Λόγος Παράταιρος

«Παράταιρος ο λόγος ο δυνατός/ μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει» (Γ. Ρίτσος)

Πες το με ποίηση (53ο): «Μεγάλη εβδομάδα»…

μεγαλη εβδομαδα

«Η υψηλότερη μορφή της άνοιξης που ξέρω: μια ελληνική Μεγάλη Εβδομάδα» (Γ. Σεφέρης)

-Κική Δημουλά, «Η απαρηγορία»
(Μεγάλη εβδομάδα)

«Οι βιολέτες, όπως ανήσυχα,
διορατικά μυρίζουν
όταν κάτι δεν πάει καλά,
κάτι απογοητεύει πάλι.

Η Μεγάλη Εβδομάδα,
όπως στάζει κερί και τάμα
στη θρησκόληπτη ανάμνηση,
στην άθεη απουσία.

Η Κυριακή του Νυμφίου,
όπως αναστατώνει,
βασίζεις δεν βασίζεις το Μεγάλο
στις αφίξεις.

Οι διάφοροι Νυμφίοι,
που κάτι τους τυχαίνει και δεν έρχονται,
κάποια διήμερη εκδρομή,
κάποια ευκολότερη θρησκεία
που την ασπάζονται.

Οι πολλαπλασιασμένοι κήποι της Γεθσημανή
σε κάθε βήμα,
δπως κατασταλάζεις για το έθιμο,
έχουν δεν έχουνε ανθίσει οι απορίες.

Οι Πατέρες μας, γέροι στο σπίτι,
περιμένουν αυγά και τσουρέκι.

Οι πολλαπλασιασμένοι κήποι της Γεθσημανή,
τα περιστύλια της υπομονής,
τα παγκάκια να κάτσεις να περιμένεις
τον ετήσιο Ιούδα,
πού αργεί να ‘ρθεί
από το ράφτη, απ’ τον κουρέα.
Το μεγάλο ποσόν που του δίνεις
για να δεχθεί να σε προδίνει ανεξήγητα.

Της καμπάνας η Μεγάλη εξάντληση
κι η άπαρηγορία,
ο νηστικός της ήχος
όπως λιποθυμάει
στα εαρινά αρμόνια
των καθολικών απογευμάτων.

Οι αργίες,
οι αργοπορίες,
οι αγριότητες,
όπως τις πάμε ως επάνω μόνοι μας.

Ο Σίμων, που στο τέλος αδιαφόρησε
κι έφτιαξε τη ζωή του.

Η Μυροφόρος έλλειψις,
που θα σε ψάχνει απόψε να σε ράνει.

Η Προηγιασμένη των διαφόρων θρήνων
τη Μεγάλη Εβδομάδα
και τις διάφορες άλλες εβδομάδες τα ίδια.

Η Αγία Επανάληψη,
η θαυματουργή,
η άχειροποίητος,
όπως τη βρήκανε ανυπόγραφη τα πράγματα,
θαμμένη
σε κάποια παλαιότητα της μοίρας μας,
σε κάποιο προγονό μας μέλλον.
Όπως την πιστεύω.
(Κική Δημουλά, Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος, 1998)

– Η Μεγάλη Εβδομάδα στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη:

Μ. ΔΕΥΤΕΡΑ
ΚΑΤΑΚΟΠΟΣ από τις ουράνιες περιπέτειες, έπεσα τις πρωινές ώρες να κοιμηθώ.
Στο τζάμι, με κοίταζε η παλαιά Σελήνη, φορώντας την προσωπίδα του Ήλιου.

Μ. ΤΡΙΤΗ
ΜΟΛΙΣ ΣΗΜΕΡΑ βρήκα το θάρρος και ξεσκέπασα το κηπάκι σαν φέρετρο. Με πήραν κατάμουτρα οι μυρωδιές, λεμόνι, γαρίφαλο.
Ύστερα παραμέρισα τα χρόνια, τα φρέσκα πέταλα και να: η μητέρα μου, μ’ ένα μεγάλο άσπρο καπέλο και το παλιό χρυσό ρολόι της κρεμασμένο στο στήθος.
Θλιμμένη και προσεκτική. Πρόσεχε κάτι ακριβώς πίσω από μένα.
Δεν πρόφτασα να γυρίσω να δω γιατί λιποθύμησα.

Μ. ΤΕΤΑΡΤΗ
ΟΛΟΕΝΑ ΟΙ ΚΑΚΤΟΙ ΜΕΓΑΛΩΝΟΥΝ κι ολοένα οι άνθρωποι ονειρεύονται σα να ’ταν αιώνιοι. Όμως το μέσα μέρος του Ύπνου έχει όλο φαγωθεί και μπορείς τώρα να ξεχωρίσεις καθαρά τι σημαίνει κείνος ο μαύρος όγκος που σαλεύει
Ο λίγες μέρες πριν ακόμη μόλις αναστεναγμός
Και τώρα μαύρος αιώνας.

Μ. ΠΕΜΠΤΗ
ΜΕΡΑ ΤΡΕΜΑΜΕΝΗ όμορφη σαν νεκροταφείο
με κατεβασιές ψυχρού ουρανού
Γονατιστή Παναγία κι αραχνιασμένη
Τα χωμάτινα πόδια μου άλλοτε
(Πολύ νέος ή και ανόητα όμορφος θα πρέπει
να ήμουν)
Οι και δύο και τρεις ψυχές που δύανε
Γέμιζαν τα τζάμια ηλιοβασίλεμα.

Μ. ΠΕΜΠΤΗ, β
ΣΩΣΤΟΣ ΘΕΟΣ. Όμως κι αυτός έπινε το φαρμάκι του
γουλιά γουλιά καθώς του είχε ταχθεί
έως ότου ακούστηκε η μεγάλη έκρηξη.
Χάθηκαν τα βουνά. Και τότε αλήθεια φάνηκε
πίσω από το πελώριο πηγούνι ο κύλικας

Κι αργότερα οι νεκροί μες στους ατμούς, εκτάδην.

Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
ΣΑΝ ΝΑ ΜΟΝΟΛΟΓΩ, σωπαίνω.
Ίσως και να ’μαι σε κατάσταση βοτάνου ακόμη
φαρμακευτικού ή φιδιού μιας κρύας Παρασκευής
Ή μπορεί και ζώου από κείνα τα ιερά
με τ’ αυτί το μεγάλο γεμάτο ήχους βαρείς
και θόρυβο μεταλλικό από θυμιατήρια.

Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, β
Αντίς για Όνειρο
ΠΕΝΘΙΜΟΣ ΠΡΑΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ μες στο λιβάνι
αναθρώσκουν παλαιές Μητέρες ορθές σαν κηροπήγια
τυφεκιοφόροι νεοσύλλεκτοι σε ανάπαυση
μικρά σκάμματα ορθογώνια, ραντιστήρια, νάρκισσοι.
Σαν να ’μαι, λέει, ο θάνατος ο ίδιος αλλ’
ακόμη νέος αγένειος που μόλις ξεκινά
κι ακούει πρώτη φορά μέσα στο θάμβος των κεριών
το «δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμόν».

Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ
ΠΕΡΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΗ ΧΘΕΣΙΝΗ αϋπνία μου
λίγο, για μια στιγμή, μου χαμογέλασε
η θεούλα με τη μωβ κορδέλα
που από παιδάκι μου κυκλοφοράει τα μυστικά
Ύστερα χάθηκε πλέοντας δεξιά
να πάει ν’ αδειάσει τον κουβά με τ’ απορρίματά μου
– της ψυχής αποτσίγαρα κι αποποιηματάκια –
εκεί που βράζει ακόμη όλο παλιά νεότητα
και αγέρωχο το πέλαγος.

Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ, β
ΠΑΛΙ ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΙΑ της θάλασσας το μαύρο
εκείνο σύννεφο που ανεβάζει κάπνες
όπως φωνές επάνω από ναυάγιο
Χαμένοι αυτοί που πιάνονται από τ’ Άπιαστα
Όπως εγώ προχθές του Αγίου Γεωργίου ανήμερα
που πήα να παραβγώ μ’ αλόγατα όρθια
και θωρακοφόρους
και μου χύθηκε όλη, όξω απ’ τη γης, η ερωτοπαθής
ψυχή μου.
(Από την ποιητική συλλογή «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου», εκδόσεις «ύψιλον / βιβλία», 1984).

-Τάκης Παπατσώνης, «Περί του Ξύλου»

«Ψυχή μου, ευλόγα σήμερα πρωί, όλη τη μέρα
και την ακολουθούσα νύχτα όλη, το σωτήριο τούτο Ξύλο.
Πηγάζει απ’ τα σκοταδερά έγκατα των δασών.
Εκεί είναι η βασιλεία του, στολισμένο με φύλλα θροούντα.
Εκεί έρχεται σε κοινωνία με τις δροσιές της Νύχτας, με τα θάμπη
των Ημερών. Εκεί του περιπλέχουνται οι κισσοί και οι άλλες
περιπλοκάδες, γεννώντας την ιδέα της ομορφιάς και της αγάπης.
Σπάνιο είναι να τ’ αφήσουν να γεράσει, να τη ζήσει
την αιώνια ζωή, και σπάνιο είναι κεραυνός να τόβρει,
μήνυμα επουράνιο, ένωση ουρανού και γης με λάμψη ακαριαία
και θάνατος στο δάσος, όπως πρέπει.
Ψυχή μου, ευλόγα και την ώραν,
οπότε ξεκινάμε με τα πελέκια μιαν αυγή, άκαρδο, δουλευτικό
σμήνος οι υλοτόμοι. Γουρμάζει τότες η γραμμένη
σιωπηλή στιγμή της θυσίας. Με τα πολλά καταπέφτει
το θειότατο ξύλο. Του αποξεραίνουνται οι χυμοί.
Ξερό απομένει· και όμως ξερό, δεν έρχεται ολότελα
να το ξενώσει η ξεραΐλα από τις φυσικές του επιρροές.
Το διαβιβρώσκει η υγρασία ή το φουσκώνει. Του ανοίγει
ο χρόνος τις ρωγμές. Πιάνει σαράκι. Εχτός αν το προορίζουνε
για τις φωτιές, οπότε πάλι τρίζει, τρίζει, και αφού αναλάμψει,
τέφρα γίνεται, καθώς όλα. Είπα όμως σήμερα της ψυχής μου
να γράψει για το Ξύλο εκείνο το προορισμένο από αιώνων,
για το Ξύλο, που η γέννησή του βαστάει από τις πρώτες
της γης μας φύτρες. Ετούτο εκόπη για να γίνει
Ζυγός μέγιστος, θαυματουργός Στατήρας,
που εστήθηκε στη μέσην ακριβώς του χρόνου
για να ζυγιάσει την κούφιαν έγνοια των ανθρώπων.
«Δεν είναι δάσος, που να προσφέρει ξύλο παρόμοιο».
Το Ξύλο αυτό δεν είναι διόλου ύλη απαθής.
Έχει ψυχή και δείχνει τη κάθε τόσο.
Ενώ κατάξερο είναι και κομμένο, όμως ανθεί
και μέσα του μυκάται και αναβράζει χυμός σεβάσμιος.
Δε θα ξετάξω το γιατί έφερε Λύτρωση το Ξύλο ετούτο.
Ούδε ποια Λύτρωση. Ψυχή μου, θέλω μόνο να ευλογήσεις
την ουσία του Ξύλου, οπόθε αχτινοβόλησε του κόσμου η λάμψη.
Και την ευγένεια που του εδόθη ένα πρωί, όταν ποτίστη
μέχρι του βάθους των φλεβών του από αίμα εξαγοραστικό
και ζωογόνο. Ποιο βάρος φορτώθηκε! Ποιον πόνο
φορτώθηκε! Όλου του κόσμου! Του καθηλώθησαν
όλοι οι δρυμοί της αγωνίας. Χαίρε, Σταυρέ, που μ’ όλα,
μονάχη ελπίδα εσύ αποβαίνεις στις ερημώσεις.»

-Κι ένα κείμενό μου ανασυρμένο από παλιότερη ανάρτησή μου…

Γιάννης Π. Τζήκας, «Μεγάλη εβδομάδα: Από λύπην υπάρχουμε»

Μια κλωστή ποίησης, μια χορδή συγκίνησης διαπερνούσε πάλαι ποτέ τη Μεγάλη Εβδομάδα μας. Και μια θεσπέσια μουσική των θλιμμένων ύμνων της έραινε την παιδική μας αθωότητα. «Τω καιρώ εκείνω», τότε που «αι γενεαί πάσαι ύμνον την ταφή σου…», τότε που σχολιαρόπαιδα ντυμένα με το κοντό παντελονάκι και το πολύχρωμο πουκαμισάκι της άνοιξης στριμωχνόμασταν, κρατώντας το βιβλιαράκι του «Επιτάφιου θρήνου», για το ποιος θα πιάσει την καλύτερη θέση να ψάλλουμε με σέβας και μ’ ένα ρίγος που μας διαπερνούσε, με μια εξαίσια «φάλτσα» φωνή, μέσα στο κατανυκτικό αχνό φως των κεριών: «Η ζωή πώς θνήσκεις; Πώς και τάφω οικείς;… Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;…». Βαθιά εντυπωμένη μέσα μου ακόμη η φωνή, θρηνητική κραυγή, του παπά από την ωραία πύλη, τη φοβερή στιγμή της κορύφωσης του θείου πάθους: «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…». Και κένταγε τα σπλάχνα μας η λύπη, γιατί εξανθρωπίζαμε το Χριστό, τον κάναμε ολότελα δικό μας, πατέρα, μάνα, αδερφό, αγαπημένο φίλο, και ο καθένας κείνη τη στιγμή θρηνούσε μέσα του το δικό του εσταυρωμένο, το δικό του ενταφιασμένο. (Γι αυτό ποτέ μην κακολογείτε και μην περιφρονείτε κείνες τις ολόμαυρες γυναίκες με τα βαθουλωμένα από τη λύπη μάτια τους, όταν τις βλέπετε σκυφτές, με βιαστικό βήμα να τρέχουν στους εσπερινούς και στα ψυχοσάββατα, γιατί τους νεκρούς τους βιάζονται να προλάβουν να θρηνήσουν). Κι ύστερα τη Μ. Παρασκευή από νωρίς το πρωί κοριτσόπουλα κι αγόρια, παρέες παρέες, να τρέχουμε στους αγρούς να μαζέψουμε αγριολούλουδα για το στολισμό του Επιτάφιου με συνοδεία το θλιβερό ήχο της καμπάνας (πόσες φορές δεν τσακωθήκαμε, εκεί στο καμπαναριό, για το ποιος έχει σειρά να συνεχίσει το χτύπημά της!). Και γύρω μας και εντός μας η άνοιξη ανθισμένη, ανθισμένα και τα πρώτα μας ερωτικά σκιρτήματα.
Δεν είναι αναγκαίο να είναι κανείς θρήσκος για να νιώσει το μεγαλείο της λύπης του Μεγαλοβδόμαδου, φτάνει να έχει ακόμα ανθρώπους μέσα του, ζωντανούς και νεκρούς, να κλει’ μέσα του τους δικούς του Χριστούς. Και να συνεχίζει να ανάβει το κεράκι του στο ξωκλήσι του αγίου Λύπιου: « ζήτα το δάκρυ να ελεήσει τα ξερά σου μάτια/ κλάψε να πλύνεις το κορμί σου από τις λάσπες και τα εγκώμια…» (Β. Λεοντάρης). Δυστυχώς στις μέρες μας ο κόσμος μετακόμισε στο απάνθρωπο, βολεύτηκε σ’ αυτή την προσφυγιά, μιλάει μόνο με σήματα μες στη οχλαγωγία της ερημιάς, στις φαντασμαγορίες του τίποτε. Μας ψέκασαν με αναισθητικό, έτσι που αποξενωθήκαμε από τον πόνο και γίναμε κραυγή έξω από τον πόνο. Απωλέσαμε τη θεσπέσια υμνωδία της λύπης, τη Μεγάλη Εβδομάδα μας.
Μα ό,τι κι αν δηλώνουμε σήμερα, άθεοι ή αγνωστικιστές, από την Ορθοδοξία δεν μπορούμε να ξεφύγουμε. Έχουμε μια στενή βιωματική σχέση μαζί της, είναι διαποτισμένη στα κύτταρά μας, καθότι, ιδιαιτέρως στην παιδική μας ηλικία, ο ναός στο χωριό ή στη γειτονιά της πόλης υπήρξε και είναι ακόμα και σήμερα (τουλάχιστον στη μνήμη μας) σημείο αναφοράς της ίδιας της ζωής μας: από το παιχνίδι στον αυλόγυρο της εκκλησίας στα βαφτίσια, στους γάμους και στις κηδείες. Γι αυτό δες τε πως «έκλεψαν» (εμπνεύστηκαν) δυο άθεοι ποιητές από το θρήνο της Μεγάλης Εβδομάδας: «Γιε μου, ποια Μοίρα στο ‘γραψε και ποια μου το ‘χει γράψει/ τέτοιον καημό, τέτοια φωτιά στα στήθια μου να ανάψει;…Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω/ άνοιξη γιε που αγάπαγες κι ανέβαινες επάνω…» (Επιτάφιος, Γιάννης Ρίτσος). «Φεύγεις πάνω στην άνοιξη, γιε μου καλέ μου/ άνοιξη μου γλυκιά , γυρισμό που δεν έχεις/ η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου/ δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου;» (Η μάνα του Χριστού, Κώστας Βάρναλης). «Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;/ Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφή ερημική;/ Ξέρω πως θα ‘χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή/ που μες στα βρόχια της οργής ταχιά θε να σπαράξεις» (Οι πόνοι της Παναγίας, Κώστας Βάρναλης).
Ποια απ’ τα παιδιά μας σήμερα, απ’ τους νέους μας, παρά την τόση πληροφόρηση, γνωρίζει το Ρωμανό το Μελωδό, τον Ιωάννη το Δαμασκηνό; Κι εμείς δε γνωρίζαμε τα ονόματα των μεγάλων υμνωδών, μα είμαστε τυχεροί, γιατί αξιωθήκαμε να κοινωνήσουμε και να βιώσουμε την ποιητική και μουσική στίλβη (λάμψη) των ύμνων τους. Πρώτη και μέγιστη η ευθύνη των ταγών της εκκλησίας γι αυτή την αποξένωσή μας. Αφ’ ότου ενέσκηψε η «πρόοδος» και στους ναούς, χάθηκε και η μαγεία της υμνωδίας. Τα μεγάφωνα, οι ηλεκτρικές καμπάνες, ο λουσάτος φωτισμός, η επιδειξιμανία της ένδυσης, ο έκδηλος νεοπλουτισμός καθώς και άλλα δρουν αποτρεπτικά στο στοχασμό και στην κοινωνία της χαρμολύπης. Και όπως γράφει ο Γ. Κοροπούλης στη Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας (11-4-08) «Το κομμένο νήμα της ποίησης (των ύμνων) μπλέκεται τώρα με φανταιζί και μαύρες κλωστές υφαίνοντας τα πεποικιλμένα άμφια και το ανούσιον του θεάματος που οι πιστοί τηλεθεατές θα καταναλώσουν».
Ας είναι… έτσι ήρθαν τα πράγματα κι έτσι θα πάνε, αν δεν τα αλλάξουμε… «Καλή Ανάσταση!» με στίχους: «Ανάσταση είναι σήμερα. Παιδιά, γυναίκες, γέροι/ κόκκινο αβγό στην τσέπη τους, χρυσό κερί στο χέρι/ όσα άστρα είναι στον ουρανό, τόσα στον κάμπο κρίνα/ όλα έχουνε στην καθαρή ψυχή Απρίλη μήνα/ της εκκλησιάς φουντώσανε δάφνη πολλή οι στύλοι/ ειρήνη! ειρήνη! Φιληθείτε οχτροί μαζί και φίλοι» (Η γυναίκα, Κώστας Βάρναλης).

Single Post Navigation

8 thoughts on “Πες το με ποίηση (53ο): «Μεγάλη εβδομάδα»…

  1. «Μεγάλη Πέμπτη»

    Γοερά το βλέπω ετοιμάζεσαι
    για την Ανάστασή σου
    Την πιστεύω αλλά με θλίβει
    όπως με θλίβουν γοερά
    και κάτι άλλα θαύματα που
    επαληθεύτηκαν αλλόκοτα:
    με το μη μένοντας κοντά μας
    όπως μη μένοντας από μεθαύριο Εσύ.
    Να αναστηθείς βεβαίως
    ποιος νεκρός δεν το θέλει
    ποιος υποψήφιος.
    Αλλά να έμενες κάτω, εδώ
    να μένεις ο πλησίον μας.
    Όσα μας έταξες το είδες
    δεν γίνονται εκεί πάνω
    εν μέσω πολυάσχολων ιλίγγων
    και στροβιλισμών της Αναλήψεώς σου.
    Θέλουνε γη αυτά τα πράγματα
    πετρώδη, ακανθόσπαρτη
    γι’ αυτό και την διεξήλθες τόσον αιματηρά
    ίνα άρεις- Συ είπας-
    όσα χάσαμε επ’ αυτής.
    Δε γίνεται τουλάχιστον να μένεις
    μια εδώ και μια εβδομάδα στο πατρικό σου;
    Θαύμα μεγάλο είσαι πια μπορείς
    να επιβληθείς στη διανομή σου.
    Πώς πηγαινοέρχονται καθημερινά
    από εδώ εκεί από κει εδώ/ η ζωή και ο θάνατος.
    Όχι όχι μη μου μιλάς για τις αόρατες
    συνεχείς εκείνες παρουσίες. Είδαμε
    σε τι μαρτύριο ψαύσεως τυφλής μας υπέβαλαν.
    Μεγάλωσα, όχι θέλω ξεκάθαρους πια
    ορατούς λογαριασμούς/ ή σε αγγίζω Ιησού
    ή Ανασταίνεσαι διαπαντός από κοντά μου.
    (Κική Δημουλά, Ήχος απομακρύνσεων)

    Μεγάλη Πέμπτη

    Υπαίθριος καιρός.
    Κάτι ελιές πάνε να μαζέψουν ανήφορο.
    Φορτωμένες.
    Ο καρπός εισακούστηκε το παρελθέτω όχι.
    Δεν θα εισπράξουν ούτε φέτος πατέρες οι λυποψυχίες μας.
    Ατελής η ελαιογραφία.
    Να ξαναδοκιμάσω.
    Κάτι ελιές πάνε να μαζέψουν ανήφορο.
    Τα αργύρια φύλλα τους εποφθαλμιά η αστραφτερή του τοπίου αγνότητα.
    Φύσει καταδότρια η αθωότης.
    Αυτή δε μας παρέδωσε
    για ελάχιστα ανεκπλήρωτα αργύρια
    στην απώλειά της;
    Να τονίσω λίγο Φαρισαίον απέναντι.
    Τη θάλασσα.
    ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ

    Κατάνυξις Μεγάλης Παρασκευής

    Η Παναγία με τη ρομφαία στα σωθικά εθρήνει
    και τάβλεπε όλα σκοτεινά από την πικρήν οδύνη.
    Που ο Άγγελός της στις φωτιές παράδερνεν, ο Γιος της,
    των παρανόμων ταπεινός και πράος και γλυκός Σώστης.
    Και εμείς, οι ευγενικοί θνητοί, φριχτά ας ταπεινωθούμε
    με το φαρμάκι της Νηστείας και τέφραν ας λουσθούμε.
    Και η θλίψη μας, μακριά από κάθε γήινα ζιζάνια,
    ας υψωθεί ως κερί λιγνό, χλωμό, προς τη μετάνοια.
    TAKHΣ ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ

    “Χριστέ μου, γιατί φόρεσες αυτό μακρύ πένθιμο φουστάνι κι
    αυτά τ’ αγκάθια στο κεφάλι σου; Χάθηκαν τα λουλούδια;
    Ή τάχατε, αν φορούσες παπαρούνες πάνου στ’ αχτένιστα μαλλιά
    δε θα σ’ την πόρτα του ουρανού;
    Μη χαμογελάς που ‘χω κ’ εγώ δεμένο το κεφάλι.
    Είναι που γλίστρησα προχτές μέσα στα βάτα κυνηγώντας πεταλούδες.
    Έλα να πιαστούμε από το χέρι σαν παιδιά και να πάμε
    στους αγρούς να σε μάθω φλογέρα.
    Πάμε να σου κόψω τα λυπημένα μαλλιά σου με το ίδιο
    μεγάλο ψαλίδι που κουρεύουν τα προβατάκια.
    Και να δεις, ο Θεός θα μας αγαπήσει, θα μας βάλει να κάτσουμε
    στα πόδια του και θα χαμογελάει γλυκά καθώς εμείς θα
    στολίζουμε τα μακριά τα μακριά μουστάκια του με μαργαρίτες.
    Κι όταν βραδιάσει θα ζέψουμε το μικρό του τ’ αμάξι που το
    σέρνουν οι γρύλλοι και θα περάσουμε στη μέση του παραδείσου
    ενώ οι άγγελοι θ’ ανάβουν τ’ αστέρια για να φωτίζουν
    τ’ άλλα παιδάκια που μείνανε κάτου στον κάμπο…”
    (Γιάννης Ρίτσος, Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού)

    • Καλησπέρα, Αγγελική!… Ευχαριστώ πολύ!… Καλή Μεγάλη εβδομάδα και καλή Ανάσταση!!!

      -Ο. Ελύτης: «ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ δεν τη βρήκα τόσο στους αγρούς, ή, έστω,
      σ’ έναν Μποτιτσέλλι όσο σε μια μικρή Βαϊφόρο κόκκινη.»

      -Νίκος Καρούζος: «Με τι βιασύνη προχωρεί ο Ιησούς εφέτος/ προς την Ανάσταση…/παραμερίζει πανέρια τεράστια/ γιομάτα βιολέτες/ σπρώχνει τους αέναους παπάδες/ τινάζει νευρικά προς τα πίσω τη μαλλούρα του/ το γεγονός είναι ολοφάνερο: βαρέθηκε»!

      *Κάτι ακόμα της Δημουλά…
      -Κική Δημουλά: «Μεγάλη Εβδομάδα»

      «Το Όχι είναι δισύλλαβο:
      βρέ-χει.
      Ο Πιλάτος φοράει το μπλε του αδιάβροχο,
      δεν βρίσκει ταξί,
      οι συνειδήσεις συνωστίζονται
      στον ίδιο μονόδρομο,
      όλοι νίπτουν τας χείρας των,
      μάλιστα τέτοιες μέρες.
      Το Όχι είναι δισύλλαβο,
      η ψιλή και η οξεία στο ο
      κεντρώνει το Όχι, μονόγραμμα των ημερών.
      Το παράθυρο είναι δίφυλλο,
      η ψιλή και οξεία βροχή
      το κεντρώνει,
      μονόγραμμα στο κλειστό Όχι.

      Οι καμπάνες οι πένθιμες
      ανοίγουν αυλάκια στον αέρα,
      χύνονται και ποτίζουν εκτεταμένες ατονίες
      ωσότου κάποια απόσταση απότιστη
      να τις απορροφήσει.
      Οι καμπάνες, ασχέτως τού πένθιμες,
      πάντοτε κάτι αποχωρίζουν,
      πολλώ μάλλον οι πένθιμες.

      Οι καμπάνες φορτώνουν
      βαλίτσες στα πούλμαν,
      τα τρένα τρέχουνε, ξεσκίζουν
      και βάζουν κλήρο
      στα ιμάτια των τοπίων.

      Σταύρωσον, σταύρωσον
      τα χέρια σου στο στήθος…
      Τι άλλο να κάνω;
      Ποιο μέτρο να κινητοποιήσω;
      Πού ξέρω από πού
      φεύγει το κάθε πράγμα;
      Κάθε κατεύθυνση έχει το άλλοθί της.

      Οι πασχαλιές εσταυρωμένες
      σ’ ένα φθηνό ανθοδοχείο
      εμψυχώνουν το άρωμα του θανάτου.
      Τα μάτια σου
      είναι οι δύο ληστές,
      εκ δεξιών και εξ ευωνύμων.

      Το Όχι είναι δισύλλαβο,
      επιμένω
      βρέ-χει.
      Οι εκκλησίες ξεχειλίζουν,
      όπως ξεχειλίζουν τα ποτήρια
      στα άλλα πάθη που εορτάζουμε.

      Οί εκκλησίες ξεχειλίζουν
      αγάπα τον πλησίον σου…
      Απαίτηση,
      που μες στη ρύμη και τη γλύκα των ψαλμών,
      περνάει σαν εύκολη αγάπη
      και χάνει τη θεία απανθρωπιά της,
      το θείο ανεφάρμοστο.

      Στην κοπιώδη πορεία τού δεηθώμεν
      τα μεγάλα κεριά προχωρούν,
      τα κεριά της δραχμής μένουν πίσω.
      Τα μικρά κεριά κουράζονται εύκολα,
      λυγίζουν και διεκτραγωδούν
      το αντίτιμο τους.
      Η ανισότης των κεριών
      αναλιώνει μυσταγωγικά.
      Ο θεός τους ο νεωκόρος
      τα ρίχνει στον Καιάδα της ανατήξεως.

      Ξεχειλίζουν οι εκκλησίες.
      Δεν χωράω, δεν πειράζει.
      Θα μάθω το τετέλεσται
      από άλλη πηγή.
      Πιο θετική»

      -Νίκος Γκάτσος, «Μεγάλη Δευτέρα»

      «Ο ων και ο ην και ο ερχόμενος.
      Το Άλφα και το Ωμέγα.
      Περίμενέ με μάνα μου, περίμενέ με ακόμα
      ώσπου να φτάσει η άνοιξη στο παγωμένο χώμα.
      Ο γεωμέτρης του αχανούς.
      Ο ποιμήν των αστέρων.
      Περίμενέ με μάνα μου σαν το πουλί του νότου
      που σμίγει μάτι και φτερό να βρει τον ουρανό του.
      ο κυβερνήτης των Αριθμών.
      Ο δαμαστής των σημείων.
      Περίμενέ με μάνα μου κάποια Παρασκευή σου
      στην πύλη του παράδεισου στο φρέαρ της αβύσσου.
      Εγγύς. Εγγύτατος ο καιρός.
      Ο ων και ο ην και ο ερχόμενος.»

      -Νίκος Γκάτσος:
      «Πάντα στον κόσμο θα ‘ρχεται
      Παρασκευή Μεγάλη
      και κάποιος θα σταυρώνεται
      για να σωθούν οι άλλοι…»

  2. ΑΓΓΕΛΙΚΗ on said:

    Ευχές κι από μένα, για κάθε καλό!

    Ζωή Καρέλλη, Μεγάλη Παρασκευή

    Στην καρδιά της Άνοιξης,
    φέτος το Πάσχα έπεσε πολύ αργά
    και το περιβάλλει η πάσα εμορφιά
    της χαρούμενης εποχής.
    Χαρά, όταν οι τελετές της ταφής
    και της Ανάστασής Σου συμπίπτουν
    με τα μειλίχια βραδινά, όπου η δροσιά
    είναι μυρωμένη, καθώς ανακατωμένη
    με το λιβάνι, την αισθάνομαι να μου έρχεται
    στο περίσκεπτο πρόσωπο.

    Χαίρομαι, χαιρόμουν δηλαδή στο παρελθόν.
    Θυμούμαι και δοκιμάζω τη νοσταλγία εκείνη,
    εκείνων των καιρών, όταν τα βραδινά,
    – με το ιώδες χρώμα, της ανθισμένης γλυσίνας
    κάπως, ή της πασχαλιάς που στρώνεται
    πάνω στο επιτάφιο κέντημα,-
    τα έμορφα ανοιξιάτικα βραδινά,
    πήγαινα ταχτικά ν’ ακούσω την ακολουθία
    των Παθών Σου.
    Κι άλλοτε το είπα,
    πως δεν πηγαίνω πια στην εκκλησία.
    Ψες πήγα.

    Περάσαμε απ’ το δροσερό πάρκο,
    γεμάτο σκιές που φυλάγουν την αμαρτία.
    Ποιαν αμαρτία;
    Γιατί να είναι αμαρτία
    ο έρωτας των ανθρώπων την άνοιξη;
    Αμφιβολία. με σκέψεις διπλές
    προχώρησα και μπήκα στην εκκλησία Σου.
    Μια εκκλησία καινούρια, άσχημη,
    με εικόνες κακοβαμμένες.
    Ένας χαμηλός ουρανός, το χρώμα στο ταβάνι,
    με τα πολλά άστρα, φτηνό.
    Δε σε βοηθούσε το περιβάλλον να συγκεντρωθείς
    να λησμονηθείς στην ψαλμωδία
    κι αυτή καθόλου κατανυκτική.

    Μα εγώ, καθώς προσήλθα,
    καθώς μπήκα στην εκκλησία Σου
    κι αν τα είδα όλα αυτά, στο τι!
    Εκείνο που μ’ άρπαξε σα χέρι βαρύ,
    που απλώθηκε απάνω μου,
    ήταν η αμαρτία που έκανα,
    προσερχόμενος σε Σένα,
    με την καρδιά μου κενή από Σένα.
    Είναι κενή από Σένα η καρδιά μου;

    Δεν ξέρω αν οι αναμνήσεις
    μιας εποχής περίπαθης πίστης,
    δε μ’ αφήνουν ακόμα εμένα
    να χαρώ μόνο αισθητικά τη θρησκεία Σου.

    Κύριε του Μυστικού Δείπνου, της Σταύρωσης,
    της Μεγάλης κι ένδοξης Ανάστασης,
    μέσα μου Σ’ αισθάνομαι
    κι ας έχω απομακρυνθεί από Σένα.

    Εύκολα δάκρυα μου υγραίνουν τα μάτια.
    Πόσην ικανοποίηση μπορεί να μας δώσει
    και της αθλιότητάς μας η αναγνώριση,
    η ομολογία.

    Ομολογία σε ποιον;
    Στον ευπροσήγορο εαυτό μας;
    Μεγαλώνει η αμαρτία.
    Τίνος και με τι λογαριάζεται;
    Κάνω να την αποτινάξω
    και συλλογίζομαι πως ούτε αυτό
    θάταν δύσκολο, όταν έχεις κριτή τον εαυτό σου,
    που έχει μαζέψει τόση δικαιολογία,
    όσα είναι τα λουλούδια της άνοιξης,
    οι καρποί του καλοκαιριού Σου,
    που παίρνει το βάρος του φθινοπώρου Σου,
    ώσπου να φτάσει ο χειμώνας…

    Όμως είναι άνοιξη, άνοιξη απόψε,
    ακόμα και για κείνους που γνώρισαν
    τους βαρείς σου χειμώνες
    κι οι γυναίκες αν κλαίνε τον Άδωνι,
    θρηνούν με το πάθος της ερωτικής χαράς
    που περιμένουν.

    Είν’ η πολλή αγάπη για τη ζωή αμαρτία;
    Κύριε, καθώς τόσος υπάρχει ο θάνατος,
    που Εσύ τον έχεις για τον άνθρωπό Σου δεχτεί,
    πώς θα δεχτούμε εμείς οι εφήμεροι,
    δίχως Εσέ, τη φοβερή τιμωρία;
    Η δική μου ψυχή που την αισθάνομαι
    τόσο πολύ να μου δονεί το σώμα,
    που την αισθάνομαι ν’ ανθίζει στο σώμα μου,
    για μένα έπαψε να είναι αθάνατη.

    Έχω φτάσει την παγερή αδιαφορία
    για ό,τι αφορά τα μετά θάνατον.
    Έχω παραδεχτεί το κενό, το μηδέν
    και με κυριεύει της ζωής το πάθος,
    πόσο η ψυχή μου υποφέρει το πολύ πάθος
    του σώματος την δυναστεύει
    και με κυνηγά του αμαρτήματος η σημασία,
    πολύμορφη, δίχως να την καταλαβαίνω
    ποια είναι.
    Διάχυτη μου μολύνει τα μάτια, την όσφρηση,
    την ακοή, τη γέψη και την αφή.
    Μήπως τόσο πολύ την αισθάνομαι,
    γιατί του βαπτίσματος τη στιγμή δέχτηκα
    το δικό Σου άγιο Μύρο κι αυτό με χωρίζει
    κι αυτό μου θυμίζει τη που σου οφείλω υποταγή.

    Άλλοτε προσερχόμουν
    στα καθημαγμένα Σου πόδια κι ευλαβικά,
    – ποτέ πιο ψηλά δεν τολμούσα ν’ ατενίσω
    προς το πρόσωπό Σου και τη δική σου ανθρώπινη υπόσταση
    πνοή τόσο εφήμερη,- ευλαβικά έψαυα
    με τ’ αμαρτωλά των αισθήσεων χείλη…

    Γιατί αμαρτωλά; Πώς τόσο αισθάνομαι
    την ανάγκη συγχώρεσης!

    Αόριστη συντριβή,
    τούτη με συντρίβει η αοριστία,
    γιατί δεν γνωρίζω πού ν’ αποθέσω
    την αμαρτία μου για να κριθεί.
    Μη δεν είναι ανύπαρχτη;
    Φαντασία κι εκείνο που λογαριάζεται,
    μένει η δύναμη μονάχα κι η αντοχή,
    για να λογαριαστεί η ζωή μας.
    Γιατί αισθάνομαι έξαφνα τη φθορά
    της πλησμονής που με κατέχει,
    του δυνατού πόθου που έχω παραδεχτεί,
    γιατί δεν μπορεί να βαστάξει η ψυχή μου
    την περήφανη ανθρώπινη στάση μου;
    Ποια αιώνια στιγμή
    έχει απομείνει από Σένα μέσα μου,
    Κύριέ μου, και τι μου ζητεί η τυραννισμένη
    μορφή Σου, ανθρώπινη;
    Όταν Εσύ ήρθες σε μένα τόσο κοντά
    κι εγώ φεύγω τώρα
    κι έφτασα να μη βλέπω το θάνατό μου
    σα συμφορά της ψυχής,
    όταν θέλω να συμμαζέψω σε τούτης της γης
    την εμορφιά την πάσα μου δύναμη,
    όταν η δύναμή μου μ’ αντέχει σκληρά,
    τι γυρεύω από Σένα Λόγε;

    Της ύπαρξής μου το λόγο
    το δέχτηκα λογικά, ακόμα
    και την πάσαν ευθύνη.
    Όταν μπήκα στην εκκλησιά Σου,
    αισθάνθηκα τη μυστική μου φθορά,
    ανησυχία βαθιά,
    την αγνώριστή μου μετάνοια.
    Από τη συλλογή Αντιθέσεις, 1957)

    Μεγάλο Σάββατο

    Εὐχὲς κροτίδες καὶ φιλήματα ἀνταλλάσσουν
    οἱ ἅγιες μέρες μεταξύ τους
    κι ἐγὼ χτυπῶ τὴν πόρτα σου
    ὄχι γιὰ νὰ εἰσέλθω μολονότι
    κατάλληλο εἶναι τὸ σῶμα ποὺ φορῶ
    μὲ προϋπηρεσία ἔντιμη μακρὰ
    ἔξωθεν τοῦ Νυμφῶνος.
    Βγὲς ἄφοβα.
    Ὄχι ἀνταπόκριση ἀπόκριση ζητῶ
    τὸ φίλημα ἐκεῖνο ποὺ ἔριξες
    ἀπὸ τὸ ὕψος εὐγενέστατης εὐχῆς
    Καλὴ Ἀνάσταση
    καὶ σφάχτηκε ὁ λαιμὸς μὲ τὸ γιακὰ μου
    ἦταν ἀπὸ τὰ κέρματα ποὺ ρίχνουμε
    στὸ δίσκο τοῦ ἐθίμου;
    ἦταν στὸ τίμιο ξύλο μου αγκίδα
    περιγελαστική;
    ἦταν μιὰ γενναιόδωρη ἔμπνευση
    πτωχῆς ἀδιαφορίας;
    Σὲ ρωτῶ
    γιατὶ δὲν εἶδα ταμπελίτσα
    δὲν εἶδα νὰ αναγράφεται
    τὸ μέγεθος καὶ ἡ σύνθεση τῆς θέρμης
    οὔτε καὶ εἶδα τυπωμένη
    τὴ μάρκα τῶν χειλιῶν σου πουθενά.
    Ἀνώνυμο τελείως
    λαθραῖο δηλαδὴ τὸ πῶς νὰ αἰσθανθῶ.

    (Χλόη Θερμοκηπίου,2005) ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ

    • Καλημέρα, Αγγελική!…

      -Νίκος Γκάτσος, «Μεγάλη Τετάρτη»

      «Εκ των σπηλαίων του όρους εξήλθον οι δαίμονες.

      Τετάρτη των τεφρών και των παθών
      ο θάνατος δεν έχει παρελθόν
      Τετάρτη των ψυχών και των αγγέλων
      ο θάνατος δεν έχει ούτε μέλλον

      Ως θάλασσα υαλίνη ομοία κρυστάλλω.

      Του σύμπαντος ηχεί το εκκρεμές
      ξυπνήστε να αποδώσουμε τιμές.
      Φανήκαν οι ουράνοι στρατηλάτες
      σα σκοτεινού Ρουβίκωνα Γαλάτες.

      Πίστις, ελπίς, αγάπη. Τα τρία ταύτα. Μείζω δε
      τούτων η αγάπη.

      Της γης αναθαρρήσαν οι πληγές.
      Πότε θ’ ανάψει ο ήλιος πυρκαγιές
      να κάψουν το παλάτι του Ηρώδη
      και τ’ άνθος του κακού να γίνει ρόδι;

      Πάντα ποιείτε ίνα γένησθε άμεμπτοι και ακέραιοι
      μέσον γενεάς σκολιάς και διεστραμμένης.»
      (Ν. Γκάτσος, Φύσα αεράκι φύσα με, εκδ. Ίκαρος)

      Νίκος Γκάτσος, «Μεγάλη Πέμπτη»

      Αυτός που κρέμασε τον ήλιο
      στο μεσοδόκι τ’ ουρανού
      κρέμεται σήμερα σε ξύλο
      ίλεως Κύριε γενού!
      Και στ’ ασπαλάθια της ερήμου
      μια μάνα φώναξε: «παιδί μου»!

      Με του Απριλιού τ’ αρχαία μάγια
      με των δαιμόνων το φιλί
      μπήκε στο σπίτι κουκουβάγια
      μπήκε κοράκι στην αυλή.
      Κι όλα τ‘ αγρίμια στο λαγκάδι
      πήραν το δρόμο για τον Άδη.

      Θα ξανασπείρει καλοκαίρια
      στην άγρια παγωνιά του νου
      αυτός που κάρφωσε τ’ αστέρια
      στην άγια σκέπη τ’ ουρανού.
      Κι εγώ κι εσύ κι εμείς κι οι άλλοι
      θα γεννηθούμε τότε πάλι.
      (Ν. Γκάτσος, Φύσα αεράκι φύσα με, εκδ. Ίκαρος)

      -Ν. Καρούζος, «Το άφθαρτο ξύλο»
      «Ο σταυρός είναι δυο επιθυμίες.
      Η μια επιθυμία που ερωτεύτηκε τα ουράνια
      σμίγει και σταυρώνεται με την επιθυμία
      καθώς διασχίζει τη γη.
      Κι ο Χριστός είναι φιλικά εσταυρωμένος».
      (Ν. Καρούζος, Τα ποιήματα, τ. Α’, εκδ. Ίκαρος)

  3. ΑΓΓΕΛΙΚΗ on said:

    ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

    ΣΤ’ ΟΣΙΟΥ ΛΟΥΚΑ ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ

    Στ’ Όσιου Λουκά το μοναστήρι, απ’ όσες
    γυναίκες του Στειριού συμμαζευτήκαν
    τον Eπιτάφιο να στολίσουν, κι όσες
    μοιρολογήτρες, ώσμε του Mεγάλου
    Σαββάτου το ξημέρωμα αγρυπνήσαν,
    ποιά να στοχάστη –έτσι γλυκά θρηνούσαν!–
    πως, κάτου απ’ τους ανθούς, τ’ ολόαχνο σμάλτο
    του πεθαμένου του Άδωνη ήταν σάρκα
    που πόνεσε βαθιά;
           Γιατί κι ο πόνος
    στα ρόδα μέσα, κι’ ο Eπιτάφιος Θρήνος,
    κ’ οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν
    απ’ του ναού τη θύρα, αναφτερώναν
    το νου τους στης Aνάστασης το θάμα,
    και του Xριστού οι πληγές σαν ανεμώνες
    τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,
    τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια
    που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!

    Aλλά το βράδυ το ίδιο του Σαββάτου,
    την ώρα π’ απ’ την Άγια Πύλη το ένα
    κερί επροσάναψε όλα τ’ άλλα ως κάτου,
    κι απ’ τ’ Άγιο Bήμα σάμπως κύμα απλώθη
    το φως ώσμε την ξώπορτα, όλοι κι’ όλες
    ανατριχιάξαν π’ άκουσαν στη μέση
    απ’ τα «Xριστός Aνέστη» μιαν αιφνίδια
    φωνή να σκούξει: «Γιώργαινα, ο Bαγγέλης!»

    Kαι να, ο λεβέντης του χωριού, ο Bαγγέλης,
    των κοριτσιών το λάμπασμα, ο Bαγγέλης,
    που τον λογιάζαν όλοι για χαμένο
    στον πόλεμο – και στέκονταν ολόρτος
    στης εκκλησιάς τη θύρα, με ποδάρι
    ξύλινο, και δε διάβαινε τη θύρα
    της εκκλησιάς, τι τον κυττάζαν όλοι
    με τα κεριά στο χέρι, τον κοιτάζαν,
    το χορευτή που τράνταζε τ’ αλώνι
    του Στειριού, μιά στην όψη, μιά στο πόδι,
    μα να το κάρφωσε ήταν στο κατώφλι
    της θύρας, και δεν έμπαινε πιο μέσα!

    Kαι τότε –μάρτυράς μου νά ’ναι ο στίχος,
    ο απλός κι’ αληθινός ετούτος στίχος,–
    απ’ το στασίδι πούμουνα στημένος
    ξαντίκρυσα τη μάνα, απ’ το κεφάλι
    πετώντας το μαντίλι, να χιμήξει
    σκυφτή και ν’ αγκαλιάσει το ποδάρι,
    το ξύλινο ποδάρι του στρατιώτη,
    -(έτσι όπως τόειδα ο στίχος μου το γράφει,
    ο απλός κι’ αληθινός ετούτος στίχος),
    και να σύρει απ’ τα βάθη της καρδιάς της
    ένα σκούξιμο: «Mάτια μου, Bαγγέλη!»

    Kι ακόμα, –μάρτυράς μου νά ’ναι ο στίχος,
    ο απλός κι’ αληθινός ετούτος στίχος,–
    ξοπίσωθέ της, όσες μαζευτήκαν
    από το βράδυ της Mεγάλης Πέφτης,
    νανουριστά, θαμπά για να θρηνήσουν
    τον πεθαμένον Άδωνη, κρυμμένο
    μες στα λουλούδια, τώρα να ξεσπάσουν
    μαζί την αξεθύμαστη του τρόμου
    κραυγή, – που, ως στο στασίδι μου κρατιόμουν,
    ένας πέπλος μου σκέπασε τα μάτια!…

    http://alonakitispoiisis.blogspot.gr/?zx=da109d62b35470b9

    • Καλησπέρα, Αγγελική!… Ευχαριστώ πολύ για τον υπέροχο Σικελιανό που τον έχουμε ξεχάσει (είναι νομίζω το πρώτο ποίημά του που δημοσιεύουμε σε τούτη τη θεματολογία του μπολγκ μου)… Εύχομαι τα καλύτερα για σένα!!!

      -Και μια διαφορετική (επαναστατική) εκδοχή για την “προδοσία” του Ιούδα από τον Κώστα Βάρναλη:
      «Η αγωνία του Ιούδα»
      (απόσπασμα)
      “… Στην Άγια Πόλη μπήκαμε,- βάγια πολλά και φοινικιές!-
      και ξένοι αρχόντοι και δικοί κρυμμένοι τρέμαν όλοι,
      γιατί άνεμος ξεσήκωνε τα πλήθη (ελπίδες ξαφνικές!)
      του ‘πα σιγά: – «Τώρα καιρός για τη Μεγάλη Σκόλη!»”
      (και μ’ απαντά) –Ουράνιο το βασίλειο μου κι ουράνια, μάθε, η Πόλη».

      Ποιος το φτωχό μου το κορμί και την ψυχή μου τη φτωχιά
      απ’ τον κρυφό το Φαρισαίο κι απ’ τον τραχύ Λατίνο,
      από τον ξένο γέρακα θα σώσει κι απ’ την ντόπια οχιά;
      Αυτούς σ’ ατάραγη ζωή κι αράθυμη ν’ αφήνω
      κ’ εγώ ανεμόσκαλα σωμού στο γαλανό να στήνω;

      Δεν είναι μόνο η δικιά μου μοίρα, που με τυραννά,
      μαύροι συντρόφοι της δουλειάς και της απελπισίας…
      Ήρθε γι αυτούς, – για μας ακόμ’ αργεί ο ωραίος Μεσσίας. […]
      (θυμάται τη μάνα του)
      Τα κλάηματά σου, μάνα μου, φτάνουν εδώ στην ερημιά.
      Με τα λιγνά χεράκια σου νυχτόημερα δεμένη,
      ώρες κοιτώντας χαμηλά τελειώνεις με λιγοθυμιά.
      Μες στ’ άδειο σου θυμητικό άλλο από με δε μένει.
      Του ζωντανού θανάτου εμείς χρόνια καταραμένοι!

      Για σας, μανάδες κι αδερφοί και τώρα κ’ ύστερα, σιγά
      θα κάμω απόψε, που νογώ, της ανταρσίας το κρίμα.
      Και ξέρω τι καταλαλιά τη μνήμη μου θα κυνηγά!
      Αν δεν πετύχει τούτο δα το πρώτο μέγα βήμα
      θα πουν οι εμπόροι των θεών: Τον πρόδωσε για χρήμα.”

  4. Αγαπητέ κε Τζίκα. Πολλές φορές επισκέπτομαι το μπλογκ σας,λατρεύω την ποίηση κι εδώ βρίσκω συγκεντρωμένα τον ανθό των ποιητών ανά περιπτωση που μ ενδιαφέρει.Πολλές φορές μου χετε ανοίξει δρομους σ ε ποιήματα που δ ε γνώριζα και εχω χρησιμοποιήσει ποιήματα στις δικές μου αναρτήσεις.
    Σήμερα όμως μου προκάλεσε εντύπωση το κείμενό σας,στο τέλος της ανάρτησης. Και διαβάζοντάς το,που συμφωνώ απολύτως σ αυτό το βίωμα του Μεγαλοβδόμαδου που καταγράφετε,με αιφνιδίασε αυτή η φράση:Και να συνεχίζει να ανάβει το κεράκι του στο ξωκλήσι του αγίου Λύπιου: » κι έγινε αιτία του σχολίου αυτού.Επειδή εμείς στη Ζάκυνθο έχουμε ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου και μ αυτό το όνομα δεν γνωρίζω ν αποκαλείται αλλού ο Αγιος Αλύπιος. Κι ερωτώ εχετε σχέση με Ζάκυνθο;
    Κι αφου νομίζω οτι βρήκα το απόσπασμα που θάθελα να συνοδεύσει εν ευθέτω χρονω το έργο μου (θα επανέλθω να σας το δείξω ),θα σας χαιρετήσω ,θα σας ευχηθώ ΚΑΛΗ ΔΥΝΑΜΗ στους δύσκολους καιρούς που ζούμε, ΥΓΕΙΑ πάνω απ όλα και γρήγορα να ξεπεράσουμε αυτή την αγέλαστη Ανοιξη .

    • Ευχαριστώ πολύ, Χαρά!!! Το «Λύπιου» το συνάντησα σ’ ένα ποίημα του Βύρωνα Λεοντάρη…Όχι δεν έχω σχέση με τη Ζάκυνθο, μένω στο Βόλο….Να ‘σαι πάντα καλά…Υγεία και καλό κουράγιο!!!!

Σχολιάστε