Λόγος Παράταιρος

«Παράταιρος ο λόγος ο δυνατός/ μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει» (Γ. Ρίτσος)

Πες το με ποίηση (47ο): «Παιδί»…

-Οδυσσέας Ελύτης, «Παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο»
(απόσπασμα από τον Ήλιο τον Πρώτο)

«Παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο
Κουρεμένο κεφάλι όνειρο ακούρευτο
Ποδιά με σταυρωμένες άγκυρες
Μπράτσο του πεύκου γλώσσα του ψαριού
Αδερφάκι του σύννεφου!
Κοντά σου είδες ν’ ασπρίζει ένα βρεμένο βότσαλο
Άκουσες να σφυρίζει ένα καλάμι
Τα πιο γυμνά τοπία που γνώρισες
Τα πιο χρωματιστά
Βαθιά-βαθιά ο αστείος περίπατος του σπάρου
Ψηλά-ψηλά της εκκλησίτσας το καπέλο
Και πέρα-πέρα ένα βαπόρι με φουγάρα κόκκινα.
Είδες το κύμα των φυτών όπου έπαιρνεν η πάχνη
Το πρωινό λουτρό της το φύλλο της φραγκοσυκιάς
Το γεφυράκι στη στροφή του δρόμου
Αλλά και τ’ αγριοχαμόγελο
Σε μεγάλους χτύπους δέντρων
Σε μεγάλα λιοστάσια παντρειάς
Εκεί που στάζουν από τα ζουμπούλια δάκρυα
Εκεί που ανοίγει ο αχινός τους γρίφους του νερού
Εκεί που τ’ άστρα προμηνούν τη θύελλα.
Παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο
Χαϊμαλί τρελό σαγόνι πεισματάρικο
Παντελονάκι αέρινο
Στήθος του βράχου κρίνο του νερού
Μορτάκι του άσπρου σύννεφου!»

-Γιάννης Ρίτσος, «Για το παιδί»…..

(Aπόσπασμα από το ποίημα «Αναφυλλητό»)

 

«Τα παιδιά θέλουν παπούτσια
τα παιδιά θέλουν ψωμί
θέλουνε και φάρμακα
δούλεψε και συ.

Γέλα κλαίγε κι όλο λέγε
το παιδί: ζωή.
Τίποτ’ άλλο, Ζωή.
Ζύμωνε στη σκάφη
πρώτο σου ζυμάρι, πρώτο σου ψωμί
ένα καλυβάκι μια μικρούλα αυλή
για το παιδί.

Ζύμωνε το χώμα
με το δάκρυ δάκρυ
φτιάξε ένα χωμάτινο πουλί
να πετάει τη νύχτα
και να κελαηδεί
για το παιδί.

Τούτη είναι η ζωή μας
τούτο το μεγάλο, τίποτ’ άλλο
γέλα κλάψε, πες ό,τι θες
Το παιδί ζωή: ζωή
τίποτ’ άλλο!»

 

-Νικηφόρος Βρεττάκος, «Το παιδί με τα σπίρτα»

Το παιδί της μεγάλωσε. Έκλεισε σήμερα
τα έξι του χρόνια. Το χτένισε όμορφα.
Δε θα ‘χει πια ανάγκη. Περνά και το βλέπει.
Στη γωνιά της πλατείας στέκει σαν άντρας.
Απ’ τα πέντε κουτιά σπίρτα έχει κιόλας
πουλήσει τα τέσσερα. – Παίζει ο χειμώνας
στα δέκα του δάχτυλα. Έγινε νύχτα.
Κοιτάζει η μητέρα του δεξιά της, ζερβά της, απάνω και κάτω.
Σκοτάδι:

«Ας μπορούσεν ανάβοντας το παιδί μου ένα σπίρτο
………..να φωτίσει τον κόσμο.»

 

-Γιάννης Κοντός, «Τι έγιναν τα παιδιά του Κάρολου Ντίκενς»

«Χάθηκαν προσωρινά, γίνανε σκιές,

με παρακολουθούν για δευτερόλεπτα

μέσα από την ομίχλη,

πιάνουν την άκρη του παλτού μου.

Χειμώνας είναι γι αυτά, βαρύς, με χιόνια.

Με παπούτσια χαλασμένα, με αισθήματα

κουρέλια τριγυρνάνε άσκοπα στους δρόμους,

κάτω από φανάρια του δεκάτου ενάτου αιώνα.

Το χιόνι σφυρίζει και τα χτυπάει αλύπητα.

Προσπαθεί να τα σβήσει από τις σελίδες των

βιβλίων. Αυτά όμως επιμένουν να τριγυρνάνε

στη μνήμη μας, να μας τυραννούν, να μας συντροφεύουν.

Χλωμά και πεινασμένα μας περιμένουν

στη γωνιά, με τους ώμους να διψούν

για χάδι. Σούρουπο τα είδαμε για πρώτη

φορά και μα έφεραν τα πιο παράτολμα σχέδια.

Εκεί που σβήνει η μουσική, κρύβονται φοβισμένα

τα παιδάκια κοιτώντας το φεγγάρι.»

(Γιάννης Κοντός, «Ο αθλητής του τίποτα», Κέδρος)

Single Post Navigation

9 thoughts on “Πες το με ποίηση (47ο): «Παιδί»…

  1. «Στο παιδί μου»
    Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια
    Και του μιλούσανε για Δράκους και για το πιστό σκυλί
    Για τα ταξίδια της Πεντάμορφης και για τον άγριο λύκο
    Μα στο παιδί δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια
    Τώρα, τα βράδια, κάθομαι και του μιλώ
    Λέω το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι σκοτάδι,
    Του δείχνω με το χέρι τους κακούς, του μαθαίνω
    Ονόματα σαν προσευχές, του τραγουδώ τους νεκρούς μας.
    Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά.

    (Μανόλης Αναγνωστάκης, Στο παιδί μου, από τη συλλογή, Ο στόχος).

    Κάποτε θα ‘ρθουν να σου πουν

    Παιδικά δάκρυα
    Ιωάννης Πολέμης

    Ματάκια των παιδιών, ματάκια αγνά,
    Που όσα θωρείτε γύρω σας είναι παιχνίδια
    Εσείς που δακρυσμένα και στεγνά
    Την ίδια όψη δείχνετε, πάντα την ίδια.

    Αμίλητοι καθρέφτες, φωτεροί,
    Που η σκέψη δε σας θάμπωσε, μηδέ κι η έννοια
    Παραθυράκια που η ψυχή θωρεί
    Κι όλα καλά της φαίνονται, τριανταφυλλένια.

    Ματάκια, σεις, που δίχως αφορμή
    Κάθε στιγμή δακρύζετε, καθώς γελάτε,
    Ματάκια των μικρών παιδιών, αχ! μη
    Τα δροσερά σας δάκρυα τα σπαταλάτε.

    Έχετε μπρος σας στράτα μακρινή…
    Θα σας μαράνει η κούραση κι η θλίψη η μαύρη
    Απέλπιδα η καρδιά σας θα πονεί,
    Και θα ζητήσει δάκρυα και δε θε να ‘βρει.

    Τα παιδιά κάτω στον κάμπο

    ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ
    με το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι
    κοιτάζω εκστατικά
    πίσω απ’ τις στάλες της βροχής
    ένα πολύχρωμο κόσμο

    κρύβω μέσα μου ένα παιδί
    με τις τσέπες γεμάτες μπίλιες
    μέσα στον χειμώνα
    ένα παιδί με δακρυσμένα μάτια
    για το γατάκι του που πέθανε
    για το λουλούδι που μαράθηκε
    για όσους έφυγαν χωρίς επιστροφή

    κρύβω μέσα μου ένα παιδί
    με τρύπιο παλτό
    που λαχταράει τα ζεστά κάστανα
    τη γειτονιά και τους φίλους
    την άνοιξη που θα ρθει

    κρύβω μέσα μου ένα παιδί
    που δεν δέχεται
    πως μπορώ να γελάω
    όταν τη ίδια στιγμή κάποιος κλαίει

    κρύβω μέσα μου ένα παιδί
    απαρηγόρητο
    που θα θελε να φτιάξει τη ζωή
    στα μέτρα της καρδιάς του
    ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ

    Τον εαυτό του παιδί

    Το παιδί

    Όταν καμιά φορά γυρίσω πίσω και κοιτάξω
    μες στο μακρύ δρόμο,
    πάντα στο βάθος βλέπω
    ένα παιδί.

    Τροφοδοτεί με τα λυπημένα μάτια του
    τα ποιήματά μου.

    (Χρίστος Λάσκαρης)

    Στο Σείριο υπάρχουνε παιδιά
    ποτέ δε βάλαν έγνοια στην καρδιά
    δεν είδανε πολέμους και θανάτους
    και πάνω απ’ τη γαλάζια τους ποδιά
    φοράν τις Κυριακές τα γιορτινά τους

    Τις νύχτες που κοιτάν τον ουρανό
    ένα άστρο σαν φτερό θαλασσινό
    παράξενα παιδεύει το μυαλό τους
    τους φαίνεται καράβι μακρινό
    και πάνε και ρωτάν το δάσκαλό τους

    Αυτή τους λέει παιδιά μου είναι η Γη
    του σύμπαντος αρρώστια και πληγή
    εκεί τραγούδια λένε γράφουν στίχους
    κι ακούραστοι του ονείρου κυνηγοί
    κεντάνε με συνθήματα τους τοίχους

    Στο Σείριο δακρύσαν τα παιδιά
    και βάλαν από κείνη τη βραδιά
    μιαν έγνοια στη μικρούλα τους καρδιά
    (Νἰκος Γκάτσος)

    Στο Σείριο υπάρχουνε παιδιά

    Το παιδάκι του Βιετνάμ
    με το κομμένο πόδι
    Το άλλο του πόδι δεν είναι εδώ ή εκεί,
    δεν είναι στο δάσος, ή μέσα στο χώμα.
    Το άλλο του πόδι είναι μες στην καρδιά μου,
    λιώνει εκεί, γίνεται λόγος, γίνεται
    η αυριανή μου φωνή. Το άλλο του πόδι
    είναι ο σταυρός – το πλάτος και το ύψος του –
    είναι ο σταυρός του Ιησού στον αιώνα μας
    ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

    Τα πρόσωπα των παιδιών είναι πατρίδες
    φερμένες εδώ απ’ τα τέσσερα σημεία της γης
    για ένα διάλογο αγάπης. Κοινό το χορτάρι κι ο ήλιος
    και τα χέρια που παίζουνε. Βλέπετε αυτά τα παιδιά
    που τα μάτια τους είναι γιομάτα ουρανό
    και αθωότητα; Είναι οι ίδιοι αυτοί
    που σκοτώθηκαν στους πολέμους.
    που εξωσμένοι απ’ του κόσμου αυτού την αδιαίρετη
    σκηνή επαιτήσανε το δικαίωμα
    να χαρούνε τη γη που τους γέννησε:
    Να κάθονται πάνω της ή να πορεύονται,
    να μαζεύουν λουλούδια, να ψαρεύουν στις λίμνες,
    να σκάφτουν, να χτίζουν, να θαυμάζουν τον κόσμο
    μες απ’ των άσπρων τους σπιτιών τα παράθυρα
    δίχως φόβο.ασφαλείς και ισότιμοι
    απέναντι στη βροχή. Οι ίδιοι που πάλαιψαν
    γενναία το αδυσώπητο σκοτάδι
    και πέσανε. που έκαμαν
    όμορφα όνειρα. Δεν ήτανε διαφορετικά
    το γέλιο, τα χέρια, οι κινήσεις τους,
    κι όμως σκοτώθηκαν. Τα μάτια τους ίδια
    το φως που ζητούσανε.
    Κάθε πρωί
    που βγαίνει ο ήλιος στην πόλη του Τρόγγεν,
    στο χωριό Πεσταλότσι, τα πράγματα είναι
    το ίδιο απλά, όπως άλλωστε ήταν πάντοτε
    σε τούτο τον κόσμο. Μονάχα πως τα πρόσωπα
    εδώ των παιδιών είναι πατρίδες.
    Κάθε πρωί, με το ίδιο τραγούδι
    και κάτω απ’ την ίδια υπόσχεση
    αγάπης
    όλα μαζί
    είναι η Υδρόγειος που προσεύχεται.
    (Νικηφόρος Βρεττάκος, »Διεθνής Παιδούπολη Πεσταλότσι», Τα ποιήματα, Αθήνα, εκδ. Τρία φύλλα, 1981, σσ. 280-281.)

    Παιδί ακόμα

    Ο,ΤΙ ΕΧΕΙΣ ΠΑΙΔΙΑΤΙΚΟ
    Γεώργιος Δροσίνης

    Ό,τι έχεις μέσα σου παιδιάτικο
    Σαν θησαυρό να το φυλάξεις
    Τους λογισμούς, τους πόθους σου άλλαξε,
    Μα αυτό ποτέ να μην αλλάξεις.

    Όποτε της ζωής τα ψεύτικα
    κι άσχημα σφίγγουν την καρδιά σου,
    μες σ’ ό,τι φύλαξες παιδιάτικο
    θα βρίσκεις την παρηγοριά σου.

    Κι όταν χλομοφυλλιάσει η όψη σου
    Και στα μαλλιά σου πέσουν χιόνια,
    Μόνο ό,τι φύλαξες παιδιάτικο
    Θα μείνει απείραχτο απ’ τα χρόνια.

  2. Ciao, Ageliki!… Καλό Σαββατοκύριακο!… Grazie mille!!!!

    -Τάκης Βαρβιτσιώτης, «Άκουσε τα παιδιά»

    «Άκουσε τα παιδιά που βόγγουν μες στα υπόγεια
    Πατημένα απ’ τα βαριά σύννεφα
    Που έχουν κατέβει πάνω στη γη
    Θυμήσου το μακρινό σφύριγμα του τρένου
    Τη φωτεινή αναχώρηση
    Που έζησες μονάχα στ’ όνειρό σου
    Το ρολόι του σταθμού
    Σημαίνει πάλι μεσάνυχτα
    Το χιόνι πέφτει αδυσώπητο σκεπάζοντας όλα
    Σκεπάζοντας ακόμα και το κιτρινωπό φανάρι του δρόμου
    Που ξαγρυπνάει ολομόναχο
    Η σιωπή σχίζει τον άνεμο σαν ένα μαχαίρι
    Τα φώτα θρηνούν σωριασμένα
    Στην αποκοιμισμένη άμαξα του χειμώνα.»
    (από το «Τα 100 καλύτερα ελληνικά ποιήματα», εκδ. Γλάρος)

    – «… Αχ, Φωτεινούλα,
    όταν ένα παιδί πεθαίνει
    καθένας χάνει ένα παιδί,
    όταν πεθαίνει το παιδί μας
    πεθαίνουν όλα τα παιδιά μαζί.
    -Τι μένει Φωτεινούλα;
    -Το παιδί.
    Αχ, Φωτεινούλα,
    γυρίζεις σε όλα τα παιδιά μαζί,
    ζωή.»
    (Γιάννης Ρίτσος, απόσπασμα από το “Αναφυλλητό”)

    -Νικηφόρος Βρεττάκος, «Το παιδί με τη σάλπιγγα»

    Αν μπορούσες να ακουστείς
    θα σου έδινα την Ψυχή μου
    να την πας ως την άκρη του Κόσμου.

    Να την κάνεις περιπατητικό αστέρι,
    ή ξύλα αναμμένα για τα Χριστούγεννα
    στο τζάκι του Νέγρου,
    ή του Έλληνα χωρικού.

    Να την κάμεις ανθισμένη μηλιά
    στα παράθυρα των φυλακισμένων..
    Εγώ μπορεί να μην υπάρχω ως αύριο.
    Αν μπορούσες να ακουστείς
    θα σου έδινα την Ψυχή μου
    να την κάνεις τις νύχτες
    ορατές νότες, έγχρωμες,
    στον αέρα του κόσμου…
    Να την κάνεις αγάπη!

  3. Tα παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα

    Για τα Παιδιά

    Τα παιδιά σου δεν είναι παιδιά σου, είναι οι γιοί και οι κόρες της λαχτάρας
    της ζωής για την ζωή.
    Για την ζωή τους είσαι το μέσο κι όχι η αρχή, κι ας μένουν κοντά σου,
    δεν ανήκουν σε σένα
    Μπορείς να τους δώσεις την αγάπη σου, όχι όμως και τις ιδέες σου,
    γιατί ιδέες έχουν δικές τους.
    Μπορείς να δώσεις μια στέγη στο σώμα τους, όχι όμως και στις ψυχές τους,
    γιατί η ψυχή τους κατοικεί στο σπίτι του αύριο,
    που εσύ δεν μπορείς να επισκεφθείς, ούτε στα όνειρά σου.
    Μπορείς να προσπαθήσεις να τους μοιάσεις, μην προσπαθείς όμως να τα κάνεις όμοιά σου, γιατί η ζωή δεν πάει προς τα πίσω
    και δεν σταματά στο χθες.
    Είσαι το τόξο, από το οποίο εκτοξεύονται τα παιδιά σου σαν ολοζώντανα βέλη. Κάνε τοξότη την σαΐτα που στα χέρια σου κρατάς, να σημαίνει χαρά.
    KAJLIL GIBRAN

    Σαν μικρό παιδί, Θ. Παπακωνσταντίνου

    Αν ένα παιδί…

    Αν ένα παιδί ζει μέσα στην κριτική:
    μαθαίνει να κατακρίνει

    Αν ένα παιδί ζει μέσα στην έχθρα:
    μαθαίνει να καυγαδίζει

    Αν ένα παιδί ζει μέσα στην ειρωνεία:
    μαθαίνει να είναι ντροπαλό

    Αν ένα παιδί ζει μέσα στην ντροπή:
    μαθαίνει να είναι ένοχο

    Αν ένα παιδί ζει μέσα στην κατανόηση:
    μαθαίνει να είναι υπομονετικό

    Αν ένα παιδί ζει μέσα στον έπαινο:
    μαθαίνει να εκτιμά

    Αν ένα παιδί ζει μέσα στην δικαιοσύνη:
    μαθαίνει να είναι δίκαιο

    Αν ένα παιδί ζει μέσα στην ασφάλεια:
    μαθαίνει να πιστεύει

    Αν ένα παιδί ζει μέσα στην επιδοκιμασία:
    μαθαίνει να έχει αυτοεκτίμηση

    Αν ένα παιδί ζει μέσα στην παραδοχή
    και φιλία:
    μαθαίνει να βρίσκει την αγάπη μέσα
    στον κόσμο.

    R. RUSSEL.

    To γελαστό παιδί

    Παιδί , το περιβόλι μου ! (Κωστῆς Παλαμᾶς)

    Παιδί, το περιβόλι μου που θα κληρονομήσεις,
    Όπως το βρεις κι’ όπως το δεις να μη το παρατήσεις.

    Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε το πιο στέρεα,
    και πλούτισε τη χλώρη του και πλάτυνε τη γη του,
    κι ακλάδευτο όπου μπλέκεται να το βεργολογήσεις,
    και να του φέρεις το νερό το αγνό της βρυσομάνας.

    Κι άν αγαπάς τ’ ανθρώπινα κι’ όσα άρρωστα δεν είναι,
    ρίξε αγιασμό και ξόρκισε τα ξωτικά, να φύγουν,
    και τη ζωντάνια σπείρε του μ’ όσα γερά, δροσάτα.
    Γίνε οργοτόμος , φυτευτής , γίνε διαφεντευτής.

    Κι αν είναι κι έρθουνε χρόνια δίσεχτα,
    πέσουν καιροί οργισμένοι,
    κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα, κι όσα δέντρα,
    για τίποτ’ άλλο δε φελάν παρά για μετερίζια,
    μη φοβηθείς το χαλασμό. Φωτιά ! τσεκούρι !τράβα !,
    ξεσπέρμεψέ το , χέρσωσε το περιβόλι, κόφ’ το,
    και χτίσε κάστρο απάνω του και ταμπουρώσου μέσα,
    για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούργια γέννα.

    Π’ όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για να ρθει,
    κι’ όλο συντρίμμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων.
    ,
    Φτάνει μια ιδέα να στο πει, μια ιδέα να στο προστάξει,
    κορώνα ιδέα , ιδέα σπαθί, που θα είναι απάνου απ’ όλα .

    Ανάγκη να σε πάρω εγώ

    Γειαααααααααα!!!!!

  4. Συμπληρώνω:
    Πρόσεξε τους στίχους σ’ αυτό το όχι πολύ γνωστό τραγούδι της Βάνου. Όχι, δεν είναι αυτό που νομίζεις (Παιδί μου παράξενο, παιδί μου περίεργο, παιδί μου ωραίο). Άλλο εντελώς.

    Παιδί μου, Τζένη Βάνου

    • Ciao, Ageliki!!!…. Για άλλη μια φορά πολλά κι όμορφα ποιήματα και μουσικές!… Grazie mille!!!
      Άκουσα τη Τζένη Βάνου και μ’ άρεσε πολύ, δεν το ήξερα το τραγούδι!!!!!

      -Κι ένα του Βρεττάκου ακόμα:

      Νικηφόρος Βρεττάκιος, «Τα Λουλούδια Προσεύχονται για τα Παιδιά»

      «Αναδύθηκε δάσος ζοφερό
      απ’ το πνεύμα μας
      κι εκάλυψε τον ορίζοντα.
      Μόνο ατραποί τρυπώνουν
      και χάνονται μέσα στο φόβο.
      Μέλλον δεν φαίνεται.
      Τρέχουν, χορεύουν ανύποπτα
      για ό,τι γίνεται πάνω τους
      τα παιδιά, ενώ γέρνοντας γύρω
      και κάτω απ’ τα πόδια τους, (ως
      ν’ ακούν τη βοή και να βλέπουν
      το σύννεφο) σαν ένα απέραντο
      υπαίθριο εκκλησίασμα
      τα λουλούδια προσεύχονται.»

      • Ανεξάντλητος ο Βρεττάκος για το παιδί. Και όχι μόνο.
        Ιδού και το γνωστό μας.

        Τὰ δεκατέσσερα παιδιά

        «…Ἐν ἀρχῇ ἦν ἡ ἀγάπη…» μελωδοῦσε γιομίζοντας
        τὸ γυμνό σου δωμάτιο μιὰ παράξενη ἅρπα
        καθὼς σ᾿ ἔπαιρνε ὁ ὕπνος καὶ τὸ χέρι σου, κρύο,
        σὰν κλωνὶ λεμονιᾶς σὲ νεκρό, ἀναπαύονταν
        πάνω στὸ στῆθος σου. Κ᾿ ἔβλεπες
        πὼς ἄνοιγε τάχα μιὰ πόρτα στὸν ὕπνο σου.
        Πὼς μπαῖναν τὰ δεκατέσσερα παιδιὰ λυπημένα
        καὶ στεκόντουσαν γύρω σου. Τὰ μάτια τους θύμιζαν
        σταγόνες σὲ τζάμια: «Ἔλεος! Ἔλεος! Ἔλεος!…»
        Τινάζοντας τὴ βροχὴ καὶ τὸ χιόνι ἀπὸ πάνω τους,
        τὰ ζύγιαζες μὲ τὸ βλέμμα σου σὰ νἄθελες νὰ τοὺς κόψεις
        τὴν εὐτυχία στὰ μέτρα τους, ἐνῷ ἡ ἅρπα συνέχιζεν
        ἁπαλὰ μὲς στὸν ὕπνο σου: «Ὅ,τι θέλει κανεὶς
        μπορεῖ νὰ φτιάξει μὲ τὴν ἀγάπη. Ἥλιους κι ἀστέρια,
        ῥοδῶνες καὶ κλήματα…» Ἀλλὰ ἐσὺ προτιμοῦσες
        μποτίτσες φοδραρισμένες μὲ μάλλινο,
        πουκάμισα κλειστὰ στὸ λαιμό-
        γιατὶ φυσάει πολὺ στὸ Καλέντζι!
        Ἔβλεπες πὼς ῥάβεις μὲ τὰ δυό σου χέρια,
        ἔβλεπες πὼς ζυμώνεις μὲ τὰ δυό σου χέρια
        κι ὀνειρευόσουν πὼς μπαίνεις στὴν τάξη
        μὲ δεκατέσσερες φορεσιές,
        μὲ δεκατέσσερα χριστόψωμα στὴν ἀγκαλιά σου.
        Ἀλλὰ ξύπναγες τὸ πρωῒ κι ἄκουγες ποὺ ἔβρεχε.
        Σὲ δίπλωνε σὰ μιὰ λύπη τ᾿ ἀδιάβροχό σου
        κι ὁ δρόμος γιὰ τὸ σχολειὸ γινόταν πιὸ δύσκολος.
        Βάδιζες κ᾿ εἶχες σκυμμένο τὸ πρόσωπο
        σὰ νἆταν κάποιος ἀπάνω σου καὶ νὰ σ᾿ ἔκρινε
        γιὰ τ᾿ ἄδεια σου χέρια. Σὰ νἄφταιγες μάλιστα,
        σ᾿ ὅλη τὴ διαδρομὴ σὲ μπάτσιζε τὸ χιονόνερο.
        Ἔμπαινες στὸ σχολειὸ κ᾿ ὅπως τ᾿ ἀντίκριζες
        μοιραζόταν σὲ δεκατέσσερα χαμόγελα τὸ πρόσωπό σου.
        Θυμόσουν πὼς ἡ ἀγκάλη σου ἦταν μισὴ
        κι ἀνεβαίνοντας πάνω στὴν ἕδρα σου
        ἄνοιγες τὴ λύπη σου καὶ τὰ σκέπαζες
        ὅπως ὁ οὐρανὸς σκεπάζει τὴ γῆ.
        Ὥρα 8 καὶ 20´ ἀκριβῶς.
        Τὸ μάθημα ἀρχίζει κανονικά.
        Ἐσὺ πάνω ἀπ᾿ τὴν ἕδρα κι ἀπ᾿ ἀντίκρυ σου ὁ Χριστός,
        ἁπαλὸς καὶ γλυκὺς μὲς στὸ κάδρο του,
        δίνετε τὰ χέρια πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια τους
        νὰ τοὺς κάμετε μιὰ στέγη ἀπὸ ζεστασιὰ
        γιατὶ σᾶς ἤρθανε καὶ σήμερα μουσκεμένα
        κ᾿ ἡ λύπη περπατάει μὲς στὰ μάτια τους
        ὅπως ὁ σπουργίτης πάνω στὸ φράχτη.
        Τὸ καλαμπόκι δὲν ψώμωσε τὸ περσινὸ καλοκαίρι
        κι ἀκοῦς τὸ ψωμάκι ποὺ κλαίει μὲς στὶς μπόλιες τους.
        Ὥρα 10 καὶ 20´. Τὸ μάθημα συνεχίζεται.
        Οἱ σπουργίτες σου χτυποῦν τὰ φτερά τους.
        Τὸ μολύβι πεθαίνει ἀνάμεσα στὰ κοκκαλιασμένα τους δάχτυλα.
        Ἡ καρδιά σου εἶναι τώρα μιὰ στάμνα σπασμένη.
        Τὰ λόγια σου βγαίνουν ἀργὰ σὰ μιὰ βρύση ποὺ στέρεψε:
        «Ὁ μέγας Ἀλέξανδρος… Ὁ μέγας Ἀλέξανδρος… Ὁ μέγας Ἀλέξανδρος…».
        Τὰ δάχτυλά σου εἶναι πέντε. Τὰ μέτρησες δέκα φορές.
        Τὰ δάχτυλά σου εἶναι πέντε. Μετρᾶς τὸ ἕνα χέρι σου
        -τ᾿ ἄλλο σου βρίσκεται τυλιγμένο σὲ συννεφιά-
        τὰ δάχτυλά σου εἶναι πέντε. Σηκώνεις τὸ πρόσωπο,
        κοιτάζεις τὴ στέγη, κάνεις πὼς σκέφτεσαι
        σκύβεις πάλι στὴν ἕδρα, ξεφυλλίζεις τὸν Αἴσωπο,
        κατεβαίνεις καὶ γράφεις στὸ μαυροπίνακα,
        κοιτάζεις τὸν οὐρανὸ ἀπ᾿ τὸ παράθυρο,
        γυρίζεις τὸ κεφάλι σου ἀλλοῦ,
        δὲ μπορεῖς ἄλλο παρὰ νὰ κλάψεις.
        Παίρνεις τὸ μαθητολόγιο στὰ χέρια σου,
        κάτι ψάχνεις νὰ βρεῖς, τὸ σηκώνεις διαβάζοντας
        καὶ σκεπάζεις τὸ πρόσωπό σου.
        Τὰ σύννεφα ἔχουν μπεῖ μὲς στὴν τάξη.
        Ἀντίκρυ σου κι ὁ Χριστὸς παραδέρνει σ᾿ ἀμηχανία.
        Θαρρεῖς καὶ σηκώνει στ᾿ ἀλήθεια τὰ χέρια του
        ἑνωμένα στὸ φῶς ποὺ πέφτει ἀπὸ πάνω του.
        Νιώθει στενόχωρα ὅπως τὰ μεσάνυχτα στὴ Γεθσημανῆ
        καὶ δὲν εἶμαι ἐκεῖ νὰ σοῦ χτυπήσω τὸν ὦμο
        καὶ δὲν εἶμαι ἐκεῖ νὰ σοῦ εἰπῶ: Δός του θάρρος,
        βοήθησέ τον νὰ βγεῖ ἀπ᾿ τὴ δύσκολη θέση,
        κατέβαινε, διάσχισε τὴν αἴθουσα γρήγορα,
        μὴν τὸν ἀφήνεις ἐκτεθειμένο στὰ βλέμματα τῶν παιδιῶν,
        δός του ἕνα βιβλίο νὰ κάνει πὼς συλλαβίζει,
        δός του ἕνα βιβλίο νὰ κρύψει τὰ μάτια του.
        ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

        Δώδεκα παιδιά στους δρόμους, Σμοκοβίτης

        Θα πάρω 12 παιδιά 12 μαντολίνα, Πουλόπουλος

        ΚΑΙ:
        1. Τα παιδιά του Πειραιά
        2. Παιδιά, σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους
        3. Το παιδί και το δελφίνι

      • Σ’ ευχαριστώ πολύ Αγγελική!… Ένα απ’ τα ποιήματα που μ’ αρέσει πάρα πολύ, με συγκινεί!… Απορώ πώς δεν το θυμήθηκα και το δίδαξα στους μαθητές μου πάρα πολλές φορές!!!!… Ένας εξαίσιος ύμνος στην αφοσιωμένο κι ευαίσθητο εκπαιδευτικό!!!!
        Δεν έχω κάτι άλλο να παραθέσω… Την αγάπη μου:-)))))

  5. την καλησπέρα μου και κάτι μικρό από μένα

    Είμαι το παιδί…

    Δεν είμαι το παιδί της νομιμότητας ή της συλλογικής ενοχής που σου αλείφουν σα βιτάμ στο ξεροκόμματο κι εσύ το καταπίνεις αμάσητο.

    Δεν είμαι το παιδί που καταδικάζει τη βία απ όπου κι αν προέρχεται γιατί το μονοπώλιο της βίας ασκείται από την κρατική τρομοκρατία.

    Είμαι το παιδί της ξενιτιάς και του ξεριζωμού.

    Είμαι το παιδί της πείνας και της ανεργίας.

    Είμαι το παιδί της στέρησης και της ματαίωσης.

    Είμαι το παιδί του πόνου και του μόχθου.

    Είμαι το παιδί που σφυρηλατήθηκε έξω από την άμβλυνση των αντιθέσεων ένα Δεκέμβρη ή ένα Φλεβάρη μέσα από φωτιά και εξέγερση.

    • Ciao Nansy!!!…. Πολύ καλό, σ’ ευχαριστώ πολύ!!!

      Γιάννης Ρίτσος – «Ὄνειρο καλοκαιρινοῦ μεσημεριοῦ»
      (ἀπόσπασμα)

      «Χτες βράδυ δὲν κοιμήθηκαν καθόλου τὰ παιδιά. Εἴχανε κλείσει ἕνα σωρὸ τζιτζίκια στὸ κουτὶ τῶν μολυβιῶν, καὶ τὰ τζιτζίκια τραγουδοῦσαν κάτου ἀπ᾿ τὸ προσκεφάλι τους ἕνα τραγούδι ποὺ τὸ ξέραν τὰ παιδιὰ ἀπὸ πάντα καὶ τὸ ξεχνοῦσαν μὲ τὸν ἥλιο.
      Χρυσὰ βατράχια κάθονταν στὶς ἄκρες τῶν ποδιῶν χωρὶς νὰ βλέπουν στὰ νερὰ τὴ σκιά τους. κι ἤτανε σὰν ἀγάλματα μικρὰ τῆς ἐρημιᾶς καὶ τῆς γαλήνης.
      Τότε τὸ φεγγάρι σκόνταψε στὶς ἰτιὲς κι ἔπεσε στὸ πυκνὸ χορτάρι.
      Μεγάλο σούσουρο ἔγινε στὰ φύλλα.
      Τρέξανε τὰ παιδιά, πῆραν στὰ παχουλά τους χέρια τὸ φεγγάρι κι ὅλη τη νύχτα παίζανε στὸν κάμπο.
      Τώρα τὰ χέρια τους εἶναι χρυσά, τὰ πόδια τους χρυσά, κι ὅπου πατοῦν ἀφήνουνε κάτι μικρὰ φεγγάρια στὸ νοτισμένο χῶμα. Μά, εὐτυχῶς, οἱ μεγάλοι ποὺ ξέρουν πολλά, δὲν καλοβλέπουν. Μονάχα οἱ μάνες κάτι ὑποψιάστηκαν.
      Γι᾿ αὐτὸ τὰ παιδιὰ κρύβουνε τὰ χρυσωμένα χέρια τους στὶς ἄδειες τσέπες, μὴν τὰ μαλώσει ἡ μάνα τους ποὺ ὅλη τη νύχτα παίζανε κρυφὰ μὲ τὸ φεγγάρι.»

Σχολιάστε