Λόγος Παράταιρος

«Παράταιρος ο λόγος ο δυνατός/ μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει» (Γ. Ρίτσος)

Πες το με ποίηση (76ο): «Πόρτα – κλειδί»….

 

«Διάβαζα και … πιέζοντας μάτια άγρυπνα και προσμένοντας ένα χτύπημα στην πόρτα. Σκεφτόμαστε για το κλειδί, καθένας μέσα στη φυλακή του» (Τ.Σ. Έλιοτ)

 

 

-IVAN GOLL, «Οι πόρτες»

Πέρασα μπροστά από τόσες πόρτες
μέσα στο διάδρομο των χαμένων φόβων και των φυλακισμένων ονείρων
άκουσα πίσω απ’ τις πόρτες δέντρα που τα βασάνιζαν
και ποταμούς που προσπαθούσαν να τους δαμάσουν
Πέρασα μπροστά απ’ τη χρυσή πόρτα της γνώσης
μπροστά από πόρτες που έκαιγαν και δεν ανοίγαν
μπροστά από πόρτες που κουράστηκαν να μένουν πολύ καιρό κλειστές
κι από άλλες σαν καθρέφτες απ’ όπου περνούσαν μόνο οι άγγελοι
Υπάρχει όμως μια πόρτα απλή, δίχως σύρτη ούτε μάνταλο
στο βάθος του διαδρόμου, απέναντι απ’ το ρολόι
η πόρτα που οδηγεί πέρα από σένα-
κανένας δεν τη σπρώχνει ποτέ
(Ποίημα από την έκδοση «Ποιήματα, 1920-1950», εκδόσεις Στιγμή)

 

 

-Μαρκ Στραντ, «Η πόρτα»

«Η πόρτα είναι μπροστά σου πάλι κι οι στριγκλιές
Αρχίζουν κι η τρελή φωνή εδώ εδώ
Ο μύθος της άνεσης πεθαίνει και το ανάκλιντρο
Του κορμιού της σκόνη. Σύννεφα μπαίνουν στα μάτια σου.

Είναι φθινόπωρο. Άνθρωποι πηδάν από τα τζετ
Οι συγγενείς τους πηδούν στον αέρα να τους συναντήσουν.
Γι αυτό οι στριγκλιές. Κανείς δε θέλει
Ν’ αναχωρήσει, κανείς δε θέλει να μείνει πίσω.

Η πόρτα είναι μπροστά σου και αδύνατο να μιλήσεις.
Ειν’ η ανάσα σου αργή κι όλο κρυφοκοιτάς απ’
Το παράθυρο. Ο γιατρός σου φοράει ποδιά χασάπη
Και κρατάει μαχαίρι. Εγκρίνεις.

Και θυμάσαι την πρώτη φορά που ήρθες. Τα φύλλα
Στροβιλίζονταν απ’ τις μουριές όπως έτρεξες προς το σπίτι.
Έτρεξες όπως φανταζόσουνα πως θα ‘τρεχες.
Το χέρι σου στην πόρτα. Εδώ είναι που μπήκες εσύ.»
(Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, Ελληνικά Γράμματα)

 
-Μίροσλαβ Χόλουμπ, «Η ΠΟΡΤΑ»

«Προχώρησε και άνοιξε την πόρτα.
Ίσως έξω να βρεις
ένα δέντρο ή ένα κλαδί,
έναν κήπο
ή μια πόλη μαγική.
Προχώρησε και άνοιξε την πόρτα.
Ίσως κάποιος σκύλος να ανασκαλεύει.
Ίσως να δεις ένα πρόσωπο
ή ένα βλέμμα
ή την εικόνα
μιας εικόνας.
Προχώρησε και άνοιξε την πόρτα.
Αν έχει ομίχλη
θα φύγει.
Προχώρησε και άνοιξε την πόρτα.
Ακόμα και αν υπάρχει μόνο το σκοτάδι
ακόμα κι αν υπάρχει μόνο
η υπόκωφη βοή του ανέμου
ακόμα κι αν
δεν υπάρχει τίποτα απολύτως,
προχώρησε και άνοιξε την πόρτα.
Τουλάχιστον
θα υπάρξει
ένα ρεύμα.»
(μτφρ. Σπύρος Τσακνιάς)

 

 
-Γιώργης Παυλόπουλος, «Τα αντικλείδια»

«Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για νʼ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.
Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.»

 
-Τσιγντέμ Σέζερ, «Το Κλειδί»

«Έχει φορέσει τον κόσμο στην πλάτη της
από μασίφ πίκρα είναι το παλτό της
Τώρα τα μάτια της είναι ακριβώς σαν τα
πουλιά που είναι έτοιμα να πετάξουν
όταν κτυπάνε στο τοίχο ασταμάτητα
Η γυναίκα τοποθέτησε το φτερούγισμα μέσα της…
Αν ανάσαινε
θα ζεσταινόταν το κρύσταλλο της καρδιάς της
Δεν έχει υπονοούμενα
λάθος η ορθογραφία
στις αρχαιότερες ιστορίες
παλιές λέξεις στις μέσα τσέπες της
γίνονται δυο κουμπιά από τακούνια
όποτε ακουμπάνε στις παλάμες της
δεν είμαι εγώ, δεν είμαι εγώ
πριν καιρό έφυγα απ’ τα σπίτια σας
ήταν νύχτα, ήμουν μέσα μου, δεν φανερώθηκα σε κανέναν
μπήκαν-βγήκαν ζωγράφοι
καλλιγραφίστες και πολλά βιβλία
ορκίζομαι δεν άνθησα σε κανέναν
Ένας άνδρας έσπασε το κλειδί μου
ένα παιδί πήρε το κλειδί μου
και ένα κοριτσάκι με κοίταξε σαν τη παραμονή
Ορκίζομαι … Όχι εγώ αλλά τα σύννεφα άναψαν την φωτιά
τα σύννεφα που έχουν μπει από το ανοιχτό παράθυρο σαν
τις λησμονιές
Άφησαν ένα ουρανό μες την μέση του στρωμένου τραπεζιού
Μετά βροχή
μετά πουλιά
λέξεις σαν τα δέντρα
Ποιος να σωζόταν πρώτα από την πυρκαγιά;
Η γυναίκα έβγαλε το παλτό της
έμεινε σαν ένα χρυσό κλειδί από μασίφ πίκρα.»
*(Τσιγντέμ Σέζερ, Τουρκάλα ποιήτρια)

Single Post Navigation

12 thoughts on “Πες το με ποίηση (76ο): «Πόρτα – κλειδί»….

  1. Τι να πω τώρα, Γιάννη… Πολύ ωραία ποιήματα. Βυθίζομαι στην ανάγνωση, μήπως και βρω τη σωτηρία της ψυχής, που –ως γνωστόν- είναι πολύ μεγάλο πράγμα.

    1. Η πόρτα

    Η πόρτα που άνοιξες με τόσο πάθος
    άνοιξε στο θάνατο
    και δε μπορούν να τον σκεπάσουν τρία λουλούδια
    και δε μπορούν να τον ξορκίσουν
    τα ζαχαρένια μάγουλα του κοριτσιού
    πίσω απ’ την πόρτα
    πίσω απ’ την πόρτα το κορίτσι γδύνεται στον άνεμο
    τα κυπαρίσσια ψιθυρίζουνε μια προσευχή χιονιού
    βογκάει λυγάει τα κλαδιά ο βοριάς ο μαύρος
    οι ξυλοκόποι χάθηκαν στη θάλασσα
    χλωμά καΐκια κατεβάσαν τις σημαίες τους
    σάλπιγγες στο βυθό σημάνανε το τέλος
    ενώ στο λιμάνι βγαίνουν κυριακάτικο περίπατο
    γυναίκες μες στα μαύρα σέρνουν τ’ αγόρια τους
    πεταλωτές παιδεύουνε τ’ άμοιρα τ’ άλογά τους
    άγριες λατέρνες μαχαιρώνουνε τα ντέφια τους
    παιδιά πουλάνε κοκοράκια κόκκινα σα χιόνι
    καράβια και πουλιά σφυρίζουν φεύγουνε
    κατάρτια ανοίγουν δρόμο ανάμεσα από τ’ άστρα
    η πόρτα που άνοιξες με προσοχή
    έχει άλλες χίλιες πόρτες πίσω της
    πίσω από κάθε μια και μια κραυγή
    πίσω από κάθε μια κι ένα στητό κορίτσι

    Μίλτος Σαχτούρης

    Άνοιξε σιγά την πόρτα, Ντόρα Γιαννακοπούλου

    2. «Οι Πόρτες»

    Οι πόρτες κλείνοντας ξαφνικά ένα βράδυ
    Μπορεί να μας χωρίσουν παντοτινά
    Απ” τους δικούς μας ν” ακούγονται μόνον οι φωνές
    Άδειες και μακρινές και τα κλειδιά
    Να μη χωράνε πια στις κλειδαριές

    Κι έτσι θα μένουν οι βασιλιάδες
    Ακίνητοι και σκοτεινοί στα διπλανά δωμάτια
    Με σπασμένα σπαθιά καθισμένοι
    Οι θρόνοι τους γυμνοί τ” άλογα στα παχνιά δεμένα
    Θα ονειρεύονται φεγγάρια και σπαθιά.

    Τέτοιες στιγμές μη με ρωτάς για τις φωνές
    Που ακούγονται συχνά τα βράδια, μακρινές
    Δε θέλω να τις ακούσω “ αυτά που λένε
    Τρέμει μην αναγνωρίσω τα μυστικά μηνύματα των φίλων
    μου
    Που νικημένοι σκορπισμένοι στην πεδιάδα

    Κρυμμένοι στις πολιτείες αντικρίζουν το χαμό.
    Μη με ρωτάς δεν ξέρω να μιλήσω
    Οι γειτονιές είναι μικρές οι γυναίκες φαρμακερές
    Η πολιτεία γεμάτη νεκρούς. Αφήστε με να ζήσω.

    Νοέμβριος 1944 , Νάνος Βαλαωρίτης

    Όμορφη Πόρτα – Φοίβος Δεληβοριάς https://www.youtube.com/watch?v=RsKNQO23VMU

    3. Σονέτο της πόρτας

    Αυτός που χτυπά την πόρτα μου δεν γυρεύει εμένα.
    Ψάχνει εκείνον πάντα που δεν είμαι
    μάζα ακίνητη πίσω από κάθε τοίχο είμαι,
    σωσίας ή κλώνος μου, μέσα μου κρυμμένος.

    Να ξέρω ποιος με ψάχνει και δεν με βρίσκει:
    είμαι εκείνος που βρίσκεται μακριά από τον εαυτό του,
    ίσκιος που πίνει ή ήλιος,
    λίμνη είμαι ή λιμάνι
    στην χίμαιρα του ορίζοντα.

    Βάδισα ψάχνοντας να με βρω και ποτέ δεν με βρήκα:
    και το σούρουπο, σαν καρτερώ
    το χαμένο φως ενός νεκρού αστέρα

    νιώθω νοσταλγία γι’ αυτό που ποτέ δεν ήμουν,
    αυτό που έπαψα να είμαι, αυτό που ήχησε
    και κρύφτηκε μέσα μου πίσω από εκείνη την πόρτα.

    Λέντου Ίβου, μετάφραση: Στάθης Ιντζές

    Το χρυσό κλειδί

    4. ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΚΛΕΙΔΙ

    – Εσείς του κόσμου οι σοφοί
    για δώστε απόκριση σωστή:
    Ποιος έχει το χρυσό κλειδί
    όπου ανοίγουν οι ουρανοί;

    -Ένα κορί- ένα κορί-
    ένα κορίτσι το ‘χει
    Κι όποιος κι αν το παρακαλεί
    όχι του λέει όχι.

    Βρε κορίτσι βρε κορίτσι μια ζωή την έχουμε
    άνοιξε μας άνοιξε μας άλλο δεν αντέχουμε.

    Μάγισσες ρίχτε τα χαρτιά
    και μελετήστε τα καλά:
    Ποιος έχει το χρυσό κλειδί
    όπου ανοίγουν οι ουρανοί;
    Ένα κορί- ένα κορί-
    ένα κορίτσι το ‘χει
    Κι όποιος κι αν το παρακαλεί
    όχι του λέει όχι.

    Βρε κορίτσι βρε κορίτσι θα μας φάει η άβυσσο
    άνοιξε μας άνοιξε μας λίγο τον Παράδεισο.
    ΕΛΥΤΗΣ

    ΤΙΣ ΞΕΝΕΣ ΠΟΡΤΕΣ-1985-Μπέλλου

    5. 25 ΜΑΪΟΥ

    Ένα πρωί θ’ ανοίξω την πόρτα
    και θα βγω στους δρόμους
    όπως και χτες.
    Και δεν θα συλλογιέμαι παρά
    ένα κομμάτι από τον πατέρα
    κι ένα κομμάτι από τη θάλασσα
    -αυτά που μ’ άφησαν-
    και την πόλη. Την πόλη που τη σάπισαν.
    Και τους φίλους μας που χάθηκαν.
    Ένα πρωί θα ανοίξω την πόρτα
    ίσα ολόισα στη φωτιά
    και θα μπω όπως και χτες
    φωνάζοντας «φασίστες!!»
    στήνοντας οδοφράγματα και πετώντας πέτρες
    μ’ ένα κόκκινο λάβαρο
    ψηλά να γυαλίζει στον ήλιο.
    Θ’ ανοίξω την πόρτα
    και είναι -όχι πως φοβάμαι-
    μα να, θέλω να σου πω, πως δεν πρόλαβα
    και πως εσύ πρέπει να μάθεις
    να μην κατεβαίνεις στο δρόμο
    χωρίς όπλα όπως εγώ
    – γιατί εγώ δεν πρόλαβα-
    γιατί τότε θα χαθείς όπως και εγώ

    «έτσι» «αόριστα»
    σπασμένη σε κομματάκια
    από θάλασσα, χρόνια παιδικά
    και κόκκινα λάβαρα.
    Ένα πρωί θ’ ανοίξω την πόρτα
    και θα χαθώ
    με τ΄όνειρο της επανάστασης
    μες την απέραντη μοναξιά
    των δρόμων που θα καίγονται,
    μες την απέραντη μοναξιά
    των χάρτινων οδοφραγμάτων
    με το χαρακτηρισμό -μην τους πιστέψεις!-
    Προβοκάτορας.
    ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ

    Ποτέ μη χτυπάς μια πόρτα κλειστή https://www.youtube.com/watch?v=dcoCxLnMN7E

    6. Μυστικὴ πύλη

    ……Φτεροῦγες σάλευαν κάτω ἀπ᾿ τὰ ἔπιπλα, καὶ στὸ βάθος ὁ σκοτεινὸς καθρέφτης ἔκανε τὰ παιδιὰ ν᾿ ἀρρωσταίνουν συχνά, γιατί δὲν ἤθελαν νὰ μεγαλώσουν,
    ……ἡ μητέρα ἔκλαιγε καὶ μὲ παρακαλοῦσε νὰ κατέβω, μὰ ἔμενα ἦταν ἡ μοῖρα μου νὰ περπατάω στὸ ταβάνι, μιὰ μάχη δική μου, μητέρα, ὅπου πάντα ὁ νεκρὸς ἤμουν ἐγώ.
    ……Γι᾿ αὐτὸ ἤξερα καὶ τῶν οὐρανῶν τὴ μυστικὴ ὑπόγεια πύλη.

    Τάσος Λειβαδίτης, Μυστικὴ πύλη, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 21

    Πάρε τα χρυσά κλειδιά

    7. Ανοίγουμε τις πόρτες
    κλείνουμε τις πόρτες
    δρασκελάμε τις πόρτες
    και στο τέρμα του μοναδικού μας ταξιδιού
    μήτε πολιτεία μήτε και λιμάνι

    Το τραίνο εκτροχιάζεται, το πλοίο ναυαγεί, τ’ αεροπλάνο συντρίβεται
    Ένα μονάχα επισκεπτήριο στον πάγο χαραγμένο

    Αν είχα δικαίωμα, δικαίωμα εκλογής
    Να ξαναρχίσω ή όχι τούτο το ταξίδι τούτο το ταξίδι
    Θα το ξανάρχιζα, Θα το ξανάρχιζα, Θα το ξανάρχιζα

    Ναζίμ Χικμέτ & Γιάννης Ρίτσος

    8. Το χρέος των ποιητών

    Πολλοί στίχοι είναι σαν πόρτες –
    πόρτες κλειστές σ’ ερημωμένα σπίτια
    και πόρτες ανοιχτές σε ήμερες συγυρισμένες ψυχές.

    Είναι και μαύρες πόρτες καμένες σε μια πυρκαγιά,
    κι άλλες τιναγμένες από μιαν έκρηξη
    κι άλλες πού μεταφέρουν ένα σκοτωμένο σύντροφο.

    Γιάννης Ρίτσος, Απόσπασμα

    Πάρε τα χρυσά κλειδιά

    9. Ο ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΤΣΙΚΑΚΙΑ

    …Ἀσφαλεῖς χαλαρώσαμε
    ὀρθάνοιχτες ἀφήναμε τὶς πόρτες
    μπαινόβγαιναν τ’ ἄστρα
    φύλακες ἀπ’ ἔξω τὰ ὄνειρα
    τὰ πῆρε ὁ ὕπνος ἕνα βράδυ
    μπῆκε ὁ λύκος
    μᾶς κατασπάραξε
    ὅλα τὰ κατσικάκια.

    Γλίτωσε ἄραγε ἢ δὲ γλίτωσε
    ἐκεῖνο τὸ μικρότερο κατσικάκι
    κρυμμένο πίσω ἀπ’ τὸ ρολόι;

    Μὰ ἐκεῖ βρῆκε κι αὐτὸ
    στοῦ λύκου τὸ στόμα νὰ κρυφτεῖ;

    ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ, απόσπασμα, συλλογή «Δημόσιος καιρός

    Πόρτα κλειστή τα χείλη σου

    10. Η αγριοφωνάρα

    …Έφευγες κάθε τόσο μην αφήνοντας
    ούτε μια λέξη κάτω απ’ το χαλάκι της εξώπορτας
    και με εξώθησες να κλέβω αντικλείδια
    από περιφερόμενους λωποδύτες στίχους
    για να μπω.

    Και ποια η αναγνώριση.
    Γύρισα μια μέρα από τη σπορά και βρήκα
    στο δρόμο πεταμένη την οικοσκευή μου
    κι όσα είχα επί χάρτου ακουμπήσει
    τα έκανες του διωγμού μου περιτύλιγμα
    και αιτιολόγησή του.

    Άστεγη περιφέρομαι κλειστές οι πόρτες
    αγνώμονες οι επιβάτες που στερέωσα
    καμώνονται πως δεν είναι μέσα.
    Μέσα είναι.
    Αλλού, απ’ τους αγάπησα, δεν έχουν πού να πάνε.

    Άγραφων στίχων βρίσκω μισάνοιχτη την πόρτα.
    Σπρώχνω ελαφρά το τρίξιμο να μπω
    κι από το βάθος βάθος μου απαντά
    μια αγριοφωνάρα
    πως έχουνε γραφεί.

    ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ, απόσπασμα
    (από τη συλλογή ΧΛΟΗ ΘΕΡΜΟΚΗΠΙΟΥ, Εκδόσεις Ίκαρος 2005)

  2. Καλησπέρα, Αγγελική, καλή Κυριακή!…
    Για άλλη μια φορά εκπλήσουμε πολύ ευχάριστα, που, αν και δεν ξέρεις το θέμα από πριν, ανακαλύπτεις τόσο ωραία ποιήματα (ε, βέβαια, και μουσικές)!…
    Bravissima!!!!

    -«Το κλειδί που κρύβεται κάτω από το γεράνι δεν είναι σαν όλα τα κλειδιά.
    Ανοίγει την πόρτα σ’ έναν άλλο κόσμο, κατοικημένον από ευτυχισμένους δραπέτες, που μακριά από την παγίδα του «πολιτισμού», ζουν αρμονικά με τη φύση και τον εαυτό τους…»
    (Χρόνης Μίσσιος, Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι, Γράμματα)

    -Γιῶργος Σεφέρης:… «νὰ παραδώσουν τὰ κλειδιὰ ἢ νὰ τραβήξουν τὸ σκοινὶ ….. κι ὅλες οἱ πόρτες κλειδωμένες ἀπὸ τὸ μεγάλο χέρι τοῦ Ἅη Νικόλα.»

    -Μανόλης Αναγνωστάκης. [Εκεί…]

    «Εκεί θα τα βρεις.
    Κάποιο κλειδί
    Που θα πάρεις
    Μονάχα εσύ που θα πάρεις
    Και θα σπρώξεις την πόρτα
    Θ’ ανοίξεις το δωμάτιο
    Θ’ ανοίξεις τα παράθυρα στο φως
    Ζαλισμένα τα ποντίκια θα κρυφτούν
    Οι καθρέφτες θα λάμψουν
    Οι γλόμποι θα ξυπνήσουν απ’ τον άνεμο
    Εκεί θα τα βρεις
    Κάπου — απ’ τις βαλίτσες και τα παλιοσίδερα
    Απ’ τα κομμένα καρφιά, δόντια σκισμένα,
    Καρφίτσες στα μαξιλάρια, τρύπιες κορνίζες,
    Μισοκαμένα ξύλα, τιμόνια καραβιών.
    Θα μείνεις λίγο μέσα στο φως
    Ύστερα θα σφαλίσεις τα παράθυρα
    Προσεχτικά τις κουρτίνες
    Ξεθαρρεμένα τα ποντίκια θα σε γλείφουν
    Θα σκοτεινιάσουν οι καθρέφτες
    Θ’ ακινητήσουν οι γλόμποι
    Κι εσύ θα πάρεις το κλειδί
    Και με κινήσεις βέβαιες χωρίς τύψεις
    Θ’ αφήσεις να κυλήσει στον υπόνομο
    Βαθιά βαθιά μες στα πυκνά νερά.
    Τότε θα ξέρεις.
    (Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε, αλλά ο καλύτερος τοίχος να
    κρύψουμε το πρόσωπό μας).»

    -Robert Desnos: «Ξύπνημα 1932»

    Παράξενο καμιά φορά ξυπνάμε μές στην νύχτα
    Γιατί μέσα στον ύπνο μας κάποιος χτυπά την πόρτα
    Και στην εξαίσια πόλη του μεσονυκτίου της
    ημι-αφύπνισης και μισο-μνήμης
    ηχούν βαριά σ’ όλους τους δρόμους θύρες
    Ποιος είναι ο νυκτερινός άγνωστος επισκέπτης
    τι έρχεται να βρει ποιον να κατασκοπέψει
    Ζητιάνος ψωμοζήτης
    Είναι ένας κλέφτης είναι πουλί
    Το είδωλό μας στον καθρέφτη
    Που επιστρέφει από μια άβυσσο διαφανή
    Και θέλει πάλι πίσω να γυρίσει
    Καταλαβαίνει πόσο έχουμε αλλάξει
    Πώς το κλειδί έχει μαγκώσει πια στην κλειδαριά
    Της μυστηριώδους πόρτας των σωμάτων
    Ακόμη κι αν μας έχει εγκαταλείψει μόλις πριν λίγο
    την κρίσιμη που σβήνει το φως στιγμή.
    Λοιπόν τι θ’ απογίνει
    Πού γυρνά; υποφέρει;
    Μήπως τα φαντάσματα έρχονται από δω;
    εδώ ζούνε τα όνειρα;
    γενιούνται οι λύπες;
    Την πόρτα μου μην την ξαναχτυπήσεις επισκέπτη
    Θέση στο σπίτι μου και στην καρδιά μου δεν υπάρχει
    Για τις παλιές του εαυτού μου εικόνες
    Κι αν ίσως εσύ μ’ αναγνωρίζεις
    Εγώ ποτέ δε θα μπορέσω να γνωρίσω εσένα.
    (“Ποιήματα”, Εστία, Από τη συλλογή Les nuits blanches)

    -Γερτρούδη Στάιν: «Κλειδί στο ντουλάπι»

    «Είναι ένα κλειδί.
    Υπάρχει ένα κλειδί στο ντουλάπι που ανοίγει το συρτάρι. Κι εκείνη
    φυλάει και τα δυο ώστε ούτε τα λεφτά ούτε το γλυκό να γίνουν
    ξάφνου,
    Σκέτη φαντασία, μωρό μου, καλή χρονιά. Φυλάει και τα δυο ώστε ούτε
    τα λεφτά
    Ούτε το γλυκό να γίνουν ξάφνου, Σκέτη φαντασία μωρό μου
    Καλή Χρονιά, φανταστικό εσύ μωρό μου, φαντασία.»

  3. Μην εκπλήσσεσαι, Γιάννη!
    Κοίτα τι γίνεται: για να σε προλαβαίνω, τελευταία άρχισα να οργανώνω κατά θεματικές ενότητες τα μύρια όσα ποιήματα ξέρω ή συναντώ και μου αρέσουν, που σιγά σιγά τις εμπλουτίζω (με όσα κι εσύ συνεισφέρεις). Για την πόρτα, ας πούμε, είχα ήδη 2-3 ποιήματα και δυο τραγούδια, που τα πρόλαβες πρώτος. (Είναι δυνατόν να μην σκεφτόμουνα «Τα αντικλείδια» ή «Την πόρτα ανοίγω το βράδυ»;) Από τη στιγμή που ξέρω το θέμα, ψάχνω πιο συστηματικά: πρώτα τη μνήμη μου, μετά τα κιτάπια μου και τέλος το γουγλ.
    Όσο για τα τραγούδια, έχω δισκοθήκη και στο μυαλό και κυριολεκτικά. Για βιβλιοθήκη, ας μη μιλήσω. Πάντως, «Το κλειδί» του Ιάπωνα Τανιζάκι είναι ένα εκπληκτικό βιβλίο.

    ΥΓ. Ποντάρω στην κατανόησή σου, Γιάννη, μα και στη μεγαλοψυχία σου, για όσα λάθη (μου) βλέπω κατόπιν εορτής, αφού έχω ήδη πατήσει «δημοσίευση». Όχι μόνο σήμερα, αλλά και αρκετές φορές άλλοτε.
    Η επαγγελματική διαστροφή μου υπενθυμίζει ότι είμαι αδικαιολόγητη.

    ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΚΛΕIΔI ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

    Μοιάζει δύσκολο, αδύνατο σχεδόν,
    όπως σαν να ‘τανε ν’ ανέβεις σ’ ένα θεόρατο βουνό,
    που η κορφή του σβήνει μέσα στα σύννεφα.

    Μοιάζει δύσκολο, αδύνατο σχεδόν,
    να δει κανείς τι είν’ ο έρωτας στ’ αλήθεια.

    Μοιάζει δύσκολο, αδύνατο σχεδόν,
    να βρει κανείς το χαμένο,
    μέσα σε τόσα εκατομμύρια αιώνες,
    το χαμένο το κλειδί του έρωτα,
    που θ’ άνοιγε την τριπλοκλειδωμένη πόρτα.

    Άραγε μήπως η απάντηση για το μυστήριο του έρωτα
    βρίσκεται κρυμμένη μέσα στο νόμο της βαρύτητας;
    Στ’ αγγλικά, το «ερωτεύομαι» δίνεται με τη λέξη, «πέφτω.»

    ΝΙΚΟΣ ΠΙΛΑΒΙΟΣ (Παραμυθάς)

    Στην πύλη τ’ Αδριανού, Μ. Δημητριάδη

    Το αγόρι και η πόρτα

    Εκεί που έπεσε
    είναι μια κόκκινη λίμνη,
    ένα κόκκινο δέντρο,
    ένα κόκκινο πουλί.
    Σηκώθηκε όρθια
    η πεσμένη καγκελόπορτα-
    χιλιάδες άλογα.
    Λαός καβαλίκεψε.
    Κομνηνέ! – φωνάξαμε.
    Γύρισε και μας κοίταξε
    δε φορούσε επίδεσμο
    ούτε στεφάνι.
    Άσπρα άλογα, κόκκινα άλογα
    και μαύρα, πιο μαύρα-
    καλπασμός, – η ιστορία
    Να προφτάσουμε.
    ΡΙΤΣΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ

    Ανυπόταχτη πολιτεία (απόσπασμα)

    …Ακούστε αυτό το τρίξιμο της πόρτας. Ελάτε
    να βοηθήσουμε την πολιτεία που κοιλοπονάει τα μετάλλινα παιδιά
    της.
    Εσύ είμαι εγώ.
    Εσύ κι εγώ, είμαστε εμείς.
    Οι άξονες έχουν πολύ τεντωμένα τα νεύρα τους
    κι έχουν πολλά τραγούδια που δεν τα ‘παν ακόμα.
    Ποιος φταίει που λείπει το τραγούδι μας;
    Εσύ κι εγώ κι εμείς.

    Πολιτεία του κατραμιού και του θυμού και του ασβέστη, φταίμε
    εμείς.
    Ακούστε το τρίξιμο της πόρτας. Ελάτε.
    ΡΙΤΣΟΣ

    Πόρτες κλειστές, Δημητριάδης

    Πόρτες κλειστές

    Πόρτες κλειστές.
    Μάταια χτυπάς να σου ανοίξουν.
    Έξω χιονιάς και παγωνιά,
    μέσα το τζάκι να ζεσταίνει.
    Κι ούτε κατάλαβες,
    πως και γιατί σε κλείδωσαν απέξω.
    Χτυπάς γερά,
    φωνάζεις, δεν σ’ ακούνε.
    Μην περιμένεις,
    πάρε τη βαριά.
    Πόρτες που δεν ανοίγουνε τις σπάνε.

    (Θεοχάρης Παπαδόπουλος)

    Πύλη της άμμου, Λουδοβίκος

    Σκοτεινή θάλασσα της πόρτας μου

    Ξυπνάω άνθρωπος μισός
    κι ανάβω
    το πικρό τσιγάρο του καφέ

    Ο άλλος μου κωλυσιεργεί στο όνειρο
    Σβήνει στο τζάμι του πρωινού
    τα χρώματά της
    πρωθύστερη η δύση
    Σκοτεινή θάλασσα
    της πόρτας μου
    αν σε ανοίξω μόνος μου
    θα πνιγώ.

    (Γιάννης Τόλιας, Ευλύπη, 2011)

    Aπό την πόρτα σου περνώ, Φρόσου Ρίνα μου

    Οι πόρτες της Φλώρινας

    Πόρτες λιτές ξυλόγλυπτες
    πόρτες καφέ γαλάζιες πράσινες
    δίφυλλες πόρτες τρίφυλλες
    με το κομμένο χέρι
    πόρτες σκεβρές γδαρμένες ξέθωρες
    πόρτες γριές
    άλλες τυφλές
    κι άλλες με μάτια ορθάνοιχτα
    με κουρτινάκια βλέφαρα
    και φρύδια μισοφέγγαρα
    πόρτες που προβοδίσατε
    τη χαρά και το θάνατο
    με τρίξιμο παράπονο
    κι αμίλητες συντροφέψατε
    νυχτέρια ατέλειωτα
    στα ξύλινα κατώφλια
    πόρτες πιστές εχέμυθες
    πόρτες παλιές της Φλώρινας
    καπάκια αρμοστά υπέροχα
    στα τελευταία φέρετρα

    Θανάσης Μαρκόπουλος
    από τη συλλογή Μικρές ανάσες, 2010

    Τα κλειδιά, Γλυκερία

    TRILLO DEL DIAVOLO

    Και αν ο διάβολος σας χτυπήσει ξαφνικά την πόρτα στη μέση μιας βροχερής νύχτας να του ανοίξετε χωρίς κανένα δισταγμό αμέσως, θα έχει έρθει απλώς για να σας παίξει στο βιολί μια υπέροχη σονάτα (αρέσκεται ο διάβολος σε τέτοιου είδους επισκέψεις) έτσι ακριβώς (μια παρόμοια νύχτα) παρουσιάστηκε στον συνθέτη Τζουζέπε Ταρτίνι, αν και δεν ήμουν παρών σ’ εκείνη τη συνάντηση μπορώ με ευκολία να την αναπλάσω, κάπως έτσι λοιπόν θα πρέπει να ακούστηκαν τα τελευταία αποχαιρετιστήρια λόγια του διαβόλου προς τον μουσικό:
    Δωρεάν στην προσφέρω αυτή τη σονάτα και ούτε την ψυχή σου απαιτώ ούτε τίποτα, το μόνο που ζήτησα είναι η μουσική, ανίσχυρο τέχνασμα για να ξεγελάω λιγάκι το χρόνο σ’ αυτήν εδώ την κόλαση που όλοι βρισκόμαστε.

    Σταμάτης Πολενάκης

    (από την δεύτερη νύχτα)

    Βάδιζε σε δρόμο έρημο
    ανάμεσα σε πόρτες
    που άνοιγε κι έκλεινε
    βαδίζοντας συνέχεια
    ανάμεσα σε πόρτες
    ανάμεσα σε πόρτες
    όλες ίδιες

    κάποιες άνοιγαν μόνες τους
    καθώς πλησίαζε
    κι έκλειναν πίσω του
    σαν προσπερνούσε

    για πόσο βάδιζε δεν γνώριζε
    ώσπου έφτασε σε μια λίμνη τριαντάφυλλα
    τότε έγινε νερό και χύθηκε ανάμεσα
    είχα μια επιθυμία είπε
    μα τώρα πια δεν τη θυμάμαι

    Συλλογή «Άμμος», Έφη Καλογεροπούλου

    • Ciao, Aggeliki!!!… Είσαι «κινητή βιβλιοθήκη» και πολύ το χαίρομαι!… Κάπως έτσι δουλεύω το κάθε θέμα κι εγώ… Αυτό που όμως έχει τη μεγαλύτερη σημασία νομίζω ότι είναι η μνήμη μας, που μας βοηθάει πού να ανατρέξουμε… Όσο για τα «λάθη» σου, και βέβαια έχεις την αμέριστη κατανόησή μου και «μεγαλοψυχία»:-)))
      Άλλωστε κι εγώ κάνω αρκετά λάθη…

      «Δεν είναι εύκολες οι θύρες όταν η χρεία τες κουρταλεί” (Δ. Σολωμός)

      -Ανδρέας Εμπειρίκος, «Η πόρτα»

      «Άνοιξε η πόρτα κι έκλεισε μετά πατάγου. Οι εντός του οί-
      κίσκου εφώναξαν “Ποιος είναι;”. Βλέποντας δε ότι ουδείς είχε
      εισέλθει και ότι απάντησις καμία δεν ήρχετο, οι εντός του
      δωματίου συνεπέραναν: ο αέρας θα βρόντηξε την πόρτα.
      Και όμως, η άπνοια ήτο απόλυτος. Θα έλεγε κανείς ότι
      ο χρόνος είχε σταματήσει. Παρ’ όλον τούτο, πίσω απ’ το
      κλειστό παράθυρο το παραπέτασμα εσάλευε σαν πέπλος που
      ταλαντεύεται από ριπάς ανέμου. Εις το δωμάτιον κάτι ανε-
      κύκλιζε τον προ ολίγον στασιμον αέρα- σαν να κτυ-
      πούσαν, τώρα, εκεί, πτερά πελώριου πελαργού, σαν να πτε-
      ρούγιζε εκεί ένας λευκός αρχάγγελος το φέγγος των ουρα-
      νών εις το κλειστόν δωμάτιον επί αιχμής ρομφαίας κομίζων.
      Η οικοκυρά εκοίταξε εμβρόντητος τους άλλους. Έπειτα
      όλοι εκοίταξαν μαζί το ανθογυάλι, που ευρίσκετο επί μικράς
      κονσόλας και έμειναν όλοι άναυδοι… Τα χάρτινα λουλούδια
      που περιείχε το δοχείον μεγάλωσαν ακαριαίως σαν άνθη κή-
      που αληθινά και ο ταπεινός ο χώρος ευωδίαζε εντόνως, σαν
      τόπος αγιότητας, σαν τόπος αγιωσύνης.»
      (Α. Εμπειρίκος, Οκτάνα, Ίκαρος)

      -Μάνος Ελευθερίου, «Η ΠΟΡΤΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ»

      «Μοιάζει μαρμάρινη στήλη με τα εγχάρακτα
      ονόματα ανθρώπων που έπεσαν για την πατρίδα.
      Κάθεται χρόνια μπροστά στην πόρτα της.

      Ποτέ στη ζωή της δε σηκώθηκε από ’κει.
      Ίσως εκεί γεννήθηκε στα πένθη της και γέρασε.
      Νερό των πεθαμένων πίνει, της Σελήνης.
      Φοράει μαύρα και πενθεί.
      Και για πολλούς πενθεί κι ίσως για μένα.

      Ποτέ κανείς δεν πέρασε απ’ την πόρτα της.
      Ποτέ κανείς να τη ρωτήσει πώς και τι.
      Μονάχα εγώ ψωμάκι και τυράκι της πηγαίνω
      και το χαρίζει στους αγίους.

      Μια πόρτα στο χρώμα ακριβώς της στάχτης.
      Ξύλο ναυαγίου, σκεβρωμένη, γριά πόρτα.
      Μ’ ανοιγμένες φλέβες ξερές απ’ τον ήλιο
      ίδιες με τα πλοκάμια χταποδιού
      και τη χυμένη σκουριά της σάπιας κλειδαριάς.

      Χρώμα σαν τα φτερά πολλών πουλιών
      και των αγγέλων.»
      (Μ. Ελευθερίου, «Η ΠΟΡΤΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ», Γαβριηλίδης)

  4. Ας μη ξεχνάμε και το λαϊκό λόγο και καημό.Ιδιαίτερα αν είναι της μεγάλης Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου.

    Αλλά και την Μαρία Δημητριάδη με το ‘Μαγικό κλειδί»

    • Καλημέρα, Lyssipe!… Ευχαριστούμε πολύ!…

      «Πολλοί στίχοι είναι σαν πόρτες,
      πόρτες κλειστές σ’ ερημωμένα σπίτια.»
      (Γιάννης Ρίτσος)

  5. Επανέρχομαι με έναν ωραίο Καρούζο:

    Νίκος Καρούζος, Εἴσοδος

    Εἶναι μία θύρα στὰ μάτια κάθε νεκροῦ
    μὲ καίει τρόμος ἀπ᾿ τὴν ἡλικία
    τῶν λουλουδιῶν ἔτσι γρήγορα ποὺ φεύγουν
    ἔτσι γρήγορα εἶναι μιὰ θύρα βαμμένη μὲ τὴ σιωπὴ
    κι ὁ θάνατος μονόλιθος.
    Κράζει τ᾿ ἀηδόνι μαῦρος κόρακας καὶ θέλει τὴ φωνή του
    μὰ δὲν ἔχει γλῶσσα ἡ δεύτερη ζωή μας. Καλὴ νύχτα,
    ποὺ λέει ὁ θεατρίνος ἢ ὁ ψευδοσκότεινος, δὲν ὑπάρχει
    κι οὔτε νύχτα κακὴ κι ἀκόμη οὔτε νύχτα
    εἶναι μονάχα τὸ Δὲν τὸ Μὴ καὶ τ᾿ Ὄχι σὰν καρπὸς
    τοῦ δέντρου μὲ τ᾿ ὄνομα Ἐγὼ καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ὄνομα Ταξιδεύω
    κι ὅλα τὰ λόγια μας ἐδῶ
    φενάκη κ᾿ ἐσωτερικὰ τηλέφωνα
    εἶναι μιὰ θύρα φοβερὴ
    γι᾿ αὐτὸ κρατοῦμε τουφέκι τὸ τραγούδι:
    Μιὰ θύρα, θύρα ἡ γκρέμιση
    τὸ σάλιο τοῦ χελιδονιοῦ ποὺ φτιάχνει μὲ τὰ φρύγανα
    στὰ δέντρα οὐράνιες φωλιές.
    Καὶ χωρίζουμε σὲ φῶς καὶ σκοτάδι τὸ Ἕνα.
    Χωρίζουμε τὸν Ὀδυρμὸ σὲ τύφλωση καὶ θυσία.

    ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

    1. Άνοιξα μια πόρτα στο όραμα
    Όλα αχνά
    Και η άνοιξη και η προοπτική
    Δούλεψα χρόνια στο αμόνι του «σύνηθες»
    Πήρα απολαβές με το σταγονόμετρο, αχνά
    Ήταν ο πόνος πολύς
    Ήταν τα χείλη σου υγρά
    Ήταν τα μάτια σου αχνά
    Πρωινό και ζουμπούλια.
    Κρατήθηκα στα όρια του «συνεχές»
    Ήταν αργά για αναιρέσεις
    Σήκωσα το πέτο πιο ψηλά
    Και προχώρησα.
    (Γιώργος Φαλελάκης)

    2. Πίσω από κλειστές πόρτες το λιβάδι.
    Στο λιβάδι η πηγή απ όπου ήπιαμε εγώ και εσύ .
    Μετά από τόση ζωή και στις φλέβες μας κυλάει το ίδιο νερό.
    Παιδικέ μου φίλε, τόσα χρόνια χώρια, χύσαμε την ίδια αθωότητα
    να ξεπλύνουμε δρόμους που περπατήσαμε.
    Τώρα ιδρώνω απέναντι σου,
    έλιωσε το μάτι του αέρα καθώς σε κοιτώ.
    Το νερό κόχλασε απ ΄τα ποδοβολητά της καρδιάς.
    Της καρδιάς που έρρεε πίσω απ τις κλειστές πόρτες.
    (Έλενα Λυμπεροπούλου)

    3. (Κλείστε ερμητικά τις θύρες…)

    Και τώρα, κλείστε ερμητικά τις θύρες. Τελειώσαν
    όλα. Να φύγουν κι’ οι στερνοί, να μείνω μοναχή μου.
    Όλα δικά μου ήταν εδώ μέσα κι’ όλα μου λείψαν
    κ’ έμεινε τόσο απίστευτα μοναχική η ψυχή μου.

    Να φύγουν όλοι! Ακάλεστοι κι’ ας ήρθανε με δώρα.
    Τίποτα δεν εταίριασε στην εξαίσια γυμνότη
    που με τριγύριζε λαμπρή. Μεγαλειώδεις πλάνες
    που εμπρός τους με ταπείνωσαν ικέτη και δεσμώτη.

    Μαρία Πολυδούρη. «Ηχώ στο Χάος» (απόσπασμα)

    4. Eρωτικά

    …Τοῦ μαγικοῦ τοῦ κόσμου
    ἂν ἔχω ἀνοίξει διάπλατη τὴ θήρα,
    τὸ μυστικὸ χρυσὸ κλειδί της
    ἀπὸ τὸ χέρι σου τὸ πῆρα…

    Ουράνης Κώστας (απόσπασμα)

    5. νὰ μποροῦμε νά ῾χουμε μία πόρτα, ἕν᾿ ἄστρο, ἕνα σκαμνὶ
    ἕνα χαρούμενο δρόμο τὸ πρωὶ
    ἕνα ἤρεμο ὄνειρο τὸ βράδι.
    ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ, απόσπασμα

    Στης εκκλησιάς την πόρτα, Πυροβολάκης

    6. Έπεσε ξάφνω η πόρτα μου
    και φάνη ο μέγας κόσμος•
    μέσα στο λίκνο της χαράς,
    έχασα τη φωνή μου.

    ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ, «Έπεσε ξάφνω η πόρτα μου», 1-4. Το βιβλίο της Μαργαρίτας, 1949. Τα ποιήματα, Α΄. Τρία φύλλα, 1981. 158.

    7. …Κ’ έρχετ’ η Αγάπη η ανύποπτη, δική σου κόρη,
    με το κλειδί της ευτυχίας και της χαράς
    ανοίγοντας τις θύρες που κλειστές εθώρει…
    ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ

    8. Η Αγάπη (Κώστας Ουράνης)

    Α! τι ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
    και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα,
    αν είναι νάρθει θε ναρθεί, δίχως να νοιώσεις από πού…
    (απόσπασμα)

    9. “Η Μαγδαληνή κατά το θρύλο”

    (απόσπασμα)
    …Και, κρούει τη θύρα τη θύρα του σπιτιού, τη θύρα του παραδείσου
    να γένει η πόρνη, λυγερό κι απάρθενο κοράσι,
    κρυφονεραϊδογέννητη, σταίνεις βωμό το χάδι σου,
    κι είσαι νεράντζι, μανταρίνι, κόκκινο κεράσι….
    (Ηλίας Λάγιος)

    10. αγαπημένη στιγμή σε βλέπω
    μέσα σ’ αυτό το παραπέτασμα της ομίχλης που χάνεται
    όπου δε θα ‘χω παρά να πατήσω σ’ αυτά τα μακριά
    κινούμενα κατώφλια
    και θα ζήσω
    όσο ν’ ανοιγοκλείσει μια πόρτα
    SAMUEL BECKETT: ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΥΝΟΔΕΥΟΜΕΝΑ ΑΠΟ ΣΑΧΛΟΚΟΥΒΕΝΤΕΣ

    11 …βλέπεις ἐκεῖνο τὸ μνημεῖο
    ἐκεῖ πέρα
    θ’ ἀνοίξουμε τὴν πόρτα
    καὶ θὰ μποῦμε:
    ἐκεῖ θὲ νὰ σὲ πάρω ἀγκαλιὰ
    κι’ ἀγκαλιασμένοι ἔτσι μιὰ γιὰ πάντα
    θὰ χαθοῦμε
    μεσ’ στῆς Δευτέρας Παρουσίας
    τὰ πολύχρωμα
    γυαλιὰ

    Νίκος Εγγονόπουλος, Κλέλια ἢ μᾶλλον Το ειδύλλιον της λιμνοθάλασσας, Ἀπὸ τὴ συλλογὴ «Ποιήματα», ἔκδ. Ἴκαρος, Ἀθήναι 1994.(απόσπασμα)

  6. Ciao Aggeliki!… Grazie mille!!!!

    -Βύρων Λεονταρης:

    «… χτυπῶ τὴν πόρτα μου… κανεὶς δὲν εἶμαι
    ἀπῶν ματαιωμένος καὶ ἀπῶν
    ἄδειος – κερὶ μολύβι καὶ χαρτὶ
    λιώνει καὶ τὸ μολύβι σὰν κερὶ καὶ τὸ χαρτὶ ἀποσαθρώνεται
    τὸ κατατρῶνε ὀξειδώσεις σχιζομύκητες ἀνόβια
    κι ἀναρωτιέμαι ἦταν ἀνάγκη ἔτσι νὰ εἰπωθεῖ ἡ ζωή μας
    λέξεις καὶ συλλαβὲς ἀλληλοσπαραγμένες
    στίχοι μὲ κατακλεῖδες ποὺ ἠχοῦν σὰν λαιμητόμοι…»

    -Κυριάκος Χαραλαμπίδης, ΤΡΕΙΣ ΠΟΡΤΕΣ
    «Στή Θεοφανώ καί τόν Δαίδαλο Κυπρή
    Ἡ μία πόρτα εἶναι αὐτή. Κοιτᾶχτε πῶς ἐμβαίνω:
    Τήν ἀνοίγω μέ τό κλειδί. Νά τό κλειδί. Κρατεῖστε
    νά δεῖτε πῶς βαρεῖ. Στά μέρη τά δικά μου
    τό λέγουμε «ἀννοιχτάριν». Θυμᾶστε τό τραγούδι:
    «Ἀππήδησα τοῦ ποταμοῦ τζί ἐπάτησα ἀννοιχτάριν
    τζί εἶπαν μου πώς ἐφίλησα τήν κόρην τοῦ μουχτάρη».
    Ἡ μία πόρτα εἶναι αὐτή λοιπόν. Ἡ ἄλλη, ἀντιστέκεται,
    τήν σπάζω, λές καί εἶμαι τεθωρακισμένο.
    Νά καί τά ξύλα νά καί τα σανίδια.
    Τά παραδείγματα πολλά καί γιά τίς δυό πότες.
    Ἄς πάρουμε ἀπ᾿ τά ἕτοιμα, τήν ἐποχή πού ἦταν
    οἱ Ἕλληνες κι οἱ Τοῦρκοι στά μαχαίρια.
    Πρῶτο παράδειγμα: Ἕνας Τοῦρκος φεύγοντας
    κατά βορρά λαλεῖ στό γείτονά του:
    «Ἀνέστη, πάρε τά κλειδιά μου, τάιζε
    τίς ὄρνιθες καί τά κουνέλια, πότιζε τά δεντρά μου».
    Τό δεύτερο παράδειγμα: Στόν Καραβά ἕνας Ἕλληνας
    ἔτρεχε ἀλαλιασμένος νά γλιτώσει
    «γυμνός καί τετραχηλισμένος», ὅπως εἶπε
    τό ἄστρο τῆς αὐγῆς πού τόν θωροῦσε.
    Καί εἶχε ἀφήσει ἀλλόκοτο κλειδί
    στήν πόρτα ἐπάνω. Κι ὅμως ἦταν πράξη
    σωστή, κατά τή γνώμη μου• συλλογιόταν
    πού ἄν ἔπαιρνε μαζί του τό κλειδί,
    τοῦ ξένου ἡ χέρα θά ἔσπαζε τήν πόρτα•
    τήν εἶχε μαστορέψει αὐτός περίτεχνα –
    καί μέ τί μοῦτρα σπίτι θά γυρνοῦσε;
    Τό τρίτο καί φαρμακερό παράδειγμα:Ἕνας Τοῦρκος
    μέ τή χανούμισσά του πῆγε στήν κυρία
    Μακρίδη, κερυνιώτισσα κυρά,
    κλεισμένη σ᾿ ἕνα κώδωνα. Τῆς λέει:
    «Σπίτιν σου τσόκ γκιουζέλ• δικόν μας τώρα.
    Κανίσσιν ἔκαμέν μας το ἡ Μητέρα
    Πατρίδα• τά κλειδκιά, κοκόνα, δῶσε,
    τήν πόρταν, ζάβαλλί μου, νά γλιτώσεις».
    «Δέν σᾶς τά δίνω τά κλειδιά, σπάστε τήν πόρτα!»
    Καί τώρα, κύριοι ἔνορκοι, ἐρωτῶ:
    Ποιός εἶχε ἀπό τούς τρεῖς τό δίκαιο πράξει;
    Ἐκεῖνος πού μέ θέρμη καί φιλία
    ἔδωκε τά κλειδιά στό γείτονά του
    νά τοῦ ποτίζει τά κτηνά καί τά δεντρά του;
    Ὁ ἄλλος πού ἀφῆκε τό κλειδί
    νά μήν τοῦ καταστρέψουνε τήν πόρτα
    πού μέ ἀγάπη ἐφύτεψε καί τέχνη περισσή;
    Ἡ τρίτη, πού τή λέγαν Ἰουλία,
    καί τό εἶχε κάλλιο νά ριχτεῖ στόν τάφο
    μαζί μέ τό κλειδί της, ἔστω και ἄν
    οἱ πύλες τοῦ Ἅδου καί οἱ αἰώνιοι μοχλοί
    θά συνετρίβοντο ἀπό τόν Τοῦρκο;»

    -ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ- «ΠΟΡΤΕΣ ΚΛΕΙΣΤΕΣ»

    «Πόρτες κλειστές.
    Μάταια χτυπάς να σου ανοίξουν.
    Έξω χιονιάς και παγωνιά,
    μέσα το τζάκι να ζεσταίνει.
    Κι ούτε κατάλαβες,
    πως και γιατί σε κλείδωσαν απέξω.
    Χτυπάς γερά,
    φωνάζεις, δεν σ’ ακούνε.
    Μην περιμένεις,
    πάρε τη βαριά.
    Πόρτες που δεν ανοίγουνε τις σπάνε.»

  7. Λόγια κλειδωμένα

    Αργύρης Μαρνέρος, Η απάντηση της κλειδαριάς

    Κάθε φορά που γυρίζω
    Στην πόρτα το κλειδί
    Ψιθυρίζω στο αυτί της κλειδαριάς
    Έχει πολύ δρόμο ακόμα
    Το όρθιο θηλαστικό να γίνει άνθρωπος
    Έχει πολύ δρόμο ακόμα
    Να μοιάσει στους θεούς που έπλασε
    Και όχι μόνο να τους φοβάται
    Μου απαντάει η κλειδαριά.

    Από τη συλλογή Αίθουσα αναμονής (2003)

    Χτυπώ την πόρτα του Θεού, Πρωτοψάλτη

    ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ

    ό,τι πιο καθαρό στον τόπο μας είναι μάρμαρα ξεβαμμένα
    τα κοιτάμε από μακριά και φαίνεται το ψέμα

    ανοίγει με το κλειδί που ζήτησες το σπίτι
    που ‘χει παράθυρα παντού και πόρτα πουθενά

    κι όλοι οι ιβίσκοι κλείνονται κάθε βράδυ
    κι έχει τo κάθε τέλος την ανάποδη πλευρά του

    (το ξέρουν οι ήλιοι και τα χώματα)

    Γιώργος Κ. Ψάλτης
    από το βιβλίο «Μη σκάψετε παρακαλώ εδώ είναι θαμμένος ένας σκύλος», 2011

    Kλείσε την πόρτα με κλειδί, Σιδηρόπουλος

    Πόσο εύκολα γυρίζει η κλειδαριά των αισθημάτων
    μ’ ένα οποιοδήποτε κλειδί της λησμονιάς.
    Όχι δεν είμαι λυπημένη.

    ΔΗΜΟΥΛΑ, απόσπασμα

  8. Καλησπέρα, Αγγελική!… Tutto perfetto!…

    -Γιώργος Φαλελάκης:

    «Όταν γυρνάς το κλειδί από μέσα
    Κλείνεις την πόλη απ’ έξω
    Έχεις κρατήσει τις σιωπές της.»

    -Κατερίνα Γώγου:

    «Καμμιά φορά ανοίγει η πόρτα σιγά σιγά και μπαίνεις.
    Φοράς κάτασπρο κουστούμι και λινά παπούτσια.
    Σκύβεις βάζεις στοργικά στη χούφτα μου 72 φράγκα και φεύγεις.
    Έχω μείνει στη θέση που με άφησες για να με ξαναβρείς.
    Όμως πρέπει να έχει περάσει πολύς καιρός γιατί τα νύχια μου μακρύνανε και
    οι φίλοι μου με φοβούνται. Κάθε μέρα μαγειρεύω πατάτες
    έχω χάσει την φαντασία μου και κάθε
    φορά που ακούω «Κατερίνα» τρομάζω. Νομίζω ότι πρέπει να καταδώσω κάποιον.
    Έχω φυλάξει κάτι αποκόμματα με κάποιον που λέγανε
    πως είσαι εσύ. Ξέρω πως λένε ψέματα οι εφημερίδες,
    γιατί γράψανε ότι σου ρίξανε στα πόδια.
    Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια.
    Στο μυαλό είναι ο Στόχος
    το νου σου ε;»

    -Κώστας Μαρδάς, «Κλειδιά»

    «Στην πρωινή διαδρομή
    αναζητώντας
    τα χαμένα μου κλειδιά
    βρήκα
    υπολείμματα μιας σπάνιας ευαισθησίας μου.
    Αλήθειες πορφυρές κι άλλες τενεκεδένιες.
    Σπαράγματα από προτομές Πρωθυπουργών των Νεωτέρων χρόνων.
    Εφημερίδες κίτρινων ανέμων.
    Κάτι ρετάλια αμπέχονα των επαναστατών.
    Τσαλακωμένες (προφανώς από το Θεό) αιτήσεις παροχής αιωνιότητας.
    Κι ένα λουλούδι μαύρο αταξινόμητο.
    Μα όχι τα κλειδιά.

    Κι έκτοτε άστεγος.
    Και πότε άγιος
    πότε φονιάς!»

    -Έλενα Καραγιαννίδου-Προθάλαμος

    «Αυτή η πόρτα δεν ανοίγει.
    Στέκει ερμητικά πλέον κλειστή.
    Πίσω της χορεύουν τοπία
    λουσμένα στο φως ή στο χιόνι.
    Διακοπές στη θάλασσα ή σε ορεινά μέρη.
    Παρέες που γελούν δυνατά
    πίνοντας αχνιστό καφέ
    ή που χαζογελάνε ζαλισμένες από τα ποτά.
    Γυναίκες ιλουστρασιόν
    μαυλίζουν τα πλήθη.
    Παιδιά που έχουν ξεχάσει
    να χρωματίζουν το γκρι.
    Πού και πού φιλιά άνευρα
    ξεγελάνε προσωρινά το κενό.

    Παρακαλώ χάστε για πάντα το κλειδί.
    Οι προθάλαμοι πιο πολύ μας ταιριάζουν.»

  9. [Ναύπλιο] του Βασίλη Αμανατίδη

    Σ’ όλη την πόλη, φέρουν τα σπίτια στο κέντρο κάθε εξώπορτας από ένα μπρούτζινο χεράκι.
    Εσύ, με το αληθινό σου, απαλά το απομακρύνεις, ύστερα το πιέζεις προς το πλαίσιό του.
    Εδώ, έτσι κρούεις την θύρα περιμένοντας αγαθά να εισακουσθείς.

    Συχνά στεφανώνει το μεσαίο δάχτυλο κι ένα δαχτυλίδι.

    Να είναι νύχτα και ένα ήρεμο θάμπος να σε οδηγήσει, σαν χάρτης συρρικνωμένος σε ελάχιστο φωτεινό σημείο, προς μία τέτοια πόρτα.
    Να πλησιάσεις την αιτία της λάμψης, αγνοώντας.
    Να υποπτευθείς μόνον σαν έχεις φτάσει ήδη μπροστά από το μικρό θαύμα.

    Είναι στ’ αλήθεια μια πόρτα. Όμως. Το μπρούτζινο άκρο να έχει αντικατασταθεί από σάρκινο χέρι παιδιού, ρόδινο, χνουδάτο, στην αφή ιδανικό, χλιαρό, αργά μετακινούμενο, ποτέ σε χειρονομία ασυμβίβαστη προς την προδιαγεγραμμένη του χρήση – τη μοίρα της κάθετης ακαμψίας και αιώνιας κρούσης. Το χέρι αυτό ποτέ δε θα εκτελεί εντελώς μια ελεύθερη πράξη. Προσεύχεται μονό κι ανάποδο, κοιτώντας το κατώφλι. Να αναμένει με τα δάχτυλα συρρικνωμένα, ελαφρώς κυρτά – αν και, αυτά τα δάχτυλα ας τρεμοπαίζουν λίγο.

    Αγγίζεις το χέρι –άνιση, άδικη χειραψία– και χτυπάς την πόρτα. Όχι για να μπεις. Απλώς για να ακούσεις τον ήχο της κρούσης. Θα είναι βουβός, άκαμπτος ήχος παράλυτος, βελούδινα μεταλλικός στο βάθος. Γρήγορα τώρα να φεύγεις.
    Μετά. Γλιστράς σε άλλες πόρτες. Όλες να φέρουν στο κέντρο τους από ένα χέρι ανθρώπου. Εφηβική παλάμη, κρινοδάχτυλα του πιάνου, δάχτυλα γεροντικά. Στην ίδια συνεσταλμένη στάση αρχαίας ταφής. Έμβρυα χέρια.
    Και είναι αυτά τα μόνα ορατά μέλη της πόλης.

    (Κάθε βράδυ, τα χέρια ανασταίνονται από τα σώματα των ανθρώπων. Προστατεύουν τα σπίτια σαν πιστοί μικροί σκύλοι. Με το πρωινό φως, ξαναγυρνούν στα σώματα. Τα χεράκια στις πόρτες, από μπρούντζο ξανά. Και οι ένοικοι ήρεμοι, ενύπνιοι.)

    Τώρα.
    Είναι το δεξί σου χέρι συναρμολογούμενο.
    Παράγει μεταλλικούς θορύβους.
    Σκύβεις τότε να δεις από κοντά.
    Βλέπεις από κοντά: τις πρασινόχρωμες αποδείξεις του βρώμικου μπρούντζου μες στα νύχια σου.

    ΥΓ. Μόλις τώρα το τσίμπησα. Μα δεν είναι υπέροχο;

    • Ωραιότατο, Αγγελική!!!!… Bravissima!..
      Εγώ δεν έχω κάτι αξιόλογο να παραθέσω, ετοιμάζομαι ήδη για την επόμενη ανάρτηση…Καλό βραδυ!!!

Αφήστε απάντηση στον/στην ΑΓΓΕΛΙΚΗ Ακύρωση απάντησης