Λόγος Παράταιρος

«Παράταιρος ο λόγος ο δυνατός/ μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει» (Γ. Ρίτσος)

Πες το με ποίηση (267ο): «ΓΙΑΤΙ / ΔΙΟΤΙ / ΕΠΕΙΔΗ»…

Πυξ Λαξ – Γιατί

1.ΓΙΑΤΙ

Γιατί δεν διαβάζω εφημερίδες.
Γιατί δεν αντέχω να βλέπω τον κ. Κοσύγκιν ν’ αλλάζει με τον δολοφόνο
του Τέξας χαμόγελα.
Γιατί αηδιάζω τις Πορείες της Ειρήνης, τα φιλολογικά σωματεία,
τα ψηφίσματα διαμαρτυρίας, τα κέντρα διασκεδάσεως, τα τσιγάρα.
Γιατί δε γράφω ποιήματα.


Γιατί δε βρίσκω κανένα νόημα σ’ αυτά τα χτυπήματα δίχως τέλος
σ’ αυτά τα παράθυρα, που κι αν ανοίγουν, δε βλέπουν παρά σε ντουβάρια.
Γιατί δεν έχω πια περιθώρια.
Γιατί  για να πιστέψει κανένας χρειάζεται μια καρδιά τουλάχιστο αλάβωτη
και τα δικά μου μάτια είναι δύο κατασπαραγμένα πουλιά…
Γιατί σιχαίνομαι τα παιδιά, που κλαίνε, τις μαμάδες που κυλούν καροτσάκια
στους δρόμους, τους μπαμπάδες που δείχνουν φωτογραφίες.


Γιατί δεν έχω πια αμφιβολίες.
Γιατί η ζωή είναι μια πολύ αστεία υπόθεση,
κι αν δεν αξίζει μήτε να ζει, δεν αξίζει μήτε και να πεθάνει κανένας.
Γιατί αυτό που συνήθως λέμε «τιμή» είναι μια πολύ βολική απασχόληση
Γιατί πάντα μετά από μια αναχώρηση υπάρχει ένα γιατί.
Γιατί μια επιστροφή ποτέ δεν τελειώνει.


Γιατί φοβάμαι το χιόνι, τη νύχτα, το θόρυβο, τη σιωπή,
γι’ αυτό δεν κάνω τίποτ’ άλλο πάρα πότε πότε να βγάζω μια βραχνή φωνή,
να τρώω, να κοιμάμαι, να κάνω έρωτα, να βουλιάζω,
– σαν τους άλλους, εξάλλου,
σαν τόσους που με διαβάζουν, τόσους που μ’ αηδιάζουν,
τόσους που βρίσκουν «ένα νόημα» τέλος
(κομπιναδόρους, ρουφιάνους, βραβευμένους, φτασμένους) –


συνεχίζω να ρεύωμαι μετά το φαί, να φτύνω, να ξύνωμαι, να ουρλιάζω,
μεγαλύνοντας τ’ όνομα του ανθρώπου,
μ’ όλους μαζί μέσα από φόβο, στο βόλεμα
και – προσωπικά ίσως μόνο –
στην α π ο σ τ ρ ο φ ή.

Θανάσης Κωσταβάρας

 

*****

 

2.ΓΙΑΤΙ

Γιατί το αίμα του χειμώνα
έβγαλε φτερά την άνοιξη
και πέταξε το καλοκαίρι;


γιατί τα λουλούδια που φύτεψα στον
κήπο μου
φύτρωσαν άγρια στον καθρέφτη της
κάμαρας μου;


γιατί τ’ ωραίο άσπρο σώμα
που κρατούσα
μαύρισε
και μου έβαψε τα χέρια;


γιατί μετράνε τα πουλιά την άνοιξη με
τα μαχαίρια;


γιατί οι αρρώστιες του καλοκαιριού
άνηκαν στο φεγγάρι του χειμώνα;


γιατί τα μαύρα μαλλιά που τύλιγα
τα χέρια μου
γίναν αράχνες και δέρματα σκονισμένα;


γιατί το φλιτζάνι που έπινα καφέ
γέμισε ένα πράσινο σκοτεινό μαρτύριο;


Δεν έχει κόκκινη απάντηση
το γιατί είναι μια μεγάλη έλλειψη
κάτι σαν τάφος.

ΜΙΛΤΟΣ  ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ, Ο περίπατος

Μάγδα Πένσου – Μόνο γιατί μ´ αγάπησες

 https://www.youtube.com/watch?v=MJNYg6Ufdjc

 

 

3.ΜΟΝΟ  ΓΙΑΤΙ  Μ’  ΑΓΑΠΗΣΕΣ

Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.

Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.

Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.

Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.

MΑΡΙΑ  ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ

 

*****

 

4.ΓΙΑΤΙ

Γιατί, όταν έφυγες, άρχισαν οι βροχές,
Ξαφνικές το φθινόπωρο, συνεχείς το χειμώνα
Και γέμισε ο κήπος φύλλα κι αποδημητικά,
Κι ερήμωσε ο κισσός από φίδια και σαύρες.

Γιατί εσύ ήσουν ο ψηλός τοίχος
Που έκρυβα το πρόσωπό μου, οι ρίζες των δέντρων
Που μ’ ανάσταιναν, η νύχτα των φοβισμένων ζώων,
Ο αμαρτωλός καρπός και τα νεκράνθεμα.

Γιατί εσύ ήσουν η εύφορη γη
Που ριγούσε από τ’ άγγιγμά μου.

ΤΑΣΟΣ  ΚΟΡΦΗΣ

 

 

Μανώλης Μητσιάς – Επειδή σ’ αγαπώ

 

5.ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ

Επειδή η ζωή μας μοιάζει να φυραίνει
μέρα τη μέρα, δε θα πει πως η ζωή
δεν αξίζει τον κόπο.

Επειδή σ´ αγάπησα και σ´ αγαπώ ακόμη
κι ας μην είναι όπως παλιά,
δε θα πει πως πέθανε η αγάπη,
κουράστηκε ίσως, σαν καθετί που ανασαίνει.

Επειδή περνάς δύσκολες μέρες
σκυμμένη σε χαρτιά και γκρεμούς
που δεν κλείνουν, κι εγώ πηδάω
τις νύχτες επί κοντώ λαχανιάζοντας,
δε θα πει πως δεν έχουμε
μοίρα στον ήλιο, έχουμε
τη δική μας μοίρα.

Επειδή πότε είσαι άνθρωπος
και πότε πουλί, φέρνεις στο σπίτι μας
ψωμάκια μικρά της αποδημίας
κι ελπίζουνε τα παιδιά μας
σε καλύτερες μέρες.

Επειδή λες όχι και ναι κι ύστερα όχι
και δεν παραιτείσαι, ντρέπομαι
για τα ίσως, τα μπορεί τα δικά μου,
μα δεν αλλάζω, όπως δεν αλλάζεις κι εσύ,
αν αλλάζαμε θα ´μαστε πάλι
δύο άγνωστοι και θ´ αρχίζαμε
απ´ το άλφα.

Τώρα ξέρουμε πού πονάς
πού σωπαίνω πότε γίνεται παύση,
διακοπή αίματος και κρυώνουν
τα σώματα, ώσπου μυστικό δυναμό
να φορτίσει πάλι τα μέλη
με δύναμη κι έλξη και δέρμα ζεστό.

Επειδή είναι δύσκολο ν´ αγαπάς
και δυσκολότερο ν´ αγαπάς τον ίδιο άνθρωπο
για καιρό, κάνοντας σχέδια και παιδιά
και καβγάδες, εκδρομές, έρωτα, χρέη,
κι αρρώστιες, Χριστούγεννα, Κυριακές
και Δευτέρες, νόστιμα φαγητά
και καμένα, θέλοντας ο καθένας
να ´ναι ο άλλος γεφύρι και δέντρο
και πηγή, κατά τις περιστάσεις
ή και όλα μαζί στην ανάγκη,
δε θα πει πως εγώ δε μπορώ
να γίνω κάτι απ´ όλα αυτά ή και όλα μαζί,
κι αν είναι να περάσω
μια ζωή στη σκλαβιά -έτσι κι αλλιώς-
ας είμαι λέω σκλάβος της αγάπης.

ΜΙΧΑΛΗΣ  ΓΚΑΝΑΣ, Γυάλινα Γιάννενα, Εκδόσεις Καστανιώτη

Ο θάνατος του ποιητή – Γιώργος Νταλάρας

https://www.youtube.com/watch?v=TtVC9HB7RBM

 

6.Ο  ΘΑΝΑΤΟΣ  ΤΟΥ  ΠΟΙΗΤΗ

Γιατί τον σκότωσαν γιατί
τον γελαστό τον ποιητή
αυγούλα στη Γρανάδα
αυτός εκένταγε φιλιά
αυτός ζωγράφιζε πουλιά
και κρίνα στην κοιλάδα

Το σούρουπο οι Παναγιές
θρηνούν στον ελαιώνα
και του κορμιού του οι πληγές
κατάρες είναι και ντροπές
στον εικοστό αιώνα

Γιατί τον σκότωσαν γιατί
τον γελαστό τον ποιητή
μες του Βηθνάρ το ρέμα
κι αυτός ακόμα γελαστός
παρακαλάει να ‘ν’ αυτός
το τελευταίο αίμα

ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ

 

*****

 

7.ΠΡΟΣ  ΠΟΙΗΤΗΝ

Δεν είχες τίποτα να πεις, κύριε.
Γιατί ηνώχλησες τις λέξεις,
γιατί τις ηνώχλησες;

ΚΩΣΤΑΣ  ΜΟΝΤΗΣ, Στιγμές» 1958-1975. Κέδρος, 1978. 28.

 

*****

 

8.ΓΙΑΤΙ  ΤΟΝ  ΕΙΧΑΜΕ  ΛΗΣΜΟΝΗΣΕΙ

Μπορε νας π μς ν᾿ γαπήσει μία γυνακα;


ς βγε ξω
ς περπατήσει πρς τ θάλασσα
ς τραγουδήσει


π τ κύματα θ᾿ νθίσουν γυνακες
χι μοναχ γι κενον πο τραγουδ
λλ γι λους μας


λοι θ μάθουμε ξαν τν ρωτα
Σν ν μν τν ξέραμε ποτ
Σν ν τν εχαμε λησμονήσει
Γιατ τν εχαμε λησμονήσει

(19.6.1938) ΓΙΩΡΓΟΣ  ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ

 

Ορφέας Περίδης – Γιατί πολύ σ΄αγάπησα

 

9.ΓΙΑΤΙ Ν’ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ Τ’ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ;

1

Κάποτε σκεφτόμουν: Σε χρόνους μακρινούς

Όταν γκρεμίσουν τα σπίτια που έζησα

Και σαπίσουν τα καράβια που ταξίδεψα,

Τ’ όνομά μου θ’ αναφέρεται ακόμα

Μαζί με άλλα…

2

Γιατί εγώ ύμνησα το χρήσιμο

Που ταπεινό το θεωρούσαν στη δική μου εποχή,

Γιατί πολέμησα τις θρησκείες

Κι αγωνίστηκα ενάντια στην καταπίεση, ή

Για μια αιτία διαφορετική.

3

Γιατί πίστευα πάντα στους ανθρώπους

Και δίνοντάς τους ευθύνες τους τιμούσα,

Γιατί έγραφα στίχους και πλούταινα τη γλώσσα,

Γιατί δίδασκα μια στάση πραχτική, ή

Για μια αιτία διαφορετική.

4

Γι’ αυτό έλεγα πως τ’ όνομά μου

Θ’ αναφέρεται ακόμα, θα χαράζεται

Πάνω σε μια πέτρα, κι από ’να βιβλίο

Θα ξανατυπώνεται σ’ ένα καινούργιο.

5

Μα τώρα

Συμφωνώ να ξεχαστεί.

Γιατί

Να ψάχνεις τον ψωμά, όταν υπάρχει αρκετό ψωμί;                

Γιατί

Να τραγουδάς το χιόνι που έλιωσε,

Όταν καινούργια χιόνια πρόκειται να ’ρθούν;

Γιατί

Να υπάρχει παρελθόν, όταν υπάρχει

Μέλλον;

6

Γιατί

Ν’ αναφέρεται τ’ όνομά μου;  

Bertold Brecht

https://r2019.blogspot.com/2017/02/bertold-brecht-giati.html

 

10.ΧΑΜΗΛΟΦΩΝΩΣ

Διότι είσαι το πρώτο εφετινό χελιδόνι που μπήκε απ’ το
φεγγίτη έκαμε τρεις γύρους στο ταβάνι και ήσουν κα-
τόπιν όλα μαζί τα χελιδόνια
Διότι είσαι μια μεριά ήρεμη της θάλασσας όπου το κύμα
Kόβει κομμάτια το φεγγάρι και το ρίχνει στην ψιλή άμμο
Διότι τα χέρια μου είναι άδεια σαν καρύδια που η ψίχα
τους φαγώθηκε από παράσιτα
Kι εσύ τα γέμισες με τα μαλλιά σου και το μέτωπό σου


Διότι στα μαλλιά σου περνώ τα δαχτυλά μου όπως περνάει
ο αγέρας από φύλλα κυπαρισσιού
Διότι είμαι ένα σπίτι εξοχικό κι έρχεσαι μόνη το καλοκαίρι
και κοιμάσαι
Kαι ξυπνάς πότε-πότε τα μεσάνυχτα ανάβεις τη λάμπα και
θυμάσαι


Διότι θυμάσαι
Γι’ αυτό σ’ αγαπώ κι ανάμεσα στα τελευταία πουλιά είμα-
στε μαζί
Kι απέναντί μας η θάλασσα φθείρεται ν’ ανεβοκατεβαίνει
τα δέντρα
…πως πηγαίναμε σε μια κατηφοριά της Bάρκιζας
Kι ένα γύρω οι χρωματιστές πέτρες μάς ακολουθούσαν

Γιατί όταν σκύβω πάνω από πηγάδια βλέπω την επιφάνεια
του νερού και λέω: νά το ριζικό κι η ματιά της
Γιατί βλέπαμε μαζί τρεις τσιγγάνες κίτρινες τυλιγμένες
απ’ το κόκκινο – σαν τα μάτια τού μπεκρή – λυκόφως
Kαι είπαμε νά το ριζικό νά οι αγάπες βγήκαν στους δρό-
μους για τον επιούσιο

Γιατί βλέπαμε μαζί τις τρεις τσιγγάνες
Nά ‘ρχονται και να χάνονται
Γι’ αυτό σ’ αγαπώ
Kι ανάμεσα στα τελευταία πουλιά
Eίσαι κείνο που γλύτωσε απ’ τα σκάγια

Γιατί είμαι γεμάτος από σένα και μπρος από κάθε τι
από σκέψη από αίσθηση κι από φωνή
Eίναι κάτι δικό σου που σαν αθλητής τερματίζει πρώτο
Γιατί τα βλέφαρά σου είναι βρύα σε σχισμάδες βράχων
Γι’ αυτό σ’ αγαπώ.

Δ.Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑΣ

 

*****

 

11.ΔΙΟΤΙ ΤΙ ΣOΪ ΠΟΙΗΤΗΣ…

Διότι τι σόι ποιητής θα ήσουν φίλε μου αν
δεν έκρυβες δυο άσσους στο μανίκι σου και
δεν τους έριχνες στην τσόχα την ώρα που
φαίνονταν πώς όλα είχαν τελειώσει ο κερδι-
σμένος είχε απλώσει τα χέρια του κι έμεινε
αποσβολωμένος όπως ό αναγνώστης σου όταν
– διασχίζοντας ένα ανθισμένο λιβάδι-
αντικρίσει ξάφνου την άβυσσο και μείνει
με το ένα πόδι στα λουλούδια και το άλλο
κρεμασμένο στο κενό.

Τάσος Πορφύρης, Σώμα Κινδύνου

 

Μίκης Θεοδωράκης – Διότι δεν συνεμορφώθην

 

12.ΔΙΟΤΙ  ΔΕΝ  ΣΥΝΕΜΟΡΦΩΘΗΝ

 

Πέρα απ’ το γαλάζιο κύμα

τον γαλάζιο ουρανό

μια μανούλα περιμένει

χρόνια τώρα να τη δω.

 

Διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις.

 

Χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει

μες στο σύρμα περπατώ

θα περάσουν μαύρες μέρες

δίχως να σε ξαναδώ.

 

Διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις.

 

Αλικαρνασσός, Παρθένι

Ωρωπός, Κορυδαλλός

ο λεβέντης περιμένει

της ελευθεριάς το φως.

 

Διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις.

 

Ωρωπός 1969-1970 ΜΙΚΗΣ  ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

 

 

*Η ανάρτηση είναι της καλής φίλης και συνεργάτιδας του μπλογκ, Αγγελικής.

Single Post Navigation

9 thoughts on “Πες το με ποίηση (267ο): «ΓΙΑΤΙ / ΔΙΟΤΙ / ΕΠΕΙΔΗ»…

  1. *Καζαντζίδης – Τσιτσάνης, «Γιατί με ξύπνησες πρωί».

    -«…Γιατί όπως η αγάπη σε στεφανώνει, έτσι και θα σε σταυρώσει.
    Κι όπως είναι για το μεγάλωμα σου, είναι και για το κλάδεμά σου.
    Κι όπως ανεβαίνει ως την κορυφή σου και χαϊδεύει τα πιο τρυφερά κλαδιά σου, που τρεμοσαλεύουν στον ήλιο,
    έτσι κατεβαίνει και ως τις ρίζες σου και ταράζει την προσκόλληση τους στο χώμα.»

    (Χαλίλ Γκιμπράν»

    -«Ας είναι ευλογημένη η σιωπή! Γιατί μέσα σ’ αυτήν θα μ’ ακούσεις να μιλώ!!!»

    (Χαλίλ Γκιμπράν)

    -«Γράφεις ποιήματα
    γιατί χρειάζεσαι
    έναν τόπο
    όπου να υπάρχει αυτό που δεν υπάρχει.»

    (Alejandra Pizarnik)

    -«Ταξιδεύουν οι φίλοι μου γιατί δεν τους αφήσατε σπιθαμή για σπιθαμή. Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουνε με μαύρο χρώμα γιατί τους ρημάξατε το κόκκινο γράφουνε σε συνθηματική γλώσσα γιατί η δική σας μόνο για γλύψιμο κάνει.»

    (Κατερίνα Γώγου)

    -«…Θ’ ανοίξω την πόρτα
    και είναι -όχι πως φοβάμαι-
    μα να, θέλω να σου πω, πως δεν πρόλαβα
    και πως εσύ πρέπει να μάθεις
    να μην κατεβαίνεις στο δρόμο
    χωρίς όπλα όπως εγώ
    – γιατί εγώ δεν πρόλαβα-
    γιατί τότε θα χαθείς όπως και εγώ
    «έτσι» «αόριστα»
    σπασμένη σε κομματάκια
    από θάλασσα, χρόνια παιδικά
    και κόκκινα λάβαρα…»

    (Κατερίνα Γώγου)

    -«…Γιατί δε γράφεις, Μεγάλε Ποιητή, κι ένα ποίημα,
    Που να γίνει σπαθί στα χέρια των σκλάβων…
    Να γίνει ρομφαία των φτωχών και των αδικημένων…
    Να γίνει κόκκινη σημαία κι εμβατήριο
    των προλετάριων όλου του κόσμου;
    Αν δεν τολμάς γι’ αυτά να γράψεις ή απαξιείς,
    τότε… δεν είσαι Ποιητής!…»

    (Δημήτρης Βαλαής)

    -Τόλης Νικηφόρου, «ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΦΩΣ»

    υμνώ το φως
    για να εξορκίσω το σκοτάδι
    γιατί πίσω απ’ το κόκκινο
    και το βαθύ γαλάζιο
    κυλάει ένα ποτάμι θλίψης

    υμνώ το φως
    σαν χάδι στο παιδί
    που ακόμα ελπίζει μέσα μου
    σαν κάποια λύτρωση
    απ’ τα πολλά μου τραύματα

    υμνώ το φως
    γιατί είμαι πλάσμα του βυθού
    που απώλεσε τον ουρανό
    και τον αναζητά
    και τον επικαλείται απελπισμένα

    υμνώ το φως
    για το φως πηγάζει μέσα μου
    γιατί δεν έχω άλλη πατρίδα

    (https://diastixo.gr/logotexnikakeimena/poihsh/3868-nikiforou-25052015)

    -Κωνσταντίνος Καβάφης «Ιωνικόν»

    «Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των,
    γιατί τους διώξαμε απ’ τους ναούς των,
    διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί.
    Ω γη της Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη.
    Σαν ξημερώνει επάνω σου πρωί αυγουστιάτικο
    την ατμόσφαιρά σου περνά σφρίγος απ’ την ζωή των˙
    και κάποτ’ αιθερία εφηβική μορφή,
    αόριστη, με διάβα γρήγορο,
    επάνω από τους λόφους σου περνά.»

    (Κ. Π. Καβάφης, Ποιήματα, ύψιλον/βιβλία)

    -Κωνσταντίνος Καβάφης «Περιμένοντας τους Βαρβάρους»

    — Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;

    Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.

    — Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
    Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;

    Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
    Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
    Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.

    —Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
    και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
    στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;

    Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
    Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
    τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
    για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
    τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.

    — Γιατί οι δυο μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
    σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
    γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
    και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια·
    γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
    μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;

    Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
    και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους.

    —Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
    να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;

    Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
    κι αυτοί βαρυούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.

    — Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
    κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).
    Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η πλατέες,
    κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;

    Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
    Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
    και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.

    Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
    Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.

    (Κ. Π. Καβάφης, Ποιήματα, ύψιλον/βιβλία)

    -Γιάννης Πατίλης, «Γιατί να γράψω εγώ αυτά τα ποιήματα»

    «Γιατί να γράψω εγώ αυτά τα ποιήματα
    Γιατί να μην πάω στο περίπτερο
    Να χαζέψω τις γλάστρες από το παράθυρο
    Να πιω νερό;
    Γιατί να μην αφήσω τον εαυτό μου
    Στην καρέκλα του
    Ξεχασμένο
    Κι αδίκαστο;»

    [ http://www.andro.gr/empneusi/top-5-poets-for-poets/ ]

    -Μαριγώ Αλεξοπούλου: «Αυτή τη νύχτα, ο ποιητής γράφει, γιατί πονάει»

    «ΓΙΑΤΙ ΟΛΟΙ ΜΙΛΑΤΕ/
    ΧΩΡΙΣ Ν΄
    ΑΚΟΥΤΕ,/ ΧΩΡΙΣ
    ΝΑ ΞΕΡΕΤΕ/
    ΠΩΣ ΤΟ ΝΕΡΟ
    ΣΩΠΑΙΝΕΙ,/
    ΠΩΣ ΑΥΤΗ ΤΗ
    ΝΥΧΤΑ/ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
    ΓΡΑΦΕΙ/
    ΓΙΑΤΙ ΠΟΝΑΕΙ/
    ΟΤΑΝ ΒΛΕΠΕΙ
    ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ/
    ΝΑ ΜΗ ΔΑΚΡΥΖΕΙ»

    (https://www.protoporia.gr/ale3opoyloy-marigw-t-asteria-pane-sth-seira-9789600437478.html)

    -Γ. Σεφέρης, «Αφήγηση»

    Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας
    Κανεὶς δὲν ξέρει νὰ πεῖ γιατί
    Κάποτε νομίζουν πὼς εἶναι οἱ χαμένες ἀγάπες
    Σὰν κι αὐτὲς ποὺ μᾶς βασανίζουνε τόσο
    Στὴν ἀκροθαλασσιὰ τὸ καλοκαίρι μὲ τὰ γραμμόφωνα
    Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι φροντίζουν τὶς δουλειές τους
    Ἀτέλειωτα χαρτιὰ παιδιὰ ποὺ μεγαλώνουν
    Γυναῖκες ποὺ γερνοῦνε δύσκολα
    Αὐτὸς ἔχει δυὸ μάτια σὰν παπαροῦνες
    Σὰν ἀνοιξιάτικες κομμένες παπαροῦνες
    Καὶ δυὸ βρυσοῦλες στὶς κόχες τῶν ματιῶν
    Πηγαίνει μέσα στοὺς δρόμους ποτὲ δὲν πλαγιάζει
    Δρασκελώντας μικρὰ τετράγωνα στὴ ράχη τῆς γῆς
    Μηχανὴ μιᾶς ἀπέραντης ὀδύνης
    Ποὺ κατάντησε νὰ μὴν ἔχει σημασία
    Ἄλλοι τὸν ἄκουσαν νὰ μιλᾶ μοναχὸ καθὼς περνοῦσε
    Γιὰ σπασμένους καθρέφτες πρὶν ἀπὸ χρόνια
    Γιὰ σπασμένες μορφὲς μέσα στοὺς καθρέφτες
    Ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ συναρμολογήσει πιὰ κανεὶς
    Ἄλλοι τὸν ἄκουσαν νὰ λέει γιὰ τὸν ὕπνο
    Εἰκόνες φρίκης στὸ κατώφλι τοῦ ὕπνου
    Τὰ πρόσωπα ἀνυπόφορα ἀπὸ τὴ στοργή
    Τὸν συνηθίσαμε εἶναι καλοβαλμένος κι ἥσυχος
    Μονάχα ποὺ πηγαίνει κλαίγοντας ὁλοένα
    Σὰν τὶς ἰτιὲς στὴν ἀκροποταμιὰ ποὺ βλέπεις ἀπ᾿ τὸ τρένο
    Ξυπνώντας ἄσχημα κάποια συννεφιασμένη αὐγὴ
    Τὸν συνηθίσαμε δὲν ἀντιπροσωπεύει τίποτα
    Σὰν ὅλα τὰ πράγματα ποὺ ἔχετε συνηθίσει
    Καὶ σᾶς μιλῶ γι᾿ αὐτὸν γιατὶ δὲ βρίσκω τίποτα
    Ποὺ νὰ μὴν τὸ συνηθίσατε·
    Προσκυνῶ.

    Γ.Σεφέρης, Αφήγηση (Ημερολόγιο Καταστρώματος Α’) (Εκδ. Ίκαρος)

    -Μ. Αναγνωστάκης, «Οἱ στίχοι αὐτοί»

    Οἱ στίχοι αὐτοὶ μπορεῖ καὶ νά ῾ναι οἱ τελευταῖοι
    οἱ τελευταῖοι στοὺς τελευταίους ποὺ θὰ γραφτοῦν
    Γιατί οἱ μελλούμενοι ποιητὲς δὲ ζοῦνε πιὰ
    αὐτοὶ ποὺ θὰ μιλούσανε πεθάναν ὅλοι νέοι
    Τὰ θλιβερὰ τραγούδια τους γενήκανε πουλιὰ
    σὲ κάποιον ἄλλον οὐρανὸ ποὺ λάμπει ξένος ἥλιος
    Γενῆκαν ἄγριοι ποταμοὶ καὶ τρέχουνε στὴ θάλασσα
    καὶ τὰ νερά τους δὲν μπορεῖς νὰ ξεχωρίσεις
    Στὰ θλιβερὰ τραγούδια τους φύτρωσε ἕνας λωτὸς
    νὰ γεννηθοῦμε στὸ χυμό του ἐμεῖς πιὸ νέοι.

  2. ΑΓΓΕΛΙΚΗ on said:

    13. ΓΙΑΤΙ;

    Έμαθα την προπαίδεια.
    Μετά εξασκήθηκα στη διαίρεση.
    Άρχισα να προσθέτω
    μ’ επιτυχία θα ‘λεγα.

    Μόνο στην αφαίρεση
    δεν μπόρεσα να συνηθίσω.
    Επώδυνη και καταραμένη η αφαίρεση.

    Όσοι με γνωρίζουν
    καταλαβαίνουν το γιατί.

    ΝΙΚΟΣ ΜΟΣΧΟΒΑΚΟΣ, Πολυετής σβέση φανού, Μελάνι, 2008.

    *****

    14. ΕΠΕΙΔΗ

    Ἐπειδή μέ τήν ὁρμή τῆς καρδιᾶς
    μεγαλώνουν οἱ μαρμαρυγές τῶν ἄστρων,

    ἐπειδή ρωτώντας διαιρεῖς τά πράγματα
    κι ἀνατριχιάζει πιό κοντά σου τό χάος,

    ἐπειδή ρωτώντας παλλαπλασιάζεις τό ἄγνωστο
    κι οἱ πληγές περισσότερες,
    ἀκολούθησε μόνο τό ἔνστικτο
    καί τό ταξίδι
    θά σέ φέρει στήν ἄκρη,

    ἐκεῖ πού ὁ κάθε φθόγγος
    σκιρτᾶ ὁλοζώντανος
    πρίν φορέσει τό ἰδεόγραμμα
    πρίν γίνει ἐντάφιο αἴνιγμα,
    πτηνό μυθῶδες τῆς οὐτοπίας.

    Τάσος Ροῦσσος

    *****

    15.ΓΙΑΤΙ;

    Σήμερα γιατί αισθάνομαι
    ότι οι λέξεις θέλουν να μείνουν μόνες;
    Ότι ο ήλιος θα προτιμούσε
    να δύσει σʼ άλλη χώρα;
    Ότι η λήθη κρυφάκουγε
    να μάθει την φιλοσοφία της ζωής μου;

    Γιατί υποπτεύομαι την ηλικία μου
    να θέλει να πληρώσω κάθε δεκάρα μέχρι εδώ;
    Γέννημα τυχαίο, αισθάνομαι τουλάχιστον απαραίτητος
    σε μια ζωή που δεν βγάζει νόημα, εκτός από
    τις λέξεις που σήμερα θέλουν να μείνουν μόνες,
    αφήνοντάς με ακόμη πιο μοναχικό στην μοναξιά μου.

    ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΚΟΥΜΑΣ

    *****

    16…EΠΕΙΔΗ ΣΗΜΕΡΑ ΧΙΟΝΙΖΕΙ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ

    Αφού είναι Μάιος
    γιατί τα δέντρα γύρω μου είναι γυμνά;

    Αφού δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς εμένα
    γιατί δεν ξεφορτώνεσαι τον άλλον για αλλαγή;

    Αφού φροντίζεις οι στίχοι σου να ομοιοκαταληκτούν
    γιατί οι λέξεις σου ηχούν παράφωνα στ’ αυτιά μου;

    Αφού (όπως ισχυρίζεσαι) nothing is left of the Left
    γιατί συνεχίζεις να φοράς το μονόκλ του διαφωτιστή
    στο αριστερό σου μάτι;

    Αφού είσαι τόσο ευφυής
    γιατί εγώ δεν νιώθω πιο βλάκας;

    Αφού η ιστορία έφτασε στο τέλος της
    γιατί βουλιάζουμε σ’ αυτήν την αποπνικτική ακινησία;

    Χάρης Βλαβιανός
    δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εντευκτήριο,
    τεύχ. 82, Ιούλ. – Σεπτ. 2008

    *****

    17. ΓΙΑΤΙ ΒΑΘΙΑ ΜΟΥ ΔΟΞΑΣΑ

    Γιατί βαθιά μου δόξασα και πίστεψα τη γη
    και στη φυγή δεν άπλωσα τα μυστικά φτερά μου,
    μα ολάκερον ερίζωσα το νου μου στη σιγή,
    νά που και πάλι αναπηδά στη δίψα μου η πηγή,
    πηγή ζωής, χορευτική πηγή, πηγή χαρά μου…

    Γιατί ποτέ δε λόγιασα το πότε και το πώς,
    μα εβύθισα τη σκέψη μου μέσα στην πάσαν ώρα,
    σα μέσα της να κρύβονταν ο αμέτρητος σκοπός,
    νά τώρα που, ή καλοκαιριά τριγύρα μου είτε μπόρα,
    λάμπ’ η στιγμή ολοστρόγγυλη στο νου μου σαν οπώρα,
    βρέχει απ’ τα βάθη τ’ ουρανού και μέσα μου ο καρπός!…

    Γιατί δεν είπα: «εδώ η ζωή αρχίζει, εδώ τελειώνει…»
    μα «αν είν’ η μέρα βροχερή, σέρνει πιο πλούσιο φως…
    μα κι ο σεισμός βαθύτερη τη χτίση θεμελιώνει,
    τι ο ζωντανός παλμός της γης που πλάθει είναι κρυφός…»
    νά που, ό,τι στάθη εφήμερο, σα σύγνεφο αναλιώνει,
    νά που ο μέγας Θάνατος μου γίνηκε αδερφός!…

    ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ, Λυρικός Bίος, B΄, Ίκαρος 1966

    *****

    18. ΓΙΑΤΙ

    χτυπάω όλη τη νύχτα
    τη σιδερένια εξώπορτα
    περίτεχνη
    με τις θαμπές της παραστάσεις
    ασήκωτη
    με αιώνων μνήμες

    χτυπάω όλη τη νύχτα
    τόσο που μάτωσαν τα χέρια
    ένα-ένα έσπασαν τα δάχτυλά μου

    το ξέρω ότι δεν μ’ ακούει κανείς
    αυτή την ώρα η γειτονιά κοιμάται
    κι ούτε ένα δεν φωτίζεται παράθυρο
    το ξέρω ότι το σπίτι αυτό
    είναι από χρόνια ακατοίκητο
    ερειπωμένο
    κανείς δεν περιμένω να μου ανοίξει
    ούτε κι εκείνα τα φαντάσματα
    που ακόμα τριγυρίζουν
    ανάμεσα στους γκρεμισμένους τοίχους
    που ακόμα λάμπουν
    όπως το πρώτο φως το χάραμα

    όμως δεν έχω άλλο σπίτι
    άλλη πατρίδα
    χτυπάω για να ανοίξω εγώ από μέσα

    ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΤΟΛΗΣ

    *****

    19. ΓΙΑΤΙ ΗΡΘΕΣ ΤΟΣΟ ΑΡΓΑ;

    δεν ήξερες πως σε περίμεναν
    τα χελιδόνια

    τα φωτεινά χαράματα

    όλα τα ερωτικά ποιήματα του κόσμου;

    γιατί ήρθες τόσο αργά

    αιώνες τώρα χάθηκα στη έρημο

    γυμνός

    χωρίς ένα χαμόγελό σου

    γιατί άφησες ν’ ασπρίσουν τα μαλλιά μου

    ενώ φτερούγιζες στα μάτια μου

    για πάντα στα δεκάξι

    στο σκοτεινό δωμάτιο

    δειλά προβάλλει απ’ τον φεγγίτη

    η ξεχασμένη άνοιξη

    ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ, Κόκκινες πηχτές σταγόνες

    *****

    20…ΣΑΣ ΡΩΤΑΝΕ «ΓΙΑΤΙ!» ΑΠΑΝΤΗΣΤΕ ΤΟΥΣ!…

    Ἀνταπόκριση από τους τοπικούς πολέμους
    Κοιτώντας τόν κόσμο μας, διεσταλμένα
    ἀπ’ τόν τρόμο τά μάτια τῶν παιδιῶν
    μεγαλώνουν ὁλοένα καί περισσότερο.

    Οἱ λέξεις πού ἔμαθαν ἔγιναν
    ὅλες τους μόνο μιά λέξη, ἕνα «Γιατί!»

    Τά μάτια τους εἶναι μιά ἀνταπόκριση
    πού χωρίς διακοπή μεταδίδεται
    σέ ὅλους τούς κοιμώμενους λῆπτες
    τ’ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς. Ἀπαντῆστε τους!

    Σᾶς ρωτᾶνε «Γιατί!» Ἀπαντῆστε τους!
    Ἀνάψτε ἕνα φῶς. Ἀπαντῆστε τους!

    ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ [Από το «Ο Διακεκριμένος Πλανήτης», 1983]

    *****

    21.όταν ο θεός αποφάσισε να δημιουργήσει τα πάντα
    πήρε μια
    ανάσα μεγαλύτερη και από τσίρκου μπάντα
    και έτσι άρχισαν τα πάντα
    όταν ο άνθρωπος αποφάσισε να καταστραφεί
    το ήταν χώρισε απ’ το θα
    και βρίσκοντας μόνο το γιατί
    το συνέθλιψε στο επειδή

    e.e. cummings 33χ3χ33 μετάφραση Χάρη Βλαβιανού. (Μάιος, 2005).

    *****

    22. ΕΠΕΙΔΗ –ΝΑ ΞΕΡΟΥΜΕ ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ – ΤΟ ΕΠΕΙΔΗ

    Επειδή η επανάσταση θα αναβληθεί
    εξαιτίας της “φιλοσοφίας” των μικροαστών
    (όσο να πεις τα βολεύουμε)

    κι επειδή οι πλούσιοι βάζουν τους παραπάνω
    να κάνουν καλά τη δική τους δουλειά
    -δηλαδή σεκιούριτι της παρακάτω τάξης-
    στην πιο παρακάτω της έκφρασης “άντε γαμήσου εργατιά”…

    επειδή οι καταστροφές γενικώς γοητεύουν τους ανθρώπους
    κι οι περισσότεροι λένε “αυτά γίνονται μακριά”
    κι αν τους πεις πως τα σύμπαντα είναι 10 στη 17η
    απαντούν “ε και τι έγινε..”

    κι επειδή οι ποιητές είναι ευαίσθητοι
    και γράφουν, γράφουν, γράφουν και ξαναγράφουν…
    με αποτέλεσμα μηδέν εις το πηλίκο
    ενώ οι τραπεζίτες αρνούνται να μάθουν
    δυο λέξεις από ένα ποίημα

    σας λέω να τα ξεχάσουμε όλα αυτά
    και να στραφούμε αλλού
    δηλαδή να επιστρέψουμε
    στις πάγιες ιστορικές μας αξίες
    τραγωδία-κωμωδία-κωμωδία-τραγωδία

    κι επιτέλους
    καθολικοί, βουδιστές, ισλαμιστές και άπιστοι
    να γίνουμε αδέρφια και να μη παίρνουμε
    χάπια υποκατάστατα και βλακείες απ τους θεματοφύλακες
    του Συστήματος ψυχιάτρους
    που ή πρώτη ερώτηση τους είναι “εσύ τι λες γι αυτό”.

    Παρ όλα αυτά, κάποια στιγμή η τέχνη της Ποιήσεως
    μπορεί να βρει επιτέλους το νόημα της
    δηλαδή να γίνει “αρνάκι άσπρο και παχύ
    της μάνας του καμάρι”

    και αφού δεν έφθασαν για όλους οι θυσίες
    όπου ο Αμνός του Θεού καρφώθηκε
    -τέτοιο Πατέρα που είχε-
    να εκτρέφουμε προβατάκια
    χρήσιμα στο σφάξιμο
    και στο μέτρημα από το ένα ως το εκατό
    μέχρι να μας πάρει ο ύπνος…

    Αυτά είχα να σας πω
    και τώρα γεια σας…

    Ηλίας Κουτσούκος

    *****

    23. ΤΟ «ΓΙΑΤΙ ΕΤΣΙ» ΤΩΝ ΜΗΤΕΡΩΝ

    Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί
    η μαμά μου έπλενε τα σεντόνια
    παρόλο που ήταν καθαρά.
    Συνήθως το σκέφτομαι όταν ξυπνάω το πρωί, που δεν είναι κανένας
    και στρώνω το κρεβάτι καλά – καλά. Τότε
    καταρρέουν οι λόγοι της πυζάμας
    και τα γράμματα του πρωινού αγωνίζονται στο στόμα.

    Η επιθυμία μάς κρατάει
    κάνοντας απογραφή εκεί όπου δεν υπάρχει τίποτα
    αυξάνοντας και μειώνοντας την ένταση
    των φυλαχτών:
    το ξένο νόμισμα, ένα γάντι
    ανώνυμες φωτογραφίες ταυτότητας.

    Είναι ένα ψευδές ίχνος
    ό,τι βρίσκω πεταμένο στο δρόμο
    και η χρήση του συνίσταται στο να ονομάσω ένα χώρο
    έτσι στην τύχη, «γιατί έτσι».

    Μια ξαφνική επιθυμία να γεράσω
    τινάζει τα μαξιλάρια σ’ αυτό το σπίτι
    που το ανακαινίζουν αντανακλαστικές ενέργειες.
    Το πρόσωπό μου προχωρά αργά προς μιαν άλλη ηλικία
    αν και στα όνειρα τα μαλλιά ή τα δόντια μού πέφτουν απ’ το κεφάλι.

    Μετακινώ τα έπιπλα, κουβαλάω τα σώματά τους
    σαν καμπάνες. Ρίχνω σε κάτι πουλιά
    τα ψίχουλα από το πρωινό
    που ρούφηξα πριν από λίγο κάτω από σκονισμένες ή ξεσκονισμένες ερωτήσεις
    χωρίς να βγω έξω, χωρίς επισκέψεις, χωρίς το κοκκινωπό πρόσωπο του απογεύματος.

    Marcella Parra, μετ: Βιβή Λάζου

    *****

    24.ΕΠΕΙΔΗ Ο,ΤΙ ΠΕΡΑΣΕ

    Επειδή ό,τι πέρασε
    δεν πέρασε λάθος
    κι επειδή ο χρόνος σου
    είναι χρόνος μου
    και τα χέρια σου
    προέκταση του δικού μου
    χεριού

    δώσε ξανά
    τις ακανόνιστες παύσεις
    αναπνέοντας
    και γράψε με το χέρι μου
    αυτούς τους στίχους

    διαρκείς
    και διαρκώ
    και η κοινή μας διάρκεια
    είναι η ωραία γη
    που πάνω ακουμπά η σκιά μας

    με περιέχεις
    και σε περιέχω

    κοίλος καθρέφτης
    και είδωλο κυρτό
    νύχια πάνω στο σώμα της ζωής μας
    μονόκερος μοναχικός
    στη νοητή ευθεία της καρδιάς
    κατάγεσαι απ’ τ’ αριστερό πλευρό μου
    κατάγομαι απ’ το χρώμα των ματιών σου

    είσαι η ριπή του χρόνου
    κι είμαι αυτός που τη μιμείται
    είσαι η κραυγή η σκοτεινή
    κι είμαι ο αριθμός που διαιρείται

    δεκαεννιά χρόνια δε σε γνώρισα ακόμα
    δεκαεννιά χρόνια και δε μ’ έχεις συνηθίσει

    Γιάννης Ευσταθιάδης-Ποιήματα 1975-1998

  3. *Σ΄αγαπώ γιατί είσαι ωραία – Χάρις Αλεξίου

    -[ΕΠΕΙΔΗ ΜΕΛΛΟΝ] της Μαρίας Χρονιάρη

    Ξεκίνησε από την πίσω αρχή. Όλα έμοιαζαν καινούρια. Το χάσμα των εποχών έλειπε. Κάποτε είχε απλώσει δίχτυα. Κάθε ζωή για μία ζωή. Και κανένα κενό. Στις γραμμές των βιβλίων οι λέξεις ριζώνουν στα μάτια του. Συντακτικό για τα χρόνια που ήρθαν.
    Σ΄ ένα νησί, σε μία παραλία, σε μία μηχανή. Αμμόλοφοι που περιμένουν την επιστροφή. Οι άνθρωποι που έζησε. Σπίτια γεμάτα μασημένη τροφή. Τσαλακωμένα σεντόνια στρωμένα στο δέρμα του. Αριθμημένα σύμφωνα. Να τα λέει. Σελίδες που ανθίζουν φωνή.
    Πήγε στο μέρος που η πόρτα γκρεμός. Ήθελε να ξεχάσει. Κάθε μέρα έπλενε το κορμί του με χλώριο. Έπειτα, με το κάρβουνο, έγραφε πάνω του μορφές. Τις τοποθετεί σε κάθε σημείο. Με χειρουργική ακρίβεια. Όταν βραδιάζει βγαίνει στο μπαλκόνι του. Ντυμένος σιωπή. Μ΄ ένα στυλό να ξεματώνει χθες. Σε τροπικό Σαντορίνης.

    Στο κατάστρωμα ο αέρας φυσά δυνατά. Σε μία γωνία καθισμένη μια έλλειψη. Κοντά μαλλιά, γυαλιά στρογγυλά, λιγνά άκρα. Δραπέτης για μια νέα πατρίδα. Όταν ο κάβος δένει, ό, τι πριν γεννιέται ξανά. Είδε το είδωλό του να ζει μέσα της. Χρόνια μετά, έμαθε. Η γη της Απαγγελίας για μια άλλη γη. Αντάλλαγμα επαφής. Και το τέλος σαν πάντα ηχεί ξανά.

    Τώρα μιλάει με νέους κανόνες. Καταργεί τις λέξεις και σπάει τη σημασία τους. Ποτέ ξανά άλλο μαζί. Τώρα μόνος θα ορίζει τις έννοιες. Τώρα μόνος να φυτεύει φωτιές. Και καμία σπίθα. Κανένας χώρος να αδειάζει τη θάλασσα. Σιωπητήριο.
    «Θα πάρετε κάτι;» Πώς παραγγέλνει κανείς το χαμένο; Μες στο δωμάτιο νύχτες από πλαστελίνη. Όλα τα χρώματα καρφωμένα ανάμεσα απ’ τα δόντια της. Πόσες φορές θα ξαναπεί ποτέ; Δεν κοιτάει και βλέπει. Δεν ακούει και ξέρει. Δεν μιλάει κι όμως φωνή. Ποτέ πριν τόσο μαύρο στο άσπρο. Ποτέ άλλοτε τόση φυγή. Και τα πόδια καρφωμένα στο πάτωμα. Χιλιάδες καρφιά. Για να σιγουρέψει.

    Γυρίζει την πλάτη με τα μάτια του φορεμένα ανάποδα. Για να βλέπει πάντα. Μια πλατεία προσπαθεί να χωρέσει στα νέα δεδομένα. Αναπροσαρμογή πληγής. Κάποιος κλέβει το παρελθόν δίχως να γίνει αντιληπτός. Τώρα, εκεί, μια ξανθιά ανταύγεια που αναβοσβήνει μετά. Υπόσχεση. Να μην υποσχεθεί τίποτα. Μέσα σε χώρους που κοινωνεί ό, τι δεν ανακοινώνεται. Κι εκείνος ζει. Λόγω ανάληψης των εργασιών αναστήλωσης. Με μια κίτρινη πεταλούδα βαμμένη από νύχτα.
    Γιατί είναι ο χρόνος ανθίζω. Γιατί η ζωή δεν είναι πριν. Γιατί ο ενεστώτας ψηλώνει ζωή.

    Επειδή μέλλον.

    [από το βιβλιο “Επειδή μαζί”, εκδόσεις Απόπειρα]

    -«μα τι να συνηθίσω να
    συνηθίσω τι, μα
    να συνηθίσω, τι

    Επειδή το χέρι σου
    έσφιγγε το τέλος της ζωής μες στο δικό μου
    Επειδή όσα ζήσαμε παγώνουν σιγά σιγά
    το χρόνο των ποιημάτων που δεν τα ενδιαφέρει
    η αθανασία
    αλλά το πώς θα διαπλεύσουμε αυτή τη σχισμή
    του παγερού ρίγους που μας διασχίζει,
    εσένα, ως το επέκεινα του αποχαιρετισμού
    που κλέβει απ’ το σήμαντρο τη φωνή του
    κι εμένα,
    ως το επέκεινα ενός μισοφαγωμένου κατόπτρου
    που στο εξής θα αποκαλείται ζωή
    Και το ότι δεν θα ξανααπελπιστείς πια
    μεσ’ απ’ τα μαύρα σεντόνια του λόγου
    που σε τύλιγε σε ξετύλιγε αγάπη μου
    ο εξ ύψους εφιάλτης,
    ας είναι αυτό, ο παράδεισός σου»
    Ζέφη Δαράκη

    [Από τη συλλογή H σπηλιά με τα βεγγαλικά, Νεφέλη, Αθήνα 2014.]

    -Κώστας Βασιλείου, «Επειδή»

    Επειδή κάψατε τα δάση μου
    Για να κόψετε τα οικόπεδά σας
    Και μιλάτε για Δασούπολη
    Εκεί που δεν υπάρχει ούτε ένα δέντρο
    Επειδή ανασκάψατε τους κήπους μου
    Για ν’ απλώσετε τα γήπεδά σας
    Και μιλάτε για Ανθούπολη
    Εκεί που δεν υπάρχει ούτε ένα άνθος
    Επειδή μωρανθήκατε
    Επειδή σκοτώνετε τον ήλιο μου
    Για να πλουτίσετε τα σκότη σας
    Και μιλάτε για Λάμπουσα
    Εκεί που δεν υπάρχει λάμψη
    Και μιλάτε για Αλάμπρα
    Εκεί που δεν υπάρχει φω
    Όμως υπάρχει ο Κεραυνός
    Και θα σας κάψει.

    (http://www.cna.org.cy/webnews.aspx?a=8f1be54886184dcd80bc81b442366ae1)

    -Δημήτρης Αγγελής, «ΕΡΩΤΙΚΟ»

    β.
    Επειδή υπάρχει έν’ άδειο δωμάτιο όπου τα λευκά σου χέρια φωτίζουν τις νύχτες μου. Επειδή υπάρχει ένα κρεβάτι με μια ινδιάνικη σκηνή στο κέντρο του για να κρυβόμαστε απ’ όλους χωρίς ρούχα και μνήμη· επειδή στην άκρη του κρεβατιού είναι δεμένος ένας σκύλος και μια καμηλοπάρδαλη.
    Επειδή υπάρχει ένα κομοδίνο για ν’ ακουμπάς το άσπιλο όνομά σου κι εγώ τα περισσευούμενα χέρια μου. Επειδή μέσα στο συρτάρι του κομοδίνου υπάρχει ένα τετράδιο για να γράψουμε μαζί ένα ποίημα που αποδεικνύεται στο τέλος πως έχει προλάβει να το γράψει ένας άλλος.
    Λοιπόν, είμαι εγώ αυτός ο αιώνιος άλλος κι είσαι εσύ το Άσμα Ασμάτων μου. Και κάθε απόγευμα χιονίζει με τέτοια δύναμη φλόγες μες στο δωμάτιο που ξεκολλούν οι φωτογραφίες μας απ’ τους τοίχους κι αγκαλιάζονται.
    (https://chronos.fairead.net/poimata-details/aggelis-erotiko)

  4. ΑΓΓΕΛΙΚΗ on said:

    25. ΓΙΑΤΙ…

    Γιατί στη λάσπη το ψωμί μου πετάξατε
    Και δηλητηριάσατε το νερό
    Γιατί την μισοπεθαμένη Λευτεριά
    Την ρίξατε στο μπουντρούμι βρομερό.

    Διότι δεν έδειξα χαρά,
    Όταν τους φίλους μου εκτελέσατε,
    Διότι τις ιδέες σας δέχτηκα χλιαρά,
    Τις οποίες εσείς μεγαλοφυής αποκαλέσατε.

    Πάντοτε, χωρίς ικρίωμα και δήμιο
    Ο ποιητής πάνω στη γη δε ζει
    Και αυτό το επιζήμιο ειδύλλιο
    Στο σύμπαν θα συνεχιστεί.

    ANNA AXMATOBA, Μετ: Γιώργος Σοϊλεμεζίδης

    *****

    26. ΚΑΡΔΙΑ ΠΑΝΟΠΛΙΑ

    Γιατί σε έχω και δεν σε έχω
    γιατί σε σκέφτομαι
    γιατί η νύχτα είναι με τα μάτια ανοιχτά
    γιατί η νύχτα περνά κι εγώ λέω αγάπη
    γιατί έχεις έλθει να συλλέξεις την εικόνα σου
    και είσαι καλύτερη από όλες τις εικόνες σου
    γιατί είσαι καλοσυνάτη από την ψυχή ως εμένα
    γιατί κρύβεσαι γλυκιά στην περηφάνια
    μικρή και γλυκιά
    καρδιά πανοπλία

    γιατί είσαι δική μου
    γιατί δεν είσαι δική μου
    γιατί σε κοιτώ και πεθαίνω
    και είναι χειρότερα από θάνατος
    αν δεν σε κοιτώ αγάπη
    αν δεν σε κοιτώ

    γιατί εσύ πάντα υπάρχεις οπουδήποτε
    όμως υπάρχεις καλύτερα όπου σ’ αγαπώ
    γιατί το στόμα σου είναι αίμα
    και κρυώνεις
    πρέπει να σε αγαπήσω αγάπη
    πρέπει να σε αγαπήσω
    κι ας πονά ετούτη η πληγή σαν δύο
    κι ας σε ψάχνω χωρίς να σε βρίσκω
    κι ας περνά νύχτα και ‘γω να σ’ έχω
    και να μην σ’ έχω.

    Mario Benedetti, Μετ: Στέργιος Ντέρτσας

    *****

    27. Διότι πατρίδα είναι η αρχή και το τέλος ενός δρόμου·
    αυτό που θέλεις να ξαναβρίσκεις πάντα επιστρέφοντας.
    Διότι πατρίδα είναι μια ιταλογραμμένη σελίδα του Διονυσίου Σολωμού
    ή μια άφαντη ταβέρνα στη Σκιάθο.
    Διότι πατρίδα είναι το Μισολόγγι της ψυχής σου.
    Η πατρίδα του Μπάιρον,
    η πατρίδα του Ντοστογιέφσκι,
    η πατρίδα του Τόμας Μαν
    – η πατρίδα των ανέστιων:
    Εκεί όπου μπορείς να γυρίζεις στον τάφο σου
    σαν να γυρίζεις στο σπίτι σου.
    Διότι πατρίδα είναι αυτό που πάντα ξαναβρίσκεις
    ή αποχαιρετάς.

    Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος

    ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗΣ – ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

    28. ΠΡΩΙΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

    ερώτησα
    κάποτες γιατί
    τάχατες
    η τραγική
    και σεμνή παρθένα
    που λέγονταν Πουλχερία
    την παραμονή του
    γάμου της
    σφουγγάρισε προσεχτικά όλο
    το σπίτι
    και την επομένη
    απέθανε;

    μια
    που καθάρισε και νοικοκέρεψε
    τα πάντα
    γιατί δε χάρηκε
    κι’ αυτή
    τις μακρυές λευκές νταντέλλες
    τους λευκούς πολύπλοκους φαρμπαλάδες
    και τα πολύχρωμα
    μεγάλα
    φτερά
    του γάμου;

    γιατί
    εναπόθεσε έτσι σιωπηλά
    χάμω στα
    σανίδια
    τη μεγάλη κίτρινη πεταλούδα
    και τα χάρτινα λουλούδια
    που ήτανε μέσα
    στο κεφάλι της;
    το μπαλσαμωμένο
    πουλί
    που ήτανε μέσα στο κλουβί
    του θώρακά
    της;
    γιατί;

    διότι
    —είπε ίσως ο πατέρας μου—
    διότι
    πρέπει να έχη
    ο στρατιώτης το τσιγάρο του
    το μικρό παιδί
    την κούνια του
    κι’ ο ποιητής
    τα
    μανιτάρια
    του

    διότι πρέπει
    να έχη
    ο στρατιώτης την
    πλεκτάνη του
    το μικρό παιδί
    τον τάφο του
    ο ποιητής τη
    ροκάνα
    του

    διότι πρέπει
    να έχη
    ο στρατιώτης
    το σκεπάρνι του
    το μικρό παιδί το
    βλέμμα του
    ο ποιητής
    το
    ροκάνι του.

    *aubade, σαμπαΐ, εωθινόν

    Νίκος Εγγονόπουλος, Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής (1939) Ποιήματα Α΄, Ίκαρος, Αθήνα 1985

    *****

    29. ΓΙΑΤΙ

    Όχι εσύ
    χάριν της αγάπης
    αλλά
    χάρη σ’ εσένα
    η αγάπη
    (κι ακόμη
    για χάρη δική μου)
    Όχι επειδή
    πρέπει
    ν’ αγαπήσω
    αλλά επειδή
    πρέπει
    ν’ αγαπήσω
    εσένα
    Ίσως
    επειδή είμαι
    αυτός που είμαι
    μα σίγουρα
    επειδή εσύ
    είσαι
    αυτή που είσαι

    ERICH FRIED, μετ: ΕΛΕΝΑ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ

    *****

    30. ΓΙΑΤΙ

    Το πουλί κελαηδάει
    Το κοιτάζουν οι πίθηκοι
    Μαεστρία

    Χαμογελώ σαν γράφω
    Ό,τι κι αν μου συμβαίνει είναι για μένα το ίδιο
    Κι ό,τι κι αν κάνω είναι ζήτημα απόλυτης αδιαφορίας

    Τα μάτια μου ακολουθούν κάποιον που δεν βρίσκεται εδώ πέρα
    Γράφω με την πλάτη στον προορισμό μου γυρισμένη

    Ήλιος μέσα στην ομίχλη
    Επιτάχυνση
    Επιβράδυνση
    Ναι

    Blaise Cendrars, μετ: Γιάννης Λειβαδάς και Ναυσικά Αθανασίου

    *****

    31. ΕΠΕΙΔΗ

    Επειδή
    είμαι πάντα
    συνοφρυωμένη
    έγραψα παντού:
    ¡¡¡ Χαμογέλα !!!
    Επειδή
    είμαι πάντα
    σοβαρή
    έγραψα στους τοίχους:
    ¡¡¡ Γέλα !!!
    Επειδή
    δεν ξέρω
    πού πηγαίνω
    είπα παντού:
    !!!ακολουθήστε με!!!
    Επειδή εγώ
    γεννάω μόνο
    οξειδωμένες ώρες
    έγραψα στα βιβλία σας:
    !!! Χρυσός!!!
    Επειδή εγώ
    εγώ-εγώ
    εγώ-εσύ
    εσύ-εμείς
    γινήκαμε σκόνη
    πασπάλισα το σύμπαν
    με αστραπές.
    Επειδή
    οι ώρες
    φορτώθηκαν στα τραίνα των χρόνων

    αποστρέφω το βλέμμα
    από τους κεραυνούς.
    Επειδή
    γυμνώθηκαν όλες οι ώρες
    το δέρμα του φιδιού
    μένω εδώ-εντός-εκτός
    ανασαίνω βαριά
    τις ψιχάλες της θάλασσας
    στο υπογάστριό μου.
    Επειδή
    δεν το παίρνω απόφαση
    να μην μου λείπει
    το μέλλον
    εδώ σωπαίνω.

    Ιούλιος 2011 ΑΙΜΙΛΙΑ ΡΟΥΒΑΛΗ

  5. -Γιώργος Νταλάρας – Ο θάνατος του ποιητή

    -Πυθαγόρας, «Ο θάνατος του ποιητή»

    Γιατί τον σκότωσαν γιατί
    τον γελαστό τον ποιητή
    αυγούλα στη Γρανάδα
    αυτός εκένταγε φιλιά
    αυτός ζωγράφιζε πουλιά
    και κρίνα στην κοιλάδα

    Το σούρουπο οι Παναγιές
    θρηνούν στον ελαιώνα
    και του κορμιού του οι πληγές
    κατάρες είναι και ντροπές
    στον εικοστό αιώνα

    Γιατί τον σκότωσαν γιατί
    τον γελαστό τον ποιητή
    μες του Βηθνάρ το ρέμα
    κι αυτός ακόμα γελαστός
    παρακαλάει να ‘ν’ αυτός
    το τελευταίο αίμα

    Το σούρουπο οι Παναγιές
    θρηνούν στον ελαιώνα
    και του κορμιού του οι πληγές
    κατάρες είναι και ντροπές
    στον εικοστό αιώνα

    -Νίκου Εγγονόπουλου, «Πρωινό τραγούδι»

    ερώτησα
    κάποτες γιατί
    τάχατες
    η τραγική
    και σεμνή παρθένα
    που λέγονταν Πουλχερία
    την παραμονή του
    γάμου της
    σφουγγάρισε προσεχτικά όλο
    το σπίτι
    και την επομένη
    απέθανε;
    μια
    που καθάρισε και νοικοκέρεψε
    τα πάντα
    γιατί δε χάρηκε
    κι’ αυτή
    τις μακρυές λευκές νταντέλλες
    τους λευκούς πολύπλοκους φαρμπαλάδες
    και τα πολύχρωμα
    μεγάλα
    φτερά
    του γάμου;
    γιατί
    εναπόθεσε έτσι σιωπηλά
    χάμω στα
    σανίδια
    τη μεγάλη κίτρινη πεταλούδα
    και τα χάρτινα λουλούδια
    που ήτανε μέσα
    στο κεφάλι της;
    το μπαλσαμωμένο
    πουλί
    που ήτανε μέσα στο κλουβί
    του θώρακά
    της;
    γιατί;
    διότι
    —είπε ίσως ο πατέρας μου—
    διότι
    πρέπει να έχη
    ο στρατιώτης το τσιγάρο του
    το μικρό παιδί
    την κούνια του
    κι’ ο ποιητής
    τα
    μανιτάρια
    του
    διότι πρέπει
    να έχη
    ο στραδιώτης την
    πλεκτάνη του
    το μικρό παιδί
    τον τάφο του
    ο ποιητής τη
    ροκάνα
    του
    διότι πρέπει
    να έχη
    ο στραθιώτης
    το σκεπάρνι του
    το μικρό παιδί το
    βλέμμα του
    ο ποιητής
    το
    ροκάνι του.

    [πηγή: Νίκος Εγγονόπουλος, Ποιήματα Α΄, Ίκαρος]

  6. ΑΓΓΕΛΙΚΗ on said:

    ΝΑ ΓΙΑΤΙ ΓΡΑΦΩ. ΓΙΑΤΙ Η ΠΟΙΗΣΗ ΑΡΧΙΖΕΙ από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο Θάνατος. Είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης, που είναι η ίδια με την πρώτη αλλά που πάει πολύ βαθιά, ως το ακρότατο σημείο που μπόρεσε να ανιχνεύσει η ψυχή, στα σύνορα των αντιθέτων, εκεί που ο Ήλιος κι ο Άδης αγγίζονται. Η ατελεύτητη φορά προς το φως το Φυσικό, που είναι ο Λόγος, και το φως το Άκτιστον, που είναι ο Θεός.

    ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΓΡΑΦΩ. ΓΙΑΤΙ ΜΕ ΓΟΗΤΕΥΕΙ ΝΑ ΥΠΑΚΟΥΩ σ’ αυτόν που δε γνωρίζω, που είναι ο εαυτός μου ολάκερος, όχι ο μισός -που ανεβοκατεβαίνει τους δρόμους και «φέρεται εγγεγραμμένος στα μητρώα αρρένων του Δήμου». Είναι σωστό να δίνουμε στο άγνωστο το μέρος που του ανήκει· να γιατί πρέπει να γράφουμε. Γιατί η Ποίηση μας ξεμαθαίνει από τον κόσμο, τέτοιον που τον βρήκαμε: τον κόσμο της φθοράς, που έρχεται κάποια στιγμή να δούμε ότι είναι η μόνη οδός για να υπερβούμε τη φθορά, με την έννοια που ο Θάνατος είναι η μόνη οδός για την Ανάσταση. Μιλώ, το καταλαβαίνω, σα να μην έχω το δικαίωμα, σα να ντρέπομαι σχεδόν που αγαπώ τη ζωή.

    Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, Ίκαρος.

    *****

    ΓΙΑΤΙ ΓΡΑΦΩ ΠΟΙΗΣΗ

    Γράφω ποίηση, διότι νομίζω ότι
    έτσι μετατρέπω τη χρυσαλίδα σε
    πεταλούδα.

    Γράφω ποίηση για να βλέπω τον δρόμο
    και να νομίζω πως είναι ποτάμι.

    Γράφω ποίηση, διότι όπως έλεγε ο Τάσος Λειβαδίτης,
    αυτή «είναι σα ν’ ανεβαίνεις μια φανταστική σκάλα
    για να κόψεις ένα ρόδο αληθινό».

    Γράφω ποίηση διότι από μικρός πάλευα με τη θέα
    μιας απέναντί μου μονίμως εγκαταλειμμένης αυλής
    και στο τέλος έβγαινα πάντα νικημένος από
    την άκαμπτη μοναξιά της.

    Γράφω ποίηση γιατί πιστεύω στην οδύνη του μπουκαλιού,
    γιατί είναι το μόνο ωσάν εμέ πράγμα όπου στον λαιμό του
    την βιασύνη, τον τρόμο του πνιγμού νιώθει.

    Γιώργος Μαρκόπουλος

    *****

    ΓΙΑΤΙ ΓΡΑΦΩ ΠΟΙΗΣΗ

    Επειδή ο γιος μου όταν ήταν πέντε χρονών μου είπε: «όταν σβήνεις το φως μπαμπά φοβάμαι, ακούω το σκοτάδι».

    Επειδή ο Σολωμός κλείνει την επιστολή του στον Δε Ρώσση με την φράση: «φιλώ το χέρι της κυρίας και τραβώ της μικρής Ζίζας ‘εκειό το ρεβυθάκι’ που έχει για μύτη».

    Επειδή τους μήνες που έζησα στην Αμοργό έβλεπα κάθε απόγευμα μια όμορφη γυναίκα να τρέχει στο νεκροταφείο να πει τα νέα της ημέρας στον άντρα της.

    Επειδή η κόρη μου την πρώτη φορά που έβαλε ένα κοχύλι στο αυτί της με ρώτησε: «σε ποιον μιλάει η θάλασσα;»

    Επειδή στον «Κούκο μονό» κερδίζει το τρία φουλ, κι όχι το χρώμα, όπως για χρόνια ήθελε να πιστεύει ο φίλος μου.

    Επειδή είχε δίκιο ο Μπλαίηκ όταν έγραφε πως «για να γεννηθεί ένα αγριολούλουδο χρειάζεται τοκετός αιώνων».

    Επειδή κάθε φορά που κοιτάζω το ρολόι μου, βλέπω τον νεκρό πατέρα μου να γυρίζει το πρόσωπό του από την άλλη.

    Επειδή μιλάω τέσσερις γλώσσες, σκέφτομαι σε τρεις, αλλά δακρύζω σε μία.

    Επειδή κάθε φορά που χτυπούσε η καμπάνα του Κολλεγίου για το δείπνο, έτρεχα να ξαπλώσω στο γρασίδι και να γίνω ένα μη τη γη.

    Επειδή ο παππούς μου είχε τα ωραιότερα δάχτυλα, αγαπούσε τη σάμπα και φορούσε Pino Silvestre.

    Επειδή ο Τρελώνυ ήταν όντως τρελός που παντρεύτηκε την ετεροθαλή δεκατριάχρονη αδερφή του Οδυσσέα Ανδρούτσου.

    Επειδή μου λείπει ο ήχος που έκαναν τα πλήκτρα της γραφομηχανής μου πάνω στη λευκή σελίδα.

    Επειδή και στα 30.000 πόδια, πάνω από τον Ατλαντικό, ο «Προύφροκ» παραμένει το αγαπημένο μου ποίημα.

    Επειδή κάθε φορά που πηγαίνω στην Piazza Navona θυμάμαι την μάνα μου μπροστά στο άγαλμα του Bernini να μου λέει: «σε λίγους μήνες θα έχω πεθάνει κι έτσι δεν θα σε βασανίζω πια».

    Επειδή δεν μπορώ να περιγράψω τη μυρωδιά που είχαν τα πεύκα στο Λιγονέρι, όπου έτρεχα να κρυφτώ εκεί μαζί της.

    Επειδή όπως λέει ο κάμμινγκς, «τα φιλιά είναι καλύτερη μοίρα απ’ τη σοφία».

    Επειδή ο Σεφέρης όταν μιλούσε για τον Έλιοτ έλεγε αλήθεια, ενώ όταν μιλούσε για τον Μακρυγιάννη ψέματα.

    Επειδή κάθε φορά που τρώω τυρόπιττα λέω από μέσα μου: «της γιαγιάς μου της Σμυρνιάς ήταν χίλιες φορές καλύτερη».

    Επειδή όταν η άλλη μου γιαγιά, η Μαρίνα, έπαιζε Σοπέν στο πιάνο, σταματούσαν και τα πουλιά να κελαηδούν.

    Επειδή τα καλοκαίρια στις Σπέτσες φορούσα ένα μπλε ναυτικό καπέλο, που όπως έμαθα αργότερα φορούσε κι ο Ελύτης.

    Επειδή πάντα έβρισκα τον Μπουκόφσκι προβλέψιμο, ενώ τον Στήβενς ιδιοφυή.

    Επειδή στο κυρτό κάτοπτρο του Άσμπερυ είδα μια μέρα τον εαυτό μου γέρο, με βλέμμα που ομολογούσε την αποτυχία.

    Επειδή όταν διαβάζω Εγγονόπουλο γελάω με την καρδιά μου.

    Επειδή όταν βρέχει δεν παίρνω ποτέ ομπρέλα.

    Επειδή όταν την είδα να έρχεται μ’ ένα παλιό ποδήλατο προς το μέρος μου, με τα μαλλιά της να ανεμίζουν στον άνεμο, ήξερα πως την είχα ερωτευθεί.

    Επειδή η Ντίκινσον δεν έγραψε ούτε ένα ποίημα για τον Αμερικανικό Εμφύλιο.

    Επειδή την ώρα του έρωτα την νιώθεις να τρέμει στα χέρια σου, κι ενώ σου ζητά να σταματήσεις, το κορμί της ανοίγει κι άλλο για να σε πάρει ακόμη πιο βαθιά.

    Επειδή όπως λέει και η Σάρα Κέην στην «Ψύχωση»: «η κλοπή είναι πράξη ιερή στο δύσβατο μονοπάτι της έκφρασης».

    Επειδή ο Αλεξανδρινός, όταν οι άλλοι έτρεχαν να κρυφτούν πίσω από την «Φοινικιά», προτιμούσε να περιφέρεται μόνος στα χαμαιτυπεία της πόλης του.

    Επειδή ο Παστερνάκ ως το τέλος φύλαγε στο πορτοφόλι του δύο επιστολές του Ρίλκε.

    Επειδή ο Πάουντ μετέφρασε στο τρελοκομείο την «Αντιγόνη», για ν’ αντέξει μέσω αυτής της τραγωδίας, τη δική του.

    Επειδή η ζωή μου είναι ένα ημιτελές ποίημα, γεμάτο λάθη και παραλείψεις, που μάταια προσπαθώ να ολοκληρώσω.

    ΧΑΡΗΣ ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ

  7. ΑΓΓΕΛΙΚΗ on said:

    ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΖΩΓΡΑΦΟΣ

    Δεν είμαι ζωγράφος, είμαι ποιητής.
    Γιατί; Πιστεύω πως θα’ ταν προτιμότερο
    να ήμουν ζωγράφος, μα δεν είμαι. Λοιπόν,
    για παράδειγμα, ο Μάικ Γκόλντμπεργκ
    ξεκινάει έναν πίνακα. Τον επισκέπτομαι.

    «Κάτσε και πιες ένα ποτό» μου
    λέει. Πίνω· πίνουμε. Σηκώνω το
    κεφάλι. «Έβαλες στον πίνακα ΣΑΡΔΕΛΕΣ».
    «Ναι, χρειάστηκε να φτιάξω εκεί μέσα».

    «Ω». Φεύγω και περνούν οι μέρες
    και ξανά πηγαίνω. Ο πίνακας συνεχίζεται,
    και φεύγω, και περνούν οι μέρες.
    Πηγαίνω. Ο πίνακας ολοκληρώθηκε.
    «Πού είναι οι ΣΑΡΔΕΛΕΣ;»
    Το μόνο που είχε απομείνει ήταν
    γράμματα, «Παραήταν,» λέει ο Μάικ.

    Εγώ όμως; Τη μία μέρα σκέφτομαι
    το χρώμα: πορτοκαλί. Γράφω μια αράδα
    για το πορτοκαλί. Πολύ σύντομα γεμίζει
    μια ολόκληρη σελίδα με λέξεις, όχι αράδες.

    Ύστερα κι άλλη σελίδα. Έπρεπε να υπάρχουν
    πολλές περισσότερες, όχι για το πορτοκαλί, για
    τις ίδιες τις λέξεις, για το πόσο απαίσιο είναι το πορτοκαλί
    και η ζωή. Οι μέρες περνούν. Γράφω ακόμη
    και σε πρόζα, είμαι πραγματικός ποιητής. Το ποίημά μου
    ολοκληρώθηκε κι ακόμη το πορτοκαλί
    δεν το ‘χω αναφέρει. Είναι δώδεκα ποιήματα, τα
    ονομάζω Πορτοκαλί. Και μια μέρα σε μία γκαλερί
    βλέπω τον πίνακα του Μάικ, με τον τίτλο ΣΑΡΔΕΛΕΣ.

    ΦΡΑΝΚ Ο’ ΧΑΡΑ, μτφρ. Γιάννης Λειβαδάς

    *****

    ΓΙΑΤΙ ΓΡΑΦΩ

    Γιατί γράφει κάποιος;
    Πολλά χρόνια πριν, όταν ήμουν νέος, άκουσα τον Σάμιουελ Μπέκετ να απαντά:
    «Δεν μου μένει να κάνω τίποτε άλλο».
    Όλες οι πιθανές απαντήσεις είναι έγκυρες και συνοδεύονται από ένα ερωτηματικό.
    Γράφουμε γιατί φοβόμαστε τον θάνατο;
    Γιατί φοβόμαστε να ζούμε;
    Γιατί νοσταλγούμε την παιδική μας ηλικία;
    Γιατί το παρελθόν το έσκασε βιαστικά ή γιατί θέλουμε να το σταματήσουμε;
    Γιατί το γήρας μας κάνει να αισθανόμαστε νοσταλγία, πίκρα;
    Γιατί θα θέλαμε να είχαμε κάνει κάτι και δεν το κάναμε ή γιατί δεν θα έπρεπε να είχαμε κάνει κάτι που κάναμε;
    Γιατί είμαστε εδώ και θέλουμε να είμαστε εκεί και αν ήμασταν εκεί δεν θα ήταν καλύτερα για μας να μείνουμε εδώ;
    Όπως έλεγε ο Μποντλέρ, η ζωή είναι ένα νοσοκομείο,
    όπου κάθε ασθενής θέλει να αλλάξει κρεβάτι.
    Ο ένας πιστεύει ότι θα μπορούσε να αποθεραπευτεί πιο γρήγορα,
    αν καθόταν κοντά στο παράθυρο
    και ο άλλος πιστεύει ότι θα ήταν καλύτερα κοντά στη θέρμανση

    Αντόνιο Ταμπούκι

    *****

    ΓΙΑΤΙ ΓΡΑΦΩ

    Όπως έχω πει ήδη πολλές φορές, γράφω για να µην έχω αφεντικό και για να µην υποχρεώνοµαι να σηκώνοµαι νωρίς το πρωί.
    Αλλά και γιατί δεν υπάρχουν πολλά άλλα πράγµατα που να ξέρω να κάνω.
    Και γιατί µε διασκεδάζει περισσότερο από το να µεταφράζω ή να διδάσκω, τα οποία κατά τα φαινόµενα ξέρω επίσης να κάνω.
    Ή ήξερα να κάνω, είναι δουλειές του παρελθόντος.

    Γράφω επίσης για να µη χρωστάω σχεδόν τίποτε σε σχεδόν κανέναν και για να µην πρέπει να χαιρετάω όποιον δεν θέλω να χαιρετάω.

    Γιατί νοµίζω ότι σκέπτοµαι καλύτερα πάνω από τη γραφοµηχανή από ό,τι οπουδήποτε αλλού ή οποιαδήποτε άλλη περίσταση.

    Γράφω µυθιστορήµατα γιατί η µυθοπλασία έχει την ιδιότητα να µας διδάσκει αυτό που δεν γνωρίζουµε και αυτό που δεν είναι δεδοµένο, όπως λέει ένας χαρακτήρας του µυθιστορήµατος που µόλις τελείωσα.

    Και γιατί το φαντασιακό βοηθάει πολύ στην κατανόηση αυτών που συµβαίνουν και που συνηθίζουµε να αποκαλούµε πραγµατικότητα.
    Αυτό που δεν κάνω είναι να γράφω από ανάγκη.

    Μπορώ να περάσω χρόνια ολόκληρα ήρεµος χωρίς να γράψω ούτε µία λέξη.

    Πρέπει όµως να γεµίζουµε µε κάτι τον χρόνο και να κερδίζουµε και κανένα φράγκο.

    Γράφω και γι’ αυτό.

    Χαβιέρ Μαρίας

  8. -Αλέκος Χατζηκώστας: «Τα Γιατί…»

    Απρόσεχτος ήταν στους δρόμους
    κοιτούσε μόνο τις στάσεις
    Κι έτσι έχανε τις διαδρομές
    για να κερδίσει τις παγωμένες στιγμές τους

    Αναζητούσε στις κάμαρες της ζωής του
    ικανοποιητικές για όλα απαντήσεις
    Και από τα ανοιχτά της παράθυρα
    ανέπνεε μόνο τ’ ατέλειωτα γιατί

    Συμπλήρωνε τις μέρες του με στίχους
    καταγράφοντας μικροχαρές περαστικές
    Όμως εκείνα τα γιατί
    στα λάθη του, έμεναν αναπάντητα

    https://atexnos.gr/

  9. ΑΓΓΕΛΙΚΗ on said:

    ΔΩΣΑΜΕ ΤΗΝ ΟΡΜΗ ΜΑΣ ΑΝΤΙΠΑΡΟΧΗ

    Μόνο γιατί αγάπησα το βλέμμα σου,
    αγάπησα αυτή την πόλη.
    Λιμνοθάλασσα που την ανάσα πνίγει
    τσακίζοντας με τα υγρά της δάχτυλα τα στήθη.
    Αρχαίο σταυροδρόμι εμπόρων,
    προσφύγων και τυχοδιωκτών.

    Στα υπόγεια οι σκελετοί,
    στ’ αυθαίρετα δώματα η προίκα
    και στα μπαλκόνια οι μπουγάδες
    των ξεπλυμένων μας ονείρων.
    Κάποιοι από ανάγκη μείναμε,
    γιατί το αίμα ζήτησε πατρίδα.

    Στις σκεπαστές αγορές
    εμπορευτήκαμε την τρυφερότητα
    και στον Βαρδάρη πουλήσαμε
    για κατοστάρικα τη σάρκα.
    Φωτογραφίσαμε τα Κάστρα
    και την ομορφιά σε τσιμεντένιους
    λαβύρινθους λεηλατήσαμε,
    ανάβοντας φρυκτωρίες από νέον.
    Ψάξαμε να βρούμε έναν λόγο
    τη βαρυφορτωμένη νύφη ν’ αγαπήσουμε
    κάνοντας έρωτα σφοδρό το συνοικέσιο.

    Δώσαμε την ορμή μας αντιπαροχή,
    ταξίδια ανταλλάξαμε με βεντάλιες σπανιόλικες
    και ποδίτσες απ’ το Τιρόλο.
    Τιμήσαμε την υπαλληλία καταθέτοντας
    πτυχία και αναλυτικές βαθμολογίες.
    Βαφτίσαμε νέα μπλοκ πολυκατοικιών
    με ευκλεή ονόματα.

    Μόνο γιατί αγάπησα τα μάτια σου
    που το χρώμα τους μου διαφεύγει,
    μόνο γιατί εσύ στόλισες το φθαρμένο
    και έκανες το τυχαίο ένδοξο,
    εγώ αυτή την πόλη αγάπησα.

    Δώρα Κασκάλη

Σχολιάστε