Λόγος Παράταιρος

«Παράταιρος ο λόγος ο δυνατός/ μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει» (Γ. Ρίτσος)

Πες το με ποίηση (31ο): «Οι ποιητές»…

«… Ο ποιητής
μένει πάντοτε χρεώστης
απέναντι στον κόσμο.
Πληρώνει πάντα τόκους και υπερημερίες
για τον πόνο των ανθρώπων.»

(Μαγιακόφσκι)

 

 

-Νίκος Καρούζος, «Κοντά στον κάθε ήλιο»

Εμείς τα μυθόβια όντα οι ποιητές
που βλέπουμε τις ράχες
που βλέπουμε τις κορφές και λέμε βουνοκύματα
δεν θα καταλαγιάσουμε.
Από αγάπη στο αδέκαστο κενό
από αλλοφροσύνη για ένα ξέφωτο
θα περιπολούμε.
Τη χαραυγή τις πιο πολλές φορές κοιμόμαστε.
Κι όταν καμιά φορά μάς τύχει
κατηφορίζοντας απ’ τις πολυκατοικίες
να πάμε κάπως μακριά να περπατήσουμε πέρα
και να κοιτάξουμε κανένα ηλιοβασίλεμα
το αποτέλεσμα τζίφος.
Έχουμε πρόχειρο το σκοτάδι
και έχουμε πρόχειρο το φως – ανάλογα.
Πιστεύουμε σ’ εκατομμύρια γητειές
αφιερωνόμαστε στους ίσκιους.
Έχουμε τη μανία να καρποφορήσουμε
κυριεύοντας τις λέξεις.
Τι κουφή ρουλέτα.
Και θέλουμε να ξεφουσκώσουμε τον ουρανό
σα να ’τανε παιχνίδι.
Τι είναι ρίγος;
Άντε να το πεις με λέξεις…
Ωστόσο πρέπει να προσγειωθεί κανείς
στη μεγαλόπρεπη κοινοτοπία του αέρα
να γίνει σαν την επανάληψη του χόρτου
κάτι σαν τα αστάθμητα και έξω κριτικής
δρασκελίσματα του πρώτου τυχόντος γάτου.
Είμαστε ακόμη στην προϊστορία του χιούμορ.
Είμαστε όμως τυχερά απελπισμένοι.
Έχουμε γαλάζιο αντικλείδι.
Έχουμε ξανά την Αττική.
Εκείνος που γράφει ποιήματα
είναι ακριβώς εκείνος
που περνά άφοβος από νεκροταφείο νύχτα.

(Ν. Καρούζος, Τα ποιήματα, τ. 2ος , Ίκαρος)

 

 

-Κλείτος Κύρου, «Ο ποιητής»

«Τις νύχτες

Που είναι αμφίστομες

Όπως κι ο έρωτας

Ντύνεται στα όνειρα

Κι αποταμιεύει

Μέσα σε μπαλόνια

Σπαράγματα

Και νάματα ψυχής

Για κείνες

Τις στιγμές του πάθους

Όταν αυτά θα σκάνουν

Σκορπίζοντας

Στον κόσμο

Χρώματα

Και εικόνες

Και λέξεις

Που θα περιδινούνται

Γύρω από σύννεφο φωτός»

(Κλείτος Κύρου, «Εν όλω συγκομιδή», ΑΓΡΑ)

 

 

-Οδυσσέας Ελύτης, «Οι ποιητές»

Τι να σας κάνω μάτια μου και σας τους Ποιητές

που χρόνια μου καμώνεστε τις ψυχές τις αήττητες

Και χρόνια περιμένετε κείνο που δεν περίμενα

όρθιοι στη σειρά σαν αζήτητα αντικείμενα…

ΔΕ πα’ να σας φωνάζουν- ούτε ένας σας δεν απαντά

έξω χαλάει ο κόσμος καίγονται τα σύμπαντα

Τίποτα, σεις διεκδικείτε- να ‘ξερα με τι νου-

τα δικαιώματά σας επί του κενού!

Σε καιρούς λατρείας του πλούτου ω της αμεριμνησίας

αποπνέεται το μάταιο της ιδιοκτησίας»

(Ο. Ελύτης, από το «Μαρία Νεφέλη»)

 

 

-Χρήστος Λάσκαρης, «Έγραψε ποιήματα»

«Έγραψε ποιήματα

όπως άλλοι δούλεψαν σε λατομεία.

Κι οι δυο τους σκάψανε βαθιά.

Εκείνοι για ένα μεροκάματο,

αυτό όμως για τι;»

(Περιοδικό Οροπέδιο, τ. 2)

 

 

-Γιάννης Ρίτσος, «Το χρέος των ποιητών»

(απόσπασμα)

«…Το νου σας, σύντροφοι ποιητές, αδέρφια μου,
ας κρατάμε τ’ αυτί μας στυλωμένο στο γυαλί της σιωπής, –
τα βήματα του εχθρού και του φίλου μας μοιάζουν στο θαμπόφωτο

του δάσους. Πρέπει να διακρίνουμε.

Το νου σας, σύντροφοι ποιητές, μη και βουλιάξουμε μέσα στο τραγούδι μας
μη και μας εύρη ανέτοιμους η μεγάλη ώρα,
– ένας ποιητής δίνει παρών στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του.

Αλλιώς θα μείνουν τα τραγούδια μας πάνω απ’ τις σκάλες των αιώνων
ταριχευμένα, ωραία κι ανώφελα πουλιά σαν τα γκλουχάρ εκείνα
τα γαλαζόμαυρα μες στους βασιλικούς διάδρομους της Μπίστριτζας.

Σαν τα γκλουχάρ εκείνα με τα δυο φτερά τους σταυρωμένα,
σιωπηλά, πένθιμα, ταριχευμένα – διακόσμηση ξένων παλατιών –
με τα μάτια δυο μάταιες στρογγυλές απορίες κάτω απ’ τα κόκκινα φρύδια τους.

Το νου σας, σύντροφοι ποιητές, – ένας ποιητής
είναι ένας εργάτης στο πόστο του, ένας στρατιώτης στη βάρδια του,
ένας υπεύθυνος αρχηγός μπροστά στις δημοκρατικές στρατιές των στίχων του.»

(Γ. Ρίτσος, Ποιήματα, τ. 5ος, Κέδρος)

Single Post Navigation

16 thoughts on “Πες το με ποίηση (31ο): «Οι ποιητές»…

  1. Αυτός ο Ποιητής-Ελύτης, πάντα κλέβει την παράσταση και την καρδιά μου…. Σε φιλώ και καλό απόγευμα! 🙂

    • Καλημέρα, joan petra, ευχαριστώ!… Κι εμένα μ’ αρέσει πολύ ο Ελύτης, αλλά περισσότερο ο Νίκος Καρούζος… Ε, προτιμήσεις είναι αυτές…Την αγάπη μου:-)))

  2. 1. ΜΟΙΡΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

    Λόγια; Ναι, του αέρα,
    και χαμένα στον αέρα.

    Άσε με να χαθώ μέσα σε λόγια,
    άσε με να ‘μαι ο αέρας σε δυο χείλη,
    μια περιπλανώμενη ελάχιστη πνοή
    που ο αέρας θα σκορπίσει.

    Ακόμη και το φως στον εαυτό του μέσα χάνεται.
    ΟΚΤΑΒΙΟ ΠΑΣ, Μετ. Π. Αλεξανδρίδης

    2. ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΠΟΙΗΤΗ

    Ποθούσε πάντοτε να τραγουδάει,
    να τραγουδάει για να ξεχνάει     
    την αληθινή ζωή του     
    που ήταν γεμάτη ψέματα     
    και να θυμάται την ψεύτικη ζωή του     
    που ήταν γεμάτη αλήθειες.
    ΟΚΤΑΒΙΟ ΠΑΣ

    «Αμ’ οι ποιητάδες; Αρσενικές Πυθίες, που κουβεντιάζουνε με τους Θεούς σαν παλιοί κουμπάροι… Μεσάτοι, κουνιστοί και με κομμένα μάτια, κει που περπατάνε σκορπίζοντας αρώματα και χάχανα καμπανιστά, σταματάνε ξαφνικά, γουρλώνουνε τα μάτια και κοιτάζουνε τ’ άστρα μέρα μεσημέρι. Κείνη τη στιγμή κατεβαίνουν άγγελοι των Θεών και τους καλούνε στον Όλυμπο της Μωρίας!… Εκεί μεθάνε κ’ εδώ χρησμολογούνε. Με τα μάτια των στίχων μας λυτρώνουν από τα δεσμά της ματαιότητας. Αφτοί δίνουν αιωνιότητα σ’ ότι αγγίσουνε με την πνοή τους. Χάρη σ’ αφτούς ο κόσμος γίνεται καλύτερος και βασιλέβουνε στη γης η ψυχή κι ο Θεός!»
    (Κ. Βάρναλης: Η αληθινή απολογία του Σωκράτη

    Ο θΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

    1. Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου• ποιητού εν Kομμαγηνή• 595 μ.X.

    Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου
    είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.
    Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά.
    Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,
    που κάπως ξέρεις από φάρμακα•
    νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.

    Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.—
    Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,
    που κάμνουνε —για λίγο— να μη νοιώθεται η πληγή.
    ΚΑΒΑΦΗΣ

    2. Ο Δαρείο

    Ο ποιητής Φερνάζης το σπουδαίον μέρος
    του επικού ποιήματός του κάμνει.
    Το πώς την βασιλεία των Περσών
    παρέλαβε ο Δαρείος Υστάσπου. (Aπό αυτόν
    κατάγεται ο ένδοξός μας βασιλεύς,
    ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ). Aλλ’ εδώ
    χρειάζεται φιλοσοφία• πρέπει ν’ αναλύσει
    τα αισθήματα που θα είχεν ο Δαρείος:
    ίσως υπεροψίαν και μέθην• όχι όμως — μάλλον
    σαν κατανόησι της ματαιότητος των μεγαλείων.
    Βαθέως σκέπτεται το πράγμα ο ποιητής.

    Aλλά τον διακόπτει ο υπηρέτης του που μπαίνει
    τρέχοντας, και την βαρυσήμαντην είδησι αγγέλλει.
    Άρχισε ο πόλεμος με τους Pωμαίους.
    Το πλείστον του στρατού μας πέρασε τα σύνορα.

    Ο ποιητής μένει ενεός. Τι συμφορά!
    Πού τώρα ο ένδοξός μας βασιλεύς,
    ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ,
    μ’ ελληνικά ποιήματα ν’ ασχοληθεί.
    Μέσα σε πόλεμο — φαντάσου, ελληνικά ποιήματα.

    Aδημονεί ο Φερνάζης. Aτυχία!
    Εκεί που το είχε θετικό με τον «Δαρείο»
    ν’ αναδειχθεί, και τους επικριτάς του,
    τους φθονερούς, τελειωτικά ν’ αποστομώσει.
    Τι αναβολή, τι αναβολή στα σχέδιά του.

    Και νάταν μόνο αναβολή, πάλι καλά.
    Aλλά να δούμε αν έχουμε κι ασφάλεια
    στην Aμισό. Δεν είναι πολιτεία εκτάκτως οχυρή.
    Είναι φρικτότατοι εχθροί οι Pωμαίοι.
    Μπορούμε να τα βγάλουμε μ’ αυτούς,
    οι Καππαδόκες; Γένεται ποτέ;
    Είναι να μετρηθούμε τώρα με τες λεγεώνες;
    Θεοί μεγάλοι, της Aσίας προστάται, βοηθήστε μας.—

    Όμως μες σ’ όλη του την ταραχή και το κακό,
    επίμονα κ’ η ποιητική ιδέα πάει κι έρχεται —
    το πιθανότερο είναι, βέβαια, υπεροψίαν και μέθην•
    υπεροψίαν και μέθην θα είχεν ο Δαρείος.
    ΚΑΒΑΦΗΣ

    Μπαλάντα στους αδοξους ποιητές των αιώνων

    ΕΚΕΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΘΑ ΒΡΕΙΣ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ
    Στο χάσμα που ανοίγεται ανάμεσα
    Στα γράμματα στις λέξεις στις προτάσεις
    Εκεί ανάμεσα θα βρεις τον ποιητή
    Ν’ ανθίζει εκεί να πελεκάει τις πέτρες
    Τις πολύχρωμες για το ουράνιο γιοφύρι
    Εκεί ανάμεσα ο θεμέλιος λίθος
    Πάνω στο στήθος να πατάει τον ποιητή
    Έτσι θα έχει ανθρώπινη ανάσα το γιοφύρι
    Ανάμεσα στα γράμματα στις λέξεις στις προτάσεις.
    ΑΡΓΥΡΗΣ ΜΑΡΝΕΡΟΣ

        ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

    Πρώτη φορά σ’ ενός νησιού τα χώματα
    δύο του Νοεμβρίου ξημερώματα
    βγήκα να δω τον κόσμο και μετάνιωσα
    τα «ζόρικα» που λεν αμέσως τα ‘νιωσα.

    Μήνες εννέα πριν την πρώτη μέρα μου
    δούλευα για το σπέρμα του πατέρα μου
    και πεντακόσιους τρεις κατά συνέχεια
    μετά – για την ψευτιά και την ανέχεια.

    Δύσκολο δύσκολο της γης το πέρασμα
    και να μη βγαίνει καν ένα συμπέρασμα.

    Μέσα στον εαυτό μου τόσο κρύφθηκα
    που μήτε ο ίδιος δεν τον αντελήφθηκα.
    Ώσπου μια μέρα το ‘φερε η περίσταση
    κι αγάπησα χωρίς καμιάν αντίσταση

    αλλά και στην προσπάθεια την ελάσσονα
    πάντοτε βρε παιδιά μου τα θαλάσσωνα
    πρώτον διότι κυνηγούσα το Άπιαστο
    και δεύτερον γιατ’ ήμουν είδος Άμοιαστο.

    Εφ’ ω και αφού την τύχη μου σιχτίρισα
    πίσω στον εαυτό μου ξαναγύρισα.
    (Οδυσσέας Ελύτης)

    Ο ποιητής

    Όσο κι αν βρέχει το χέρι του μες στο σκοτάδι
    Το χέρι του δε μαυρίζει ποτέ. Το χέρι του
    Είναι αδιάβροχο στη νύχτα. Όταν θα φύγει
    (γιατί όλοι φεύγουμε μια μέρα) θαρρώ θα μείνει
    Ένα γλυκύτατο χαμόγελο στον κόσμο ετούτον
    Που αδιάκοπα θα λέει «ναι» και πάλι «ναι»
    Σε όλες τις προαιώνιες διαψευσμένες ελπίδες.
    (Γιάννης Ρίτσος, Τα αρνητικά της σιωπής)

    «Δὲν εἴμαστε ποιητὲς σημαίνει φεύγουμε
    Σημαίνει ἐγκαταλείπουμε τὸν ἀγῶνα
    Παρατᾶμε τὴ χαρὰ στοὺς ἀνίδεους
    Τὶς γυναῖκες στὰ φιλιὰ τοῦ ἀνέμου
    Καὶ στὴ σκόνη τοῦ καιροῦ
    Σημαίνει πὼς φοβούμαστε
    Καὶ ἡ ζωή μᾶς ἔγινε ξένη
    Ὁ θάνατος βραχνὰς.»
    (Γιώργος Σαραντάρης)

    Ποιητής

    Πόσο βαθὺ κι ἀσήμαντο συνάμα,
    τῆς Ζωῆς καὶ τῆς Τέχνης σου τὸ δρᾶμα,
    σ᾿ ἕνα παιχνίδι μάταιο καὶ γελοῖο,
    τοῦ Νοῦ σου νὰ σκορπᾷς τὸ μεγαλεῖο!

    Μέρα-νύχτα νὰ παίζεις μὲ τὶς λέξεις,
    πῶς, πρέπει, μεταξύ των, νὰ τὶς πλέξεις
    καὶ πῶς, μαζί, νὰ σμίξεις κάποιους ἤχους,
    ὥστε νὰ κλείσεις τ᾿ Ὄνειρο σὲ στίχους!

    Πόσος κόπος καὶ πόνος κι ἀγωνία,
    νὰ πλάσεις ἀπ᾿ τὴ θλίψη σου ἁρμονία
    καὶ νὰ τὴ πλάσεις μ᾿ ὅλους σου τοὺς τρόπους,
    γιὰ νὰ τὴ ξαναδώσεις στοὺς ἀνθρώπους!

    Μήτε κι ἀληθινὰ ποὺ ξέρω πρᾶμα
    πιὸ θλιβερό, ἀπ᾿ τοῦ πόνου σου τὸ δρᾶμα,
    τοῦ Πόνου αὐτοῦ, ποὺ στέργει γιὰ κλουβί του,
    τὸ χῶρο ἑνὸς ἀνθρώπινου ἀλφαβήτου!

    Κι ἀφοῦ, σὰ τὰ μικρὰ παιδάκια, παίξεις,
    τόσο καιρό, μὲ ρίμες καὶ μὲ λέξεις
    κι ὅλες σου τὶς ἐλπίδες ἀφανίσεις,
    χαμένος, ὅλος, μέσ᾿ στὶς ἀναμνήσεις,

    μόλις φανοῦν οἱ πρῶτες μαῦρες τύψεις
    κι ἔρθ᾿ ἡ στιγμὴ νὰ σκύψεις, νὰ μὴ σκύψεις,
    μὰ παίρνοντας μαζὶ τὸ θησαυρό σου,
    τὸ Γολγοθᾶ σου ἀνέβα καὶ σταυρώσου!
    NAΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ

    Άλμπατρος, Σαρλ Μπωντλαίρ

    Τάσος Λειβαδίτης, «Ένας ποιητής»

    “Αποτυχίες, συμβιβασμοί, αλκοόλ, χειρόγραφα σκισμένα,
    πράξεις ηρωισμού στη φαντασία μου, αφήνοντας σαν τον
    αυνανισμό, μιαν αίσθηση
    ταπεινωμένου αντρισμού, λαχεία που πέφτουν στις ονειρο-
    πολήσεις μου,
    ο χρόνος και η φιλοδοξία που σαν σκυλιά μοιράζονται
    τα κόκαλά μου
    κι άλλοτε μια λύσσα να εξευτελιστείς για να ξεχάσεις
    όλα όσα δεν έγιναν ή μήπως υπομείνεις
    αυτά που είναι να γίνουν. Κι η ποίηση; Η ποίηση- ένας
    τρόπος
    για να πεθαίνεις όλο και πιο δύσκολα κάθε μέρα…”
    (Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, τ. 1ος, Κέδρος)

    Ο Ποιητής

    Ιδού ο Ποιητής.
    Ένα δέντρο που ζει
    από τη γενναιοδωρία των ολίγων.
    Κάθε μέρα κρεμά τους μύθους του
    καρπούς προφητικούς.
    Αυτή είναι η μοίρα του.
    Ανάμεσα
    στην ασάφεια και την ευκρίνεια.
    Γεννήθηκε για να ανατρέφει
    τις απροσκύνητες φωνές
    που ανταριάζουν το αίμα του
    κι αναπαμό δεν βρίσκει.
    Γι’ αυτό δεν έχει ηλικία
    το δέντρο.
    Γι’ αυτό δεν έχει ηλικία
    ο Ποιητής.
    Γιατί φτιάχτηκε με ριζικό
    από ήλιους και φεγγάρια.
    (Καλλιόπη Εξάρχου)

    Προς ποιητήν

    Δεν είχες τίποτα να πεις, κύριε.
    Γιατί ηνώχλησες τις λέξεις,
    γιατί τις ηνώχλησες;
    ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ

    Τω αγνώστω ποιητή

    Πέρασε τη ζωή του
    Γράφοντας ποιήματα
    Με τη γομολάστιχα
    ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ

    Την καλησπέρα μου!

    • Καλημέρα, Αγγελική!!!… Ευχαριστώ πολύ πολύ! Για μια ακόμα φορά μ’ εντυπωσιάζεις!!!

      -Νίκος Καρούζος, «Ο ποιητής έχει ένα βέβαιο δρόμο»

      «Γεννιέται ο άνθρωπος κι ο ήλιος γίνετ’ αμέσως πάθος
      ο ποιητής έχει ένα δρόμο σαν όνειρο μαύρο χαμογελαστό
      έχει ένα βέβαιο δρόμο
      τόπους-τόπους αγκάθια
      τόπους-τόπους ωραία χαλιά
      π’ ο άτυχος τα ματώνει.
      Κι όταν ο ήλιος πέσει στις θνητές κορφές
      αρχίζουν τ’ άστρα. Εκεί του δρόμου η τέλεψη
      πάλι μια γέννα μας προσμένει.»
      (Ν. Καρούζος, Τα ποιήματα, τ. 1ος , Ίκαρος)

      -Οδυσσέας Ελύτης, «Μαρία Νεφέλη»

      Η Μαρία Νεφέλη λέει:
      «…. Ποιητή τζιτζίκι μου εγκαταλειμμένο
      μεσημέρι δεν έχει πια κανείς•
      σβήσε την Αττική κι έλα κοντά μου.
      Θα σε πάω στο δάσος των ανθρώπων
      και θα σου χορέψω γυμνή με ταμ ταμ και προσωπίδες
      και θα σου δοθώ μέσα σε βρυχηθμούς και ουρλιάσματα.
      Θα σου δείξω τον άνθρωπο Baobab
      και τον άνθρωπο Phagus Carnamenti
      τη γερόντισσα Cimmulius και το σόι της όλο
      το σαρακοφαγωμένο απ’ τα παράσιτα•
      θα σου δείξω τον άντρα Bumbacarao Uncarabo
      τη γυναίκα του Ibou-Ibou
      και τα παραμορφωμένα τέκνα τους
      τα μανιταρόσκυλα
      τον Cingua Banga και την Iguana Brescus
      Μη φοβάσαι
      με το χέρι μπροστά καθώς φανός θυέλλης
      θα σε οδηγήσω
      και θα σου χιμήξω•
      τα νύχια μου θα μπουν στις σάρκες σου»

      -Γιάννης Ρίτσος – «Ποιητές»
      (Στὸν Κώστα ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ)

      Ὤ, δὲ χωρεῖ καμία ἀμφισβήτηση, ποιητὲς
      εἴμαστ᾿ ἐμεῖς μὲ κυματίζουσα τὴν κόμη
      — ἔμβλημ᾿ ἀρχαῖο καλλιτεχνῶν — καὶ χτυπητὲς
      μάθαμε φράσεις ν᾿ ἀραδιάζουμε κι ἀκόμη

      μιὰ εὐαισθησία μας συνοδεύει ὑστερική,
      ποῦ μας πικραίνει ἕνα χλωμό, σβησμένο φύλλο,
      μακριὰ ἕνα σύννεφο μαβί. Χιμαιρικὴ
      τὴ ζωή μας λέμε καὶ δὲν ἔχουμ᾿ ἕνα φίλο.

      Μένουμε πάντα σιωπηλοὶ καὶ μοναχοί,
      ὅμως περήφανα στὰ βάθη μας κρατοῦμε
      τὸ μυστικό μας θησαυρό, κι ὅταν ἠχεῖ
      ἡ βραδινὴ καμπάνα ἀνήσυχα σκιρτοῦμε.

      Θεωροῦμε ἀνίδεους, ἀνάξιους κι εὐτελεῖς
      γύρω μας ὅλους, κι ἀπαξιοῦμε μιὰ ματιά μας
      σ᾿ αὐτοὺς νὰ ρίξουμε, κι ἡ νέα ξανὰ σελὶς
      τὸ θρῆνο δέχεται τοῦ ἀνούσιου ἔρωτά μας.

      Ἀναμασᾶμε κάθε μέρα τὰ παλιὰ
      χιλιοειπωμένα αἰσθήματά μας· ἐξηγοῦμε
      τὸ τάλαντό μας: «κελαηδοῦμε σὰν πουλιά»·
      τὴν ἀσχολία μας τόσ᾿ ὡραῖα δικαιολογοῦμε.

      Γιὰ μᾶς ὁ κόσμος ὅλος μόνο εἴμαστ᾿ ἐμεῖς,
      καὶ τυλιγόμαστε, μανδύα μας, ἕνα τοῖχο.
      Μ᾿ ἔπαρση ἐκφράζουμε τὰ πάθη τῆς στιγμῆς
      σ᾿ ἕναν — μὲ δίχως χασμωδίες — μουσικὸ στίχο.

      Γύρω μας κι ἄλλοι κι ἂν πονοῦν κι ἂν δυστυχοῦν,
      κι ἂν τοὺς λυγίζει, ἂν τοὺς φλογίζει ἡ ἀδικία –
      ὤ, τέτοια θέματα πεζὰ ν᾿ ἀνησυχοῦν
      τοὺς ἀστρικούς μας στοχασμούς, εἶναι βλακεία.
      (Γ. Ρίτσος, Ποιήματα, τ. Α’, Κέδρος)

      -Ρ. Μ. Ρίλκε, «Ο ποιητής»

      «Μακριά από μένα φεύγεις, ώρα
      και το φτεροκόπημά σου με πληγώνει ακόμα.
      Μόνος: τι να το κάνω πια το στόμα;
      τι τη νύχτα μου; Τι να την κάνω τη μέρα μου τώρα τώρα;
      Δεν έχω σπίτι δεν έχω αγαπημένη.
      Γωνιά δεν έχω η ζωή μου ν’ ακουμπήσει.
      Το καθετί που του δίνομαι πλουταίνει
      και θα με σπαταλήσει.»
      (Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, Ελληνικά γράμματα)

  3. Καλημέρα, Γιάννη!

    Bρήκα καταχωνιασμένα καμιά 10αριά τετράδια των γυμνασιακών μου χρόνων με όσα ποιήματα είχα αντιγράψει), από τη βιβλιοθήκη του Δήμου.
    Είναι εκπληκτικό δε, που μέσα σ’ αυτά συμπεριλαμβάνονται μερικά από τα πολύ-πολύ αγαπημένα μου.

    Ανάμεσά τους λοιπόν βρήκα κι ένα μελαγχολικό ποίημα ενός ποιητή που πέθανε πολύ νέος. Το βρίσκω πολύ συγκινητικό ακόμη. Γιατί τότε ήμουνα σχεδόν ερωτευμένη με την τρυφερότητά του.
    Για χάρη σου (και για χάρη της Ποίησης) το πληκτρολογώ, ακούγοντας (μαγεμένη) Ερίκ Σατί.

    Η ΘΛΙΨΗ ΕΝΟΣ ΦΤΩΧΟΥ ΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
    Sergio Corrazzini (1887-1907)

    Γιατί με λες ποιητή;
    Εγώ δεν είμαι ποιητής.
    Κοίτα: δεν έχω παρά δάκρυα να προσφέρω στη Σιωπή.
    Γιατί με λες ποιητή;

    Οι λύπες μου είναι φτωχές, κοινές λύπες.
    Οι χαρές μου ήταν απλές,
    Τόσο απλές που θα κοκκίνιζα αν σου τις εμπιστευόμουν.
    Σκέφτομαι, τώρα, να πεθάνω,

    Μόνο γιατί ‘μαι κουρασμένος θέλω να πεθάνω,
    Μόνο γιατί οι μεγάλοι Άγγελοι
    Στα τζάμια των καθεδρικών
    με κάνουν από αγάπη και αγωνία να τρέμω,
    Μόνο γιατί ‘μαι, τώρα, υπομονετικός
    Σαν τον καθρέφτη.
    Εγώ, βλέπεις, δεν είμαι ποιητής
    Είμαι ένα λυπημένο παιδάκι που θέλει να πεθάνει.

    Μην απορείς για τη λύπη μου!
    Και μη με ρωτάς!
    Δε θα σου ‘λεγα παρά λέξεις, τόσο μάταιες λέξεις,
    Θε μου, πόσο μάταιες,
    Που θα μπορούσα να κλαίω σα να ‘ταν να πεθάνω.
    Τα δάκρυά μου θα έμοιαζαν
    Το κομπολόι της λύπης να ρογολογούνε
    Μπροστά στην εφτά φορές πονεμένη ψυχή μου,
    Μα εγώ δεν θα ήμουνα ποιητής
    Θα ‘μουν ένα γλυκό, στοχαστικό παιδί μονάχα
    Που πορεύεται σάμπως να τραγουδούσε ή να κοιμόταν.

    Εγώ μεταλαβαίνω τη Σιωπή καθημερινά, όπως το Χριστό,
    Κι είναι καλόγριες της Σιωπής οι τύψεις,
    Γιατί, χωρίς αυτές, δεν θα ζητούσα και δεν θα ‘βρισκα το Θεό.

    Τη νύχτα αυτή κοιμήθηκα με σταυρωμένα τα χέρια.
    Ήμουν ένα ήσυχο παιδάκι
    Που οι άνθρωποι όλοι το έχουν λησμονήσει,
    Φτωχή τρυφερή λεία για τον καθένα.
    Και λαχτάρησα να μ ‘είχανε προδώσει,
    Να μ’ είχαν χτυπήσει,
    Να μ’ είχαν νηστικό αφήσει
    Για να μπορέσω ολομόναχος να κλάψω
    Σε μια γωνιά,
    Απελπισμένος, λυπημένος.

    Εγώ αγαπώ την απλή ζωή των πραγμάτων,
    Πόσα πάθη δεν είδα να ξεφυλλίζονται μέρα τη μέρα
    Για καθετί που έφευγε!
    Μα εσύ δεν με καταλαβαίνεις και χαμογελάς
    Κι άρρωστος, σκέφτεσαι, πως είμαι.

    Κι αλήθεια είμαι άρρωστος!
    Και πεθαίνω σιγά-σιγά, μέρα τη μέρα,
    Βλέπεις: όπως τα πράγματα.
    Εγώ ξέρω πως για να σε πούνε ποιητή
    Μιαν άλλη ζωή πρέπει να ζήσεις!
    Μα εγώ δεν ξέρω, Θε μου, παρά να πεθαίνω. Αμήν!

    Οφείλω να ομολογήσω ότι είσαι καλύτερα οργανωμένος από μένα, αν κρίνω από τις επιλογές σου αλλά και από την ετοιμότητά σου.
    Βέβαια, εσύ έχεις το θέμα στο μυαλό σου, ενώ σε μένα προσφέρεται κάθε Σάββατο. Όπως και να ‘χει, δεν μπορώ να μην παραδεχτώ ότι έχεις διαλέξει κάποια από τα ωραιότερα ποιήματα, σε βαθμό να με κάνεις να αναρωτιέμαι μήπως έχεις θεματικές ανθολογίες.

    Κι εγώ αγαπάω τον Καρούζο πολύ κι έχω διαβάσει(;) και τους δυο τόμους των ποιημάτων του, αλλά σε αφήνω να του έχεις αδυναμία –ηλίου φαεινότερο- και να του δίνεις προτεραιότητα.

    Για να καταλάβεις πώς σκέφτομαι, όλη τη νύχτα είχα στο μυαλό μου δυο στίχους του Καβάφη. Μόλις τους πληκτρολόγησα πριν λίγο, είδα ότι ανήκουν σ’ αυτό το ποίημα:

    Κωνσταντίνος Καβάφης «Οταν διεγείρονται»

    Προσπάθησε να τα φυλάξεις, ποιητή,
    όσο κι αν είναι λίγα αυτά που σταματιούνται.
    Του ερωτισμού σου τα οράματα.
    Βάλ’ τα, μισοκρυμένα, μες στες φράσεις σου.
    Προσπάθησε να τα κρατήσεις, ποιητή,
    όταν διεγείρονται μες στο μυαλό σου,
    την νύχτα ή μες στην λάμψι του μεσημεριού.

    (Με αυτόν τον τρόπο προσπαθώ να καλλιεργήσω τη μνήμη μου.)

    • Γεια σου, Αγγελική!… Πολύ όμορφο και συγκινητικό το ποίημα του Corrazzini και η μουσική επίσης… Την ακούω κι εγώ τώρα πληκτρολογώντας!… Χίλια ευχαριστώ!
      Όντως εσύ βρίσκεσαι σε δυσχερέστερη θέση από μένα, αλλά ομολογώ ότι τα σχόλιά σου είναι ολάκαιρες ωραιότατες αναρτήσεις, ίσως και καλύτερες απ’ τις δικές μου… Με εντυπωσιάζουν πολύ οι ποιητικές σου γνώσεις και η ικανότητά σου μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα να μας χαρίζεις αυτούς τους (ποιητικούς και μουσικούς) θησαυρούς!
      Έχω διάφορες ανθολογίες, όχι πάντως θεματικές, και πολλά πολλά βιβλία Ελλήνων και ξένων ποιητών στη βιβλιοθήκη μου.
      Ήδη έχω φτάσει στην 31η ποιητική θεματική ανάρτησή μου και πρέπει να σου πω ότι αρχίζω να δυσκολεύομαι στην εξεύρεση νέου θέματος, γι αυτό καλοδεχούμενες και δικές σου προτάσεις!
      Για το θέμα μας τώρα… Ξέμεινα από ποιήματα και τραγούδια (η αλήθεια είναι ότι δεν έχω χρόνο να το ψάξω κι άλλο), γι αυτό και παραθέτω ένα απόσπασμα από μια εισήγησή μου σε κάποια εκδήλωση για την ποίηση:
      «… Και οι ποιητές; «Έγραψε ποιήματα/ όπως άλλοι/ δούλεψαν στα λατομεία./ Και οι δυο τους σκάψανε βαθιά./ Εκείνοι για ένα μεροκάματο/ ο ποιητής όμως για τι;» (Χρ. Λάσκαρης). Αυτό το αδυσώπητο «γιατί;», στο οποίο απάντηση-καλούπι δε θαβρείς. Σε τι χρειάζονται, λοιπόν, οι ποιητές; Ευτυχώς, θα έλεγα, που μέσα σ’ αυτή τη «φοβερή ερημία του πλήθους» υπάρχουν κάποιοι που σε πείσμα των καιρών επιμένουν να γράφουν στίχους. Κι ας είναι «αντιεμπορικό» ή «παρωχημένο», κι ας μένουν στ’ αζήτητα… Μα πιο πολύ, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα της προσπάθειας των ποιητών, στο βάθος του πνιγμού τους, στο ναυαγισμένο πλοίο της ζωής τους, πάντα η ποίηση ήταν και θα είναι: “κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια, απρόοπτες συναντήσεις, και χθεσινά και μελλούμενα, μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας, κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε, μια ευτυχία, μια μέθη, κι ενθουσιασμός ακόμη, μια αξεπέραστη ΣΟΝΑΤΑ του ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ… δηλαδή Ρίτσος. ».
      “Βαδίζεις σε μια έρημο. Ακούς ένα πουλί που κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα.” (Κική Δημουλά). Κι έτσι κατακλυσμένος ο ποιητής απ’ αυτή την εσώτερη ανάγκη γράφει φτιάχνοντας φωλιές για τα ερημοπούλια. «Έρχεται η έμπνευση, γράφω το ποίημα, και μένω έκπληκτος μπροστά την ποιότητα της δημιουργίας μου την πρώτη μέρα. Την άλλη μέρα όμως λέω «τι σαχλαμάρες είναι αυτές που έγραψα» και αρχίζω ξανά να δουλεύω το ποίημα. Αλλάζω λέξεις, αλλάζω τη θέση των λέξεων μέσα στο ποίημα, τις τομές των στίχων, και κάπως ικανοποιούμαι. Την άλλη μέρα αρχίζω το ίδιο και πάλι το ίδιο, και μπορεί να μου πάρει και 25 μέρες αυτή η δουλειά για να ολοκληρώσω το ποίημα ή και να το απορρίψω τελικά (Θ. Κωσταβάρας).»

  4. myownpersonalwinter on said:

    «Τα μεγάλα ιδανικά, όταν ξεπέφτουν κι ο καθένας τα διώχνει από το σπίτι του, ο ποιητής τα παίρνει στο καλύβι του και άσυλο τους δίνει» Παλαμάς Κ.
    Την καλημέρα μου 🙂

    • Γεια σου, Νάνσυ!!!… Ευχαριστώ!…
      «Λέξεις ερχόμενες από πολύ παλαιά ή άλλες νεότερες, ακόμα και ιδιωματικές συνωστίζονται στην άκρη της πένας σου, σαλεύουνε σαν κάτι να ζητάνε, αναπηδούν ως το σημείο να σε πιτσιλάνε και στο πρόσωπο… Χρειάζεται συνεχώς ν’ απωθείς, ν’ αποποιείσαι, να επιλέγεις, να υιοθετείς… Να δοκιμάζεις με τον ίδιο τρόπο που δοκιμάζει ο Σολωμός δεκαεννέα φορές τον ίδιο στίχο.» (Οδ. Ελύτης: “Ιδιωτική Οδός”)

      • myownpersonalwinter on said:

        Μουσική ανταπάντηση από έναν αγαπημένο μου μουσικό.

      • Kalhmera, Nancy!!!… Ευχαριστώ πολύ!… Ωραιότατο!!!!

      • myownpersonalwinter on said:

        Οι ποιητές.
        Ξέρω γιατί πλέκουν στιχάκια.
        Ζωντανεύει το παιδί μέσα τους.
        Παίζουν το παιχνίδι της ζωής
        Με το κρυφτό υμνούν τον έρωτα
        Με το σχοινάκι τη ζωή
        Με το τζαμί την καταστροφή
        Με το κυνηγητό τον πόνο
        Kάτι που μου ρθε περιμένοντας στην ουρά στην τράπεζα και έγραψα πάνω σε μια απόδειξη 😛
        Καλό μεσημέρι!!

      • Ciao, Nancy!!!
        Πολύ καλό, ευχαριστώ!
        Το παθαίνω κι εγώ αυτό, γιατί δεν ξέρεις πότε θα έρθει η έμπνευση!
        Καλό μεσημέρι επίσης!!!

  5. Μερικά …αδέσποτα ακόμα, που μου έρχονται με …δόσεις;

    Οι απομείναντες

    Όμως υπάρχουν ακόμα
    λίγοι άνθρωποι
    που δεν είναι κόλαση
    η ζωή τους

    υπάρχει το μικρό πουλί ο κιτρινολαίμης
    η Fraulein Ramser
    και πάντοτε του ήλιου οι απομείναντες
    οι ερωτευμένοι με ήλιο ή με φεγγάρι

    ψάξε καλά
    βρες τους, Ποιητή!
    κατάγραψέ τους προσεχτικά
    γιατί όσο παν και λιγοστεύουν

    λιγοστεύουν

    (Μίλτος Σαχτούρης)

    Peugeot (Λένα Καλλέργη)

    Ποιήτρια, με εξαιρετική ευαισθησία, νοημοσύνη και ψυχή, με αντιμετωπίσιμη τάση προς τη μελαγχολία και με ανεπτυγμένη αίσθηση ευθύνης, αναζητεί εργασία πλήρους απασχόλησης που να τη βοηθά να ζει. Διαθέτει φαντασία, ενεργητικότητα, πολύχρονη προϋπηρεσία στις λέξεις πένθους, και σπάνιες καλοκαιρινές αναμνήσεις. Έχει παρακολουθήσει τον ήλιο να δύει, το φεγγάρι να ανατέλλει, κι αντίστροφα, ενώ ειδικεύεται εξίσου στα σκούρα και στα φωτεινά χρώματα. Έχει βραβευτεί για τις επιδόσεις της στη σύνθεση και εξισορρόπηση αόρατων υλικών σε διεθνές επίπεδο.
    Παρακαλώ μην επικοινωνήσετε για θέσεις εργασίας που απαιτούν επανάληψη ανούσιων κινήσεων σε υγρούς και κακοφωτισμένους χώρους όπου απαγορεύεται το κλάμα. Αφήστε τις δηλώσεις ενδιαφέροντος και τα στοιχεία σας στον πίσω υαλοκαθαριστήρα του πορτοκαλί Ι.Χ. που περνάει από τη γειτονιά σας τα απογεύματα. Θα επικοινωνήσει εκείνη μαζί σας.

    Δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν
    τί κάνει; τη καρδιά μας καρφώνει;
    ναι τη καρδιά μας καρφώνει
    ώστε λοιπόν είναι ποιητής
    (Μίλτος Σαχτούρης, απόσπασμα)

    Θέματα υπάρχουν πολλά, Γιάννης (Τζήκας) μόνο ένας!
    Προτείνω:

    Φίλοι, Χρόνος, Βιολί, Μνήμη, Σπίτι, Βιβλίο, Μουσική, Αποχαιρετισμός, Μιλώ, Καθρέφτης, Πατρίδα, Γάτες, Σκέψη, Αισιοδοξία, Χιόνι, Γιασεμί, Βροχή, Χορός, Βροχή, Μπλε

    Και πολλά άλλα, ων ουκ έστιν αριθμός.

    (Και τώρα που σκέφτηκα τα θέματα, άντε να βρω υλικό!)

    • Καλημέρα!!!!…. Αγγελική (μία και μοναδική) με τα υπέροχα σχόλιά της!!!!
      Ευχαριστώ πολύ για τις προτάσεις, θα αξιοποιηθούν δεόντως!!!
      Τόσα γράψαμε για τους ποιητές και ξεχάσαμε νομίζω το διάσημο δίστιχο- ερώτημα του Χαίλντερλιν:
      -«Και οι ποιητές τι χρειάζονται
      σ’ ένα μικρόψυχο καιρό;»

      -Και μερικά ακόμα «αδέσποτα»:
      -«Ο ποιητής είναι ένας φυλακισμένος πάντοτε ορθός
      μπρος στο λευκό χαρτί»
      (Άρης Αλεξάνδρου)

      -«Οι ποιητές
      Που μούλιασαν στα κλάματα και στ’ αναφυλλητά
      Λακήσαν απ’ το δρόμο
      Τινάζοντας ακατάδεκτα τα τσουλούφια τους.
      “Πώς με δυο τέτοιες λέξεις/ να τραγουδήσεις
      Την δεσποινίδα/ και τον έρωτα
      Και το τριανταφυλλάκι με τις δροσοσταλίδες;”
      Και πίσω από τους ποιητές
      Τρέχουν τα πλήθη του δρόμου
      Φοιτητές/ πόρνες/εργολάβοι…»
      (Μαγιακόφσκι)

      – «Στο κέντρο της πλατείας η σπασμένη κεφαλή του ποιητή είναι πηγή… Η πηγή τραγουδάει για όλους.»
      (Οκτάβιο Παζ)

      -«Καταφερτζήδες του πνεύματος και των στίχων/ ευκλεώς στοιχηθείτε./… Θάθελα λίγο δυναμίτη, θάθελα μιαν έκρηξη/ που να σκορπίσει το χειρότερο θάνατο στα βολέματά σας/ ευλογία κυρίου τα μυδράλια της ποίησης.»
      (Νίκος Καρούζος)

  6. To τραγούδι και το βιντεο των Ελύτη-Εκλεκτού δε το ήξερα και το βρίσκω πολύ καλό.

Σχολιάστε