Λόγος Παράταιρος

«Παράταιρος ο λόγος ο δυνατός/ μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει» (Γ. Ρίτσος)

Πες το με ποίηση (14ο): «Ελληνικό καλοκαίρι»…

Πίνακας του Νικηφόρου Λύτρα

Πίνακας του Νικηφόρου Λύτρα

«Χάρμα η ξιπολιά σε καλοκαίρια ρωμαίικα!» (Νίκος Καρούζος)…

 

«Τόσο το θέρος, τόσα τα πουλιά, και σε μέγα βάθος

Η πάντων και πασών Ελληνίς η θάλασσα» (Ο. Ελύτης, Εκ του πλησίον)

 

“Καρδιά καλοκαιριού… Κατακόκκινο ανοιχτό καρπούζι στα χέρια μικρού παιδιού καβάλα στα καπούλια του ήλιου… Φωτοχυσία… Μέρα ξανθή, του ήλιου ανταμοιβή και του Έρωτα… Πυρόξανθο μαστίγωμα… Στο στεντόρειο μεσημέρι τα τζιτζίκια μαίνονται… «Αδυσώπητον και δρεπανηφόρον θέρος»…. Πόθου ελευθερωτής… Σώματα γυμνά καμένα στο αίσθημα…

Και η φύσις να γροικά τα πάθη του κορμιού και της ψυχής…

Κι ο Έρωτας, ο πιο ξανθός αρχάγγελος του Παραδείσου, βοά και λέγει στο κάθε που άγγιξε κορμί: τα ρούχα πέτα, γδύσου, τίποτε μη φοβάσαι…. «Ακόμη λίγη θάλασσα, ακόμη λίγο αλάτι. Έπειτα θάθελα να κυλιστώ στην αμμουδιά μαζί σου.»”….

GALLERY_14-STATHOPOULOS 

-Οδυσσέας Ελύτης, «Το ελληνικό καλοκαίρι κατά τον Ε. Teriade»

 

“Στάλα στάλα συνάζει μέσα της η καρυδιά τη σκοτεινή δροσιά. Το κυπαρίσσι ερημώνει γύρω του τα πάντα κι απομένει δασύ, κυρίαρχο. Ίδια και ο πλάτανος. Προστάτες φασματικοί των κάμπων της Αργολίδας και της Αρκαδίας.

Η συκιά σταυρώνει τα χλωμά της μέλη, τεντώνεται μες στο πετσί της το γυαλιστερό και χνουδάτο, τέλος, κάποτε, στρογγυλοκάθεται μέσα στην ίδια της την ευωδιά.

Οι ροδιές ανάβουνε σαν κοκόρια. Η ελιά, δίχως να το πολυσκεφτεί, δίνεται στον ήλιο, στον άνεμο, σ’ όλα τα στοιχεία που ρημάζουνε το κορμί της.

Οι ροδοδάφνες, που μοσκοβολούνε πικραμύγδαλο, σαλεύουνε, όμοια νερό, βαθιά στις κοίτες των ξεροπόταμων.

Σιγά σιγά, μες στο κατακαλόκαιρο, το φως αφανίζει την Ελλάδα. Χωνεύει τα νησιά, εξουδετερώνει τις θάλασσες, αχρηστεύει τους ουρανούς. Μήτε που βλέπεις πια βουνά, μήτε δέντρα, μήτε πολιτείες, μήτε χώμα και νερό. Άφαντα όλα.

Πιωμένος φως – μονάχα μια σκιά μαύρη – ο άνθρωπος. Μια σκιά που μεγαλώνει, δυσανάλογα προστατευμένη από την ίδια του τη θυσία.

Η αντίσταση σ’ ένα τέτοιο φως: να ποιο είναι το βαθύτερο νόημα της ελληνικής αρχιτεκτονικής.

Μέσα στη διαφάνεια, ποιο διάφανος ακόμη, πιο λευκός, ο Παρθενώνας δικαιώνει μυστηριακά την ύπαρξή του την ώρα που το μεσημέρι το αττικό φτάνει στη μεγαλύτερή του ένταση κι όπου μονάχα νεράιδες τριγυρνάν μες στο θαμπωτικό διάστημα.

Η Ελλάδα στους χάρτες ανύπαρχτη.

Λες και βρήκε ο κόσμος το μακαρισμένο τέλος του σ’ αυτή την απόλυτη ισότητα.

Κι όμως, το ίδιο αυτό φως, το αστραφταβόλο, το καταιγιστικό, που αναιρεί την Ελλάδα μες στα μεσημέρια, την αποκαθιστά πάλι το ηλιοβασίλεμα κάτω από τα φαντασμαγορικά πυροτεχνήματα του δειλινού και αργότερα κάτω από την τρυφερή παρουσία της Σελήνης.

Τότε ξαναβρίσκει τον εαυτό της η Ελλάδα. Ξαναγίνεται αυτό που πραγματικά είναι. Ξαναπαίρνει στους χάρτες τη θέση που της αξίζει. Θέλω να πω τη θέση των ονείρων.”

(Ο. Ελύτης, Εν λευκώ, Ίκαρος)

 sally-swatland-summer-on-long-island

-Γιάννης Ρίτσος, «Παιχνίδια τ’ ουρανού και του νερού»

XXX

“Η αλυσιδίτσα στο λαιμό σου,

τ’ αστράκι της αυγής στα φύλλα,

σκοινιά, καράβια και φανάρια,

γλάροι, καθρέφτες και καρποί-

τα κατάρτια μπουμπουκιάσανε.

 

Όμορφη, Θε μου, που ‘ναι η πλάση,

μύρια ποτήρια του νερού

φρεσκοπλυμένα, σκουπισμένα

στο περιγιάλι αστράφτουνε.

 

 Απ’ όλα πίνω το γαλάζιο,

κι ακόμη, γιε μου, να μεθύσω.”

 

XXXIX

“Στα μεγάλα κόσκινα του καλοκαιριού,

κοκκινίζεις του ήλιου το κριθάρι,

το φλουρί, το κεχριμπάρι

παίζει στο λαιμό σου,

παίζει στα δυο σου χέρια

και στο κούτελό σου.

 

Κι όλο κοσκινίζεις

και ψωμί δε φτιάχνεις.

Πώς χορταίνει κι αυγαταίνεις;

Πώς χορταίνουνε τα δέντρα σου

και τα πρόβατά σου;

 

Κι ο γιαλός, ο αστραφτερός

σα γαλάζιος σκύλος

κάθεται στα πισινά του

και σαλεύει την ουρά του,

και του ρίχνεις μια ματιά

στα πεταχτά

και χορταίνει, – πώς χορταίνει

τέτοιος σκύλος;

 

Μες στον κάμπο η κόκκινη εκκλησιά

και στη ράχη ο άσπρος μύλος.

 

Και προτού το δείλι γείρει

έφτιαξες τον ήλιο όλο μελοπίτες

και κουλούρες του χορού

για τους κυνηγούς και τ’ άτια του νερού

για της Άγιας Πελαγίας το πανηγύρι.”

(Γιάννης Ρίτσος, «Παιχνίδια τ’ ουρανού και του νερού», Κέδρος)

 

 

Single Post Navigation

4 thoughts on “Πες το με ποίηση (14ο): «Ελληνικό καλοκαίρι»…

  1. AΓΓΕλΙΚΗ on said:

    Ελληνικό καλοκαίρι
    θα πει
    ήλιος, θάλασσα, κολύμπι, καρπούζι.
    (στην πιο λιτή του -μεγαλειώδη- εκδοχή).
    Λέω εγώ.
    Οι ποιητές τα λένε καλύτερα βέβαια…

    σκέψου να μην πρόφταινα κι αυτό το καλοκαίρι
    να δω το φως ξανά εκτυφλωτικό
    να νιώσω την αφή του ήλιου στο κορμί μου
    να οσμιστώ δροσερές και χαλασμένες μυρωδιές
    να γευτώ γλυκόξινες και πιπεράτες γεύσεις
    να ακούω τα τζιτζίκια ως τα κατάβαθα της νύχτας
    να καταλαβαίνω τους δικούς μου που αγαπώ
    να μην αδημονώ μ’ αυτούς που με στηρίζουν
    να αφήνω κι άλλες ζωές να μπαίνουν στη δική μου…
    ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ

    Ὢ σῶμα τοῦ καλοκαιριοῦ γυμνὸ καμένο
    Φαγωμένο ἀπὸ τὸ λάδι κι ἀπὸ τὸ ἀλάτι
    Σῶμα τοῦ βράχου καὶ ῥῖγος τῆς καρδιᾶς
    Μεγάλο ἀνέμισμα τῆς κόμης λυγαριᾶς
    Ἄχνα βασιλικοῦ πάνω ἀπὸ τὸ σγουρὸ ἐφηβαῖο
    Γεμᾶτο ἀστράκια καὶ πευκοβελόνες
    Σῶμα βαθὺ πλεούμενο τῆς μέρας! (ΕΛΥΤΗΣ)

    Ένας λόγος για το καλοκαίρι

    …Μένει ακόμα η κίτρινη έρημο το καλοκαίρι
    κύματα της άμμου φεύγοντας ώς τον τελευταίο κύκλο
    ένας ρυθμός τυμπάνου αλύπητος ατέλειωτος
    μάτια φλογισμένα βουλιάζοντας μέσα στον ήλιο
    χέρια με φερσίματα πουλιών χαράζοντας τον ουρανό
    χαιρετώντας στίχους νεκρών σε στάση προσοχής
    χαμένα σ’ ένα σημείο που δεν τ’ ορίζω και με κυβερνά·
    τα χέρια σου γγίζοντας το ελεύθερο κύμα. (ΣΕΦΕΡΗΣ)

  2. Ciao Αγγελική, καλή καλοκαιρινή Κυριακή…
    -Γράφει σ’ ένα σχόλιό του για το «ελληνικό θέρος» ο Κώστας Γεωργουσόπουλος:
    “Το ελληνικό θέρος έχει πολύπλευρα υμνηθεί και αναλυθεί από συγγραφείς, ζωγράφους αλλά και κοινωνικούς ψυχολόγους. Το νίσσον φως, αυτή η κατακόρυφη φωτοχυσία, ο καταρράχτης των ηλιακών ακτίνων που καταυγάζουν τη μαύρη πέτρα και το ξερό χορτάρι του σολωμικού ελληνικού τοπίου, η Ευδία που κάνει όπως λέει ο Ελύτης τη συνείδηση πάμφωτη σαν καλοκαίρι, ό,τι έχει έως τώρα όχι απλώς προσελκύσει αλλά συχνά συνταράξει τους βόρειους επισκέπτες μας, είναι ένα κυριολεκτικά αποκαλυπτικό φαινόμενο.
    Το ελληνικό θέρος και κυρίως όχι ο καύσων, αλλά η εμπειρίκεια «ζέστη» που ωθεί τον Ελληνα να κάνει «οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου» ξεγυμνώνει σώματα από προκαταλήψεις, από σύνδρομα ηθικής και σεμνοτυφίας ακόμη και από αιμομικτικές φοβίες. Το αιχμηρό κάθετο φως σαν νυστέρι σχίζει τα υποκριτικά καλύματα που η μόδα, οι εποχές, τα δόγματα, οι προλήψεις έντυσαν το παραδείσιο σώμα και από φυσικό το κατέστησαν πολιτισμικό σημείο-σύνολο, κώδικα ηθικής, νομικής, κοινωνικής, αστικής ή αριστοκρατικής, προλεταριακής ή αναρχικής σημασιολογίας.
    Το γυμνό κάτω από το θερινό φως σώμα του ανθρώπου επιστρέφει στην εδεμική του προϊστορία, στον μύθο του, στην αθωότητα των ορμών, των υγρών, των ενστίκτων, των ενορμήσεων. Τότε κυριολεκτείται ο έρως, ως έλξις αντίθετος της έριδος, ως πόθος αναζητήσεως του εταίρου ημίσεος κατά τον Αριστοφανικόν μύθο του πλατωνικού «Συμποσίου»

    Το γυμνό ερωτικό σώμα ορθώνεται μέσα στο λαμπρό θερινό τοπίο αλλά μέσα στα μεταστοιχειωμένα ενδιαιτήματα ως διαφανές πρίσμα ελκύον και ελκόμενο… ”.

    -ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, “Το καλοκαίρι”
    Απ’ το κανάλι οι πάσσαρες με τ’ απλωτά πανιά
    γυρίζουν πρίμα,
    μας φέρνουν τα ζακυθιανά λουλούδια τ’ ακριβά,
    το πέρασμά τους γλύκανε κ’ εσένα, πικρό κύμα!
    Και πιο καλοπιθύμητα και πιο φανταχτερά
    κι από τα κρίνα,
    πάσσαρες γοργοσάλευτες, με τ’ άσπρα σας φτερά,
    μας φέρνετε τ’ αγόρια μας απ’ τη μεγάλη Αθήνα.

    Κι ανοίχτε, λιακωτά, χλωρά, φουντώστε, πασκαλιές,
    του πόθου τη σκόλη˙
    και σείστε τα μαντήλια σας ανάερα, λιγερές˙
    παραμονεύουν οι έρωτες˙ ετοιμαστήτε, μώλοι,

    το καλοκαίρι μύρισε˙ προσμένουν οι αμμουδιές
    και τα πρυάρια,
    πριν έμπης, άθεη χειμωνιά, να γίνουν εκκλησιές˙
    οι ερωτεμένοι λειτουργοί και τα φιλιά τροπάρια.

    -ARTHUR RIMBAUD
    “Μια εποχή στην Κόλαση”
    (απόσπασμα)

    Καλοκαίρι τέσσερις το χάραμα
    Στου έρωτα τον ύπνο βυθισμένοι
    Το δασάκι στην αχνοβολή τη μυρωμένη
    Από το νυχτερινό ξεφάντωμα.

    Πέρα εκεί, στο ξυλουργείο το αχανές
    Στων Εσπερίδων την ανατολή
    Πηγαινοέρχονται ανασκουμπωμένοι
    Οι Μαραγκοί.

    Μες στων νεφών τις Ερημιές και τη γαλήνη
    Θόλους λαμπρούς θα στήσουν
    Oπου οι άνθρωποι
    Ψεύτικους ουρανούς θα ζωγραφίσουν.

    Α! τι Τεχνίτες λεβεντιά
    Στη Βαβυλώνα υπήκοοι κάποιου βασιλιά
    Λιγάκι, για χάρη τους, Αφροδίτη
    Τους στεφανωμένους εραστές ν’ αφήσεις.

    Των Εραστών Βασίλισσα εσύ
    Κέρασε τους εργάτες με ρακή
    Να ανασάνουν λίγο απ’ τη δουλειά
    Να ‘ρθει το μεσημέρι, να βρουν θαλασσινή δροσιά.

    -Και κάτι δικό μου: «Τώρα είναι καλοκαίρι»
    Τώρα είναι καλοκαίρι!
    Κόβω την πλήξη με μαχαίρι
    Παίρνω τον ήλιο από το χέρι
    Πάω σε μυστικές ακρογιαλιές
    Σε μυρωμένα μέρη
    Τέτοια που μόνο η ψυχή μου ξέρει

    Ηχεί τζιτζίκισμα καλοκαιριού
    Μεθώ με φως μεσημεριού
    Πάω στο άγνωρο το μυστικό
    Σ’ απόκρυφη ακτή να κολυμπώ
    Σε ρόδινες αστραφτερές
    Ανταύγειες του δειλινού

    Νίβω χαρά το πρόσωπό μου
    Σβήνω τη μέσα μου σκιά
    Ο έρωτας φωτιά
    Να καίει το μυαλό μου
    Μ’ όρτσα ψυχή μ’ όρτσα πανιά
    Βουτιά μες στ’ όνειρό μου

    Τι λες; Έρχεσαι και συ μαζί μου;
    Κι αν δεν τα θες, να σε χαρώ
    Τις μυστικές ακρογιαλιές
    Τα μυρωμένα μέρη
    Σε πάω ως τον ουρανό
    Στου έρωτα τ’ αστέρι

  3. Παράθεμα: Ελληνικό καλοκαίρι - Rdeco

  4. Παράθεμα: Κώστας Γεωργουσόπουλος… «ελληνικό θέρος» – imaginistes

Σχολιάστε