν τον αέρα।

    16
    Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες
    Όταν τανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει
    Όταν τα κλέινω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθώ.
    (Α. Εμπειρίκος, Ενδοχώρα)

    -Μίλτος Σαχτούρης, «Το άσπρο περιστέρι»

    Σήμερα ήρθε και κάθισε στο περβάζι
    του παραθύρου μου
    ένα άσπρο περιστέρι.
    — Τί γυρεύεις εδώ, του είπα,
    μήπως σου δώσαν λάθος διεύθυνση;
    — Καθόλου, μου απάντησε, τί νομίζεις
    το περβάζι σου είναι μόνο
    για μαύρα πουλιά;

    Έκανε δύο τρεις βόλτες πάνω κάτω,
    άφησε μια κουτσουλιά και πέταξε,
    αφήνοντάς με έκπληκτο!
    (Από τη συλλογή Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια, 1998)

    -Μιχάλης Γκανάς, «Το κοτσύφι»
    (Από τη συλλογή Γυάλινα Γιάννενα, 1989)

    «Λιγνό καλογεράκι το κοτσύφι
    με τεριρέμ βραχνά και προσευχές
    αδέξιες όλο το χρόνο, αλλά την άνοιξη
    μες στα λαμπρά πλατάνια λειτουργεί
    σε τόπους γνώριμους και δέντρα
    ειπωμένα, τότε που έβρεχε,
    που φύσαγε κι έκανε κρύο, τότε
    που χιόνιζε κι αυτό κρεμότανε
    στα μαύρα σπόρια του κισσού
    για να ταΐσει λιγοστό κορμάκι
    κι ύστερα, σ’ ένα κλαδί αφηνόταν,
    μια μαύρη φλόγα μες στο χιόνι
    περιμένοντας,
    ώσπου την άνοιξη
    έρχεται κάτι και του λύνει
    τον κόμπο που ’χει στο λαιμό
    κι αναπηδάει φωνή που το ξαφνιάζει,
    θρεμμένη από σιωπή και στέρηση,
    και γίνεται εφημέριος μιας σκοτεινής
    θρησκείας και μιας θεάς που όλο
    το παιδεύει, βάζοντας κυνηγούς
    και γάτες και νυφίτσες να το φοβερίζουν
    για να τραγουδάει, όσο προλάβει,
    μέχρι να πέσει μπρούμυτα και πάλι
    στη χειμερία νάρκη της φωνής του.»

    -Μίλτος Σαχτούρης, «Τα χελιδόνια μου»

    «Δε σας γνωρίζω εφέτος
    καημένα χελιδόνια μου
    πετάτε άραγε όπως άλλοτε
    ή μήπως σε ρόδες πάνω να κυλάτε

    όμως το μάτι σας γιατί έτσι μεγάλωσε
    τεράστιο
    τεράστιο και πορφυρό

    μονάχα ο ουρανός σάς έχει απομείνει
    μα νά ‘ναι για σας τώρα Ουρανός;»

    -Πόλυ Χατζημανωλάκη, «ΑΝΗΣΥΧΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΟΤΣΥΦΙ»

    «Είδα το σούρουπο στο δρόμο ένα κοτσύφι που προσπαθούσε να
    κρυφτεί βιαστικά. Είχε καταλάβει ότι θα βρέξει, φαίνεται. Χοροπη –
    δώντας εξαφανίστηκε στο ρέμα. Το έχασα γρήγορα από τα μάτια
    μου. Ποτέ δεν βλέπουμε πού κρύβονται τα πουλιά τη νύχτα.
    Μετά από λίγο η ατμόσφαιρα είχε θολώσει, έβρεχε. Όχι πολύ δυ-
    νατή βροχή ευτυχώς.
    Ποιος θυμάται ακόμα ονόματα πουλιών και λουλουδιών;
    Μελισσουργός, κοκκινολαίμης,
    το κοτσύφι που είδα νωρίτερα
    ένα πουλί δεμένο με σπάγκο
    από το ποδαράκι του
    μια σκέψη που δεν ξεφεύγει από την κλειστή μοναξιά
    του μαύρου
    το κλουβί
    να ξεμάθεις το θόρυβο είναι τέχνη
    ακούω τα σχήματα των κλαδιών
    φτεροκοπώ… φτερουγίζω…
    Ο Vincent Van Gogh γράφει ακόμα επιστολές στον αδελφό του
    συλλαβίζοντας χρώματα στο ημερολόγιό του
    αισθήματα γραμμένα για τα τοπία της Άρλ
    χορτάρι φρέσκο μετά τη βροχή
    και μια φωλιά για τα πετεινά του ουρανού.»
    («Το αφαβητάρι των πουλιών», εκδ. Εύμαρος)

  7. AΓΓΕΛΙΚΗ on said:

    Ξανά-μανά στα καημένα τα πουλάκια, γενικά κι αόριστα:

    1. Οι χαρές είναι πουλιά, είπε ένας Κινέζος σοφός
    κι όσο πιο δυνατές είναι τόσο πιο μακριά πετάνε.
    Οι λύπες είναι δέντρα κι όσο πιο μεγάλες είναι
    τόσο πιο βαθιά ριζώνουν.

    Ο άνθρωπος είναι χώμα
    βαθιά ριζώνουν μέσα του οι λύπες
    και βλέπει τις χαρές μακριά του να πετούν.

    Αργύρης Χιόνης, Από τη συλλογή Eσωτικά τοπία.

    Μικρό πουλί τριανταφυλλί – Γιώργος Νταλάρας

    2. Ἡ βρύση τοῦ πουλιοῦ

    Κάνε με ἀηδόνι Θεέ μου, πᾶρε μου ὅλες
    τὶς λέξεις κι ἄφησέ μου τὴ φωτιά,
    τὴ λαχτάρα, τὸ πάθος, τὴν ἀγάπη,
    νὰ τραγουδῶ ἔτσι ἁπλά, ὅπως τραγουδοῦσαν
    οἱ γρῦλοι μία φορὰ κι ἀντιλαλοῦσε
    ἡ Πλούμιτσα τὴ νύχτα. Ὅπως ἡ βρύση
    τοῦ Πουλιοῦ μὲς στὴ φτέρη. Νὰ γιομίζω
    μὲ τὸ μουμούρισμά μου τὴ μεγάλη
    κυψέλη τ᾿ οὐρανοῦ. Νὰ θησαυρίζω
    τὰ νερὰ τῶν βροχῶν καὶ τὶς ἀνταύγειες
    ἀπ᾿ τὸ θαῦμα τοῦ κόσμου. Νὰ μ᾿ ἁπλώνουν
    τὶς φοῦχτες τους οἱ ἄνθρωποι κι ἕνας ἕνας
    νὰ προσπερνοῦν. Κι ἀδιάκοπα νὰ ρέω
    τὴ ζωή, τὴν ἐλπίδα, τὴ λάμψη τοῦ ἥλιου,
    τοῦ ἡλιογέρματος τὸ γαρουφαλένιο
    ψιχάλισμα στὰ ὅρη, τὴ χαρά,
    τὰ χρώματα νὰ ρέω τοῦ οὐράνιου τόξου
    καὶ τὴ βροχούλα τῆς ἀστροφεγγιᾶς.
    Ὢ τί καλὰ πού ῾ναι σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο!

    BΡETTAKOΣ

    Τ’ άγρια πουλιά, Παντελής Θαλασσινός

    3. Το πέτρινο πουλί

    Σαν κομμένες απ’ άλλον καιρό
    Αυτές οι πλατείες οι δρόμοι
    Άλλαξαν όλα τόσο
    Το θυμάσαι
    Δεν μπορείς παρά να θυμάσαι
    Υπάρχουν πάντα τα λείψανα
    Ανθρώπινες μνείες
    Αποχρόνια χαμόγελα
    Σε ηλικίες σπασμένες
    Κι αυτό το πανί της ομίχλης
    Κι η λάσπη

    Μόνο τα παιδιά δεν άλλαξαν
    Τα παιδιά με πλαστικά παλτά
    Σαν υγραμένη ζάχαρη
    Εξασκούν τη νέα φωνή τους στην καθομιλουμένη
    Ενώ η παλιά υπάρχει για σένα
    Και για το πέτρινο πουλί
    Να τη σφυρίζει

    Αλέξης Τραϊανός, Δημοσιευμένο στο περιοδικό Εντευκτήριο, τεύχος 51 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2000)

    Μοίρα κρυφή (Μικρό πουλί χαμένο)- Λιζέτα Καλημέρη

    4.
    …Γρήγορα, είπε το πουλί, βρέστε τους, βρέστε τους,
    Πίσω απ’ τη γωνία. Μέσα από την πρώτη πύλη,
    Στον πρώτο μας κόσμο, θ’ ακολουθήσουμε
    Το ξεγέλασμα της τσίχλας; Στον πρώτο μας κόσμο.
    Βρίσκονταν εκεί, αξιοπρεπείς, αθέατοι,
    Κινούνταν αβίαστα, πάνω από τα πεθαμένα φύλλα,
    Στη ζέστη του φθινόπωρου, στον παλλόμενο αέρα,
    Και λάλησε το πουλί, δίνοντας απόκριση
    Στην ανήκουστη μουσική την κρυμμένη στους θάμνους,
    Και διάβηκε η αθώρητη αχτίδα του ματιού, γιατί τα ρόδα
    Είχαν την όψη λουλουδιών που τα κοιτάζουν.
    Βρίσκονταν εκεί σαν καλεσμένοι μας, δεκτοί και δεχόμενοι.
    Έτσι κινήσαμε, κι αυτοί μαζί, μ’ ένα σχέδιο τυπικό,
    Μες απ΄ την έρημη δεντροστοιχία, στων πυξαριών τον κύκλο,
    Για να ρίξουμε το βλέμμα μες στη στραγγισμένη στέρνα.
    Η στέρνα στεγνή, τσιμέντο στεγνό, με άκρες καφετιές,
    Κι η στέρνα γέμισε νερό απ’ το λιόφωτο,
    Κι ορθώθηκε ο λωτός, ήσυχα, ήσυχα,
    ‘Άστραψε η επιφάνεια απ’ άκρη σ’ άκρη απ’ την καρδιά του φωτός,
    Κι αυτοί ήταν πίσω μας ως καθρεφτίζονταν στη στέρνα.
    Τότε διάβηκε ένα σύννεφο κι άδειασε η στέρνα.
    Φύγετε, λάλησε το πουλί, γιατί στις φυλλωσιές παιδιά φωλιάζαν,
    Κρυμμένα μ’ έξαψη, συγκρατώντας τα γέλια.
    Φύγετε, φύγετε, φύγετε, λάλησε το πουλί:

    …οι άνθρωποι
    Δεν μπορούν ν’ αντέξουν πολλή πραγματικότητα.
    Ο χρόνος ο περασμένος κι ο μελλούμενος χρόνος
    Αυτός που θα μπορούσε να’ ταν κι αυτός που ήταν
    Σημαδεύουν σ’ ένα τέρμα που είναι πάντα τωρινό.

    Τ.Σ.Έλιοτ, Burnt Norton Ι (ΑΠΟ ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΚΟΥΑΡΤΕΤΑ, μετάφραση: Κλείτος Κύρου)

    Δρογώσης & Κότσιρας – Βιαστικό πουλί του Νότου

    5. Ω μακάρια πετεινά

    Ω, μακάρια πετεινά
    με τα ωραία φτερά ντυμένα
    το χειμώνα ξένοιαστα\για παπούτσια και για χλαίνα.
    Ούτε θέρος απ` αχτίνα
    του ήλιου ξερολαχανιάζω
    μες στα ρόδα και στα κρίνα
    και στις φυλλωσιές φωλιάζω
    άμα ο τζίτζικας ο λάλος χαίρεται που ο ήλιος καίει
    κι απ` την κάψα μεθυσμένος με ψιλή φωνή το λέει
    κι έχω χειμαδιό σπηλιές
    όπου παίζω με ξωθιές
    και την άνοιξη βοσκάω μύρτα τρυφερά παρθένα
    που τα καλλιεργούν οι Χάρες σε βουνόπλαγα ανθισμένα.

    Βασίλης Ρώτας

    Bird on a wire, LEONARD COEN

    6. Kλουβί δίχως πουλί

    Ένα σπίτι φτιαγμένο με άχυρα
    φτιαγμένο με ξύλα
    μια μικρούλα ποτίστρα στην άκρη
    με νερό λερωμένο
    γεμάτο αίμα φτερά κι ακαθαρσίες
    κι εσύ το πουλί στη γωνιά λαβωμένο
    ο λαιμός σου στο στήθος να πέφτει
    από το ράμφος σου στάζουν όνειρα
    λιωμένα
    πέφτουν στο πάτωμα πέφτουν και πέφτουν
    ανακατεύονται με τα δάκρυα
    γίνονται λάσπη.

    Κάποτε η πόρτα ανοίγει
    τετράγωνο από φως
    εσύ δεν το περίμενες ποτέ
    ξαφνιάζεσαι
    σηκώνεσαι τραντάζεις τα φτερά σου
    περνάς την πόρτα
    χαμογελάς
    σε τρώει η γάτα.

    Χρήστος Αρμάντο Γκέζος , συλλογή Ανεκπλήρωτοι φόβοι (εκδόσεις Πολύτροπον 2012).

    Naruto Shippuden-Blue Bird

    6. ΤΟ ΝΕΚΡΟ ΠΟΥΛΙ

    Το νεκρό πουλί της αυγής που το βρίσκει κατάστηθα ο ήλιος.

    Η ψυχή του ανεβαίνει αργά προς τον ουρανό-

    Σχεδόν την βλέπω: ιριδίζει
    σαν φυσαλίδα του νερού που εξαϋλώθηκε.

    Παίρνω στα χέρια μου το νεκρό του το σώμα.
    Λυπάμαι
    για την ζωή που έφυγε.

    Τουλάχιστον να είχε επιτελέσει τον σπουδαίο άθλο ενός τραγουδιού!

    Ένα απαλό πουπουλένιο κορμί που θέλει πια να ενωθεί με το χώμα.

    Κάποτε φλυαρούσε με ράμφος του ύμνου και από κλαδί σε κλαδί
    όργωνε τις ξανθές οπώρες των ωραίων ημερών!

    15.5.2008 Στρατής Παρέλης

    Τα πουλιά που ταξιδεύουν, Ελ. Ζουγανέλη και Γ. Νταλάρας

    7. Προφητεία

    Στα μάτια σου πετούν πουλιά
    Και φλόγες στα μαλλιά σου.
    Διατρέχουν σύννεφο φιλιά
    Τ’ ανήσυχα όνειρά σου.

    Στον κόρφο σου λιγοθυμούν
    Νιογέννητα ζαρκάδια,
    Στο στόμα σου λαμποκοπούν
    Αστραφτερά πετράδια.

    Θα φτερουγίσουν τα πουλιά,
    Θα φύγουν τα ζαρκάδια,
    Θα μείνει μόνο μια αντηλιά,
    Κάτι θαμπά πετράδια.

    ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΥΡΟΥ

    Marie Myriam – L’oiseau Et L’enfant (Το πουλί και το παιδί)

  8. Ciao Aggeliki!… Grazie mille!… Μου τα «πήρες όλα» κι εγώ «ξεσκόνισα» τη βιβλιοθήκη» και το διαδίκτυο για να βρω ποιήματα!…

    *Ας ξεκινήσω από το δημοτικό τραγούδι:

    -«Εγώ είμ’ εκείνο το πουλί που στη φωτιά σιμώνω,
    καίγομαι, στάχτη γίνουμαι και πάλι ξανανιώνω.»
    (Δημοτικό από τα «Λιανοτράγουδα του Μ. Χατζιδάκι)

    -«»Πουλάκι μου που είσαι ψηλά»

    «Πουλάκι μου που είσαι ψηλά
    και χαμηλά αγναντεύεις.
    Μην είδες την αγάπη μου
    την αγαπητικιά μου;
    Τέσσερα χρόνια καρτερώ
    για να τη κάνω ταίρι.»
    (Δημοτικό)

    «»Ξύπνα πουλάκι μ’ την αυγή »

    -Ξύπνα πουλάκι μ’ την αυγή
    και ανέβα στο κλαράκι.
    Και τίναξ’ τις φτερούγες σου
    να φύγουν οι δροσούλες.
    Για να λουστούν οι όμορφες
    ξανθές και μαυρομάτες.
    Για να λουστεί και μια ξανθιά….»
    (Δημοτικό)

    -«Μαύρα μου χελιδόνια κι oλόασπρα πουλιά
    πολύ ψηλά πετάτε, για χαμηλώσετε.
    Φέρτε μου καλαμάρι, φέρτε μου και χαρτιά
    να γράψω στα φτερά σας, στα φτερούγια σας
    δυο λόγια, δυο μαντάτα, τρία μηνύματα».
    (δημοτικό)

    *Και κάτι ακόμα του Πρεβέρ:

    -Ζακ Πρεβέρ, «Κι εκείνο το πουλί»

    «Κι εκείνο το πουλί,
    που ξεστράτισε από τους ουρανούς
    κι ήρθε μες στο κεφάλι μου
    αδιάκοπα να τραγουδά,
    Ζακ Πρεβέρ,
    να το σκοτώσω δεν μπορώ,
    ούτε να ζωγραφίσω ένα κλουβί,
    και κάτι ωραίο,
    κάτι χρήσιμο για το πουλί.
    Λέω όμως,
    λίγο- λίγο,
    να δημιουργήσω μια πόρτα ανοιχτή,
    κι εκείνο,
    έτσι ανυπεράσπιστο,
    ανυπότακτο,
    ελεύθερο,
    όπως θα το αφήσω,
    ίσως,
    ίσως μια μέρα να πετάξει μακριά.
    Ωστόσο, εκείνο το κελάηδισμα του θα με τρελάνει.»

    *Πάμε τώρα σε δυο γνωστά «κοράκια»:

    -Ε. Α. Πόε, «Το κοράκι»
    (απόσπασμα)

    «…Το εβενόχρωμο πουλί που σοβαρό καθόταν τη λυπημένη μου ψυχή έκανε να γελάσει. «Χωρίς λοφίο», ρώτησα, «κι αν είν’ η κεφαλή σου δεν είσαι κάνας άνανδρος, αρχαϊκό κοράκι, που κατοικείς στις πένθιμες ακρογιαλιές της Νύχτας; Στ’ όνομα της Πλουτωνικής της Νύχτας, τ’ όνομά σου!» Και το κοράκι απάντησε: «Ποτέ από ‘δω και πια».

    Ξεπλάγηκα σαν άκουσα το άχαρο πουλί ν’ ακούει τόσον εύκολα τα όσα το ρωτούσα αν κι η μικρή απάντηση που μου ‘δωσε δεν ήταν καθόλου ικανοποιητική στα όσα του πρωτόπα, γιατί ποτέ δεν έτυχε να δεις μες στη ζωή σου ένα πουλί να κάθεται σε προτομή γλυμμένη απάνω από τη πόρτα σου να λέει: «Ποτέ πια».

    Μα το Κοράκι από κει που ήταν καθισμένο δεν είπε άλλη λέξη πια σα να ‘ταν η ψυχή του από τις λέξεις: «Ποτέ πια», γεμάτη από καιρό. Ακίνητο καθότανε, χωρίς ένα φτερό του να κινηθεί σαν άρχιζα να ψιθυρίζω αυτά: «Τόσοι μου φίλοι φύγανε ως και αυτές οι Ελπίδες κι όταν θε να ‘ρθει το πρωΐ κι εσύ θε να μου φύγεις». Μα το πουλί απάντησε: «Ποτέ από δω και πια».

    Ετρόμαξα στη γρήγορη απάντηση που μου ‘πε πάντα εκεί ακίνητο στη προτομήν απάνω. «Σίγουρα» σκέφτηκα, «αυτό που λέει και ξαναλέει θα είναι ό,τι έμαθε από τον κύριό του που αμείλικτη η καταστροφή θα του κοψ’ το τραγούδι που θα ‘λεγεν ολημερίς και του ‘καμε να λέει λυπητερά το «Ποτέ πια» για τη χαμένη ελπίδα».

    Μα η θέα του ξωτικού πουλιού μ’ έφερε γέλιο κι αρπάζοντας το κάθισμα εκάθισα μπροστά του και βυθισμένος σ’ όνειρα προσπάθησα να έβρω τι λέει με τη φράση αυτή, το μαύρο το Κοράκι, το άχαρο, τ’ απαίσιο, ο τρόμος των ανθρώπων, σαν έλεγε τις θλιβερές τις λέξεις: «Ποτέ Πια!».

    Κι έτσι ακίνητος βαθιά σε μαύρες σκέψεις μπήκα χωρίς μια λέξη μοναχά να πω εις το Κοράκι που τα όλο φλόγα μάτια του μες στη καρδιά με καίγαν. Έτσι σκεφτόμουν έχοντας στο βελουδένιο μέρος του παλαιού καθίσματος γερμένο το κεφάλι, στο μέρος που το χάϊδευαν η λάμψη της καντήλας, εκεί όπου η αγάπη μου δε θ’ ακουμπήσει πια!

    Τότε ο αγέρας φάνηκε σα να ‘ταν μυρωμένος από ‘να θυμιατήριο αόρατο που αγγέλοι και Σεραφείμ το κούναγαν και τ’ αλαφρά τους πόδια ακούγονταν στο μαλακό χαλί της κάμαράς μου. «Ναυαγισμένε» φώναξα, «αναβολή σου στέλνει με τους αγγέλους, ο Θεός και μαύρη λησμοσύνη για τη χαμένη αγάπη σου την όμορφη Λεονόρα. Πιες απ’ το μαύρο το πιοτό της Λήθης και λησμόνα εκείνην όπου χάθηκε». Και το Κοράκι είπε: «Ποτέ από δω και πια!».

    Είπα: «Προφήτη των κακών, είτε πουλί είτε δαίμων είτε του μαύρου πειρασμού αποσταλμένε συ είτε στης άγριας θύελλας το μάνιασμα χαμένε, αλλ’ άφοβε, στον κόσμο αυτόπου κατοικεί ο Τρόμος, πες μου με ειλικρίνεια, υπάρχει δω στον κόσμο της λύπης κανά βάλσαμο που δίνει η Ιουδαία; Πες μου!», μα κείνο απάντησε: «Ποτέ από δω και πια!»

    «Προφήτη», είπα, «δαίμονα, της Συφοράς πουλί, Προφήτης όμως πάντοτε, στον Ουρανό σ’ ορκίζω, που απλώνεται από πάνω μας παρηγορήτρα αψίδα, εις του Θεού το όνομα που οι δυο μας τον λατρεύουν, πες μου αν στον Παράδεισο θε ν’ αγκαλιάσω κείνη, εκείνη που οι άγγελοι τη λεν Ελεονόρα»; Και το κοράκι απάντησε: «Ποτέ από δω και πια!».

    «Ας γίν’ η μαύρη φράση σου το σύνθημα να φύγεις», εφώναξα αγριωπός πηδώντας κει μπροστά του. «Πήγαινε πάλι να χαθείς στην άγρια καταιγίδα ή γύρνα στις ακρογιαλιές της Πλουτωνείου Νύχτας ούτ’ ένα μαύρο σου φτερό δε θέλω δω ν’ αφήσεις ενθύμηση της φράσης σου της ψεύτικης και πλάνας βγάλ’ απ’ τη δόλια μου καρδιά το ράμφος που ‘χεις μπήξει και σύρε τη φανταστική μορφή σου στα σκοτάδια!» Και το Κοράκι απάντησε: «Ποτέ από δω και πια!».

    Και το Κοράκι ακίνητο στη προτομή όλο μένει, στης Αθηνάς τη προτομή απάνω από τη πόρτα και τ’ αγριωπά τα μάτια του σα του Διαβόλου μοιάζουν όταν μονάχος σκέφτεται. Και το θαμπό λυχνάρι ρίχνει σκια στο πάτωμα σαν πέφτει στο Κοράκι. Και η ψυχή μου ανήμπορη δε θα μπορέσει πια να βγει απ’ τον αμφίβολο τον κύκλο της Σκιάς που φαίνεται στο πάτωμα. Ποτέ από δω και πια!»
    (Μετάφραση: Κώστας Ουράνης)

    -Σύλβια Πλαθ, «ΜΑΥΡΟΣ ΚΟΡΑΚΑΣ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ»

    «Πάνω στο ξερό κλαδί εκεί ψηλά
    Κουρνιάζει ένας βρεγμένος μαύρος κόρακας
    Που στρώνει ξανά και ξανά το φτέρωμά του μες τη βροχή.
    Δεν αναμένω ένα θαύμα
    Ή ένα ατύχημα

    Να πυροδοτήσουν την όραση
    Μες τα μάτια μου,ούτε ψάχνω
    Πια στον ανερμάτιστο καιρό κάποιο σχέδιο,
    Μόνο αφήνω τα λεκιασμένα φύλλα να πέφτουν όπως πέφτουν,
    Χωρίς τελετή, ή οιωνό.

    Παρόλο που, το ομολογώ, κάποιες φορές επιθυμώ,
    Κάποια ανταπόκριση απ` τον βουβό ουρανό,
    Δεν έχω στ` αλήθεια παράπονο:
    Κάποιο αμυδρό φως μπορεί ακόμα
    Να ξεπηδήσει λευκόπυρο

    Απ` της κουζίνας το τραπέζι ή την καρέκλα
    Σαν μια ουράνια φωτιά που πότε πότε
    Κατέχει τα πιο αμβλεία αντικείμενα–
    Καθαγιάζοντας έτσι ένα διάστημα
    Αλλιώς ασυνεπές

    Επιδίδοντάς του γενναιοδωρία , τιμή,
    Κάποιος ίσως πει αγάπη. Ούτως ή άλλως , τώρα περπατώ
    Επιφυλακτική( γιατί θα μπορούσε να συμβεί ακόμα και σ` αυτό το μουντό, ερειπωμένο τοπίο)~ δύσπιστη
    Παρόλ` αυτά συνετή, αγνοώντας

    Πως ένας άγγελος ίσως διαλέξει να φεγγοβολήσει
    Άξαφνα δίπλα μου. Γνωρίζω μόνο πως ένας κόρακας
    Που τακτοποιεί τα μαύρα φτερά του μπορεί να λάμψει τόσο
    Ώστε ν` αδράξει τις αισθήσεις μου, ν` ανασηκώσει
    Τα βλέφαρά μου, και να μου παραχωρήσει

    Μια σύντομη ανάπαυλα από το φόβο
    Της απόλυτης ουδετερότητας. Με λίγη τύχη ,
    Μοχθώντας επίμονα μέσα απ` αυτή την εποχή
    Της κόπωσης,
    Θα συρράψω ένα κάποιο κίβδηλο,

    Περιεχόμενο. Τα θαύματα συμβαίνουν,
    Αν σ` αρέσει να αποκαλείς αυτά τα σπασμωδικά
    Τεχνάσματα ακτινοβολίας θάυματα. Η αναμονή άρχισε ξανά,
    Η μακριά αναμονή για τον άγγελο,
    Γι` αυτή τη σπάνια , τυχαία κάθοδο.»
    (Σύλβια Πλαθ, Ποιήματα, Κέδρος)

    *Κι ένα μικρό πεζό που θυμήθηκα την ύπαρξή του παλιότερα στο λογοτεχνικό ανθολόγιο του σχολείου:

    -Ν. Καζαντζάκης, «Σώπα, δάσκαλε. Ν’ ακούσουμε το πουλί»!

    «Στην Τρίτη τάξη είχαμε δάσκαλο τον Περίανδρο Κρασάκη. Αυτός είχε μανία με την καθαριότητα. Κάθε μέρα επιθεωρούσε τα χέρια μας, τα’ αυτιά μας, τη μύτη, τα δόντια, τα νύχια. Δεν έδερνε, δεν παρακαλούσε, μα έλεγε:
    -Ζώα, αν δεν πλένεστε κάθε μέρα με σαπούνι, δε θα γίνετε ποτέ σας ανθρώποι. Τι θα πει μαθές άνθρωπος; Αυτός που πλένεται με σαπούνι. Τα μυαλό δε φτάνει, κακομοίρηδες, χρειάζεται και σαπούνι. Πώς θα παρουσιαστείτε στο Θεό με τέτοια χέρια; Πηγαίνετε έξω στην αυλή να πλυθείτε.
    Ώρες μας έπαιρνε τ’ αυτιά ποια φωνήεντα είναι μακρά, ποια βραχέα και τι τόνο να βάλουμε, οξεία ή περισπωμένη. Κι εμείς ακούγαμε τις φωνές στο δρόμο, τους μανάβηδες, τους κουλουρτζήδες, τα γαϊδουράκια που γκάριζαν και τις γειτόνισσες που γελούσαν και περιμέναμε πότε να χτυπήσει το κουδούνι, να γλιτώσουμε. Κοιτάζαμε το δάσκαλο να ιδρώνει απάνω στην έδρα, να λέει, να ξαναλέει και να θέλει να καρφώσει στο μυαλό μας τη γραμματική, μα ο νους μας ήταν έξω στον ήλιο και στον πετροπόλεμο. Γιατί πολύ αγαπούσαμε τον πετροπόλεμο και συχνά πηγαίναμε στο σκολειό με το κεφάλι σπασμένο.
    Μια μέρα, ήταν άνοιξη, χαρά Θεού, τα παράθυρα ήταν ανοιχτά κι έμπαινε η μυρωδιά από μιαν ανθισμένη μανταρινιά στο αντικρινό σπίτι. Το μυαλό μας είχε γίνει κι αυτό ανθισμένη μανταρινιά και δεν μπορούσαμε πια ν’ ακούμε για οξείες και περισπωμένες. Κι ίσια ίσια ένα πουλί είχε καθίσει στο πλατάνι της αυλής του σκολειού και κελαηδούσε. Τότε πια ένας μαθητής, χλωμός, κοκκινομάλλης, που ’χε έρθει εφέτο από το χωριό, Νικολιό τον έλεγαν, δε βάσταξε, σήκωσε το δάχτυλο:
    -Σώπα, δάσκαλε, φώναξε. Σώπα, δάσκαλε, ν’ ακούσουμε το πουλί!»
    (ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ: ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ)

  9. AΓΓΕΛΙΚΗ on said:

    Πάνω που έλεγα πως μου τέλειωσαν όσα είχα, κοίτα τι βρήκα ακόμη.
    Και Πρεβέρ και Φαριάντ και Βέη και… και….
    Ενθουσιασμένη.

    1.
    ….οι καλύτερες στιγμές μου είναι τα βράδια, όταν ανοίγω το παράθυρο κι αφήνω ελεύθερα τα ωραία ωδικά πουλιά που εκγυμνάζω τις ατέλειωτες ώρες της αιχμαλωσίας.
    ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

    2. Σ υ ν ε ι ρ μ ό ς στο «Σώπα, δάσκαλε, ν’ ακούσουμε το πουλί!»

    Ζακ Πρεβέρ, «Σελίδα γραπτού»

    Δύο και δύο τέσσερα
    τέσσερα και τέσσερα οχτώ
    οχτώ κι οχτώ κάνουν δεκάξι.
    Επαναλάβατε! λέει ο δάσκαλος.
    Δύο και δύο τέσσερα
    τέσσερα και τέσσερα οχτώ
    οχτώ κι οχτώ κάνουν δεκάξι.

    Μα να το πουλί-λύρα
    που περνά στον ουρανό.
    Το παιδί το βλέπει,
    το παιδί το ακούει,
    το παιδί το φωνάζει:
    Σώσε με,παίξε μαζί μου,
    πουλί!

    Τότε το πουλί κατεβαίνει
    και παίζει με το παιδί.
    Δύο και δύο τέσσερα.
    Επαναλάβατε! λέει ο δάσκαλος.
    Και το παιδί παίζει,
    το πουλί παίζει μαζί του…
    Τέσσερα και τέσσερα οχτώ
    οχτώ κι οχτώ κάνουν δεκάξι
    δεκάξι και δεκάξι πόσα κάνουν;
    Δεν κάνουν τίποτα δεκάξι και δεκάξι
    και προπάντων όχι τριάντα δύο
    έτσι ή αλλιώς
    και φεύγουν.

    Και το παιδί έκρυψε το πουλί
    μες στο θρανίο του
    κι όλα τα παιδιά
    ακούν το τραγούδι του
    κι όλα τα παιδιά ακούν τη μουσική
    κι οχτώ κι οχτώ στη βόλτα τους φεύγουν
    και τέσσερα και τέσσερα και δυο και δυο
    στη βόλτα τους το σκάνε
    κι ένα κι ένα δεν κάνουν ούτε ένα ούτε δύο
    ένα ένα το ίδιο φεύγουν.

    Και το πουλί-λύρα παίζει
    και το παιδί τραγουδάει
    κι ο καθηγητής φωνάζει:
    Πότε θα πάψετε να κάνετε τον καραγκιόζη!

    Μα όλα τ’ άλλα παιδιά
    ακούν τη μουσική
    και οι τοίχοι της τάξης
    σωριάζονται ήσυχα.
    Και τα τζάμια ξαναγίνονται άμμος
    το μελάνι ξαναγίνεται νερό
    τα θρανία ξαναγίνονται δένδρα
    η κιμωλία ξαναγίνεται ακρογιαλιά
    το φτερό ξαναγίνεται πουλί.

    [πηγή: Ζακ Πρεβέρ, Κουβέντες, μτφρ. Μιχάλης Μεϊμάρης, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1994, σ. 124-125]

    ΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΣΚΟΡΠΙΣΑΜΕ-ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΡΙΟΣ

    3. Η μοναξιά μ’ έφερε κοντά στα πουλιά.
    Μ’ έμαθε να πετάω.
    ……………………………………….
    Εγώ κοιμάμαι.
    Οι λέξεις αγρυπνούν
    Σχηματίζουν στον ύπνο μου
    πουλιά και δέντρα.
    Ξυπνώ
    Ούτε πουλί ούτε δέντρο.

    Το πουλί στον ουρανό είναι γαλάζιο
    στο δένδρο πράσινο
    στο νου σου κόκκινο.
    Στο κλουβί;
    Στο κλουβί δεν έχει χρώμα.

    Φερεϋντούν Φαριάντ (1949-2012) «Ουρανός χωρίς διαβατήριο»

    LEONARD COHEN, Bird on a wire

    4. «Τα πουλιά παρεμβαίνουν στις υποθέσεις των ανθρώπων.
    Επιβάλλονται συχνά με τον τρόπο τους.
    Τα φτερουγίσματα
    οι φωνές
    το τραγούδι τους
    σκεπάζουν στο τέλος τα λόγια
    τις πράξεις
    ό,τι δηλαδή μας υπαγόρευσε μια σκοτεινή φύση.
    Είναι αναμφισβήτητα η πλειοψηφία.
    Οι φρουροί των τάφων μας.»

    Γιώργος Βέης, Ν, όπως Νοσταλγία, ύψιλον/βιβλία 2008

    Στέλιος Καζαντζίδης – Ζηλεύω τα πουλιά

    5. ΕΧΕΙ ΚΙ Ο ΦΤΩΧΟΣ ΠΟΥΛΙ

    Να ‘χεις στόλους και βαπόρια
    και πλεούμενα πελώρια

    Με το δένε και το λύνε
    λίγο βέβαια δεν είναι

    Όμως της ζωής το αλάτι
    βρίσκεται μες στο κρεβάτι

    Μια μονάχα μες στις δέκα
    να ‘ναι αληθινή γυναίκα

    Και τα τέτοια δεν τα θέλει
    κύριε Γιώργο κύριε Τέλη

    Μάθετέ το είναι καιρός
    ίδια τα ‘δωκε ο Θεός

    Τι λιγάκι τι πολύ
    έχει κι ο φτωχός πουλί.

    ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

    Απόστολος Ρίζος, Νίκος Ζούδιαρης – Τυφλό πουλί

    6. ΘΕΜΑ ΑΡΤΙΜΕΛΕΙΑΣ

    ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΠΟΥ ΚΡΥΒΟΤΑΝ
    µα ξάφνου εµφανίστηκε.
    Είχαν περάσει πολλά χρόνια

    κι ένα πουλί ψυχορραγούσε
    στην παλάµη µου:
    παλιό σηµάδι απερισκεψίας.

    Τίναξα το χέρι να φύγει
    κι η παλάµη
    έγινε πουλί
    έτοιµο να πετάξει.

    Τώρα πρέπει ν’ αποφασίσω:
    είναι θέµα αρτιµέλειας.

    Μελέτης Αποστολίδης

    7. Δεν μπορεί να λείπει ο …κληρονόμος πουλιών.

    «Ο Ελεγκτής»

    Ένας μπαξές γεμάτος αίμα
    είν’ ο ουρανός
    και λίγο χιόνι
    έσφιξα τα σκοινιά μου
    πρέπει και πάλι να ελέγξω
    τ’ αστέρια
    εγώ
    κληρονόμος πουλιών
    πρέπει
    έστω και με σπασμένα φτερά
    να πετάω.

    Μίλτος Σαχτούρης (Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο, 1958)

    NTAΛΑΡΑΣ -TΩΡA TA ΠOYΛIA

    8. Άφησα για το τέλος το ποίημα του Γκόρπα, με τίτλο επί του θέματος μεν, αλλά με παραληρηματικούς στίχους επί της ουσίας δε .

    [Γιουσουρούμ ή απεφυλακίσθη ένα πουλί]

    Φωτογραφίες λησμονημένων βασιλέων
    Γενοβέφες Παπουλάκηδες Κουταλιανοί
    καρτ ποστάλ του μεσοπολέμου της απελευθερώσεως
    καλλονές αντίκες και νεότερες χύμα
    καντηλέρια υπόλοιπα από πλούσια δείπνα
    μπουκάλια κηροπήγια σακατεμένοι πίνακες
    μαραμένα μπιμπελό σταφιδωμένα τραπουλόχαρτα
    βιβλία παλιά αρωματισμένα με μέλλον
    βιβλία σημερινά αζήτητα αραχνιασμένα
    παράνομα βιβλία και βιβλία τρυφερά
    αφιερωμένα σε τομάρια που δεν έκοψαν ούτε τα πρώτα φύλλα
    και περιοδικά τα πάντα: φασιστικά ιατρικά λαϊκά λογοτεχνικά
    κομμουνιστικά
    βάζα σαν κινέζικα πιάτα σαν βοημικά
    οικογενειακά δελτάρια με πιτσιλισμένα τοπία
    πρώην πολύτιμη αλληλογραφία ξεφτιλισμένη τώρα
    γλυπτά χοντροκομμένα που επί γενεές ξεκούραζαν μάτια
    τα είχε κόρη ξανθιά που πέθανε στα 17 της φυματικιά
    τα είχε γεροστρατηγός με 7 παράσημα και 17 εξώγαμα
    τα είχε σαραντάρα που πηδιότανε με τον δεκαοχτάρη ανιψιό του κερατά
    τα είχε χορεύτρια που άφησε εποχή αλλά πέθανε από πείνα στην κατοχή
    τα είχε κουραμπιές απόγονος του ’21
    τα είχε γαλανό παιδί που αν ζούσε θα πέθαινε πλέυ μπόυ
    παλιά πράγματα αγγίγματα συναπαντήματα και χτυποκάρδια

    φαντασιώσεις προπολεμικού σεξ ονειρώξεις κινηματογραφικού
    παλιακά δάκρυα και πέταλα σαβανωμένα φύλλα
    φύλλα κραυγές παλιές σιωπές αθώες εν συγκρίσει με τις σημερινές
    παλιές στιγμές που απέδρασαν από μια βολεμένη ζωή
    παλιές ώρες από παλιές μοναξιές παλιές μοναξιές από δύσκολες εποχές
    φθινόπωρα καλοκαίρια ελαφρές εκπλήξεις άγριες προσμονές
    χωρισμοί έρωτες αγνοί έρωτες εκβιαστές επιστροφές
    από γλέντια αποκριάτικα και από νεκροταφεία
    μοιραίες γυναίκες τραγικές λιποταξίες εκδρομές
    κυριακάτικες και καθημερινές φοιτητικές ταραχές
    ψευδοδιανυκτερεύσεις σε κρεβάτια ξένα
    κίτρινα φύλλα φύλλα μοβ φύλλα της στάχτης της βροχής
    καρδιές απλωμένες στο σούρουπο ανοικονόμητες καρδιές
    τρελές φυλακισμένες μες στο μυστικό τους
    πουλιά και λουλούδια φιλιά και λουλούδια βιολιά και λουλούδια
    βιολιά και φώτα μπάνια και λάμπες γραμματόσημα χαλκομανίες
    πλάκες μ’ ωραίες πλάκες μ’ ηλίθιες μουσικές
    νέες εξαδέλφες μελαγχολικές υπερσεξουαλικές θείες
    κορμιά κορμιά κορμιά απόηχοι εγκαταλείψεις φωτιά και δροσιά φτερά
    κλεμμένα φιλιά κλεμμένα λόγια κλεμμένα λεφτά κλεμμένα δώρα
    κλεμμένα
    μοναξιασμένα απαυδισμένα πουλημένα πουλημένα αγορασμένα
    αγορασμένα
    και μια λατέρνα γλυκιά κι αδίστακτη στην ερημιά της Κυριακής μου
    και της Κυριακής σας…

    Θωμάς Γκόρπας [Από τη συλλογή Ποίηση ’76, 1976, Ανθολογία Ανέστη Ευαγγέλου, Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά, Εκδόσεις Παρατηρητής, 1994]

    Χαιρετώ!

  10. AΓΓΕΛΙΚΗ on said:

    Αντιπαθώ το Σφακιανάκη ό,τι κι αν έχει τραγουδήσει. Ειλικρινά εκπλήσσομαι που βγήκε το τραγούδι του. Και δεν καταλαβαίνω πώς έγινε, μα το Δία!
    Διορθώνω πάραυτα:

    Απόστολος Ρίζος, Νίκος Ζούδιαρης – Τυφλό πουλί

  11. Είσαι απίθανη!… Για μένα δεν έμεινε σχεδόν τίποτα….

    -«Πουλί μου, εσύ που μου “φερνες νεράκι στην παλάμη/ πώς δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;/ Στη στράτα εδώ καταμεσής τ’ άσπρα μαλλιά μου λύνω/ και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο»
    (Γ. Ρίτσος, από τον «Επιτάφιο»)

    -Θανάσης Μαρκόπουλος, «Το παιδί και το κοτσύφι»

    (Στο Γιώργο Κ. Μαρκόπουλο, 1948-1998)

    «Αγόρι άγριο χουγιάζει τη γύμνια του κάτω στο ρέμα με τους σταλαγμίτες της λεύκας και το μαργωμένο κοτσύφι δε βρίσκει κλωνάρι ν’ ακουμπήσει την κόπωση στο κλειδωμένο τοπίο κι ολοένα γκρεμίζεται μα πάλι ανέρχεται την τελευταία στιγμή επιστρατεύοντας το αδύνατο ώσπου το μάτι χτυπάει μαύρο όπως αίμα η γάζα και χύνεται εντός του σε μια άφεση δίχως επιστροφή ως τ’ ακρωτήρια των νυχιών και πέφτει γλυκός ο θάνατος στο πεινασμένο στόμα»

    (Μικρές ανάσες, Μελάνι, Αθήνα 2010)

    -Γ. Βιζυηνός, «Τὸ τρυγόνι»

    «Ταίρι ταίρι τὰ πουλιὰ
    στὴ βοσκὴ πηγαίνουν
    ταίρι ταίρι στὴ φωλιὰ
    σὰ νυκτώσει, μβαίνουν.

    Ἕνα μόνο, τὸ φτωχό,
    μὲ καρδιὰ θλιμμένη,
    ὅλη μέρα μοναχὸ
    κι ὅλη νύχτα μένει.

    Εἶχεν ἄλλοτε κι αὐτὸ
    ταίρι μπιστεμένο,
    κι ἔψαλλε ζευγαρωτὸ
    καὶ ευτὐχισμένο.

    Μὰ σὰ βόσκαν μιὰν αὐγὴ
    κι ἔπαιζαν στὴ φτέρη,
    σκότωσαν οἱ κυνηγοὶ
    τὸ γλυκό του ταίρι.

    Οὔτε θέλησ᾿ ἄλλη μιὰ
    νὰ χαρεῖ, νὰ ψάλλει,
    οὔτε κάμνει γνωριμιὰ
    καὶ φιλίαν ἄλλη.

    Μόνο, τόσο θλιβερὸ
    λογυρνᾶ στὰ δάση,
    ποὺ θολώνει τὸ νερὸ
    πρὶν τὸ δοκιμάσει.

    Ἀπὸ λύπη καὶ στοργὴ
    λίγο λίγο λυώνει
    κι ἀποθνήσκει στὴ σιγὴ-
    καὶ τὸ λὲν τρυγόνι.»

Σχολιάστε