Λόγος Παράταιρος

«Παράταιρος ο λόγος ο δυνατός/ μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει» (Γ. Ρίτσος)

Πες το με ποίηση (150ο): «Άγνωστος – η»

 

-«Ο άγνωστος στρατιώτης κρυώνει στο χιονόνερο;»

(Τάσος Λειβαδίτης)

 

 

-«…το μέλλον είναι άγνωστο
το παρελθόν ένα αίνιγμα
η στιγμή βιαστική κι ανεξήγητη»

(Τάσος Λειβαδίτης)

 

 

 

-«Φοβάσαι το άγνωστο, σαν τον Άμλετ;

Αλλά τι δεν είναι άγνωστο; Τι είναι αυτό που ξέρεις

Που σε κάνει να λες αυτό ή το άλλο, συγκεκριμένα, άγνωστο;»

(Φ. Πεσσόα)

 

 

-«Γιατί τόσα Μνημεία στον Άγνωστο Στρατιώτη
κι ούτ’ ένα στον Άγνωστο Άνθρωπο;
Εμείς πού θα βάνουμε τα στεφάνια μας;»

(Κώστας Μόντης)

 

 

-«VI

Εδώ πάνω είναι ο θάνατος άγνωστος
έλεγα κ’ έγραφα κάποτε. Κ’ ήταν
αλήθεια. Γινόταν συχνά.
Τα περάσματα έκλειναν.
Ο κρύος αέρας κ’ οι σκιές
της νυχτός δεν έβρισκαν
δίοδο.
………Συναντιόνταν
το έξω και το μέσα μου φως
κι απλωνόταν δίχως όρια γύρω μου.»

(Ν. Βρεττάκος, Ποιήματα για το ίδιο βουνό)

 

 

 

-«…Η άγνωστη εκείνη ξένη, που τη νύχτα κολυμπούσε

μόνη και γυμνή, στο σκοτάδι, όταν αλλάζει το φεγγάρι,

χάθηκε μια νύχτα και δεν θα γυρίσει ποτέ πια.

Ήταν ψηλή και θα ‘πρεπε να είναι λευκή, εκτυφλωτική,

έτσι όπως την προφτάσανε τα μάτια μες απ’ της θάλασσας τα βάθη.»

(Cesare Pavese, Τα ποιήματα, εκδόσεις Printa)

 

 

 

 

-Κική Δημουλά, «Ραντεβού με μιαν άγνωστη»

 «Τι θα φοράς συνεννόηση
να σε γνωρίσω
ώστε να μη χαθούμε πάλι
μες στους πολυπληθείς σωσίες σου»

(Κική Δημουλά, Ποιήματα, Ίκαρος)

 

 

-Κώστας Μόντης, «Άγνωστος Στρατιώτης»

«Γιατί πάντα αυτός ο ρωμαλέος,
γιατί πάντα αυτός ο γενναίος πολεμιστής
ν’ αντιπροσωπεύει τον Άγνωστο Στρατιώτη;
Υπάρχουν κι άλλοι πιο δειλοί, πιο αδύνατοι
με πιο ρυτιδωμένα μέτωπα
με μια πικρή σκέψη στο βλέφαρο
με πολλούς υπολογισμούς πίσω απ’ τη σκανδάλη.
Δε μας κάνουν αυτοί
δε γίνονται αγάλματα αυτοί;»

(Πηγή: http://ellas-andyindy.blogspot.gr/2012/08/o.html)

 

 

 

 

-Θανάσης Μαρκόπουλος, «Αγνώστου διαμονής»

«Έψαχνε στα θυροτηλέφωνα

στα γραμματοκιβώτια

και πάλι στα θυροτηλέφωνα

ρωτούσε έναν νοικάρη

συμπτωματικά καινούριο στην οικοδομή

έπαιρνε τα διαμερίσματα με τη σειρά

τίποτα.

Έγραφε λοιπόν στο φάκελο

«Αγνώστου διαμονής»

κι έφευγεμε κίνδυνο να χάσει τη δουλειά του

ο τελευταίος ταχυδρόμος του θανάτου.

Πίσω το βέβαια άναβαν κυκλάμινα.»

(Θ. Μαρκόπουλος, Ανοιγμένη φλέβα, παρατηρητής)

 

 

 

 

-Μιχάλης Κατσαρός, «ΤΥΦΛΗ ΕΠΟΧΗ»

«Άγνωστη μέρα δείξε μας το πρόσωπο σου.

Κάτω
στο βάθος
τόσα πέλματα βαριά
τόση βουή με καταρράχτες
ακούγονται να σπάζουν επιφάνειες
κατρακυλάν στις φλέβες μας ποτάμια –
εγώ
με φωτεινό το μέτωπο να χάνομαι
να μην μπορώ να καταλάβω
πως γίνηκε ν’ αναζητάμε όραμα
τώρα που όλα στερεώθηκαν επίσημα
τώρα που ένας πρίγκιπας επέθανε
τώρα που οι δείχτες ύψωσαν τα φέρετρα
κει που βουλιάζουν οι αετοί τις ώρες.

Δείξε μας δείξε μας το μπόι σου
μέρα με τις πληγές ορθές στο βάδισμα σου
εγώ μαζί με τον Βλαδίμηρο
θα σε στεγάσουμε
να μη φοβάσαι
οι άλλοι πέτρωσαν δίπλα στους χωροφύλακες
έντρομοι θα σαλπίσουν
θα κλείσουν οι πύλες
θα κλείσουν τα τείχη
θα παρατάξουν τα στρατεύματα
εσύ θα τους διαπερνάς αθόρυβα
θα προβαδίζεις
και πίσω θα σ’ ακολουθούν
οι Ασσύριοι, οι Βαβυλώνιοι, οι Ιουδαίοι
οι Ισπανοί πριν προδοθούν τα όνειρα
οι Γάλλοι μεταλλωρύχοι
ο σύντροφος μου Γκαρώ πριν γίνει διευθυντήριο
οι πρόεδροι θ αλλάξουν έντρομοι τα διατάγματα
οι άλλοι θα υποκρίνονται τους έμπιστους
εγώ μαζί με την ακολουθία μου
θ’ ανακηρύσσομαι ήρωας
το αργυρό σπαθί των ιπποτών θα λάμπει
ο πρίγκιπας ένα χλωμό παιδί με πορφυρούν
χιτώνα
πάλι θα στερεώνονται οι αυλοκόλακες
κ’ εγώ θα φεύγω
θ’ αναζητάω έντρομος την όψη σου.

Κάτω
στο βάθος
τόσα πέλματα βαριά.

Ακούω νάρχεται καινούργιο βήμα.»

(Μιχάλης Κατσαρός, Κατά Σαδδουκαίων)

 

 

 

-Κώστας Στεριόπουλος, «Ο Άγνωστος»

«Στα σκοτεινά έγκατά μας κατοικεί

κάποιος που το κλειδί κρατάει της ύπαρξής μας,

χαμένος πάντα, μοναχός κι ανεξιχνίαστος,

με μνήμη πιο παλιά απ’ τον κόσμο, φορτωμένος

με τις πληγές μας όλες και τις τύψεις μας.

 

Θλιμμένος, περιπαιχτικός ή και χαρούμενος,

αόρατος μας κυβερνά:

δέχεται απ’ έξω τον αντίχτυπο

και δίνει την απάντηση.

Τα παρελθόντα μας θυμίζει

και τα μέλλοντα μας προμηνά.

 

Κάποτε, ωστόσο, μας αφήνει ανυποψίαστους.

Κι εκεί που ανίδεοι σχεδιάζουμε νέες εξορμήσεις,

εκείνος γέρνει πια κατάκοπος, έχει νυστάξει

κι είν’ έτοιμος ν’ αποδημήσει, αδιαφορώντας

για τα δικά μας τα εφήμερα επίγεια σχέδια.»

(Από τη συλλογή «Η σκιά και το φως», 1960)

 

 

 

 

-Δημήτριος Μ. Περέογλου, «Ο Άγνωστος συνδαιτυμόνας»

«Βέβαια ακόμη δε γνώριζα ποιός ακριβώς ήταν, ωστόσο πήρε το χέρι Του μια κίνηση απόλυτης μακροθυμίας όταν έκοψε με τόση ειλικρίνεια ένα κομμάτι από το ψωμί που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι και τρώγοντας μια μπουκιά έδωσε το υπόλοιπο στο διπλανό του και τότε συνέβη το θαύμα: το δωμάτιο όλο εξαφανίστηκε, τα αστέρια άναψαν ένα-ένα κατανυκτικά και η νύχτα μοσκοβόλησε ευγνωμοσύνη.»

(Πηγή: http://www.poiein.gr/archives/33148/index.html)

 

 

 

-Μανόλης Μεσσήνης, «Άγνωστη χώρα»

«Τον τρελό του οι άνεμοι άρχισαν χορό

με ουρλιαχτά φρικτά κάπου σε άξενη πλάση,

σε τοπία γυμνά – σε παγωμένη ώρα

σιωπηλά μια σκιά προσπερνά

θρηνεί μες στων βάλτων τη χώρα

 

Σαν απλώνεται γύρω σκοτάδι

αχανείς ανοίγουν οι πυλώνες του Άδη

Θολή η λόχμη προβάλλει,

σαν νεκρή – σιωπηλή,

σαν καρδιά αφημένη στη λήθη

 

Καλάμια στις όχθες φυτρώνουν

περιζώνοντας πυκνά τα νερά που λιμνάζουν,

μες στο τέλμα αιώνια τα πάντα σαπίζουν,

σαπρόφυτα μύρια,

μες στη λάσπη μόνο σκουλήκια ζουν

 

Εδώ αυγή ποτέ δεν χαράζει,

η ψυχή στις ανέλπιδες όχθες ζει

ατενίζοντας βουβή στη μεγάλη κοιλάδα

νερά θολωμένα – το έλος που μαυρίζει,

αν πεθαίνει ή ζει ούτε αυτή γνωρίζει

 

Βασιλεύει στυγνή στον ορίζοντα

και λιμνάζει αιώνια τη νύχτα, τη μέρα

Βαθιά, σε παγωμένη ώρα,

ακαθόριστο ξέφωτο

η άγνωστη χώρα»

(Πηγή: http://manolismessinis.blogspot.gr/2012/03/blog-post.html)

 

-Βασίλη Στάμου, «Αγνώστου πατρός»

«Δε μου μοιάζει.
Για ν’ ακούω όμως
τους χτύπους μου πάνω του,
μάλλον θα ’ναι δικό μου
αυτό το μικρό, ήσυχο
ποίημα.»

[Από τη συλλογή Η στάση απέναντι, Γαβριηλίδης)

Single Post Navigation

5 thoughts on “Πες το με ποίηση (150ο): «Άγνωστος – η»

  1. AΓΓΕΛΙΚΗ on said:

    Ξαναγυρίζουμε στην ωραία ατμόσφαιρα και κάθε κατεργάρης στον πάγκο του.
    Άγνωστη μεταξύ αγνώστων κι εγώ τι να πω, βρε Γιάννη;
    Τα είπες όλα! Κάτι ψιλά παραθέτω.

    *

    1. «Στο Άγνωστο Ζώο» (απόσπασμα)

    Τιμή,
    Στη χαρά που κρύβει
    το βλέμμα το άδολο,
    που σχίζει της ζωής τους σκοτεινούς ίσκιους
    και φτιάχνει νέους κόσμους στοργικούς,
    όπου τα σύνορα συντρίβονται
    και τα ψεύδη της ευτυχίας ταπεινώνονται.
    Στο άγνωστο αυτό ζώο
    που κατοικεί στης κάθε καρδιάς την ελπίδα
    και περιμένει την ημέρα
    που οι μάσκες θα πέσουν
    κι οι κόσμοι θα γίνουν ένα.

    Ιωάννα Μουτσοπούλου , «Ψυχές της φύσης

    ***

    2. Οι Κλεψύδρες τους Αγνώστου
    Les temps est si clair que
    je tremble qu’il ne finisse…
    ANDRE BRETON
    Στον Ανδρέα Εμπειρίκο
    α΄
    Θυμώνει ο ήλιος, ο ίσκιος του αλυσοδεμένος κυνηγάει τη θάλασσα
    Ένα σπιτάκι, δυο σπιτάκια, η φούχτα που άνοιξε από τη δροσιά και
    μυρώνει τα πάντα
    Φλόγες και φλόγες τριγυρνούν ξυπνώντας τις κλειστές πόρτες
    των γέλιων
    Είναι καιρός να γνωριστούνε οι θάλασσες με τους κινδύνους

    Τι θέλετε ρωτά η αχτίδα, και τι θέλετε ρωτά η ελπίδα κατεβάζοντας
    τ’ άσπρο της ποκάμισο
    Μα ο άνεμος στέρεψε τη ζέστη, δυο μάτια σκέπτονται
    Και δεν ξέρουν πού να καταλήξουν είναι τόσο πυκνό το μέλλον τους

    Μια μέρα θα ‘ρθει που ο φελλός θα μιμηθεί την άγκυρα και
    θα κλέψει τη γεύση του βυθού
    Μια μέρα θα ‘ρθει που ο διπλός εαυτός τους θα ενωθεί
    Πιο πάνω ή πιο κάτω από τις κορυφές που εράγισε το αποψινό
    τραγούδι
    Του Έσπερου, δεν έχει σημασία, η σημασία είναι άλλου

    Ένα κορίτσι, δυο κορίτσια, γέρνουν στα γιασεμιά τους κι αφανίζονται
    Μένει ένα ρυάκι να τα εξιστορήσει μα έσκυψαν να πιουν εκεί
    ακριβώς οι νύχτες
    Μεγάλα περιστέρια και μεγάλα αισθήματα καλύπτουν τη σιγή τους
    Φαίνεται πως το τέτοιο πάθος τους είναι ανεπανόρθωτο
    Και κανείς δεν ξέρει αν έρθει ο πόνος να γδυθεί μαζί τους

    Σπανίζουνε οι παγίδες, άστρα γνέφουνε στους εραστές τα μάγια τους
    Όλα σκιρτούνε, συσπειρώνονται – ήρθε φαίνεται πια η αθανασία
    Που ζητάνε τα χέρια σφίγγοντας τη μοίρα τους που άλλαξε σώμα
    κι έγινε άνεμος
    Δυνατός – η αθανασία φαίνεται ήρθε.

    Οδυσσέας Ελύτης: από τη συλλογή Προσανατολισμοί (1940)

    Ο άγνωστος -Χαρούλα Αλεξίου

    3. Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΦΙΛΗ

    Ένα τετράγωνο
    κάδρο κενό
    ένα ερωτηματικό
    ένα ξυλάκι κανέλας
    ένα κλειδί του χαμένου σπιτιού
    από σκουριασμένο σίδερο
    τα φυλαχτά της
    ο τοίχος
    στο χρώμα της γης
    ασφαλές μητρικό σιωπηλό
    όλα όσα συμβαίνουν εκεί είναι κόσμος
    ό,τι ποθεί η ψυχή
    και σχεδιάζει είναι κόσμος
    η σιωπή της
    να συντονιστεί με μιαν άλλη
    από το ρήγμα κρινάκι της αρμύρας
    ο λόγος

    ένα τετράγωνο
    ένα κλειδί
    ένα ερωτηματικό στο λαιμό της κρεμασμένα
    μενταγιόν μαγνήτης
    προσανατολίζει το βλέμμα
    να διασχίσει την απόσταση
    μέχρι τον άγριο κήπο της καρδιάς της
    πρόσωπο παιδιού
    κορμί ανάλαφρο μίσχος που ισιώνει
    να χαιρετήσει τον ήλιο
    κάθε φορά σε άλλη πόλη
    στα χνάρια του χρόνου κεντάει
    φύλλα πλανόδια μαντείες του αιθέρα
    σε κάθε τόπο πλάθεται και γεννιέται εξαρχής
    καθρεφτίζει στο σώμα του
    τα αντιφεγγίσματα της δικής της μεταμόρφωσης

    την είδα στο λυκόφως
    μιας καλοκαιρινής μέρας
    η άγνωστη αιχμάλωτη της σκιάς μου
    μου χαμογελά
    στο άδειο κάδρο.

    Βικτωρία Καπλάνη, Η άγνωστη φίλη, Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2015

    ***

    4. ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ

    Η σφαίρα που σε σκότωσε
    Πέρασε δίπλα απ’ την καρδιά μου
    Δίπλα απ’ την καρδιά μου έπεσες νεκρός,
    Δίπλα απ’ την καρδιά μου σ’ έθαψαν,
    Απάνω στον τάφο σου χτυπά.

    ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ

    ***

    5. ΑΓΝΩΣΤΟΣ
    (Στον άγνωστο στρατιώτη)

    Πέρασαν κιόλας τόσα χρόνια
    απ΄του θανάτου σου την μαύρη την γιορτή
    σαν να σε τύλιξε μέσα στα χιόνια
    αιώνια δόξα μα κι΄απέραντη σιώπη

    Την μάνα φίλησες στα χέρια
    κι΄είπες θα γύριζες ξανά
    μόνο δυό μαύρα περιστέρια
    γυρίσαν πίσω και είν΄όλα σκοτεινά

    Ποιός να το ξέρει που κοιμάσαι
    αν θα κρυώνεις τώρα πιά
    τον θάνατο σου αν θυμάσαι
    και το πως πέθανες φρικτά

    Άγνωστος μένεις μές το μνήμα
    μακριά απ’την θάλασσα των ζωντανών
    μικρή η ζωή σαν ένα κύμα
    που τρεμοπαίζει μεταξύ των αστεριών

    Νικηφόρος Βυζαντινός (φιλολογικό ψευδώνυμο του Παναγιώτη Χατζηγεωργιάδη)

    Πάμε στο άγνωστο – Αρλέτα

    6. «Μπροστά στην όψη του αγνώστου»

    Μπροστά στην όψη του αγνώστου
    μύριοι φόβοι υποκλίνονται
    και στρέφουν την ματιά
    μακριά απ” τ” όνειρο.

    Μπροστά στο απίθανο
    χιλιάδες εικασίες φυτρώνουν
    και στέκονται
    ως βεβαιότητες άδειες.

    Θρυμματισμένες οι γνώμες
    αποσυνθέτουν όψεις κι απόψεις
    μιας πραγματικότητας άλλης
    απ” τα όσα έχει και είναι.

    Μπροστά στην όψη του αγνώστου
    μύριοι νεκροί στην κάθοδο
    ακόμα κι αν νεκροί δεν είναι…

    Του Odysseus Nemo // *

    ***

    7. Ἡ Ἀγνώριστη

    Ποιὰ εἶναι τούτη
    Ποὺ κατεβαίνει
    Ἀσπροντυμένη
    Ὀχ τὸ βουνό;

    Τώρα ποὺ τούτη
    Ἡ κόρη φαίνεται,
    Τὸ χόρτο, γένεται
    Ἄνθι ἁπαλό·

    Κ᾿ εὐθὺς ἀνοίγει
    Τὰ ὡραῖα του κάλλα,
    Καὶ τὸ κεφάλι
    Συχνοκουνεῖ·

    Κ᾿ ἐρωτεμένο,
    Νὰ μὴ τὸ ἀφήσῃ,
    Νὰ τὸ πατήσῃ,
    Παρακαλεῖ.

    Κόκκινα κι᾿ ὄμορφα
    Ἔχει τὰ χεῖλα,
    Ὡσὰν τὰ φύλλα
    Τῆς ῥοδαριᾶς,

    Ὅταν χαράζῃ,
    Καὶ ἡ αὐγοῦλα
    Λεπτὴ βροχοῦλα
    Στέρνει δροσιᾶς.

    Διονύσιος Σολωμός

    Η ΑΓΝΩΡΙΣΤΗ, Δ. ΣΟΛΩΜΟΣ – Δ.ΛΑΓΙΟΣ

    8. Βάρκα άγνωστη

    Βάρκα άγνωστη η σκέψη
    διασχίζει το σκοτάδι της.
    Κάποτε ακούς
    παράξενους ήχους κουπιών

    Τηλέμαχος Χυτήρης

    ***

    9. ΤΩ ΑΓΝΩΣΤΩ ΘΕΩ

    Ακόμη μια φορά , προτού ξεμακρύνω
    Και τα βλέμματά μου σε τόπους άλλους στείλω
    Τα χέρια μου , μες τη μοναξιά , υψώνω
    Σ’ εσένα ψηλά , σ’ αυτόν που προσφεύγω,
    που στα άπειρα βάθη της καρδιάς μου
    Με εορτές βωμούς καθαγίασα
    Ώστε πάντα , για πάντα
    να με καλεί πάλι και πάλι η φωνή σου
    ……………………….
    Πάνω τους , βαθυχαραγμένες , σπιθίζουν
    Οι λέξεις : Τω Αγνώστω Θεώ.
    Αν και ως την ώρα τούτη στων αμαρτωλών
    Το πλευρό έχω μείνει , δικός σου είμαι-
    Δικός σου , και τα δεσμά αισθάνομαι
    Να με σέρνουν προς τα κάτω , στον αγώνα ,
    Κι ενώ να φύγω θα μπορούσα
    Να τον υπηρετήσω μ’ αναγκάζουν
    ……………………….
    Θέλω , Άγνωστε, να σε γνωρίσω Εσένα που απ’ τα βάθη ξεσηκώνεις την ψυχή μου
    Και τη ζωή μου σα θύελλα λεηλατείς,
    Εσένα Ασύλληπτε και Συγγενικέ μου
    Να σε γνωρίσω , θέλω , να σε υπηρετήσω .

    ΦΡΗΝΤΡΙΧ ΝΙΤΣΕ
    http://planus.pblogs.gr/2010/12/ston-agnwsto-theo.html

    Άγνωστοι δρόμοι – Υπόγεια Ρεύματα

  2. Λάτρεψα:

    Κική Δημουλά, «Ραντεβού με μιαν άγνωστη»

    «Τι θα φοράς συνεννόηση
    να σε γνωρίσω
    ώστε να μη χαθούμε πάλι
    μες στους πολυπληθείς σωσίες σου»

    Καλή Κυριακή Άγνωστη-Γνωστή Αγγελική και Γιάννη!

  3. Ciao Aggeliki!… Όταν σκέφτηκα το θέμα το θεώρησα σχετικά εύκολο, αλλά ψάχνοντας δεν βρήκα και πολλά…

    -«Άγνωστη είν’ η ώρα που κατεβαίνει ο άγγελος και ταράζει τα
    νερά…»
    (Γιώργος Χρονάς)

    -«…Θριαμβική νεφέλη όχημα παλαιό ιδού ο Tρέχων
    και το σύρουν
    άλογα τρυπημένα στα λάμποντα πλευρά.
    Mέσα στο όχημα βρίσκομαι και πηγαίνω
    προς τον άγνωστο προορισμό μου.»
    (Νίκος καρούζος)

    -«Ἀνώνυμ᾿ ἥρωες, ἄγνωστοι τάφοι,
    κανένας ὄνομα σ᾿ αὐτοὺς δὲ γράφει,
    μήτε τὸ χῶμα τοὺς φιλοῦνε χείλη,
    σταυρὸ δὲν ἔχουνε μήτε καντῆλι»
    (Γ. Σουρής)

    -«…Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΜΟΥ ΜΙΛΗΣΕ ΚΑΙ Μ’ ΕΜΑΘΕ να λέω, «είμαι έτοιμος», όταν με πλησιάζουν το Άγνωστο και ο Κίνδυνος. Πριν η ψυχή μου μου μιλήσει, δεν απαντούσα σ’ άλλη φωνή εκτός από τη φωνή τη γνωστή που με καλούσε, και δεν περπατούσα παρά το εύκολο και ίσιο μονοπάτι. Τώρα το Άγνωστο έγινε άλογο που μπορώ ν’ ανέβω για να φτάσω στο Άγνωστο κι ο καμπίσιος δρόμος έγινε σκάλα που την ανεβαίνω για να φτάσω στην κορυφή….»
    (Χαλίλ Γκιμπράν, απόσπασμα από το «Η ψυχή μου μίλησε»)

    -Θανάσης Μαρκόπουλος, «Αγνώστων στοιχείων»

    «Είπα κι εγώ
    στη σκιά μου να σε ντύσω
    ξαναβρίσκοντας την άλλη φτερούγα
    (μπάζει το θάνατο
    Αυτή η τρύπα στο πλευρό)

    Κι έβαλα φωτιά
    στα χθεσινά μου τοπία

    Αγνώστων στοιχείων
    το πτώμα μου
    έξω από το Κουμανίτσι»
    (Θ. Μαρκόπουλος, Ανοιγμένη φλέβα, παρατηρητής)

    -Μαρία Αγγελοπούλου, [Κάθε ξημέρωμα κάποιος άγνωστος]

    «Παλιμπεδίζει ο εναγγαλισμός
    στα οδοφράγματα,
    μήτε ο μπέμπης είσαι
    μήτε ο ντενεκές.
    Το πριόνισμα
    —————-πριονίδι.
    Το πριονίδι
    —————-σκόνη.
    Η σκόνη πουθενά
    κι η σανίδα θρύψαλα.
    Κι εγώ να ψάχνω τα γυαλιά μου
    -έχω μυωπία-
    μπορεί να ευθύνονται.
    ο πανταχού παρόν
    απανταχού απόν.
    Κάθε ξημέρωμα,
    κάποιος άγνωστος,
    —————-δαγκώνει μου τα χείλη
    και πατάει πιπιλιά.»
    (Πηγή: http://staxtes.com/2003/?p=7006)

  4. Ciao Petra!… Ευχαριστούμε!!!… Είμαστε «τρεις άγνωστοι» σε μια ωραία διαδικτυακή παρέα!

    Και…. -«Η ποίηση είναι ένα ταξίδι/ σ’ άγνωστη χώρα…»
    (Μαγιακόφσκι)

  5. -Αλεξάντερ Μπλοκ, «Η άγνωστη»
    (απόσπασμα)

    «…Και κάθε βράδυ, σε ώρα τακτική
    (Ή μήπως τ’ ονειρεύομαι κάθε φορά;)
    Στα μετάξια τυλιγμένη, με λαμπρό κορμί,
    Απ’ το θαμπό παράθυρο περνά.

    Μες απ’ τους μεθυσμένους αργοδιαβαίνοντας
    Πάντα με δίχως συνοδούς, μονάχη,
    Κι αρώματα και δρόσους αναδίνοντας
    Στου παραθύρου κάθεται την άκρη.

    Κι αναδίνουν μύθους αρχαίους
    Τα μετάξια της τα στητά,
    Το καπέλο με τα φτερά του πάθους,
    Τα δαχτυλίδια στα δάχτυλα τα λεπτά.

    Απ’ την παράξενη ομορφιά της μαγεμένος
    Πίσω απ’ το δίχτυ κοιτώ το σκοτεινό
    Σε μαγεμένη όχθη βρίσκομαι χαμένος
    Σε μαγεμένο πλανιέμαι ωκεανό.

    Μυστικά μου αποκαλύφτηκαν κρυφά,
    Τον ήλιο του κάποιος μου ‘χει δώσει,
    Κι ως της ψυχής μου τα σωθικά
    Η στυφάδα του κρασιού έχει απλώσει.

    Φτερά στρουθοκαμήλου γέρνοντας
    Μες στο κεφάλι μου κουνιούνται,
    Και μάτια γαλανά στο βάθος φεύγοντας
    Σε όχθες μακρινές πλανιούνται.

    Θησαυρό έχω στην ψυχή κρυμμένο
    Κι έχω εγώ μονάχα το κλειδί!
    Έχεις δίκιο, τέρας μεθυσμένο,
    Η αλήθεια βρίσκεται μόνο στο κρασί.»
    (Ρώσοι ποιητές του 20ου αιώνα, εκδ. Μεσόγειος)

Αφήστε απάντηση στον/στην itzikas Ακύρωση απάντησης