Λόγος Παράταιρος

«Παράταιρος ο λόγος ο δυνατός/ μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει» (Γ. Ρίτσος)

Πες το με ποίηση (189ο): «Εργασία – εργάτης – προλετάριος»…

 

-Χριστόφορος Τριάντης, «Εργασία και σίδερα»

«Ε, ύμνοι που πέφτουν
για την ανθρώπινη εργασία
(την αξία της βεβαίως).
Ω καλοί μου άνθρωποι
όλοι το γνωρίζουν: είναι το μέτρον το άριστον
της προκοπής και της αυτογνωσίας,
ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω!
Κι αν υπάρχουν άνεργοι, πάλι καλά,
θα ’ρθει η σειρά τους στα νταμάρια
της εργατικότητας να διακριθούν (συντόμως).
Δεν μπορεί, η τίμια εργασία τούς πάντες
αποζημιώνει με ειλικρίνεια αριθμητική
(λογαριασμών και πληρωμών).
Ναι, αποκτούν ευεργετήματα
του μόχθου οι στυλοβάτες.
Χιλιάδες χρόνια, χιλιάδες (μα την αλήθεια)
τα χέρια και το μυαλό του εργατικού δυναμικού
σήκωσαν πράγματα σημαντικά:
κάστρα και πυροβόλα,
κοιμητήρια και παλάτια,
βόθρους και κλούβια
για ζώα κι ανθρώπους.
Και τα θαύματα (επτά ή περισσότερα)
της ιστορίας
τα –εργατικά– χέρια τα ύψωσαν στον χρόνο.
Μα ξέχασαν οι αποκοιμισμένοι κύριοι
(που ηλιοθεραπεύονται ανά τις εποχές)
να πουν για τ’ ασήμαντα μνημεία
που στέριωσαν οι δρόμοι της αγίας εργασίας.
Να, για τα σίδερα μιλώ
(αιώνων και αιώνων)
που αλυσοδένουν γενικά
τον ήλιο, το φεγγάρι και τ’ αστέρια
να μην τα βλέπουνε οι όχλοι
και οπισθοδρομούν,
παρακάμπτοντας των ευνούχων
τις ολοστρόγγυλες διαταγές.
Τα σιδερένια σχοινιά που δένουν τη χαρά
μέχρι να λιώσει
και πίκρα σαν στέρφα θάλασσα να γίνει.
Τις χρυσές αλυσίδες που σφίγγουν
τις ανάγκες των φτωχών,
μέχρι να γίνουν μακρινές επιθυμίες
και ηδονικά φτιασιδωμένες,
έτοιμες προς πώληση
κι όχι προς αγορά.
Τα σιδερένια μαντίλια που τα μάτια
κλείνουν για να θωρούν το σκοτάδι σαν φως
και τους τυφλοπόντικες
ομορφότερους να τους βλέπουν απ’ τα χελιδόνια.
Τους σιδερένιους χαλκάδες που τρομάζουν τις ζωές
και πεσκέσι στον διάβολο τις προσφέρουν,
έτσι για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών
και της φύσης (δευτερευόντως).
Τα σιδερένια αυγά που φυλακίζουν
σάρκες και κανόνια μαζί,
μέχρι κρεάτινες μπάλες να γίνουν
και με κραυγές στην ανθρωπότητα να χιμήξουν,
για να δειπνήσουν οι οπλουργοί
με κόκαλα και αίμα στα πεδία των μαχών.
Τα σιδερένια κουτιά
που το ψωμί δηλητήριο το κάνουν,
για να τρωγοπίνουν οι καθωσπρέπει κύριοι
στις εκκλησίες και τα ζυθεστιατόρια
κι ύστερα να σκοτώνουν του τρελούς
που βρίζουν τους εμπόρους των ψυχών
σαν σκυλεύουν τους αθώους.
Σίδερα αόρατα που κι εμένα δένουν,
τις λέξεις να ξεχνώ
και τα αφεντικά της χυδαιότητας
να ευλογώ,
παρέα με τους δήμιους
με τα σημαδεμένα πρόσωπα.
Ναι, είναι γεγονός πως τους δήμιους
(και τους εκτελεσμένους)
κάθε μέρα τους δείχνουν στα παιδιά
τον θάνατο και την αισχρότητα
να συνηθίσουν…»

(https://teflon.wordpress.com/)

 

 

-Γεράσιμου Μαρκορά, «Εργασία»

«Ξημερώνει αυγή δροσάτη
με το πρώτο της πουλί,
λές και κράζει τον εργάτη
στη φιλόπονη ζωή.
Πριν να σβήση κάθε αστέρι,
με χαρούμενη καρδιά,
νέοι μεσόκοποι και γέροι,
τρέξετ’ όλοι στη δουλειά.
Πέρα εκείθενε οι φροντίδες
ας πετάξουνε, καθώς
ξαφνιασμένες νυχτερίδες,
όπου αγνάντεψαν το φως.
Μη σας είναι ο ξένος πλούτος
έν’ αγκάθι στην καρδιά’
πέστε αζήλευτα: είναι τούτος
εργασίας κληρονομιά.
Σηκωθήτε, η γη χαρίζει
μόνον άφθονο καρπό,
αν ο κόπος την ποτίζη
μ’ έναν ίδρωτα συχνό.
Σαν εσάς, αδέλφια, ιδρώνει
κι ο σοφός, που με το νου
κάμπους άμετρους οργώνει
γιά θροφή του λογισμού.
Δίχως άνεσι και σχόλη
πάντα ο άξιος δουλευτής,
το ανθηρότατο περιβόλι
σκάφτει, σπέρνει, ο ποιητής.
Πάντα, ναι, του τίμιου κόπου
οι γλυκύτατοι καρποί
να ’ναι μόνοι, που τ’ ανθρώπου
σώμα θρέφουν και ψυχή.»!

(https://www.sakketosaggelos.gr/Article/6686/)

 

 

-«Εγώ θα μείνω με τους εργάτες να τραγουδήσω
(…) για των ψαράδων τον ωκεανό,
για το ψωμί των παιδικών μας αηδονιών,
και για την αγροτιά και για τ’ αλεύρι μας,
τη θάλασσα, το ρόδο και το στάχυ,
τους σπουδαστές, τους ναύτες, τους φαντάρους,
για όλους τους λαούς σ’ όλους τους τόπους,
για τη λυτρωτική τη θέληση
των πορφυρών λαβάρων της αυγής.
Πάλεψε πλάι μου, κι εγώ θα σου χαρίσω

τα όπλα όλα της ποίησής μου»

(Πάμπλο Νερούντα)

 

 

 

-Μπ. Μπρεχτ, “Ερωτήσεις ενός εργάτη που διαβάζει”

 

Ποιος έχτισε τη Θήβα την εφτάπυλη;

Στα βιβλία δε βρίσκεις παρά των βασιλιάδων τα ονόματα.

Oι βασιλιάδες κουβαλήσαν τ’ αγκωνάρια;

Kαι τη χιλιοκαταστρεμμένη Bαβυλώνα,

ποιος την ξανάχτισε τόσες φορές; Σε τι χαμόσπιτα

της Λίμας της χρυσόλαμπρης ζούσαν οι οικοδόμοι;

Tη νύχτα που το Σινικό Tείχος αποτελειώσαν,

πού πήγανε οι χτίστες; H μεγάλη Pώμη

είναι γεμάτη αψίδες θριάμβου. Ποιος τις έστησε; Πάνω σε ποιούς

θριαμβεύσανε οι Kαίσαρες; Tο Bυζάντιο το χιλιοτραγουδισμένο

μόνο παλάτια είχε για τους κατοίκους του;

Aκόμα και στη μυθική Aτλαντίδα,

τη νύχτα που τη ρούφηξε η θάλασσα,

τ’ αφεντικά βουλιάζοντας, μ’ ουρλιαχτά τους σκλάβους τους καλούσαν.

 

O νεαρός Aλέξανδρος υπόταξε τις Iνδίες.

Mοναχός του;

O Kαίσαρας νίκησε τους Γαλάτες.

Δεν είχε ούτ’ ένα μάγειρα μαζί του;

O Φίλιππος της Iσπανίας έκλαψε όταν η Aρμάδα του

βυθίστηκε. Δεν έκλαψε, τάχα, άλλος κανένας;

O Mέγας Φρειδερίκος κέρδισε τον Eφτάχρονο τον Πόλεμο.

Ποιος άλλος τόνε κέρδισε;

 

Kάθε σελίδα και μια νίκη.

Ποιος μαγείρεψε τα νικητήρια συμπόσια;

Κάθε δέκα χρόνια κι ένας μεγάλος άντρας.

Ποιος πλήρωσε τα έξοδα;

 

Πόσες και πόσες ιστορίες.

Πόσες και πόσες απορίες.»

(Απόδοση ποιήματος Μάριος Πλωρίτης στο Bertold Brecht, Ποιήματα, Θεμέλιο)

 

 

-«Ομιλία ενός Εργάτη σε έναν Γιατρό» – Μπέρτολντ Μπρεχτ

Ξέρουμε ‘μεις τι είναι αυτό που άρρωστους μας κάνει!
Σαν αρρωσταίνουμε, ακούμε
Πως είσαι συ που θα μας γιατρέψεις.

Δέκα χρόνια ολόκληρα, μας λένε
Σ’ όμορφα σχολειά
Με τα λεφτά του λαού χρισμένα
Μάθαινες το πώς να γιατρεύεις, και για τις γνώσεις σου αυτές
Ξοδεύτηκε μια περιουσία.
Πρέπει λοιπόν να ‘σαι ικανός να μας γιατρεύεις.

Είσαι ικανός;

Όταν σ’ εσένα ερχόμαστε
Παραμερίζεις τα κουρέλια μας
Και ακροάσαι κάθε σπιθαμή απ’ το γυμνό κορμί μας.
όσο για την αιτία της αρρώστιας μας
Μια ματιά να ‘χες ρίξει στα κουρέλια μας
Θα σου ‘λεγε περισσότερα. Είναι η ίδια αιτία που φθείρει
Το κορμί μας και τα ρούχα μας.

Ο πόνος που έχουμε στον ώμο μας
Προέρχεται λες, απ’ την υγρασία… απ’ αυτήν
Προέρχεται όμως και η κηλίδα στον τοίχο του σπιτιού μας.
Πες μας λοιπόν:
Από πού προέρχεται η υγρασία;

Πάρα πολλή δουλειά και πολύ λίγο φαγητό
Αδύναμους μας κάνουν και μας αρρωσταίνουν
Η συνταγή σου λέει:
Πρέπει να πάρετε βάρος.
Μπορείς στα βούρλα να πεις
Ότι δεν πρέπει να βρέχονται.

Πόσο καιρό μπορείς να μας αφιερώσεις;
Βλέπουμε: ένα χαλί στο σπίτι σου
Κοστίζει τόσα, όσα φέρνουνε
Πέντε χιλιάδες δικές μας επισκέψεις.

Κατά πάσα πιθανότητα θα ισχυριστείς πως
Είσαι αθώος. Της υγρασίας η κηλίδα
Στον τοίχο του σπιτιού μας
Λέει το ίδιο.
{Απόδοση: Νάντια Βαλαβάνη, εκδ. Σ.Ε.}

 

 

 

-Μπ. Μπρεχτ, «Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΤΩΝ»

«Μιαν ορισμένη μέρα σ` ολόκληρη την Ισπανία

Σταμάτησαν οι εργάτες τις μηχανές. Κρύα

Στεκότανε τα τρένα πάνω στις ράγιες. Δίχως το φως

Βρεθήκανε τα σπίτια όπως κι οι δρόμοι, και τα τηλέφωνα

Ένας σωρός άχρηστα μαραφέτια είχανε γίνει. Οι απατεώνες

Τους αστυνομικούς άλλο πια δεν μπορούσαν να φωνάζουν Αντί γι` αυτό

Μιλάγανε οι μάζες αναμεταξύ τους. Τρεις ολόκληρες μέρες

Εμφανίζονταν αυτοί που υπηρετούσαν τον πανίσχυρο μηχανισμό

Σαν εξουσιαστές του. Οι εργάτες, σταματώντας τη δουλειά

Δείχναν τη δύναμή τους. Το καρπερό χωράφι

Δεν ήταν τίποτα άλλο ξαφνικά από πέτρινο έδαφος.

Αυτούς που δε ζεσταίναν πια τα κάρβουνα από τη στοά

Ούτε και το ακατέργαστο μαλλί γινότανε να τους ζεστάνει. Τα ίδια

τα παπούτσια των αστυνομικών

Θα φθείρονταν και κανέναν διάδοχο πια δε θα βρίσκαν.

Μετά

Έσπασε η έλλειψη της ενότητας της εξέγερσης τη δύναμη, μα ακόμη και

τότε

Μια ολόκληρη μέρα δεν μπορούσαν να φτάσουν στις μάζες

Οι ίδιες οι διαταγές των μανδαρίνων για το σταμάτημα της απεργίας, γιατί

Βέβαια δίχως ατμό ήτανε σταθμευμένες οι λοκομοτίβες

και τα ταχυδρομεία εγκαταλειμμένα. Κι έτσι

Λοιπόν ακόμα φανερώθηκε η

Μεγάλη δύναμη των εργατών.»

 

 

-Βλ. Μαγιακόφσκι, «Β. Ι. Λένιν»

(…)Ξέρω έναν εργάτη
που γράμματα δε νογάει.
Δεν γεύτηκε
μήτε τ’ αλφάβητου τ’ αλάτι.
όμως άκουσε κάποτε,
τον Λένιν να μιλάει,
κι όλα τα κατάλαβε
το μυαλό του εργάτη.
Άκουσα
κάποιου χωριάτη απ’ τη Σιβηρία
την ιστορία.
Σηκώθηκαν, με τα ντουφέκια
πήραν τη γη,
την καρπίσαν.
Για τον Λένιν
δεν είχαν ούτε διαβάσει, ούτε ακούσει,
μα λενινιστές
κιόλας όλοι τους ήσαν.
Είδα βουνά,
που βλαστάρι δε βγαίνει.
Μονάχα το σύννεφο
στα βράχια σκοντάφτει.
Κι εκατό βέρστια πιο πέρα
κάποιος ερημίτης να μένει,
που στα κουρέλια του,
το σήμα του Λένιν
αστράφτει.
Θα μου πούνε ―
πως μιλώ για κονκάρδες
που τα κορίτσια τις καρφώνουν
στο ρούχο τους κοκέτικα
παραξενιές της ζωής.
Μα όχι ―
δεν είναι κονκάρδες
είναι η καρδιά η ίδια
που ανάβει το ρούχο,
και λάμπει γεμάτη
αγάπη για τον Ιλίτς.
Αυτό
δεν εξηγείται
με της εκκλησίας τα τεφτέρια,
κι ούτε κάνας θεός τον πρόσταξε:
Γίνου ο εκλεκτός!
Με ανθρώπινο βήμα,
με εργάτη χέρια,
με το δικό του μυαλό
πήρε το δρόμο
αυτός.(…)

(Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, μετάφραση Δημήτρης Πάνου)

 

 

-Κ. Παλαμάς, «Εμείς οι εργάτες…»

Εμείς οι εργάτες είμαστε που με τον ιδρώτα μας
ποτίζουμε τη γη για να γεννά
καρπούς, λουλούδια, τ’ αγαθά του κόσμου ολόγυρά μας
φτωχή αλουλούδιαστη, άκαρπη μονάχα η αργατιά.

Εμείς οι εργάτες είμαστε που με τον ιδρώτα μας
ζυμώνουμε του κόσμου το ψωμί.
πιο δυνατά κι απ’ τα σπαθιά τα χέρια τα δικά μας,
και με όλο τ’ αλυσόδεμα, σκάφτουν, και η γη πλουτεί.

Στου κόσμου τους θησαυριστές το βιος σου, εργάτη, νόμοι
στο τρώνε αδικητές χωρίς ντροπή.
Αγκαλιαστήτε αδέλφια ορθοί! Με μια καρδιά, μια γνώμη.
Δικαιοσύνη, βρόντηξε και λάμψε, Προκοπή!

 

 

-«…Αυτοί που περιμένουν στον ξύλινο πάγκο
είναι οι φτωχοί, οι δικοί μας, οι δυνατοί
είναι οι ξωμάχοι και οι προλετάριοι
-κάθε τους λέξη είναι ένα ποτήρι κρασί
μια γωνιά μαύρο ψωμί
ένα δέντρο πλάι στο πάγκο
ένα παράθυρο ανοιχτό στη λιακάδα.

Είναι οι δικοί μας Χριστοί, οι δικοί μας Άγιοι.»
(Γ. Ρίτσος, Καπνισμένο τσουκάλι)

 

 

-Γιάννης Ρίτσος, «Ομιλητής Προλετάριος»

 «Έκανε να μιλήσει˙ κόμπιασε˙
ξανάπε τα ίδια˙ σταμάτησε.

«Αυτό ήταν», είπε κι ακούμπησε το χέρι του στο τραπέζι.

Το χέρι του, στέρεο, καθάριο περίγραμμα,
ήταν ένα φαρδύ μυστρί. Μπορούσαμε να εμπιστευθούμε
στα λόγια που δεν είπε και στα χέρια του.

Έξω απ’ την κάμαρα κατέβαινε βουίζοντας το φως.»

(Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα, Κέδρος)

 

 

Λουκάς Σταύρου, «Ο προλετάριος»

«Δεν έχω περιουσία στα κατεχόμενα
για να ζητήσω αποζημίωση
ή να την ανταλλάξω
Άσε που γενικά
δεν έχω περιουσία
άρα λοιπόν ως προλετάριος
δεν έχω λόγο
και μερίδιο στη πατρίδα;»

(http://lukestavrou.com/poems/2016-02-28-proletarios/)

 

 

 

Single Post Navigation

12 thoughts on “Πες το με ποίηση (189ο): «Εργασία – εργάτης – προλετάριος»…

  1. AΓΓΕΛΙΚΗ on said:

    Καλή εβδομάδα με εργασία και χαρά!

    *

    1. EΡΓΑΣΙΑ

    Μια φορά
    ήταν η ζωή μου ευτυχισμένη∙ η γη
    άνθη μου ’δινε κι άφθονους καρπούς.
    Τώρα σκάβω γη ξερή και χέρσα.
    Η αξίνα χτυπάει
    σε πέτρες και χαμόκλαδα∙ πρέπει να σκάψω
    βαθιά, όπως αυτός που θησαυρό ψάχνει.

    Umberto Saba (1883-1957) ηλεκτρονικό Φρέαρ -Μετάφραση από τα ιταλικά: Θεοδόσης Κοντάκης

    Η δουλειά, Πρωτοψάλτη

    2. ΟΙ ΕΥΣΥΝΕΙΔΗΤΟΙ

    Σηκώνονταν
    Χρόνια ολόκληρα
    Στις έξι κάθε μέρα

    Όταν βγήκαν στη σύνταξη
    Ορκίστηκαν πως
    Θα έπαιρναν
    Το αίμα τους πίσω

    Θα περνούσαν
    Όλη μέρα στο κρεβάτι
    -Δεν θα τους κουνούσε
    Τίποτα

    Όμως το ρολόι τους
    Καλά ρυθμισμένο
    Τους πετούσε πάνω
    Ώρα έξι ακριβώς

    ΒΑΓΙΑ ΚΑΛΦΑ, ΛΗΘΟΣΤΡΩΤΟ, 2013

    *

    3. ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ

    Πρόσωπα
    Το ένα δίπλα στο άλλο
    Κι απέναντι
    Γεμάτα σκαλωσιές
    Όπου μύες εργάζονται σκληρά
    Να φτιάξουν ένα άρτιο χαμόγελο
    Εγκεκριμένο από την πολεοδομία
    Που αγαπά
    Τις καλές προσόψεις

    ΒΑΓΙΑ ΚΑΛΦΑ, ΛΗΘΟΣΤΡΩΤΟ, 2013

    *

    4. ΖΗΤΟΥΝΤΑΙ ΕΡΓΑΤΕΣ

    Ήταν εξήντα χρόνων περίπου.
    Για να βάλει σε κίνηση αυτή την ανάγλυφη
    σοφία των χεριών του, περίμενε ώρες
    μπρός σε μια πόρτα.

    Περνώντας λοιπόν,
    τον άφησα πίσω μου, έξω απ’ την πόρτα
    που έκλεινε σαν όταν σβύνει ένα φως.
    Το μόνο που υπήρχε μέσα στη νύχτα.

    ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ – ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ: Ἡ λιτανεία τῶν σκεπασμένων προσώπων, 1961

    *

    5. ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ

    Σάββατο βράδυ. Χτυπούσε σφυρίζοντας
    το κόκκινο σίδερο όταν τινάχτη το ρίνισμα,
    καρφώθηκε, βούλιαξε, πλέοντας κόκκινο
    μέσα στο μάτι του. Όλα γύρω του τότε
    έγιναν κόκκινα: κ’ η βαριά κι’ ο αέρας
    κ’ οι άνθρωποι που έτρεξαν. Σαν ένας λυγμός
    αναλύθηκε η μνήμη του:

    Τα δυο του κορίτσια,
    τ’ αγόρι, η γυναίκα του, τα είκοσι
    έξη του χρόνια. Κι’ ακόμη: Αν ο κόσμος
    δεν ήτανε όμορφος, αν η ζωή
    δεν τραγούδαγε γύρω του, δεν θα χτυπούσε
    το κόκκινο σίδερο.
    Στις μικρές παλάμες του,
    Διακλαδίζονταν κόκκινα ρυάκια, κολλούσανε
    Το ένα με το άλλο τα δάχτυλα.

    Στεκόταν ακίνητος, σα νάκανε τον
    απολογισμό της ζωής του. τα «Ναι» και τα «Όχι» της,
    «Ζημίαι και κέρδη». Τα βρήκε ένα – ένα.
    Τα βρήκε, τα ζύγισε. Κι’ άξαφνα βόγκηξε,
    χτυπώντας τις δυο ματωμένες παλάμες του:
    «Αίμα και δάκρυα!»

    ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

    *

    6. ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑ

    Έχω να προσέχω τα παιδιά
    Ν’ απλώσω τα ρούχα
    Να σφουγγαρίσω το πάτωμα
    Να ψωνίσω για φαγητό
    Να τηγανίσω μετά το κοτόπουλο
    Να σκουπίσω το μωρό

    Έχω παρέα να ταΐσω
    Τον κήπο να ξεχορταριάσω
    Έχω πουκάμισα να σιδερώσω
    Να ντύσω τα κουτσούβελα
    Την κονσέρβα ν’ ανοίξω

    Έχω να καθαρίσω τούτη την καλύβα
    Μετά να φροντίσω για τους ασθενείς
    Το βαμβάκι ύστερα να μαζέψω.

    Λάμψε πάνω μου, ηλιαχτίδα
    Βρέξε πάνω μου, βροχή
    Ριχτείτε πάνω μου απαλά, δροσοσταλίδες
    και δροσίστε πάλι το μέτωπό μου.

    Καταιγίδα, πάρε με από ‘δω
    Με τον αγριεμένο σου άνεμο
    Άσε με να αιωρηθώ στον ουρανό
    Ώσπου να μπορώ ξανά ν’ αναπαυθώ.

    Ριχτείτε απαλά, χιονονιφάδες
    Καλύψτε με λευκά
    παγωμένα φιλιά και
    Αφήστε με ν’ αναπαυθώ απόψε.

    Ήλιε, βροχή, κυρτέ ουρανέ,
    Βουνό, ωκεανοί, φύλλο και πέτρα
    Αστέρι λάμψε, σελήνη φέξε
    Είστε ό,τι μπορώ να αποκαλέσω δικά μου.

    ΜΑΓΙΑ ΑΓΓΕΛΟΥ, μτφρ.: Μαρία Κατσοπούλου

    *

    7. ΣΕ ΜΙΑ ΕΡΓΑΤΡΙΑ

    Γειρτός θωρώ στη χαμηλή σου στέγη
    τα γραμμένα μέλη σου απλωμένα
    βαριά η ατμοσφαίρα γύρω πλέγει
    στα σφραγισμένα μάτια σου, ω παρθένα.

    Που κάτωχρο τ’ αχείλι τρέμει αγάλι
    κατάρα ή προσευχή θα μουρμουρίσει;
    Αντίκρ’ η νύχτα λιώνει στην κραιπάλη,
    ω κατακόμβη, άγιο που έχεις κλείσει!

    Χεροπιαστοί οι ουρανοί κι αγγέλοι
    πάνου στη[ν] τόση οπού σε ζώνει φρίκη
    αλλάζουν το φαρμάκι σου με μέλι…

    Ορθώσου με τα στήθη κρύα πέτρα
    και σείσε την αθώα βελονοθήκη
    φαρμακερή στην ατιμία φαρέτρα!

    ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ, Σονέτα

    *

    8. ΓΥΡΝΩΝΤΑΣ ΠΑΛΙ ΑΠ’ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ

    Γυρνώντας πάλι απ΄ τη δουλειά
    μετά το μεροκάματο της άνεργής μου σκέψης,
    κλειδιά να ψάχνω που συνέλεγα
    για σπίτι, τ΄ αυτοκίνητο, της αγωνίας το ερμάρι.

    Τις οδοντώσεις όλες είχα μάθει
    μη φτιάξω ένα κλειδί που όλα να τ΄ ανοίγει,
    το ναι μου ξεκλειδώνοντας
    γιατί το όχι μου ακούστηκε
    με σθένος στις κραυγές του ξημερώματος
    από λαρύγγι που διαλάμπει πόνος και σιωπή,
    μήπως και προσληφθώ σαν έσχατος
    στην τήξη του ερέβους.

    ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΤΡΟΥΤΣΟΣ, , «Στην τήξη του Ερέβους», Λυκόφως, 2013.

    Η δουλειά κάνει τους άντρες, Ελένη Ροδά

    9. ΔΟΥΛΕΙΑ ΧΩΡΙΣ ΕΛΠΙΔΑ

    Όλα δουλεύουν στην πλάση. Για δες: Τα μελίσσια βουΐζουν,
    απ’ τις φωλιές τους οι σάλιαγκοι βγήκαν· στρουθιά φτερουγίζουν.

    Και να που κι ο γέρος χειμώνας κι αυτός στο γαλάζιο του απείρου
    έχει στα μάτια του κάτι σα φως ανοιξιάτικου ονείρου.

    Μόνος εγώ μέσα σ’ όλα με δίχως δουλειά τριγυρνάω,
    κι ούτ’ αγαπώ, κι ούτε μέλι τρυγώ, κι ούτε πια τραγουδάω.
    Κι όμως γνωρίζω κάτι άγνωστους όχτους που αμάραντ’ ανθίζουν,
    ξέρω κρυμμένες πηγές που το νέκταρ σε ρυάκια σκορπίζουν.

    Γι’ άλλους, αμάραντα, αλλοίμονο, γι’ άλλους αν θέλετ’ ανθίστε·
    όχι! για μέ μην ανθίστε. Μακριά μου ρυάκια κυλήστε·
    μ’ έν’ αστεφάνωτο μέτωπο φεύγω με χείλη φρυγμένα,
    κι αν με ρωτάς ποιος με πνίγει καημός, άκου τούτο από μένα:

    Δίχως ελπίδα η δουλειά νέκταρ μέσα σε κόσκινο χύνει,
    και δίχως κάποιο σκοπό η ελπίδα δε ζει· μήτ’ εκείνη.

    Σάμιουελ Τέηλορ Κολριτζ, Μετ: Λάμπρος Πορφύρας

    *

    10. [ΜΙΣΘΙΑ ΔΟΥΛΕΙΑ< ΣΩΡΟΙ ΧΑΡΤΙΩΝ…]

    Μίσθια δουλειά, σωροί χαρτιών, έγνοιες μικρές, και λύπες
    άθλιες, με περιμένανε σήμερα καθώς πάντα.
    Μόνο είδα, φεύγοντας πρωί, στην πόρτα μου τολύπες
    τα ρόδα, και γυρίζοντας έκοψα μια γιρλάντα.

    ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

    *

    11. Η ΔΟΥΛΕΙΑ

    Σας έχουν πει ότι η ζωή είναι σκοτάδι και μέσα στην απελπισία, σας γυρίζει σαν ηχώ αυτό που ειπώθηκε από τον απελπισμένο.

    Κι εγώ σας λέω πως η ζωή είναι σκοτάδι αν δεν υπάρχει πάθος.

    Και κάθε πάθος είναι τυφλό αν δεν υπάρχει γνώση. Και κάθε γνώση είναι μάταιη χωρίς δουλειά, μα και η δουλειά είναι άδεια χωρίς αγάπη. Μα σαν δουλεύετε μ' αγάπη, ενώνεστε με τον εαυτό σας κι ο ένας με τον άλλο κι όλοι σας με το Θεό.

    Και τι σημαίνει δουλεύω με αγάπη; Σημαίνει να υφαίνεις με κλωστές που τραβάς απ' την καρδιά σου, σαν να ‘ταν να φορέσει το ύφασμα αυτό η αγαπημένη σου ψυχή…

    Σημαίνει να χτίζεις ένα σπίτι με στοργή, σαν να ‘ταν να κατοικήσει σ' αυτό η αγαπημένη σου ψυχή…

    Σημαίνει να σπέρνεις με τρυφερότητα τους σπόρους και με χαρά να συλλέγεις τη σοδειά, σαν να ‘ταν να φάει τον καρπό η αγαπημένη σου ψυχή…

    Σημαίνει να δίνεις σε όλα το δικό σου νόημα, με μια ανάσα από το πνεύμα σου…

    Πολλές φορές σας άκουσα να λέτε σαν να μιλούσατε στον ύπνο σας "αυτός που δουλεύει το μάρμαρο και βρίσκει της ψυχής του την έκφραση στην πέτρα, είναι ανώτερος από αυτόν που οργώνει τη γη. Κι αυτός που πιάνει τα χρώματα του ουράνιου τόξου και τα βάζει πάνω σ' ένα πανί μα ανθρώπινες μορφές, αξίζει περισσότερο από αυτόν που φτιάχνει σανδάλια για τα πόδια μας".

    Αλλά εγώ σας λέω, όχι στον ύπνο μου μα ολόξυπνος στο καταμεσήμερο, ότι ο άνεμος δεν τραγουδά γλυκύτερα στις γιγάντιες βελανιδιές απ' όσο στο πιο μικρό και ταπεινό χορταράκι…

    Και μεγάλος είναι αυτός που μεταλλάζει τη φωνή του ανέμου σε τραγούδι και το κάνει γλυκό με την αγάπη του.

    Η δουλειά είναι φανερωμένη αγάπη. Κι αν δεν μπορείτε να δουλεύετε μα αγάπη, παρά μόνο με αηδία, καλύτερα παρατήστε τη δουλειά σας και καθίστε στην πύλη του ναού να παίρνετε ελεημοσύνη απ' αυτούς που δουλεύουν με χαρά.

    Γιατί αν ψήνεις το ψωμί με αδιαφορία, ψήνεις πικρό ψωμί, που δε χορταίνει παρά την μισή πείνα του ανθρώπου. Κι αν αγανακτείς με των σταφυλιών το πάτημα, η αγανάκτησή σου στάζει δηλητήριο στο κρασί. Κι αν σαν τους αγγέλους τραγουδάς, μα δεν αγαπάς το τραγούδι, βουλώνεις τα αυτιά του ανθρώπου στης μέρας τις φωνές και στις φωνές της νύχτας.

    Χαλίλ Γκιμπράν, Kahlil Gibran (1883-1991) Ο Προφήτης

    *

    12. ΕΡΓΑΤΗΣ ΣΤΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

    Καθώς εργάζονταν το σχήμα,
    εργάτης σε υαλουργείο,
    κατάλαβε πολύ καλά τον έρωτα
    για την ύλη,
    όπου φυσούσε την πνοή του.
    Κάποτε κρύσταλλο, κάποιο μαργαριτάρι,
    φίλντισι, πολύτιμο ελεφαντοκόκαλο
    ή οπάλι με χρώματα ομίχλης
    προς το κυανό.
    Όλ' αυτά ύλη, που γινόταν σχήμα,
    σχήμα ερωτικό, για ό,τι υπάρχει
    μέσ' στο χρόνο.

    Το σχήμα, δοχείο του χρόνου,
    ερωτικό τον περιέβαλε,
    προσφορά στο χρόνο,
    προσδοκία και δέξιμο μαζύ,
    αγκάλιασμα στου χρόνου τη μορφή,
    το σχήμα που σχημάτιζε ειδικό,
    δικής του σημασίας,
    δική του φαντασία.

    Όμως καθώς το σχήμα έψαυε
    τελειωμένο, ύστερα, το υλικό του χέρι,
    κατάλαβε του χρόνου την υλικότητα∙
    καθώς το χέρι το δικό του
    και το σχήμα μαζί,
    και το πολύτιμο ερωτικό υλικό
    γινόταν διάφανη έννοια του χρόνου.
    Όλα μαζί.
    Ιδίως ο εαυτός του.

    Ζωή Καρέλλη, Φαντασία του χρόνου (1949)

    Δουλειά κι αγώνας, Αλεξίου

    13. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΑ ΜΥΣΤΙΚΑ

    Ο λόγος όσο πιο έντεχνος
    τόσο φυλάει το μυστικό της επιβίωσης.

    Μες στις γραμμές του κρύβει
    το ποιος σου μάτωσε την ψυχή
    σου λέρωσε τ’ αστέρια ·
    θα ψευδομαρτυρήσει ο λόγος
    για να κερδίσεις εσύ
    τον αντικατοπτρισμό του έρωτα.

    Συνθέτει την υπεράσπιση κι αθώωσή σου
    που θυσίασες το μυστικό της αιωνιότητας
    για ένα στιγμιαίο σμίξιμο με τον ουρανό
    και με μια ευφάνταστη του στίχου στροφή
    σε κάνει να ξεχνάς τη δίαιτά σου την καθημερινή:
    εφήμερο ωμό.

    Αναφωνείς με ωραία διαλεγμένες αντιθέσεις:
    «Μου φτάνει η ποίηση της στιγμής»
    πίσω αφήνεις την απώλεια,
    αναζητάς καινούργιες τεχνικές
    για να υμνήσεις μάτια, κι άλλα μάτια
    γιατί όσο μένουν τα δικά σου ανοιχτά, λες
    έχω δουλειά ακόμη.

    ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ –ΡΟΥΚ

    *

    14. ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΝΑ ΠΗΓΑΙΝΕΙ ΣΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΤΗΣ ΤΟ ΠΡΩΙ

    Όμως αυτή η παρόμοια γυναίκα
    που τώρα ετοιμάζεται αργά,
    στοιχειώνοντας ιερογλυφικά καθώς διπλώνει
    τη φούστα νέφος της δουλειάς στην αυριανή καρέκλα,
    τούτη η γυναίκα σαν πέσει στο κρεβάτι
    και σβήσει έξω της όλο το φως,
    καλεί τις γύφτισσες να 'ρθούν στην κάμαρά της,
    μάντισσες με τρελά χαρτιά που ξεγελούν το μέλλον.
    (Σε ποιους πολύβοους τόπους να πατά,
    σε ποιους βυθούς τη στέλνουνε οι δίνες,
    με ποιους παράφορους ανέμους ερωτεύεται
    καίγοντας όλα των σωμάτων της τα σχήματα.)

    Μα να το ίδιο αυτό κατάπληκτο κορίτσι,
    που μοιάζει τώρα τούτη η γυναίκα,
    παίζει ματιές με τον χειμώνα απ' το παράθυρο
    (ένα φύλλο πέφτει στην πέτρα,
    η πέτρα γυαλίζει στη βροχή),
    γύρω στα πόδια της μαζεύει τον καιρό,
    κομμάτια ενέχυρα πραγμάτων γερασμένων.

    Αλλά ο καιρός είναι έξω∙
    μέσα γυρίζει το ποτάμι χωρίς κύματα,
    γάμους διασχίζοντας, τελετουργίες παιδιών,
    ρούχα εκβάλλοντας που αστράφτουν
    στης σιδερώστρας τον λαιμό.

    Χύτρες αγρίμια ρουθουνίζουν στην κουζίνα.

    Τούτη η γυναίκα, που απλά είναι μια γυναίκα,
    κοιμάται τώρα. Στο τέλος της εικόνας της κοιμάται.
    Ναυάγια ήσυχα οξειδώνουν την κοιλιά της,
    γλυκό του ονείρου το κρασί στον ουρανίσκο της.
    Καθώς ανοίγεται σε μέρες που ονομάζονταν
    κι ο χρόνος μπαίνει αληθινός,
    μονάχα στον πόθο του ύπνου της
    θυμάται ποια είναι.

    Σταύρος Ζαφειρίου, Δημοσιευμένο στο περιοδικό Εντευκτήριο, τεύχος 57 (Απρίλιος-Ιούνιος 2002)

  2. Ciao Aggelik;i!!!… Πολύ ωραία!!!!

    *Να σε ενημερώσω ότι Ιούλιο κι Αύγουστο δε θα ‘χουμε αναρτήσεις… Γι’ αυτό, επειδή είναι η σειρά σου, να είσαι έτοιμη το πρώτο Σαββατοκύριακο του Σεπτέμβρη.

    -«Το νου σας, σύντροφοι ποιητές, – ένας ποιητής
    είναι ένας εργάτης στο πόστο του, ένας στρατιώτης στη βάρδια του,
    ένας υπεύθυνος αρχηγός μπροστά στις δημοκρατικές στρατιές των στίχων του»
    (Γιάννης Ρίτσος)

    -«Εργάτη, είδα το δίκιο σου κ’ έλεα να ξεκινήσω
    να σταθώ πλάι σου… Μια φωνή μου έκραζε πάντα: Πίσω!
    Να είταν το αίμα μέσα μου που ρέει του νοικοκύρη;
    Να είταν η Μούσα ρηγικό που μου ‘δωκε ψαλτήρι;»
    (Κ. Παλαμάς)

    -«Στην αργατιά, στη χωριατιά το χιόνι, η γρίππη, η πείνα,
    οι λύκοι,
    ποτάμια, πέλαγα, στεριές, ξολοθρεμός και φρίκη.
    Χειμώνας άγριος. Κ’ η φωτιά, καλοκαιριά στην κάμαρά
    μου.
    Ντρέπομαι για τη ζέστα μου και για την ανθρωπιά μου.»
    (Κ. Παλαμάς)

    -«Τότε που ο θάνατος πιάνει λίγο τόπο στην καρδιά
    κ’ οι καμινάδες δείχνουν με σίγουρα δάχτυλα την ευτυχία,
    τότε που το μεγάλο γαρύφαλλο του δειλινού
    το ίδιο μπορεί να το μυρίσει ο ποιητής κι ο προλετάριος
    είναι η ειρήνη.
    Τίποτ’ άλλο δεν είναι η ειρήνη.»
    (Γ. Ρίτσος)

    -«Εγώ ‘μαι ο Εργάτης!» – Θοδόσης Πιερίδης

    «Εγώ ‘μαι ο άνθρωπος με τα χοντροπάπουτσα,
    με τους ρόζους στις παλάμες.
    Με τα ίχνη του λαδιού και της σκόνης
    στων νυχιών μου τις ρίζες.
    Εγώ ‘μαι που σκάβω τους δρόμους
    για να περάσουν μαζί μου οι ανθρώποι.
    Εγώ ‘μαι που χτίζω – πρώτος μαζί μ’ όλους
    τους ανθρώπους.
    Εγώ ‘μαι που δέχομαι τις πρώτες λαβωματιές
    πρώτος μαζί μ’ όλους τους ανθρώπους.
    Εγώ ‘ μαι που τη νίκη φέρνω – πρώτος μαζί
    μ’ όλους τους ανθρώπους.
    Κι ο ποιητής που διάλεξε
    τη λέξη να ταιριάζει με την πράξη
    μπορεί να πει πως είμαι η πρωτοπόρα τάξη.
    Κι αν είναι παλικάρι και τολμά
    να λέει κάθε ομορφιά με τ’ όνομά της
    μπορεί να γράψει πως εγώ ‘μαι ο δουλευτής,
    εγώ ‘μαι ο Εργάτης!»
    (http://stithaghi.blogspot.gr/2013/09/blog-post_10.html)

    -Κ. Π. Καβάφης, «Ζωγραφισμένα»

    «Την εργασία μου την προσέχω και την αγαπώ.
    Μα της συνθέσεως μ’ αποθαρρύνει σήμερα η βραδύτης.
    Η μέρα μ’ επηρέασε. Η μορφή της
    όλο και σκοτεινιάζει. Όλο φυσά και βρέχει.
    Πιότερο επιθυμώ να δω παρά να πω.
    Στη ζωγραφιάν αυτή κυττάζω τώρα
    ένα ωραίο αγόρι που σιμά στη βρύσι
    επλάγιασεν, αφού θ’ απέκαμε να τρέχει.
    Τι ωραίο παιδί· τι θείο μεσημέρι το έχει
    παρμένο πια για να το αποκοιμίσει. —
    Κάθομαι και κυττάζω έτσι πολλήν ώρα.
    Και μες στην τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι απ’ την δούλεψή της.»
    (Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

    -Μπ. Μπρεχτ, «Η ανεργία»

    «”Κύριοι συνάδελφοι, η ανεργία
    πρόβλημα πολύ ακανθώδες”
    Εφ’ ω και είναι ευκαιρία
    το Συμβούλιόν μας το εργώδες
    να της αφιερώσει μίαν… συζήτησιν.
    Διότι είναι καθαρά θεομηνία
    διά το έθνος η ανεργία.
    Αίνιγμα αποτελεί διά πάντα τίμιον
    πολίτην και υγιώς σκεπτόμενον
    της ανεργίας το φαινόμενον.
    Και επιπλέον, εξόχως επιζήμιον.
    Κύριοι, οι καιροί ου μενετοί!
    Θα απετέλει δε αδυναμίαν μας θανάσιμον,
    εάν ημείς, του έθνους οι εκλεκτοί,
    δεν εύρωμεν μίαν δικαιολογίαν βάσιμον,
    και την εμπιστοσύνην ούτω χάσωμεν
    του λαού, ήτις μας είναι λίγο χρήσιμος.
    Πρέπει, λοιπόν, δεόντως να αντιδράσωμεν.
    Διότι θα είναι συμφορά μοιραία και κρίσιμος
    εάν κρούσματα κοινωνικής έχομεν αναταραχής,
    ενώ ευρισκόμεθα επί ξηρού ακμής!
    Θα ήτο διά το έθνος απειλή ολεθρία,
    που το μαστίζει τόση ανεργία!
    Δεν συμφωνείτε, κύριοί μου;
    Το συμφερότερον, κατά την άποψίν μου,
    είναι ν’ αποφασίσωμεν ότι το πρόβλημα ελύθη,
    και να το παραδώσωμεν στην λήθη.
    -Την άποψή σας, να τη βράσουμε! Η ανεργία,
    πληγή και παιδεμός του τόπου,
    θα λείψει μοναχά τη μέρα όπου
    θα μπείτε εσείς στην ανεργία!»
    (Μπ. Μπρεχτ, Ποιήματα, μτφ. Μάριος Πλωρίτης, Εκδόσεις Θεμέλιο)

    -Μπ. Μπρεχτ, «ΤΟ ΚΥΚΛΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΑΝΕΡΓΩΝ»

    «Αν δεν κοπούν καθόλου ξύλα,
    ο φούρναρης ψωμί δεν βγάζει.
    Ο φούρναρης ψωμί αν δεν ψήνει,
    ο ξυλοκόπος δεν τη βγάζει.

    Μα ο ξυλοκόπος αν πεθάνει,
    για ποιον ο φούρνος πια θα ψήνει;
    Κι αφού ψωμί δε θα υπάρχει,
    το δάσος άκοπο θα μείνει.»
    (https://zbabis.blogspot.gr/2015/03/12-4.html)

  3. Tα ακόλουθα δύο ποιήματα γράφτηκαν από τον Πατρινό αναρχοσοσιαλιστή Bασίλη Δουδούμα, και αγαπήθηκαν και τραγουδήθηκαν από τους εργάτες της εποχής εκείνης:

    Σηκωθήτε

    Aφ’ τον ύπνο τιναχθήτε και σκωθήτε στο ποδάρι
    – δεν ακούτε της τρουμπέταις;
    κάμετε τ’ αητού το μάτι, του φιδιού τη γληγοράδα
    κ’ αφ’ τα στήθια σας μουγκρίχτε σα μουγκρίζει το λιοντάρι.
    Ήρθ’ η ώρα, δεν ακούτε; όλοι απάνου στην αράδα
    για σας σκίζουντ’ η τρουμπέταις.

    Aφ’ την τσάπα μαυρισμένοι, στα πηγάδια, στον αέρα
    – δεν ακούτε της τρουμπέταις;
    Tόσα χρόνια σκάψε σκάψε ρέψανε τα κόκκαλά σας.
    Tί π’ αντέχετε ακόμα; σηκωθήτε, είν’ ημέρα.
    Ήρθ’ η ώρα, ζωή νέα για ν’ ανοίξουν τα τσαπιά σας,
    σας φωνάζουν η τρουμπέταις.

    Mε τα χέρια σταυρωμένα και μουγκοί, ποιον καρτεράτε
    να σηκώση δοξασμένα τα κορμιά σας και να ιδήτε
    νέο κόσμο ν’ ανατέλλη;
    Σηκωθήτε ορθοί σαν άντρες με το γρόθο σας να δείχτε
    πως ο κόσμος είν’ δικός σας και της μάντραις του να ρίχτε.

    Σηκωθήτε οι πεσμένοι στη δουλειά για το ψωμί σας
    – δεν ακούτε της τρουμπέταις;
    Tί κερδίστε τόσα χρόνια δούλοι ο ένας εις τον άλλον
    σας εσάπισε η έγνοια και η φτώχεια το κορμί σας,
    σηκωθήτε κι εμπρός όλοι στον αγώνα τον μεγάλον
    που φωνάζουν η τρουμπέταις.

    Λίγ’ ακόμα και τα όρνια θα σας πάρουν για ψωφίμια
    – δεν ακούτε της τρουμπέταις;
    Σηκωθήτε όλοι οι σκλάβοι κ’ αντρειεύτε την ψυχή σας,
    δεν γινήκατε ανθρώποι για να ζήτε μές στη γδίμια
    και να βρέχετε με αίμα και ιδρώτα το ψωμί σας,
    σας φωνάζουν η τρουμπέταις.

    Σηκωθήτε είν’ η ώρα οπού σκούζουν η τρουμπέταις
    – δεν ακούτε τη φωνή τους;
    Όλ’ η εργατιά του κόσμου με λοστούς ξεθεμελιώνει
    ό,τι έχτισε ο δόλος, η κλεψιά κι η μπαγιονέταις
    κι ένα δίκαιο κόσμο Nέο στα ερείπιά του ριζώνει,
    δεν ακούτε τη βουή του;

    Όλοι αδελφωμένοι

    Θ’ ανατείλλη μια φορά Aγάπη εις τη γη μας
    και θα ενώση όλους τους λαούς σε γιορτινά τραγούδια.
    Έγνοιες κι αγώνες ταπεινοί θα λείψουν κ’ η ζωή μας
    θ’ ανθίζη με το άρωμα π’ ανθίζουν τα λουλούδια.

    Aπ’ τις κορφές εκεί ψηλά π’ ο Ήλιος τώρα βγαίνει
    θα βγη ταχιά μαζί μ’ αυτό ολόλαμπρη η Aλήθεια,
    και το σκοτάδι όπου τη Γη ωσάν θηρίο βυζαίνει
    θα ζη μονάχα στου παλιού καιρού τα παραμύθια.

    Aπ’ άκρη σ’ άκρη οι φυλές με χέρι διαταγμένο
    θα ξεριζώσουν τις παλιές τις έχτρες και τα μίση
    και θ’ ανταλλάξουν φίλημα αγάπης μυρωμένο
    «Θάμαστε όλοι αδελφοί, ελεύθεροι και ίσοι».

    Aλλ’ ώς που νάρθ’ η ποθητή ημέρα να χαρούμε,
    θυμήσου πως ετάξαμε αντάμα ορκισμένοι
    στο ξύπνημα των ταπεινών του κόσμου να γυρνούμε
    και να μην πάψουμε προτού να σηκωθούν
    νάμαστε αδελφωμένοι.

  4. @Tsigros Grigoris:
    Ευχαριστούμε για τη συνεισφορά.

    @Ώστε λοιπόν το μπλογκ πάει διακοπές, Γιάννη. Καλό καλοκαίρι.
    Ρίχνε κάπου κάπου και καμιά ματιά στο mailbox, προτού γεμίσει.

    *

    15. [ΠΟΛΥ-ΚΟΙΝΗ ΗΣΥΧΙΑ]

    Mιλάω μ’ ένα παιδί που νομίζω ότι ξέρω καλά.
    Του λέω να καθίσει ήσυχα γιατί είναι ώρα κοινής ησυχίας.
    Με ρωτάει τι είναι κοινή ησυχία.

    Του απαντάω ότι οι άνθρωποι κοιμούνται επειδή γύρισαν
    κουρασμένοι απ’ τις δουλειές τους.
    Με ξαναρωτάει γιατί είναι κουρασμένοι.
    Με ξαναρωτάει γιατί δουλεύουν.
    Είναι κουρασμένοι γιατί δούλευαν πολύ γιατί πρέπει να βρούνε χρήματα για να αγοράζουν βιβλία και τετράδια και πέπες γουρουνίτσες στα παιδάκια τους, λέω.
    Εγώ δε θέλω βιβλία και τετράδια ούτε πέπες, λέει.
    Εντάξει, είναι και το φαγητό, ξαναλέω.

    Εγώ δε θέλω να τρώω, τα κάνεις όλα αηδία, ξαναλέει.
    Τι θέλεις, ξαναρωτάω το παιδί που νομίζω ότι ξέρω καλά.
    Θέλω να μην κάθομαι ήσυχα και να μην έχει ώρα αυτής της ησυχίας και να βρω μια μηχανή που θα φτιάχνει χρήματα και να μην δουλεύει κανείς και να μην είναι κουρασμένος, ξαναμαναλέει.
    Δε γίνεται, ξαναμαναλέω.

    Το παιδί με κοιτάζει βαθιά στα μάτια και χρησμοδοτεί :
    ’’Είσαι χαζή. Όλα γίνονται. Αλλά όλοι σας βαριέστε και θέλετε να κουράζεστε‘’.
    Το παιδί που νομίζω ότι ξέρω, θα σώσει τον κόσμο που δεν είχα καμία διάθεση να σώσω εγώ.
    (Αλλά μπορεί και να κάνω λάθος γιατί όντως είμαι χαζή. Και θέλω να κουράζομαι η καπιταλοκρουσμένη.)

    Γλυκερία Μπασδέκη

    *

    16. ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

    Για να
    διδάξω
    ομιλία
    στους τραυλούς
    σαν δικός
    τους

    έμαθα άπταιστα να
    τραυλίζω

    Γιατί
    με
    δέρνουν ;

    Erich Fried, μετ. Νίκου Δήμου

    ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ -Κηλαηδόνης

    17. ΜΟΝΟΣ ΜΕ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΤΟΥ

    Ὅλη τη νύχτα κάλπαζε μονάχος, αγριεμένος, σπιρουνίζοντας ἀλύπητα
    τὰ πλευρά τοῦ ἀλόγου του. Τὸν περίμεναν, λέει, τὸ δίχως ἄλλο∙
    ἦταν μεγάλη ἀνάγκη. Σάν ἔφτασε μὲ τὰ χαράματα,
    κανείς δὲν τὸν περίμενε, κανείς δὲν ἦταν. Κοίταξε ὁλόγυρα.

    Ἔρημα σπίτια, κλειδωμένα. Κοιμόνταν.
    Ἄκουσε πλάι τοῦ τ’ ἄλογό του ποὺ λαχάνιαζε –
    ἀφροί στὸ στόμα του, πληγές στὰ πλευρά του, γδαρμένη κ’ ἡ ράχη του.

    Ἀγκάλιασε τὸ λαιμὸ τοῦ ἀλόγου του κι ἄρχισε νὰ κλαίῃ.
    Τὰ μάτια τοῦ ἀλόγου, μεγάλα, σκοτεινά, ἑτοιμοθάνατα,
    ἦταν δυό πύργοι δικοί του, μακρυνοί, σ’ ἕνα τοπίο ποὺ ἔβρεχε…

    ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

    *

    18. ΩΡΑΡΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

    Εσχάτως έβαλα ωράριο στην ποίηση.
    Οκτάωρο τις καθημερινές.
    Υπερωρίες Κυριακές και αργίες.

    Πάει καιρός που κυνηγάω συλλαβές
    φυλλομετρώντας τα κιτάπια της ζωής μου.
    Οι λέξεις λες κατέθεσαν τα όπλα
    χαθήκανε στις τούφες της ομίχλης
    και τα ρυάκια στο μυαλό μου στέρεψαν
    πέτρινες φράσεις σκίζουν τις σελίδες.

    Βδομάδες τώρα ξύνω τα μολύβια μου.
    Βουλιάζω σε γραφές κι ανθολογίες.
    Μάταια στα υπόγεια της νύχτας αλυχτώ
    ν’ ανοίξω χαραμάδα στο σκοτάδι.

    Την περασμένη Κυριακή, δεν άντεξα την ήττα.
    Άφησα πίσω μου μελάνια και χαρτιά
    ξανοίχτηκα στον άνεμο και βγήκα στο μουράγιο.

    Να παίξω με τα σύννεφα κρυφτό.
    Να πιω ένα κρασί με τους ψαράδες.
    Να περπατήσω κατά μήκος της ακτής
    ως το σοφό ναυάγιο που λιάζεται στο μόλο.

    Και να που άνοιξε η βεντάλια με τις λέξεις.
    Και να που άνθισε το ποίημα στην ξέρα.

    Χάρης Μελιτάς, Παράσταση ήττας, 2012

    *

    19. ΤΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ

    Πώς να σκεφτώ
    που ο νους μου έγινε αριθμός.

    Μετρώ, μετρώ,
    ξαναμετρώ,
    εννιά κι οχτώ
    δεκαεφτά
    κι εφτά
    κι εννιά…

    Παραμιλώ.
    Πώς να σκεφτώ;

    Μετρώ, μετρώ,
    ξαναμετρώ,
    εννιά κι εφτά
    κι οχτώ…

    Μιχ. Π. Σαντορινιός, Της δουλειάς (Δημοσιεύτηκε στην «Επιθεώρηση Τέχνης», τ. 39, Μάρτης 1958, σελ. 129

    *

    20. ΤΟ ΚΕΦΙ ΤΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ

    Ένα βιβλίο έκλεψα από
    το βιβλιοπωλείο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ, στην Ερμού.

    Διόλου δεν έχω τύψεις* όπως ξέρετε
    κι ο Προμηθέας και ο Ερμής ήσανε κλέφτες.

    ΓΙΑΝΝΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ

    *

    21. ΔΟΥΛΕΙΕΣ ΤΟΥ ΠΟΔΑΡΙΟΥ
    στον Θεόδωρο

    Ο γιος μου
    δουλεύει στα σίδερα
    έρχεται κατακομμένος
    δουλεύει γκαρσόνι
    για τα φιλοδωρήματα
    τον λιώνουν τα βλέμματα
    ο γιος μου κάνει θελήματα
    πεθαίνει ο ήλιος μέσα του.

    Ο γιος μου μαζεύει ελιές
    μαυρίζουν πίκρα τα χέρια του.
    Είναι καλός ο γιος μου
    ομορφόπαιδο
    όλοι τον αγαπούν.

    Κάποτε τον φωνάζουν
    και σε άλλες δουλειές
    κάποτε
    τον φωνάζουν
    από τους ουρανούς
    να κάνει τον άγγελο
    να ανεβάσει τους πληγωμένους.

    Γιώργος Χριστοδουλίδης, Πληγείσες Περιοχές/Γυμνές Ιστορίες, Μελάνι, 2016

    *

    22. Δ’ (Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ)

    Για πενήντα ημερομίσθια το χρόνο
    προσφέρουμε
    το τελευταίο μόριο της σάρκας μας

    ενώ οι μηχανές πληθαίνουν
    ενώ τα κέρδη σωρεύονται
    κι η ανεργία σαπίζει τα θεμέλια των σπιτιών
    τα χέρια των αντρών στα καφενεία.

    Κάθε χρόνο λιγοστεύουν τα μεροκάματα
    και να κρατάς την οικογένεια με τις πιστώσεις
    να υπάρχουν εκβιαστές
    να ζητάνε ανταλλάγματα
    τα παιδιά ν’ αδυνατίζουν
    ν’ αρρωσταίνουν
    η ψυχή σου να φουσκώνει ασβέστης
    από τη θλίψη
    την αγανάκτηση.

    Πώς να κρατήσουμε την οικογένεια
    η πείνα
    ο εξευτελισμός σαρώνει κάθε καλή διάθεση
    μας έχουν διαβρώσει τα πρόσωπα
    δε γνωρίζουμε την ψυχή μας.

    Πρόδρομος Μάρκογλου, Χωροστάθμηση, 1965
    Συγκεντρωτική έκδοση Έσχατη Υπόσχεση
    Ποιήματα 1958 – 2010, 2016

    *

    23. [ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ, ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ, ΕΠΑΓΓΕΛΟΜΑΙ]

    Eπαναστάτης, μετανάστης, επαγγέλλομαι
    τον ονειροκρίτη. Mελετώ Mάγους
    τον van Eyck και τον Bosch, τον Breton
    και τον Duchamp. Xαιρετώ άθεους Bουδιστές
    του Kολοράντο, αναρχικούς κι αιρετικούς.

    Γιορτάζω το ηλιοστάσιον και την επέτειο
    κάθε Kομμούνας. Σέβομαι τη σκιά του Άθωνα
    τις πυραμίδες, την Aφροδίτη.

    Xάνομαι στο πλήθος, ξαναβρίσκω τον εαυτό μου
    στις αρτηρίες της Bαβυλώνας
    στην παλάμη του μέλλοντος.

    Νικόλας Κάλας [Mανχάταν 1977]

    Δουλειά Αγκαλιά- Γιώργος Ανδρέου, Ρίτα Αντωνοπούλου

    24. EARTHLY MEASURES

    Ένα ποτήρι κόκκινο κρασί τρέμει στο τραπέζι,
    Ανέγγιχτο, και το φως της λάμπας πέφτει στους ώμους της.

    Αυτή κοιτάει κάτω το λάχανο στο πιάτο της,
    Καρφώνει το βλέμμα στο σχισμένο ψωμί. Πρόταση:

    Η αμείωτη σκλαβιά των εργατών. «Να δουλεύεις
    Ώστε να τρως, να τρως ώστε να δουλεύεις.»

    Σκέφτεται το ρολόι των καρτών στο στήθος της,
    Τη νύχτα που βαθαίνει στην περικοκλάδα και στην αγριάδα,

    Στις αναθυμιάσεις και στα άτομα, στο εργοστάσιο
    Όπου μία χαλύβδινη μέγγενη ασκεί πίεση στους κροτάφους της

    Δέκα ώρες τη μέρα. Δεν τρώει.
    Δεν κοιμάται. Σχεδόν δεν σκέφτεται

    Τώρα που έχει τρίψει το μελανιασμένο
    Χέρι της λήθης και γευτεί το αίμα, τώρα

    Που ο φούρνος έχει βάλει ετικέτα στο δέρμα της
    Κι επωνυμία στο μέτωπό της σαν μιας Ρωμαίας σκλάβας.

    Σίγουρα ο Θεός έρχεται στους αδέξιους και στους ανεπαρκείς,
    Σε συγκολλητές με τα σκούρα γυαλιά τους, και ανειδίκευτους

    Εργάτες που περνούν το μερτικό τους από μέρες
    Τραβώντας καυτές μεταλλικές μπομπίνες απ’ τις φλόγες.

    Σίγουρα ο Θεός εμφανίζεται στους συντριμμένους και στους ανώνυμους,
    Στους ταπεινωμένους και στους ταλαίπωρους

    Που τα πόδια τους έχουν παντρευτεί την αέναη κίνηση
    Και που τα χέρια τους είναι τόσο πολύ μικρά για τα κορμιά τους.

    Πρόταση: «Μέσω της εργασίας ο άνθρωπος μετατρέπει τον εαυτό του
    Σε ύλη, όπως κάνει ο Χριστός μέσω της Θείας Ευχαριστίας.

    Η εργασία είναι όπως ο θάνατος. Πρέπει να περάσουμε
    Μέσα απ’ τον θάνατο. Πρέπει να σκοτωθούμε.»

    Πρέπει να ξυπνήσουμε ώστε να δουλέψουμε, να μοχθήσουμε
    Και να μετρήσουμε, να αποτύχουμε κατ΄ επανάληψη, να υποβληθούμε

    Στο φρενήρη ρυθμό των μηχανών, να υποφέρουμε
    Το πανδαιμόνιο και να κατοικήσουμε τις επαναλήψεις,

    Να γίνουμε το θυσιαστήριο κτήνος: ο χρόνος που εισέρχεται
    Στο σώμα, το σώμα που εισέρχεται στον χρόνο.

    Πιέζει το μέτωπό της ενάντια στο τραπέζι:
    Να δουλεύεις ώστε να τρως, να τρως …

    Έξω, οι νυχτοπεταλούδες καίγονται μες στ’ αστέρια
    Κι αστέρια κρέμονται σαν χάντρες σ’ όλους τους ουρανούς.

    Μέσα, ένα ποτήρι κόκκινο κρασί τρέμει
    Δίπλα στο κρύο λάχανο και στο σχισμένο ψωμί.

    Νύχτα εξαντλημένη, αυτή ξεχειλίζει υγρό
    Και ανέγγιχτη τροφή. Έλα κάτω σ’ αυτήν.

    Έντουαρντ Χιρς, μετ: Μαρία Θεοφιλάκου

    *

    25. ΤΕΜΠΕΛΙΑ

    Δὲν ἔχω κέφι γιὰ δουλειά,
    πάλι μὲ δέρνει τεμπελιὰ
    καὶ κάθομαι στὸ στρῶμα…

    Βρίσκω τὸ σῶμα μου βαρὺ
    καὶ ὀλ᾿ ἡ γῆ δὲ μὲ χωρεῖ
    κι ὁ οὐρανὸς ἀκόμα.

    Κακὰ νομίζω τὰ καλὰ
    καὶ βλέπω μία στὰ χαμηλὰ
    καὶ μία κοιτῶ ἐπάνω…

    Σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο τὸν χαζὸ
    ἂς ἠμποροῦσα νὰ μὴ ζῶ
    μὰ …δίχως νὰ πεθάνω.

    ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ

    *

    26. ΑΝΕΡΓΟΙ

    Του εργοστασίου η πόρτα, είναι από σίδερο’ έχει
    στο μέσο δυό κάγκελα. Και πίσω απ’ τα κάγκελα
    δυό μάτια που σφάζουν. Ο επιστάτης κοιτάζει
    την ουρά των ανθρώπων που στέκονται απ’ έξω,
    χέρια και πρόσωπα που κάνουν μια κίνηση
    όλα μαζί, κρατούν την ανάσα, σκύβουν ν’ ακούσουν.

    «Μεσημέριασε, φύγετε. Ο κύριος
    διευθυντής δε θα ‘ρθεί. Αύριο πάλι
    πρωί. Πιο πρωί».
    Χαμηλώνουν τα πρόσωπα, στέκονται αμήχανα.

    Ύστερα, φεύγοντας, κοιτάζουνε γύρω τους
    σα να ψάχνουν να βρουν ένα βάραθρο – όχι
    να κλάψουνε, όχι να ψάξουν για τίποτα.
    Να ρίξουν τα χέρια τους.

    ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

    *

    27. Η ΟΥΡΑ ΤΩΝ ΑΝΕΡΓΩΝ

    Δεν έχουν διάθεση
    Καμιά για φιλίες, χειραψίες
    Κι άλλες κοινωνικότητες

    Εγκλωβισμένοι
    Στα λαμπρά τους προσόντα
    Δεν πιάνουν κουβέντα

    Απροσχημάτιστα κρατούν
    Αποστάσεις

    Βλέμμα πέρα ή μπροστά
    Απ’ ανάγκη
    Να διαχωρίσουν τη μοίρα τους

    ΒΑΓΙΑ ΚΑΛΦΑ, ΛΗΘΟΣΤΡΩΤΟ, 2013

    *

    28. ΑΝΕΡΓΟΣ

    Δεν είναι το ξυπνητήρι
    που τον τινάζει κάθιδρο
    κάθε που ξημερώνει
    απ’ τα σεντόνια του.

    Είναι οι κτύποι της καρδιάς του
    εθισμένοι ν’ αναστατώνονται
    απ ’το κουδούνισμα του.

    Γουλιά-γουλιά νωχελικά ο καφές
    πετρώνει σταλακτίτης δηλητήριο
    στα σωθικά του.

    Στο κατακάθι ύστερα
    αργά βουλιάζουν
    συσσωρευμένα όνειρα
    ματαιωμένα.

    Μέσ’ από την ντουλάπα
    μοιάζει να τον περιγελά
    το γκρί κουστούμι, σκιάχτρο
    στην κρεμάστρα,
    με τη ριγέ γραβάτα
    κόμπο να του δένει το λαιμό
    και τα παπούτσια του
    δυο τρύπες μαύρες
    χάσκουν μνήμες
    από δρομολόγια
    ακυρωμένα πια οριστικά.

    Αγγελική Σιδηρά , Αναπάντεχα κοντά

    *

    29. ΦΟΒΟΣ

    Λέω πως ζω
    κι όταν με ρωτούν πως τα πάω
    απαντώ
    «σπίτι – δουλειά
    δουλειά-σπίτι»

    Κάθε πρωί κατεβάζω τα σκουπίδια
    με προσοχή μην σχιστούν οι σακούλες
    Προσέχω μην συναντήσω τον γείτονα
    αποφεύγω τον σκύλο που μισώ
    δεν ανοίγω το γραμματοκιβώτιο
    κατοικούν μέσα του Κέρβεροι
    κι ένας Προκρούστης
    που θέλει δουλειά.

    Αν του την δώσω τι θα λέω
    όταν με ρωτούν αν ζω;
    Ζω σπίτι;

    ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΟΓΚΑΣ

  5. Σας ευχαριστώ πολύ!… Καλό καλοκαίρι και καλές διακοπές… Το πρώτο Σ/Κ του Σεπτέμβρη, να ‘μαστε καλά, ν’ ανταμώσουμε ξανά!

    -«…Έτσι καθώς τα βράδια
    οι μεροκαματιάρηδες
    ξεφυλλίζουν την εφημερίδα
    μια μυστική αντάρα βαραίνει
    τα βλέφαρά τους
    διαπερνώντας τα μ’ απλά όνειρα:
    Να γλυκάνει το ψωμί
    να ροδίσει το μάγουλο των παιδιών
    κι ανθόκηπους να γιομίσει το βλέμμα τους.

    Κοίτα!
    Μαθαίνουν οι προλετάριοι να γελάνε…»
    (Άλκης Αλκαίος)

    -Άλκης Αλκαίος, «Εργάτες σαν το ατσάλι»

    «Η μπόρα εδώ, ερχόταν πάντα ξαφνικά. Ευαισθητοποιούσε στο έπακρο τις αντέννες, λαχτάριζε τις πόες της αυλής και μολαταύτα η αλήτισσα απορούσε με την αμάχη μας. Ύστερα κατέβαιναν τα συνεργεία: Οι Υπηρεσιακοί Παράγοντες –οι Εκατομμυριομέδιμνοι– οι αφελείς περιπατητές, καθ’ ολοκληρίαν έντιμοι αφού η μπόρα εδώ ερχόταν πάντα ξαφνικά. Όπως η ανεργία. Όπως ο στασιμοπληθωρισμός.

    Ύστερα μ’ ανακοινωθέν όλα κάλμα. Ο κράχτης της υπόγας διαλαλούσε την πραμάτεια του, οι δεξιώσεις ξανάβρισκαν την αρρυθμία τους, το τραίνο ξανάβρισκε το ρυθμό του –μόνο ο ρυθμός της παράγκας προκλητικά γυμνός κρεμασμένος απ’ τις θηλές τ’ ουρανού –το τρίξιμο της πόρτας στη νύχτα –ο μπόμπιρας που τουρτουρίζει– οι γενιές που θάρθουν –η Μάρθα στη γωνιά να συλλαβίζει: Άββ – ρόοο – ραα.

    «Καθένας πράττει κατά το χρέος του» είπε. Κι έτσι καθώς το πρόσωπο Του αντιγύριζε τον ήλιο πάνω μας χάθηκε σα στοχασμός. Έτσι απλά, στο πρώτο φέγγος των πραγμάτων, κει που τελειώναν οι σκαλωσιές κι άρχιζε η απεραντοσύνη, εκμηδενίστηκε η απόσταση: Μπαμ! Κείνη την ώρα οι εργάτες κατάχαμα παίρνανε το κολατσό τους –χρονομετρημένες μπουκιές– χρονομετρημένες γουλιές– χρονομετρημένες ανάσες. Μπαμ. Κι ο αγέρας γελαστός μας άγιαζε με την ανάσα του. Μπαμ. Κι ο ήλιος ανέβαινε, ολοένα ανέβαινε κι άστραφτε πάνω στα λουλούδια, χωνόταν παιχνιδιάρικα ανάμεσα στις φυλλωσιές, τίναζε το βλέμμα μας στην ιονόσφαιρα, στο δεύτερο φέγγος των πραγμάτων. Πάνω που άρχιζε να τραγουδάει ο Εργάτης. Νάσαι ωραίος έτσι χαμένος:

    Τι άνοιξη θε μου καταχείμωνα! Η Αλίκη με το κόκκινο φουστάνι πηλαλάει, ανεβαίνει τις σκάλες –οι πόρτες που ανοίγουν –οι καρδιές που ανοίγουν –οι πληγές που κλείνουν –εφτά δραχμές για την εφημερίδα –καλημέρα –πόρτα δεν είν’ πολλά…

    Τι άνοιξη θε μου καταχείμωνα! Ο Άλκης με το καφετί αδιάβροχο τι σφίγγει στη μασχάλη του, τι κρύβει στις φλέβες του, ποια αρμονία κανοναρχεί το πέλμα του, ποια Γένεση ποιο θάνατο χλευάζει το στέρνο του –ωστόσο τρέμει μην εκραγούν οι ηφαίστειες αρτηρίες του.

    Λοιπόν πατέρα, δεν ξέρεις τι όμορφη πούναι τούτη η κυψέλη. Δεν έχει βασίλισσα, δεν έχει κηφήνες –μονάχα εργάτες. Κι έχει κάτι εργάτες πατέρα, μουντζούρικους, μα με τη λάμψη στα μάτια, ιδρωμένους, μα με το γέλιο στα χείλη. Κι έχει κάτι εργάτες, απλούς σαν το χάδι της μάνας, γοργούς σαν το πιο ατίθασο άτι, ανυπόμονους σαν το πιο βουερό ποτάμι. Δεν ξέρεις τι όμορφη πούναι τούτη η κυψέλη. Δεν έχει βασίλισσα, δεν έχει κηφήνες –μονάχα εργάτες. Κι έχει κάτι εργάτες πατέρα, ίδια με το ατσάλι δυνατούς. Ίδια με θαλασσόλυκο άφοβους. Ίδια περίσκεπτους με σοφούς της πράξης. Δες την κερήθρα, άρχισε να γιομίζει μέλι!»
    (Δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη της Πέμπτης 12 Γενάρη 1978)

    -Γιάζρα, «Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΝΟΣ ΕΡΓΑΤΗ»

    Σκουντουφλάνε στον ίσκιο τους
    και βράζουν τους καημούς τους
    σε τσουκάλια.
    Είναι άνθρωποι, μια πιθαμή κοντύτεροι απ’ την αλήθεια,
    έχουν πρησμένη την κοιλιά και τροχισμένη τη γλώσσα.
    Το πρωί κλωτσάνε σα σκυλιά,
    το βράδυ σκορπίζουν σα βελόνες˙
    στρώνουν χάμω τα πετσιά τους,
    στοιβάζουν τις συμφορές τους,
    τις μετράνε πόντο πόντο,
    ύστερα τις λησμονούνε.
    Ένα αλφαβητάρι κρύβουν κάτω απ’ το μαξιλάρι
    για να μην τους βρει ο θάνατος.

    Στο στήθος μου ψάχνουν για σφαίρες˙
    βρίσκουν μία, χτυπάνε τις καμπάνες,
    βρίσκουν δύο, λύνονται στα γέλια,
    βρίσκουν τρεις, διαπράττουν το τέλειο έγκλημα.
    Το σώμα μου ξηλώνουν λες και ψάχνουν για ζεστασιά˙
    μ’ αγκαλιάζουν, όχι από αγάπη αλλά από πείνα.
    Είναι τόσοι πολλοί! Είναι τόσες πολλές!
    Σιωπηλοί ξενυχτάνε τα θεωρητικά τους ερείπια.

    Μακάρια η γυναίκα που τα χείλη της έσκασε το κρύο,
    γιατί αυτή θα μας πει πώς γεννιέται το φιλί.
    Μακάριος ο άντρας που δουλεύει στα ναυπηγεία,
    γιατί αυτός θα μας κληροδοτήσει τις θάλασσες,
    γιατί αυτός θα μας πει παραμύθια για τις τρικυμίες.
    Μακάρια αυτή που δεν κουβαλάει βαλίτσες,
    γιατί αυτή θα μας κρατήσει απ’ το χέρι.
    Μακάριος αυτός που έπεσε γιατί σκόνταψε σε μια πέτρα,
    αυτή που σκουπίζει τα δάκρυά της μέσα στο πλήθος,
    αυτός που έκοψε ένα δάχτυλο στη μηχανή,
    γιατί αυτές θα μας φέρουν νερό και κρασί.
    Μακάριος ο φούρναρης, μακάρια η μαγείρισσα,
    γιατί αυτές θα ταΐσουν τα παιδιά μας.
    Μακάρια η μοδίστρα, μακάρια η ράφτρα,
    γιατί αυτές θα ζεστάνουν τα κορμιά μας.
    Μακάρια η κλέφτρα, μακάριος ο ληστής,
    γιατί αυτές θα μοιράσουν δίκαια τον χρόνο.
    Μακάρια η γυναίκα που κάνει ορθογραφικά λάθη,
    γιατί αυτή θα επινοήσει τη νέα γραμματική.
    Μακάρια η ποιήτρια που διαβάζει Καίσαρα Βαλιέχο,
    γιατί αυτή θα γράψει ανθρωπινά ποιήματα.

    Κοίτα με, σκόνταψα ξανά ανάμεσα σε ανθρώπους,
    έστυψα τις γροθιές μου στον θάνατο ενός εργάτη.

    [Γκρόζνι]
    (http://ypokeimeno.com/grozni_yiazra/)

  6. Δουλειές στην ποίηση:

    *

    30. ΟΙ ΟΔΟΚΑΘΑΡΙΣΤΑΙ

    Ξημερώνει. απάνω
    οι άγγελοι πλένουν το στερέωμα, παραδίδουν τον ουρανό στίλβοντα και υγρό.
    Οι οδοκαθαρισταί κάτω καθαρίζουν τους δρόμους.

    Σταματούν πού και πού,
    ανεμίζουν το σφουγγαρόπανο οι πρώτοι,
    τη σκούπα οι δεύτεροι,
    χαιρετιούνται.

    Οι οδοκαθαρισταί
    διαγράφουν τα ίχνη των νεκρών
    της χθεσινής ημέρας·
    εξαφανίζουν τους λεκέδες απ` το αίμα
    του σκοτωμένου ποδηλάτη,
    το άδειο πακέτο των τσιγάρων, το γράμμα
    που δε φυλάχτηκε στο συρτάρι…

    Οι οδοκαθαρισταί είναι
    οι «πρωτοπόροι της αύριον».
    Σηκώνονται, φωνάζουν στους αγγέλους:
    «Εμείς, συνάδελφοι, το χρέος μας το κάναμε.
    η ευθύνη ανήκει τώρα στο Θεό,
    ανήκει στους κυβερνήτες, ανήκει στο έθνος».

    Αποσύρονται. ανεβαίνει ο ήλιος,
    ξεκινούν τα λεωφορεία,
    ξυπνούν οι δημόσιοι υπάλληλοι.

    Φαίδρος Μπαρλάς

    *

    31. Ο ΣΚΟΥΠΙΔΙΑΡΗΣ
    Ή ΤΟ ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΣ ΠΛΕΟΝΑΣΜΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

    Μήπως είναι αυτός που μες στη νύχτα μαζεύει
    τα όνειρά μας σε σακούλες ή χύμα, και τα πετάει
    στη μεγάλη χωματερή του ουρανού;
    Βράζει ή παγώνει η νύχτα και τον ακολουθεί.

    Από κάπου ακούγεται η πρώτη συμφωνία
    του Γούσταβ Μάλερ. Οι δρόμοι βρεγμένοι, γεμάτοι
    ρακοσυλλέκτες, ταιριάζουν τα ανόμοια.

    Ο γαλαξίας κλεισμένος σε παλιά μπουκάλια μπίρας
    βγάζει καπνούς, νοσταλγίες και πάει λέγοντας…
    Αυτός -ας πούμε- ο θάνατος φωτογραφίζει τοπία
    της αγάπης σου και τα ταχυδρομεί στο πουθενά.

    Η νύχτα προχωρά, τελειώνει και αυτός ο επίορκος
    συσσωρεύει τα σκουπίδια μπροστά σε ένα άγαλμα
    του καθημερινού ανθρώπου. Άγαλμα από γυαλί, φως
    και παρελθόν. Πώς περνούν οι ώρες;

    Πώς μας δείχνουν οι δείχτες ξυράφια την εφορία
    και το Υπουργείο Οικονομικών. Οι πεθαμένοι δεν μιλάνε
    και αυτός διαλαλεί τον θάνατο και τα κενά του χρόνου
    σε ληγμένα γραμμάτια της συμφοράς.

    ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΝΤΟΣ- Ποίημα εν είδει Επιμέτρου στη συλλογή Μυστικά τοπία, Τόπος 2014

    *

    32. ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ

    Ώρα ξεκούρασης
    με τα χέρια σταυρωμένα σε σοδειές.
    Είχα σωστά μετρήσει το αλεύρι,
    μα βρέθηκα λίγο λειψή απ’ τη μεριά της ζάχαρης.
    Δε θα μπορούσε να ‘ναι αλλιώς.

    Αυτή είναι η ζωή μου, ο διάδρομος που
    ενώνει τα υπνοδωμάτια με το σαλόνι
    τι άλλο; δεν τολμάω να πω,
    κάτι μ’ απορροφά ύπουλα,
    οι τοίχοι όπως λευκοί Πατριάρχες ευλογούν
    τη δουλειά μου,
    σαν σκύβω
    δε βλέπουν
    πως στύβοντας το σφουγγαρόπανο, τα
    δάκρυά μου κυλάνε προς τις ρίζες τους.

    Αθηνά Παπαδάκη, Αμνάδα των ατμών. Εγνατία/Τραμ, Θεσσαλονίκη 1980

    33. ΟΙ ΜΑΣΤΌΡΟΙ

    Ξυπνήσαμε ακούγοντας χτύπους απόμακρους βαθιά στο θόλο
    σαν κάτι να μαστόρευαν πολύ ψηλά στον Ουρανό.
    Κάποιος έδειξε κατά τον ήλιο. Βλέπω είπε χρυσές σκαλωσιές
    τους βλέπω είπε ν’ αλφαδιάζουν και να καρφώνουν εκεί πάνω.
    Εμείς ψάχναμε ολοένα μες στο φως μά τίποτε δεν φαινόταν
    τους χτύπους ακούγαμε μονάχα.

    Ύστερα ένας Άγγελος ήρθε στο πηγάδι μας,
    άρχισε να βγάζει νερό.
    Τα φτερά του γεμάτα γαλάζια λάσπη.
    Χανότανε στα ύψη και πάλι ξαναγύριζε αμίλητος και σοβαρός
    κι όλη μέρα ανέβαζε νερό να ξεδιψάν εκεί πάνω.
    Δουλεύουν και διψάνε είπαμε όπως κι εμείς εδώ κάτω.

    Σαν βράδιασε ρίξανε το σκοινί. Κανένας δεν κατέβηκε.
    Από την άκρη του έσταζε στο χώμα λίγο αίμα.
    Και ποτέ δεν μάθαμε μήτε ρωτήσαμε ποτέ
    τί απογίναν οι μαστόροι.

    ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ

    *

    34. ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

    Είκοσι χρόνια δούλεψα καπνά∙ είκοσι χρόνια
    φυντάνια, βοτανίσματα, ποτίσματα,
    όργωμα, ξαναόργωμα και σβάρνισμα
    και φύτεμα και σκάλισμα και πότισμα και μάζεμα κι
    αρμάθιασμα και διάλεγμα και λιάσιμο και κόψιμο
    και τέλος
    δεμάτιασμα

    για να ‘ρθει ο έμπορας και να βαθμολογήσει
    66 τοις εκατό στο κράτος
    27 τοις εκατό στην τσέπη του
    κι 7 τοις εκατό σ’ εμάς
    και μες σ’ αυτά τα εφτά τοις εκατό,
    να ‘ναι λιπάσματα, ποτίσματα, οργωτικά, εργατικά
    δικός μας μόχτος, χρέη, κ’ η ζωή
    που θέλει τη ζωή και τίποτε
    δεν την παρηγορεί έξω απ’ αυτή.

    Αν είναι που οι μισοί ξενιτευτήκαμε
    αν είναι που δεν έχουμε μια σιγουριά
    και δεν χορταίνουμε ξεκούραση και ύπνο και φαΐ
    δεν είναι που δεν εργαστήκαμε
    δεν είναι που δεν κάναμε οικονομίες
    δεν είναι που δεν ήμασταν οι τυχεροί∙
    είναι που μας ληστεύανε και μας ληστεύουν:

    Όχι οι Πέρσες μήτε οι Ενετοί
    μήτε οι Τούρκοι μήτε οι Γερμανοί
    μα οι δικοί μας
    γενίτσαροι του πλούτου και της μόρφωσης
    πολιτικοί κι ακαδημαϊκοί
    και Εκκλησία και βιομήχανοι.
    Είναι που μας ληστεύανε
    και μας ληστεύουν.

    1976
    Γιάννης Υφαντής, Ποιήματα Κεντήματα στο Δέρμα του Διαβόλου (1988)

    *

    35. ΖΗΤΟΥΝΤΑΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ

    Ρακοσυλλέκτες
    πλήρους απασχόλησης.
    Σίγουρο μέλλον.

    Χάρης Μελιτάς (Μαύρη σοκολάτα 50 χαϊκού με τίτλο)

    *

    36. O ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ

    Δεν πείραξε άνθρωπο ποτέ του. Όχι,
    σπάει μπουκάλια κατά λάθος.
    Θα ήθελε να, ιδρώνει, χάνει
    το αγαπημένο του κλειδί. Κρυολογεί αδιαλείπτως.
    Γνωρίζει πως πρέπει.
    Υποθέτει πως θα μπορούσε να είναι γενναίος, χασμουριέται,
    πασαλείβει τη θλίψη του πάνω στον γύψο.

    Σκέφτεται, καλύτερα όχι. Στριμωγμένος μέσα
    σ’ ένα ζευγάρι παπούτσια, κάτωχρος ισχυρίζεται
    το αντίθετο. Ναι, καταγράφει τον εαυτό του διαρκώς.

    Λέει το ανάποδο απ’ αυτό που ήθελε να πει. Όντως, λέει,
    όντως όχι. Το κοστούμι του πέφτει πολύ στενό,
    πολύ φαρδύ. Το σώμα του πονάει. Όχι,
    εδώ και καιρό δεν μπορεί ν’ αναγνωρίσει
    τον γραφικό χαρακτήρα του. Χώρισε, εις μάτην.

    Κανένας δεν του τηλεφωνεί. Αισθάνεται μια φαγούρα απ’ την κορφή
    ως τα νύχια. Η πένα του αδειάζει,
    με την καλύτερη των προθέσεων. Είναι συχνά παρών,
    σε κάθε δωμάτιο, πάντοτε μόνος.

    Κόβεται στο ξύρισμα. Ναι, διότι πάντοτε φροντίζει τον εαυτό του
    ειδάλλως δεν κλείνει βλέφαρο. Κοιμάται.
    Όλοι κακαρίζουν, όλοι όσοι έχουν το δίκιο με το μέρος τους,
    τον περιγελούν. Δεν μπορεί να διαπιστώσει
    τι πάει στραβά. Όλα τα βλέπει εντάξει. Ο πονοκέφαλός του
    είναι απολιτικός. Προσπαθεί σκληρά,
    πάλι τραυλίζει, αρχίζει να πνίγεται.

    Αυτό που ήθελε να πει, μόλις πριν λίγο,
    λίγο αργότερα το έχει ξεχάσει. Λησμόνησε να ξεμπερδέψει
    με την πάρτη του. Με την καλύτερη των προθέσεων.
    Ζει εν κρυπτώ. Όχι, δεν πρέπει,
    ωστόσο έτσι θα ήταν σωστό. Δεν έχει καρκίνο
    αλλά ούτε αυτό το γνωρίζει. Το καπέλο του ιδρώνει.

    Ποτέ δεν τα έφερνε βόλτα τόσο καλά
    όσο τώρα. Πραγματικά, δεν θα το ήθελε,
    αλλά πρέπει. Κλαίει με λυγμούς στο κομμωτήριο. Ναι,
    είναι αρκετά αποδοτικός, απολογείται.

    Όντως, γράφει, όντως, ξύνεται.
    Όντως, θα έπρεπε, ωστόσο καλύτερα όχι.
    Όχι, κανείς δεν πρόσεξε τη δυστυχία του.

    HANS MAGNUS ENZENSBERGER, «Die Furie des Verschwindens», Suhrkamp, 1980. Προδημοσίευση από το βιβλίο «Η Υπεράσπιση των Λύκων και άλλα ποιήματα (1957-1980)», μετ: Γιώργος Πρεβεδουράκης, Εκδόσεις Πανοπτικόν.

    *

    37. Η ΠΛΥΣΤΡΑ

    Το όνομα σου δεν είναι Πηνελόπη,
    ούτε και σε φωνάζουνε ωραία Ελένη.

    Μια πλύστρα είσαι που σφουγγαρίζεις
    στων αρχοντικών τις σκάλες,
    και τα Σάββατα σιδερώνεις
    ωραία φορέματα
    και ακριβά κοστούμια
    στα πολυτελή σαλόνια.

    Ποτέ μια λέξη δεν έφυγε από το στόμα σου,
    ούτε και μια γκριμάτσα διαμαρτυρίας
    δεν ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό σου.

    Εσύ δεν είσαι Πηνελόπη,
    ούτε και σε φωνάζουνε ωραία Ελένη.
    Μια καμπούρα είσαι
    με πρόσωπο που δεν γεύτηκε
    κρέμες και αρώματα.
    Και στα χέρια
    μόνιμα ρόζους και εγκαύματα είναι αποτυπωμένα.

    Και όμως,
    στα μάτια σου
    πάντα σιγοκαίει μια φλόγα.
    Μια σπίθα
    ξεπηδάει μέσα από το χλωμό σου πρόσωπο.
    Κανείς όμως δεν γνοιάζεται για μια πλύστρα.

    Ούτε το πρόσωπο κοιτά
    αλλά περισσότερο δεν έχει μάτια
    να κοιτάξει τη ψυχή σου.

    Και όμως,
    η Πηνελόπη αν ζούσε
    θα ζήλευε
    την υπομονή των σαράντα σου χρόνων.

    Και η Ελένη θα υποκλινόταν στην ομορφιά της ψυχής
    και της μεγαλοσύνης σου.

    Νεόφυτος Παπαλαζάρου, Ηλικία των δέντρων

    *

    38. ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΜΙΑ ΜΑΥΡΗ ΠΛΥΣΤΡΑ

    Ω πλύστρα
    Ως τους αγκώνες βουτηγμένη μες την άσπρη σαπουνάδα
    Ψυχή πλυμένη
    Ρούχα ξεπλυμένα-
    Έχω πολλά τραγούδια να σου τραγουδήσω
    Να ‘βρισκα μόνο, άμποτε, τις λέξεις.

    Να ‘τανε τέσσερις η ώρα ή έξι ένα χειμωνιάτικο απόγευμα, που σ’ είδα να ξεβγάζεις το στερνό πουκάμισο μες την κουζίνα της Κυρά Λευκής; Να ‘τανε τέσσερις η ώρα ή έξι; Δεν θυμάμαι.
    Γνωρίζω πως η ώρα εφτά ένα ανοιξιάτικο πρωινό περπάταγες στη Βερμόντ Στριτ με έναν μπόγο στην αγκάλη και κινούσες για μπουγάδα.

    Ναι, σε γνωρίζω, πλύστρα.
    Γνωρίζω πώς τα στέλνεις τα παιδιά σου στο σχολειό και στο γυμνάσιο και στο κολλέγιο ακόμα.
    Γνωρίζω πως δουλεύεις και βοηθάς τη φαμελιά σου, όταν σφίγγουνε οι καιροί.
    Γνωρίζω πως οικοδομείς την κατοικία σου απ’ τη σκάφη και την αποκαλείς το σπιτικό σου.
    Και πως τις εκκλησιές σου υψώνεις από άσπρη καμωμένες σαπουνάδα να λατρεύουνε τον Άγιο τον Θεό.

    Σε είδα να τραγουδάς, πλύστρα. Έξω στην πίσω αυλή, κάτω από τις μηλιές, να τραγουδάς, απρόρουχα κρεμώντας σε μακριά σχοινιά μες το λιοπύρι.
    Σε είδα και μια Κυριακή πρωί στην εκκλησιά ψάλλοντας ύμνους να δοξάζεις τον Χριστό σου,
    γιατί μια μέρα σίγουρα θα καθίσεις εκ δεξιών του Υιού του Θεού και θα ξεχάσεις πως ποτέ σου υπήρξες πλύστρα. Την πλάτη που πονά, τον μπόγο με τα ρούχα, κανείς δεν πρόκειται να τα θυμάται τότε.

    Ναι, σε είδα και να τραγουδάς.
    Κι έτσι για σένα,
    Ω πλύστρα που μας τραγουδάς
    Για σε, κοντούλα μελαμψή που τραγουδάς,
    Μαύρη γυναίκα δυνατή που τραγουδάς
    Ψηλή γυναίκα κίτρινη που τραγουδάς,
    ως τους αγκώνες βουτηγμένη μες την άσπρη σαπουνάδα
    Ψυχή καθάρια
    Ρούχα καθαρά-
    Για σε πολλά τραγούδια έχω να φτιάξω
    Να ‘βρισκα μόνο, άμποτε, τις λέξεις.

    LANGSTON HUGHES, μτφρ. Αντώνης Πετρίδης

  7. -Γιάννης Ρίτσος, «Εργάτης του λόγου»

    «Δούλεψε σ’ όλη τη ζωή σκληρά, ανεπιφύλαχτα,
    με θέρμη, μ’ έξαρση, σχεδόν με πίστη στην αθανασία
    και στην αθανασία του, βέβαια. Ώσπου μια νύχτα,
    φύσηξε ξαφνικός αγέρας. Χτύπησε μόνη της η πόρτα.
    Είδε τ’ αγάλματα να πέφτουν μπρούμυτα. Κατάλαβε.
    Οι λέξεις που ‘χε γράψει έτσι ζεστά, χρόνια και χρόνια,
    κοκκάλωσαν, τις ένοιωσε κάτω απ’ τα δάχτυλά του
    σαν το ζεστό και ουδέτερο τρίχωμα ενός ζώου πεθαμένου.

    Την άλλη μέρα, ωστόσο, συνέχισε κανονικά τη δουλειά του
    κι έφτασε να συγχέει αθανασία και θάνατο, μέθη και λήθη,
    μα ξεκαθάρισε με ακρίβεια τι είναι εργασία
    ανάμεσα σε ματαιότητα και περηφάνεια. Κι ο χτύπος
    του ρολογιού, είχε τον ήχο ενός τυμπάνου μες στη νύχτα,
    ρυθμίζοντας την πορεία νυσταγμένων στρατιωτών
    ανάμεσα σε δυο μάχες.»
    (Ποιήματα, 3ος τόμος, Κέδρος)

    -Tίτος Πατρίκιος, «Οικογένεια ανέργων»

    «Δεν είχαμε λεφτά ούτε για νεκροφόρα.
    “Ήμαρτον Θε μου,
    μα σήμερα και να πεθάνεις δεν μπορείς…”
    έλεγε η διπλανή γειτόνισσα.
    Τέλος φωνάξανε ένα ταξί και βάλανε το φέρετρο
    εκεί που βάζουν τις βαλίτσες
    μισό μέσα, μισό έξω.
    Κι έτρεχε το πολύχρωμο αυτοκίνητο για το νεκροταφείο
    σαν εφιαλτικό αγρίμι
    που κράταγε στα δόντια τη βορά του.»
    (Ποιήματα, ΙΙ, Κέδρος)

    -Γιώργος Κοτζιούλας, «Το μαστορόπουλο»

    «Τον πήραν τον Κολιό
    τον πήραν οι μαστόροι
    παιδί από το σκολειό
    να μάθει πηλοφόρι.
    Καρδιά πονετική
    τον ξέβγαλε με κλάμα:
    «Τετράδη Κυριακή,
    θα καρτερώ για γράμμα».
    Δε σώνει άλλο να ιδεί,
    παιδεύεται το μάτι:
    κρατούσε ένα ραβδί,
    το στρώμα του στην πλάτη.
    Μας έφυγε ο Κολιός
    κι είχε μια τέτοια λύπη!
    θα ’ναι όλοι δω τ’ Άη-Λιος
    και μόνο αυτός θα λείπει.»
    (Από τη συλλογή Σιγανή φωτιά (1938) και στη συνέχεια στον πρώτο τόμο των Απάντων του.)

  8. Σωτήρης Αμυγδαλόπουλος on said:

    Γειά σας. Θα ήθελα να ρωτήσω εάν ενδιαφέρεστε για αθλητικούς συντάκτες.

  9. AΓΓΕΛΙΚΗ on said:

    Πάλι πρόβλημα στο μέιλ. Κάνε κάτι.

  10. AΓΓΕΛΙΚΗ on said:

    Η απάντηση στο μέιλ σταλμένο για δεύτερη φορά είναι:

    Η παράδοση δεν ολοκληρώθηκε
    Προέκυψε κάποιο προσωρινό πρόβλημα με την παράδοση του μηνύματός σας στον χρήστη itzikas@in.gr. Το Gmail θα επιχειρήσει ξανά να το στείλει εντός των επόμενων 23 ωρών. Θα ειδοποιηθείτε εάν η παράδοση αποτύχει οριστικά.

    Στείλε εσύ μέιλ.

Αφήστε απάντηση στον/στην itzikas Ακύρωση απάντησης