Λόγος Παράταιρος

«Παράταιρος ο λόγος ο δυνατός/ μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει» (Γ. Ρίτσος)

Το ποδόσφαιρο στην ποίηση… Τρία ποιήματα (Καρούζος, Εγγονόπουλος και Λάγιος) κι ένα κείμενο του Μανόλη Αναγνωστάκη…

_big_0227495001395151856

(Με το σημερινό ημιτελικό (της παρηγοριάς) και τον αυριανό μεγάλο τελικό ανάμεσα στη Γερμανία και την Αργεντινή περνάει στην ιστορία και τούτο το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου στα γήπεδα της Βραζιλίας. Ένα ακόμα Παγκόσμιο που μας χάρισε πολλές υπέροχες στιγμές και αποδείχτηκε για άλλη μια φορά πως το ποδόσφαιρο είναι «Ο βασιλιάς των σπορ»!)….

fifa-world-cup-feat212222

-Ν. Καρούζος, [Τ’ απογεύματα της Κυριακής]*

«Τ’ απογεύματα της Κυριακής
ανοίγω το ραδιόφωνο
σηκώνω το καπάκι της σιωπής.
Ποδόσφαιρο. Χρωματιστές φανέλες.
«Έχουμε φτάσει στο ένατο λεπτό
του πρώτου ημιχρόνου …»
Κατεβάζω το καπάκι.
Πόσο μπορούμε, αλήθεια, να κοιτάζουμε
στην ψυχή μας μέσα ολομόναχοι;
Απολαμβάνω για λίγο
συντριπτική γαλήνη
και ξανανοίγω.
«Την τελευταία στιγμή τρέχει ο Κλάφτης
και κατορθώνει να βοηθήσει την κατάσταση
προσπαθεί να προωθήσει το παιχνίδι
μαρκάρεται όμως απ’ τον Πονεμένο …» –
κλείνω.
Ησυχία με θεόκλειστα παράθυρα.
Ιδεώδης ηρεμία των δευτερολέπτων.
Ανοίγω.
Την άρνηση πνίγω.
« …ένα πλάγιο άουτ υπέρ της Ενώσεως.
Το εκτελεί γρήγορα ο Κλούβας …» –
αλλά ξανακλείνω ζαλισμένος.
Φοβερό καπάκι.
Πυκνότερη σιωπή.
Ανάβω κεράκι
και χαίρομαι την εξουσία μου.
Ο θάνατος εργάζεται εδώ και εκεί.
Ξανανοίγω.
«Κοντρολάρει έξω απ’ τη μεγάλη περιοχή …»
Όλο το γήπεδο σείεται με καταρρακτώδη βροχή.
« …τη μπάλα τώρα έχει ο Γρηγορίδης
και ψάχνει μάταια να βρει συμπαίχτη του …»
Έτσι, στοχάζομαι, προβάλλει η ψυχή
στη ματαιότητα λάμπει.
Τώρα μπερδεύτηκα πια μες στις φωνές
ουρλιάζουν τα πάντα.
« …ο Πονεμένος σουτάρει από πολύ κοντά
ο Αρχειοφύλαξ αποκρούει …»
Ν’ ανοίξω το παράθυρο
το παράθυρο, το παράθυρο.
Αυτή η ζωή … Αυτή η δύναμη …
Να ‘χει την ίδια δυνατότητα
την ησυχία και το σάλο …»
(Πενθήματα, Αθήνα 1969
*Ο πραγματικός τίτλος του ποιήματος είναι «Αγχώδης εμπειρία)

-Ν. Εγγονόπουλος: «Τα γκολπόστ»

«Άκουγε τις καμπάνες που βαρούν
και τ’ ορειχάλκου τις δονήσεις
όπου τρυπάν τον καθαρό
-του κυριακάτικου πρωινού-
αγέρα

άραγες οι καμπάνες τι να μηνούν;
θα τις ακολουθήσουν μήπως
ύμνοι τραγούδια χαρές
ή πολυβόλα θ’ αντηχήσουνε
απαίσια
να σπείρουνε
τον όλεθρο ολούθε;

ένα σας λέω:
όλοι να τρέξουμε αμέσως
στα γκολπόστ
παιδιά!
στα γκολπόστ!
στα γκολποστ
άγρυπνοι
-ακοίμητοι φρουροί-
πανέτοιμοι
το μάτι εδώ εκεί
να γρηγορούμε

μην αρχίσουνε να πέφτουνε
τα τέρματα
βροχή
και
ηττηθούμε.»
(Στην κοιλάδα με τους ροδώνες,
Ίκαρος, Αθήνα 1978)

-Ηλίας Λάγιος, «Μπαλάντα του απερχόμενου ντριπλέρ του καιρού τούτου»
(Ύμνος στον Ντιέγκο Μαραντόνα)

«Στη δίψα μου ονειρεύομαι τον Ντιέγκο,
νεροσυρμή στην εσχατιά του πόνου
με τον Μακρή, τη Νοταρά, τον Βέγγο.

Ένας χωριάτης, πάνω στου ημιόνου
την πλάτη, με την έλλαμψη του μόνου
Έλληνος, που θα χτίσει Παρθενώνα.
Να θεωρεί με την πίκρα του αυτοκτόνου
το περιστέρι, ο Ντιέγκο Μαραντόνα.

Θολωμένο και γύφτικο το μάτι
το εναρκτήριο λάκτισμα δικό του
σ’ όλα της Γης τα μήκη και τα πλάτη.
Να κουβαλά τα φτωχικά του Νότου
στο χρυσοεπιπλωμένο αρχοντικό του.
Ως τέλειωνε της θλίψης τον αγώνα
τον είδα: είχε κακό το ριζικό του
το περιστέρι, ο Ντιέγκο Μαραντόνα.

Εκεί, στη μακρινότατη Αρτζεντίνα
η οδύνη του είναι η οικεία μας οδύνη
(κάπου στο Μετς, Μουσούρου, στην Αθήνα).
Μ’ απόκαμε η ψυχούλα και της δίνει
παρηγοριά ψυχρή την κοκαΐνη.
Α! στην οθόνη κλίναμε το γόνα,
λέγοντας: ας χαρεί λίγη γαλήνη
το περιστέρι, ο Ντιέγκο Μαραντόνα.

Κυρά της μοναξιάς, μάνα του πλήθους,
κυρά του ξεπεσμού, του χαμού μάνα,
σταμάτα του αναθέματος τους λίθους.
Κι εμπρός στον επερχόμενο χειμώνα
μέμνησο να ταΐζει στην αλάνα
το περιστέρι, το Ντιέγκο Μαραντόνα.»
(Το βιβλίο της Μαριάννας, Ίκαρος, Αθήνα 1993)

-Ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης για το ποδόσφαιρο (για τον ΠΑΟΚ, τον μεγάλο Άγιαξ, τη Δόξα Δράμας, κλπ.):

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης, από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, ήταν ένθερμος φίλος του ποδοσφαίρου. Οπως και άλλοι συγγραφείς (Αλμπέρ Καμί, Εντουάρντο Γκαλεάνο, κ.ά), ο Αναγνωστάκης διέκρινε την ομορφιά, τη λαϊκότητα και τη δημοκρατικότητα του ποδοσφαίρου, προβάλλοντας την αντίθεση του όχι μόνο στην επιχείρηση της χυδαίας εμπορευματοποίησης του, αλλά και στη θέση που προέβαλε μια άλλη μερίδα διανοουμένων περί «οπίου των λαών». Σας παρουσιάζουμε δυο δείγματα αυτής της αγάπης του ποιητή για τη μπάλα. Το πρώτο είναι ένα απόσπασμα από συνέντευξη του Μανόλη Αναγνωστάκη στη ραδιοφωνική εκπομπή «Αλλη πλευρά», που παρουσίαζαν στο Α΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ ο Κωστής Γκιμοσούλης και ο Γιάννης Κοντός. Η συνέντευξη είχε μεταδοθεί στις 18 Νοεμβρίου 1988. Η απομαγνητοφώνησή της δημοσιεύτηκε στο αφιέρωμα «Επτά Ημέρες» της «Καθημερινής» στις 4 Δεκεμβρίου 2005.

Ο μεγάλος ΠΑΟΚ της 10ετίας του '70, των Κούδα, Σαράφη, Τερζανίδη, κλπ.

Ο μεγάλος ΠΑΟΚ της 10ετίας του ’70, των Κούδα, Σαράφη, Τερζανίδη, κλπ.

Ελεγε λοιπόν: «Ημουν φανατικός υποστηρικτής του ΠΑΟΚ. Ηταν μια ομάδα που μεσουρανούσε στη Θεσσαλονίκη λίγο πριν από τον πόλεμο. Μετά αποστάτησα, παρακολουθούσα και άλλες ομάδες και συμπαθούσα περισσότερο τον Μακεδονικό, ο οποίος ήταν μια καινούργια ομάδα τότε. Οταν το 1952 ήρθα στην Αθήνα, έγινα αρκετά φανατικός οπαδός του Απόλλωνα στη Ριζούπολη. (…) Τα χρόνια 1957-60 με εντυπωσίασε η Δόξα Δράμας. Δεν είχε, όμως, συνέχεια. Ηταν μια συρροή, μια σύμπτωση παικτών: οι δύο Λουκανίδηδες, ο Ιωάννου, ο Ιγνατίου, ο Γρηγοριάδης. Είχαν σχηματίσει ένα δυναμικό που έπαιζε ένα καινούργιο ποδόσφαιρο για την Ελλάδα. Αν πάω παραέξω, υπάρχει μια ομάδα που χωρίζει το ποδόσφαιρο προ και μετά. Αυτή, βέβαια, είναι ο Αγιαξ. Οταν τον είδα -και την Εθνική Ολλανδίας-, είπα, αυτό είναι άλλο ποδόσφαιρο, αρχίζει άλλη εποχή. Δεν άρχισε όμως αυτή η εποχή. Τα ματς που βλέπουμε σήμερα είναι από τον Αγιαξ. Η ιστορία του δεν μπορεί να επαναληφθεί, δεν έχει συνέχεια. Ηταν κι εκεί μια σύμπτωση παικτών. Οπως στις κοινωνικές επαναστάσεις. Μαζεύονται μυαλά. Δεν μπορώ να δώσω εξήγηση, γιατί βλέπω πως δεν υπάρχει προϊστορία στο ολλανδικό ποδόσφαιρο, αλλά και ό,τι ακολούθησε είναι ένα ωχρό κακέκτυπο αυτής της μεγάλης ομάδας. Μετά έμειναν φύλλα και φτερά. Πουλήθηκαν, πήγαν σε άλλες ομάδες, αλλά δεν απέδωσαν. Τους έλειπε αυτό το σύνολο που ήταν ο Αγιαξ. Νομίζω πως θα ήταν μεγάλη προσφορά η τηλεόραση να δείξει τα παλιά ματς του Αγιαξ. Ετσι μονάχα μπορεί να διαπαιδαγωγηθεί ο νέος φίλαθλος για το τι είναι ποδόσφαιρο…».

Ο μεγάλος Άγιαξ της  10ετίας του '70!

Ο μεγάλος Άγιαξ της 10ετίας του ’70!

Ενα άλλο χαρακτηριστικό κείμενο του Μανόλη Αναγνωστάκη, είναι αυτό που δημοσίευσε στην εφημερίδα «Αυγή», στις 28 Οκτωβρίου 1984, με τίτλο: «Αγιαξ, για πάντα Αγιαξ»! Αξίζει να σημειωθεί ότι το κείμενο δημοσιεύθηκε με το ψευδώνυμο «Αλ. Καμής», παραπέμποντας προφανώς στο Γάλλο συγγραφέα Αλμπέρ Καμί, ο οποίος υπήρξε ποδοσφαιριστής ο ίδιος, και ύμνησε την ομορφιά, τη λαϊκότητα και τη δημοκρατικότητα του ποδοσφαίρου. Το κείμενο έχει ως εξής: «Εραστές της μπάλας όλου του κόσμου, παραμερίστε. Περνά η μεγάλη κυρία των γηπέδων (αυτή η πραγματική κυρία κι όχι οι ψιμυθιωμένες εταίρες των πολυεθνικών), περνά ο Μεγάλος ΑΓΙΑΞ! Όσοι αγαπήσαμε με τη φλόγα του έφηβου ερωτευμένου αυτή την υπεργήινη BELLA DONA δεν μπορούμε πια να την ξεχάσουμε. Δεν κράτησε πολύ η αστραποβολή της. Γιατί όλα τα καταυγαστικά όνειρα δεν κρατούν πολύ. Γιατί όλες οι πρωτοπορίες που ανατρέπουν τα γερασμένα κατεστημένα και τις χρυσές μετριότητες, περνούν σαν αστραπή, αλλά όσοι δουν τη λάμψη τους δεν την ξεχνούν ποτέ. Γιατί μία επανάσταση δεν έχει κατά κανόνα άξιους επιγόνους. Δεν απέκτησε -λένε- πολλούς τίτλους ή διεθνείς διακρίσεις όσοι μετρούν τις αξίες με συσσωρευμένα μετάλλια και μπακάλικες προδιαγραφές. Δεν είχε -λένε- συνεχιστές. Μα μήπως κληρονομείται η ιδιοφυϊα; Ό,τι υπήρξε πριν τον Άγιαξ -το συνειδητοποιήσαμε ξαφνικά- υπήρξε η προϊστορία του ποδοσφαίρου. Μετά τον Άγιαξ φάνηκε πως υποχρεωτικά πια άνοιγε η ιστορία. Δεν άνοιξε. Άνοιξε το αλισβερίσι των συστημάτων, της κυριαρχίας του κόουτς-σκηνοθέτη, των αγοραπωλησιών και των λεγεωναρίων. Το θέαμα συνεχίζεται, συναρπαστικό -πάντα η πάλη για τη νίκη είναι συναρπαστική-, εντυπωσιακό αλλά χωρίς το νακ. Αυτό το νακ που άστραψε πριν δέκα χρόνια σαν μετέωρο κι έσβησε πρόωρα, αφού διέγραψε την εκτυφλωτική τροχιά του. Έσβησε. Γιατί τα παιδιά του έκαναν φύλλα φτερά. Το διεθνές ποδόσφαιρικό δουλεμπόριο μοίρασε το δεμάτι σε χωριστά καλάμια. Ένα εδώ, ένα εκεί. Και τα καλάμια μόνα τους στους αφιλόξενους κάμπους, λύγισαν κι έσπασαν. Γιατί μόνο το δεμάτι ήταν η ποίηση. Και αυτή χάθηκε για πάντα από τα γήπεδα. «Χορταίνουμε» μπάλα τώρα κάθε Κυριακή και Τετάρτες. Συγκινούμαστε, ενθουσιαζόμαστε πάλι, παρασυρόμαστε πού και πού, θαυμάζουμε τους καινούργιους γκολτζήδες. Αλλά η υπέροχη γοητεία πια δεν υπάρχει. Την πήραν μαζί τους κι έφυγε, όπως φεύγουν όλα τα μοναδικά και ανεπανάληπτα, οι εκθαμβωτικοί Ολλανδοί. Τώρα βασιλεύει η δυναστεία των συστημάτων, τα γκολ που μετρούν εντός και εκτός, οι υπολογισμοί και τα τεφτέρια. Θα μας θυμίσει άραγε κάποιος καμιά φορά πάλι πως το ποδόσφαιρο δεν είναι πια απλώς τεχνική, δεν είναι πια απλώς δύναμη, δεν είναι άθροισμα από εξωνημένες βεντέτες; Θα μας θυμίσει πάλι κανείς την έμπνευση, τη γοητεία του απρόοπτου, τον αυθορμητισμό που γίνεται σοφία και τη σοφία που φαντάζει σαν αυθορμητισμός, το ότι το ποδόσφαιρο μπορεί να είναι το πιο μοντέρνο χορογραφικό έργο τέχνης, όπως μας απέδειξαν και μας το δίδαξαν οι νέοι Νιζίνσκι της δεκαετίας του ’70; Βίβα, για πάντα, ΑΓΙΑΞ».

 

Single Post Navigation

4 thoughts on “Το ποδόσφαιρο στην ποίηση… Τρία ποιήματα (Καρούζος, Εγγονόπουλος και Λάγιος) κι ένα κείμενο του Μανόλη Αναγνωστάκη…

  1. ΑΓΓΕΛΙΚΗ on said:

    Γιάννη, χαίρε!
    Καίτοι αντιπαθώ σφόδρα το σπορ, όμως δεν θα πω όχι στην ποίησή του. Ήδη έχω στη συλλογή μου κάποια ωραία ποιήματα, εκτός από αυτά, τα όντως εξαιρετικά, που ήδη επέλεξες.

    1. «Ο Φόβος του Τερματοφύλακα»

    Χιλιάδες μάτια σε καρφώνουν. Δύο τα δικά σου.
    Τι κι αν σταυροκοπηθείς κι αφήσεις, ανάμεσα από σένα και την μπάλα,
    που ρουφάει τα μάτια σου, μικρό σταυρό για φυλαχτό.
    Αυτή θ’ ακολουθήσει την πορεία της. Εσύ στηλώσου
    όσο μπορείς στα πόδια σου. Είσαι το ελάφι που ακροβατεί πάνω στην
    τεντωμένη χορδή των νεύρων μας κι εκείνο τρέχει τρέχει μες στο δάσος
    και το φοβίζει του ανάλαφρου τρεχαλητού του η αντήχηση.
    Θα περάσει; Δεν θα περάσει; Αυτή η αγωνία μάς κρατάει τώρα στη ζωή.
    Ομως εσύ σφίξου στον φόβο σου. Πόνταρε ακόμη
    στον νόμο των πιθανοτήτων που σ’ έχουνε τυλίξει σαν μια τεράστια
    αράχνη. Γιατί, νεαρέ μου μονομάχε, ιππότη της νέας μας ζωής, κάθε
    κατεύθυνση είναι πιθανή.
    Μέχρι την ύστατη στιγμή όλα πουλιούνται κι
    όλα παίζονται. Μονάχα ο φόβος δεν πουλιέται και δεν παίζεται. Ο φόβος
    της στιγμής αγχόνης που καλπάζει. Ο φόβος να ‘σαι μόνος μες στο
    γήπεδο αρένα και να σπαθίζουν γύρω σου αναρίθμητα μάτια στιλέτα. Ο
    φόβος ν’ αντικρίσεις το φόβο σου».

    [Τάκης Καρβέλης, «Ο φόβος του Τερματοφύλακα», Δεν είναι ο περσινός καιρός, εκδ. Στιγμή, Αθήνα 1988, σ. 14]

    2. Ηχώ

    Άκου τον ήχο σπάζει πέτρες
    Και πέφτουνε πεφτάστερα στους στίβους
    Στα γήπεδα πηδούν οι μπάλες
    Σαν μπάλες ρούγκμπι σαν πεπόνια
    Κομψές κυρίες στις κερκίδες
    Και κορασίδες με pull-over
    Χειροκροτούν κι όλο φωνάζουνε
    «Goal! Goal! στα δίχτυα των εχθρών
    Όχι ποτέ στα δίχτυα του θανάτου».
    ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ (Η σήμερον ως αύριον και ως χθες, Άγρα, Αθήνα 1984)

    3. Η μπάλα

    Μια κόκκινη μπάλα κυλάει στο χώμα της Ελλάδας.
    Απόγεμα
    ο ήλιος λάμπει.
    Σ? ένα σύννεφο παίζουν ποδόσφαιρο.
    Κανένας δεν διακρίνει στην υγρή μπάλα
    που κολλάει στην άμμο και στριφογυρίζει στο χορτάρι
    ένα κομμένο κεφάλι
    που κυλάει στο χώμα της Ελλάδας.
    Οι φίλαθλοι γαβγίζουν στις εξέδρες
    το γκολ μπαίνει
    θρίαμβος στα δίχτυα
    ιαχές στους δρόμους
    κι ο πόλεμος με το κουτσό του ποδάρι
    έτοιμος να κλοτσήσει τη γη
    με το γήπεδο και τους φιλάθλους
    στου διαόλου τα δίχτυα.
    ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΟΥΛΙΟΣ (Ποίηση 2, Κέδρος, Αθήνα 1973)

    4. Ωδή στον παίκτη της Α.Ε.Κ. και της Εθνικής
    Χρήστο Αρδίζογλου

    Ἀπὸ τὸ ὅτι, ὁρμώμενος, τὰ χρόνια περνοῦν γρήγορα
    καὶ αὐτὸ τὸ βρίσκω πικρὸ καὶ ἄδικο
    καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ ποιητὴς παλαιότερα Δικταῖος Ἄρης
    ἐκράτησεν ὡς ἀφιλοκερδὴς τεχνίτης
    στὴν πενιχρὴ ἀθανασία του
    τὸν ἄλλοτε σπουδαῖο παίκτη τῆς ποδόσφαιρας
    Ἠλία υἱὸν τοῦ Ὑφαντῆ -τοῦ Ὀλυμπιακοῦ Πειραιῶς-
    τονίζοντας τὰ κάλλη του καὶ τὴν εὐμορφιά του
    παράλληλα μὲ τὸν μακαρισμὸ εὐτυχισμένος (νά ῾ν᾿) ὁ Πειραιᾶς
    ποὺ ἔχει φορτώσει τόσες ἀπ᾿ τὶς ἐλπίδες του
    πάνω σὲ τέτοια ἀγόρια
    θὰ ὑμνήσω καὶ ἐγὼ μὲ τὴ φτωχὴ τὴν πένα μου
    τὸν ἰδιόρρυθμο πλὴν ὅμως φιλότιμο χαρακτῆρα
    τοῦ παίκτου τῆς ΑΕΚ καὶ τῆς Ἐθνικῆς Χρήστου Ἀρδίζογλου.

    Θὰ ὑμνήσω, γιατὶ τὸ παιδὶ αὐτὸ
    ἀπὸ τὶς ταπεινὲς τὶς γειτονιὲς τοῦ Περισσοῦ προερχόμενο,
    τῆς Ῥιζουπόλεως καὶ τῆς Σαφράμπολης,
    ἦταν τὸ μόνο ἀπὸ πολλοὺς ἄλλους
    ποὺ παρὰ τὴν ὑπεροψία τῆς νεότητάς του
    ἐκράτησεν ἑνὸς λεπτοῦ στα μυστικὰ σιγὴ
    γιὰ ὅσους βετεράνους δὲν ἐπέτυχαν τὸ γκὸλ σὲ κρίσιμη στιγμή
    ἀπορρίπτοντας ἔτσι ἀκόμη καὶ τὸν θάνατο
    μιὰ καὶ ἁγνόησε ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀθλητὲς
    ποὺ τώρα βρίσκονται στο χῶμα.

    Θὰ ὑμνήσω.

    Γιατὶ τὸ παιδὶ αὐτὸ κατεβαίνοντας – ὅπως προεῖπα –
    ἀπὸ τοὺς καλύτερους ἀέρηδες,
    ἦταν τὸ μόνο που πάντα μὲ εὔστροφες κινήσεις
    ἐπετύγχανε τὴν ἐκπόρθηση τῆς ἀντίπαλης ἐστίας
    σὲ ξένα γήπεδα προπάντων
    κάνοντας ἔτσι νὰ ἀκουστεῖ ἀνὰ τὴν ὑφήλιο
    τὸ ὄνομα τῆς μικρῆς πατρίδας μας
    ἐνῶ συνάμα ἐχάριζε, λέγω ἐχάριζε,
    μὲ τὴν πράξη του αὐτὴ
    μία ὁλοφώτεινη νύχτα Χριστουγέννων
    στοὺς ἀστέγους τῆς πλατείας Ὁμονοίας.

    Ὤ, δὲν ἠμπορῶ νὰ φαντασθῶ τὸ γῆρας
    στα ἀλογίσια πόδια τοῦ παίκτου Χρήστου Ἀρδίζογλου.

    Δὲν ἠμπορῶ νὰ φαντασθῶ τὴν ὥρα
    ποὺ τὰ παπούτσια του θὲ νὰ κρεμάσει θὰ φύγει ἀπὸ τὰ γήπεδα
    θὰ σταδιοδρομήσει ὡς ἐπιχειρηματίας ἢ χωροφύλαξ ἔστω
    καὶ θὰ βρεθεῖ ὑπὸ μετάθεσιν στὴν Ἀταλάντη.
    Στὴν Ἀταλάντη καὶ πάλι λέγω
    ὅπου τὸ παιδί του μὴ γνωρίζοντας ἀπὸ γήπεδα, «ἀστέγους»,
    φιστίκια – ἀστέρια στὰ πανέρια τῶν μικρῶν τοῦ σινεμᾶ
    θὰ γράφει στις ἐκθέσεις του·
    «Ὁ πατέρας μου ἐγεννήθη εἰς τὴν Ἀθήνα.
    Ἦλθε ἐδῶ λόγῳ τῆς φύσης τῆς δουλειᾶς του
    ὅπου μεγάλωσα κι ἐγώ».

    Τιμὴ καὶ δόξα στον παίκτη Χρῆστο Ἀρδίζογλου,
    ποὺ θὰ σηκώσει γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ τελεσίδικα πιά
    ὅπως οἱ τρελοὶ τοὺς ἐπιταφίους τῶν νεκροταφείων
    τὴν ἀσήκωτη μοναξιά μας, καὶ θὰ φύγει.
    ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ
    [πηγή: Γιώργος Μαρκόπουλος, «Ωδή στον παίκτη της Α.Ε.Κ. και της Εθνικής Χρήστο Αρδίζογλου», Ποιήματα (1968-1987), εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1992, σ. 82-84]

    5. …Θέλω να παίξω ποδόσφαιρο
    μ’ αυτή την μπάλα,
    όπως τα παιδιά στις όχθες της Γκαμπόν,
    στην αμμουδιά
    -δύο λεπτά να σκουπίσω το μέτωπό μου απ’ τον
    ιδρώτα,
    κάνει ζέστη σ’ αυτή τη θάλασσα-
    και να την κλοτσήσω
    στον ήλιο
    και να γυρίσει,
    μήπως και καταλάβει κανείς
    πόσο πολύ δεν με νοιάζει
    αν καούν όλα
    τα δολάρια
    και τα μάρκα
    και τα γιεν του κόσμου
    ή σφαχτούν στην ποδιά μιας καινούριας μέρας
    που θ’ αγαπά άλλον,
    για να γυρίσω κι εγώ να κοιμηθώ
    της προκοπής,
    στην Αθήνα.
    (απόσπασμα, Γιώργος Φιλιππίδης (1977-1997)

    6. ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΗΛΙΟ ΣΤΟ ΝΤΑΛΑ ΜΕΣΗΜΕΡΙ

    Κάτω από τον ήλιο στο ντάλα μεσημέρι τα παιδιά
    παίζουνε στη δημοσιά ποδόσφαιρο.
    Με τα στήθη γυμνά και το μέτωπο λούτσα στον ιδρώτα
    τρέχουν άτακτά από τη μια ίσαμε την άλλη άκρη.
    Τρέχουν – δεν διατυπώνουν ερωτήματα,
    δεν εξάγουν συμπεράσματα, δεν πλάθουν μυστικά απόκρυφα.
    Η ζωή για τούτα τα παιδιά
    είναι τόσο απλή και αδιαφιλονίκητη
    όσο και το πέτσινο τόπι που κλωτσάνε.
    Αν υπάρχει κάποια αλήθεια, κάποιο αίτημα απόλυτο,
    είναι η στιγμή εκείνη
    όπου η μπάλλα περνάει κάτω απ’ τα δοκάρια του τέρματος.
    Αυτή μόνο… Και τα κορίτσια που περνάνε
    από τη δημοσιά όσο παίζουν
    και χτυπάνε τις χορδές των ονείρων τους.

    CÉSAR CANTONI (1951) Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

    Αρχίζει το ματς

    7. ΤΟΛΗΣ ΚΑΖΑΝΤΖΗΣ

    Ας γράψουν άλλοι για το έργο σου, ας πουν
    για την Κυρά-Λισάβετ, την Παρέλαση,
    το Τελευταίο σου καταφύγιο, τον Σκαρίμπα.
    Αρμοδιότεροι υπάρχουν, να το κάνουν.

    Σ’ εμένα πέφτει ο κλήρος να θυμίσω
    την άλλη σου διάσταση, τη θρυλική,
    δόξα και καύχημα των μακεδονικών γηπέδων.

    Πρωταθλητή των πόνων, σέντερ φορ
    οι μαγικές σου ντρίπλες δε θα ξεχαστούν
    το ψυχωμένο παίξιμό σου και τα γκολ
    ενάντια στην ομάδα του Θανάτου.

    Ήσουν πάντα το ίνδαλμά μου.
    Εσύ
    στην πρώτη ομάδα, χαρισματικός,
    κι εγώ αναπληρωματικός, να περιμένω.
    Στις προπονήσεις προσπαθούσα να σε μιμηθώ
    κι από τον πάγκο σε καμάρωνα τις Κυριακές
    και ζητωκραύγαζα σε κάθε ενέργειά σου.

    Τώρα, που ήρθε η ώρα μου να καθιερωθώ
    —δυόμισι χρόνια παίζω ανελλιπώς
    στην πρώτη ομάδα—
    ορκίζομαι σε στάση προσοχής
    τη θέση σου να μην ντροπιάσω, παλικάρι.

    Α ν έ σ τ η ς Ε υ α γ γ έ λ ο υ (1937-1994) Από τη συλλογή Το χιόνι και η ερήμωση, 1994

    8. Το Πέναλτυ

    Στέκεται μοναχός κάτω από τα δοκάρια.
    Δεν αντικρύζει τον εκτελεστή ή τη μπάλα.
    Απέναντί του είναι μια άβυσσος από μάτια.

    Η σφυρίχτρα σκίζει στα δυο το στερέωμα, πέφτει νύχτα
    στη μεριά του. Αυτός στον αέρα με φτερά πληγωμένα.
    Και η μεριά που πάλλεται από το τράνταγμα στα δίχτυα.

    Μπράβο στον που έβαλε το γκολ, η Ιστορία θα τον τιμήσει.
    Η μνήμη μας, όμως, θα κρατήσει το σώμα εκείνο σε πτήση,
    ηρωικά δοσμένο στη στιγμή, ακόμα και με λάθος την κρίση.

    (Χρήστος Τσιάμης: Ποιήματα της εποχής)

    9. Αιώνιο Πάθος
    Μια μπαλάντα
    για τον Τζορτζ Μπεστ

    «Εκμηδενίστηκε η ορμή μου
    Έγινε χιόνι το κορμί μου
    Από μια εικόνα κρεμαστή
    Χρωματιστή
    Από ‘να ποδοσφαιριστή
    Που σφυροκόπαε τη βροχή
    -Θεέ μου με τι ψυχή-
    Γινόταν ο ίδιος πάθος
    Εικόνα και βροχή
    Μες στην τηλεοπτική μου Συσκευή.

    Ο Μπεστ υπήρξεν ο…
    υπήρξεν ο… καλύτερος!
    Ο Μπεστ υπήρξεν ο…
    υπήρξεν ο… καλύτερος!

    ‘Ετσι θα τραγουδάνε τα παιδιά Της Αλμερίας
    Αλλά και της Αγγλίας
    Της Αλβανίας, της Αρμενίας
    Της Τασμανίας και της Δανίας
    Σε μια εποχή μελλοντική.

    Ο Μπεστ υπήρξεν ο…
    Κι όσο για μένα
    Έτσι καθώς θα ‘μαι χωμένος
    Στην πατρική μου Γη
    Οι απόγονοι
    Θα ‘ρχονται κάθε Κυριακή
    Να με ποτίζουν έρωτα
    Ψωμάκι και βροχή
    Κι όταν θα σουρουπώνει
    Θα στέκουν μπρος μου Προσοχή (Οι απόγονοι)
    Γιορτάζοντας το πάθος μου
    Για μια φωτογραφία χρωματιστή
    Γι’ αυτόν τον Γεώργιο Μπεστ
    Τον ποδοσφαιριστή»
    ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ, Λονδίνο 15 Ιουνίου 1969
    Μια Κυριακή

    10. Κόκκινη κάρτα

    Για λόγους πρόνοιας
    συχνά επικοινωνώ από τώρα
    με την Κόλαση.
    Κι όλο ρωτάω κάτι φιλαράκια
    πρώην αγγέλους
    ποιες οι συνθήκες
    και το τι μας περιμένει.
    Μου λένε για καζάνια, γι’ αλυσίδες
    για βασανιστήρια, τα γνωστά.
    Όμως εσχάτως επιμένουν
    στον αθλητισμό:
    εδώ οι ποδοσφαιριστές, μου λένε
    με κομμένα πόδια
    παίζουν νυχθημερόν
    επάνω στ’ αναπηρικά τους καροτσάκια.
    Οι πρώην μπασκετμπολίστες
    τώρα νάνοι δίχως χέρια
    με το κεφάλι μάταια προσπαθούν
    να φτάσουν το καλάθι.
    Το πιο φρικτό: οι μπάλες είν’ τετράγωνες.
    Κι οι φίλαθλοι, σε απόλυτη αμνησία
    μπερδεύουν τις ομάδες τους
    ζητωκραυγάζουν λάθος
    και φεύγουν πάντα κι όλοι
    λυπημένοι.
    ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ

    11. Ποδοσφαιρικό ματς

    Εικοσιδυό λεβέντες και μια μπάλα
    τις ώρες της δουλειάς και της σχολής μας
    με ιδανικά τις γέμισαν μεγάλα,
    να φτιάξουν, λέει, το μέλλον της φυλής μας.
    Πόδια στραβά, στραβά μυαλά και χέρια,
    κωλοπηδούν να πιάσουνε τ’ αστέρια!

    Ορμούν, χτυπούν και κουτουλούν σα βόδια,
    να βρουν το νόημα της ζωής στην πάλη,
    όλο τους το μυαλό πήγε στα πόδια
    και λες κλοτσούν πια τ’ άδειο τους κεφάλι
    και ζουν κι αυτοί κι ο λαός μια καταδίκη
    ανάμεσο στην ήττα και στη νίκη.

    Νοικοκυραίοι φτωχοί μαγαζατόροι
    κινούν νωρίς τ’ απόγεμα σα λύκοι,
    της ζωής οι νικημένοι με το ζόρι
    της νίκης ν’ απολάψουν τ’ αλκολίκι
    και κλείουν σ’ ενός μαντράχαλου τα σκέλια
    του κόσμου την αρχή και τη συντέλεια.

    Κι ύστερα χουγιαχτό, βουή και χτύπος
    και δεν έχει προβλήματα η ζωή,
    καλά που ‘ναι κι ελεύτερος ο Τύπος,
    για να μαθαίνει ο κόσμος το πρωί
    πόσο κλοτσάει με νόηση ένα χαϊβάνι
    κι η Λίζα η Τέιλορ έρωτα πώς κάνει.

    Στείρα καρδιά και δύναμη τυφλή,
    παράγουν ήρωες μαζικά στους τόπους,
    ω κι αν βρισκόταν δύο άνθρωποι δειλοί,
    να σώσουν απ’ τους ήρωες τους ανθρώπους
    που ζουν σ’ ενός πολέμου μες στη δίνη,
    για να ξεσυνηθίζουν την Ειρήνη.

    Κι ω να βρισκόταν και στον κόσμο μια άκρη
    που η χλαλοή του ματς να μην τη σκιάζει
    να υπάρχει μια χαρά και μες στο δάκρυ
    κι ένας καημός στων κοριτσιών το νάζι,
    της Κυριακής χρυσή να πέφτει η εσπέρα
    χωρίς κραυγή πολέμου και φοβέρα.

    Ασημάκης Πανσέληνος (1901-1984)
    («Ταξίδια με πολλούς ανέμους», Κέδρος, Αθήνα 1964)

    • Ciao, Aggeliki!… Grazie mille!!!….«Έσπασα» τη δίμηνη καλοκαιρινή αποχή μου από το διαδίκτυο για να κάνω αυτό το μικρό αφιέρωμα λόγω επικαιρότητας…
      Παρ’ όλη την αντιπάθειά σου στο ποδόσφαιρο «ανακάλυψες» όλα τα ωραία ποιήματα και τώρα εγώ ξέμεινα μόνο με το παρακάτω που το βρήκα ψάχνοντας ώρα στη βιβλιοθήκη μου, αν και το είχα αναρτημένο σε πολύ παλιότερη ανάρτησή μου και δεν το θυμόμουν…

      -Γιάννης Κουβαράς, “DUKADAM”

      Πριν τους Τόλντο, Καν, Μπαρτέζ
      εστεμμένος μιας βραδιάς βασιλιάς
      αποκρούοντας δύο πέναλτι στον τελικό
      και άλλα τέσσερα στην παράτασή του.
      Τώρα έκπτωτος με σπασμένα χέρια
      Ούτε το σταυρό του δεν μπορεί να κάνει

      όπως έκανε πριν από κάθε απόκρουση πέναλτι.
      Του τα τσάκισαν οι Τσαουσέσκου οι αντίχριστοι
      καθώς πήγε να εισπράξει το πριμ που του είχαν υποσχεθεί
      μετά την κερβερομαχία στον τελικό της Σεβίλλης
      διώχνοντας 6 φορές
      -ρεκόρ ακατάρριπτο μέχρι σήμερα-
      την μπάλα μπρος στο ανυπεράσπιστο από συντρόφους τέρμα του.
      Αλλά πώς θα υπερασπίσει τώρα τον εαυτό του;
      Να μπορείς να παίζεις φυσαρμόνικα
      ακόμα κι αν σου κόψουν τα χέρια, λέει ο ποιητής.
      Αλλά ποιος θα παίξει φλάουτο γι αυτόν;
      Προσευχηθείτε και γι αυτόν
      σταυροκοπηθείτε τώρα εσείς/ για χάρη του»
      ( Γ. Κουβαράς, «Του έρωτα και του έρωτα», εκδ. Γαβριηλίδης).

      -Δες αυτό το βιντεάκι με τους απίθανους Monty Pythons….

  2. ΑΓΓΕΛΙΚΗ on said:

    Χαλάρωσε και μην ψάχνεις άλλο.
    Άλλωστε, είσαι σε διακοπές από το διαδίκτυο.
    Άστο σε μένα.

    Φάουλ

    Αυτό που τα εκατομμύρια του κόσμου τούτου αγαπούν
    μισώ.
    Γιατί στα γήπεδα να λακτίζουν τεχνηέντως
    την τιμία κάρα του Αγίου και Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου
    είδα.
    Τους αγαπώντες το ποδόσφαιρο
    μισώ.
    Γιατί τους μπαμπάδες ομού με τα καλόπαιδά τους
    να σεξίζονται με ιαχές βαρβάρων
    αφήνοντας αγά? ς κατ? οίκον γυναίκες κι ?ερωμένες
    που δάγκωναν τα αδρανή σεντόνια τους
    είδα.
    Πρόεδρους και Πρωθυπουργούς ,
    σεπτούς ιερείς και Αρχιεπισκόπους,
    Δικαστές των Ανωτάτων Δικαστηρίων της Χώρας,
    Αρχηγούς Όπλων και Σωμάτων,
    Αρχηγούς ΓΣΕΕ , ΑΔΕΔΥ και ΠΑΣΕΓΕΣ
    μισώ.
    Γιατί να γλείφουν τα πληρωμένα πόδια
    είδα.
    Τα γήπεδα των λαϊκών μαζών
    που εισερχόμενες ποδοπατούν των ποιητών τη λύπη
    μισώ.
    Γιατί να σκεπάζουν οι χλοοτάπητες κιονόκρανα ναών αρχαίων,
    τεχνήματα βυζαντινά,
    επιπροσθέτως δε κοιτάσματα χρυσού, χαλκού και κοβαλτίου
    είδα.
    Τους Προέδρους των ΠΑΕ,
    που δεν μελαγχολούν απόγευμα της Κυριακής
    μισώ.
    Ω ευτελής ανοησία!
    Ω ανόητη θρησκεία!

    (Κώστας Μαρδάς)

    EΛΛΑΣ, Παπακωνσταντίνου

    Δύο ποιήματα από …γυναίκα -καθόλου ευκαταφρόνητα:

    1. Η τρίπλα του Ρονάλντο

    Και για να είμαστε έντιμοι
    πάνω από τα σουβλάκια
    τις πίτσες
    τις μπύρες και
    τα αναψυκτικά
    η τρίπλα του Ρονάλντο
    σκέπασε σαν δαντέλα
    το γρασίδι του γηπέδου
    βγήκε στο δρόμο
    καβάλησε τις στέγες των σπιτιών
    κρεμάστηκε στην απλωμένη μπουγάδα
    χάιδεψε τα στήθη των κοριτσιών
    κράτησε παρέα στη γιαγιά
    ξαπόστασε για λίγο στα ορθάδικα
    και έκαμε ακόμα μια τρίπλα
    με τα παιδιά της γειτονιάς.
    Μπορεί βέβαια στο τέλος να ηττήθηκε η ομάδα
    εκείνο που έμεινε, όμως, τελικά
    ήταν τα δάκρυα της κοπελιάς,
    στην έξω αριστερά κερκίδα
    και η τρίπλα στην καρδιά της.

    (Ντίνα Κατσούρη)

    2. Η άλλη όψη του ποδοσφαίρου

    Δεν το μετάνιωσε ποτέ
    Ο Ερίκ Καντονά
    που προπηλάκισε έτσι
    τον αναιδή οπαδό
    με τις ρατσιστικές προθέσεις.
    Μα ούτε και ο Ζινεντίν Ζιντάν
    για την κουτουλιά
    που έδωσε στον Ματεράτσι
    για τα αήθη υπονοούμενα.
    Μέσα όμως
    από αυτήν τη σκληράδα
    ξεπήδησε κατά έναν περίεργο τρόπο
    μια απίστευτη
    και ανεπανάληπτη ευαισθησία
    που δεν θα υποπτευόσουν
    σε καμιά περίπτωση
    πως κρυβόταν
    πίσω από μια πάσα,
    ένα χατ τρικ και ένα πέναλτι.

    (Ντίνα Κατσούρη)

  3. Καλημέρα Αγγελική και καλή εβδομάδα!…

    -«Αντλώ» και πάλι από το βιβλίο του Γιάννη Κουβαρά, «Του έρωτα και του έρωτα»:

    -Γιάννης Κουβαράς, «ΜΕΤΑ-ΕΥΡΟ 2004»

    «Μας πρόσφεραν βότκα Σλοβάκικη
    Πολωνοί
    Είχαν κερδίσει μετάλλιο οι δικοί τους
    Ξεχείλιζε η θέληση να μιλήσουν
    Αλλά σε τι γλώσσα;

    Το ποδόσφαιρο το πιο δημοκρατικό άθλημα
    Μπορεί να μιλήσει επί ίσοις όροις
    Καθηγητής πανεπιστημίου και λιμενεργάτης

    Όντως έτσι είναι
    Αγνοούσαν τη Σιμπόρσκα
    Κάτι είχαν ακούσει για το Μίλος
    Εξαφορμής της πρόσφατης κηδείας του

    Αλλά μετά λύθηκε η γλώσσα
    Μιλώντας για περίφημους του ποδοσφαίρου
    Τσάρμαχ
    Μπόνιεκ
    Τομαζέφσκι
    Ολιζαντέμπε
    Μανόλης
    Βαζέχα
    Βάντσιχ
    και πλειστάκις
    Γκμόχ

    Παγκόσμια γλώσσα του ποδοσφαίρου
    βοήθησες να λυθούν τα χείλη
    να ανάψει ο διάλογος
    να πάρουν φωτιά στα χείλη οι λέξεις

    Να τα δίχτυα για το τέρμα
    προπίνοντας εις υγείαν Όλων»

    -Και τα παρακάτω ευρήματα από το διαδίκτυο:

    -Πιθανότατα το πρώτο και σίγουρα ένα από τα πιο γνωστά ποιήματα που επικεντρώθηκαν σε έναν ποδοσφαιριστή ήταν το “Επίνικος 1959 – Ηλία Υφαντή – Πειραιεί – Ποδοσφαίρα”, του Άρη Δικταίου…
    «Επίνικος 1959 – Ηλία Υφαντή – Πειραιεί – Ποδοσφαίρα»
    (…)
    Έτσι κ’ εσένα Ηλία, του Υφαντή γιε, σ’ αρπάζω
    τώρα, με τη βοήθεια του Απόλλωνα, απ’ τον Χρόνο,
    σώζωντάς σε από ασκήμια, γήρας κι Άδη, να σε παραδώσω
    στην αιωνιότητα, νέο πάντα, ωραίο κι ακμαίο,
    πρότυπο κούρου του καιρού μου,
    στους νέους που θα ‘ρθουν αύριο να δοξάσουν
    τη γενιά και την πόλη τους. (…)

    -Αρκετά πιο άγνωστη, ωστόσο εξίσου ενδιαφέρουσα και με μπόλικο χιούμορ (κορυφαίος στίχος: οι χαφ χαφιέδιζαν μάταια), η εντύπωση του Μίμη Σουλιώτη από έναν αγώνα Ιταλίας-Αγγλίας, από τη νίκη των Ιταλών με 1-0 στο Euro του 1980 (“Φόρτσα Ιτάλια”, 1992)….
    Φόρτσα Ιτάλια
    Άμα σου λέω: συρτό παιχνίδι η Σκουάντρα
    ενάντια στις μπαλαρίνες της Αγγλίας,
    οι βασιλόφρονοι Εγγλέζοι
    βάραγαν μελό σέντρες, πάσχιζαν
    για τρικυμίες στα ιταλικά καρέ –
    οι χαφ χαφιέδιζαν μάταια
    έξω από την περιοχή του Τζοφ,
    σήκωναν τη μπάλα όλο ανεδαφικότητα.

    Ο μόνος, ιλ σόλο, ο μοναδικός Εγγλέζος
    που θα απαθανατιστεί στην ποίησή μου
    ήταν ο αέναα ωκύπους Κίνγκαμ. (…)

    – Θωμά Κοροβίνη:
    «Ο Γιώργος Κούδας (…) Παίζει ποδόσφαιρο/ Με δεξιοσύνη και δαιμόνιο/ Με Αίσθηση της Αρμονίας τέλεια/ Σαν να εκτελεί/ Χτυπώντας ρυθμικά τα κλειδοκύμβαλα/ Κάποιο λαϊκό χορό του Μπάρτοκ / Ή του Σκαλκώτα…»
    (από το «Τρία ζεϊμπέκικα και ένα ποίημα για τον Γιώργο Κούδα”, 2004»)

Σχολιάστε