Λόγος Παράταιρος

«Παράταιρος ο λόγος ο δυνατός/ μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει» (Γ. Ρίτσος)

Πες το με ποίηση (177ο): «Άλλος, –η, -ο»…

 

-«Εγώ είναι ένας άλλος»

(Α. Ρεμπώ)

 

 

-«Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλο, είμαστε κιόλας νεκροί»

(Τάσος Λειβαδίτης)

 

 

-«Aχ, πού σαι, νιότη, πού δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος

(Κ. Βάρναλης)

 

 

-«Ο άνθρωπος δικαιούται να κοιτά τον άλλον από ψηλά

μόνο όταν πρέπει να τον βοηθήσει να σηκωθεί.»

(Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες)

 

 

– «Κοιτούσε ο ένας τον άλλον και γελούσαμε…
Πόσο είταν όμορφο να ζει κανείς».

(Τάσος Λειβαδίτης)

 

 

-«Γιατί δεν είναι άλλος δρόμος, άλλο χέρι, άλλο όνομα, άλλη
σημαία, άλλη καρδιά, άλλο άστρο, άλλη δικαιοσύνη –
απ’ τη ζωή»

(Τάσος Λειβαδίτης)

 

 

-«“Φεύγω, μη ζητήσεις να με βρεις. Αγαπώ άλλον”, έγραφε.
Η χτένα της ξεχασμένη πάνω στο τραπέζι
ανάμεσα στις χυμένες πούντρες – σαν ένα μικρό παιδικό
φέρετρο μέσα στη σκόνη…
Άσε με τώρα να κοιτάζω τα παράθυρά σου
ξέροντας πως μέσα ένας άλλος σε παίρνει, ένας άλλος βυ-
θίζεται
μες στη μεγάλη σου άνοιξη – …
… Ποδοπάτησέ με, να ’χω τουλάχιστον την ευτυχία να μ’ αγγίζεις».

(Τάσος Λειβαδίτης)

 

 

-Τάσος Λειβαδίτης, «Ο Άλλος»

Το σχέδιο ήταν προετοιμασμένο από καιρό, το πιστόλι αγορασμένο – θα τον σκότωνε οπωσδήποτε. Ένα γράμμα, όχι επεξηγηματικό, μα σχεδόν, χαιρέκακο γι αυτόν τον τιποτένιο, που, χρόνια τώρα εξουσίαζε τη ζωή μου. Πώς άρχισε, μου ήταν αδύνατο να θυμηθώ, ο Άλλος, τόσο γλυκομίλητος στην αρχή, τα μάτια του μεγάλα κι έκπληχτα, σχεδόν ποιητικά. Κι όμως σε λίγο, θάδειχνε το αληθινό του πρόσωπο, διεστραμμένος ως το κόκκαλο, μ’ έσπρωξε μια νύχτα στου πιο αγαπημένου φίλου τη γυναίκα, χρησιμοποιούσε τρόπους σατανικούς, όλες οι ραδιουργίες του ήσαν γνωστές, φώλιαζε μέσα μου τον φθόνο, ή την τύψη για εγκλήματα που δεν είχα κάνει, θυμάμαι, μάλιστα, παιδί, που ο Άλλος μ’ έβαζε να κλέβω τα βιβλία των συμμαθητών μου, έτσι, μόνο και μόνο για να ταπεινώνομαι απ’ την ντροπή. Δεν υπήρχε σκέψη ποταπή που να μην την έχωνε, με ηδονή, σαν ένα μαχαίρι, μέσα στο μυαλό μου. Μούστελνε όνειρα φριχτά: την πεθαμένη μητέρα μου γυμνή, με παγίδευε σε καταστάσεις αλλόκοτες, να θέλω νάμαι βασιλιάς, κι ύστερα να βγαίνω απ’ τις ονειροπολήσεις, πραγματικά σαν ένας βασιλιάς που τάχασε όλα ξαφνικά. Μ’ έβαζε να χτυπάω τις πόρνες, να δειλιάζω στο πολύ φως, το γέλιο ενός ανθρώπου στην γωνιά του δρόμου, μ’ έκανε, με μια ακρίβεια μαθηματική, να το νοιώθω σα δική μου προσβολή. Κι ενώ τόσο φοβόμουνα τους άλλους, μ’ έσπρωχνε να εξομολογιέμαι τα ακατανόμαστα της ψυχής. Κι όταν αυτό δεν τούφτανε, μ’ έριχνε στα πόδια τους, να τους ζητάω να με συχωρέσουν. «Λυπήσου με» φώναζα καμμιά φορά τις νύχτες, μα ο Άλλος, με τη διαβολική σιωπή του, μ’ άφηνε να κλαίω ώρες, για δόξες που δεν ήρθαν, για θυσίες που δεν μπόρεσα, ή μ’ ένα χαρτοκόπτη να βγάζω τα μάτια φανταστικών γυναικών. Κι άλλοτε μ’ έστελνε στο ανοιχτό παράθυρο μ’ έναν ίλιγγο ηδονικό – μόλις κατόρθωνα, την τελευταία στιγμή να κρατηθώ απ’ το περβάζι. Μα τι ήθελε λοιπόν; Γιατί μ’ έβαζε αλύπητα να ντροπιάζω τον εαυτό μου; Τι είχε να κερδίσει; Μια νύχτα, μάλιστα, νύχτα τρομαχτική, πριν λίγες μέρες η αγαπημένη μου είχε για πάντα φύγει, ο Άλλος, με την εγκληματική του ιδιοφυΐα, βρήκε έναν καινούργιο τρόπο: μ’ έβαλε να γδυθώ και να φορέσω τα εσώρουχα της, κι εκεί μες στο μισόφωτο, να φαντάζομαι πως είμαι εκείνη, να θέλω απεγνωσμένα να γίνω εκείνη – για να υπάρξει λίγο ακόμα, εδώ, μέσα σ’ αυτήν την κάμαρα πούχαμε ζήσει μιαν ατέλειωτη ευτυχία. Δεν έλειπε παρά ο φόνος. Ώσπου άρχισε να τον σταλάζει ακατανίκητα κι εκείνον μέσα μου. «Το αίμα είναι μια ηδονή, σαν το αλκοόλ», μούλεγε σιγανά, «ένα σώμα νεκρό είναι κάτι δικό σου – και δικό σου, ηλίθιε, δεν είχες τίποτα, ποτέ». Τότε, κατάλαβα μονομιάς, ότι για πρώτη φορά, ο Άλλος θάταν ο χαμένος, εδώ είχε ξεγελαστεί, τον κρατούσα πια. Αγόρασα το πιστόλι, κι έτοιμος από καιρό, τον περιμένω. Δεν μπορεί να μου ξεφύγει: το κλειδί του σπιτιού του είναι μες στην τσέπη μου, και το πρόσωπο του μες στο πρόσωπό μου.

(Τάσος Λειβαδίτης, Ποιήματα 1958 – 1964)

 

 

– Fernando Pessoa, «Ζωή είναι να είσαι άλλος»

«Έχουμε όλοι δύο ζωές:

Την αληθινή, αυτήν που ονειρευόμαστε στα παιδικάτα μας,

Και που εξακολουθούμε να ονειρευόμαστε ως ενήλικες, πνιγμένη στην ομίχλη.

Την ψεύτικη, αυτήν που μοιραζόμαστε με τους άλλους,

Την πρακτική ζωή, την ωφέλιμη ζωή,

Αυτήν που στο τέρμα της είναι το φέρετρο.»

(Πηγή http://www.exostispress.gr/ )

 

 

-Χόρχε Λουίς Μπόρχες, «Δεν είσαι οι άλλοι»

Δε θα σε γλιτώσουν όσα άφησαν γραμμένα

όλοι εκείνοι που ικέτευε ο φόβος σου,

δεν είσαι οι άλλοι και το βλέπεις τώρα

πως είσαι στο κέντρο του λαβυρίνθου που χαράζουν

τα βήματά σου. Δε σε γλιτώνει η αγωνία

του Ιησού ή του Σωκράτη, ούτε κι ο κραταιός

χρυσαφένιος Σιντάρτα, που δέχτηκε το θάνατο

κάποιο απόβραδο, μέσα στον κήπο.

Και είναι σκόνη η λέξη που έγραψε το χέρι του ή τα λόγια

που πρόφεραν τα χείλη σου. Δεν έχει οίκτο η Μοίρα

κι η νύχτα του Θεού τέλος δεν έχει.

Το υλικό σου είναι ο χρόνος , ο αέναος χρόνος.

Είσαι μία μία η κάθε στιγμή.

[Πηγή: www.doctv.gr]

 

 

-Χρίστος Ρουμελιωτάκης, «ΕΜΑΣ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ»

«Ξημερώματα της Παραμονής
η Μαρία, με το αίμα στο στόμα,
ανοίγει την πόρτα και χάνεται στο χιονιά
εμάς τους άλλους, μαύρη Μαρία,
θα μας προλάβει ο καινούργιος χρόνος.»

(http://www.poiein.gr/archives/111/index.html)

 

 

-Γ. Παυλόπουλου, Ο Άλλος

Εκεί που πάλευα να τελειώσω το ποίημα

περασμένα μεσάνυχτα

ήρθε και πάλι ξαφνικά με ανοιχτό αμάξι

με δυο γυναίκες αγκαλιά

και κάτω από το παράθυρο μου

«κατέβα άθλιε» μου φώναζε

«παράτα τα που να σε πάρει

σκίσ΄ τα επιτέλους τα χαρτιά»

 

Κατέβηκα με την ψυχή στο στόμα

όμως ο δρόμος ήταν έρημος

και τσακισμένος ξαναγύρισα στο ποίημα

κι όλη τη νύχτα πάλευα

χωρίς να το τελειώσω.

(Γ. Παυλόπουλου,  Λίγος άμμος, 1997)

 

-Τίτος Πατρίκιος, «Η άλλη εκδοχή»

«Δεν μένουν πολλά
για νέα ποιήματα,
ίσως να έχουν όλα ειπωθεί
από χιλιάδες ποιητές
εδώ και χιλιάδες χρόνια.
Μένει μονάχα ο θάνατος
Για τον καθένα μας
ανείπωτος.

Μένουν πολλά
για νέα ποιήματα
κι ας έχουν όλα ειπωθεί
από χιλιάδες ποιητές
εδώ και χιλιάδες χρόνια.
Μένει η υπόλοιπη ζωή
για τον καθένα μας
απρόβλεπτη κι ανείπωτη.»
(Τίτος Πατρίκιος, Η ηδονή των παρατάσεων)

 

 

-Τίτος Πατρίκιος, «Άλλο ένα Καλοκαίρι»

Για σκέψου να μην πρόφταινα

κι αυτό το καλοκαίρι

να δω το φως ξανά εκτυφλωτικό

να νιώσω την αφή του ήλιου στο κορμί μου

να οσμιστώ δροσερές και χαλασμένες μυρωδιές

να γευτώ γλυκόξινες και πιπεράτες γεύσεις

ν’ ακούω τα τζιτζίκια ως τα κατάβαθα της νύχτας

να καταλαβαίνω τούς δικούς μου που αγαπώ

να μην αδημονώ μ’ αυτούς που με στηρίζουν

να σκέφτομαι κι εκείνους που θέλησα να ξεχάσω

να βρίσκω φίλους που έρχονται από μακριά

ν’ αφήνω κι άλλες ζωές να μπαίνουν στη δική μου

να κολυμπάω  σε θάλασσες ζεστές

ν’ αντικρίζω φρέσκα σώματα γυμνά

ν’ αναπολήσω έρωτες, να ονειρευτώ καινούργιους

ν’ αντιληφθώ τα πράγματα που αλλάζουν.

Έτσι καθώς τα πρόφτασα αυτό το καλοκαίρι

λέω να ελπίζω για προσεχή Χριστούγεννα

για κάποια επόμενη Πρωτοχρονιά

– άσε να δούμε και για παραπέρα.

(https://eranistis2.wordpress.com/)

 

 

Έμιλυ Ντίκινσον,  «Υπάρχει ένας άλλος ουρανός»

«Υπάρχει ένας άλλος ουρανός
πάντα γαλήνιος και δίκαιος
και υπάρχει μια άλλη λιακάδα
κι ας είναι σκοτάδι εκεί˙
μη σκέφτεσαι τα μαραμένα δάση, Ώστιν
μη σκέφτεσαι τα σιωπηλά λιβάδια˙
εδώ είναι ένα μικρό δάσος
τα φύλλα του είναι πάντα πράσινα
εδώ είναι ένας ολοφώτεινος κήπος
που δεν γνωρίζει ποτέ παγετό˙
ανάμεσα στα ζωηρά λουλούδια του
ακούω τον βόμβο των μελισσών!
Έλα στον κήπο μου, αδελφέ μου, έλα!»

(http://blogs.sch.gr/gymparga/)

 

 

-MΑΧΜΟΥΝΤ ΝΤΑΡΟΥΙΣ, «Να σκέφτεσαι τους άλλους»

Καθώς ετοιμάζεις το πρωινό σου, να σκέφτεσαι τους άλλους.
Μην ξεχνάς να ταΐζεις τα περιστέρια.
Οταν πολέμους ξεκινάς, να σκέφτεσαι τους άλλους.
Μην ξεχνάς όσους λαχταρούν την ειρήνη.
Οταν πληρώνεις το νερό, να σκέφτεσαι τους άλλους.
Εκείνους που μόνο τα σύννεφα έχουν να τους θηλάσουν.
Οταν γυρνάς στο σπιτικό σου, να σκέφτεσαι τους άλλους.
Μην ξεχνάς όσους ζουν σε αντίσκηνα.
Οταν τα αστέρια μετράς πριν κοιμηθείς, να σκέφτεσαι τους άλλους.
Εκείνους που δεν έχουνε πού να πλαγιάσουν.
Οταν ελεύθερα μιλάς, να σκέφτεσαι τους άλλους.
Εκείνους που δεν τους αφήνουν να μιλήσουν.
Και καθώς σκέφτεσαι εκείνους τους άλλους,
στον εαυτό σου γύρισε και πες:
«Αχ και να ήμουν ένα κερί στο σκοτάδι».

(http://www.e-poema.eu/blog.php?id=42&pid=)

 

 

 

Single Post Navigation

11 thoughts on “Πες το με ποίηση (177ο): «Άλλος, –η, -ο»…

  1. «Ψηλαφούσαμε τα όριά μας στο πρόσωπο του Άλλου
    σέρναμε τις μέρες μας πίσω από αποφάσεις
    Σαν να επιδιώκαμε τη χαριστική βολή
    του απρόβλεπτου»
    (Γ. Τριανταφύλλου,»Ολική Έκλειψη»,εκδ.Γαβριηλίδη)

  2. AΓΓΕΛΙΚΗ on said:

    Έχοντας καταλάβει όλα τα πόστα, αγαπητέ Γιάννη, δεν φαντάζομαι να περιμένεις και πολλά από μένα. Με πολύ κόπο ανθολογώ, κυρίως, σπαράγματα ποιημάτων, όπου εμπεριέχεται ο «άλλος».

    *

    1. Κόλαση είναι οι άλλοι.
    ΖΑΝ- ΠΟΛ ΣΑΡΤΡ

    ***

    2. Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ φόβος ποὺ μᾶς ἑνώνει μὲ τοὺς ἄλλους.
    ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ

    ***

    3. Aχ, πού σαι, νιότη, πού ‘δειχνες,
    πως θα γινόμουν άλλος!
    ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ

    ***

    4. Υπάρχει ένας άλλος κόσμος, αλλά είναι μέσα σ’ αυτόν εδώ.
    ΠΟΛ ΕΛΥΑΡ

    ***

    5. Επιμένω σ’ έναν άλλο κόσμο.
    Τον έχω ονειρευτεί.
    Τόσο πολύ έχω σεργιανίσει μέσα του,
    που είναι αδύνατο
    να μην υπάρχει.
    ΧΡΙΣΤΟΣ ΛΑΣΚΑΡΗΣ

    ***

    6. Οι άλλοι

    Από εδώ πέρασαν το απόγευμα.
    Σπασμένη λάμπα στο δρόμο.
    Πόση νύχτα μαζεύτηκε γύρω της.
    ΘΟΔΩΡΗΣ ΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

    Χρήστος Θηβαίος ~ Δεν Είμαι Άλλος

    7. «Ζητώ συγνώμη που δεν απαντώ
    Αλλά λάθος δικό μου δεν είναι
    Που δεν αντιστοιχώ
    Σ’ αυτόν που σε ’μένα αγαπάτε.

    Ο καθένας μας είναι πολλοί
    Εγώ είμαι αυτός που νομίζω πως είμαι.
    Άλλοι με βλέπουν αλλιώς
    Και πάλι λάθος κάνουν.

    Μη με παίρνετε γι’ άλλον
    Κι αφήστε με ήσυχο.
    Αν εγώ δεν θέλω.
    Να βρω τον εαυτό μου
    Γιατί οι άλλοι για μένα να ψάχνουν;»

    ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΠΕΣΣΟΑ, Ποιήματα, Μετ: Γιάννης Σουλιώτης, Printa.

    ***

    8. ΤΟ ΝΑ ΖΕΙ ΚΑΝΕΙΣ, σημαίνει ν’ ανήκει σ’ έναν άλλο.
    Το να πεθαίνει κανείς, σημαίνει ν’ ανήκει σ’ έναν άλλο.
    Ίδιο πράγμα είναι να ζεις και να πεθαίνεις.
    Μόνο που ζω σημαίνει ανήκω σε κάποιον άλλο απέξω,
    ενώ πεθαίνω σημαίνει ανήκω σε κάποιον άλλο από μέσα.
    Τα δυο πράγματα προσομοιάζουν,
    με τη διαφορά ότι η ζωή είναι η εξωτερική πλευρά του θανάτου.

    ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΠΕΣΣΟΑ, Χωρίς Μάσκες, Printa, μετ. Αλέξανδρος Βέλιος

    ***

    9. Ο άλλος ξένος

    Τι το ‘θελα να ανοίξω πάλι
    το κλειστό παράθυρο.
    Γερμένος και ολόιδιος
    από παντού ο δρόμος.

    Κάτι παιδικές φωνές
    ανάδευσαν απόγεμα το παρελθόν.
    Δε μ’ αναγνώρισα.

    Κείνος ο άλλος ξένος
    ξέκοψε απ΄ το παιχνίδι κι έτρεχε
    μάταια να φτάσει ως εδώ.

    ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΞΕΝΟΣ

    ***

    10. ΜΗ ΜΕ ΦΩΝΑΖΕΙΣ «ΞΕΝΟ»!

    Επειδή άλλη μάνα με γέννησε
    και σ’ άλλη γλώσσα άκουσες εσύ
    τα όμορφα παιδικά σου παραμύθια…
    μη με φωνάζεις «ξένο»
    το ψωμί σου δε διαφέρει απ’ το δικό μου
    το χέρι σου είναι όμοιο με το δικό μου,
    σαν τη φωτιά καίει
    και η δική μου φωτιά.
    Γιατί λοιπόν με φωνάζεις «ξένο»;

    Επειδή σ’ άλλους δρόμους βρέθηκα
    και σ άλλο λαό γεννήθηκα
    και άλλες θάλασσες γνώρισα
    και απ’ αλλού σάλπαρα;

    ΄Αγνωστος Μετανάστης , απόσπασμα

    ***

    11. ΑΛΛΟΔΑΠΟΣ

    Ανάμεσα απ’ τα νύχια της νύχτας
    παραδέρνω σαν αιχμάλωτο έντομο –
    ξένης ιθαγενείας.
    Πατέρα είχα έναν τζίτζικα ραψωδό
    με τρύπιο παντελόνι.
    Και μητέρα την απέραντη Ερημιά.

    Επάγγελμά μου την κραυγή
    – τ’ απαρηγόρητο τραγούδι της τυράγνιας.
    Κι ηλικία; Αν βγάλεις έξω τις νύχτες,
    δεν έζησα καθόλου.
    Καταδίκη; Μου ’ραψαν τα χείλη
    γιατί τάραζα τον ύπνο ενός τυφλοπόντικα Φαραώ
    που’ χτιζε τις πυραμίδες του
    κάτω απ’ το δέντρο της μοναξιάς μου.

    Σ’ αυτό συμφώνησαν ομόφωνα
    κι όλοι οι ευαίσθητοι βατράχοι,
    κι ένας ιεροκήρυκας ιπποπόταμος
    που κήρυττε με πάθος την εγκράτεια.

    Και μόνο μια ευγενικιά πεταλούδα,
    μη βρίσκοντας άλλη φλόγα να καίει,
    τρύπωσε στην καρδιά μου.

    Μενέλαος Λουντέμης , Άπαντα τα Ποιητικά, Πατάκης, Αθήνα 2016

    Αυτός ο άλλος – Κώστας Μακεδόνας

    12. εκτοπισμένος
    (αποσπασμα)

    δεν είμαι σαν τους άλλους’
    οι άλλοι είναι σαν τους άλλους.

    μοιάζουν όλοι: πλησιάζουν
    ο ένας τον άλλο
    συναθροίζονται
    στριμώχνονται
    είναι εύθυμοι
    κι είναι συνάμα ευχαριστημένοι
    ενώ εγώ
    καίγομαι στην κόλαση.

    η καρδιά μου είναι χιλίων ετών.
    δεν είμαι σαν τους άλλους.

    εγώ θα πέθαινα εκεί που κάνουν τα πικνίκ τους
    θα πήγαινα από ασφυξία κάτω από τις σημαίες τους
    τα τραγούδια τους με πλήττουν άγρια
    οι στρατιώτες τους δεν με συμπαθούν
    το χιούμορ τους με πληγώνει
    το ενδιαφέρον τους είναι δολοφονικό.
    δεν είμαι σαν τους άλλους
    καίγομαι
    στην κόλαση.

    στην κόλαση
    του εαυτού μου.

    Τσαρλς Μπουκόφσκι, Να περιφέρεσαι στην τρέλα

    ***

    13. (Καιρός πολέμου)

    Ήταν φορές που δεν ήξερα καν σε ποια γλώσσα να δακρύσω
    έζησα μια ζωή όχι ξένη – μεταφρασμένη,
    η μητρική μου γλώσσα ήταν άλλη,
    η πατρίδα μου άλλη,
    εγώ ο ίδιος ένας άλλος…
    Δεν θα μπορούσα ποτέ να είμαι ποιητής μιας χώρας

    Μεχμέτ Γιασίν, «Άγγελοι Εκδικητές» , Βακχικόν.

    Ελπίδα – Άλλη μια μέρα

    14. ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΧΩΡΑ

    Ἀνατρέπει τίς βασικές συμβάσεις
    τρέχει στίς ἑφτά ἀτμόσφαιρες
    ἔχει ἐπικράτεια, κοινότητα, λόγο,
    σῶμα, γῆ, νερό καί βλέμμα
    δέν ἔχει σύνορα.
    Ἐξεγείρεται, γουστάρει καί ὑπάρχει.

    http://poiimataopospanta.blogspot.gr/

    ***

    15. ΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

    Χτυπάει μέ τά παράθυρα δυνατά
    φέρνοντας μέσα σκόρπιες ἀσημένιες
    στάλες βροχῆς
    μιᾶς φανταστικῆς θύελλας
    Ἔχει τή μετάβαση ἀπό ἐνέργεια σέ ὕλη
    τή Συνάντηση ἀπό ἐνόραση
    σέ κατάσταση.
    Δημιουργεῖ πραγματικότητες
    ὅπως τό Σύμπαν
    ἀπό τυχαῖες κυμάνσεις
    τοῦ κβαντικοῦ κενοῦ
    Ἀναπλάθοντας τό Χάος.

    http://poiimataopospanta.blogspot.gr/

    ***

    16. ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ
    (απόσπασμα)

    Στ’ αληθινά στα ψεύτικα
    το λέω και τ’ ομολογώ.
    Σαν να `μουν άλλος κι όχι εγώ
    μες στη ζωή πορεύτηκα.

    ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

  3. …Δύσκολο το θέμα μας, Αγγελική!… Εντάξει, δεν πειράζει…Ό,τι βρούμε…

    *Video από την πολύ καλή ταινία «Οι ζωές των άλλων»..,

    -«Οι μισοί Έλληνες γράφουν ποιήματα. οι άλλοι μισοί δεν διαβάζουν …»
    (Θ. Γκόρπας)

    -«Η άλλη μισή μας ηλικία θα περάσει
    χαρτοπαίζοντας με το θάνατο στα ψέματα…»
    (Ν. Καρούζος)

    «…Την ώρα που τέλειωσε ή μέρα και δεν άρχισε ή άλλη
    την ώρα που κόπηκε ο καιρός
    εκείνον που από τώρα και πριν από την αρχή κυβερνούσε
    το κορμί σου
    πρέπει να τον εύρεις
    πρέπει να τον ζητήσεις για να τον εύρει τουλάχιστο
    κάποιος άλλος, όταν θα ‘χεις πεθάνει….»
    (Γ. Σεφέρης)

    «…Την άλλη μέρα με βρήκαν σε υπόσταση θρησκευτική
    Αναπολούσα τις ομιλίες
    Το ρόλο της προσευχής τον έπαιζα στα δάχτυλα
    Ήξερα πότε πρέπει να σιωπώ
    Και πότε τέλος πάντων ν’ ανοίγω στα σπλάχνα μου δυο δωμάτια
    Κι εκεί να μαζεύω τους φίλους τα βράδια
    Στο ένα δωμάτιο να μην υπάρχουν εικονίσματα στο άλλο να υπάρχουν
    Ώστε να παρασταίνω το Σωτήρα και την εκστατική αναπόληση
    Ή και το άγαλμα με τεντωμένο χέρι
    Προς την υφή του νευρικού συστήματος…»
    (Δ. Παπαδίτσας)

    -Νικηφόρος Βρεττάκος, «Σήμερα είναι μια άλλη μέρα!»

    Δεν ξέρω, μα δεν έμεινε καθόλου σκοτάδι.
    Ο Ήλιος χύθηκε μέσα μου από χίλιες πληγές.
    Και τούτη τη λευκότητα που σε περιβάλλω
    δε θα τη βρεις ούτε στις Άλπεις,
    γιατί αυτός ο αγέρας στριφογυρνά

    ως εκεί ψηλά και το χιόνι λερώνεται.
    Και στο λευκό τριαντάφυλλο βρίσκεις μια ιδέα σκόνης.
    Το τέλειο θαύμα θα το βρεις
    μοναχά μες στον άνθρωπο:
    λευκές εκτάσεις που ακτινοβολούν αληθινά
    στο σύμπαν και υπερέχουν.
    Το πιό καθαρό πράγμα λοιπόν της δημιουργίας
    δεν είναι το λυκόφως, ούτε ο ουρανός
    που καθρεφτίζεται μες στο ποτάμι,
    ούτε ο Ήλιος πάνω στης μηλιάς τ᾿ άνθη.
    Είναι η Α γ ά π η.

    (Νικηφόρος Βρεττάκος, Το Καθαρότερο Πράγμα της Δημιουργίας)

    -Μίκης Θεοδωράκης, «Και θα χαθούμε ο ένας για τον άλλον»

    «Και θα χαθούμε ο ένας για τον άλλον
    για πάντα
    λες και μας ρούφηξε η νύχτα
    σα σκύλα και μ’ άφαντα στόματα.

    Ας χωριστούμε αγαπημένη
    τώρα που στέκεσαι μεγάλη μπρος μου
    κι εγώ μπροστά σου
    ας χωριστούμε αγαπημένη
    τώρα που τρώμε αντάμα ακόμα
    απ’ της νιότης το κόκκινο ρόδο
    και την καρδιά μας δε μάρανε
    των χρόνων το βάρος.

    Γι’ αυτό κι εγώ σαν θα ‘ρθω
    και πάλι σιμά σου
    δε θα σου πω «σ’ αγαπώ»
    Δε θα σε πάρω απ’ το χέρι
    να σε φιλήσω όπως πάντα
    ούτε θα σε πάρω απ’ το χέρι
    να σ’ οδηγήσω στο πράσινο δάσος
    και κει σαν κάθε φορά να σε φιλήσω
    και να σου πω το παραμύθι εκείνο
    που κείνη και κείνος
    ενώνονται υμνώντας τη χαρά.

    Μόνο -θα ‘ναι δείλι σαν θα ΄ρθω
    στη μελαγχολική την ησυχία
    θ’ ακουστεί η φωνή μου θλιμμένη
    τρεμουλιαστή σαν πεθαμένου ανάσα
    και θα πει
    «αγαπημένη αντίο»

    Και θα χαθώ από μπρος σου
    ως χάνεται μακραίνοντας το φως
    μες στο σκοτάδι της νύχτας
    και θα σβήσεις από μπρος μου
    ως σβηούνται οι μορφές
    που μας αγκαλιάζουν στις χώρες
    των ονείρων μας με το φως
    της ημέρας

    Και τώρα ας χωριστούμε
    γλυκειά μου αγαπημένη
    τώρα που ‘σαι για με μεγάλη
    κι εγώ μεγάλος για σένα.
    Τώρα που ‘μαστε αντικρύ
    σα δυο φωτιές που καίνε
    κι εξαγνίζουν κάθε σκέψη
    μαυροφόρα κι ανάγκη.

    Ας χωριστούμε, αγαπημένη
    τώρα που δαγκώνουμε αντάμα
    της νιότης το κόκκινο ρόδο
    ως το αίμα μας κτυπά δυνατά μες στις φλέβες
    και την καρδιά μας δεν μάρανε
    ακόμα των χρόνων το βάρος.

    Γι’ αυτό κι εγώ σαν θα ‘ρθω
    και πάλι σιμά σου
    δε θα σου πω «σ’ αγαπώ»
    Το όνειρό μου η ζωή μου
    θα πετάξει και θα ‘ρθει
    η νυχτιά της ημέρας
    και κοιτώντας τ’ αστέρια
    μ’ ενωμένα τα χέρια
    θε να πούμε βουβοί
    της ζωής και της νύχτας
    την ωδή με τον ίδιο
    τον πρώτο σκοπό:

    «Η Δυάδα η Τριάδα
    Εκείνος κι εκείνη!
    Γελάτε αστέρια
    Χαρείτε ουρανοί!
    Εγώ ‘μαι ο κόσμος
    η αρχή και το τέλος!
    Φιλιά στα φιλιά
    κι όρκοι στους όρκους….
    Ζωή μου πού είσαι;
    Τ’ όνειρό μου η ζωή μου
    επέταξε κι ήρθε η νύχτα
    της ημέρας.

    Σαν έρθει το βράδυ
    και διώξει τη μέρα
    θε να ‘ρθω κοντά σου
    με τ’ όνειρό μου.
    Με σκυμμένο το βλέμμα
    θα σου πάρω το χέρι
    με κλεισμένο το στόμα
    θα σου πω «σ’ αγαπώ».»
    (http://www.mikistheodorakis.gr/el/poems/?nid=4528)

    -Κ. Π. Καβάφης, «Η πόλις»

    Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
    Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
    Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
    κ’ είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμένη.
    Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
    Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
    ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
    που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»

    Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
    Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
    τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
    και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
    Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις—
    δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
    Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
    στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.
    (Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

  4. AΓΓΕΛΙΚΗ on said:

    17. Αλληλεγγύη

    Εἶναι ἐκεῖ δὲν μπορῶ ν᾿ ἀλλάξω
    μὲ δυὸ μεγάλα μάτια πίσω ἀπ᾿ τὸ κύμα
    ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ φυσᾶ ὁ ἀγέρας
    ἀκολουθώντας τὶς φτεροῦγες τῶν πουλιῶν
    εἶναι ἐκεῖ μὲ δυὸ μεγάλα μάτια
    μήπως ἄλλαξε κανεὶς ποτέ του.

    Τί γυρεύετε; τὰ μηνύματά σας
    ἔρχουνται ἀλλαγμένα ὡς τὸ καράβι
    ἡ ἀγάπη σας γίνεται μίσος
    ἡ γαλήνη σας γίνεται ταραχὴ
    καὶ δὲν μπορῶ νὰ γυρίσω πίσω
    νὰ ἰδῶ τὰ πρόσωπά σας στ᾿ ἀκρογιάλι.

    Εἶναι ἐκεῖ τὰ μεγάλα μάτια
    κι ὅταν μένω καρφωμένος στὴ γραμμή μου
    κι ὅταν πέφτουν στὸν ὁρίζοντα τ᾿ ἀστέρια
    εἶναι ἐκεῖ δεμένα στὸν αἰθέρα
    σὰ μιὰ τύχη πιὸ δική μου ἀπ᾿ τὴ δική μου.

    Τὰ λόγια σας συνήθεια τῆς ἀκοῆς
    βουίζουν μέσα στὰ ξάρτια καὶ περνᾶνε
    μήπως πιστεύω στὴν ὕπαρξή σας
    μοιραῖοι σύντροφοι, ἀνυπόστατοι ἴσκιοι.

    Ἔχασε τὸ χρῶμα του πιὰ αὐτὸς ὁ κόσμος
    καθὼς τὰ φύκια στ᾿ ἀκρογιάλι τοῦ ἄλλου χρόνου
    γκρίζα ξερὰ στὸ ἔλεος τοῦ ἀνέμου.

    Ἕνα μεγάλο πέλαγο δυὸ μάτια
    εὐκίνητα καὶ ἀκίνητα σὰν τὸν ἀγέρα
    καὶ τὰ πανιά μου ὅσο κρατήσουν, κι ὁ θεός μου.

    ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

    ***

    18. Το Τραγούδι της Απεργίας

    Βγες έξω, σύντροφε! Ρίσκαρε
    Τη δεκάρα, που ούτε δεκάρα πια δεν είναι
    Τον τόπο για ύπνο που πάνω του πέφτει η βροχή
    Και της δουλιάς τη θέση που αύριο θα χάσεις!
    Μπρος, στο δρόμο έξω! Αγωνίσου!
    Να περιμένεις πια δε γίνεται, είναι αργά πολύ!
    Βοήθα τον εαυτό σου βοηθώντας μας:

    Κάνε πράξη την αλληλεγγύη!

    Βγες έξω, σύντροφε, αντιμέτωπος με τα όπλα και
    Διεκδίκησε το μεροκάματό σου!
    Σαν ξέρεις πως δεν έχεις τίποτα να χάσεις
    Όπλα αρκετά οι αστυνόμοι τους δεν έχουν!
    Μπρος, στο δρόμο έξω! Αγωνίσου!
    Να περιμένεις πια δε γίνεται, είναι αργά πολύ!
    Βοήθα τον εαυτό σου βοηθώντας μας: Κάνε πράξη
    Την αλληλεγγύη!

    Μπερτολτ Μπρεχτ

    Το Τραγούδι Της Αλληλεγγύης -Μαρία Φαραντούρη

    19. «Αλληλεγγύη»

    Δεν μπορώ να ακούω,
    δεν θέλω να βλέπω άλλα
    πνιγμένα ανθρώπινα κορμιά.

    Πώς έγινα εγώ έτσι;
    Να βλέπω χέρια απλωμένα
    και το χέρι μου να μην τεντώνεται;

    Να κρατώ στις παλάμες μου ένα χέρι
    κι αυτό να ξεγλιστρά σαν χέλι
    και να χάνεται κάτω από τα κύματα;

    Τι άνθρωπος είμαι εγώ που δεν σώζω κανέναν;
    Ποια αλληλεγγύη γεμίζει φέρετρα;
    Πέστε μου ποια αλληλεγγύη;

    Σοφία Κιόρογλου

    ****

    20. Αλληλεγγύη

    Απόψε αμάρτησε και πάλι στην ψυχή σου
    Το βράδι ετούτο φίδι ως μιαν οργιά
    Μ’ ένα λυγμό που αχνίζει πυρκαγιά
    Και που αναβρύζει από τα σπλάχνα της αβύσσου

    Με βαρυγώμιες για τα δυο πέτρινα χέρια
    Που εκλείσαν πριν προλάβεις να διαβείς
    Τα βάθη εκέντα η λάμα της πληγής
    Χρόνους πολλούς μέσα σ’ ατέλειωτα νυχτέρια

    Μ’ αφού η αγάπη μάταια πια στο ταπεινό σου
    μνημονικό δε βρίσκει να σταθεί
    Κι ας πάσχισε με πρόθεση αγαθή
    Αλάργεψε καρτερικά κι αποξενώσου

    Στη μεγαλόπρεπη σιωπή που μας τυλίγει
    Χωνεύοντας της νύχτας κάθε αχό
    Τον πόνο τον οξύ σου ως ν’ αντηχώ
    Κύματα νιώθω με χτυπούν απαίσια ρίγη.

    ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΡΜΑΟΣ, Βίαιες εντυπώσεις, 2009 (α’ δημοσίευση 1993)

    ***

    21. ΑΛΛΗ ΓΛΩΣΣΑ

    «Έλεος»
    φώναξε με τα μάτια.
    Όμως
    ο θύτης μιλούσε άλλη γλώσσα.

    ΟΥΡΑΝΙΑ ΚΟΥΝΆΓΙΑ, ΜΕΣΙΣΤΙΕΣ ΗΜΕΡΕΣ
    ΑΥΤΟΧΕΙΡΑΣ ΠΟΘΟΣ (2012)

    ***

    22. από γλώσσα είναι και οι άλλοι

    Ήθελε χρόνο πολύ να ρίξει ρίζες η μνήμη την αλλαξιά της
    να πιάσουν τόπο τα νερά τα παραλοϊσμένα
    να φέξει καλλίτερος καιρός
    να δούμε τα πραγματικά λαβώματα
    να πλυθούνε οι πληγές
    γιατί στερεωμένο δεν έχει ο κόσμος τίποτε
    μήτε τη χάλκινη κουρτίνα
    μήτε εκείνη στα σύνορα τη σιδερένια.
    Ήθελε χρόνο πολύ να ρίξει η μνήμη αλλαξιά.

    Τα κρυπτικά της τέχνης μονοπάτια φράζουν τις τρύπες,
    ελεούν τις ξηλωμένες τσέπες , χτενίζουν ψέμα ,
    σκορπούν αποχτενίδια του καιρού,
    καήκανε οι γέφυρες μαζί με τη σκούφια του πειρατή.

    Το βίωμα κρατιόνταν κάτω απ’ τη θεωρία
    που είχε πλαστεί μακριά αλλού
    κι είχαν πιαστεί στα δόκανά της οι ψυχές,
    μανταλωμένα τα κιτάπια κι ο κόσμος έβραζε.
    Όμως τα νήματα που έδεναν τον ένα με τον άλλο
    μπλεγμένα κι αξεδιάλυτα, κουβάρι, δεν έβγαζες άκρη,
    κι αγκίστρι το συναίσθημα στην ψυχή,
    τώρα δεν είναι ώρα κοπής.
    Τώρα η φωνή δεν πάσχει στα σύνορα του δόλου
    Τώρα οι άνεμοι αλέθουν ξαμολυμένοι του Αιόλου

    Προσπαθούμε να φάμε μα δεν μάς έχουν σερβίρει μαχαιροπήρουνα,
    θα πεθάνουμε στην καρέκλα μας λόγω ετικέττας.

    Έκτορας Πανταζής

  5. AΓΓΕΛΙΚΗ on said:

    Οι άλλοι

    Υπάρχουν κι άλλοι
    που βλέπουν τον ήλιο με ραβδώσεις.
    Λένε πως ο Απόλλων αυνανίζεται
    ο Δίας ρίχνει βόμβες μολότοφ στις γυναίκες της Ανάφης.

    Κι άλλοι
    που διαμαρτύρονται για τα επιτόκια
    και το πικάπ του γείτονα.

    Και λίγοι κρυμμένοι στους μητροπολιτικούς ναούς
    και τα πάρκα
    που κάθε τόσο
    περνάνε μια θηλιά στο λαιμό της κοινωνίας
    και κλωτσάνε την καρέκλα.

    Δάγλας Γιώργος, Ποιήματα Καντάδες για ένα δαίμονα, Φίλντισι, 2014

    • Ciao Aggeliki!..Πολύ καλό!!!!!

      Κ. Π. Καβάφης, «Μονοτονία»
      Την μια μονότονην ημέραν άλλη
      μονότονη, απαράλλακτη ακολουθεί. Θα γίνουν
      τα ίδια πράγματα, θα ξαναγίνουν πάλι —
      η όμοιες στιγμές μας βρίσκουνε και μας αφίνουν.

      Μήνας περνά και φέρνει άλλον μήνα.
      Aυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει·
      είναι τα χθεσινά τα βαρετά εκείνα.
      Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει.
      (Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

  6. Πόσο όμορφη ανάρτηση! Κεντήσατε κι εσύ και η Αγγελική μας! Στέκομαι σε κάτι που δεν ήξερα και το λάτρεψα: Τίτος Πατρίκιος, «Άλλο ένα Καλοκαίρι» Α, και σε ένα απόσπασμα τού Μπουκόφσκι… Καλημέρα παιδιά και καλό μήνα αμήν!

    • Eyxaristoume poly, Petra!!!!

      «Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
      άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
      Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.»
      (Τ. Σινόπουλος)

  7. AΓΓΕΛΙΚΗ on said:

    Γεια σου, Πέτρα! Γεια σου, Γιάννη!

    *

    24. [ΑΙΧΜΗ]

    Μεγαλύτερη ανοησία
    από το να θες να είσαι
    αυτό που θέλει να είναι ο άλλος
    ή το να θες να είσαι
    αυτό που δεν θέλει να είναι ο άλλος,

    είναι το να μη θες να είσαι
    αυτό που θέλει να είναι ο άλλος
    ή το να μη θες να είσαι αυτό
    που δεν θέλει να είναι ο άλλος.

    Γιατί, τότε,
    πώς θα ανακαλύψεις
    ποιος είσαι
    ή αν όντως είσαι
    και για ποιόν είσαι;

    Χρήστος Τσανάκας

    ***

    25. [Εσύ Aυτή Kαι Kάμποσοι Άλλοι]

    Το βλέμμα σου
    ετοιμόγεννο κραυγές
    και σε αίμα λαμπυρισμένο
    προϊδέασε το μέλλον
    που ευθύς βάλθηκε έντρομο να τρέχει
    πιο πολύ αυτή τη φορά να σε αγαπήσει.

    Μα πάντα υπάρχει
    αυτός που είδε
    πως συνέβη η ζωή σου.
    Όσο κι αν αδιαφορείς σθεναρά
    για τη διεκδίκηση των διηγήσεων.

    Κώστας Παπαπάνου

    Στον άλλο κόσμο που θα πας, Μαίρη Λίντα

  8. Άλλες φορές

    Θα ‘ θελα να’ μαι σ’ άλλο μέρος,
    καλύτερα σε άλλο δέρμα,
    και να εξακριβώσω αν από εκεί η ζωή,
    απ’ τα παράθυρα άλλων ματιών,
    φαίνεται έτσι γκροτέσκα κάποια βράδια.

    Θα μ’ άρεσε πολύ να γνωρίσω
    τις συνέπειες της λίμας του χρόνου σ’ άλλα σπλάχνα,
    να διαπιστώσω αν το παρελθόν
    ποτίζει τα τοιχώματα με τον ίδιο όξινο χυμό,
    αν όλες οι αναμνήσεις σε ολωνών τη μνήμη
    διαχέουν αυτή την οσμή
    μαραγκιασμένου ώριμου φρούτου και σάπιου γιασεμιού.

    Θα ήθελα να κοιταχτώ
    με τις σκληρές κόρες εκείνου που πιο πολύ με μισεί,
    ώστε έτσι η υποτίμηση
    να καταστρέψει τα υπολείμματα
    απ’ όλα όσα ποτέ δε θα θάψει η λησμονιά.

    Άνχελ Γκονθάλες, μτφρ. Βασίλης Λαλιώτης

    • Ciao Aggeliki!!!… Πολύ ωραία!!!

      *Κι ενώ ετοιμάζομαι για τη νέα ανάρτηση μου προέκυψε Βάρναλης:

      -Κ. Βάρναλης, «Απ’ τον άλλον κόσμο»

      Δεκάξι χρόνων κι άριστα! Ο καιρός μονάχα μέλλον, μέλλον μονάχα! Όλης της πλάσης η παλιά ιστορία άρχιζε τώρα κι από μένα πρώτα! … Ξημερώνει η πρώτη σήμερις αυγή ανοιξιάτικη. Ό,τι αγγίζει ο μέγας ήλιος γίνεται χρυσάφι κι απομένει. — Ξύπνα, παιδί μου, για να ιδείς πρώτη φορά τον κόσμο κι άκου ψηλά το σκορδαλό να κάνει τον Αιώνα μια μοναχά στιγμούλα και την Απεραντοσύνη του Παντός μιαν ασάλευτην τελεία γεμάτην αίμα! Όλα δικά σου κι από σέν’ αρχίζουν σήμερα όλα!…

      Έτσι άξαφνα με στέφανα με γέλια και τραγούδια, Απρίλη απριλοφόρετε, στο Θάνατον εμπήκες!

      Και μαζευτήκαν σοβαροί φίλοι και συγγενήδες να λάβουνε βουλή (καθώς οι γι άνομοι γ’ Εβραίοι, σαν ήταν να σταυρώσουνε τον «μέγαν βασιλέα») ν’ αποφασίσουνε για μέ τί προκοπή θα κάνω για να τιμήσω το χωριό, το σόι, τον εμαυτό μου κι όχι να μοιάσω σαν τ’ αδέρφια τους Δημητρουλέους— λιμοκοντόροι που ’τρωγαν τα έτοιμα του γέρου!…

      Με το κοκκινογένι του και με τα λίγα λόγια ήτανε πρώτος ο κυρ Νίκος, του Ηρακλή ο πατέρας· ο φαμπρικάντης έπειτα Γκινέλης, με το πρώτο παγοποιείο σ’ όλη τη γης ετότε του λεβάντε, που δούλεβεν ολημερίς κι έπινεν όλη νύχτα κάθε σκαλί μισήν οκά, κάθε μισήν τραγούδι· ήτανε και της εκκλησιάς ο επίτροπος με φέσι, όλοι να πουν τη γνώμη τους, την πιο καλή ο καθένας!

      —Να γίνει δάσκαλος με ομπρέλα του ήλιου και σοφία, για να μαθαίνει στ’ «άρρενα» τα ελληνικά τα γνήσια! —Γιατρός να γίνει με ψηλό καπέλο και βελάδα να τονε σέβονται οι γεροί, να τον ποθούν οι αρρώστοι. —Να γίνει με χρυσή κορόνα και στολή δεσπότης να σαλαγάει το «ποίμνιον», το Θεό να διαφεντεύει!

      Κι εγώ; Σα με ρωτήσανε: — «Σκαφτιάς θέλω να γίνω, να ζω δεμένος με τη γη, με τα νερά, τον ήλιο, μονάχος σε παντοτινή μονάξια και λησμόνια, χωρίς φαμίλια πλάγι μου, νοικοκυρέους αντίκρα!

      Μα ουδέ σκαφτιάς εγίνηκα, μόνε γραφιάς «του δρόμου»! Του στοχασμού, της λευτεριάς την ανηφόρα πήρα κι άλλοι απ’ το πλάι προφταίνανε και τερματίζαν πρώτοι, μα σα γυρνούσα να τους δω, πίσω τούς έβλεπα όλους ή και καθόλου — όσο μπορεί το τίποτα να δείχνει!

      Σαν ήρθε ο ξένος κουρσευτής, ευτύς μαζί του οι πρώτοι πρώτοι στα νιτερέσα τους, στην ατιμία πιο πρώτοι! Μαζί του κάνανε τα μπλόκα, φανερά ή με μάσκα! Και σ’ ένα μπλόκο μου ’τυχε κι εγώ να γίνω πρώτος, ο πρώτος που σκοτώθηκε! Με βάλανε στο κάρο και μου κρεμάσαν στο λαιμόν ένα τσιγαροκούτι, που ’γραφε απάνου κεφαλαία: «πολλές φορές προδότης»! Κι όταν ξυστά με πέρναγαν μπρος στον Κολοκοτρώνη, για να με παν βροντοχτυπώντα στο Νεκροτομείο, κανείς δεν τόλμαγε να ιδεί μην τονε πουν συφταίχτη! Νά κι άλλο κάρο πίσω μου και τρίτο πίσω απ’ τ’ άλλο, όλο «προδότες» κεφαλαίοι με το τσιγαροκούτι! Τί δράμ’ αστείο, σαν τρέχανε για να θαφτούνε κάπου οι ζωντανοί πιο βιαστικά κι από τους σκοτωμένους!

      Κι ύστερα, μετά θάνατον, μου ’στειλε η Προεδρία να με ρωτά: — «Πόσες τιμές και πόσες διακρίσεις είχ’ ώς τα τώρα»! — Μια και μόνη, το τσιγαροκούτι»!
      (Κ. Βάρναλης, Ποιητικά, Κέδρος)

Αφήστε απάντηση στον/στην mia petra Ακύρωση απάντησης