Πες το με ποίηση (386ο): «Αρχηγός – καπετάνιος»…
ΑΡΧΗΓΟΣ
-Δ. Σαββόπουλος, «Ήλιε, ήλιε αρχηγέ»
-Δ. Σαββόπουλος, «Ήλιε, ήλιε αρχηγέ»
Ήλιος κόκκινος ζεστός στάθηκε στην κάμαρά μου
Ξύπνησε όλη η πολιτεία κάτω απ’ τα παράθυρά μου
Το παιδί πάει στο σχολειό του κι ο εργάτης στην δουλειά
πρωινά δυο μάτια ανοίγει όμορφη μια κοπελιά
Ήλιε ήλιε αρχηγέ
δώσ’ το σύνθημα εσύ
κι η χαρά ν’ αναστηθεί
το σκοτάδι θα πεθάνει και θ’ ανάψει η χαραυγή
Ο εργάτης βλαστημάει και τραβάει για τον σταθμό
να ο ήλιος ανεβαίνει σαν σημαία στον ουρανό
μπρος στης φάμπρικας την πύλη ο εργάτης σταματά
όμορφη η μέρα γνέφει κι απ’ το ρούχο τον τραβά
Ε ε σύντροφέ μου αχ τι κακό
μέρα μ᾿ ήλιο σαν κι αυτό
να την τρώει τ’ αφεντικό
Σήκω ήλιε πιο ψηλά να σε δούνε τα παιδιά
δες χορεύει η κοπελιά με στεφάνι στα μαλλιά
τα παιδιά θα μεγαλώσουν θ’ αγαπούν την κοπελιά
κι όλα τότε θα `ν’ δικά μας ήλιος, ουρανός, χαρά
Ε ε σύντροφε ήλιε σε ρωτώ
το ποτήρι αν ξεχειλίσει τι θα γίνει τ’ αφεντικό
Ε ε μέρα μ᾿ ήλιο σαν κι αυτό
αλίμονο στ’ αφεντικό.
**********
–Χάρη Βλαβιανού, Ένας είναι ο αρχηγός
Είχα βγάλει τον σκύλο μου βόλτα,
όταν ξαφνικά έξω από το Ζάππειο
με σταμάτησε ένας νεαρός με πολιτικά.
«Είστε ο κ. Βενιέρης;» είπε.
«Ναι», είπα.
«Σας μεταφέρω ένα μήνυμα από τον Υπουργό Πολιτισμού», είπε.
«Είστε σίγουρος ότι μιλάτε στο σωστό πρόσωπο;» είπα.
«Απολύτως», είπε.
«Και ποιο είναι το μήνυμα;» είπα.
«Οι επόμενες μέρες είναι πολύ κρίσιμες», είπε.
«Αν κάποιοι σας ρωτήσουν τι συμβαίνει με την ποίηση,
εσείς με σταθερή φωνή θ’ απαντάτε: ‘ζει και βασιλεύει’».
«Γιατί να ρωτήσουν εμένα;
Και τι ακριβώς συμβαίνει με την ποίηση;» είπα.
«Μια παραχριστιανική οργάνωση , οι ‘Πλατωνιστές της Αποκάλυψης’,
διαδίδουν ότι η ποίηση έχει πεθάνει», είπε.
«Πλατωνιστές της Αποκάλυψης;» είπα.
«Ναι», είπε.
«Και γιατί διαδίδουν τέτοια ψεύδη;» είπα.
«Γιατί, όπως ο Πλάτωνας, θεωρούν τους ποιητές απατεώνες», είπε.
«Με τις λέξεις τους εκμαυλίζουν τον κόσμο,
και επιπλέον τον απομακρύνουν από τον Λόγο του Θεού.
Μόνο ο Ιωάννης έγραψε αληθινή ποίηση».
«Γιατί μόνο αυτός;» είπα.
«Επειδή του την υπαγόρευσε Εκείνος», είπε.
«Μα εγώ δεν γράφω ποίηση», είπα.
«Το μόνο ποίημα που ξέρω
είναι οι δύο πρώτες στροφές του Εθνικού Ύμνου».
«Δεν έχει σημασία», είπε. «Μοιάζετε με ποιητή».
«Και με τι μοιάζει ένας ποιητής;» είπα.
«Με σας», είπε.
Χωρίς να πει άλλη κουβέντα, μου έσφιξε το χέρι και έφυγε.
Έμεινα για λίγα λεπτά ακίνητος.
Η συζήτηση μ’ αυτόν τον άγνωστο με είχε ταράξει.
Όλες τις επόμενες μέρες δηλαδή θα πρέπει να βρίσκομαι σε επιφυλακή;
Αποφάσισα να πάω να καθίσω στην «Αίγλη».
Έπρεπε να σκεφτώ τις επόμενες κινήσεις μου.
Ίσως το πιο σωστό θα ήταν
να φύγω για ένα διάστημα από την χώρα.
Στο Ρεσίφε ή στην Κουάλα Λουμπούρ θα περνούσα απαρατήρητος.
«Τι θα πάρετε;» με ρώτησε το γκαρσόνι.
«Μια πορτοκαλάδα», είπα.
«Να σας ρωτήσω κάτι;»
«Ασφαλώς», είπε.
«Αν σας έλεγα ότι είμαι ποιητής θα με πιστεύατε;» είπα.
«Όχι», είπε.
«Γιατί;» είπα.
«Επειδή δεν συμπεριφέρεστε ως ποιητής», είπε.
«Και πως συμπεριφέρεται ένας ποιητής;» είπα.
«Όχι όπως εσείς», είπε.
«Εξάλλου ξέρω ποιος είστε».
«Ποιος;» είπα.
«Ο αρχηγός των ‘Πλατωνιστών της Αποκάλυψης’», είπε.
«Πώς το καταλάβατε;» είπα.
«Μόνο εκείνος θα έκανε μια τέτοια παραπλανητική ερώτηση», είπε.
«Πώς την πίνετε, με ανθρακικό ή χωρίς;»
https://www.hartismag.gr/hartis-14/klimakes/enas-einai-o-arxhgos
*********
-Γεώργιος Σουρής, Ἀρχηγοί
Τοῦ Διογένη πιάσετε ἀμέσως τὸ φανάρι,
κι᾿ ἐλᾶτε νὰ γυρέψουμε κανέναν ἀρχηγό·
ἀλλὰ καθένας μας, θαρρῶ, εἶν᾿ ἄξιος νὰ πάρῃ
τὴν ἀρχηγίαν κόμματος, ἀκόμη δὰ κι᾿ ἐγώ.
Γιὰ τὰ πρωτεῖα ξεψυχᾷ κάθε Ρῳμιὸς λεβέντης,
μόνον αὐτὸς πρωθυπουργός, μόνον αὐτὸς ἀφέντης.
Τί ἀρχηγῶν κατακλυσμός! … κι᾿ οἱ ἕλληνες ἐκεῖνοι,
ποὺ τὸν καφφέ των βερεσὲ εἰς τὰ Χαυτεῖα πίνουν,
ἂν ἀρχηγίαν ἔξαφνα κανένας τοὺς προτείνῃ,
δὲν θὰ διστάσουν βέβαια καὶ Ἀρχηγοὶ νὰ γίνουν.
Κι᾿ αὐτὸς ὁ ἕσχατος Ρωμηὸς γιὰ ὅλα κάτι ξέρει,
ἕλληνος τράχηλος ποτὲ ζυγὸν δὲν ὑποφέρει.
Ἰδοὺ νταῆς φουστανελλᾶς μὲ φέσι καὶ σελάχι!
ποιὸς ξέρει ἂν Πρωθυπουργὸς δὲν γίνῃ καμμιὰ ᾿μέρα;
ποιὸς ξέρει πόσα σχέδια καὶ ἀπαιτήσεις θἄχη,
καὶ ἂν τὴν διπλωματικὴ δὲν συνταράξῃ σφαῖρα;
Ὤ! ναί! ποτὲ τὸν ἕλληνα μὴ θεωρῆτε πτῶμα…
᾿ς ὅλους θὰ ἔλθη ἡ σειρὰ νὰ κυβερνήσουν κόμμα.
Μᾶς λείπει ἕνας ἀρχηγός;… πενῆντα ξεφυτρόνουν,
τὸ ἕνα κόμμα χάνεται;… θὰ ἔβγουν ἄλλα δέκα·
ὅλοι γιὰ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀρχηγοῦ μαλλόνουν,
κι᾿ ἴσως ἀργότερα μᾶς βγῇ ᾿ς τὴ μέση καὶ γυναῖκα.
Ἀλλὰ κι᾿ ἐγὼ ὁ ἀφανὴς τῶν Ἀθηνῶν πολίτης
ἐλπίζω πὼς καμμιὰ φορὰ θὰ γίνω Κυβερνήτης.
Ἐμπρός! μὲ πόζα ἀρχηγοῦ καθένας ἂς προβάλλη,
ἀπ᾿ ὅλους ἂς κυβερνηθῆ ἡ προσφιλὴς Ἑλλάς·
ἂς γίνῃ ὁ Ἡμέτερος, ἂς γίνουν ὅμως κι᾿ ἄλλοι,
ἂς γίνῃ κι ὁ Κατσικαπῆς κι᾿ αὐτὸς ὁ Μπουλελᾶς.
Ἂς πλημμυρίσῃ μ᾿ ἀρχηγοὺς τὸ ἔθνος πέρα πέρα,
ἂς μᾶς σηκώσῃ ἔξαφνα καὶ ἡ Ροζοῦ παντιέρα.
Μονάχα ἕνας βασιλεὺς μὴ μένη ᾿ς τὸ Παλάτι,
πενῆντα δυὸ τουλάχιστον ἂς ἦνε βασιλεῖς,
ὅλοι ἂς ἔβγουν κύριοι ᾿ς τῶν ἄλλων τὸ γεινάτι,
κι᾿ ὀγδόντα πέντε Πρόεδροι ἂς γίνουν τῆς Βουλῆς.
Ὅλοι τρανοὶ πολιτικοί, κανένας ἰδιώτης,
ὅλοι ποζάτοι στρατηγοί, κανένας στρατιώτης.
http://istoriesgiagrious.blogspot.com/2014/03/blog-post.html
*****
-Αλκιβιάδης Μαλλίδης, Όλοι γλείφουμε τον Αρχηγό
Όλοι γλείφουμε τον Αρχηγό
μέχρι την επικείμενη πτώση
Θα λέμε τότε χαιρέκακα
πόσο ήταν άχρηστος και δολερός
Προτού ακόμη αναλάβει την εξουσία
πλέκουμε το εγκώμιο του νέου ηγεμόνα
Σαν τους γύπες πάνω από το πτώμα
θα τον προσκυνήσουμε δουλοπρεπώς
https://www.alkiviadismallidis.com/poetry/poe2015/15b
**********
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ
-«…Έλα Χριστέ και Κύριε λέω κι απορώ
τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο
Χρόνους μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμε
χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε
Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε
μπήκαμε μές στα όλα και περάσαμε
Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα
παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!»
(Ο. Ελύτης, Το τρελοβάπορο)
******
-«…Δεν έχει σημασία πόσο στενή είναι η πύλη
πόσο μεγάλο είναι το τίμημα
εγώ είμαι ο κυρίαρχος της μοίρας μου
εγώ είμαι ο καπετάνιος της ψυχής μου.»
(Γουίλιαμ Χένλι, «Ανίκητος»)
*********
O Captain, my Captain! | Thank you to Robin Williams
-Walt Whitman, «Ω Καπετάνιε! Ω Καπετάνιε μου!»
Καπετάνιε! Ω Καπετάνιε μου!
Το φοβερό μας το ταξίδι έχει τελειώσει.
Το πλοίο μας ξεπέρασε τη κάθε αναποδιά
κι η δάφνη που ζητούσαμε κερδήθηκε.
Φτάσαμε στο λιμάνι.
Ακούω καμπάνες να χτυπούν,
λαό που αναγαλλιάζει,
Κι όλων τα μάτια στρέψανε στ’ ακλόνητο σκαρί,
στ’ ατρόμητο και βλοσυρό καράβι.
Μα, συ ω καρδιά! καρδιά! καρδιά!
Ώ άλικες, αιμάτινες, κόκκινες σταλαξιές,
Εκεί στη γέφυρα του πλοίου,
ο Καπετάνιος μου πεσμένος
κοιμάται κρύος… νεκρός… χαμένος…
Καπετάνιε! Ω Καπετάνιε μου! Σήκω!
Τα σήμαντρα ν’ ακούσεις που χτυπούνε.
Σήκω! Για σενα λάβαρα λυτά ψυχανεμούνε,
για σένα σάλπιγγες, κλαγγές, αχολογούνε,
Για σένα τ’ ανθοστόλιστα, τα πλουμιστά στεφάνια,
Για σένα στην ακρογιαλιά συνάχτηκε το πλήθος,
Εσένα πεθυμά χοχλάζοντας ολάκερος λαός
και σε γυρεύει μ’ όψη φουντωμένη.
Έλα, έλα, Καπετάνιε μου! Πατέρα αγαπημένε!
Γείρε πάνω στο μπράτσο μου το έρημο κεφάλι.
Σαν όνειρο μου φαίνεται στη γέφυρα πεσμένος,
Και να ‘σαι κρύος… νεκρός… χαμένος….
Μα ο Καπετάνιος μου δεν απαντά,
τ’ αχείλι του είν’ αμίλητο, χλωμό.
Πατέρα μου το μπράτσο μου δε νιώθεις
κι ούτε έχεις πια τη θέληση, δεν έχεις πια σφυγμό…
Το πλοίο έριξε άγκυρα ολάγερο, βουβό
κι έχει τελειώσει το ταξίδι το στερνό.
Από το φοβερό του το ξαρμένισμα,
της νίκης το καράβι ξαναγύρισε,
με κερδεμένο τον σκοπό.
Ευφράνου ακρογιαλιά, καμπάνα χτύπα!
Μα ‘γω το πένθιμό μου σέρνω βήμα
Στη γέφυρα, που ο Καπετάνιος μου πεσμένος
Κοιμάται κρύος… νεκρός… χαμένος…
*******
-Κωστής Παλαμάς, «Στον καπετάνιο που σκοτώθηκ’ εκεί πέρα»
Σε κλαίνε του χλωρότατου Μοναστηριού τ’ αηδόνια,
σε διαλαλούν απ’ τις κορφές αϊτοί μακεδονίτες.
Σιγαλός, ήμερος και αγνός, μα κι αντρειωμένος, και είχες
τριαντάφυλλο στην όψη σου κι ατσάλι στην καρδιά σου,
κι υψώνοσουν, ομορφονιέ, σαν ένα κυπαρίσσι
που του σαλεύει την κορφή κι έν’ αλαφρό αγεράκι,
κι απ’ τον κορμό του πλάθεται το δυνατό καράβι.
Στον τόπο που σκοτώθηκες φύτρωσε δέντρο· παίρνουντ’
άνθια του οι νιες και τους βαθιούς ωριοστολίζουν κόρφους,
κι όσοι τού τρώνε τους καρπούς γίνονται παλικάρια.
1907
*********
«Ο καπετάνιος Αρης Βελουχιώτης»
Της Ρίτας Μπούμη Παππά, Δεκέμβρης 1946
Τα κύματα δεν σ’ έσφιξαν της λαοθάλασσάς μας
στις δεκατρείς του Οχτώβρη στην Αθήνα
δεν είδανε τα μάτια μας το μαύρο το σκουφί σου
των φυσεκιών σου το λοξό σταυρό.
Στα διάσελα έμεινες, γεράκι ανυπόταχτο κρουσταλλιασμένο
για ν’ αγναντεύεις αϊτό το Βελούχι,
όλος παράπονο και πείσμα τη Λευτεριά μας
ντυμένη στα γαλάζια και τα κόκκινα
Εμείς, πιστοί στο ραντεβού της λευτεριάς, προσμέναμε
άκουρος νάμπεις κι αχτένιστος από τις βορεινές τις πόρτες
σαν Αη Γιώργης του λαού που σκότωσε το δράκο
μαζί με όλα τα παιδιά που άφησαν τα σπίτια τους
και τρία χρόνια πλάγιαζαν στο χιόνι.
Μα συ αργούσες να φανείς, και λέγαμε:
Τόσο λοιπόν αγάπησε το πέτρινο προσκέφαλο
και τ’ αστροκέντητο σεντόνι;
Αβάσταγοι οι αντάρτες σου ρωτούσαν κι απορούσαν:
– «Κι αν είναι το χαρτί που μας κρατάει ακόμα εδώ τι περιμένεις,
Καπετάνιο, να το σχίσεις;
Σπαθί δεν έχεις να το κομματιάσεις,
βαθύ φαράγγι να το ρίξεις;
Ποιοι είναι αυτοί οι νιόφερτοι κάτω που δεν μας θένε;
Για ποια πατρίδα μας μιλάνε;
Εμείς μια μόνο ξέρουμε και μια μόνο αγαπάμε:
Εκείνη την αγέλαστη, τη μαυρομαντηλούσα
που δεν φορεί μυρωδικά, μεταξωτά βραχιόλια,
μα είναι πουρνάρι, στεναγμός, χώμα πικρό κι ιδρώτας
και μια φλογέρα ξέχειλη χιλιόχρονους λυγμούς.
Τρία χρόνια ολάκερα στα δάση της μας κρύβει
τρία χρόνια μας θρέφει με τη μισή μπουκιά της
ψωμί από σίκαλη αλεσμένο σε πέτρινο χερόμυλο ψημένο μέσ’ στη θράκα της καρδιάς της»…
Ω ακριβέ της Ρωμιοσύνης
δεν επροσκύνησες και θα τιμωρηθείς!
………………………………….
Τι κουρνιαχτός στα μάτια μας, τι χαλασμός στα δέντρα,
τον καπετάνιο πιάσανε μονάχο σ’ ένα ρέμα.
Χίλιοι τον πάνε από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω
κι ο Καπετάνιος πρόφταξε τους έφυγε απ’ τα χέρια
βγάζει μια μπόμπα την πετά, χαλιέται μοναχός του,
σπάζει η καρδιά του, κόκκινο βάφει τον τόπο γύρα,
απ’ το κακό τους οι εχτροί τού πήραν το κεφάλι.
Και κει που το παιδεύανε κι αυτό χαμογελούσε
αϊτός αντάρτης χύμηξε τότε και τους το πήρε
στα νύχια του το ζύγισε και τούδωσε τ’ αψήλου
βουνό το πάγαινε μην το μολέψει ο κάμπος
ως που πετώντας χάθηκε στις γαλανές κορφάδες.
https://dioti.gr/index.php/apo-to-diadiktio-2/78-allon-dimiourgon/1469-5
*******
-Θ. Μικρούτσικος – Γ. Κούτρας, Αρμίδα (Το πειρατικό του captain Jimmy)
-Νίκος Καββαδίας, Αρμίδα, Το πειρατικό του Captain Jimmy,
Το πειρατικό του Captain Jimmy,
που μ’ αυτό θα φύγετε κι εσείς,
είναι φορτωμένο με χασίς
κι έχει τα φανάρια του στην πρύμη.
Μήνες τώρα που `χουμε κινήσει
και με τη βοήθεια του καιρού
όσο που να πάμε στο Περού
το φορτίο θα το έχουμε καπνίσει.
Πλέμε σε μια θάλασσα γιομάτη
με λογής παράξενα φυτά,
ένας γέρος ήλιος μας κοιτά
και μας κλείνει που και που το μάτι.
Μπουκαπόρτες άδειες σκοτεινές,
που να ξοδευτήκαν τόννοι χίλιοι;
Μας προσμένουν πίπες αδειανές
και τελωνοφύλακες στο Τσίλι.
Ξεχασμένο τ’ άστρο του Βορρά,
οι άγκυρες στο πέλαγο χαμένες.
Πάνω στις σκαλιέρες σε σειρά
δώδεκα σειρήνες κρεμασμένες.
Η πλώρια Γοργόνα μια βραδιά
πήδησε στον πόντο μεθυσμένη,
δίπλα της γλιστρούσαν συνοδιά
του Κολόμβου οι πέντε κολασμένοι.
Κι έπειτα στις ξέρες του Ανκορά
τσούρμο τ’ άγριο κύμα να μας βγάλει
τέρατα βαμμένα πορφυρά
με φτερούγες γλάρων στο κεφάλι.
*******
-Δημοτικό, Τρεις καπετάνιοι.
Τρεις αντριωμένοι πορπατούν στην Κρήτη την καημένη
Σαν αξάδελφοι κι αδελφοί σα φίλοι μπιστεμένοι
Σα νάσαν από μια κοιλιά να φάγαν ένα γάλα
Έτσι δ αγαπηθήκαμε περίσσια και μεγάλα
Τον έναν λέγαν Ξέπαπα τον άλλο Μπουζομάρκο
Και ο καημένος Παναγής απού φυλά το κάστρο
Μ΄ αυτοί αποφασίσασι Γραμπούσα να πατήσουν
Κι απ τσι Γραμπούσας την Τουρκιά ένα να μην αφήσουν
Ο Μπούζος πρωτανέβηκε απάνω στο μπεντένι
κι εφτά νομάτους έκοψε μόνο με το μαχαίρι.
Μα ελάστε απάνω μπρε παιδιά τσι Τούρκους να γιουργιάρω,
γιατί δε βγαίνω γω πο πα οξω και να ποθάνω.
Πρώτος απου σκοτώθηκε ήταν ο Μπουζομάρκος.
Κι ύστερις σκοτωθήκανε οι τρεις οι καπετάνιοι.
Αλεξίου Χάρις – Ο Αρχηγός
-ΜΑΡΙΑ ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗ, «Ο καπετάνιος δεν πρόλαβε…»
Το πλοίο είχε ξεκινήσει να βυθίζεται. Από παντού ακουγόντουσαν φωνές ανθρώπων οι οποίοι παρακινημένοι από το ένστικτο της επιβίωσης, πάσχιζαν να κατευθυνθούν προς τις βάρκες. Δεν πρόλαβε να αποφύγει, δυστυχώς, εκείνο το πλοίο που ερχόταν από την απέναντι όχθη και η σύγκρουσή της είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση σοβαρών βλαβών οι οποίες με μαθηματική ακρίβεια, οδηγούσαν στη βύθισή του.
Ανάμεσα στους ανήσυχους, υπήρχαν και εκείνοι που είχαν φιλοσοφήσει το θέμα του θανάτου· δεν ήθελαν να πεθάνουν φοβισμένοι, τραγουδούσαν και διασκέδαζαν εκείνες τις ώρες. Ήθελαν τη ζωή τους αυτή να τη ζήσουν με χαρά, ακόμα και τις δυσκολότερες ώρες, ακόμα και σε εκείνη την προσμονή του θανάτου.
Κόσμος έτρεχε σαν τρελός και άφηνε την ψυχή του να κατευθυνθεί προς το στόμα, προσπαθώντας να κερδίσει τη ζωή του από τα ορμητικά νερά που έμπαιναν όλο και περισσότερο μέσα στο κατάστρωμα του πλοίου.
Όλοι έτρεχαν να ξεφύγουν. Μόνο ο καπετάνιος έμεινε πίσω, να κοιτάζει εκείνους που τρέχουν να ξεφύγουν. Η δίψα για ζωή τον είχε κυριεύσει και εκείνον, αλλά η επαγγελματική του ευσυνειδησία δεν του επέτρεπε να διαφύγει και να αποποιηθεί των ευθυνών του. Έπρεπε να υπακούσει στο ηθικό του καθήκον, ακόμα και αν αυτό σήμαινε πως θα θυσίαζε τη ζωή του. Έπρεπε οι επιβαίνοντας να διαφύγουν όλοι, δική του ευθύνη ήταν που δεν κατάφερε να αποφύγει τον κίνδυνο του αντίθετου πλοίου. Έπρεπε να δείξει αυτοθυσία, στην προσπάθειά του να κερδίσει κάθαρση από την τραγική του αμέλεια.
Μπήκε στη θέση του οδηγού και προσπάθησε να ηρεμήσει. Ψέλλισε μία γρήγορη προσευχή, έκλεισε τα μάτια και προετοίμασε τον εαυτό του για το επερχόμενο τέλος. Ένας από τους υπεύθυνους του πλοίου τον ενημέρωσε πως όλοι οι άνθρωποι που επέβαιναν επιβιβάστηκαν σε βάρκες, ζήτησε να τον αφήσει μόνο του. Αποφάσισε να μη φύγει, δε λύγισε από υπαρξιακό φόβο ούτε όταν τα πρώτα νερά άρχιζαν να μπάζουν το μέρος του. Αφέθηκε στη μανία των κυμάτων και σε κλάσματα δευτερολέπτου, χάθηκε για πάντα μέσα σε αυτά…
https://www.bonsaistories.gr/%CE%BF-%CE%BA%CE%B1%CF%80%CE%B5%CF%84%CE%AC%CE%BD%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%B4%CE%B5%CE%BD-%CF%80%CF%81%CF%8C%CE%BB%CE%B1%CE%B2%CE%B5/
ΕΓΩ ΘΑ ΠΑΡΩ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟ – ΜΑΡΙΝΕΛΛΑ
………….
-Δήμητρα Χριστοδούλου, ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟ
Στην αδελφή μου
Όταν τ’ άστρα ξεκουμπώνουν τα παράθυρα
Και μου δείχνουνε το δρόμο προς το πάρκο,
Βλέπω στο βάθος το πρόσωπο.
Τα άγρια μάτια, τα υγρά του μάγουλα.
Οσμή καπνού και μακρινά τριζόνια.
Στρίβω στην πόρτα το κλειδί: Νοστάλγησε…
Έφυγε νέος. Ως τις πρώτες λεύκες
Διστάζει ακόμη. Μένει πίσω μου.
Μωρουδιακά στο γρασίδι.
Τολμώ να του μιλώ με τ’ όνομά του:
«Απόστολε,
Χτες που ξεσκόνιζα την ωραία σου εικόνα,
Το τοπίο τού σερβάν σ’ αναγνώρισε».
Φλοίσβος στο ρούμι, αλάτι στο κερί.
Σβήνει ο θυμός κι οι δισταγμοί. Χαίρεται
Που είναι ανάμεσα σε τέτοια πλατάνια.
Για όλους μας ρωτά, έναν έναν.
«Αχ», λέει, τέλος, και κουνά
Σ’ αποχαιρετισμό το ναυτικό κασκέτο.
Χρυσός στα νύχια, ρόδινο γυαλί.
https://whenpoetryspeaks.gr/2020/03/%CE%B4hmht%CF%81a-xpi%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%B4oy%CE%BB%CE%BF%CF%85/
Κοίταξε λίγο το μέιλ σου, Γιάννη.
Σχόλιο της Αγγελικής:
Πάρε με μαζί (Καπετάνιε) _ Γιάννης Πουλόπουλος
1.ΚΑΠΕΤΑΝΙΕ, ΠΑΡΕ ΜΕ ΜΑΖΙ
Καπετάνιε, πάρε με μαζί,
ίδια μοίρα έχω εγώ κι εσύ:
Για δυο μάτια σαν την πικροθάλασσα
τη ζωή μου χάλασα – πάρε με μαζί.
Μια φουρτούνα όλη μου η ζωή
καπετάνιε, πάρε με μαζί.
Δεν αντέχω άλλο τα χτυπήματα,
πιο καλά στα κύματα – πάρε με μαζί.
Καπετάνιε, πάρε με μαζί
να μη βλέπω πως με άλλον ζει.
Στη ζωή μου μια γυναίκα αγάπησα,
στη στεριά ναυάγησα – πάρε με μαζί.
ΘΑΝΟΣ ΣΟΦΟΣ
***
2. ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟ
Στην αδελφή μου
Όταν τ’ άστρα ξεκουμπώνουν τα παράθυρα
Και μου δείχνουνε το δρόμο προς το πάρκο,
Βλέπω στο βάθος το πρόσωπο.
Τα άγρια μάτια, τα υγρά του μάγουλα.
Οσμή καπνού και μακρινά τριζόνια.
Στρίβω στην πόρτα το κλειδί: Νοστάλγησε…
Έφυγε νέος. Ως τις πρώτες λεύκες
Διστάζει ακόμη. Μένει πίσω μου.
Μωρουδιακά στο γρασίδι.
Τολμώ να του μιλώ με τ’ όνομά του:
«Απόστολε,
Χτες που ξεσκόνιζα την ωραία σου εικόνα,
Το τοπίο τού σερβάν σ’ αναγνώρισε».
Φλοίσβος στο ρούμι, αλάτι στο κερί.
Σβήνει ο θυμός κι οι δισταγμοί. Χαίρεται
Που είναι ανάμεσα σε τέτοια πλατάνια.
Για όλους μας ρωτά, έναν έναν.
«Αχ», λέει, τέλος, και κουνά
Σ’ αποχαιρετισμό το ναυτικό κασκέτο.
Χρυσός στα νύχια, ρόδινο γυαλί.
ΔΗΜΗΤΡΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
***
3. ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΘΗΣΑΥΡΩΝ
Το ταξίδι ήταν μακρύ
ίσως και δύσκολο
κι ο καπετάνιος είχε τις αμφιβολίες του
για τον ποιόν του πληρώματος∙
είχε διαρρεύσει κιόλας η είδηση
ότι τάχα ψάχνανε για κάποιο νησί
με κρυμμένους θησαυρούς∙
τη φαντασία πυροδότησε
ακόμα περισσότερο το όνομα του καραβιού
που λεγόταν «Κάπτεν Φιλντ»
και ανήκε σε έναν περιβόητο πειρατή.
Όμως ο ιδιοκτήτης, ο καπετάνιος
κι ο μικρός Χόκινς
είχαν άλλα στο μυαλό τους∙
αυτούς τους ένοιαζε να φτάσουν
σε ένα νησί που το λέγαν Ιθάκη
κι όπως είχαν ακούσει
όποιος έφτανε σώος εκεί
κέρδιζε όλους τους περιούσιους θησαυρούς.
Φανή Αθανασιάδου, Δελτίο καιρού (2010)
Γιώργος Ρωμανός – Με την Ελλάδα καραβοκύρη
4. ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΡΑΒΟΚΥΡΗ
Με τη φουρτούνα
και το Σιρόκο
ήρθε μια σκούνα
απ’ το Μαρόκο
Με τον αγέρα
και με τ’ αγιάζι
πάει μια μπρατσέρα
για την Βεγγάζη
Άγιε Νικόλα,
παρακαλώ σε
στα πέλαγα όλα
λουλούδια στρώσε
Με τον ασίκη
το μπουρλοτιέρη
ήρθε ένα μπρίκι
από τ’ Αλγέρι
Με την Ελλάδα
καραβοκύρη
πάει μια φρεγάδα
για το Μισίρι
ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ
Καραβοκύρη, βάλε μπρος -Γαλάνη Δήμητρα
5. ΚΑΡΑΒΟΚΥΡΗ, ΒΑΛΕ ΜΠΡΟΣ
Καραβοκύρη, βάλε μπρος
δεν μας χωράει ο γιαλός
εμείς δεν δένουμε καρδιά
και παλαμάρι στη στεριά
καραβοκύρη, βάλε μπρος
Σβάρνα θα πάρουμε τη γη
κι όπου λαχαίνουμε γιορτή
θ’ αράζουμε, θα πίνουμε
και δρόμο θα του δίνουμε
Καραβοκύρη, βάλε μπρος
ο κόσμος είναι στρογγυλός
θα τόνε φέρουμε, που λες
κοντά απ’ όλες τις μεριές
καραβοκύρη, βάλε μπρος
Σβάρνα θα πάρουμε τη γη
κι όπου λαχαίνουμε γιορτή
θ’ αράζουμε, θα πίνουμε
και δρόμο θα του δίνουμε
ΣΕΒΗ ΤΗΛΙΑΚΟΥ
Ο πλοίαρχος Φλέτσερ
Ο πλοίαρχος Φλέτσερ έριξε το «Σχελδ» στον Ματαπά
μια μέρα που των θαλασσών παλεύαν τα στοιχεία,
γιατί ήλιος δε φαινότανε το στίγμα του να βρει
ούτε μπορούσε από τις στεριές να πάρει αντιστοιχία.
Κι αυτό στο μέρος που έπεσε σφήνωσε βαθιά,
τόσο που οι βράχοι οι μυτεροί μεμιάς το καταστρέψαν,
μα τίποτ’ απ’ το πλήρωμα δεν έπαθε κανείς
κι όλοι με κάποιο ρυμουλκό στον Πειραιά επιστρέψαν.
Σε λίγες μέρες φύγανε, τρισάθλιοι ναυαγοί,
μια μελαγχολική, στυγνά θλιμμένη συνοδεία,
κι έμεινε ο Φλέτσερ μοναχά, ζητώντας στο πιοτό
την πίκρα του στα βρωμερά να πνίξει καφωδεία.
Κοντός, με το πηλήκιό του, το γείσο το χρυσό,
και με τα τέσσερα χρυσά γαλόνια του, τ’ ατέρια,
έμπαινε μόλις άρχιζε ν’ απλώνεται η νυχτιά,
και την αυγήν αναίσθητο τον βγάνανε στα χέρια.
Μα τα γαλόνια ξέφτισαν και σχίστηκε η στολή,
τα ωραία του τα ρούχα επούλησε, την πέτσινή του τσάντα,
κι ένα εργαλείον εκράτησε μοναχά, το ναυτικό,
τ’ όργανο εκείνο που μετράν τον ήλιο, τον εξάντα.
Η στενοχώρια και το αλκοόλ δουλεύοντας σιγά,
μέρα με τη μέρα σ’ ένα χαίνον χάσμα τον ωθούσαν.
Τρελάθηκε. Τον πείραζαν στους δρόμους τα παιδιά,
Κι οι ψείρες πάνω στα ξανθά του γένια επερπατούσαν.
Όταν ο ήλιος φλόγιζε τον αττικό ουρανό,
αυτός με τον εξάντα του στο χέρι εξεκινούσε,
το ύψος γοργά υπολόγιζε σε μια μαούνα ορθός,
κι ύστερα αισχρά μουντζώνοντας τον ήλιο, εβλαστημούσε.
Μα κάποια μέρα βλέποντας με τ’ όργανό του ψηλά,
έφυγε για το σκοτεινό λιμάνι του θανάτου,
ενώ σιγά σαν πάντοτε, φαιδρός και φλογερός,
ο ήλιος την κανονική διέσχιζε τροχιά του.
Νίκος Καββαδίας
Στέλιος Καζαντζίδης – Έι καπετάνιε
…………………….
-Rafael Alberti, Στον καπετάν Αντώνη Εσπινόζα
Πάνω στο καράβι σου (πράσινο βάθρο από θαλασινά φύκια,
από κολητσάνες, κοχύλια, σμαραγδένια απόνερα)
καπετάνιε των ανέμων και των χελιδονιών
σε παρασημοφόρεσαν οι καταιγίδες.
Για σένα τ’ ακρογιάλια με τα σερπετά μέτωπα
κινούν, όταν αλετρίζεις τα νερά, τραγούδι:
―Θαλασσινέ, ελέφτερε άνθρωπε, που κυλάς στις θάλασες
πες μας τα ραδιοφωνήματα του πολικού σου άστρου:
Καλέ μας θαλασινέ υγιέ των βοριανών θρήνων
λάσπη της νότιας γης, παντιέρα στην αβλή
την αφρισμένη του νερού, κυνηγάτορα των σειρήνων,
όλα τα δεμένα ακρογιάλια του κόσμου
σε ικετέβουμε να μας πάρεις στο βαθύ αβλάκι του καραβιού σου
κατά τη θάλασα, συντρίβοντάς μας τις αλυσίδες.
https://www.historical-museum.gr/webapps/kazantzakis-pages/gr/work/translations-spanish-02.php
…………
-Νικόλας Ευαντινός, Αναζητείται καπετάνιος
—–
Αναζητώ τον ομιχλώδη καπετάνιο που
στοίχειωνε την έκτη πρωινή, δηλαδή
τη νηνεμία πριν από την έκρηξη του φωτός, και
——
λύγιζε τους ώμους της χαρμολύπης:
της ματαιότητας για όσα αλιεύονται
μες στην πάχνη της σκέψης.
–
Αναζητώ εκείνον:
τον πολλαπλασιασμένο θανόντα της στιγμής,
τον πολλαπλάσιο του αιώνιου τίποτα
——————
που ποτέ δεν ξέφευγε
της αποτύπωσης
όσων
—————
αφόρτιστη η φαντασία αραδιάζει
μεταξύ ύπνου και ξύπνιου
https://tokoskino.me/2015/11/29/%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CE%BB%CE%B1%CF%82-%CE%B5%CF%85%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BD%CF%8C%CF%82-%CF%80%CE%AD%CE%BD%CF%84%CE%B5-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1/