Λόγος Παράταιρος

«Παράταιρος ο λόγος ο δυνατός/ μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει» (Γ. Ρίτσος)

Πες το με ποίηση (50ο): «Δρόμος»….

-Οκτάβιο Παζ, «Ο δρόμος»

«Ειν’ ένας δρόμος μακρύς και σιωπηλός.
Βαδίζω στο σκοτάδι και παραπατώ και πέφτω
και σηκώνομαι και με πόδια τυφλά πατώ πέτρες βουβές και ξερά φύλλα
και κάποιος πίσω μου κάνει το ίδιο:
αν σταματήσω, σταματάει.
Αν τρέξω, τρέχει. Στρέφομαι κανείς.
Τα πάντα σκοτεινά και δίχως έξοδο
και στρίβω και ξαναστρίβω σε γωνιές που πάντα βγάζουνε στο δρόμο
όπου κανένας δεν περιμένει, δε μ’ ακολουθεί
όπου εγώ ακολουθώ κάποιονε που παραπατά και που σηκώνεται

και λέει βλέποντας- με: κανείς.»

-Κλείτος Κύρου, «Όταν στους δρόμους»

«Όταν στους δρόμους βροντούσαν τα τύμπανα
Οι επιστροφές σκοτώναν τις ελπίδες

Κρατώ το χέρι σου μες στο σκοτάδι
Και προχωρώ
Εσύ και δυο άστρα που επιζήσαν
Οι μόνοι μου συνοδοί
Τα σχέδια που δεν πρόφτασα να χαράξω
Κι οι φαντασίες του σύννεφου στο ηλιοβασίλεμα
Σημαδεύουν την αρνητική πορεία
Δεν μένει παρά να πλαγιάσουμε στον κάμπο
Και ν’ αγαπήσουμε το πρώτο μαρτολούλουδο που δεν έκοψες
Αυτοί που μας αγάπησαν πεθάναν πριν μας μισήσουν
Αυτούς που θ΄αγαπούσαμε τους υπόταξε η λογική

Παιδιά σαν ήμασταν δεν παίξαμε ποτέ
Έφηβοι δεν κλάψαμε
Σαν γίναμε άντρες λησμονήσαμε το γέλιο
Πώς θέλετε να πάψουμε να νοσταλγούμε

Καθισμένη στα βράχια δαγκώνεις πικρόριζες
Κι ένας αγέρας επιβίωσης φυσάει απ’ τις σχισμές των ματιών σου
Έχω το φέρσιμο των σκοτωμένων Άγγλων ποιητών που τους διάβασα στα βιβλία
Συλλογίζομαι αυτούς που έφυγαν από κοντά μας σιωπηλά και με διάκριση τόση
Άλλοι χάθηκαν σε πλοία ναυαγισμένα άλλοι αφανίστηκαν από σιβυλλικές ασθένειες άλλοι δολοφονήθηκαν
Ζούμε στη βασιλεία της διασποράς
Η κάθε μέρα και μια εφήμερη προέκταση
Κάθε βράδυ οι εραστές ζητούν απόμερες γωνιές
Κάθε άνθρωπος ανακαλύπτει κάποτε το αδύνατο ενός γυρισμού
Κι όμως δεν αντιστέκεται αποκτά συνήθειες
Διασταυρώνει το σπέρμα του με καινούργιες γυναίκες
Υποβάλλει τη μνήμη του σε συνεχή αφαίρεση
Και τέλος φεύγει από κοντά μας

Όταν στους δρόμους ξαναβροντήσουν τα τύμπανα
Θα ξεριζώσω τη φωνή μου
Και θ’ αγαπήσω δυο φορές το σχήμα της σιωπής σου»

(Κλείτος Κύρου, Εν όλω συγκομιδή, ΑΓΡΑ)

-Τζακ Κέρουακ, «Κρασί  στους αλήτικους δρόμους»

«Θα μποϱούσα να ϰάνω ϰάτι xειϱότεϱο
απ’ το να ϰάϑομαι στους αλήτιϰους δϱόμους
πίνοντας ϰϱασί,

απ’ το να ƶέϱω πως τίποτα δεν έxει σημασία τελιϰά
να ƶέϱω πως δεν υπάϱxει πϱαɣματιϰή διαφοϱά
ανάμεσα σε πλούσιους ϰαι φτωxούς
να ƶέϱω πως η αιωνιότητα δεν είναι ούτε
νηφάλια ούτε μεϑυσμένη,
να ƶέϱω όλα τούτα, νέος
ϰαι να ‘μαι ποιητής,

Θα μποϱούσα να ήμουν επιxειϱηματίας ϰαι να λέω
τϱομεϱές ϐλαϰείες ϰαι να πιστεύω πως ο Θεός
νοιάzεται ɣια μένα,

αντί ɣι’ αυτό έϰατσα σταυϱοπόδι σε μοναxιϰές
παϱόδους ϰαι ϰανείς δεν με είδε, μόνο το μπουϰάλι
είδαν ϰι αυτό είxε αδειάσει

ϰι έϰανα έϱωτα σε ϰαλαμποϰοxώϱαφα
ϰαι σε νεϰϱοταφεία

ɣια να μάϑω πως οι νεϰϱοί δεν ϰάνουν φασαϱία
ɣια να μάϑω πως τα ϰαλαμπόϰια μιλάνε
(το ’να στ’ άλλο με xέϱια ɣέϱιϰα ƶεϱά)

έϰατσα στα σοϰάϰια νιώϑοντας τα φώτα του νέον
ϰαι ϰοιτώντας τους επιστάτες της μητϱόπολης
να στύϐουν τις πατσαϐούϱες τους ϰάτω στα
σϰαλιά της εϰϰλησίας.

Κάϑομαι πίνω ϰϱασί
ϰαι αɣιάzω στις ɣϱαμμές του τϱένου

απ’ το να είμαι εϰατομμυϱιούxος ϰαι πάλι πϱοτιμώ
να σωϱιάzομαι με ϰάποιον άμοιϱο ϰαι φτηνό ουίσϰι
στην πόϱτα μιας αποϑήϰης, με ϑέα μεɣάλα ηλιοϐασιλέματα
σε xοϱταϱιασμένους αɣϱούς του σιδηϱοδϱόμου

να ƶέϱω πως όσοι ϰοιμούνται στο ποτάμι
έxουν μάταια όνειϱα, να ‘μαι σταυϱοπόδι
μες στη νύxτα ϰαι να ɣνωϱίzω τα πάντα

να ‘μαι μοναxιϰός σϰοτεινός
με το οπτιϰό νεύϱο παϱατηϱητής
του διαμαντιού του ϰόσμου
που στϱοϐιλίzεται.»
(Ανθολογία μπητ ποίησης, Ροές)

-Aνδρέας Εμπειρίκος, «Ο Δρόμος»

«Θαμπός ο δρόμος την αυγή, χωρίς σκιές· λαμπρός σαν ήχος κίτρινος πνευστών το μεσημέρι με τον ήλιο. Tα αντικείμενα, τα κτίσματα στιλπνά και η πλάσις όλη με πανηγύρι μοιάζει, χαρούμενη μέσα στο φως, σαν πετεινός που σ’ έναν φράχτη αλαλάζει.
Aμέριμνος ο δρόμος εξακολουθεί, σαν κάποιος που σφυρίζοντας (αέρας της ανοίξεως σε καλαμιές) αμέριμνος διαβαίνει, και όσο εντείνεται το φως, η κίνησις των διαβατών, πεζών και εποχουμένων, στον δρόμο αυξάνει και πληθαίνει.

    Oι διαβάται αμέτρητοι. Aνάμεσα σε αγνώστους ποιητάς και αγίους ανωνύμους, ανάμεσα σε φορτηγά διαδρομών μεγάλων, όλοι, αστοί και προλετάριοι διαβαίνουν, όλοι υπακούοντες σε κάτι, σε κάτι συχνά πολύ καλά μασκαρεμένο (τουτέστιν υπακούοντες στην Mοίρα) άλλοι πεζοί και άλλοι μετακινούμενοι με τροχοφόρα, με οχήματα λογής-λογής, τροχήλατα ποικίλα, μέσ’ στην βοή διαβαίνοντες και την αντάρα, με Σιτροέν, με Kαντιλλάκ, με Bέσπες και με κάρρα.

     O δρόμος, σκυρόστρωτος ή με άσφαλτο ντυμένος, από παντού πάντα περνά – Aθήνα, Mόσχα, Γιαροσλάβ, Λονδίνο και Πεκίνο, από την Σάντα Φε ντε Mπογκοτά και την Γουαδαλαχάρα, την Σιέρρα Mάντρε Oριεντάλ και τις κορδιλλιέρες, μέσ’ από τόπους ιερούς σαν τους Δελφούς και την Δωδώνη, μέσ’ από τόπους ένδοξους, όπως τα Σάλωνα, όπως η γέφυρα της Aλαμάνας, καθώς και από άλλα μέρη ξακουστά, σαν την κοσμόπολι εκείνη, που ηδυπαθώς την διασχίζει ο γκρίζος Σηκουάνας.

     Όμως ο δρόμος, αν και από παντού περνά, δεν είναι πάντα της αμεριμνησίας ή της συνήθους συλλογής. Kαμιά φορά φωνές ακούονται την νύκτα, φωνές μιας γυναικός που άνδρες πολλοί σ’ ένα χαντάκι την βιάζουν, ή άλλες φορές, άλλες φωνές – εκείνο το δυσοίωνο παράγγελμα: «Στον τόπο !» που μέγαν τρόμον έσπερνε μέσ’ στις ψυχές των οδοιπόρων, όταν μαχαίρια άστραφταν και καριοφίλια ή γκράδες, εμπρός στα στήθη των ταξιδιωτών, όταν στον δρόμο αυτόν, μοίρα κακή τούς έριχνε στα χέρια των ληστανταρτών, που φουστανέλλα λερή φορώντας, έτσι καθώς προβάλλανε από την μπούκα μιας σπηλιάς, με παλληκάρια μοιάζανε του Oδυσσέα Aνδρούτσου, σαν νάταν ο τόπος το Xάνι της Γραβιάς και οι ταξιδιώται τούτοι, στρατιώται του Kιοσέ Mεχμέτ ή του Oμέρ Bρυώνη – έτσι, καθώς απ’ το Πικέρμι ξεκινώντας, περνώντας μέσ’ απ’ την Nταού Πεντέλη, από τον δρόμο αυτόν, προς μονοπάτια δύσβατα τους λόρδους οδηγούσαν (ξανθά παιδιά της Iνγκλιτέρας που στην Eλλάδα ήρθανε και αγιάσαν) με τα χαντζάρια οι λησταί κεντρίζοντάς τους (ω Eδουάρδε Xέρμπερτ ! ω Bάινερ, ντε Mπόυλ και Λόυντ !) ώσπου να φθάσουν σε σίγουρα λημέρια, κοντά στη Σκάλα του Ωρωπού, στου Δήλεσι τα μέρη, για λύτρα βασιλικά ή για μαχαίρι (στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά και στο Xρυσό κριάρια) για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή (για δες καιρό που διάλεξε ο Xάρος να με πάρη) ενώ ο χειμώνας τέλειωνε και ζύγωνε η Λαμπρή, και μύριζε παντού πολύ το πεύκο, το θυμάρι, για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή, (ω Aρβανιτάκη Tάκο ! ω Aρβανιτάκη Xρήστο ! ω Γερογιάννη και μαύρε εσύ Kαταρραχιά !) για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή, κοντά στη Σκάλα του Ωρωπού, στου Δήλεσι τα μέρη.
Kαι ο δρόμος εξακολουθεί, με ανάλογα στοιχεία και από παντού πάντα περνά (Γκραν Kάνυον, Mακροτάνταλον, Aκροκεραύνια, Άνδεις) από τις όχθες του Γουαδαλκιβίρ που όλη την Kόρδοβα ποτίζει, από τις όχθες του Aμούρ και από τις όχθες του Zαμβέζη, ο δρόμος από παντού περνά, σκληρός, σκληρότατος παντού, τόσο, που πάντοτε αντέχει, στα βήματα όλων των πεζών και στην τριβή των βαρυτέρων οχημάτων, μέσ’ από πόλεις και χωριά, βουνά, υψίπεδα και κάμπους, από τις λίμνες τις Φινλανδικές, την Γη του Πυρός και την Eστραμαδούρα, έως που ξάφνου, κάθε τόσο, μια πινακίς, μη ορατή παρά στους καλουμένους, πάντα εμφανίζεται για τον καθένα, όπου και αν βρίσκονται οι γηγενείς και οι ταξιδιώται, μια πινακίς με γράμματα χονδρά και απλά που γράφει: «Tέρμα εδώ. Eτοιμασθήτε. O ποταμός Aχέρων».

      Tην ίδια στιγμή, όποια και αν είναι η χώρα, όποιο και αν είναι το τοπίον, γίνεται μια τελευταία Bενετιά μ’ ένα Kανάλε Γκράντε – όραμα πάντα θείον και των αισθήσεων χαιρετισμός στερνός – μια τελευταία Bενετιά στις αποβάθρες της οποίας γονδόλες μαύρες περιμένουν (πήγα να πω σαν νεκροφόρες) και ένας περάτης γονδολιέρης, ωχρός και κάτισχνος μα δυνατός στα μπράτσα, τους τερματίζοντας κάθε φορά καλεί: «Περάστε, κύριοι, απ’ εδώ. Tούτη είναι η βάρκα σας. Eμπάτε.» Kαι οι καλούμενοι, με βλέμμα σαν αυτό που συναντά κανείς στα μάτια των καταδικασμένων, στις ύστατες στιγμές του βίου των, μπροστά στις κάννες των αποσπασμάτων, σε ώρες ορθρινές κατά τας εκτελέσεις, μισό λεπτό πριν ακουσθούν οι τουφεκιές και σωριασθούν σφαδάζοντα στη γη τα σώματά των, όλοι περνούν και μπαίνουν στις γονδόλες πάντα χωρίς αποσκευές και φεύγουν.
Kαι ο δρόμος εξακολουθεί, σκληρός, σκληρότερος παρά ποτέ, σκυρόστρωτος ή με άσφαλτο ντυμένος, και μαλακώνει μόνο, όποια και αν είναι η χώρα, όποιο και αν είναι το τοπίον, κάτω από σέλας αγλαόν αθανασίας, μόνον στα βήματα των ποιητών εκείνων, που οι ψυχές των ένα με τα κορμιά των είναι, των ποιητών εκείνων των ακραιφνών και των αχράντων, καθώς και των αδελφών αυτών Aγίων Πάντων.»

(από την Oκτάνα, Ίκαρος 1980)

 

Single Post Navigation

10 thoughts on “Πες το με ποίηση (50ο): «Δρόμος»….

  1. ΑΓΓΕΛΙΚΗ on said:

    Τα ποιήματα στο δρόμο (Νίκος Χουλιαράς)

    Μ’ αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ’ τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια – όχι αυτά που κρέμονται στα δέντρα της γιορτής, στη θαλπωρή των δωματίων, αλλά εκείνα που τονίζουνε την ερημία των σφαχτών στις μωβ βιτρίνες των συνοικιακών κρεοπωλείων.
    Τα σακατεμένα και τα μοναχικά, μ’ αρέσουν: τα ποιήματα-κοπρίτες που περπατούν κουτσαίνοντας στις σκοτεινές άκρες των λεωφόρων: αυτά που τ’ αγνοούν οι κριτικοί κι οι εκπαιδευτικοί του Μωραΐτη· που τα χτυπούν συχνά οι μεθυσμένοι οδηγοί και τα αφήνουν αβοήθητα στο δρόμο. Και τα ποιήματα-παιδάκια, όμως αγαπώ· αυτά που ενώ δεν έχουν μάθει ακόμη την αλφάβητο, μπορούν εντούτοις, με δυο λέξεις τους, να σου κολλήσουν την ψυχή στον τοίχο.
    Μ’ αρέσουν, πάλι, τα απελπισμένα κι όμως χαμογελαστά: τα ποιήματα-συνένοχοι· εκείνα που σου κλείνουνε με νόημα το μάτι. Που δεν σου πιάνουν την κουβέντα, δεν σ’ απασχολούν μα συνεχίζουνε το δρόμο τους αδιάφορα: τα ποιήματα-«δεν πρόκειται να σου ζητήσω τίποτε»· αυτά που χαιρετούν μόνο και φεύγουν, όπως μ’ αρέσουνε και τ’ άλλα, τα χαρούμενα, που προτιμούνε τα παιχνίδια απ’ το μάθημα καθώς και τα ποιήματα-παππούδες, γιατί ενώ γνωρίζουνε καλά το μάταιο της ζωής εντούτοις θέλουν να το ζήσουν.

    Από το κείμενο Τα ποιήματα στο δρόμο του Νίκου Χουλιαρά (δημοσιευμένο στο περιοδικό Η Λέξη, τεύχος 147, Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 1998)

    Δρόμοι παλιοί

    ΔΡΟΜΟΙ
    Δρόμοι, – στιλπνά σκούρα χταπόδια τούτης της χώρας μου,
    που πάνω σας δίχως μορφή και δίχως βάρος
    πορεύεται το μέλλον· κούρσες, πούλμαν, δεξαμενόπλοια,
    κάποιο ποδήλατο και κανένα σπουργίτι
    που κυλά τις αόρατες ρόδες του πάνω στην άσφαλτο.
    Από κάτω υπόγειοι δρόμοι. Από πάνω
    αέρινες σήραγγες παίζοντας τζαζ.
    Δρόμοι πλάι σε αστραφτερές βιτρίνες. πλάι
    σ’ αγάλματα ή ανάμεσα από μαγαζιά κι
    εργοστάσια. Δρόμε έξω απ’ το πανεπιστήμιο.
    Έξω απ’ το κτίριο της Βουλής. Δρόμε εθνικέ.
    Δρόμοι της συνοικίας. Δρόμοι μαστιγωμένοι
    από πίσσα και αίμα. Φτιαγμένοι με φωνές
    και χαλίκια. Κάτω απ’ το βάρος
    οδοστρωτήρων και χιλιάδων διαδηλώσεων.
    Δρόμε, σάβανο του Γρηγόρη, του Σωτήρη, του Τάσσου.
    Δρόμοι – παιάνες. δρόμοι γιορτής.
    δρόμοι – αγωνία. δρόμοι – φονιάδες.
    Ποια κατάρα πάνω σας έχει πέσει;

    Περιμένουμε ο καθένας στη στάση του.
    Περιμένουμε όλοι μαζί στο τσίγκινο υπόστεγο.

    (1971) ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΟΥΛΙΟΣ

    Δρόμος

    Τώρα μακραίνουνε
    πύργοι, παλάτια
    κλαίνε μου οι θύμησες,
    κλαίνε τα μάτια.

    Τώρα θανάσιμη
    νύχτα με ζώνει,
    μέσα μου ογκώνονται
    οι άφραστοι πόνοι.

    Μ` είδαν, προσπέρασαν
    όσοι αγαπάω,
    μόνος απόμεινα
    κι έρημος πάω.

    Πόσο τ` ανέβασμα
    του άχαρου δρόμου !
    Στρέφω κοιτάζοντας
    προς τ` όνειρό μου.

    Μόλις και φαίνονται
    οι άσπρες εικόνες,
    τ` άνθη, χαμόγελα
    μες στους χειμώνες.

    Αεροσαλεύουνε
    κρίνοι και χέρια,
    ήλιοι τα πρόσωπα,
    μάτια τ` αστέρια.

    Είναι και ανάμεσα
    σ` όλα η αγάπη,
    στο πρωτοφίλημα
    κόρη που εντράπει.

    Κι όλο μακραίνουνε
    πύργοι, παλάτια
    κλαίνε μου οι θύμησες,
    κλαίνε τα μάτια…
    (Κώστας Καρυωτάκης)

    Ο δρόμος είναι σκοτεινός / μέχρι να σ’ ανταμώσω

    Ο δρόμος της επιλογής

    Πρόσεχε τις διακλαδώσεις
    εκεί αλλάζει ο κόσμος
    και ο δρόμος της επιλογής
    είναι πάντα κόστος
    διότι κάτι δεν θα ζήσεις
    πρέπει λοιπόν να διαλέξεις
    δίχως να ξέρεις τα πάντα
    γιατί κανείς δεν έζησε
    την προηγούμενη ζωή σου
    ενώ εσύ είδες το παρελθόν
    που είχε μέσα του
    τα κομμάτια του μέλλοντος
    λόγω της νοημοσύνης.

    (Ν. Λυγερός)

    Ray Charles – Hit The Road Jack

    Ο ΕΡΗΜΟΣ ΔΡΟΜΟΣ
    Βροχὴ ἀπὸ μέλι
    στὰ πεινασμένα μου χέρια
    στεφάνια
    στεφάνια
    στεφάνια
    στὰ πικρά μου μαλλιὰ
    ὅμως
    τὸ βάθρο τοῦ ἀγάλματος
    μένει πάντα ἄδειο
    ὅμως
    τὸ στόμα τοῦ ἀγάλματος
    μένει πάντα βουβό
    ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ

    ΝΙΚΟΣ ΔΗΜΗΤΡΑΤΟΣ – δρόμοι περπατημένοι – ΛΑΓΙΟΣ/ ΕΛΥΤΗΣ

    Για να φτάσεις εκεί που είσαι, να ‘ρθεις από κει που δεν είσαι,
    Πρέπει να πας από ένα δρόμο, όπου δεν υπάρχει έκσταση.
    Για να φτάσεις σε κάτι που δεν ξέρεις
    Πρέπει να πας από ένα δρόμο που είναι ο δρόμος της άγνοιας.
    Για να ‘χεις ό, τι δεν κατέχεις
    Πρέπει να πας από το δρόμο της αλλοτρίωσης.
    Για να φτάσεις σ’ αυτό που δεν είσαι
    Πρέπει να πας μες απ’ το δρόμο όπου δεν είσαι.
    Κι ό, τι δεν γνωρίζεις είναι το μόνο που γνωρίζεις
    Κι ό, τι σου ανήκει είναι αυτό που δε σου ανήκει
    Κι όπου βρίσκεσαι είναι εκεί όπου δεν βρίσκεσαι.
    (Aπόσπασμα από τα Τέσσερα Κουαρτέτα, του Τ. Σ. Έλιοτ)

    John Denver – Country Roads

    Υπάρχουν τέσσερις δρόμοι

    Υπάρχουν τέσσερις δρόμοι.
    Ο πρώτος δρόμος είναι να παρακάμψεις κάτι.

    Ο δεύτερος δρόμος είναι να αρνηθείς είτε
    Να ομολογήσεις κάτι δυσάρεστο.

    Ο τρίτος δρόμος δε μοιάζει με το δεύτερο,
    Σε αυτόν το αντικείμενο είναι καλό.

    Και ο τέταρτος είναι δρόμος ο πραγματικός
    Πάνω από το χώρο των δρόμων επικρέμεται:

    Σε αυτόν το αντικείμενο χωράει στον κόσμο.
    Τέσσερις είναι όλοι κι όλοι οι δρόμοι που υπάρχουν.
    1942
    (Νικολάι Γλαζκόφ,
    Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης)

    Όλα είναι δρόμος- Σπανουδάκης Σταμάτης

    Πηγαίνω ονειρεύοντας δρόμους

    Πηγαίνω ονειρεύοντας δρόμους
    το απόγευμα. Οι λόφοι
    χρυσοί, το πράσινο των πεύκων,
    οι σκονισμένες βελανιδιές!…
    Πού πάει ο δρόμος;
    Πηγαίνω τραγουδώντας, ταξιδεύοντας
    κατά μήκος της διαδρομής…
    -Το απόγευμα πέφτει αργά-.
    ‘Μες στην καρδιά είχα
    το αγκάθι ενός πάθους.
    Κατάφερα και το έβγαλα μια μέρα,
    και τώρα δεν μπορώ να νιώσω την καρδιά’.

    Κι ο τόπος όλος μια στιγμή
    μένει, βουβός και ζοφερός,
    να συλλογιέται. Ηχεί ο αέρας
    ανάμεσα στις λεύκες στο ποτάμι.

    Πιο σκοτεινό τώρα το απόγευμα,
    κι ο δρόμος που έρπει
    και ίσα που ασπρίζει,
    θολώνει και εξαφανίζεται.

    Το τραγούδι μου επιστρέφει σε θρήνο:
    ‘Οξύ αγκάθι χρυσαφένιο,
    Αχ να μπορούσα να σε νιώσω
    Μπηγμένο στην καρδιά’
    (ελεύθερη απόδοση: Μαρία Θεοφιλάκου)
    ΑΝΤΟΝΙΟ ΜΑΤΣΑΔΟ

    ΙΕΡΑ ΟΔΟΣ

    Συνοικίες στα νοτιοδυτικά
    Συνοικίες ντυμένες κουρέλια
    Σχήματα καπνού σου κλείνουμε τις πύλες του ουρανού
    Συνοικίες στα νοτιοδυτικά
    Σουρούπωσε και σκίζονται
    Στα στήθη της σιωπής σου
    Σεληνιακά πετρώματα
    Σεντόνια δίχως πτώματα
    Σοβάδες πλίνθοι χώματα
    Στην πόρτα της ντροπής σου.

    Δεκέμβρης 1952
    (Τάσος Δενέγρης, «Ακαριαία», ύψιλον / βιβλία. Αθήνα 1985, σελ. 14.)

    Δεν έχει δρόμο να διαβώ, Πάνος Τζανετής

    Οδός Κωνσταντινουπόλεως

    Σ’ αυτό το δρόμο με τις πολυκατοικίες,
    παλιά επαίζαμε.
    Βγαίναν οι γείτονες και μας φώναζαν.
    Ο αστυφύλακας
    (ο ίδιος πάντα)
    περνούσε και μας έπαιρνε το τόπι
    που ‘χαμε κάμει με πανιά.
    Τώρα δεν παίζουνε παιδιά.
    Τώρα ουρλιάζουν τροχοφόρα.
    ΧΡΙΣΤΟΣ ΛΑΣΚΑΡΗΣ

    • Καλημέρα, Αγγελική!… Καλή Κυριακή!… Για άλλη μια φορά πλούτισες τη σελίδα μου με τόσα πολλά και τόσο ωραία!… Σ’ ευχαριστώ πολύ, την αγάπη μου!!!
      Κι από μένα:

      -Μανόλης Αναγνωστάκης, «Αυτοί δεν είναι οι δρόμοι που γνωρίσαμε»
      Αὐτοὶ δὲν εἶναι οἱ δρόμοι ποὺ γνωρίσαμε
      Ἀλλότριο πλῆθος ἕρπει τώρα στὶς λεωφόρους
      Ἀλλάξαν καὶ τῶν προαστίων οἱ ὀνομασίες
      Ὑψώνονται ἄσυλα στὰ γήπεδα καὶ στὶς πλατεῖες.
      Ποιὸς περιμένει τὴν ἐπιστροφή σου; Ἐδῶ οἱ ἐπίγονοι
      Λιθοβολοῦν τοὺς ξένους, θύουν σ᾿ ὁμοιώματα,
      Εἶσαι ἕνας ἄγνωστος μὲς στὸ ἄγνωστο ἐκκλησίασμα
      Κι ἀπὸ τὸν ἄμβωνα ἀφορίζουνε τοὺς ξένους
      Ρίχνουνε στοὺς ἀλλόγλωσσους κατάρες

      Ἐσὺ στοὺς σκοτεινοὺς διαδρόμους χώσου
      Στὶς δαιδαλώδεις κρύπτες ποὺ δὲν προσεγγίζει
      Οὔτε φωνὴ ἀγριμιοῦ ἢ ἦχος τυμπάνου·
      Ἐκεῖ δὲ θὰ σὲ βροῦν. Γιατί ἂν σ᾿ ἀφορίσουν
      Κάποιοι –ἀναπόφευκτα– στὰ χείλη τους θὰ σὲ προφέρουν
      Οἱ σκέψεις σου θ᾿ ἀλλοιωθοῦν, θὰ σοῦ ἀποδώσουν
      Ψιθυριστὰ προθέσεις, θὰ σὲ ὑμνήσουν.
      Μὲ τέτοιες προσιτὲς ἐπιτυχίες θὰ ἡττηθεῖς.
      Τεντώσου ἀπορρίπτοντας τῶν λόγων σου τὴν πανοπλία
      Κάθε ἐξωτερικὸ περίβλημά σου περιττὸ
      Καὶ τῆς Σιωπῆς τὸ μέγα διάστημα, ἔτσι,
      Τεντώσου νὰ πληρώσεις συμπαγής.
      (Μ. Αναγνωστάκης, Τα ποιήματα, Νεφέλη)

      -Γιάννης Ρίτσος, «Τώρα είναι δικός σου αυτός ο δρόμος»

      Ήταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ, δύσκολος δρόμος!
      Τώρα είναι δικός σου αυτός ο δρόμος.
      Τον κρατάς όπως κρατάς το χέρι του φίλου σου
      και μετράς το σφυγμό του πάνω σε τούτο το σημάδι
      που άφησαν οι χειροπέδες!
      Κανονικός σφυγμός, σίγουρο χέρι.
      Κανονικός σφυγμός, σίγουρος δρόμος!

      Ήταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ! Πολύ μακρύς αδερφέ μου.
      Οι χειροπέδες βάραιναν τα χέρια. Τα βράδια που ο μικρός γλόμπος
      κουνούσε το κεφάλι του λέγοντας «πέρασε η ώρα»
      εμείς διαβάζαμε την ιστορία του κόσμου σε μικρά ονόματα
      σε κάποιες χρονολογίες σκαλισμένες με το νύχι στους τοίχους
      των φυλακών, σε κάτι παιδιάστικα σχέδια των μελλοθανάτων.
      Μια καρδιά, ένα τόξο, ένα καράβι που ‘σκιζε σίγουρα το χρόνο,
      σε κάποιους στίχους που ‘μειναν στη μέση για να τους τελειώσουμε,
      σε κάποιους στίχους που τελειώσαν για να μην τελειώσουμε.

      Ήταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ, δύσκολος δρόμος.
      Τώρα είναι δικός σου αυτός ο δρόμος. Τον κρατάς
      όπως κρατάς το χέρι του φίλου σου, και μετράς το σφυγμό του,
      πάνω σε τούτο το σημάδι που άφησαν οι χειροπέδες.
      Κανονικός σφυγμός. Σίγουρο χέρι.
      Κανονικός σφυγμός. Σίγουρος δρόμος.
      (Γ. Ρίτσος, Καπνισμένο τσουκάλι)

  2. myownpersonalwinter on said:

    Την καλησπέρα μου 🙂
    Κάτι δικό μου…

    οι δρόμοι

    Κάποιοι δρόμοι είναι σιωπηλοί

    Κάποιοι μιλούν πολύ αλλά χωρίς ουσία, μόνο θόρυβος

    Κάποιοι είναι γεμάτοι πληγές, δέχονται παθητικά το πάτημα

    Κάποιοι προκαλούν το δέος με όσα εξιστορούν

    Κάποιοι καταλήγουν σε σταυροδρόμια
    με τις αποφάσεις να κρέμονται μετέωρες σαν ώριμα φρούτα

    Κάποιοι σε προδιαθέτουν να μην τους διαβείς, ν αλλάξεις ρώτα ή και προορισμό

    Κάποιοι σε παροτρύνουν να τους διαβείς και να χαθείς στο δαιδαλώδες σύστημά τους

    Κάποιοι είναι αδιέξοδοι, η μετωπική σύγκρουση αναπόφευκτη

    Κάποιοι είναι σκοτεινοί ή πεφωτισμένοι, φαρδιοί ή στενοί

    Κάποιοι είναι ανηφορικοί, δύσβατοι, κατηφορικοί, φαινομενικά εύκολοι

    Κάποιοι είναι τσιμεντένιοι, πλακόστρωτοι, ξύλινοι, ασφαλτοστρωμένοι

    Κάποιοι οδηγούν σε υπέργειες ή υπόγειες στοές

    Κάποιοι είναι μονόδρομοι, κάποιοι αμφίδρομοι

    Κάποιοι αδιάβατοι

    Κάποιοι αχαρτογράφητοι

    Αν δεν τους ανοίξεις, δε θα μάθεις ποτέ.

    κι ένα τραγούδι

    • Καλημέρα, Νάνσυ!!!… Ευχαριστώ πολύ για το πολύ ωραίο ποίημά σου και για το όμορφο τραγούδι!
      Από μένα «Δρόμοι που χάθηκα»….

  3. «Παρ’ το δρόμο που σου πρέπει, τον αγύριστο…»….εξαιρετικά αφιερωμένο στο Σαμαροβενιζελέϊκο ανδρόγυνο, με την ευχή να βρει επιτέλους ο λαός το δρόμο που βγάζει από το αδιέξοδο… Το ξέρω ότι έγινα πεζή και πάλι, αλλά λειτούργησα εντελώς αυθόρμητα! Καλό βράδυ φίλε Γιάννη και καλή Κυριακή!

    • Καλημέρα, joan petra!!!…
      «… στο δρόμο τον αγύριστο κι ακόμα πιο πέρα….στον αφανισμό τους»
      Καλή Κυριακή!!!!

  4. ΑΓΓΕΛΙΚΗ on said:

    Πάντα υπέροχος, Γιάννη!
    Τα κατάφερες πάλι να με συγκινήσεις με τις επιλογές σου, που δείχνουν αγάπη και ψάξιμο, τόσο ποιητικά, όσο και μουσικά. Η Καγιαλόγλου απλά υπέροχη στο Τραγούδι του δρόμου.
    Tώρα είναι δικός μου αυτός ο δρόμος…

    Ορέστης Αλεξάκης, Είναι μακρύς ο δρόμος προς το θαύμα

    Ατέλειωτος ο δρόμος σου

    Μια φωτεινή γραμμή
    στο μαύρο φόντο
    που τη βαδίζω και
    μ’ εξουθενώνει

    Σα να ‘ναι το σκοινί που ‘χεις πετάξει
    στο σκοτεινό πηγάδι μου Μητέρα
    τυλίγομαι μ’ αυτό
    και περιμένω
    κάποιος απ’ το βυθό
    να με ανασύρει
    (Από τη συλλογή Ο ληξίαρχος , 1989)

    τη δεκαετία του πενήντα

    Μόνος κι έρημος, μη έχοντας
    που να γείρω το κεφάλι μου,
    ξενύχταγα στους δρόμους της
    Αθήνας, μα δεν υποτάχτηκα!

    Πολλές φορές έκανα και δέκα
    μέρες νηστικός, μες τους
    παγωμένους δρόμους της Αθήνας,
    μα δεν υποτάχτηκα!

    Μήνες και μήνες έδινα παρών
    στο δέκατο έκτο και όγδοο
    παράρτημα ασφάλειας, μα δεν
    υποτάχτηκα!

    Πέρασαν μήνες, πέρασαν χρόνια
    και ‘γω περπατάω ακόμα στους
    παγωμένους δρόμους της Αθήνας
    και προσμένω από σένα, σύντροφε,

    ένα μήνυμα μια σου λέξη, λίγο
    φως. Τα μαλλιά μου και τα γένια
    μου, έγιναν ανθισμένες αμυγδαλιές,
    και ‘γω εξακολουθώ να περπατάω,

    μόνος κι έρημος στους δρόμους της
    Αθήνας μα δεν υποτάχτηκα.
    (Bασίλης Αγγελής)

    Κοίτα πως χάνονται οι δρόμοι
    μες τους ανθρώπους…
    τα περίπτερα πως κρυώνουνε
    απ΄ τις βρεγμένες εφημερίδες
    ο ουρανός
    πως τρυπιέται στα καλώδια
    και το τέλος της θάλασσας
    από το βάρος των πλοίων
    πόσο λυπημένες είναι οι ξεχασμένες ομπρέλες
    στο τελευταίο δρομολόγιο
    και το λάθος εκείνου που κατέβηκε
    στην πιο πριν στάση
    τα αφημένα ρούχα στο καθαριστήριο
    και τη ντροπή σου
    ύστερα από δύο χρόνια που βρήκες λεφτά
    πως να τα ζητήσεις
    πως τσούκου τσούκου
    αργά μεθοδικά μας αλλοιώνουνε
    να καθορίζουμε τη στάση μας στη ζωή
    από το στυλ της καρέκλας…
    ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ

    John Denver – Take Me Home, Country Roads

    ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

    1. «ΠΕΣ ΜΟΥ ΤΙ ΘΑ ’ΛΕΓΕΣ ΑΝ Μ’ ΕΒΛΕΠΕΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ
    χωρίς να με ξέρεις.
    Θα ’πρεπε να φοράω όμορφα ρούχα
    για να με προσέξεις;
    Να ’χω χτενίσει τα μαλλιά μου;
    Τι άλλο;
    ΑΡΓΥΡΗΣ ΠΑΛΟΥΚΑΣ

    2. Για το πού πάτησαν τα πόδια σου
    δεν προλαβαίνω να αναρωτηθώ.
    Ο δρόμος μόνο ξέρει την αλήθεια.
    Κι ο δρόμος δεν μιλάει.
    ΑΡΓΥΡΗΣ ΠΑΛΟΥΚΑΣ

    3. κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή
    ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει, δεν έχει αλλαγή

    όσο γυρεύεις να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια

    ο δρόμος

    δεν έχει αλλαγή
    (από τα «Επιφάνια» του Γιώργου Σεφέρη, 1937)

    4. Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
    να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
    γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
    (ΚΑΒΑΦΗΣ)

    5. Εδώ στου δρόμου τα μισά
    έφτασε η ώρα να στο πω,
    άλλα είναι εκείνα π’ αγαπώ
    γι’ αλλού γι’ αλλού ξεκίνησα.
    (ΕΛΥΤΗΣ)

    5. «ο δρόμος από κάπου αρχινά, κάπου τελειώνει. Όσοι τον διανύουν πάνε κάπου, ο ίδιος δεν πάει… Λες να φοβόμαστε στο βάθος ότι δεν υπάρχει δρόμος, ότι δεν υπάρχουν παρά σπίτια ή χωράφια ή δάση δεξιά κι αριστερά από μιαν έμμονη ιδέα που τη λέμε δρόμο;»
    (Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέπτη/ Αργύρης Χιόνης)

    6. «… και μόνον αυτός που έκανε τη νύχτα πολλές φορές τον ίδιο δρόμο, μόνον αυτός έμαθε πως δεν υπήρξε ποτέ δρόμος…»
    (Οι σάλπιγγες της Αποκαλύψεως/ Τάσος Λειβαδίτης)

    7. Κοιμήσου.
    Νὰ μεγαλώσῃς γρήγορα.
    Ἔχεις νὰ κάνῃς πολύ δρόμο, κοριτσάκι,
    κ’ ἔχεις δυό πεδιλάκια μόνο ἀπὸ οὐρανό.

    Κοιμήσου, κοριτσάκι.
    Εἶναι μακρύς ὁ δρόμος.
    Πρέπει νὰ μεγαλώσῃς.
    Εἶναι μακρύς,
    μακρύς,
    μακρύς ὁ δρόμος!..
    (ΡΙΤΣΟΣ, από το Πρωινό άστρο)

    Μες τη ζωή δρόμοι ανοίγονται σωρό /κι όποιον γουστάρεις τον τραβάς κι όπου σε βγάλει

    • Ciao Ageliki!!!… Tutto perfetto!!!! Grazie mille!!!
      Από μένα:

      Ένα δίστιχο του Τίτου Πατρίκιου:
      «ΟΙ φίλοι μου οι δρόμοι»
      «Θύμωνα με τους δρόμους που προδίνανε τα μυστικά μου
      μα εκείνοι γνώριζαν τις ανάγκες μου καλύτερα.»

      -Από την περίφημη «La strada» του Φελίνι η μουσική του Νίνου Ρότα:

      …Κι ένα ποίημα του Γάλου, Μαξ Ζακόμπ:

      «Η οδός ΡΑΒΙΝΙΑ»
      «”Κανένας δεν κολυμπά δυο φορές στο ίδιο ποτάμι”, έλεγε ο φιλόσοφος
      Ηράκλειτος. ΚΙ όμως είναι πάντα οι ίδιοι που ανεβαίνουν πάλι! Στις
      ίδιες ώρες περνάνε χαρούμενοι ή λυπημένοι. Εσείς όλοι οι διαβάτες της
      οδού Ραβινιά, σας έχω δώσει ονόματα πεθαμένων της Ιστορίας! Να ο
      Αγαμέμνων! Να η Δις Χάνσκα! Ο Οδυσσέας είναι γαλατάς! Ο Πάτροκλος
      είναι κάτω στο δρόμο, ενώ κάποιος Φαραώ βρίσκεται δίπλα του. Ο Κά-
      στωρ και ο Πλυδεύκης είναι οι κυρίες του πέμπτου πατώματος. Αλλά
      εσένα, γέροντα ρακοσυλλέκτη, εσένα που, στο μαγικό πρωινό, έρχεσαι
      να πάρεις τα συνγτρίμμια: ακόμα ζωντανά, όταν σβήνω τη βαριά καλή
      μου λάμπα, εσένα που δε σε ξέρω, φτωχέ κι όλο μυστήριο ρακοσυλλέκτη,
      εσένα, ρακοσυλλέκτη, σε ονομάζω μ’ ένα όνομα ένδοξο κι ευγενικό, σε
      λέω Ντοστογιέφσκι.»
      (Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, Ελληνικά γράμματα)

  5. ΑΓΓΕΛΙΚΗ on said:

    Road Song- Guitar Duet

    Οι ποιητές κάνουν οτοστόπ στην εθνική οδό

    Και βέβαια προσπάθησα να του το πω
    αλλά εκείνος στροβίλισε το κεφάλι του
    χωρίς καμιά δικαιολογία.
    Του ‘πα ότι ο ουρανός κυνηγάει τον ήλιο
    χαμογέλασε και είπε:
    Ποιο το όφελος.
    Ένιωθα σα δαίμονας πάλι
    Έτσι είπα: Aλλά το πέλαγο κυνηγάει το ψάρι.
    Τούτη τη φορά γέλασε και είπε:
    Φαντάσου τη φράουλα χωμένη στο βουνό.
    Μετά απ’ αυτό ήξερα πια
    ότι ο πόλεμος είχε αρχίσει.
    Και πολεμήσαμε.
    Είπε: Το κάρο με τα μήλα
    σαν άγγελος σκουπόξυλο
    σπάει και σχίζει
    Ολλανδέζικα ξυλοπάπουτσα-
    Είπα: Κεραυνός θα χτυπήσει τη γριά βαλανιδιά
    και θα ελευθερώσει τους ατμούς.
    Είπε: Δρόμος τρελός χωρίς όνομα!
    Είπα: Φαλακρέ φονιά! Φαλακρέ φονιά! Φαλακρέ φονιά!
    Είπε τρελός από θυμό:
    Σόμπες! Γκάζι! Καναπές!
    Εγώ είπα χαμογελώντας μόνο:
    Ξέρω πως ο θεός θα ‘στρεφε την κεφαλή του
    αν ήσυχα καθόμουν να σκεφτώ.
    Τελειώσαμε λιώνοντας αργά
    μισώντας τον αέρα.

    (Γκρέγκορυ ΚΟΡΣΟ, μπητ ποίηση,
    Σύγχρονοι αμερικάνοι ποιητές, επιλογή Κατερίνα Αγγελάκη-Ρούρκ, εκδ. Ύψιλον)

    Πήρες το μεγάλο δρόμο για να πας στα ξένα

    • Ciao Aggeliki!!!… Ευχαριστώ!… Ο Κόρσο ένας από τους πρωταγωνιστές των μπητ, ένα κίνημα που επηρέασε ευρ’υτερα κι όχι μόνο την ποίηση!
      Ευχαριστώ πολύ και για τις μουσικές, ωραιότατο το «Road Song- Guitar Duet»!
      Εγώ ξέμεινα από ποίηση, γι αυτό περιορίζομαι στο πρώτο κομμάτι από τον εβληματικό δίσκο των νεανικών μας χρόνων «Η εκδίκηση της γυφτιάς»…

Σχολιάστε