Λόγος Παράταιρος

«Παράταιρος ο λόγος ο δυνατός/ μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει» (Γ. Ρίτσος)

Πες το με ποίηση (640): «Γράμμα» ( Δημουλά, Πατρίκιος, Ελύτης, Ρίτσος, Βρεττάκος)…

-Κική Δημουλά, «Γράμμα»

«Ὁ ταχυδρόμος,
σέρνοντας στὰ βήματά του τὴν ἐλπίδα μου
μοῦ ῾φερε καὶ σήμερα ἕνα φάκελο
μὲ τὴ σιωπή σου.
Τὸ ὄνομά μου γραμμένο ἀπ᾿ ἔξω μὲ λήθη.
Ἡ διεύθυνσή μου ἕνας ἀνύπαρκτος δρόμος.
Ὅμως ὁ ταχυδρόμος
τὸν βρῆκε ἀποσυρμένο στὴ μορφή μου,
κοιτώντας τὰ παράθυρα ποὺ ἔσκυβαν μαζί μου,
διαβάζοντας τὰ χέρια μου
ποὺ ἔπλαθαν κιόλας μιὰ ἀπάντηση.
Θὰ τὸν ἀνοίξω μὲ τὴν καρτερία μου
καὶ θὰ ξεσηκώσω μὲ τὴ μελαγχολία μου
τ᾿ ἄγραφά σου.
Κι αὔριο θὰ σοῦ ἀπαντήσω
στέλνοντάς σου μιὰ φωτογραφία μου.
Στὸ πέτο θὰ ἔχω σπασμένα τριφύλλια,
στὸ στῆθος σκαμμένο
τὸ μενταγιὸν τῆς συντριβῆς.
Καὶ στ᾿ αὐτιά μου θὰ κρεμάσω συλλογίσου
τὴ σιωπή σου.»
(Κική Δημουλά, Ποιήματα, Ίκαρος)

-Τίτος Πατρίκιος, «Ένα γράμμα»

«Σαν ένα γράμμα έγινε η ζωή μας
με κάποιο μήνυμα πολύ σπουδαίο
που χάθηκαν μέσα στα κύματα τους πρόσφυγες
κι ο αποστολέας κι ο παραλήπτης.
Όμως το γράμμα πάει κι έρχεται
από ταχυδρομείο σε ταχυδρομείο
χωρίς κανένας να τ’ ανοίξει
χωρίς κανείς να το πετάξει
πάντα με την επιγραφή στο φάκελο “επείγον”
και τα ξεθωριασμένα ονόματα στις δυο πλευρές
που μόνο οι ταχυδρομικοί τα λένε πια
όπως προσφέρουν οι σοφοί στα εργαστήρια
ονόματα οργανισμών που εξαφανίστηκαν.»
(Τίτος Πατρίκιος, Λυσιμελής πόθος, Καστανιώτης)


-Ο. Ελύτης, «Ο ταχυδρόμος»

«Κάθε πρωί οπού ξυπνώ
τρέχω στην πόρτα και κοιτώ

Τρίτη Κυριακή Δευτέρα
κι άλλη μια χαμένη μέρα

Πάνε κι έρχονται ολοένα
τα βαπόρια και τα τρένα

Ταχυδρόμε ανάθεμα σε
μόνο εμένα δε θυμάσαι

Πιάνει ο κόσμος περιστέρια
κι εγώ μένω μ’ άδεια χέρια

– Γράμμα τέτοιο δε λαβαίνεις
άδικα μην περιμένεις

Δεν σου το ‘χουνε γραμμένο
κι αν σου το ‘χουν πάει αλλού

Άλλος μένει εκεί που μένεις
και το δίνουνε αυτουνού

Ίσως να ‘ναι και σταλμένο
σ’ άνθρωπο του φεγγαριού

Ή και παραπεταμένο
σε μιαν άκρη τ’ ουρανού.»
(Ο. Ελύτης, Τα ρω του έρωτα, Ίκαρος)
-Γιάννης Ρίτσος, «Γράμματα από το μέτωπο»
(απόσπασμα)

«…Μάνα, σου γράφω βιαστικά, στο πόδι.
Σήμερα θλιβερό βγάλαμε ξόδι
σκοτώθηκαν πέντ’ έξι σ’ ένα αμπρί
– όλοι είκοσι μέχρ’ είκοσι πέντε χρόνω,
στην ώρα πάνου που ήταν για γαμπροί –
κ’ έχω μες στην καρδιά μου τόσο πόνο!

Μητέρα, όταν κινήσαμε απ’ την πόλη,
Σκύβαν ωχροί, μουντοί οι ουράνιοι θόλοι
βαρούσανε καμπάνες, μουσικές,
τούμπανα, κόρνα, σάλπιγγες, και κάτου
απ’ τη βουή περνούσαν σκεφτικές
ανθρωπομάζες: δείπνο του θανάτου. […]

Και μόνο η πυρκαγιά σα φρενιασμένη
τις καμπάνες ατέλειωτα σημαίνει.
Αχ, μάνα, πού να πας, πού να κρυφτείς;
Τα μάτια, πας να κρύψεις στην παλάμη-
φωτιά το χέρι σου σε καίει, κ’ ευτύς
μπρος σου χυμά η ψυχή, καυτό κατράμι.

Φωτιά και τα κουμπιά, φωτιά κι η αρβύλα,
όμως, στη ματωμένη κατρακύλα,
στα κόκαλα στυλώνεται η κραυγή
που ακέριους μας στυλώνει: ειρήνη, ειρήνη,
και στη σκιά, σαν περιστέρι η αυγή
το μαύρο κόμπο της καρδιάς μας λύνει.”
(Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα, τ. 1ος, Κέδρος)
“Μάνα, τον ήλιο εδώ σκεπάζουν ίσκιοι
κι αναπαμό ποτέ η καρδιά δε βρίσκει
ένα: οι αυγές κ’ οι νύχτες μας γυρνούν
φριχτές πεντάλφες γράφουν στο σκοτάδι
σήματα, που τον κίνδυνο μηνούν,
πύρινα φίδια από τα βάθη του Άδη.

Ζούμε στ’ αμπριά θαμμένοι, διπλωμένοι
κ’ έξω απ’ την τρύπα ο θάνατος περμένει
Μας έπνιξαν το φως και τη χαρά,
Στεγνώσαν την ψυχή μας και το σώμα,
μα κάτι μέσα μας κυλά βουερά
και ξέσπασμα δε βρήκε κάπου ακόμα. […]

Μητέρα μου, όταν φτάσαμε εδώ πέρα
στη φωτιά, στην αντάρα, στη φοβέρα
καθένας μας κι από ‘να φυλαχτό
κρατούσε κρεμασμένο στην καρδιά του
κι αφήναμε το στήθος ανοιχτό
στα πυρωμένα νύχια του θανάτου.

Μάνα, μας τρώει η λάσπη, η ψείρα, η βρώμα
λίγνεψε και καμπούριασε το σώμα,
μας τρώει τα σπλάχνα ο φόβος του θανάτου
μερόνυχτα κλειστοί μες στο αμπρί,
δεν είδαμε από τότε αυγή λαμπρή,
σα σκουλήκια στα βάθη του μνημάτου.»

-(Μελοποιημένο το ποίημα του Νίκου Καββαδία, «Γράμμα στον ποιητή Καίσαρ Εμμανουήλ»)

-Νικηφόρος Βρεττάκος, «Γράμμα στον Τσάρλι Τσάπλιν»

«Ε, Τσάρλι Τσάπλιν, παιδικέ μου φίλε, που ΄μοιαζαν τα παπούτσια μας!

Περάσαν τόσα χρόνια από τότε κι όμως νιώθω μια ζεστασιά παράξενη, ως να με είχες στα χέρια σου ζεστάνει κάποια νύχτα, που νιφάδες χιονιού τρύπωναν μέσα στον κινηματογράφο του χωριού μου και κρύωνα διπλωμένος στο μακρύ σάκο μου, με πεσμένα τα μαλλιά στα μάτια μου, που λάμπαν βλέποντάς σε σαν του αγριμιού, ολοκάθαρα.

Που να΄ξερα πως θα΄ μενες εσύ, Τσάρλι, ως το τέλος ο φίλος μας στον κόσμο, ο καλός θείος, ο γείτονας του Θεού, ο παραστάτης σε όλους μας, και πως εγώ μια μέρα με τη φτωχή αλφαβήτα που εκεί κάτω στο ταπεινό σχολείο μας με μαθαίναν, θα σου’ γραφα ένα γράμμα σαν και τούτο, γιομάτο από φιλία και καρδιοχτύπια για όλο τον κόσμο!

Τσάρλι! Τσάρλι! Γράφω σ’ εσένα για όλους μου τους φίλους.

Τσάρλι Τσάπλιν, καλέ μου ταχυδρόμε, που πας σ΄όλες τις χώρες και χτυπάς με το διακριτικό σου μπαστουνάκι των φτωχών τα παράθυρα κι αφήνεις στο παντζούρι τους πάνω ένα γαρούφαλο, που με το πλάι το βράδυ, ακροπατώντας, μπαίνεις απ΄τις μισάνοιχτες πορτούλες στον ύπνο των παιδιών, με την ψυχή σου φορτωμένη παιχνίδια

Τσάρλι, φίλε των φίλων μου όλων που δεν έχουν φίλους, που τους πήραν τον ήλιο τ΄ ουρανού, που τους πήραν τη χάρη και την πρόνοια, και που σένα έχουν μόνο ανάμεσά τους να πηγαίνεις και να’ ρχεσαι, κουνώντας τα λοξά σου παπούτσια, διάβασέ τους την αγάπη μου Τσάρλι! Ένα λουλούδι μ΄εκατομμύρια φύλλα είναι το γράμμα που σου στέλνω για όλους. Μοίρασέ τους την ελπίδα μου, Τσάρλι.»
(Νικηφόρος Βρεττάκος, Ποιήματα, Τρία φύλλα)

Single Post Navigation

12 thoughts on “Πες το με ποίηση (640): «Γράμμα» ( Δημουλά, Πατρίκιος, Ελύτης, Ρίτσος, Βρεττάκος)…

  1. Λατρεύω τα γράμματα και την αλληλογραφία γενικότερα. Έχω επικοινωνήσει γράφοντας τόμους γραμμάτων σ’ όλη μου τη ζωή. Εντούτοις, το Γράμμα στην ποίηση με ξένιζε συνήθως. Σήμερα όμως, ψάχνοντας να βρω κάτι, πέρα από τα δικά σου, Γιάννη, ανακάλυψα πολλά και ενδιαφέροντα σχετικά ποιήματα. Κάνω μνεία στο πολύ μεγάλο σε έκταση, πλην εξαιρετικό, του Βρεττάκου (μελοποιημένο από το συνθέτη Νίκο Καλλίτση) «ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΡΟΜΠΕΡΤ ΟΠΕΝΧΑΙΜΕΡ».

    1. Γράμμα (στον άνθρωπο της πατρίδας μου*)

    Απαντώ στη σιωπή σου μ’ ένα φως ήρεμο• όσο και να ‘ναι
    σαν τον Ατλαντικό οι στιγμές μου ταραγμένες
    όσο κι αν η καρδιά στα βάθη μου χορεύει όπως μια φλόγα
    φωτιάς, το αίμα μου καίγεται σαν ένα μακρύ δάσος
    σε μιαν απέραντη πλαγιά – όσο κι αν ένας όμορφος
    ήλιος βασίλεψε, σου γράφω. Αν όχι τίποτε άλλο,
    σ’ ένα μικρό φύλλο χαρτιού σού γράφω και σου στέλνω
    το παιδικό μου αλάβωτο χαμόγελο σαν ένα
    φεγγάρι μέσα σε μια στέρνα.

    Έχεις το έλεος. Πάνω σου το βλέμμα του Θεού.
    Έχεις την εύνοια των πρωινών του. Μη με μαρτυρήσεις!
    Και προπαντός να μην του ειπείς πως μ’ εγκατέλειψεν η ελπίδα.
    Καθώς κοιτάς τον Ταΰγετο σημείωσε τα φαράγγια
    που πέρασα, και τις κορφές που πάτησα, και τα άστρα
    που είδα. Πες τους από μένα, πες τους απ’ τα δάκρυά μου
    ότι επιμένω ακόμα πως ο κόσμος
    είναι όμορφος!

    Κι αν σκίστηκε
    το χώμα μου στα δύο, κι αν χάσκει η ύπαρξή μου
    σαν ένας τοίχος ανοιγμένος κάτω απ’ την κοιλιά
    μιας φορτωμένης καταιγίδας,
    πες τους πως σου στέλνω
    το παιδικό μου αλάβωτο χαμόγελο σαν ένα
    φεγγάρι μέσα σε μια στέρνα.

    Κατά μήκος του ποταμιού
    που κατεβαίνει στην κοιλάδα,
    δίπλα στις λεύκες που σου νανουρίζουν
    τη λύπη, γράψε στο νερό
    τ’ όνομά μου: Ελπίδα.
    τ’ όνομά μου: Αγάπη.
    τ’ όνομά μου: Σιωπή.

    Τάραξε πάλι το νερό.
    Σβήσε τα ίχνη μου πάλι.
    Πες τους πως είμαι ένας ελεύθερος άνεμος που γυρνά
    μέσα στο μέλλον. Πως σε κάθε δέντρο έχω δεμένο
    κι από ένα χρυσοσέλωτο άλογο. Πες τους πως
    εγώ κι ο ήλιος είμαστε πάντοτε σε πορεία.
    Πως όταν κάθε Κυριακή ντύνομαι τις ελπίδες μου
    γιομίζει καθώς περπατώ ο κόσμος.
    Εσύ, έτσι πες τους.
    Πως δε σου ‘γραψα τίποτα. Πως σου ‘στειλα μονάχα
    το παιδικό μου αλάβωτο χαμόγελο σαν ένα
    φεγγάρι μέσα σε μια στέρνα.

    (* Τίτλος πρώτης δημοσίευσης

    Από τη συλλογή Τα θολά ποτάμια (1950) του Νικηφόρου Βρεττάκου)

    Το γράμμα, Μάλαμας

    2. Το γράμμα

    Στην τσέπη του παλτού σου
    παλιό σουσάμι
    φλούδια φιστικιών
    και το τσαλακωμένο γράμμα μου.
    Ξύπνησαν λέξεις
    φράσεις ανακλαδίστηκαν
    έτριξα μήνες εκεί μέσα
    μέρες του κρύου
    νύχτες απ’ την κρεμάστρα μέσα στη σιωπή
    μήπως ακούσεις
    άλλαξα στίξη αμβλύνοντας υπαινιγμούς
    κόπηκα ράφτηκα εν αγνοία σου
    κατά τις πιθανές σου επιθυμίες.
    Μα τώρα πια που μπαίνει το καλοκαιράκι
    κι είναι σαφείς οι προοπτικές του μέλλοντός μας
    αντί να γκρεμοτσακιστώ πηδώντας
    ή αντί να με ξεγράψεις
    στέλνοντας το παλτό σου στο καθαριστήριο
    θα σφίξω θα μαζέψω
    σε σουσάμι ή φλούδι
    κι απ’ τις ραφές θα γραπωθώ για πάντα.
    Κάποτε θα μ’ αγγίξουνε τα δάχτυλά σου.
    Γιάννης Βαρβέρης, (από τη συλλογή Αναπήρων πολέμου, Κέδρος 1982)

    3. Γράμμα

    Δὲν ἔχω ἕνα φύλλο ἀπ᾿ τὰ παλιὰ πράσινα δέντρα.

    Σοῦ γράφω τὴ λύπη μου σ᾿ αὐτὸ τὸ χαρτί.
    τόσο ἐλαφριὰ ποὺ νὰ στὴ φέρει ὁ ἄνεμος,
    τόσο καλὴ καὶ τρυφερὴ ποὺ νὰ μὴ παραξενευτεῖ ὁ ἥλιος,
    εὐγενικὴ σὰν τὴ σιωπὴ ποὺ περπατεῖ στὸ χορτάρι
    τὴ νύχτα, ἁπλὴ καὶ καθαρὴ σὰν τὸ νεράκι ποὺ τρέχει
    καὶ δὲ μαντεύεις πὼς τὸ γέννησε ἡ χτεσινὴ καταιγίδα.

    Πολλοὶ σκοτώθηκαν. Πολλοὶ ζοῦμε. Ὅλοι μας εἴμαστε
    λαβωμένοι. Εἶναι βαρὺς ἀπὸ τὸν πόνο μας ὁ κόσμος.

    Μὲ τὴ σιωπὴ τῆς θάλασσας θὰ λάβεις τὴ λύπη μου.
    Σοῦ στέλνω αὐτὸ τὸ αἰώνιό μου Μή με λησμόνει!
    Εἶναι ἕνα φῶς διπλωμένο ἀνάμεσα σ᾿ ἕνα μικρὸ συννεφάκι.
    Σοῦ στέλνω αὐτὸ τὸ ἀρνάκι, μιὰ κ᾿ εἶσαι κοντὰ στὸ θεό,
    νὰ τ᾿ ὁδηγήσεις σ᾿ ἕνα πράσινο κῆπο του.

    Σοῦ στέλνω αὐτὸ τὸ βρέφος μὲ τὸ τσακισμένο ποδαράκι.
    Ανέβασέ το στὸ παράθυρο μὲ τὸν αὐγερινό,
    κοντὰ στὸν κόσμο, κοντὰ στὸ ὄνειρο,
    κοντὰ στὴν καλοσύνη σου,ποὺ εἶναι ζεστὴ σὰ μιὰ ἀνάσα μητέρας,
    κοντὰ στὸ τζάκι ποὺ ὀνειρεύεσαι μὲ τὸ χέρι στὸ μέτωπο
    τὴν εὐτυχία τοῦ πεινασμένου, τοῦ στρατιώτη, τοῦ ἄρρωστου.

    Βάλτο κοντὰ στὴν πράσινη σημαία. Κοντὰ στὸ κόκκινο
    ἄλογο. Στὴ μητέρα σου πλάι, ποὺ τριγυρισμένη
    ἀπ᾿ τοῦ Γενάρη τοὺς σπουργῖτες, γνέθει τὴν ἐλπίδα.
    ἄλτο κοντὰ στὸ στεναγμὸ τῆς φιλίας. Κοντὰ-κοντά.
    Βάλτο νὰ κάτσει, κι ἄνοιχτου σὰν ἕνα γέλιο τὸ παράθυρο
    νὰ ἰδεῖ τὸν κόσμο.
    ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

    4. Υ.Γ.

    Κατά τ’ άλλα, λησμόνησα να σου γράψω….
    πως μούχτισε ο Θεός μια φωλιά στην κορφή,
    να λυτρώσω τη μοίρα μου κατάντικρυ στο άπειρο.

    Είμαι τόσο καλά κ’ είναι όλα τόσο όμορφα ,
    τόσο αιώνια , που μούρχεται
    να χαϊδέψω την πέτρα, να το ειπώ στο Θεό,
    πως δεν έχω παράπονο. Δεν το λέω σε κανέναν.

    Κουβεντιάζουμε οι δυο μας μέσα στο άπειρο, αγάπη μου ,
    φως με φώς

    Σε φιλώ

    Νικηφόρος Βρεττάκος (από το ποίημα «Ανεπίδοτο γράμμα», συλλογή «Τρία Φύλλα», τόμος πρώτος σελ. 260)

    Γράμμα ενός αρρώστου, Δήμητρα Γαλάνη

    5. Γράμμα ενός αρρώστου

    Φίλε μου Αλέξη, το `λαβα το γράμμα σου
    και με ρωτάς τι γίνομαι, τι κάνω
    Μάθε, ο γιατρός πως είπε στη μητέρα μου
    ότι σε λίγες μέρες θα πεθάνω…

    Είναι καιρός όπου έπληξα διαβάζοντας
    όλο τα ίδια που έχω εδώ βιβλία
    κι όλο εποθούσα κάτι νέο να μάθαινα
    που να μου φέρει λίγη ποικιλία

    Κι ήρθεν εχθές το νέο έτσι απροσδόκητα
    σιγά ο γιατρός στο διάδρομο εμιλούσε
    και τ’ άκουσα, στην κάμαρα σκοτείνιαζε
    κι ο θόρυβος του δρόμου σταματούσε

    Έκλαψα βέβαια, κάτω απ’ την κουβέρτα μου
    Λυπήθηκα. Για σκέψου, τόσο νέος
    μα στον εαυτό μου αμέσως υποσχέθηκα
    πως θα φανώ, σαν πάντοτε, γενναίος

    Θυμάσαι, που ταξίδια ονειρευόμουνα
    κι είχα ένα διαβήτη κι ένα χάρτη
    και πάντα για να φύγω ετοιμαζόμουνα
    κι όλο η μητέρα μου `λεγε: Το Μάρτη…

    Τώρα στο τζάμι ένα καράβι εσκάρωσα
    κι ένα του Μαγκρ στιχάκι έχω σκαλίσει:
    «Τι θλίψη στα ταξίδια κρύβεται άπειρη!»
    κι εγώ για ένα ταξίδι έχω κινήσει

    Να πεις σ’ όλους τους φίλους χαιρετίσματα
    κι αν τύχει ν’ απαντήσεις την Ελένη
    πως μ’ ένα φορτηγό πες της μπαρκάρισα
    και τώρα πια να μη με περιμένει

    Αλήθεια, ο Χάρος ήθελα να `ρχότανε
    σαν ένας καπετάνιος να με πάρει
    χτυπώντας τις βαριές πέτσινες μπότες του
    κι ένα μακρύ τσιμπούκι να φουμάρει

    Αλέξη, νιώθω τώρα πως σε κούρασα
    μπορεί κιόλας να σ’ έκαμα να κλάψεις
    δε θα `βρεις, βέβαια, λόγια για μια απάντηση
    μα δε θα λάβεις κόπο να μου γράψεις…
    ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ

    6. γράμμα
    στην Ισιδώρα

    συγχώρα με για τον βαρύ χειμώνα
    σου αναγγέλλω την επιστροφή των πελαργών
    και σου χαρίζω δυο μικρά ποιήματα
    να στροβιλίζονται στον κήπο σου
    σαν ανοιξιάτικες νιφάδες
    είσαι καλά;
    ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ

    Γράμμα από το μέτωπο, Μαρινέλλα

    7. Γράμμα από το μέτωπο, 30 Οκτωβρίου 1940

    Αγαπημένη μου, μεσ’ το Καλπάκι σ’ ένα ρέμα κουρνιάσαν οι στρατιώτες
    βουτώ τη λόγχη μου στο αίμα, δέξου τις λέξεις μου τις πρώτες
    είναι οι λέξεις μετρημένες σαν τις στιγμές μου εδώ πάνω
    κι είναι οι σκέψεις μου δοσμένες ως την στιγμή που θα πεθάνω.

    Αχ, τι να σου γράψω αγαπημένη; Εδώ συμβαίνουνε πολλά,
    γύρω μου δέκα σκοτωμένοι αλλά είμαι καλά… Είμαι καλά…
    Ό,τι να γράψω δε μου φτάνει, τα λίγα εδώ είναι πολλά
    κι αν μάθεις πως έχω πεθάνει, είμαι καλά… Είμαι καλά…
    Μα να… Επίθεση αρχίζει πάλι, νομίζω πως σου τα `πα όλα…
    Τώρα είναι η στιγμή είναι πολύ μεγάλη, τώρα μιλούν τα πολυβόλα…

    Τι να σου γράψω αγαπημένη, εδώ συμβαίνουν πολλά…
    Γύρω μου δέκα σκοτωμένοι αλλά είμαι καλά… Είμαι καλά…
    Ό,τι να γράψω δε μου φτάνει, τα λίγα εδώ είναι πολλά
    κι αν μάθεις πως έχω πεθάνει, είμαι καλά… Είμαι καλά…

    8.. ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΟΥ

    Τα γράμματά σου τα ‘χω, Αγάπη πρώτη,
    σε ατίμητο κουτί, μες στην καρδιά μου.
    Τα γράμματά σου πνέουνε τη νιότη
    κι ανθίζουνε την όψιμη χαρά μου.

    Τα γράμματά σου, πόσα μου μιλούνε
    με τις στραβές γραμμές και τα λαθάκια!
    Τρέμουν, γελάνε, κλαίνε, ανιστορούνε
    παιχνίδισμα τη ζούλια και την κάκια…

    Το μύρο στους φακέλους που είχες ραντίσει,
    του Καιρού δεν το σβήσανε τα χνότα.
    Παρόμοια ας ήταν να μην είχε σβήσει
    η απονιά σου τα ονείρατα τα πρώτα

    Τα γράμματά σου πάνε, Αγάπη μόνη,
    βάρκες λευκές, τη σκέψη μου εκεί κάτου.
    Τα γράμματά σου τάφοι• δεν τελειώνει
    απάνω τους η λέξη του Θανάτου.
    ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

    Το γράμμα, Μοσχολιού

    9. «Ανεπίδοτα γράμματα» (αποσπάσματα)

    3
    Είμαι ξυπόλυτο σπερνό με ένα κομμένο σπάγγο.
    Όταν ξαπλώνω για τη νύχτα
    νιώθω να στρογγυλεύουν οι πέτρες στο βυθό
    όπως ακούς το καλοκαίρι
    τρεις γυναίκες που περνάνε
    κρύβοντας το γέλιο στην παλάμη.
    Ένα ξυπόλυτο σπερνό με την άγκυρα στα φύκια.

    5

    Ο Πέτρος που κοιμόταν στο τσιμέντο
    δίχως φόδρα στο σακάκι
    Κάθε πρωί μού έκανε τράκα μια καλημέρα στα κλεφτά
    γιατί τον είχαν για προδότη

    Βάλαμε τις στάμνες
    εκεί που έστρωνε την τρύπια κουρελού
    μιλάμε για τη δήλωση
    τις ώρες που έμενε σκυφτός
    διαβάζοντας μια περσινή εφημερίδα

    Τότε θάπρεπε νάταν που μας έπιασε βροχή
    Ανάβοντας τσιγάρο είδα το πρόσωπό σου
    στο τζάμι της βιτρίνας
    Κάτι ψιχάλες πέσαν στα μαλλιά σου και το σβήσανε

    Δίπλα στις στάμνες που κρυώνουν το νερό
    λέω πως αν ήταν να διαλέξω
    θα γύριζα κοντά σου.
    Αν ήτανε να βρω το σπίτι μου
    θα σ ‘ έπαιρνα μαζί μου

    9
    Μας παίρνουν τον Κωστή για το στρατοδικείο.
    Τα δάχτυλά του
    μπερδεύονται και δένονται στους κόμπους.
    Δε λέει ακόμα να αποχωριστεί τις δυο κουβέρτες
    δεν το αποφάσισε ακόμα
    να μας αφήσει τα άχερα.

    «Συνηθισμένα πράματα. Μια μεταγωγή.
    Όχι, μια δεύτερη ξαδέρφη μου.
    Πέστε της πως θυμάμαι. Πάντα θα θυμάμαι».

    Ένιωσα τη βέρα στο μεσιανό του δάχτυλο.
    Πρώτη φορά μού παίρνανε
    τόσο χρυσάφι μέσα από τα χέρια.
    12
    Κοίτα να πας στην εξαδέρφη του Κωστή
    μόνο πρόσεξε μην κλάψεις
    όπως βουρκώνουνε τα μάτια των ποιητών
    που έχουν έτοιμο το δάκρυ
    σαν τους σωφέρ το κλάξον
    μες την πολυκοσμία

    Να κάτσεις να τα πείτε
    όπως μιλάνε οι ζωντανοί
    να θυμηθείτε τα μάτια που σκοπεύουν
    μια ντροπή πιο κάτω απ’ τον ώμο
    τα μάτια που κοιτάνε
    μια τελευταία φορά πιο πάνω απ’ τις στέγες
    μα πριν απ’ όλα μην ξεχάσεις
    πως απ’ τις δέκα που τον ρίξαν
    οι εφτά
    ήταν άλλοτε δικοί μας
    απ’ τους εφτά οι τρεις
    εσείς οι δυο που δεν πιστέψατε ακόμα
    πως ένα μπλε σακάκι
    ξεμαθαίνει ν’ αγκαλιάζει
    μόλις μείνει κρεμασμένο
    στο ντουλάπι δυο λεφτά
    κι εγώ
    που τάχα θα προτάξω
    τα χάρτινα στήθη των στίχων
    να σώσω τον Κωστή
    απ’ την ανωνυμία

    13
    Σύντροφε, κοιμάσαι;
    Ήθελα να μου πεις, ξέρεις καμιά σελίδα μαρξισμού
    που να βουλιάζουνε οι λέξεις στο χαρτί
    σαν τη σιωπή μου
    στις κόρες των ματιών της;

    17
    Μέρες χωρίς σημάδι
    μέρες που ξεγλιστράνε μέσα απ’ τα χέρια
    σαν την ομίχλη ανάμεσα σε νύχτα και ξημέρωμα
    μέρες και μέρες γειτονιά μου μια θάλασσα κλειστή.
    Πασχίζω να δεχτώ τα πρωινά
    σα να μοιράζουν δίκια το ψωμί και το κουράγιο
    σα να μπορούμε ακόμα
    να βράσουμε ξανά την κακαβιά στο ακροθαλάσσι
    Πρίμα μεσάνυχτα ως γυρνάν τα πυροφάνια και η μπουνάτσα

    18

    Το νερό που πίνουμε
    είναι γεμάτο σκόνη και σκουριά του ντενεκέ.
    Έχω το μαντίλι σου μα δε σουρώνω πια τα λόγια
    όπως κι ο φίλος Αυγουστής
    δε δίνει διάρα
    μην του χαλάσει η τσάκιση
    καθώς πασχίζει να λυγίσει το ξύλινο ποδάρι.
    Έτσι κι αλλιώς αυτό το αίμα
    δεν το πληρώνουν χρόνια λευτεριάς
    μήτε κι οι άνοιξες που αν κάποτε ξανάρθουν
    θα μου σφαντάξουν σαν χρυσές
    οδοντοστοιχίες.
    Μόνο να φτάσουν γρήγορα οι λέξεις
    κι ας φτάσουν οι στιγμές
    σαν άμμος μες τα μάτια σου
    κι ας φτάσουνε οι παύλες
    σα νευριασμένο τικ στο βλέφαρό σου.
    Φωτογραφία ελήφθη. Προτιμώ πρωτότυπον.
    Έτσι κι αλλιώς τα γράμματά μας
    σκοντάφτουν πάντα
    στις απεργίες των τριών τα
    και στη λογοκρισία

    Μούδρος 1948

    -Άρης Αλεξάνδρου

    Το γράμμα (Όταν θα λάβεις αυτό το γράμμα), Νταλάρας

    10. Τὰ Γράμματα

    Θὰ πάψω πιὰ νὰ γράφω ποιήματα
    ἔριξες τὸ χρυσό σου δαχτυλίδι μὲς στὴ
    θάλασσα
    στὴν ἀμμουδιὰ μὲ τὸ νεκρὸ κρανίο
    κι ὅλα τὰ βουλιαγμένα καράβια βγῆκαν
    στὸν ἀφρὸ
    κι ὁ καπετάνιος ζωντανὸς
    κι οἱ ναύκληροι νὰ χαμογελᾶνε
    εἶπα θὰ πάψω πιὰ νὰ γράφω ποιήματα
    καὶ στὸ παράθυρο τοῦ σπιτιοῦ μου τοῦ προγονικοῦ
    ὁ πατέρας μου καὶ ἡ μητέρα μου
    κουνᾶνε τὰ μαντήλια τους καὶ χαιρετᾶνε
    τὰ ποιήματά μου ὅμως δὲν μπόρεσαν νὰ
    τὰ διαβάσουν
    ἔχουν ξεχάσει νὰ διαβάζουν
    λένε τὸ κάπα ἄλφα καὶ τὸ δέλτα ἔψιλον
    καὶ σὺ μοῦ εἶπες ψέματα
    στὸν τόπο αὐτὸ τοῦ κόκκινου γελαστοῦ
    κρανίου μὲ ξεγέλασες
    γι᾿ αὐτὸ κι ἐγὼ σὲ γέλασα
    καὶ μὲ πιστέψατε
    κατάρα μὲ τὶς ἑφτὰ σκιὲς
    πάντα θὰ γράφω ποιήματα
    ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ, ἀπὸ τὴ συλλογή ΧΡΩΜΟΤΡΑΥΜΑΤΑ (1980)

    11. Λεπτομέρεια απ’ το γράμμα στη μητέρα

    Χαρταετοί είμαστε,
    Χαρταετοί πιασμένοι στα ηλεκτρικά σύρματα.
    Μ’ εκείνους τους κομμένους σπάγγους,
    μ’ εκείνα τα ξεσχισμένα χαρτιά,
    μ’ εκείνη την εγκατάλειψη στον άνεμο,
    μ’ εκείνη την εγκατάλειψη στον εμπαιγμό
    μ’ εκείνη την εγκατάλειψη στο τέλος.

    Ευφροσύνη Μ. Λαζάρου

    • Ευφροσύνη Μαντά- Λαζάρου on said:

      Αγαπητοί φίλοι το εξαιρετικό αυτό ποίημα «Λεπτομέρεια απ’ το γράμμα στη μητέρα» βεβαιως και ανήκει στον ποιητή Κώστα Μόντη. Μου είχε ζητηθεί σε κάποιο αφιέρωμα μιας εφημερίδας να διαλέξω και να σχολιάσω ενα ποίημα του Κώστα Μόντη κι είχα επιλέξει αυτό το απόσπασμα. Ίσως έτσι έγινε το λάθος. Πολυ σπουδαιο έργο «Γράμματα στη μητέρα» του Κ Μόντη. Κατα τα άλλα εξαιρετικη η ανθολόγηση! Χαιρετισμούς Ευφροσύνη Μαντά- Λαζάρου

  2. Ciao, Αγγελική!… Αντίθετα από σένα εγώ λίγες φορές έχω γράψει γράμματα, κυρίως κατά τη στρατιωτική μου θητεία… Όμως απ’ ότι διαπίστωσα, ψάχνοντας ποιήματα για το θέμα, πάρα πολλοί έχουν γράψει σχετικά ποιήματα…
    Ωραιότατα όλα όσα μου παρέθεσες ποιήματα και μουσικές… Grazie mille!

    -Ξεκινώ με την παράθεση των τελευταίων στίχων ενός παραδοσιακού τραγουδιού που με συγκινούν πολύ:
    «… Στο ‘πα και στο ξαναλέω
    μη μου στέλνεις γράμματα
    γιατί γράμματα δεν ξέρω
    και με πιάνουν κλάματα».

    -Επειδή ο υπολογιστής μου τ‘ «παίξει» λίγο και με δυσκολεύει, αλλά και επειδή δεν έχω πολύ χρόνο για περαιτέρω ψάξιμο περιορίζομαι σε δυο ακόμη ποιήματα του Τίτου Πατρίκιου… Στο άλλο σχόλιο, αν υπάρξει, ίσως περισσότερα.
    -Τίτος Πατρίκιος «Γράμματα μετάνοιας»
    «Οταν του ζήτησε ο στρατιώτης Ακριβόπουλος
    Γεώργιος, χωρίον Κέδρος Θεσσαλίας,
    να γράψει για λογαριασμό του
    γράμματα μετανοίας στο χωριό, τινάχτηκε.
    Κι ο στρατιώτης Ακριβόπουλος Γεώργιος,
    παλιός κατάδικος σε θάνατο, πρόωρα γερασμένος
    από έξη χρόνια στο βουνό, με τη μισή του φαμέλια
    ξεκληρισμένη, του ‘πε κλαίγοντας:
    «Εσύ θα μπόραγες να τ’ αλαφρώσεις λίγο».
    Τότε,
    πρώτη φορά κατάλαβε,
    τι σήμαινε ήττα του κινήματος.»

    -Τίτος Πατρίκιος: «Μεγάλο γράμμα»
    (απόσπασμα)
    «Πρέπει να σου μιλήσω…
    Δίχως σκιάδι στα μάτια,

    δίχως μάτια που ν’ απαντούν στον πρωινό σου χαιρετισμό,
    μέναμε όρθιοι όταν
    ο ήλιος πυρπολούσε βράχια, βλέφαρα, καρδιές,
    όταν μες στη βροχή τη νύχτα ξεκλέβαμε μια μακρυνή μουσική,
    κι όμως με το μάγουλο πάντα μες στη ζεστή σας παλάμη,
    ακόμα κι όταν την τραβούσατε μακρυά,
    ακόμα κι όταν καν δεν την απλώνατε,
    ακόμα κι όταν λέγαμε:
    Καλύτερα έτσι,
    καλύτερα!..
    Κανείς ποτέ δε μπόρεσε να μας αποστερήσει
    την παλάμη αυτή…

    Μα τώρα το καλοκαίρι μπήκε μέσα
    στο καλύβι μας.
    Ίσως να ήρθε ξαφνικά.
    Ίσως να πέρασε το φράxτη
    όταν εμείς βρισκόμαστε στο πλοίο
    και πώς να δης εκεί τα xόρτα που κιτρίνισαν…
    Όμως ήρθε…
    Οι σκιές σκληράνανε μαζί με το κριθάρι.
    Κ’ οι πέτρες κάτω στο ποτάμι καίνε.
    Δε μπορείς άλλο να ρωτάς τον άνεμο…
    Όταν γλυκαίνουν τα σταφύλια,
    το αύριο πηδάει πίσω απ’τη μάντρα τ’ αμπελιού και φεύγει.
    Οι σκιές σκληράνανε.
    Οι λέξεις τεντώσανε και τρίζουν.
    Απαιτούν να ειπωθούν…

    Θα σου μιλήσω μπροστά στο πέλαγος
    κ’ η φωνή μου θα σε φτάση…

    …Αλήθεια, έχεις σκεφτή ποτέ,
    τι ‘ναι για μας αυτή η μακρυνή ομιλία;

    Φυσικά, δεν ξέρεις το πόσο σ’ αγαπώ.
    Ίσως καμμιά φορά να συλλογιέσαι:
    …Μα ναι.., Θάπρεπε!..
    Ίσως καμμιά φορά να λες..-
    μα τι να λες;..
    Ένα κλωνί της σκέψης σου δεν μπορώ να πιάσω…
    Οι καθημερινές φροντίδες, λέει…
    Η ζωή με τις απαιτήσεις της, λέει…
    Άλλωστε δεν είναι εκείνη που φαντάζεσαι…
    Μα ποιος είπε πως εγώ φαντάζομαι;
    Εγώ ξ έ ρ ω!..»
    (Τίτος Πατρίκιος, Λυσιμελής πόθος, Καστανιώτης)

  3. Νόμιζα πως, με κάποιον τρόπο, είχα εξαντλήσει το θέμα, Γιάννη, αλλά μου ήρθαν φλασιά τα εξής:

    Ο ταχυδρόμος πέθανε – Σαββίνα Γιαννάτου – Πλάτωνος

    Γράμμα τοῦ Μαθιοῦ Πασκάλη

    Οἱ οὐρανοξύστες τῆς Νέας Ὑόρκης δὲ θὰ γνωρίσουν ποτὲ τὴ δροσούλα ποὺ κατεβαίνει στὴν Κηφισιά
    μὰ οἱ δυὸ καμινάδες ποὺ μ᾿ ἄρεσαν στὴν ξενιτιὰ πίσω ἀπ᾿ τὰ κέδρα, γυρίζουν πάλι σὰ βλέπω τὰ
    δυὸ κυπαρίσσια πάνω ἀπὸ τὴ γνώριμή σου τὴν ἐκκλησία
    ποὺ ἔχει τοὺς κολασμένους ζωγραφιστοὺς νὰ τυραννιοῦνται μὲς στὴ φωτιὰ καὶ στὴν ἀθάλη.
    Βερίνα μᾶς ἐρήμωσε ἡ ζωὴ κι οἱ ἀττικοὶ οὐρανοὶ κι οἱ διανοούμενοι ποὺ σκαρφαλώνουν στὸ ἴδιο
    τους κεφάλι
    καὶ τὰ τοπία ποὺ κατάντησαν νὰ παίρνουν πόζες ἀπὸ τὴν ξεραΐλα κι ἀπὸ τὴν πεῖνα
    σὰν τοὺς νέους ποὺ ξόδεψαν ὅλη τους τὴν ψυχὴ γιὰ νὰ φορέσουν ἕνα μονογυάλι
    σὰν τὶς κοπέλες ἡλιοτρόπια ρουφώντας τὴν κορφή τους γιὰ νὰ γίνουν κρίνα.

    ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

    Jason Donovan – Sealed With A Kiss

    ΕΡΩΤΙΚΟ ΓΡΑΜΜΑ

    Δεν είναι εύκολο να εκφράσω την αλλαγή που επέφερες.
    Αν είμαι τώρα ζωντανή, ήμουν νεκρή τότε,
    Αν και, όπως μια πέτρα , αυτό δεν μ` ενοχλούσε,
    Να μένω στη θέση μου ακολουθώντας τη συνήθεια
    Δεν είναι ότι μ` έσπρωξες απλά μια ίντσα, όχι—
    Ούτε ότι μ` άφησες να στυλώσω το μικρό γυμνό μάτι μου
    Στον ουρανό ξανά, χωρίς ελπίδα, φυσικά,
    Κατανόησης της κυανότητας , ή των αστεριών

    Δεν ήταν αυτό. Ας πούμε πως κοιμήθηκα : ένα φίδι
    Κρυμμένο ανάμεσα σε μαύρους βράχους σαν μαύρος βράχος
    Στον λευκό υατό του χειμώνα—
    Όπως οι γείτονές μου, δε μπορώ να χαρώ
    Με τα εκατομμύρια τέλεια σμιλευμένα
    Μάγουλα που ανάβουν κάθε στιγμή για να λειώσουν
    Το μάγουλό μου από βασάλτη. Τους πήραν τα κλάμματα,
    Άγγελοι θρηνούντες πάνω από φύσεις βουβές,
    Αλλά δε με έπεισαν. Εκείνα τα δάκρυα πάγωσαν.
    Κάθε νεκρό κεφάλι είχε ένα προσωπείο πάγου.

    Και συνέχισα να κοιμάμαι σαν λυγισμένο δάχτυλο.
    Το πρώτο πράγμα που είδα ήταν καθαρός αέρας
    Και οι εγκλωβισμένες σταγόνες που ανέβαιναν ως πάχνη
    Διαφανείς σαν πνεύματα. Πολλές πέτρες κείτονταν
    Πυκνές και ανέκφραστες ένα γύρω.
    Δεν ήξερα τι να υποθέσω.
    Έλαμπα, με γυάλινα – λέπια, και ξεδιπλώθηκα
    Να εκρεύσω απ` τον εαυτό μου , σαν υγρό
    Ανάμεσα από πόδια πτηνών και φυτών μίσχους.
    Δεν ξεγελάστηκα .Σε γνώρισα αμέσως.

    Δέντρο και πέτρα έλαμπαν, δίχως σκιές.
    Το ανάστημά μου έγινε διαυγές σαν γυαλί.
    Άρχισα να μπουμπουκιάζω σαν Μαρτιάτικο κλαδί:
    Ένα μπράτσο κι ένα πόδι, ένα μπράτσο , ένα πόδι.
    Από πέτρα σε σύννεφο, έτσι ανυψώθηκα.
    Τώρα μοιάζω με ένα είδος θεότητας
    Πλέοντας στον αέρα μες την καμιζόλα της ψυχής μου
    Καθαρή σαν ένα θραύσμα πάγου. Είναι ένα δώρο.

    SYLVIA PLATH, Μετ. Κατερίνα Ηλιοπούλου, Ελένη Ηλιοπούλου,

    Metronomy – Love Letters

    Γράμμα σε έναν νέο ποιητή -Quotes

    1. “Ποτέ μη νομίσεις πως η περίπτωσή σου είναι μοναδική, πώς βρίσκεσαι σε χειρότερη θέση από οποιονδήποτε άλλον.”

    2. “Στον βυθό του νου σου, λοιπόν, ο ρυθμός χτυπάει ασταμάτητα – αυτό δεν είναι που σε κάνει ποιητή; Μερικές φορές φαίνεται να εξασθενεί και να σβήνει εντελώς• σε αφήνει να φας, να κοιμηθείς, να μιλάς σαν κανονικός άνθρωπος. Ύστερα πάλι δυναμώνει και σηκώνεται σαν κύμα και πάει να παρασύρει ό,τι έχεις στο μυαλό σου σε έναν κυρίαρχο χορευτικό ρυθμό.”

    3. “Αν θες λοιπόν να ικανοποιήσεις όλες εκείνες τις αισθήσεις που μαζεύονται σαν σμάρι όποτε ρίξεις ένα ποίημα ανάμεσά τους -λογική, φαντασία, μάτια, αυτιά, παλάμες, πατούσες, και μυριάδες άλλες που οι ψυχολόγοι δεν τις έχουν ακόμη ονομάσει- καλά θα κάνεις να γράψεις ένα εκτενές ποίημα όπου πολλοί άνθρωποι, χαρακτήρες όσο το δυνατόν πιο διαφορετικοί από σένα, μιλάνε δυνατά και άφοβα.”

    4. Και προς θεού μη δημοσιεύσεις τίποτα πριν τα τριάντα.”

    5. “Και, για τ’ όνομα του Θεού, μη δημοσιεύσεις τίποτα πριν τα τριάντα.”

    7. “Γράψε, λοιπόν, τώρα που είσαι νέος, όσες ανοησίες θες. Έσο αφελής, χαζός, ρομαντικός• μιμήσου τον Σέλλεϋ, τον Σάμιουελ Σμάιλς• άσε ελεύθερο κάθε σου απωθημένο• κάνε όλα τα δυνατά λάθη, γραμματικά, συντακτικά, υφολογικά, αισθητικά• βγάλ’ τα όλα έξω• πάρε την κατηφόρα• βάλε τον θυμό, την αγάπη, τη σάτιρα σε οποιεσδήποτε λέξεις μπορείς ν’ αρπάξεις, να βιάσεις, να επινοήσεις, σε οποιοδήποτε μέτρο, πεζό, ποίηση – όποια μπούρδα θες. Έτσι θα μάθεις να γράφεις.”

    Virginia Woolf, Γράμμα σε έναν νέο ποιητή

    Μ.ΛΙΝΤΑ-Μ.ΧΙΩΤΗΣ-ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΜΟΥ ΣΤΕΛΝΕΙΣ

  4. Ciao Aggeliki!!!… Καλή εβδομάδα!…. Grazie molto!!!…

    -Νικηφόρος Βρεττάκος:
    «… Κάθισα σήμερα να γράψω ένα γράμμα.
    Όμως όλες μου οι λέξεις
    έγραφαν «ήλιος». Μήπως θα πρέπει
    ν’ αλλάξω γραφή;…»
    (Απόσπασμα από το ποίημα «Παραίτηση από το αλφάβητο»).

    –Ένα ποίημα του Ναζίμ Χικμέτ σε απόδοση Γιάννη Ρίτσου,
    από τα «Γράμματα στην Αγαπημένη»:

    «Ο άνεμος κυλάει και φεύγει
    ο ίδιος άνεμος ποτέ δε σαλεύει δυο φορές
    το ίδιο κλαδί της κερασιάς

    Τα πουλιά τραγουδάνε στα δέντρα
    είναι φτερά που θέλουν να πετάξουν

    Δω πέρα η πόρτα είναι κλεισμένη
    πρέπει να τηνε ρίξω
    πρέπει να σε δω αγαπημένη μου

    Α, να ‘ναι ωραία η ζωή όπως εσύ
    α, να ‘ναι φίλη αγαπημένη, όπως εσύ

    Το ξέρω – ακόμα δεν τελείωσε
    της δυστυχίας το συμπόσιο
    μα θα τελειώσει…»

    -Μενέλαος Λουντέμης, «Είμαι καλά»

    «Είμαι καλά, Μητερούλα… αυγή μου…
    Σπεύδω να καλοπιάσω τον φόβο σου. Είμαι καλά.
    Κάθομαι κάτω απ’ τον ίσκιο της λύπης μου,
    κι αφήνω την πένα μου να κλάψει…
    Μάνα…
    Τρεμούλα των χεριών…

    Χρόνια που ξεφεύγετε απ’ την μπόλια…
    Στεναγμέ που μετράς τον μισεμό μου…
    Είμαι καλά.

    «Πρώτον, Σεβαστή μου…»
    «Πρώτον έρχομαι να ερωτήσω…» Και δεν ρωτώ τίποτα.

    Εδώ δεν ρωτούν. Όλοι «Είναι καλά…»
    Κι ας ανεμίζονται οι κρεμάλες πάνω απ’ τα κεφάλια τους.
    Κι ας τρώει τα πόδια τους η ύαινα, η πίσσα.
    Είμαι καλά.

    «Πρώτον, Μητερούλα… Υγείαν έχω»
    Και το στήθος μου φωνάζει σαν πρόβατο βραχνό.
    Κι ο ραβδιστής μετράει την ώρα στα πλευρά μου.
    «Πρώτον, Μητερούλα…» Μα συγχώρα με και σήμερα.
    Συγχώρα με και σήμερα που δεν θα μάθεις την αλήθεια.

    Η αλήθεια γέρασε και δεν ταξιδεύει.
    Δεν περνά τη θάλασσα.
    Η αλήθεια, Μανούλα, είναι βόλι. Και δεν θα την πω.
    «Είμαι καλά».

    Σήμερα κλείνω τα χίλια γράμματα. Μα ξέρω…
    Πως έχεις χρόνους να πάρεις μήνυμά μου.
    Μα συχώρα με. Συχώρα με, Μητέρα.
    Για τα χίλια μονότονα «Είμαι καλά»
    Τα χίλια μονότονα ψέματά μου.

    Πήρα ξανά για να σου γράψω.
    Έχω την κάρτα μου στα γόνατα.
    Και τη χαϊδεύω σαν περίλυπο πουλί!
    Το χέρι πια το γράφει μοναχό του
    το μικρό, πικρό του μάθημα:
    «Είμαι καλά».

    Ξέρω, αχ, Μητερούλα…
    Ξέρω πως σου στέλνω κάθε μέρα
    την ταχτική δόση της πίκρας μου. Ξέρω
    πως τη χαϊδεύεις τούτη την ψευτιά μου…
    Πως τη ραίνεις με δάκρυα και παραμιλάς. Ξέρω.
    Μα δεν κάνει φτερά άλλη λέξη από ‘δω…
    «Είμαι καλά».

    Μπορείς, ακριβή μου, να τη διαβάσεις και δίχως φως.
    Δεν είναι καν ανάγκη να τη διαβάσεις.
    Φτάνει μόνο να ‘ρθει, να ακουστεί στην εξώπορτα…
    η φωνή του ταχυδρόμου.
    Τότε, Μανούλα, μπορεί και να μην είμαι καλά.
    Μα εσύ να πιστέψεις τη γραφή μου»
    «Είμαι καλά».

    Είμαι καλά… Αφού μπορώ και σέρνω το μολύβι.
    Είμαι καλά… Αφού μπορώ και το ψελλίζω.
    Είμαι καλά… Αφού αραδιάζω στο χαρτί,
    «Είμαι καλά».

    Αχ, να μπορούσα να ‘χα έναν ουρανό
    γεμάτο από ψεύτικα τέτοια πουλιά.
    Και να τα ‘χυνα στο διάστημα…
    Για να ‘ρχονται – κι όταν εγώ δεν θ’ ανασαίνω.
    Να ‘ρχονται και να ραμφίζουν το τζάμι του σπιτιού μας.
    (Αυτό που κοιτάζει κατά τη θάλασσα)
    Και να κελαηδούνε. Να κελαηδούνε σμήνη τις ψευτιές:
    «Είμαι καλά».»

    -Ψάχνοντας στη βιβλιοθήκη μου βρήκα και το παρακάτω από τη συλλογή «Σύγχρονοι Αμερικάνοι ποιητές»…

    -Donald Justice, «Ένα γράμμα»

    «Γράφεις ότι είσαι άρρωστη, σε σύγχυση. Τα δέντρα
    έξω απ’ το παράθυρο της κάμαρας που σου ‘δωσαν
    είναι βρεγμένα με δάκρυα κάθε πρωί όταν σε ξυπνούν
    για να βγεις απ’ έναν ύπνο που ποτέ τελείως δεν έπεσες,
    αφού έχεις κάποιο όνειρο κίνησης στους δρόμους του μυαλού σου

    που σταματάει και ξαναρχίζει και πάει και δε σταματάει
    καμιά φορά όλη νύχτα, όλη μέρα. Η αυτοκινητοπομπή
    ξετυλίγεται μπροστά σου σαν κηδεία
    κάποιου διάσημου που ‘χεις μαζί του κοιμηθεί, μια δυο φορές.
    (Νέα κρίση δακρύων υγραίνει τα φύλλα, τη σελίδα).

    θα εκθέσεις τις πληγές σου, θα κατεβάσεις την μπλούζα
    θ’ ανοιχτείς ολόκληρη στο νεαρό γιατρό
    που ‘χει τη δύναμη να δίνει συνταγές, άδειες
    που μοιάζει να του αρέσεις… Κι έτσι περνάς
    μέσα στην πόλη ξανά πάλι, ανάμεσα μας,

    βιαστικά προσπερνάς τα υγρά δέντρα κάποιου πάρκου
    προς τη γνωστή διασταύρωση όπου
    ένα φανάρι σε προειδοποιεί να μην περάσεις
    να περιμένεις, όπως πριν, μόνη… μα ξαφνικά
    δέκα χρόνια πιο μεγάλη, ημερωμένη τώρα, λιγότερο τρελή,
    λιγότερο ωραία.»
    (Από το βιβλίο Σύγχρονοι Αμερικανοί Ποιητές
    εκδ. ύψιλον, 1983, μτφ: Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ)

  5. Μια ερωτική επιστολή

    Όλα όσα από σένα θα ήθελα
    είναι τόσο λίγα κατά βάθος
    γιατί κατά βάθος είναι όλα,

    σαν ένας σκύλος που περνά, ένας λόφος,
    αυτά τα πράγματα του τίποτα, καθημερινά,
    στάχυ και μαλλιά και δυο κύβοι ζάχαρη,
    η μυρωδιά του κορμιού σου,
    αυτό που λες για οποιοδήποτε πράγμα,
    μαζί μου ή εναντίον μου,

    όλα αυτά είναι τόσο λίγα,
    τα θέλω από σένα γιατί σε θέλω.

    Να κοιτάζεις πιο πέρα από μένα
    να μ’ αγαπάς με βίαιη πρόβλεψη
    του αύριο, η κραυγή
    της παράδοσής σου να σκάει
    στο πρόσωπο ενός διευθυντή γραφείου,

    και η ηδονή που μαζί ανακαλύπτουμε
    να είναι ένα ακόμη σύμβολο ελευθερίας.

    Χούλιο Κορτάσαρ, μετ. Βασίλης Λαλιώτης

  6. Grazie, Aggeliki!!!… Όσο ψάχνεις όλο και κάτι όμορφο βρίσκεις, να ‘σαι πάνατα καλά!

    – Ρ. Μ. Ρίλκε, «Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή» (Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης)
    Εισαγωγή
    Τα «Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή» πρωτοφάνηκαν στα 1929 με τον τίτλο « briefe an einen jungen Dichter ». Ήταν δέκα γράμματα, που ο Rainer Maria Rilke είχε στείλει απ’ τα 1903 ως τα 1908 σ’ έναν άγνωστό του νέο, τον Franz Xaver Kappus , μαθητή της Στρατιωτικής Σχολής κι αργότερα ανθυπολοχαγό του αυτοκρατορικού στρατού της Αυστροουγγαρίας.
    Όπως ο ποιητής του «Βιβλίου των Ωρών», έτσι και ο Franz Xaver Kappus παράτησε σύντομα το στρατιωτικό στάδιο κι αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία.
    Τα δέκα τούτα γράμματα δίνουν μια σύντομη, αλλά ουσιαστική, εικόνα της «Ποιητικής» του Ρίλκε και, προπάντων, της καλλιτεχνικής «Ηθικής» του.

    Παρίσι, 17 Φλεβάρη 1903
    Φίλε Κύριε,
    Εδώ και λίγες ημέρες πήρα το γράμμα σας. Θέλω να σας ευχαριστήσω για τη μεγάλη και πολύτιμη, για μένα, εμπιστοσύνη που μου δείχνετε. Δε μπορώ όμως να κάνω τίποτα περισσότερο. Δε μπορώ να μπω στην τεχνική των στίχων σας: κάθε είδους κριτική βλέψη είναι κάτι τόσο ξένο από μένα…Η κριτική είναι το χειρότερο μέσο για ν’ αγγίξεις ένα έργο τέχνης: καταντάει πάντα σε πετυχημένες, λίγο ή πολύ παρανοήσεις. Δε μπορούμε όλα να τα συλλάβουμε και να τα εκφράσουμε –όσο κι αν θέλουν πολλοί να μας πείσουν για το αντίθετο. Τα περισσότερα απ’ όσα μας συμβαίνουν, δε μπορούμε να τα εκφράσουμε, ξετυλίγονται μέσα σε μια σφαίρα, που ποτέ καμιά λέξη δεν την καταπάτησε. Κι απ’ όλα πιο αδύνατο είναι να εκφράσουμε τα έργα της τέχνης, τις μυστηριακές αυτές υπάρξεις, που η ζωή τους δε γνωρίζει τέλος, καθώς πορεύεται πλάι στη δική μας, την περαστική, την πρόσκαιρη ζωή.
    Πρέπει, έπειτ’ από τούτη την παρατήρηση, να προσθέσω ακόμα πως οι στίχοι σας δεν έχουν δική τους ατομική έκφραση, κι ωστόσο βρίσκω μέσα κει, δειλό κι αβλάστητο ακόμα, το έμβρυο μιας προσωπικότητας. Τόνιωσα αυτό εντονότερα στο τελευταίο σας ποίημα: Η ψυχή μου . Εκεί, κάτι Δικό σας γυρεύει να βρει έκφραση και μορφή. Και μέσ’ από τ’ όμορφο ποίημά σας στο Leiopardi , αναδίδεται μια κάποια συγγένεια μ’ εκείνον το Μεγάλο Ερημίτη. Ωστόσο, τα ποιήματά σας δεν έχουν δική τους υπόσταση, δεν έχουν αυθυπαρξία- ούτε καν το τελευταίο, ούτε καν το ποίημα το Leopardi . Το γράμμα σας που τα συντρόφευε, δεν παρέλειψε να μου εξηγήσει μια κάποιαν ατελειά τους, που την ένιωσα διαβαζοντάς τα χωρίς όμως και να μπορώ να της δώσω ένα όνομα.
    Ρωτάτε αν είναι καλοί οι στίχοι σας. Ρωτάτε εμέναν. Ρωτήσατε, βέβαια, κι άλλους πριν. Τους στέλνετε στα περιοδικά. Τους συγκρίνετε μ’ άλλα ποιήματα, αναστατωνόσαστε όταν κάποιοι αρχισυντάχτες σας γυρνάνε πίσω τα ποιητικά σας δοκίμια. Από δω κι εμπρός (μια και μου επιτρέψατε να σας δίνω συμβουλές) σας παρακαλώ να τ’ απαρνηθείτε όλ’ αυτά. Η ματιά σας είναι γυρισμένη προς τα έξω ? αυτό, προπάντων, δεν πρέπει να κάνετε τώρα πια. Κανένας δε μπορεί να σας συμβουλέψει ή να σας βοηθήσει, κανένας. Ένας μονάχα δρόμος υπάρχει: Βυθιστείτε μέσα στον εαυτό σας, αναζητείστε την αιτία που σας αναγκάζει να γράφετε, δοκιμάστε αν οι ρίζες της φυτρώνουν απ’ τις πιο βαθιές γωνιές της καρδιάς σας. Εξομολογηθείτε στον εαυτό σας: Θα πεθαίνατε τάχα αν σας απαγόρευαν να γράφετε; Τούτο, πρώτ’ απ’ όλα: αναρωτηθείτε, την πιο σιγηλή ώρα της νύχτας σας: «Πρέπει να γράφω;» Σκαλίστε βαθιά μέσα σας, να βρείτε την απόκριση. Κι αν η απόκριση τούτη αντηχήσει καταφατικά, αν απέναντι στο βαθυσήμαντο τούτο ερώτημα μπορείτε να υψώσετε ένα στέριο κι απλό: «Πρέπει», τότε πλάσετε τη ζωή σας σύμφωνα μ’ αυτή την ανάγκη. Η ζωή σας, ακόμα και στην πιο αδιάφορη, την πιο άδεια ώρα της, πρέπει να γίνει σημάδι και μάρτυρας αυτής της ορμής. Ζυγώστε, τότε, τη φύση. Πασχίστε, τότε, να πείτε, σαν νάσαστε ο πρώτος άνθρωπος πάνω στη γη, τι βλέπετε, τί ζείτε, τί αγαπάτε, τί χάνετε.
    Μη γράφετε ερωτικά τραγούδια. Αποφύγετε πρώτ’ απ’ όλα τούτα τα πολύ τρεχούμενα και συνηθισμένα θέματα: είναι τα πιο δύσκολα κι ο ποιητής πρέπει να φτάσει σ’ όλη την τρανή ωριμότητα της δύναμής του για να μπορέσει να δώσει κάτι δικό του, εκεί όπου σίγουρη και λαμπερή – κάποιες φορές- η παράδοση παρουσίασε τόσην αφθονία. Μακριά απ’ τα μεγάλα γενικά θέματα, σκύψετε σε κείνα που σας προσφέρει η καθημερινότητα. Ιστορείστε τις θλίψεις και τους πόνους σας, τους φευγαλέους στοχασμούς σας, την πίστη σας σε κάποιαν ομορφιά- ιστορείστε τα όλα τούτα με βαθιά, γαλήνια, ταπεινή ειλικρίνεια, και μεταχειριστείτε, για να εκφραστείτε, τα πράματα που σας περιτριγυρίζουν, τις εικόνες των ονείρων σας και τις πηγές των αναμνήσεών σας. Αν ίσως η καθημερινότητά σας, σας φαίνεται φτωχή, μην την καταφρονήσετε. Καταφρονείστε τον ίδιο τον εαυτό σας, που δεν είναι αρκετά ποιητής και δε μπορεί να καλέσει κοντά του τα πλούτη της. Για το δημιουργό, δεν υπάρχει φτώχια, ούτε φτωχοί κι αδιάφοροι τόποι. Και μέσα σε φυλακή ακόμα αν ήσαστε κλεισμένος, κι οι τοίχοι της δεν αφήνανε τους ήχους του κόσμου να φτάσουν ως εσάς, δεν θα σας έμεναν, ωστόσο, αμόλευτα μέσα σας, τα παιδικά σας χρόνια, ο ακριβός, βασιλικός τούτος πλούτος, ο θησαυρός αυτός των αναμνήσεων; Γυρίστε κατά κει το νου σας. Πασχίστε ν’ ανασύρετε, απ’ το βυθό αυτών των περασμένων τις βουλιαγμένες εντυπώσεις. Η προσωπικότητά σας θα δυναμωθεί, η μοναξιά σας δε θάναι πια άδεια και θα σας γίνει ένα καταφύγιο ονείρου, όπου κανένας θόρυβος απ’ έξω δε θα φτάνει.
    Κι αν από τούτη την επιστροφή στον εαυτό σας, από τούτη την καταβύθιση στον δικό σας κόσμο, στίχοι ξεπηδήσουν, δε θα σκεφτείτε να ρωτήσετε τους άλλους αν είναι καλοί στίχοι. Κι ούτε θ’ αποζητήσετε να ενδιαφερθούν τα περιοδικά γι’ αυτούς: οι στίχοι σας δε θάναι, για σας, παρά ένα αγαπημένο φυσικό σας χάρισμα, ένα κομμάτι κι ένας φθόγγος από τη ζωή σας. Ένα έργο τέχνης είναι άξιο μόνο σαν ξεπηδάει από μιαν ανάγκη. Για να το κρίνεις, πρέπει να δεις ποια είν’ η πηγή του. Γι’ αυτό φίλε Κύριε, δε μπορώ να σας δώσω παρά τούτη μόνο τη συμβουλή:
    Βυθιστείτε στον εαυτό σας, ψάξτε στα βάθη, απ’ όπου πηγάζει η ζωή σας. Εκεί θα βρείτε την απόκριση στο ρώτημα: πρέπει να δημιουργείτε; δεχτείτε την όπως θ’ αντηχήσει, χωρίς να γυρέψετε το νόημά της. Ίσως βγει πως η Τέχνη σας καλεί. Τότε, αγκαλιάστε αυτή τη μοίρα, κρατήστε την για πάντα απάνω σας, μ’ όλο το βάρος και το μεγαλείο της, χωρίς ποτέ ν’ αποζητήσετε καμιάν αμοιβή απ’ έξω.
    Γιατί ο δημιουργός πρέπει νάναι ολόκληρος ένας κόσμος για τον εαυτό του, να βρίσκει τα πάντα στον εαυτό του και στη φύση, που μαζί της είναι δεμένος.
    Μπορεί όμως, έπειτ’ απ’ αυτή την «κάθοδο» μέσα στον εαυτό σας και στον εντός σας «ερημίτη», να πρέπει ν’ απαρνηθείτε τη μοίρα του ποιητή. (Φτάνει, όπως σας είπα, να νιώσει κανένας πως μπορεί να ζήσει και χωρίς να γράφει- κι ευθύς το γράψιμο του είναι απαγορευμένο). Μα και τότε ακόμα, αυτή η αυτοσυγκέντρωση, που σας ζητώ, δε θάχει σταθεί μάταιη. Η ζωή σας θα βρει, δίχως άλλο, μεσ’ από κει, τους δικούς της δρόμους ? κι εύχομαι, περισσότερο απ’ όσο δύνονται τα λόγια μου να σας πουν, οι δρόμοι σας τούτοι νάναι άξιοι, πλατιοί κι ευτυχισμένοι.
    Τί άλλο μπορώ να πω; Νομίζω πως τόνισα ό,τι έπρεπε. Κι ακόμα μια φορά, ένα θέλω να σας συμβουλέψω: ν’ αναπτυχθείτε, γαλήνια και σοβαρά, σύμφωνα με το δικό σας νόμο. Θα συνταράζατε, όσο γίνεται πιο βίαια κι ολέθρια, την εξέλιξή σας, αν στρέφετε τη ματιά σας προς τα έξω κι αν προσμένατε απ’ έξω απόκριση σε ρωτήματα, όπου μόνο το πιο βαθύ αίσθημά σας, στην πιο χαμηλόφωνη ώρα σας, μπορεί ίσως ν’ αποκριθεί .
    Με χαρά μου βρήκα το όνομα του καθηγητή Horacek στο γράμμα σας. Διατηρώ πάντα, από τα χρόνια κείνα, βαθύ σεβασμό κι ευγνωμοσύνη για τον αγαπητόν αυτό σοφό. Θα είχατε την καλοσύνη να του το πείτε; Είναι τόσο καλός που με θυμάται ακόμα, και του χρωστώ χάρη γι’ αυτό.
    Σας στέλνω πίσω τους στίχους, που φιλικά μου εμπιστευτήκατε. Και σας ευχαριστώ, άλλη μια φορά, για τη μεγάλη κι εγκάρδια εμπιστοσύνη σας. Προσπάθησα, στην ανυπόκριτη τούτη απάντησή μου, γραμμένη όσο δυνόμουν καλύτερα, να φανώ της εμπιστοσύνης αυτής κάπως περισσότερο άξιος απ’ ό,τι πραγματικά είμαι, ο ξένος εγώ.
    Μ’ αφοσίωση και συμπάθεια
    Rainer Maria Rilke

    -Νίκος Καββαδίας, «Επιλογή στίχων από τα 82 γράμματα νοσταλγίας και σαρκασμού»:

    «Γύρω σφυρίζουν, κλαίνε θα μπορούσε να πει κανείς, τα καραβοφάναρα…»

    «Ξέρω πόσο σας έχω βασανίσει. Θα προσπαθήσω στο μέλλον να σας κάμω να ξεχάσετε όλοι σας , περισσότερο εσύ, τα κακά που σας έχω κάμει!».

    «Οι μέρες περνάνε μονότονες, πότε σκοπός, πότε θαλαμοφύλακας η φρουρά».

    «Προχθές είχα ένα γράμμα σου από τις 29 Δεκεμβρίου κι ένα τις 2 Ιανουαρίου. Με το χθεσινό ταχυδρομείο δεν είχα. Και ζηλεύω τους άλλους που έχουν».

    «Εκτός από σας δε θυμάμαι κανέναν -εκτός από τον Καραβία-και δε θέλω να θυμάμαι κανέναν».

    «Είμαι δειλός και δεμένος με τα πράγματα και τους ανθρώπους μου περισσότερο απ ΄όλους σας».

    «Νοσταλγώ τη στεριά γιατί την κατοικείται… Δεν αλλάζω με τίποτε τη θάλασσα και την τρικυμία της».

    «Τον κάθε τόπο τον αγάπησα πάντα για τη μυρωδιά του».

    «Η κάμαρά μου βουίζει. Ιουδήθ… είσαι δίπλα μου… Χθες τη νύχτα σε αγάπησα για μιαν ώρα. Τώρα φύγε. Πάρε μαζί και τα μυρωδικά της φυλής σου…»

  7. Τ Ο Γ Ρ Α Μ Μ Α

    Εδώ και κάμποσο καιρό, γράφω και ξαναγράφω ένα γράμμα που ο παραλήπτης είναι η μητέρα τον φόβων μου, προσπαθώ με δάκρυα και γέλια να της εξομολογηθώ την καθημερινή μου ζωή και να, ήρθε η ώρα, το πήρα απόφαση, θα της γράψω για τους δρόμους που δεν πέρασα, για κείνη την βροχή που δεν δρόσισε την αυλή των ματιών μου, θα της πω για τα όνειρα που μεγαλώνουν, που μεγαλώνουν και φωτίζουν το ταβάνι μου, για τις σκιές πέρα από τα παράθυρα που ’ναι στα κάγκελα αραγμένες και παίζουν σκάκι στα πλακάκια, θα της γράψω πώς τρέμουν τα χέρια μου κάθε φορά που πάω να υπογράψω μια σύμβαση για δουλειά, πόσο αβέβαιος νιώθω από την στιγμή που έφυγες για το καινούριο σου λιμάνι, ότι τα σύννεφα πολλές φορές μοιάζουν σαν αληθινά, θα της γράψω ότι σ’ αυτόν τον τόπο που ζω ακόμα κι η θλίψη μου κλαίει, πως την νύχτα τα ρολόγια σταματούν το τικ τακ και ξεκινούν σαν μπάντα του δρόμου να παίζουν μουσική στο ρυθμό της καρδιάς μου, ναι επιτέλους πήρα το θάρρος να της γράψω, να της το ταχυδρομήσω αλλά φοβάμαι, πολύ το φοβάμαι, πως το γράμμα θα έρθει σε μένα.

    Α ν δ ρ έ α ς Τ σ ι ά κ ο ς, Από τη συλλογή Ασκήσεις Αναπνοής

  8. Πολύ καλό!!!… Ευχαριστώ, Αγγελική!… Αν «πετύχεις» και κάτι άλλο, εδώ είμαστε πάλι!

    -Το σάουντρακ από την περίφημη ταινία “Il postino” (Ο ταχυδρόμος)…

    «…Κι εσύ περιμένεις ένα γράμμα που δεν έρχεται
    Μια μακρινή φωνή γυρνά στη μνήμη σου και σβήνει
    Κι ένας καθρέφτης μετρά σκυθρωπός τη μορφή σου
    Τη χαμένη μας άγνοια, τα χαμένα φτερά.»
    (Μ. Αναγνωστάκης)

    -Γιάννης Ευθυμιάδης: δυο αποσπάσματα από τη συλλογή, «Γράμματα στον πρίγκιπα»:

    «…Tα ήξερα όλα και τα ξέχασα. Τα ήξερα όλα
    και τα γδύθηκα, για να ντυθώ την καθαρότητά σου, πρίγκιπά μου.
    Γιατί το ξύλο, το φύλλο και ο άνεμος δεν θέλουν όνομα για να τα πω,
    δεν θέλουν γνώση να τα καταλάβω. Εγώ, ο αγνώς, θα γίνω ξύλο
    κι εγώ φύλλο,
    εγώ άνεμος,
    σπέρνω, φυτρώνω, θάλλω, εξατμίζομαι,
    γυμνός μέσα στο σύμπαν διαστέλλομαι,
    ώσπου ν’ αγγίξω τα κρυφά του όρια, να τα τεντώσω.
    Εκεί, σ’ αυτό το σύνορο είναι που εγώ σε συναντώ,
    εκεί που σε γνωρίζω κι εκεί που σε ενώνομαι.
    Ύστερα πια μπερδεύω αν πρέπει να μιλώ με το εγώ, με το εσύ
    ή δίχως τίποτα,
    αφού πια τίποτα δεν μένει ανάμεσά μας.
    Η ένωσή μας μόνο για τους μύστες.
    * * *
    Έξαφνα
    τα μαλλιά σου μάκρυναν, τα δάχτυλά σου μάκρυναν, τα λόγια έμειναν στο χώμα.
    Για σένα τίποτα δεν τελειώνει εκεί, στην πολιτεία των αγγέλων και των κριτών.
    Τώρα μια μια οι λέξεις σου θα πέφτουν καταστερισμοί σε σκοτεινό στερέωμα. Τώρα
    δικαιοσύνη. Διέγραψες ολόκληρο τον κύκλο. Έψαξες το παιδί και το συνάντησες,
    ξανάγινες εκείνο το παιδί κι αναστηθήκατε μαζί. Την ώρα της πιο βέβαιης θλίψης
    επέμενες να ζωγραφίζεις αλλεπάλληλα δοξαστικά ωμέγα.
    Ο πρίγκιπας που υπήρξες μέσα σε λάσπη και σε καλοκαιρινή βροχή
    δεν μόχθησε παρά να τινάζει τα χώματα απ’ τα καθαρά του χέρια,
    για να μπορεί να σκουπίζει το μέτωπό του,
    να τρίβει τα μάτια του μπροστά στην έκπληξη.
    Και μη φοβάσαι. Η έκπληξη σε διάλεξε.
    Το όνειρό σου είναι η πραγματικότητα που όλοι, έστω για μια φορά, ποθήσαμε.»

  9. Από τον Ευθυμιάδη ο συνειρμός με πήγε στο Γιάννη Ευσταθιάδη, το γνωστό Απίκιο, που έγραψε τη σπαρακτική συλλογή «Γραμμένα φιλιά» για τον πρόωρα χαμένο γιο του.

    Γραμμένα φιλιά

    «Κι αν πάθω αλτσχάιμερ και σε ξεχάσω;
    Αν η γεροντική άνοια μου πάρει τα λογικά και δεν σ’ αναγνωρίζω;
    Αν, παραπληγικός, δεν μπορώ να κρατώ στα δάχτυλα τις φωτογραφίες σου;
    Αν χάσω για πάντα τον ύπνο μου και δεν μπορώ να σε ξαναβρίσκω στα εφήμερα
    ενύπνια;
    Αν χάσω την ακοή και δεν μπορώ να σε συναντώ στις κοινόχρηστές μας μουσικές;
    Αν τυφλωθώ και δεν σε βλέπω απέναντί μου;
    Αν ακρωτηριαστώ και δεν μπορώ να σε χαϊδεύω;
    Αν χάσω τα πόδια μου και δεν μπορώ να βαδίζω χιλιόμετρα μες στο δωμάτιό σου;
    Και πιο πολύ αν τίποτα απ όλα αυτά δεν συμβεί, αν συνηθίσω την απουσία σου, αν
    λησμονήσω, αν ζω και ψευτοζώ χωρίς εσένα, αν κάποια μέρα σ’ αρνηθώ;

    ………………………………………………………………………………………………………………….

    Πώς γέμισαν οι χώροι με εκατοντάδες προτομές σου; Πώς χαράχτηκες ξαφνικά σε κάθε τοίχο, σε κάθε επιγραφή, σε κάθε υλικό;
    Αντικατοπτρίζεσαι σε όλες τις βιτρίνες που περνάω, ανασυντίθεσαι από τα σχήματα των πιδάκων. Είσαι σε όλες τις διαφημίσεις των δρόμων, καταναλώνοντας αναψυκτικά, δοκιμάζοντας ρούχα. Είσαι στις φωτεινές επιγραφές, επιστρέφοντας τη λάμψη στη διαρκή σκοτεινότητα. Ενσωματώνεσαι στο φωσφορίζον ένδυμα νυκτόβιων τροχονόμων.
    Σε περιέχουν όλοι οι καθρέφτες, σε κρατούν όλοι οι αντικατοπτρισμοί, σε ξαναπλάθει ο ατμός που βγαίνει από τις σχάρες των δρόμων, τα ξημερώματα.

    (Γιάννης Ευσταθιάδης, 32 σύντομα πεζά, που ερωτοτροπούν με την επιστολική λογοτεχνία και αποτελούν «ασκήσεις μνημονικής για αγαπημένους απόντες».)

    ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟ ΘΕΟ, Χρήστος Νινιός

    «Γράμμα στο γιο μου κι ένα άστρο»

    Να θυμάσαι πάντα το θαύμα ότι γεννήθηκες! Μην ξεχάσεις ποτέ πως, ανάμεσα στις χιλιάδες, στα εκατομμύρια ανθρώπους, εσύ θα είσαι πάντα ο Ένας! Ο Μοναδικός! Όχι γιατί είσαι γιος μου. Όχι, βέβαια. Μα γιατί η μοναδικότητα είναι το θαύμα, που φέρνει μαζί του το κάθε ανθρώπινο πλάσμα, που γεννιέται στον κόσμο. Φτάνει να το καταλάβει. Να το σκεφτεί. Εκεί είναι ο πρώτος σεβασμός. Αυτός ο σεβασμός, που τόσο βάναυσα βιάστηκε στις μέρες μας. Λοιπόν, ανάμεσα στις συμβουλές που μπορεί να σου δώσω, τούτη η πρώτη, είναι η πιο όμορφη: Να θυμάσαι πάντα το θαύμα ότι γεννήθηκες! Κι αν οι καιροί μας είναι ανάξιοι για ένα τέτοιο θαύμα, μην ξεχάσεις ποτέ, πως τους καιρούς τους φτιάχνουν οι άνθρωποι. Και άνθρωποι τους αλλάζουν.»

    (Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου)

    Τι έλεγε εκείνη η επιστολή

    Μα όταν κάποιος σού μιλά με τρόμους, φωνές χαμένων σε απαίσια σπήλαια και βάλτους—

    εσύ να σκέφτεσαι προπάντων τι μπορεί να εννοεί, ποιο διαμελισμένο πτώμα κρύβει στο υπόγειό του, τι δαγκωτά φιλιά και φόνους, νύχτα υπόκωφη, που σιωπηλά τη διασχίζουν αμαξοστοιχίες (συσκοτισμένες με βαριά παραπετάσματα, και στους τροχούς πανιά ή βαμπάκι), τι άνομες επιθυμίες, λύσσα, ψιθύρους, ουρλιαχτά, βεγγαλικά σε λάκκους πολιούχων, εκδικητές να τον μουσκεύουν στο αίμα όταν κοιμάται, ποιον κλέφτη, τέλος, σε βαθύ κοιτώνα χάλκινο, πνιγμένον στα λινά και κλαίει—

    και να τον συμπαθείς, προπάντων να τον συμπαθείς, αγαπητέ Αρθούρε ή Αλφόνσε.

    ΤΖΕΝΗ ΜΑΣΤΟΡΑΚΗ

  10. Καλησπέρα, Αγγελική!!!… Ωραιότατα!… Grazie mille!!!
    Εγώ ξέμεινα από ποίηση και παραθέτω ένα απόσπασμα από τα γράμματα που έγραψε ο Παλαμάς για την αγαπημένη του «Ραχήλ» (Ελενίτσα Κορτζά)…

    -Κωστής Παλαμάς, «Γράμμα στη Ραχήλ» (απόσπασμα)

    Τα «Γράμματα στη Ραχήλ» αφορούσαν μόνο τη Ραχήλ, την 21χρονη μούσα του, και δεν προορίζονταν για δημοσιοποίηση. Ο ποιητής είχε έναν τρόπο να επικοινωνεί με το αγαπημένο του πρόσωπο, να εκθέτει τις απόψεις του για καίρια ζητήματα του καιρού του, αλλά και την απλή καθημερινότητά του χωρίς να λαμβάνει υπόψη του κάποιο ευρύτερο ανανγνωστικό κοινό. Μιλούσε και έγραφε αποκλειστικά στην Ελένη, στην αγαπημένη του Ελενίτσα Κορτζά, στη Ραχήλ των ονείρων του! Είχε συνδέσει τα πάντα με τη «σεπτή ιέρεια»:
    «Επέρασα μια νύχτα, τη νύχτα της Δευτέρας προς την Τρίτη, με το λυρικό, το μεθυστικό πυρετό της ενθύμησής σου. Το δειλινό της Δευτέρας μου το εξακολούθησε και μου το συμπλήρωσε η νύχτα ίσα με τα ξημερώματα της Τρίτης, με όλη την αχαλίνωτη ελευθερία της φαντασίας, με όλη την ωραία, την ηδονόπαθη, τη λογική, τη βαθυστόχαστη, την τρομαχτική, την εντατική ασυναρτησία του ονείρου(…) Μα πως μου παρουσιάζοσουν εσύ, όνειρο του ονείρου μου, είναι αδύνατο να σου παραστήσω. Δε με βοηθά η σκέψη μου, ούτε η γλώσσα μου, ούτε η πέννα μου(…) Πώς ήθελα να πεθάνω και πώς ήθελα να αναστηθώ στη χώρα των πνευμάτων μαζί σου για να πραγματοποιηθεί μια για πάντα το όνειρο το άλλο, το όνειρο που ξέρεις από τους στίχους των τραγουδιών της Ραχήλ…(…)Έτσι τη νύχτα αυτή την τόσο αλλόκοτη, ανέκφραστη και ωραία της αϋπνίας μου έπεφτα, μια δυο τρεις δέκα φορές στα πόδια σου, φεγγόβολα, σαν όλο το κορμί σου… Συγχώρησε τον ποιητή που όσο προχωρούν τα χρόνια του, τόσο περισσότερη νύχτα έχει, μα και περισσότερο φως». Και τελειώνει με το αγαπημένο του:
    Chere et divine Clarte, πεθαίνω για σένα
    Ασκραίος (σ. 302-303)

    -Ας θυμηθούμε και το υπέροχο ποίημα του Παλαμά που έγραψε για την Ελενίτσα του:
    -Κωστής Παλαμάς, «Ραχήλ»
    «Γιατί Ραχήλ την έκραξα,
    Δεν ξέρω, Δέσποινά μου.
    Μπορεί έτσι την εικόνα της
    Να την κρατάω μπροστά μου.
    Ραχήλ! Και μόνο τ’ όνομα
    Τραγούδι ως να είναι ωραίο,
    Της πάει •Ραχήλ τη λέω
    Κ’ είναι ως να τραγουδώ.
    Στάσου στο πλάι μου,
    και χωρίς να ειπείς «ανέβα»
    θα με ειδείς
    να μου ταράζει το κορμί
    σαν αϊτοφτέρουγη μια ορμή.
    Μόνο το χέρι σου απλωτό.
    Μου φτάνει αυτό
    Κάμε πως ήρθες, πως κρατάς
    Ένα ποτήρι, όποιο, και πας
    Μια η δίψα για να σβύσεις, ω!
    -δος το ποτήρι, θα σου ειπώ.
    Μου φτάνει αυτό.
    Βόηθα με, αγνάντια μου, Ψυχή,
    Με τη θωριά σου μοναχή,
    Γελαστή, αγέλαστη, καθώς
    Προβάλλεις πάντα, στάσου, φως,
    Με τη θωριά σου, αμίλητη`
    Μου φτάνει αυτή.
    Όταν η πόρτα ανοίγεται του καλυβιού και μπαίνεις
    Μπαίνει με σε, θαμπώνοντας τη σκέψη μου, ένα φως,
    Όπου στέκομαι όπου πάω
    – θα στο πω!
    Με το νου μου λέω:- δε σ’ αγαπώ
    Σ’ αγαπάω!
    Μέσα στο –άω, μέσα στο –άω
    Πότε πως ουρλιάζει ένα σκυλί,
    Πότε να στενάζει ένα φιλί
    Γρικάω
    Και όπου στέκομαι, όπου πάω,
    Τραγουδάω τον ίδιο τον σκοπό.
    Και ρωτιέμαι: – σ’ αγαπώ;
    Κι αποκρίνομαι: – όχι. σ’ αγαπάω.
    Chère Clarté, c’ est de toi même,
    ……………………………..
    je forme l’ amour dont je t’ aime….»

    -Και μιας κι ο λόγος για τη «Ραχήλ», ας ακούσουμε και το παλιό υπέροχο τραγούδι με το Γ. Ζωγράφο…

Σχολιάστε