Λόγος Παράταιρος

«Παράταιρος ο λόγος ο δυνατός/ μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει» (Γ. Ρίτσος)

Πες το με ποίηση (234ο): «Επίσκεψη»…

Ο Επισκέπτης – Σωκράτης Μάλαμας

 

 

  1. ΝΑ ΕΠΙΣΚΕΠΤΟΜΑΣΤΕ  ΤΟΥΣ  ΕΠΙΖΩΝΤΕΣ  ΠΟΙΗΤΕΣ

 

Να επισκεπτόμαστε τους επιζώντες ποιητές

αν μάλιστα τυχαίνει να μένουμε στην ίδια πόλη

να τους βλέπουμε πού και πού

γιατί εκεί που ζούμε ήσυχοι

βέβαιοι πως ζούνε κι αυτοί – ξεχασμένοι έστω –

εκεί έρχεται το μαντάτο τους.

 

Οι καλοί ποιητές μάς φεύγουνε μια μέρα

όχι γιατί πεθαίνουνε

από έμφραγμα ή από καρκίνο

αλλά γιατί φυτρώνουνε στα βλέφαρά τους

λουλούδια τρομερά.

 

Ανοίγουνε κιτάπια στην αρχή

πάνε μετά στον οφθαλμίατρο

ρωτάνε κηπουρούς βοτανολόγους

η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά

λόγια φοβισμένα κι αόριστα

οι περαστικοί κι οι γείτονες σταυροκοπιούνται.

 

Έτσι σιγά σιγά οι ποιητές μαζεύονται

αποτραβιούνται σπίτι τους

ακούγοντας δίσκους παλιούς

γράφοντας λίγο

όλο και πιο λίγο

πράγματα μέτρια.

 

Στο μεταξύ μες στην κλεισούρα

τα τρομερά λουλούδια αρχίζουν να ξεραίνονται

και να κρεμάνε

κι οι ποιητές δε βγαίνουν πια

μήτε για τα τσιγάρα τους στο διπλανό περίπτερο.

 

Μόνο σκεβρώνουνε κοντά στο τζάκι

ζητώντας την απόκριση από τη φωτιά

που πάντα ξεπετάει στο τέλος μια της σπίθα

κι αυτή γαντζώνεται

στα ξεραμένα φύλλα πρώτα

ύστερα στα ξερά κλαριά

σ’ όλο το σώμα

και τότε λάμπει το σπίτι

λάμπει ο τόπος

για μια μόνο στιγμή

κι αποτεφρώνονται.

Γιάννης Βαρβέρης

 

 

***

 

  1. Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΦΙΛΟΥ

Μία μέρα που ο κύριος Φογκ

σκεφτότανε τι να ’γινε

το ημερολόγιό του

διέκρινε μια φιγούρα γνώριμη μα γερασμένη

να πλησιάζει εκεί στην πολυθρόνα του.

Στον ώμο του κουβαλούσε ένα καλάθι.

 

Ήταν ο μόνος φίλος του εκτός Λέσχης

την εποχή της Λέσχης, τότε.

− Καλέ μου Άγγελε, πώς ήρθες ως εδώ

τι κουβαλάς μες στο καλάθι;

− Ήρθα

για το χαμένο ημερολόγιο, Φογκ.

 

Μες στο καλάθι

είναι χιλιάδες χάρτινες βαρκούλες

που τόσα χρόνια μόνες έρχονταν

εκεί που τις περίμενα

στην αμμουδιά

σε μιαν ακτή

στο Ντόβερ.

 

Γιάννης Βαρβέρης, Ποιήματα, Τόμος Α΄, Ο κύριος Φογκ (α΄ εκδ. ύψιλον/βιβλία, 1993), 1975-1996», Κέδρος, 2013.

 

***

 

  1. ΕΠΙΣΚΕΨΗ

Πότε ασβέστωσες, Θεέ μου; Πότ’ έκοψες

αυτές τις μυρτιές; Πότ’ έπλυνες πάλι το κόκκινο τζάμι σου

και πέφτει ένα φως ρουμπινί από την άνοιξη

στης Μαρίας το μάγουλο;

 

………..Όλα

είναι σε τάξη. Κι εγώ που ανηφόρισα

το βουνό, δε μιλώ. Στο πεζούλι σου κάθομαι

και κοιτάζω τον κόσμο. Θα τον έκανα λέξεις

να τον έχτιζα πάλι, μα δεν έχω καιρό.

 

Με προσμένει πιο κάτω ο αγέρας, να φύγουμε.

Τη Μαρία περιμένω, ν’ ανοίξει την πόρτα,

να βγει μια στιγμή. Μου ‘χει τάξει

………..ένα αγριολούλουδο.

 

Νικηφόρος Βρεττάκος, Το βάθος του κόσμου (1961)

 

***

 

  1. ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ

 

Θ προτιμοσα ο φλοι μου πο ρχονται

ντ ν μο φρνουν, ν παρνουν.

Κατεβανοντας πειτα νας τους

Πσω π’ τν λλο π τοτον τ βρχο,

ν φεγουν κρατντας κι’ π ναν μικρ

μφορα μ λιο στ χρι τους.

 

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ  ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ,  «ΕΚΚΡΕΜΗΣ ΔΩΡΕΑ», 1986

 

  1. ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΟ  ΠΑΛΕΡΜΟ

λεξνδρα

τανε δο χρονν τ παιδ πο το επα:

«Κρταγ με καλ μ χαθ μς στ δσος».

Τ ματκια του μολεγαν: «Θ’ νατελει λιος».

Κ’ γ το παντοσα: «Κρταγ με καλ».

 

Τρα ψχνω τος δρμους ν βρ

τ’ χναρκια του· ν βρ τ γαζα

πο τοπεσε (βρεχε, τανε νχτα) ν βρ

τς μισς, τρυφερς κουβεντολες του.

 

Γιατ λιος ντειλε, πως τ επε,

κα ποηση χει νγκη π πργματα.

χει νγκη π λθεια τς γς

γι ν γνει πργμα ορνιο,

χρνος ατνομος.

 

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ  ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

 

***

 

  1. TEΛΟΣ ΕΠΙΣΚΕΨΕΩΝ

 

Μ’ άφησες πια.

Οι επισκέψεις σου αραίωσαν

ως το μηδέν.

Σκοτείνιασαν τα ρήματά σου,

το βλέμμα σου απανθρακωμένο,

το τακερό ως πριν.

 

Στρώνω τραπέζι,

τροχίζω το μολύβι

στην πέτρα της αναμονής,

καλό κρασί θερμαίνει το γυαλί,

τέλος παγώνει ορφανό.

 

Άργησες.

Καν δεν ήρθες.

Μάλλον θα το ‘νιωσες πώς πια

σε προσκαλεί η πεινασμένη ανάγκη

κι όχι η έφηβη αυτοπεποίθηση

πώς όλα λέξεις

και όλα ξαναγίνονται αποξαρχής.

Και στράφηκες αλλού

με τη φαρμακερή παραμυθία σου.

Δεν σου κρατώ κακία.

 

Έξω απ το πάθος πια,

όμορφα ηττημένος,

μετρώ τα πράγματα

με τη δικαιοσύνη της παραδοχής.

 

Έτσι ήταν γραμμένο

κι έτσι γράφτηκε.

Να μου δοθεί ως την εξάντληση

των λογισμών μου δέσποινα ανεξάντλητη.

 

Είμαστε τα ταξίδια που αρνηθήκαμε.

 

ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ ΠΑΝΤΕΛΗΣ, ΡΗΜΑΤΑ

 

***

 

  1. ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ

 

Ακούς βαριούς βηματισμούς πάνω στο χιόνι;

 

Οι σύντροφοι είναι

που επιστρέφουν

από το παγωμένο μέλλον

 

Ορέστης Αλεξάκης, Η λάμψη (1983)

 

 

***

 

  1. ΘΑ ΜΕ ΕΠΙΣΚΕΦΤΕΙΣ

 

Θά μέ πισκεφτες

πως πισκέπτονται στήν κλινική τόν ρρωστο

ο συγγενες

κάνοντας φασαρία μέ τά δρα τους

καί φέρνοντας τή ζωή π᾽ἒξω

 

ν ατός συνηθισμένος μέ τή σιωπή

νιώθει νήμπορος νά συνδεθε

κι ρχίζει νά κουράζεται

παρακαλώντας μέ τό βλέμμα του

νά μείνει μόνος

μόνος πως καί πρίν

νά τούς περιμένει

καί νά τούς φαντάζεται.

 

Χρίστος Λάσκαρης-Ποιήματα-Γαβριηλίδης

 

***

 

  1. Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ

 

Ντυμένη στα λευκά

σα νοσοκόμα

 

που μπαίνει

και ακουμπά το χέρι στο μέτωπο −

αλλιώς δεν έχουμε ποίημα·

 

έχουμε τον άρρωστο που θα χειροτερεύει.

 

Χρίστος Λάσκαρης, «Δωμάτιο για έναν», Ποιήματα», δεύτερη έκδοση, Γαβριηλίδης, 2009

 

***

 

  1. ΕΠΙΣΚΕΨΗ

Μσ’ στ νχτα χτυπ τ κουδονι.

νογω τν πρτα. Βλπω μνο

τ κρσσια τς βροχς ν τρεμζουν

στ φς. Κι μως ξρω

εσαι σ πο προσμνεις θρητη

σ σκψη σ θμηση

ν σ καλσω ν μπες.

 

Κθεσαι στ παλι κθισμ σου

κι γ ντκρυ σου. σιωπ μου

συναντ τ σιωπ σου. πλνω

τ χρι κι γγζω τ’ ἀέρινο χρι σου

πο ριγε. Χαϊδεω τ μαλλι σου

κα μνει στ δχτυλ μου

τ νερ τς βροχς.

 

«Ξρεις…» Μλησες μο φνηκε;

λθεια, πς εν’ ο νχτες κε;

πιτρπονται ο συναντσεις στ νειρα;

Πς σ’ φησαν ο φρουρο ν κμεις

να ταξδι τσο μακριν;

ΓΙΩΡΓΗΣ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ, Στ’ κρωτήρια τς παρξης, Γαβριηλίδης 2003

 

***

 

  1. ΕΠΙΣΚΕΨΗ

 

Δεν θέλω να επισκεφθώ

Αυτό το φαινόμενο του θανάτου.

Όν λευκό που δοκιμάστηκε στον ύπνο.

Υπό τα προσωπεία αισθητικών αλλαγών.

Αφαίρεση των εννοιών του χρόνου.

 

Τώρα που εγώ διανύω τον επικίνδυνο

Εαυτό μου ως το μηδέν

Αν και του είχα υποσχεθεί τον κόσμο.

ΝΑΝΑ ΗΣΑΐΑ

 

 

 

Single Post Navigation

7 thoughts on “Πες το με ποίηση (234ο): «Επίσκεψη»…

  1. *Πολύ ψάξιμο, ισχνά τα αποτελέσματα, Αγγελική….

    -«…Κι έτσι, όταν το βράδυ η αίθουσα αδειάζει
    απ’ τους πολλούς, τους θορυβώδεις επισκέπτες,
    τον Διόνυσο φαντάζομαι
    προσεκτικά απ’ τη θέση του να εγείρεται
    των διπλανών γλυπτών και αγαλμάτων
    την υποψία μην κινήσει,
    κι όλος παλμό να σύρεται
    τη συστολή της Καρυάτιδας
    με οίνον και με χάδια να λυγίσει…»

    (Κική Δημουλά, «Βρετανικό μουσείο»)

    -«Δώδεκα έδειχνεν η ώρα, μεσονύχτι, όπως και τώρα
    Κι ήμουν βυθισμένος ώρα σε βιβλία αλλοτινά,
    όταν μέσα από ένα θάμπος ύπνου να μου εφάνη, σάμπως
    Κάποιος έξω από την πόρτα να χτυπούσε σιγανά.
    Επισκέπτης, είπα, θά’ ναι και χτυπάει σιγανά
    Τούτο θά ‘ναι μοναχά.

    Α, θυμάμαι, έπεφτε χιόνι και του κρύου Δεκέμβρη οι τόνοι
    Σκούζαν μες στο παραγώνι και στοιχειώναν στη φωτιά.
    Η νυχτιά με στενοχώρα κι άδικα έψαχνα τόση ώρα
    Νά’ βρω τη γλυκειά Λεωνόρα μες τ’ αρχαία μου χαρτιά.
    Τη Λεωνόρα που οι αγγέλοι της κρατάνε συντροφιά
    Και δική μας ποτέ πια.

    Κάθε θρόισμα στο μετάξι της κουρτίνας είχε αλλάξει
    Κι έρχονταν να με ταράξει ο άγριος φόβος που τρυπά .
    Κι έλεγα , για να πάρω θάρρος και να διώξω αυτό το βάρος :
    – Επισκέπτης , δίχως άλλο , θάναι τούτος που χτυπά ,
    Κάποιος νυχτοπαρωρίτης , που για νάμπει μου χτυπά
    Τούτο θάναι μοναχά….»

    (Ε. Α. Πόε, Το κοράκι)

    -«Εν μέσω ζωής συμβαίνει να εμφανίζεται ο θάνατος
    και να παίρνει του ανθρώπου τα μέτρα.
    Η επίσκεψη
    ξεχνιέται η ζωή συνεχίζεται. Αλλά το κοστούμι ράβεται στη σιωπή.»
    (Τούμας Γέστα Τρανστρέμερ – Μαύρες καρτ-ποστάλ)

    -Σπύρος Τσακνιάς, «Επίσκεψη»

    «Όλη μέρα πάστρευε το σπίτι σφουγγάριζε τα πατώματα γυάλιζε τα μπρούντζινα σκεύη κι ασβέστωνε τα πεζούλια. Προς το βράδυ απόκανε κι έκατσε στη γωνιά της να ξαποστάσει με μισό φλιτζάνι καφέ και μισό παξιμάδι. Τότε ήρθε ο Άγγελος του Κυρίου και της χαμογέλασε γλυκά κι εκείνη ντράπηκε κι έλυσε την ποδιά της και την έκρυψε βιαστικά κάτω από το πανέρι με τ’ ασπρόρουχα. Ύστερα τον κοίταξε στα μάτια ανήσυχα κι ο Άγγελος του Κυρίου κατάλαβε και πήρε ένα παλιό λαϊκό περιοδικό που βρισκόταν πάνω στο κομοδίνο και το ξεφύλλιζε κάνοντας πως διαβάζει. Πετάχτηκε τότε στην κουζίνα και ζέστανε το φαΐ κι ύστερα βγήκε στην αυλή και μάζεψε τα σεντόνια που είχε απλώσει από το πρωί για να στεγνώσουν δίπλωσε βιαστικά τις κάλτσες κι έστρωσε το τραπέζι. Σαν τέλειωσε κι αυτό φόρεσε τη ζακέτα της και στάθηκε καρτερικά δίπλα στην πόρτα. Κι ο Άγγελος του Κυρίου παράτησε το περιοδικό πάνω στο κομοδίνο και βγήκανε μαζί στον δρόμο. Κι εκείνη κλείδωσε την πόρτα κι έβαλε όπως πάντα το κλειδί μέσα στη γλάστρα.»

    (Απο την Ποιητικη Συλλογη Ιστορίες για το Σέργιο, 1976).

    -Κώστας Μαυρουδής – «Ἐπίσκεψη σε γέροντα με ἄνοια, ἡμέρα ἐκλογῶν»

    Ἤπιος καιρός, ἀρχές καλοκαιριοῦ. Πῆγα καί ψήφισα νωρίς, μέ κίνηση ἐλάχιστη. Ἀπ’ τό μεγάφωνο συνόδεψε τήν κρίση μου ἡ Λειτουργία τοῦ ἀπέναντι ναοῦ. «Ἐγκόσμιο καί Θεῖο διαπλέκονται», σκέφτηκα καί βάδισα στήν κάλπη.
    Πῆρα τό αὐτοκίνητο νά τόν ἐπισκεφθῶ. Εὔκολα ἀνέβηκα τήν ἄδεια Κηφισίας, ἀκούγοντας στό «Δεύτερο» μιά ἀναδρομή σέ ἐκλογές τοῦ περασμένου αἰῶνα. (Ἡ ψηφοδόχος ἔπαιρνε σφαιρίδιο, ἴσχυε ἡ «εὐρεία περιφέρεια», καί τά παρεμφερῆ.)
    Καθόταν στήν ψηλή μπερζέρα, παίζοντας μ’ ἕνα ἱπτάμενο φτεράκι ἀπ’ τό μαξιλάρι του. Ἀμέτοχος σέ ὅ,τι ἐπί ὥρα πάσχιζα ν’ ἀφηγηθῶ (τά ποσοστά, τήν αὐτοδυναμία, τό σκάνδαλο τῆς Τράπεζας), ἀφοσιώθηκε στό πούπουλο κινώντας το μέ ἀδύνατα φυσηματάκια.
    «Οὔτε ὁ ἐπισκέπτης σας σᾶς ἀφορᾶ οὔτε ἡ Ἱστορία», ξέσπασα νοερά.
    «Ἡ Ἱστορία;», τόν φαντάστηκα μέ τό παλιό του πνεῦμα νά σαρκάζει. «Κατανοῆστε αὐτόν πού εἶδε μιά παράσταση ἀπ’ τή μέση. Ἄκουσε μόνον ἀποσπάσματα, καί πρίν τό τέλος –βλέπετε– «ὑποχρεώνεται ν’ ἀποσυρθεῖ».

    (http://www.ekebi.gr/dam/poems.aspx?tmp=1&item=305)

    -Μαρία Καραγιάννη, «Εγώ σ’ επισκέπτομαι»

    «Όταν τα ρούχα σου αίφνης
    μοσχοβολάνε κέδρο
    και με θυμάσαι ανεξήγητα
    ή το πρωί ξυπνάς σ’ ένα δωμάτιο
    με ήσυχη θάλασσα
    και γύρω σου πετάν ιδρωμένα φύλλα
    εγώ σ’ επισκέπτομαι»

    (Μαρία Καραγιάννη, από τη συλλογή Μυστική δίοδος, 1989)

    -Κική Δημουλά, «ΤΟ ΑΛΛΟΘΙ»

    Kάθε που σ’ επισκέπτομαι
    μονάχα ο καιρός που μεσολάβησε
    από τη μια φορά στην άλλη έχει αλλάξει.
    Kατά τα άλλα, όπως πάντα
    τρέχει από τα μάτια μου ποτάμι
    θολό το χαραγμένο όνομά σου
    – ανάδοχος της μικρούλας παύλας
    ανάμεσα στις δυο χρονολογίες
    να μη νομίζει ο κόσμος ότι πέθανε
    αβάπτιστη η διάρκεια της ζωής σου.
    Eν συνεχεία σκουπίζω τις μαραμένες
    κουτσουλιές των λουλουδιών προσθέτοντας
    λίγο κοκκινόχωμα εκεί που ετέθη μαύρο
    κι αλλάζω τέλος το ποτήρι στο καντήλι
    με άλλο καθαρό που φέρνω.

    Aμέσως μόλις γυρίσω σπίτι
    σχολαστικά θα πλύνω το λερό
    απολυμαίνοντας με χλωρίνες
    και καυστικούς αφρούς φρίκης που βγάζω
    καθώς αναταράζομαι δυνατά.
    Mε γάντια πάντα και κρατώντας το σώμα μου
    σε μεγάλη απόσταση από το νιπτηράκι
    να μη με πιτσιλάνε τα νεκρά νερά.
    Mε σύρμα σκληρής αποστροφής ξύνω
    τα κολλημένα λίπη στου ποτηριού τα χείλη
    και στον ουρανίσκο της σβησμένης φλόγας
    ενώ οργή συνθλίβει τον παράνομο περίπατο
    κάποιου σαλιγκαριού, καταπατητή
    της γείτονος ακινησίας.

    Ξεπλένω μετά ξεπλένω με ζεματιστή μανία
    κοχλάζει η προσπάθεια να φέρω το ποτήρι στην πρώτη
    τη χαρούμενη τη φυσική του χρήση
    την ξεδιψαστική.
    Kαι γίνεται πια ολοκάθαρο, λάμπει
    το πόσο υποχόνδρια δε θέλω να πεθάνω

    ακριβέ μου – πάρτο κι αλλιώς:
    πότε δε φοβότανε το θάνατο η αγάπη;

    (http://kapoumakria.blogspot.com/2012/03/blog-post_16.html)

    -ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΡΑΠΤΗ, Τα χρόνια της Λήθης

    Της βροχής η επίσκεψη
    σκοτεινό αίνιγμα
    τυχαία σκεπάζει
    το Ανθρωπόκαινο.
    Θρεπτική ομίχλη
    φέρε μου το κρασί σου
    εκείνο της Λήθης
    που ξέρει να κλέβει
    συντρίμμια, κραυγές, το κενό.

    (https://www.poeticanet.gr/tria-poiimata-a-1599.html?category_id=487)

  2. Μια χαρά! Και Τσακνιάς και Πόε και Δημουλά και Μαυρουδής και… και…
    Άψογος!

    Merle Haggard, Will you visit me on Sunday

    12. ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ

    Αυτές οι ξεθωριασμένες ομολογίες του χτες
    Επισκέπτες που κλωθογύριζαν ολημερίς
    Για να ‘βρουν ένα σπίτι που ‘μεινε κλειδωμένο

    Υαλοπίνακες αφημένοι στη θαμπή πρόσθεση των ετών
    Φωτογραφίες που άρχισαν να πληθαίνουν
    Μέσα στα μαύρα περιγράμματά τους

    Τι θέλουν

    Αυτοί οι απρόσκλητοι επισκέπτες φύγανε
    Διωγμένοι

    Σαθρές καρέκλες φιλοξενούν την υπομονή τους
    Μετρημένη σε βάρος

    Πού να τους βάλω όλους να καθίσουν
    Τις σαθρές καρέκλες πώς να δικαιολογήσω

    Αλέξης Τραϊανός, Μικρές μέρες (1973) [Από την ενότητα Θανάτοψις]

    ***

    13. Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΚΑΝΕΝΑ

    Σήμερα ήρθε και μ’ επισκέφτηκε ο Κανένας
    μ’ ένα μπουκέτο θάλασσα στο ένα χέρι
    και στο άλλο τη ζωή μου την αληθινή,
    αυτήν που δεν ζω, έξω από τα ποιήματά μου,
    και οι δρόμοι του κόσμου κλαίνε για μένα.

    Σήμερα ήρθε ο Κανένας και μου εξιστόρησε
    πως ο κόσμος δεν είναι αληθινός,
    πως είναι καμωμένος απ’ τις αιχμές φαρμακωμένου αέρα,
    από αγκάθια προς πώληση και από καθρέφτες
    όπου όσοι κοιτάζονται μέσα τους πεθαίνουν.

    «Μη χτυπάς πόρτες -μου είπε χαμογελώντας-
    μην λησμονείς ό,τι αγαπάς. Κανείς
    απ’ όσους σε περιβάλλουν δεν ενδιαφέρεται
    για το ποιος είσαι εσύ, τι θέλεις, παρά για βρει
    σε σένα τις αφορμές για να μην εισχωρήσει
    στη θαμπή γκρίζα ομίχλη του δικού του καθρέφτη».

    Σήμερα ήρθε ο Κανένας με τα μάτια να φλέγονται
    σαν ένα δάσος ή σαν το χθες,
    κι εγώ έτεινα ους ευήκοον.
    Το ο σώζων εαυτόν σωθήτω όμοιο με πάχνη
    νότισε τα απλωμένα σεντόνια, τα τρεμάμενα χέρια
    των λιγοστών και φτωχών υποτελών του έρωτα.
    Χιλιάδες σάπια ρόδα και μαραμένα θαύματα
    καλύπτουν τους δρόμους, αναδίνουν την οσμή του ανέφικτου.

    Και είναι η αυγή που δεν ξέρει τι να κάνει.
    Και είναι ο έρωτας σαν ένας κήπος από καπνό
    όπου τα ρόδα γεννιούνται νεκρά από ασφυξία.
    Και είναι ό έρωτας σαν ένα παιδί ομίχλης
    που πεθαίνει στην αγκαλιά μου
    σαν το μύθο στον οποίο κανένας πια δεν πιστεύει.

    Κανένας δεν έφυγε κι έμεινα μόνος
    με το μπουκέτο μου από θάλασσα, υγραμένα ρόδα,
    και οι δρόμους του κόσμου κλαίνε για μένα,
    και οι δρόμοι του κόσμου
    κλαίνε σαν καράβια για μένα.

    ΧΟΥΑΝ ΒΙΘΕΝΤΕ ΠΙΚΕΡΑΣ, Μετ: Μεταφραστικό του ABANICO

    ***

    14. ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΡΙΟ
    Α’

    Τις φωνές και τα λόγια να τ’ αφήσεις έξω,
    στη μέρα, για να μετρήσεις ήσυχα
    πάνω στον τοίχο τα γερασμένα ίχνη
    απ’ τις παλάμες κάποιων ελεύθερων εγκλωβισμένων.
    Θέλει να έχει σκοτάδι για να διαβάσεις
    την καρδιά τους πως χτυπούσε
    για να μάθεις ιστορία,
    ιστορία κολλημένη στον τοίχο με τη σιωπή.

    Προπαντός όχι αυταπάτες, δεν αρκούν
    για να κοιταχτούμε,
    για ν’ ακουμπήσω τα χέρια στους ώμους σου
    και πλάι σ’ αυτό τον τοίχο
    ν’ ανάψει ο έρωτας κι ύστερα ο πόλεμος.

    Σπάσε τον καθρέφτη στον τοίχο και θα δεις
    τα μάτια που φοβούνται τις σκιές,
    τις νεκρές συνειδήσεις που τρέμουν τη σιωπή,
    τις ψυχές που μίσησαν τη φτώχεια τους
    πιο πολύ κι απ’ την ατίμωση.
    Θα δεις τα χέρια που δεν αφήνουν ίχνη
    κι έχουν χτιστεί στον τοίχο
    -οι υπεύθυνοι τον έβαψαν με χρώματα ευχάριστα
    για να μη βρεθεί κανείς να λυπηθεί
    τόσους εγκλωβισμένους.

    Όλοι ίσοι, όλοι Τίποτα!

    11/2007
    Θοδωρής Βοριάς, Νυχτερινές επιπλοκές εκδόσεις Ερωδιός – 2008

    ***

    15. ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ

    Η νυχτοπεταλούδα αναγγέλλει πάντα
    ή την άφιξή σου ή τον ερχομό μου
    τη διάρκεια δηλαδή των ψευδαισθήσεων.

    ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ

    ***

    16. Ο ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ

    Πυκνώνει τίς ἐπισκέψεις του στή γειτονιά μέ τή
    μαύρη ριγμένη στούς ὤμους του μπέρτα.

    Μαζεύει ὑλικό, γιά τοῦ καθένα μας, τό βίο καί τήν
    πολιτεία μας ρωτάει νά μάθει ἀβέρτα.

    Ὄχι νά βρεῖ κατόχους, ὅπως παλιά,
    τοῦ περβόητου ἐκείνου πιστοποιητικοῦ
    τῆς νομιμοφροσύνης.

    Γι᾿ ἄλλα μεριμνᾶ. Μιά δίκαιη ἐπιτέλους ἀπονομή
    στούς δικαιούχους τῆς προδομένης δικαιοσύνης.

    Τρομάζουν, θορυβοῦνται οἱ ἀνίδεοι, ὄσοι δέν ἔχουν
    ἀντικρίσει τήν ἄγρια καί παράξενη μορφή του.

    Ἐγώ πού μιά περίοδο τόν συναντοῦσα καθημερινά
    καί τόν ξέρω ἀπό τά νύχια ὥσμε τήν κορφή του,
    στόν ἑνικό τοῦ μιλῶ χωρίς κανένα φόβο καί πολλές
    φορές κλεφτά τόν πλησιάζω,
    ρίχνω ματιές στά μυστικά κιτάπια του, νά δῶ
    ἄν καί τώρα ἀκόμα τόν νοιάζω·

    ἄν ἐκτιμᾶ, σάν ἄλλοτε τό θάνατό μου καί ψάχνει
    νά βρεῖ γιά χάρη μου ἐλαφρύ χῶμα
    κι ὅταν μέ ἐκτελέσουνε νά μ᾿ ἀναστήσει, εὔκολα
    κι ἀνέξοδα τό κόμμα.

    Νίκος Γρηγοριάδης (1931)

    ***

    17. ΞΑΦΝΙΚΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ

    Τα ποιήματα
    Δε βγαίνουν
    Όταν τα προετοιμάζεις
    Ή τα κανακεύεις.
    Όταν προλειαίνεις το δρόμο να πατήσουν.

    Τα ποιήματα
    Βγαίνουν
    Εκεί που δεν το περιμένεις.
    Στρίβουν
    Στη γωνιά του δρόμου σου
    Και στρογγυλοκάθονται
    Στη σάλα του σπιτιού σου-
    Σα γνώριμοι
    Από παλιά.

    Αίφνης
    Εμφανίζονται.
    Αιφνίδια
    Σε αποχαιρετούν
    Και πάλι.

    Ύστερα
    Πιάνεις δουλειά
    Εσύ.
    Ανασκουμπώνεσαι
    Να συμμαζέψεις
    Το αιφνίδιο
    Πέρασμα τους.

    Όλγα Ντέλλα, «Άκος Ψυχής» , εκδόσεις Ροδακιό

    ***

    18. ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ

    Με δυο κλωνιά βασιλικό
    έλα πάλι.
    Θα μιλήσουμε, μόλις νυχτώσει.
    Εσύ θα θυμάσαι κι εγώ
    στο στήθος θα κρύβω
    τα αναφιλητά μου.

    Πες μου ξανά
    για τη χαμένη νιότη σου,
    το άλογο του συνταγματάρχη,
    τον πληγωμένο μηρό του αδερφού σου
    – όχι σε μάχη, παγίδα μόνο του εαυτού του -, πες μου
    για το δροσερό πηγάδι, τις ζουμπουλιές,,3
    τα κρίνα.
    Θυμήσου.

    Και το πρωί
    θα σε σκεπάσω χώμα.

    Άντζελα Γεωργοτά, Στην πιθανότητα στηρίζεται η αγάπη, 2016

    ***

    19. ΟΤΑΝ ΕΠΙΣΚΕΠΤΟΜΑΙ

    Ὅταν ἐπισκέπτομαι τά ὄνειρα,
    τά τοπία τους θαμπώνουν,
    μιά πηγή πού κρύβεται
    τό νερό της σταλάζει σέ σπηλιές,
    λουλούδια χάνουν τά χρώματά τους,

    λίγο ἀκόμη καί θά γίνουν
    μάτια τῆς λησμονιᾶς,
    λόγια πού χόρτασαν σιωπή,
    ἀρώματα τῆς ἀπουσίας.

    ἐπισκέπτομαι τά ὄνειρα,
    βουνά πού ἐρείπωσαν χωρίς πατημασιές,
    δέντρα μέ σκελετούς πουλιῶν
    γιατί δέν τά εἶδε κανείς,
    δέ φούσκωσε στό λαιμό τους ἡ αὐγή,
    δέν τά ξύπνησε θηλυκός ἄνεμος.

    Τάσος Ροῦσσος

    ***

    20. ΑΙΦΝΙΔΙΑ ΕΠΙΣΚΕΨΗ

    Το φιλικό ποτάμι αναδιπλώνεται
    στην ερημιά της ροής του
    λαλεί πουλί αδέσμευτο
    δώθε και πέρ’ απ’ το χρόνο
    ταξίδι ζωής σε άδειο παρόν:

    χαίρεται με το τίποτα η καρδιά
    του νου τα νερά διαυγή
    εν σιγή στη γη αλγεί το αίσθημα
    μουσική των σφαιρών
    και τόνοι μέσα στον τόνο
    καλάμι που κινιέται στον άνεμο
    της ανεμώνας η απρόσκλητη χαρά
    κι αιφνίδια επίσκεψη αγνώστου.

    ΖΗΣΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ (1911-2005) «Αιθρία Σιγή», Κέδρος, Αθήνα 1976.

  3. ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΡΑΠΤΗ
    Τρία ποιήματα

    Τα χρόνια της Λήθης

    Της βροχής η επίσκεψη
    σκοτεινό αίνιγμα
    τυχαία σκεπάζει
    το Ανθρωπόκαινο.

    Θρεπτική ομίχλη
    φέρε μου το κρασί σου
    εκείνο της Λήθης
    που ξέρει να κλέβει
    συντρίμμια, κραυγές, το κενό.

    Ανακρεόντεια 33 (Η επίσκεψη του Έρωτα)
    Μεσονυκτίοις ποτ’ ὥραις,
    στρέφετ’ ἦμος Ἄρκτος ἤδη κατὰ χεῖρα τὴν Βοώτου,
    μερόπων δὲ φῦλα πάντα 5
    κέαται κόπωι δαμέντα, τότ’ Ἔρως ἐπισταθείς μευ θυρέων ἔκοπτ’ ὀχῆας. «τίς» ἔφην «θύρας ἀράσσει, κατά μευ σχίσας ὀνείρους;» 10 ὁ δ’ Ἔρως «ἄνοιγε,» φησίν, «βρέφος εἰμί, μὴ φόβησαι· βρέχομαι δὲ κἀσέληνον κατὰ νύκτα πεπλάνημαι.» ἐλέησα ταῦτ’ ἀκούσας, 15 ἀνὰ δ’ εὐθὺ λύχνον ἅψας ἀνέῳξα, καὶ βρέφος μέν ἐσορῶ φέροντα τόξον πτέρυγάς τε καὶ φαρέτρην· παρὰ δ’ ἱστίην καθίξας 20 παλάμαις τε χεῖρας αὐτοῦ ἀνέθαλπον, ἐκ δὲ χαίτης ἀπέθλιβον ὑγρὸν ὕδωρ. ὃ δ’ ἐπεὶ κρύος μεθῆκε «φέρε» φησὶ «πειράσωμεν 25 τόδε τόξον, εἴ τί μοι νῦν βλάβεται βραχεῖσα νευρή.» τανύει δέ, καί με τύπτει μέσον ἧπαρ ὥσπερ οἶστρος· ἀνὰ δ’ ἅλλεται καχάζων· 30 «ξένε» δ’ εἶπε «συγχάρηθι· κέρας ἀβλαβὲς μένει μοι· σὺ δὲ καρδίαν πονήσεις.»

  4. Παναγιώτης Αρβανίτης, «Ο τυφλός επισκέπτης»

    Ντάλα σκοτάδι έχει εδώ ή μήπως τα βλέμματα στα έγκατα καρφώθηκαν;)
    Το ξέρω. Αυτό το σπίτι δεν είναι σαν και τ’ άλλα. Διαμπερές όσο το φως που μας σκοτεινιάζει. Ευρύχωρο όσο το κενό που μας περιγράφει. Γυμνό από ήχους και από βήματα. Άδειο από νιάτα και γεράματα. Οι πόρτες κλειδωμένες και κυρτές. Οι τοίχοι ζωσμένοι με παράξενες μορφές. Πορτρέτα δίχως πρόσωπα, βουβά αντικείμενα, απρόσωπα. Οι σπιτονοικοκύρηδες πέθαναν ή λείπουνε στα ξένα. Κάθε τόσο έρχεται ο τυφλός επισκέπτης. Κουρδίζει το ρολόι του τοίχου. Οι ώρες περνούν απαρατήρητες. Έξω στο δρόμο ακούγονται τσούρμο τα παιδιά. Ακόμα παίζουν. Τα παιδιά.

    Πηγή : Andro.gr [ http://www.andro.gr/empneusi/papagiotis-arvanitis/ ]

  5. Ευχαριστούμε πολύ, Γρηγόρη, για τη συνεισφορά σου!!!!

    «Κάποτε θα πάρουμε ένα γράμμα, θα ‘ναι από μια άλλη εποχή, θα το ακουμπήσουμε στο τραπέζι αμήχανοι, θα σκεφτούμε πόσο είμαστε ακόμα ξένοι, οι λέξεις θα ‘χουν γίνει φαντάσματα, στο δρόμο θα βρίσκεις καμιά φορά ένα ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΡΙΟ, αλλά δε θα ‘χουμε μνήμη, τα καφενεία άδεια σαν τοπία του υπερπέραν – και μόνο εγώ, τότε, ο τρελός θα σηκωθώ και θα φωνάξω: «σύντροφοι» σαν ν’ απαντάω στην ατέλειωτη αυτή σιωπή.
    Το ημερολόγιο θα δείχνει Οκτώβριο – με τα μαραμένα φύλλα και τις εξεγέρσεις.»
    (Τάσος Λειβαδίτης)

    -Ο. Ελύτης, [Η επίσκεψη του απροσδόκητου]

    […] ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ ΤΟΥ 1935, με τη βοήθεια του Ανδρέα Εμπειρίκου —που είχε βάλει πρόθυμα στη διάθεσή μου και τη μεγάλη του βιβλιοθήκη—, άρχισα, κάπως αδέξια στην αρχή, να γίνομαι ο κατάπληκτος θεατής ενός παράξενου κόσμου που αναπηδούσε, χωρίς να το πολυκαταλαβαίνω κι ο ίδιος, από μέσα μου. Πόσες φορές, καθισμένοι στο συμπαθητικό διαμέρισμα της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας, καπνίζοντας αναρίθμητα τσιγάρα και τριγυρισμένοι από πίνακες του Max Ernst, του Oscar Dominguez και του Yves Tanguy, ή, πάλι, σε μια συγγενική έπαυλη στη Λέσβο, με το πέλαγο και τα βουνά της Ανατολής αντίκρυ, δε γράψαμε πλήθος ποιήματα και κείμενα μέσα σε πέντε ή δέκα λεπτά της ώρας, ποιήματα και κείμενα που ένα σωρό λογοτέχνες και κριτικοί κατηγορήσανε αργότερα ότι μας στοίχισαν πολυήμερες, τάχα, και κοπιαστικές διανοητικές προσπάθειες! Λίγες μέρες νωρίτερα, μ’ ένα φίλο μου νέο ζωγράφο, είχαμε πρωτοδοκιμάσει την επίσκεψη του απροσδόκητου κάτω από τη μορφή παιχνιδιού, δίνοντας ο ένας στον άλλον ερωτήσεις και αποκρίσεις που αγνοούσαμε αμοιβαία το περιεχόμενό τους. Στη βάση του παιχνιδιού τούτου κρυβότανε όχι μονάχα ο ίδιος μηχανισμός, αλλά και κάτι άλλο που εξαιρετικά ευκόλυνε —λύνοντάς του τις αντιστάσεις— τον πρωτόπειρο. Θυμούμαι ότι πολλές φορές το αποτέλεσμα ήταν εύστοχο στη συνειρμική του αλληλουχία και στην εικονοπλαστική του πρωτοπορία.
    Ε. — Τι είναι το κόκκινο χρώμα;
    Α. — Ένα χαστούκι από παπαρούνες!
    Ε. — Τι είναι η δόξα;
    Α. — Ένα βουνό για να το βλέπουν οι αιώνες!
    Ε. — Τι είναι το χρυσάνθεμο;
    Α. — Μια καλόκαρδη μέρα στο ποτήρι.
    Ε. — Τι είναι η Πούλια;
    Α. — Μυστική κρύπτη των ποιητών.
    Ε. — Τι είναι η Ποίηση;
    Α. — Συνουσία επ’ άπειρον.
    Ε. — Τι είναι ο αετός;
    Α. — Εκείνο που βάζουμε πολύ πιο πάνω απ’ το κεφάλι μας.
    Ε. — Τι είναι οι τέσσερις εποχές του έτους;
    Α. — Ένα παγόνι, μια γαλιάντρα και δυο μεγάλες θάλασσες.
    Ή, πάλι, σε μιαν άλλη παραλλαγή του ίδιου παιχνιδιού:
    — Όταν λύνονται οι φιόγκοι της ημέρας
    — Τα κούμαρα φωνάζουν τ’ όνομά τους.
    — Όταν ο κοκκωβιός θολώνει τα νερά του
    — Η σημαία του γάτου αλλάζει τρία χρόνια.
    — Όταν η κορασίδα πιάνει μια χρυσόμυγα
    — Η σβούρα του μεσημεριού λάμπει μες το κεφάλι της.
    — Αν δεν είχαμε μικρά παιδιά
    — Τα λιβάδια μας θα ‘τανε ορφανά.
    — Αν μας έφτανε η βοή της κερασιάς
    — Το ΄να το δύο το τρία θα μας δρόσιζαν.
    — Αν η Τύχη ξεφόρτωνε χαρούπια
    — Χίλια ιστιοφόρα θα ‘σκιζαν τις θάλασσες.

    (http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSB106/544/3563,14888/extras/activities/index_c/elytis.html)

    -Σπ. Αραβανής, «Τα βράδια»

    Στον Τάσο Λειβαδίτη

    Τα βράδια επισκέπτομαι τους τάφους λησμονημένων ποιητών
    και γεμίζω με μελάνι τα ανθοδοχεία τους.
    Ανανεώνω με κραγιόν
    τα χαμόγελα των νεκρών παλιάτσων
    και κάνω συντροφιά στα εικονοστάσια των δρόμων.
    Αφουγκράζομαι τις λαμαρίνες στα παλιά ναυπηγεία,
    διορθώνω τα ορθογραφικά λάθη στα χαρτόνια
    των ζητιάνων,
    κουρδίζω τις καμπάνες στις ερειπωμένες εκκλησίες,
    τακτοποιώ τις καρέκλες στα σπίτια των αυτοχείρων,
    χαϊδεύω τα μαλλιά γριών γυναικών.
    Ύστερα, το χάραμα, γυρίζω σπίτι
    πιο μόνος
    και από τις μέρες του Φεβρουαρίου
    που δεν χώρεσαν στο ημερολόγιο
    και ξεπλένω στο νιπτήρα
    όλη τη μοναξιά από τα χέρια μου.

    (https://www.poeticanet.gr/enas-exelixei-mythos-a-174.html)

    -Γιώργου Μπαρμπέρη, «Συλλέκτης αισθημάτων»

    Τα Σάββατα επισκέπτομαι άγνωστους ασθενείς
    σε παλιές πτέρυγες δημόσιων νοσοκομείων.
    Είναι στοιβαγμένοι σε μεγάλους θαλάμους
    με τοίχους υγρούς, ετοιμόρροπα κρεβάτια
    και την πίκρα να στάζει από τις οροφές.

    Με δέχονται φιλικά αν και καχύποπτοι στην αρχή
    -νομίζουν πως είμαι εμπορικός αντιπρόσωπος,
    πλασιέ ιατρικών εξαρτημάτων
    ιδιοκτήτης γραφείου τελετών,
    ασφαλιστικός πράκτορας.
    Συλλέκτης αισθημάτων είμαι
    και ντρέπομαι στ’ αλήθεια
    όταν φεύγω ανακουφισμένος
    που τόσος πόνος δεν είναι δικός μου.
    Αργά το βράδυ επιστρέφω στο σπίτι μου.
    Με υποδέχεται ένας σκύλος νυσταγμένος
    και τιτιβίσματα πουλιών.
    Ανοίγω την τηλεόραση και βλέπω σε επανάληψη
    εκπομπές μαγειρικής και επιδείξεις μόδας.
    Κι αν καμιά φορά με δείτε
    να σκάβω με τα νύχια στο δωμάτιό μου
    είναι που προσπαθώ να βρω ένα σπουργίτι
    που έθαψα κάποτε ζωντανό.

    (http://www.palmografos.com/permalink/18006.html)

  6. 21. ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ

    Που καταφθάνουν πάντοτε αργοπορημένοι
    Που πάντα ακυρώνουν, την τελευταία στιγμή,
    Που ρίχνουν μια σύντομη ματιά
    Που προσκλήθηκαν, γιατί είχαν προσκαλέσει κάποιον
    Που γκρινιάζουν, γιατί δεν προσκλήθηκαν
    Που δεν έχουν προσκληθεί, εν τούτοις στέκονται μπροστά απ’ την πόρτα

    Αυτοί με τις συνταγές διαίτης
    Που κουβαλάνε μαζί τους τα πλουμιστά τους φυτά
    τα μωρά τους και τα σκυλιά Αγίου Βερνάρδου,
    Οι γείτονες, που δεν μπορούν να κοιμηθούν από τη μουσική
    Που διηγούνται πάντα ανέκδοτα για εβραίους
    Που πίνουν μόνο μεταλλικό νερό

    Αυτοί, που ήδη μισοκλείνουν τα βλέφαρά τους
    Που διαρκώς φωτογραφίζονται μεταξύ τους
    Που πρέπει να καπνίσουν στο μπαλκόνι
    Που πάντα γνωρίζουν, ποιος έχει κάτι και με ποιον
    Που τονίζουν ωστόσο πως αυτό πρέπει να μείνει μεταξύ μας
    Που ήπιαν πολύ ουίσκι

    Που πρέπει γρήγορα να πάνε κάπου άλλου
    Που παραμένουν έως ότου όλοι οι υπόλοιποι αποχωρήσουν
    Που είναι ευπρόσδεκτοι, ακόμα κι αν δεν έχουν τηλεφωνήσει πριν
    Που θα μας λείψουν, γιατί κείτονται κάτω από τη Γη.

    HANS MAGNUS ENZENSBERGER , Mετ: Γιώργος Πρεβεδουράκης.

    ***

    22. ΜΙΑ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ

    Όταν τα παιδιά γύρισαν στο σπίτι
    με λουλούδια από τον τάφο σου
    ένιωσα παράξενα στην αρχή
    να σε έχω πάλι πίσω
    και να ξεπετάγεσαι ξαφνικά μπροστά μου
    απ’ το περβάζι του παραθύρου.

    Αλλά σιγά- σιγά το συνήθισα κι αυτό
    κι ένιωθα τον ερχομό σου
    σαν κάτι το γαλήνιο.

    Σε ρωτούσα αν σου άρεσαν
    οι αλλαγές στην κουζίνα
    ή αν το τραπέζι ήταν καλύτερο
    πίσω από την πόρτα.

    Άνοιγες τα πέταλά σου
    και μπορούσα να ορκιστώ
    ότι χαμογελούσες
    και ήμουν χαρούμενη που είχες γυρίσει
    έστω και για λίγο.

    Aine Ni Ghlinn, μτφρ. Κατερίνα Καντσού

    ***

    23. Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ

    Βιβλία
    ασφυκτικά συμφιλιωμένα
    συνομιλούν αθόρυβα
    με του τοίχου το εκκρεμές.

    Σελίδες
    σε στάση αναμονής
    συντροφεύουν τους αφουγκρασμούς
    νυχτόβιας σιωπής.

    Ένα άνοιγμα προσμένουν,
    έστω μια ανάσα ζωής
    στιγμιαίας, ασήμαντης.

    Άγγιγμα φευγαλέο
    το φυλλομέτρημα.

    Από τον αποξηραμένο
    μίσχο ενός ρόδου
    κρέμεται η υπόσχεση
    για μια επίσκεψη
    που όλο αναβάλλεται.

    ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΓΑΛΑΝΟΥ

    ***

    24. ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΚΕΨΗΣ

    Τρεις ώρες τώρα προσπαθώ να κοιμηθώ.
    Ζέστη Αυγούστου
    Και ιδρώτας του μυαλού ολόγυρα
    Σαν τα κουνούπια οι σκέψεις
    Το λογχίζουν.

    Τι έπαθα; Στο φως της μέρας
    Σπάνια μ’ επισκέπτονται. Και νιώθω βέβαια ευτυχής.
    Ή, για να γίνω πιο ακριβής:

    Απαγορεύω τέτοιες επισκέψεις. Αφού λαθραία
    Έτσι και τύχει να τρυπώσει σκέψη, αργότερα
    Η μια την άλλη προσκαλεί, ότι τάχαμου
    Για λίγο μόνο, μια μικρή φιλοξενία -τα ξέρετε-
    Οπότε ιδού, μπουκάρουν καραβάνια ολόκληρα
    Με βλέψεις μόνιμης μετοικεσίας
    Οι συνειρμοί. Να λείπει.

    Κλείνω λοιπόν ερμητικά τα σύνορα – και τέρμα.

    Γιατί δεν είμ’ εγώ Αμερική. Ούτε τα εδάφη μου
    Μπορούν να θρέψουν τόσους μετανάστες.

    Αντώνης Φωστιέρης, Πολύτιμη λήθη, 2003

    ***

    25. Ο ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ

    Υπάρχει ένας επισκέπτης
    Στον χωροχρόνο των άλλων.
    Αγνωστικιστής παντός κόσμου.
    Ποθεί τα λίγα και τα παράξενα.

    Ζει για την αγκαλιά ενός φίλου,
    για ένα πιάτο ζεστό φαϊ,
    μια θύμηση,
    ένα φιλί στο στόμα.

    Κυνηγάει την χαμένη παιδικότητα
    των μεγάλων.
    Τρέμει την αδράνεια.
    Πορεύεται με ένα ρόδι κι ένα αγκάθι
    και μετριάζει τη ζωή στα χέρια του.
    Αυτός
    είναι ένας επισκέπτης του κόσμου
    στον κόσμο!
    Τον γνώρισα, τον έζησα!
    Φωλιάζει μέσα μου
    και κατακυριεύει το είναι μου.
    Κι εγώ… Του το επιτρέπω!

    KYΡΙΑΚΟΣ ΚΩΣΤΑ

    ***

    26. ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ

    Σου το ’πα
    μην αλλάξεις την εξώπορτα τη δίφυλλη
    με το μεγάλο οριζόντιο τζάμι επάνω.
    Αλλιώς, πώς θα μπαίνει ο ήλιος
    να μου μαντατεύει τη μικρή ζωή σου.
    Πώς θα ’ρχεται η θάλασσα
    να φέρνει χαιρετίσματα, φιλιά μπλεγμένα φύκια.

    ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ

    ***

    27. ΕΠΙΣΚΕΨΗ

    Στον Γιώργο Χαριτόπουλο

    Ήρθες εψές,
    νεκρός επταετής,
    κάθισες στο τραπέζι
    και με κοιτούσες με το βλέμμα του παιδιού
    που πάει να κάνει ζαβολιά.

    Μιλούσες πάλι
    κι οι χωμάτινες χορδές
    έφτιαχναν μία αρχαία γλώσσα
    που νιώθονταν στο σκοτεινό συκώτι.
    «Θα τραγουδήσεις σ’ άλλα χρόνια επτά»
    σου έγνεψα πονετικά.

    Άναψες έναν Άσσο,
    μα τώρα δεν σε μάλωσα.
    Ισχνό έμεινε το κορμάκι σου,
    οι ρίζες είναι διαιτητικές,
    κάτασπρο να λαμποκοπά
    μέσα στη σκάφη του καιρού και της βροχής.

    «Να ’ρχεσαι να με βλέπεις,
    σ’ αναζητούνε τα παιδιά·
    όταν κάνει ποδήλατο,
    στον ουρανό σε χαιρετά
    η νεφελώδης κόρη»,
    σου είπα μα δεν δάκρυσες.

    Έβλεπες τα καράβια σου,
    αιώνια καρφωμένα,
    μες στις κορνίζες αραγμένα
    να χάνουνε σιγά-σιγά τα χρώματα.

    Έπλεαν όλες μας οι μνήμες
    στο μέταλλο που έλιωνε
    στης ίριδας τη μαύρη σαρκοφάγο.
    Λίγο πριν φύγεις
    το χέρι σου έχωσες στο στήθος
    κι έβγαλες ένα λουλούδι χάρτινο
    μούσκεμα στην πορφύρα.

    «Να της το δώσεις»
    κι έδειξες το πέπλο της νυφούλας
    που ολονυχτίς την πάντρευε
    μες στη γλυκάδα ο ύπνος.

    Χάθηκες,
    μα έμεινε στη θέση της σημαίας
    δίπλα στη λεμονιά
    στην άκρη στο μπαλκόνι,
    πυγολαμπίδα φλογερή,
    ο φάρος της καρδιάς σου.

    ΔΩΡΑ ΚΑΣΚΑΛΗ

    ***

    28. ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ

    Με δυο κλωνιά βασιλικό
    έλα πάλι.
    Θα μιλήσουμε, μόλις νυχτώσει.
    Εσύ θα θυμάσαι κι εγώ
    στο στήθος θα κρύβω
    τα αναφιλητά μου.

    Πες μου ξανά
    για τη χαμένη νιότη σου,
    το άλογο του συνταγματάρχη,
    τον πληγωμένο μηρό του αδερφού σου
    – όχι σε μάχη, παγίδα μόνο του εαυτού του -, πες μου
    για το δροσερό πηγάδι, τις ζουμπουλιές,
    τα κρίνα.
    Θυμήσου.

    Και το πρωί
    θα σε σκεπάσω χώμα.

    Άντζελα Γεωργοτά, Στην πιθανότητα στηρίζεται η αγάπη, 2016

    ***

    29. ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΡΙΟ

    Πέταξε την ορμή του
    στα κλειστά
    του συναισθηματισμού μου παράθυρα,
    κι έτρεξα ν’ ανοίξω.
    Βρήκα μονάχα
    το επισκεπτήριο μιας στιγμής.
    Κι εντούτοις χρήσιμο:
    το έβαλα τίτλο στους στίχους τούτους.

    Κική Δημουλά -Ερήμην (1958)

    ***

    30. ΟΙ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ

    Το βράδυ μας φέρνει τ’ αστέρια και τις νυχτοπεταλούδες
    καθώς και τα ενύπνια που διασχίζουν οι πεθαμένοι μας,
    μας επισκέπτονται και τους κερνούμε καρυδάκι γλυκό,

    θυμόμαστε τα παλιά (εκείνοι κοιτάζουν ανυπόμονοι τα ρολόγια)
    στα μαλλιά τους κρέμονται χαλκοπράσινα
    σκουλαρίκια, κάνουν παράξενες ερωτήσεις, «πού ισορροπεί ο χρόνος;»,

    καλό είναι να μην τους απαντήσεις γιατί οι ερωτήσεις γίνονται
    δυσκολότερες, «ποια είναι η σχέση του καιρού με την αιωνιότητα;»,

    αν σωπάσεις χάνονται σιγά-σιγά, ορισμένοι ξεχνούν τα φτερά τους
    στον καναπέ, τα προβάρεις σαν ένα ζευγάρι παντούφλες και, ξαφνικά,
    καταλαβαίνεις πως σύντομα θα ‘σαι κι εσύ στη θέση τους, θα περάσεις
    στην άλλη πλευρά του καθρέφτη, θα μπεις στο όνειρο του συντρόφου σου.

    ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΙΓΚΡΑΣ

  7. -Μπ. Μπρεχτ, «Επίσκεψη στους εξόριστους ποιητές»

    Όταν μέσα στ’ όνειρό του
    επάτησε το πόδι του στην καλύβα των εξορίστων
    ποιητών, που ‘ναι δίπλα στην καλύβα όπου μένουν οι εξόριστοι
    δάσκαλοι (κι απ’ όπου άκουγε καβγάδες ανάμικτους
    με γέλια) πρόβαλε στην πόρτα της εισόδου
    ο Οβίδιος και τού ‘πε με φωνή μισοσβηστή:
    «Μη βιαστείς καλύτερα να κάτσεις. Δεν έχεις ακόμα
    πεθάνει. Πού να ξέρουμε αν εσύ μετά δεν θέλεις
    να γυρίσεις πίσω; Και δή
    δίχως ν’ αλλάξει τίποτε άλλο
    πάρεξ εσύ ο ίδιος».
    Με βλέμμα παραμυθητικό πλησίασε,
    ωστόσο, ο Πο-Τσι-γι και είπε χαμογελώντας: «Το ζόρι
    τ’ άξιζε να το τραβήξει όποιος, έστω
    και άπαξ, την αδικία είπε αδικία».
    Κι ο φίλος του ο Του-φου συμπλήρωσε γαλήνιος:
    «Όπως αντιλαμβάνεσαι, δεν είναι τόπος
    η εξορία κατάλληλος για να ξεμάθεις
    την υπεροψία».
    Πιο χωμάτινος, όμως, τότε
    ο ρακένδυτος Βιγιόν εσίμωσε για να τους διακόψει
    ρωτώντας: «Πόσες πόρτες
    έχει το σπίτι που μένεις;»
    Ο Δάντης τότε
    έπιασε τον επισκέπτη τους απ’ το μανίκι,
    τον επήρε παράμερα και τού ‘πε μουρμουρίζοντας:
    «Οι στίχοι σου είναι πήχτρα στα λάθη, φίλε!
    Βάλε με τον νου σου μόνο
    Πόσοι και ποιοι δεν σε γουστάρουν!»
    Για να τους κράξει ο Βολταίρος από πιο πέρα:
    «Τα φράγκα και τα μάτια σου! Ειδαλλιώς
    θα σε ταράξουνε στην πείνα, ώσπου να ψοφήσεις!»-
    Ρίξε και κανά καλαμπούρι μέσα!» του φώναξε
    ο Χάινε.
    «Άσ’ τα αυτά! – τι ωφελούν;!»
    σιχτίρισε μέσ’ απ’ τα δόντια του ο Σαίξπηρ· «με το πού ήρθε
    ο Ιάκωβος, μου απαγόρεψαν να ξαναγράψω…» –
    «Για την ώρα της δίκης πάρε κανάν αληταρά
    και στρεψοδίκη για συνήγορο», τόνε συμβούλεψε
    ο Ευριπίδης, «που να ξέρει καλά τις τρύπες
    που ‘χει του νόμου η απόχη».
    Τα γέλια
    ούδ’ επί στιγμή δεν είχανε κοπεί, όταν
    από τη σκοτεινότερη γωνιά του καλυβιού
    ακούστηκε μια φωνή να λέει: «Τί ‘ναι τούτο ‘δώ, ρε!
    Αυτοί ξέρουν τους στίχους σου απέξω;!
    Μα κι αν τους ξέρουνε, θα γλυτώσουν μήπως
    τον κατατρεγμό;» – «Είναι
    οι λησμονημένοι ποιητές –
    τους ακούς;» είπε ο Δάντης χαμηλόφωνα·
    «αυτωνών δεν αφανίστηκαν μονάχα τα κορμιά,
    Μα και τα έργα».
    Τα γέλια ξάφνου κόπηκαν μαχαίρι.
    Κανείς δεν τόλμησε
    να γυρίσει να κοιτάξει κατά ‘κεί.
    Ο δε ονειρευόμενος επισκέπτης
    είχε γίνει κίτρινος – κίτρινος
    σαν το κερί.

    (Μετάφραση – διασκευή του Γιώργου Κεντρωτή, Αλωνάκι της Ποίησης)

Αφήστε απάντηση στον/στην Grigoris Tsigros (@GrigorisTsigros) Ακύρωση απάντησης