Λόγος Παράταιρος

«Παράταιρος ο λόγος ο δυνατός/ μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει» (Γ. Ρίτσος)

Καλό μήνα με το ποίημα του μήνα, 1η Ιουλίου 2012,: Οδυσσέας Ελύτης, [Γυμνός, Ιούλιο μήνα] και Γιάννης Ρίτσος, [Υπέροχες νύχτες του Ιουλίου]….

«Ψελλιστί παίρνεται ο υπνάκος μέσα σ’ ένα στεντόρειο μεσημέρι,

γεμάτο τζιτζίκια που μαίνονται. Ιούλιος. Α, νάρθει η ώρα που θα

δαγκώνεις το περγαμόντο και που ύστερα θα πίνεις πίνεις δροσερό

νερό, καφέδες, και σιγάρο ατελεύτητο σαν την Ελλάδα.»

(Ο. Ελύτης, Εκ του πλησίον, Ίκαρος)

 

Οδυσσέας Ελύτης, [Γυμνός, Ιούλιο μήνα]

«Μυρίσαι το άριστον (VIII)»

Γυμνός, Ιούλιο μήνα, το καταμεσήμερο. Σ’ ένα στενό κρεβάτι

ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλινα, με το μάγουλο πάνω

στο μπράτσο μου, που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του.

Κοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας.

Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια. Πιο χαμηλά η κασέλα

όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια,

τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα. Δίπλα, η καρέκλα με

την πελώρια ψάθα. Χάμου, στ’ άσπρα και μαύρα πλακάκια,

τα δυο μου σάνταλα. Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο.

Γεννήθηκα για να ‘χω τόσα. Δε μου λέει τίποτα να παραδοξολογώ.

Από το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε. Μόνο πού ‘ναι

πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά

θέλεις να ξέρεις να τ’ αγγίξεις οπόταν η φύση σου υπακούει. Κι από

τη φύση- άλλα θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της.

(Ο. Ελύτης, Ο μικρός ναυτίλος, Ίκαρος)

«Ανάπαυλα», Βαν Γκογκ

Γιάννης Ρίτσος, [Υπέροχες νύχτες του Ιουλίου]

Α, υπέροχες νύχτες του Ιουλίου με τα μαντολίνα των τζιτζικιών

και των γρύλων – έλεγε, –

το φωταγωγημένο βαποράκι της κωλοφωτιάς αγκυροβολημένο στο

παλιό τζάκι της καλύβας,

η καλύβα στα καλάμια της ακροποταμιάς –

δε σου ζητούν αποδείξεις,

οι φλέβες του νερού κάτω απ’ το χώμα δίχως ερώτηση,

υπάρχουμε,

μεγάλοι κύκλοι δροσιάς στην πυρωμένη έκταση της

θερινής νύχτας,

τ’ αλώνια με τα άλογα μετέωρα,

οι θεριστάδες κοιμισμένοι στις θημωνιές,

 τα κορίτσια ξύπνια,

η αψάδα του αμπελιού γλείφοντας τη γλώσσα της,

το σκυλί του κυνηγού κοιτάζοντας το φεγγάρι.

Ο μικρός ακούρευτος βοσκός

ένιωσε μονομιάς την ευγένεια των ζώων και των άστρων,

τη ζέστα του μαλλιού, τη δροσιά του νερού,

το χέρι που έλειπε απ’ τη μέση του,

τη μεγάλη απουσία εκείνου που δεν ήξερε πώς περίμενε,

έφτιαξε με θυμάρι μια στρωμνή για δύο

και ξάπλωσε μόνος,

σε λίγο σηκώθηκε κ’ έκλαψε στο λαιμό του κριαριού του,

(μαζί κλάψαμε, για άλλο ο καθένας),

κλαίγανε και τα πρόβατα στην ασημένια νύχτα –

Άγνωστη γνώση

                    γνώση του σώματος,

                                               άγνωστο σώμα.

(Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα, τ. 3ος, Κέδρος)

Single Post Navigation

Σχολιάστε