Λόγος Παράταιρος

«Παράταιρος ο λόγος ο δυνατός/ μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει» (Γ. Ρίτσος)

Ρωμανός ο Μελωδός: Ύμνος εις τον νιπτήρα (κραυγή οργής κατά του προδότη Ιούδα)…

sojudas0219

Ρωμανός ο Μελωδός: Με το Ρωμανό αρχίζει ο χρυσός αιώνας της εκκλησιαστικής ποίησης. Έζησε μάλλον τον 6ο αιώνα, αν και υπάρχουν αντιγνωμίες πάνω σ΄αυτό. Ελάχιστες πληροφορίες διασώθηκαν για τη ζωή του. Ας αφήσουμε να μας τις πει το Μνημολόγιο του αυτοκράτορα Βασιλείου Β’, που μαζί με ένα Συναξάριο είναι οι μοναδικές πηγές μας: «Ο όσιος Ρωμανός υπήρχε μεν από Συρίας, διάκονος τυφχάνων της εν Βηρυτώ αγίας εκκλησίας. Καταλαβών δε την Κωνσταντινούπολιν επί των χρόνων Αναστασίου του βασιλέως, απήλθεν και κατέμεινεν εν τω ναώ της υπεραγίας Θεοτόκου εις τα Κύρου, όπου και το χάρισμα των κοντακίων εδέξατο. Εν ευλαβεία γαρ διάγων και διανυκτερεύων και λιτανεύων εν τη παννυχίδι των Βλαχερνών, υπέστρεψε πάλιν εις τα Κύρου. Εν μια δε των  νυκτών, κοιμωμένω αυτώ, εφάνη καθ’ ύπνους η υπεραγία Θεοτόκος και επέδωκε τόμον χάρτου και είπε: Λάβε τον χάρτην και κατάφαγε αυτόν. Ενόμισε ουν ο άγιος ανοίξαι το στόμα και καταπιείν τον χάρτην. Ην δε η εορτή των αγίων Χρστουγέννων, και ευθέως εγερθείς εκ του ύπνου εθαύμαζε και εδόξαζε τον Θεόν. Είτα αναβάς εις τον άμβωνα ήρξατο ψάλλων: Η παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει. Ποιήσας δε και ετέρων εορτών κοντάκια, ως περί τα χίλια, προς Κύριον εξεδήμησεν». Θεόπνευστο λοιπόν θεωρούσε ο λαός τον ταπεινό διάκονο από τη Συρία. Τόσος ήτο ο θαυμασμός του για το έργο του.

 Χίλιους περίπου ύμνους έγραψε ο Ρωμανός, 85 από αυτούς σώζονται σε διάφορους κώδικες. Πολυποίκιλα τα θέματά του. Ανεξάντλητος σε συλλήψεις και πλούτο ιδεών, ήξερε πάντα να προσδίνει πρωτοτυπία και στα πιο κοινά, στερεότυπα θα λέγαμε, θέματα. Οι μορφές των αγίων, του Θεού, του Χριστού, της Παρθένου δεν έχουν τίποτε το νεκρό και απόκοσμο. Είναι ολοζώντανες, χειροπιαστές. Με την ποίηση του Ρωμανού εκφράζεται η ίδια η εποχή του, η κοσμοθεωρία της, οι πόθοι , οι ελπίδες της…

 

mystikos_deipnos 

 

Ρωμανός ο ΜΕΛΩΔΟΣ

 

 

  Ύμνος ες τον νιπτήρα

         (Επιλογή)

 

 

(Στον ύμνο αυτό είναι συγκλονιστικό το πάθος που ξεπηδάει από τους στίχους του. Ο Χριστός πλένει τα πόδια των μαθητών του στο Μυστικό Δείπνο. Πλένει και τα πόδια του Ιούδα, που ξέρει πως θα τον προδώσει σε λίγο. Η οργή και η αγανάκτηση του ποιητή  για την απίστευτη προδοσία, σοβαρή και συγκρατημένη, ξεσπάει πότε πότε σε κραυγές αγανάκτησης, ζητώντας τέλος ταπεινά με το εφύμνιο «ίλεως, ίλεως», την επιείκεια του Θεού για τον αμαρτωλό άνθρωπο.)

 

 

                      1

 

Πάτερ επουράνιε,

φιλόστοργε, φιλάνθρωπε,

όλεως, ίλεως, ίλεως γενού ημίν,

ο πάντων ανεχόμενος

και πάντας εκδεχόμενος.

 

                  2

 

Δεσπότου χερσί πόδας νιπτόμενος

Ιούδας, ως κλέπτης,

κρυφή γλώσσαν ηκόνησε δολίαν

ο προδότης, Χριστέ ο Θεός.

Αλλά τοιαύτης απανθρωπίας

λύτρωσαι τους εν τω οίκω

της θεοτόκου κραυγάζοντας:

«Ίλεως, όλεως, ίλεως γενού ημίν,

Ο πάντων ανεχόμενος

και πάντας εκδεχόμενος».

 

                  α’

 

Τις ακούσας ουκ ενάρκησεν;

ή τις θεωρήσας ουκ ετρόμασε

τον Ιησούν δόλω φιλούμενον,

τον Θεόν γνώμην κρατούμενον;

Ποία γη ήνεγκεν το τόλμημα,

Ποία δε θάλασσα υπέφερεν

ορώσα το ανοσιούργημα;

Πώς ουρανός υπέστη,

πώς δε αιθήρ συνέστη,

πώς ο κόσμος έστη,

συμφωνουμένου, πωλουμένου τότε,

προδιδομένου του κριτού;

Ίλεως, ίλεως, ίλεως γενού ημίν,

ο πάντων ανεχόμενος

και πάντας εκδεχόμενος.

 

                 β’

 

Ότε τον δόλον εμελέτησεν,

τότε και τον φόνον κατασκεύασεν

ο φιληθείς και αθετήσας σε,

ο κληθείς και καταλείψας σε,

ο στεφθείς και ενυβρίσας σε.

Τότε συ, εύσπλαχνε, μακρόθυμε,

δείξαι τω φονευτή βουλόμενος

την άφατον φιλανθρωπίααν σου,

έπλησας τον νιπτήρα,

έκλινας τον αυχένα,

γέγονας δούλος δούλων

και επεδίδου σοι Ιούδας πόδας,

ίν’ αποπλύνης, Λυτρωτά.

Ίλεως, ίλεως, ίλεως γενού ημίν,

ο πάντων ανεχόμενος

και πάντας εκδεχόμενος.

 

           γ’

 

 Ύδασι π’οδας απέπλυνας

του δραμόντος εις την προδοσίαν σου,

και μυστική βρ’ωσει εξέθρεψας

τον εχθρόν της ευσπλαχνίας σου

και γυμνόν της ευλογίας σου.

Ύψωσας τον πτωχόν χαρίσμασιν,

Ηύξησας τον οικτρόν δωρήμασιν,

επλούτισας και εμακάρσας.

Υποταγήν δαιμόνων,

απαλλαγήν  δε πόνων

είχεν επί της γλώττης,

και αντί τούτων πάντων διεσχίσθη

και ου κατηνύγει ο φονεύς.

Ίλεως, ίλεως, ίλεως γενού ημίν,

ο πάντων ανεχόμενος

και πάντας εκδεχόμενος.

 

[……………………………………]

 

           ιδ’

 

Άρας τους πόδας ο δόλιος,

ηυτομόλησε προς τον διάβολον

και φατρίαν φθάσας φονεύτριαν,

τον Χριστόν ώσπερ αλλότριον

παραδούς, γίνεται μέτριος.

«Τι εμοί θέλετε δωρήσασθαι;»

λέγει τοις θέλουσιν ωνήσασθαι

το αίμα του ζώντος και μένοντος.

Άκουσον, γη, και φρίξον!

θάλασσα, φεύγειν σπεύσον!

φόνος γαρ συμφωνείται,

του ατιμήτου τίμημα λαλείται

και ζωοδότου η σφαγή.

Ίλεως, ίλεως, ίλεως γενού ημίν,

ο πάντων ανεχόμενος

και πάντας εκδεχόμενος.

 

[……………………………………..]

 

(Πηγή: Η ελληνική ποίηση ανθολογημένη, β’ τόμος Μεσαίωνας,

Μάρκου Αυγέρη, Β. Ρώτα, Θρ. Σταύρου, Μ. Μ. Παπαϊωάννου,

Εκδ. ΚΥΨΕΛΗ,  Αθήνα 1958)

 

 

 

 

 

 

 

Single Post Navigation

Σχολιάστε