Πες το με ποίηση (141ο): «Νέος – νεότητα – νιότη»…
-«Aχ, πού σαι, νιότη, πού δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος!»
(Κ. Βάρναλης)
-«Ω ελπίδες της νιότης μας μείνατε στη μέση του δρόμου. Εμείς συνεχίσαμε και να που φτάσαμε απόψε εδώ, σ’ αυτόν τον άγνωστο τόπο, χωρίς αποσκευές, μα μ’ ένα τόσο ωραίο φεγγάρι.» (Τάσος Λειβαδίτης, «Το άστρο του ταξιδιώτη»)
-«Ω νεότητα
Πληρωμή του ήλιου
Αιμάτινη στιγμή
Που αχρηστεύει το θάνατο.»
(Ο. Ελύτης, Προσανατολισμοί, Ποιήματα. Ίκαρος)
-«…Εδώ όλες οι αποτυχίες της νιότης
γίναν σιωπηλές πλατείες
τα κουτσουρεμένα πάθη, σύδεντρα σκοτεινά
κι οι τελευταίοι κακόμοιροι έρωτες
σκύλοι κακοταϊσμένοι που πλανιόνται στα σοκάκια.
Κάτι χειρότερο από γερατειά,
η χώρα τούτη κατοικείται από νιάτα αμεταχείριστα….»
(Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, ΛΥΠΙΟΥ)
-Ο. Ελύτης, [Είσαι νέος]
«Είσαι νέος – το ξέρω – και δεν υπάρχει τίποτε.
Λαοί, έθνη, ελευθερίες, τίποτε.
Όμως ε ί σ α ι. Και την ώρα που
Φεύγεις με το ‘να πόδι σου έρχεσαι με τ’ άλλο
Ερωτοφωτόσχιστος
Περνάς θέλεις – δε θέλεις
Αυλητής φυτών και συναγείρεις τα είδωλα
Εναντίον μας. Όσο η φωνή σου αντέχει.
Πώς της παρθένας το τζιτζίκι όταν το πιάνεις
Πάλλονται κάτω απ’ το δέρμα σου οι μυώνες
Ή τα ζώα που πίνουν κι ύστερα κοιτούν
Πώς σβήνουν την αθλιότητα: ίδια εσύ
Παραλαμβάνεις απ’ τους Δίες τον κεραυνό
Και ο κόσμος σού υπακούει. Εμπρός λοιπόν
Από σένα εξαρτάται. Τάχυνε την αστραπή
Πιάσε το ΠΡΕΠΕΙ από το ιώτα και γδάρε το ίσαμε το πι.»
(ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ» Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ)
-Κώστας Καρυωτάκης, [Tι νέοι που φτάσαμεν εδώ]
«Tι νέοι που φτάσαμεν εδώ, στο έρμο νησί, στο χείλος
του κόσμου, δώθε απ’ τ’ όνειρο και κείθε από τη γη!
Όταν απομακρύθηκεν ο τελευταίος μας φίλος,
ήρθαμε αγάλι σέρνοντας την αιωνία πληγή.
Mε μάτι βλέπουμε αδειανό, με βήμα τσακισμένο
τον ίδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,
νιώθουμε τ’ άρρωστο κορμί, που εβάρυνε, σαν ξένο,
υπόκωφος από μακριά η φωνή μας φτάνει αχός.
H ζωή διαβαίνει, πέρα στον ορίζοντα σειρήνα,
μα θάνατο, καθημερνό θάνατο και χολή
μόνο, για μας η ζωή θα φέρει, όσο αν γελά η αχτίνα
του ήλιου και οι αύρες πνέουνε. Kι είμαστε νέοι, πολύ
νέοι, και μας άφησεν εδώ, μια νύχτα, σ’ ένα βράχο,
το πλοίο που τώρα χάνεται στου απείρου την καρδιά,
χάνεται και ρωτιόμαστε τι να ‘χουμε, τι να ‘χω,
που σβήνουμε όλοι, φεύγουμ’ έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά!»
(Άπαντα Καρυωτάκη, εκδ. Πέλλα)
-Κώστας Βάρναλης, «Ύμνος της Νιότης»
«Με της άνοιξης τον ήλιο
Μόλις σκάει απ’ το βουνό,
ήλιος κι άνοιξη κινάμε
για έναν κόσμον αυριανό.
Η μελλούμενη ανθρωπότη
είμαστε τα νιάτα. Ορτοί
για το θρίαμβο της Αλήθειας
μ’ οδηγό την Αρετή.
Σε στεριά και σε πελάγη
με χαρά και μ’ εμπνοή
με τα μπράτσα, με το πνέμα
πλάθουμε τη νέα ζωή!
Σε μια λεύτερη πατρίδα
δίχως άλυσες, ντροπή,
σκέψη λεύτερη και λόγος
θέληση και προκοπή.
Κι όμοια λεύτερη όλ’ η πλάση
στον αγώνα του καλού,
χίλιοι τόποι, χίλιοι τρόποι,
χίλια θάματα παντού.
Κι ανεβάζουμε όσο πάει
μ’ ολοφώτεινα φτερά
την ανθρώπινην αξία
πιο ψηλά κάθε φορά.»
-Σάμιουελ Ούλμαν, «Η ΝΙΟΤΗ»
«Τα νιάτα δεν είναι περίοδος ζωής, είναι η κατάσταση του νου. Δεν είναι κόκκινα μάγουλα, κόκκινα χείλη και ευλύγιστα γόνατα. Είναι η διάθεση της θέλησης, ιδιότητα της φαντασίας, η δύναμη των αισθημάτων. Είναι η φρεσκάδα της βαθιάς πηγής της ζωής. Είναι η νίκη ενάντια στην ατολμία, είναι και της επιθυμίας για περιπέτεια ενάντια στο πόθο για μια ήσυχη ζωή. Αυτός ο πόθος υπάρχει συχνά σε έναν σαραντάρη. Κανένας δεν γερνάει μόνο και μόνο επειδή ζει μερικά χρόνια. Οι άνθρωποι γερνούν όταν λιποτακτούν από τα ιδανικά τους. Και τα ωραία ακόμη πρόσωπα, όταν δεν προσέξουν να μείνουν όσο γίνεται ηθικά αμόλυντα, στιγματίζονται συχνά από την αυθάδεια ή την αηδία.
Τα χρόνια μπορεί να ρυτιδώνουν το δέρμα, αλλά όταν εγκαταλείψεις τον ενθουσιασμό, τότε ρυτιδώνεται το πνεύμα. Η ανησυχία, η αμφιβολία, η έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό σου, ο φόβος και η απελπισία, αυτά τα μυσαρά μακρά χρόνια που γέρνουν το κεφάλι και κάνουν σκόνη το πνεύμα που γέρασε.
Και αν είναι κανείς εβδομήντα ή δεκάξι χρόνων, πάντα στην καρδιά του μπορεί να υπάρχει η αγάπη για το θαύμα, ο θαυμασμός για τα άστρα και τα πράγματα και για τις σκέψεις. Η θέληση να αντιμετωπίσει κανείς τα γεγονότα, η αδιάκοπη παιδιάστικη όρεξη για κείνο που πρόκειται να ΄ρθει. Έπειτα, και η μεγάλη χαρά για το παιχνίδι ζωής.
Είστε τόσο νέοι, όση είναι η πίστη σας στη ζωή. Τόσο γέροι, όση είναι η αμφιβολία σας. Τόσο νέοι, όση είναι εμπιστοσύνη στον εαυτό σας. Τόσο γέροι, όση είναι η απελπισία σας.
Μέσα στο κέντρο της καρδιάς σας βρίσκεται ένας σταθμός ασυρμάτου. Όσα χρόνια αυτός παίρνει μηνύματα ομορφιάς, ελπίδας, χαράς, μεγαλείου, θάρρους και δύναμης από τη γη, από τους ανθρώπους και από το θεό, τότε είστε πάντα νέος. Όταν τα μηνύματα αυτά πάψουν να έρχονται, και το κέντρο της καρδιά σας έχει σκεπαστεί με τα χρόνια της απαισιοδοξίας και τον πάγο της αδιαφορίας και του κυνισμού, τότε πραγματικά μεγαλώσατε και γεράσατε.»
(Πηγή: http://atheofobos2.blogspot.gr/2009/02/70.html)
-Αχιλλέας Παράσχος, «Εις Την Νεότητα»
«Φεύγεις, φεύγεις, νιότης καημένη,
ωσάν ρόδου περνάς μυρωδιά,
σαν φιλί που πετά και διαβαίνει,
σαν ελπίδ’ απ’ ανθρώπου καρδιά.
Εμορφιά όση έχεις και δρόσο
ευσπλαχνίας αν είχες σταλιά,
δεν θα έφευγες γρήγορα τόσο,
και δεν θ’ άσπριζαν μαύρα μαλλιά!
Χαίρου, άνθρωπε, χαίρου πριν γίνης
απ’ τα χρόνια λιθάρι ψυχρό,
μέρα, νύκτα, στιγμή μην αφήνης
-λίγο ύπνο, για να ’χης καιρό…
Μη φοβήσαι, στην νιότη σαν είσαι,
κρύο, πείνα ή πόνο σκληρό,
τον Θεό σου αυτόν μη φοβήσαι·
-Έναν μόνο φοβού-τον καιρό.
Γέρος, γέρος θα γίνης· στο χώμα
θε να σέρνεσαι, δεν θ’ αγαπάς·
το φιλί θ’ ανοστίζη το στόμα,
θα μυρίζης λιβάνι όπου πας.
Χαίρου, άνθρωπε, χαίρου και πίνε
της αγάπης δροσιά και φωτιά,
γιατί λίγα τα νιάτα σου είναι,
κι από πάνω η κρύα νυχτιά.
Α, θα έλθη καιρός, συμφορά σου!
που θα ιδής σε καθρέπτη εμπρός
άσπρη τρίχα στα μαύρα μαλλιά σου,
πρώτο δώρο που στέλν’ ο καιρός…
Κειν’ η τρίχα η μία, η μόνη,
που κοιτάς με θλιμμένη ψυχή,
δυστυχή! σα βουνό σε πλακώνει,
του σαβάνου σου είναι αρχή!
Φεύγεις, φεύγεις, νεότης, καημένη,
όλο φεύγεις, δεν μένεις στιγμή,
σα νερό που στην άβυσσο μπαίνει,
σαν αγέρι που φεύγει με ορμή!»
(ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/anthology/126#ixzz43FhTqbtk)
-Ζωής Καρέλλη, «Νεότητα Δύσκολων Χρόνων»
«Tί θα κάνουν οι νεώτατοι, οι ωραίοι,
με την τραγικήν εφηβεία,
ραγισμένο κρύσταλλο της ψυχής,
αφανισμένο λουλούδι, άγουρο χαλασμένο καρπό,
κίτρινο της αυγής χρώμα μελαγχολικό;
Aρχίζει μέρα συννεφιασμένη,
μ’ αδιέξοδον ουρανό, βαρύ, φορτωμένο
καταιγίδες φανερές κι ύπουλες.
Tί θα κάνουν εκείνοι, που έχουν
τα ωραία, τα φοβερά εκείνα μάτια
της νεότητας καθαρά κι αμετάπειστα;
Tα κλειστά βλέφαρά του, πολύ σκιερά,
της μονήρους αμαρτίας σημάδι,
έμοιαζαν φτερά πεταλούδας πελώριας,
όμως νυχτερινής, δίχως τα λαμπρά χρώματα.
Tου άλλου το άγριο σχεδόν, όμως τόσο γλυκό,
καστανό ανοιχτό, βλέμμα λαμπρό,
όπως των αγριμιών μ’ αθωότητα,
αγνότητα κι απορία γεμάτο,
ύστερα δήθεν αδιαφορία, ύστερα
περηφάνειαν οδυνηρή…
Tί θα κάνουν
οι έφηβοι, όταν τόσο πολύ
γνωρίζουν και δεν μπορούν να ελπίζουν,
καθώς αρχινούν τη ζωή;
Λαχταράν ουρανό, καθαρό φως
και στον γαλάζιο πόντο ν’ αρμενίσουν
ελεύθεροι να πιστέψουν ζητούν
στην ανθρώπινη δύναμή τους ακέρια.
Tους έταξαν την πλήρη ελευθερία,
η θυσία του αίματος να πληρωθεί.
Πιο βαριά η δουλειά τούς δένει
κι η προσπάθεια που αυξαίνει επίπονη,
δεν αφήνει το άνθισμα ευτυχίας καλής.
Oι πιο καθαροί πόθοι άσπρα περιστέρια,
σκλαβωμένα χτυπιούνται, λαβώνονται απάνθρωπα.
Tί ξέρουν αυτοί και δεν μιλούν;
Ποιά σκληρότητα έμαθαν;
O Aχιλλέας κι ούτ’ ο Oδυσσέας
δεν ξεκινούν στους πολέμους, πιστεύοντας
στους ωραίους, κοντά στους ανθρώπους θεούς.
Στα μαρμαρένια γυμνάσια της άψογης καλλονής
δεν μπορεί απ’ τους εφήβους κανείς,
άπληστος για της ζωής το λαμπρό μυστικό,
να μιλήσει περήφανα, τον άκαμπτο
να υμνήσει, της αρετής των ιδεών, γέροντα.
Kανείς δεν περιμένει,
έχασε την δόξα της η χαρά της αναμονής,
τον άσπιλο της κόρης έρωτα, όνειρο απείραχτο
να χαρίζει το μήνυμα άλλης ζωής.
Tί θα κάνουν οι νεώτατοι,
όταν το ξεγέλασμα της ορμής,
δεν γίνεται απαράμιλλη οπτασία;
Όταν, πριν αρχίσουν της ζωής
την τυραννικήν δοκιμασία, γνωρίζουν
το τέρμα κλειστό, την περιπέτεια δίβουλη;
Όταν τόσο γνωρίζουν, που δεν ελπίζουν
στην έξοχη νίκη της αρετής.
Άγγελος δεν φαίνεται κανείς,
της πικρίας το ποτήρι να του προσφέρει.
Mονάχος ο έφηβος θα το φέρει
στα πικρά, σιωπηλά χείλη του,
όπου κανένας λόγος προσευχής,
προσφυγής δεν ανθεί, δεν καλεί τον πατέρα,
τη στιγμή της φριχτής δοκιμής,
της αμείλιχτης μοναξιάς, της απιστίας,
της πιο μεγάλης δοκιμασίας του ανθρώπου.»
(από τα Ποιήματα, Eρμής 1996)
-Νίκος Δήμου, «Η ερωτύλος νεότης»
«Μα τι συμβαίνει με αυτόν το γέροντα;
Κορίτσια τον θέλουν άγρια,
στα κρυφά τον αποζητούν.
Άγουρα κορμιά τον χρειάζονται επειγόντως.
Όταν μιλάνε στις κοπέλες για την ηλικία του, μερικές χαμογελούν.
Αυτές γνωρίζουν άλλα.
Κανένας νέος δεν τις τάνυσε τόσο καλά.
Δεν βλέπουν ρυτίδες, ούτε χαλαρή σάρκα
αλλά αυτή την υπερκόσμια υπομονή και προσήλωση
που τις οδηγεί στον κρυφό τους εαυτό.»
(Πηγή: http://www.ndimou.gr/el/keimena/anthologia/poihmata/gerontion/)
196
Μ’ αρέσουν οι νέοι. Χαμογελαστοί και ανυποψίαστοι προχωρούν χορευτικά πάνω απ’ την άβυσσο.
Θεοφάνης Χ. Ζβες
από το βιβλίο Αισθαντικοί αφορισμοί και αξιώματα, 2015
1. La Jeunesse blanche
Η φιλτάτη, η άσπρη μας νεότης,
α η άσπρη μας, η κάτασπρη νεότης,
που είν’ απέραντη, κ’ είναι πολύ ολίγη,
σαν αρχαγγέλου άνω μας πτερά ανοίγει!…
Όλο εξαντλείται, όλο αγαπάει·
και λιώνει και λιγοθυμά εις τους ορίζοντας τους άσπρους.
A πάει εκεί και χάνεται εις τους ορίζοντας τους άσπρους,
για πάντα πάει.
Για πάντα, όχι. Θα ξαναγυρίσει,
θα επιστρέψει, θα ξαναγυρίσει.
Με τα λευκά της μέλη, την λευκή της χάρι,
θα έλθ’ η άσπρη μας νεότης να μας πάρει.
Με τα λευκά της χέρια θα μας πιάσει,
και μ’ ένα σάβανο λεπτό απ’ την ασπράδα της βγαλμένο,
με κάτασπρο ένα σάβανο απ’ την ασπράδα της βγαλμένο
θα μας σκεπάσει.
Κ.Π.Καβάφης (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)
***
2. Η απολυταρχία της νιότης
Σαν σκωροφαγωμένα υφάσματα
απλώνουν την ασχήμια τους τα γεράματα
ακόμη κι αν είχαν μεταξωτό παρελθόν.
Αλύγιστα πάντα τα νιάτα
όσο άκομψα κι αν είναι
όσο κι κολυμπούν
ανέραστα, σε θολά νερά
κάπου, λάμπουν σαν αστέρια.
Την ομορφιά
το σώμα της δικής μου νιότης
δεν την γνώρισε ποτέ
αλλά ξέρω τώρα
πως κρυφά την κράταγ’ αγκαλιά.
Μακριά απ’ τον καθρέφτη
με τη φύση μοιραζόμουνα
άνθιση και καρποφορία,
σε θάλασσες επιθυμίας ταξίδευα
με θεία πλεούμενα
τα πρόσωπα των αγοριών.
Η ιδέα του θανάτου
υπήρχε μόνον σαν έμπνευση
και το ποίημα που τότε γεννιόταν
σκέπαζε ακόμη και τη φοβερή υποψία
ότι ο πόθος τελικά υποχωρεί
μπρος στην αλήθεια
του χρονοδαρμένου σώματος.
Ναί, το ξέρω, θα ‘ρθει η στιγμή
που αδιαίρετα το όμορφο και το άσκημο μαζί
θα με συνοδεύσουν στου τέλους την αρχή
την αρχή του τίποτα.
Αθήνα 16/4/2011, Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ
δημοσιεύτηκε στο περ. Νέο Επίπεδο, τεύχ. 1, Μάιος 2012
***
3. «Νεαροί»
Γράφετε ό,τι θέλετε
Στο ύφος που σας φαίνεται καλύτερο.
Αρκετό αίμα έχει κυλήσει κάτω απ’ τις γέφυρες
Για να συνεχίσουμε να πιστεύουμε
Πως μόνο ένα δρόμο μπορούμε ν’ ακολουθούμε.
Στην ποίηση όλα επιτρέπονται,
Μ’ αυτές τις προϋποθέσεις ασφαλώς
Ξεπερνάς την άγραφη σελίδα.
Νικάνορ Πάρρα (από το “Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, Μαρία Λαϊνά, Ελληνικά γράμματα”)
***
4. [Ωδή Στη Νεότητα]
Υπάρχουν νέοι που δεν ασχολούνται με ταραχές.
Εργάζονται σε εκλεπτυσμένα κάτεργα.
Βάζουν πλυντήρια, κάνουν λάντζα.
Στήνουν φυτώρια ή περιποιούνται ηλικιωμένους
που τους έφτυσαν τα παιδιά τους.
Υπάρχουν νέοι που λειτουργούν
ως μηχανές ξεσκατίσματος. Νέες
που φυλάνε ορφανά μωρά
γωνιών
που αποδεκάτισε η καριέρα.
Υπάρχουν νέοι που σκοτώνονται με μηχανάκια
πηγαίνοντας πίτσα στον εωσφόρο
ή σε ανάπηρους πολίτες από καθιστική ζωή.
Νέοι που δεν ασχολούνται με την επανάσταση.
Αλλάζουν σεντόνια σε λουτροπόλεις.
Παθαίνουν εγκαύματα από ζεστό νερό
πλένοντας πιάτα σε εστιατόρια.
Νέοι νηφάλιοι και σοβαροί που επιστρέφουν στην εργασία τους
μετά το ρεπό.
Νέοι που θέλουν
μια τηλεόραση
ένα κινητό
ένα στρώμα να ξεραθούν.
Νέοι που έχουν κακοποιηθεί ως παιδιά
από σχολικές παρελάσεις, προσευχές, εκπαίδευση.
Νέοι που τους πηγαίνει αβασάνιστα το σύμπαν σε τεκνοποίηση.
Σε νέα αντίγραφα που δε θα μπορούν να αμυνθούν
στον κατασκευαστή τους.
Νέοι που θα εισβάλουν στα πιο εκλεπτυσμένα κάτεργα
και θα έχουν την ίδια ραγισμένη καρδιά
με τους πρώην νέους γονείς που ξεσκάτιζαν γέρους
έχασαν τα μάτια τους από φυτοφάρμακα
έπεσαν στο βόθρο ή στα καμίνια της Χαλυβουργικής.
Νέοι που θα νοιώθουν την ίδια εγκατάλειψη
σιχτιρίζοντας τους γέρους γονείς
που κάποτε υπήρξαν νέοι και σιχτίριζαν τους δικούς τους
γέρους γονείς που κάποτε υπήρξαν νέοι κι αυτοί.
Το Έτσι τα βρήκαμε διδάσκεται.
Είναι η παράδοση από γενιά σε γενιά.
Ήσυχα καθένας φορτώνεται το αδίκημα της αδιαφορίας.
Στη Μαλαισία στο Μεξικό στην Καλαμάτα στο Κονγκό οι νέοι
δεν ουρλιάζουν παρά δουλεύουν και
ζουν με γραφειοκρατική προσήλωση.
Ω ναι κάποιος πρέπει να κάνει τις σκατοδουλειές
αυτού του κόσμου. Όσο υπάρχουν λεφτά.
Με τα λεφτά μπορείς να βάλεις κάποιον να σου σκουπίζει τον κώλο.
Με τα λεφτά μπορείς να βρεις πολλούς νέους για τον πόλεμο
και το ντελίβερι.
Με τα λεφτά μπορείς να αγοράσεις λίγη ελευθερία.
Υπάρχουν νέοι που αγοράζουν λίγη ελευθερία με τα λεφτά.
Με το χαρτζιλίκι τους.
Υπάρχουν νέοι που δεν ασχολούνται με την εξέγερση.
Κάνουν μεροκάματα. Βάζουν σε τάξη τα βαζάκια με τα νεκρά έμβρυα.
Υπάρχουν νέοι που τους μακελεύει το πεπρωμένο.
Μα το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο.
Την ώρα που ακουμπούν το μάγουλο στην κρύα εικόνα
δίνοντας φιλί σπαραχτικό
στη Δέσποινα του ελέους.
Αντώνης Αντωνάκος
***
5. θα σαι πάνω απ’ όλα τα πράγματα χαρούμενος και νέος.
Γιατί αν είσαι νέος όποια ζωή κι αν φοράς
θα γίνει εσύ˙ και αν είσαι χαρούμενος
του οτιδήποτε η ζωή εσύ θα γίνει.
Τα κοριτσάγορα τίποτα πιο πολύ απ’ τα αγοροκόριτσα ας μην έχουν ανάγκη:
μπορώ μονάχα αυτήν ολότελα ν’ αγαπάω
που τα’ όποιο της μυστήριο κάνει κάθε άντρας
τη σάρκα να ντυθεί το διάστημα κι ο νους του να ξεντύνεται το χρόνο
να σκεφτείς ποτές σου, ας τα απαγορεύσει ο θεός
και (στην ευσπλαχνία του) τον αληθινό σου εραστή ας φεισθεί:
γιατί έτσι η γνώση ψεύδεται, ο εμβρυακός τάφος
που τον λένε πρόοδο, κι η άρνηση είναι πεθαμένη όχι καταδίκη.
Καλύτερα να μάθαινα από ένα πουλί ένα τραγουδώ
παρά δέκα χιλιάδες άστρα να διδάξω εγώ να μη χορεύουν
e.e. cummings, μτφ.: Σωκράτης Σκαρτσής
Τα νιάτα, Βουγιουκλάκη
6. Ἤτανε νέοι
Οἱ δρόμοι ἦταν σκοτεινοὶ καὶ λασπωμένοι
τὸ πιάτο στὸ τραπέζι λιγοστό,
τὸ φιλὶ στὸ κατώφλι ἦταν κλεφτὸ
καὶ ἔρωτες μέσα στὶς καρδοῦλες κλειδωμένοι
Ἤτανε νέοι ἤτανε νέοι, ἦταν παιδιὰ
καὶ ἔτυχε νά ῾ναι καὶ καλὴ σοδειὰ
Τὰ βράδια ξενυχτοῦσαν στὰ ὑπόγεια,
καὶ σβάρνα ὁλημερὶς στὶς γειτονιὲς
ἄχ! τὰ σοκάκια ἐκεῖνα κι οἱ γωνιὲς
σφιχτὰ ποὺ φυλάξαν τὰ τίμια λόγια
Ἤτανε νέοι ἤτανε νέοι, ἦταν παιδιὰ
καὶ ἔτυχε νά ῾ναι καὶ καλὴ σοδειὰ
Δὲν ξέρανε πατέρα, μάνα σπίτι, μάνα σπίτι
ἕναν δὲν δίναν γιὰ τὸ σήμερα παρᾶ
δὲ ρίχνανε δραχμὲς στὸν κουμπαρᾶ
δὲν κράταγαν μεζούρα καὶ διαβήτη
Ἤτανε νέοι ἤτανε νέοι, ἦταν παιδιὰ
καὶ ἔτυχε νά ῾ναι καὶ καλὴ σοδειά
MANOΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
***
7. Νέοι της Σιδῶνος
Κανονικὰ δὲν πρέπει νἄχουμε παράπονο
Καλὴ κι ἐγκάρδια ἡ συντροφιά σας, ὅλο νιάτα,
Κορίτσια δροσερά- ἀρτιμελῆ ἀγόρια
Γεμάτα πάθος κι ἔρωτα γιὰ τὴ ζωὴ καὶ γιὰ τὴ δράση.
Καλά, μὲ νόημα καὶ ζουμὶ καὶ τὰ τραγούδια σας
Τόσο, μὰ τόσο ἀνθρώπινα, συγκινημένα,
Γιὰ τὰ παιδάκια ποὺ πεθαίνουν σ᾿ ἄλλην Ἤπειρο
Γιὰ ἥρωες ποὺ σκοτωθῆκαν σ᾿ ἄλλα χρόνια,
Γιὰ ἐπαναστάτες Μαύρους, Πράσινους, Κιτρινωπούς,
Γιὰ τὸν καημὸ τοῦ ἐν γένει πάσχοντος Ἀνθρώπου.
Ἰδιαιτέρως σᾶς τιμᾷ τούτη ἡ συμμετοχὴ
Στὴν προβληματικὴ καὶ στοὺς ἀγῶνες τοῦ καιροῦ μας
Δίνετε ἕνα ἄμεσο παρὼν καὶ δραστικό- κατόπιν τούτου
Νομίζω δικαιοῦσθε μὲ τὸ παραπάνω
Δυὸ δυό, τρεῖς τρεῖς, νὰ παίξετε, νὰ ἐρωτευθεῖτε,
Καὶ νὰ ξεσκάσετε, ἀδελφέ, μετὰ ἀπὸ τόση κούραση.
(Μᾶς γέρασαν προώρως Γιῶργο, τὸ κατάλαβες;)
MANOΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
8. Μήνυμα Του Ετοιμοθάνατου Ποιητή Στη Νεολαία
“Εσείς οί νέοι άνθρωποι των εποχών πού έρχονται
Καί της καινούργιας χαραυγής πάνω στίς πολιτείες
Πού δέ χτίστηκαν ακόμα, καί σεις
Πού δέ γεννηθήκατε, άκούστε τώρα
Τη φωνή τή δική μου, πού πέθανα
Όχι δοξασμένα.
Αλλά
Σάν τόν αγρότη πού δέν όργωσε τό χωράφι του
Καί τόν χτίστη πού ξετσίπωτα τό ‘βαλε στά πόδια
Σάν είδε την τρύπια στέγη,
Έτσι κ’ εγώ,
Δέ βάδισα μέ τήν εποχή μου, ξόδεψα τίς μέρες μου,
Καί τώρα πρέπει νά σας παρακαλέσω
Νά πείτε εσείς αυτά πού δέν ειπώθηκαν,
Νά κάνετε αυτά πού δέν έγιναν, καί μένα
Γρήγορα νά μέ ξεχάσετε, σας παρακαλώ,
Γιά νά μήν παρασύρει καί σας
Τό δικό μου κακό παράδειγμα.
Αχ, γιατί κάθησα στων στείρων τό τραπέζι
Τρώγοντας τό φαΐ
Πού αυτοί δέν ετοίμασαν;
Αχ, γιατί ξόδεψα τά καλύτερα μου λόγια
Στη δική τους
Έξω όμως
Διάβαιναν οι άδίδαχτοι
Διψασμένοι νά μάθουν.
Αχ, γιατί
Τά τραγούδια μου δέν υψώνονται στά μέρη εκείνα
Πού θρέφουν τίς πολιτείες, εκεi
Πού ναυπηγούνται τά καράβια;
Γιατί δέν υψώνονται
Απ’ τίς γρήγορες ατμομηχανές
Σάν τόν καπνό
Πού αφήνουν πίσω τους στόν ορίζοντα;
Εκείνων πού είναι χρήσιμοι καί δημιουργικοί.
Ούτε μιά λέξη
Δέν ξέρω νά πω σέ σας, γενιές των εποχών πού έρχονται,
Μήτε μιά υπόδειξη δε θά μπορούσα νά σάς κάνω
Μέ δάχτυλο τρεμάμενο,
Γιατί πώς τό δρόμο νά δείξει
Αυτός πού δέν τόν διάβηκε!
Έτσι σπατάλησα άλλο δέ μένει
Παρά νά σας ζητήσω
Νά μή δώσετε προσοχή σε λέξεις
Πού βγαίνουν άπό τό δικό μας
Σάπιο στόμα, μήτε καί συμβουλή
Καμιά νά μή δεχτείτε
‘Απ’ αυτούς πού στάθηκαν τόσο ανίκανοι,
‘Αλλά μόνοι σας ν’ αποφασίσετε
Ποιό τό καλό γιά σάς καί τί σάς βοηθάει
Τόν τόπο νά χτίσετε πού εμείς αφήσαμε
Νά ρημάξει σάν τήν πανούκλα,
Καί γιά νά κάνετε τίς πολιτείες
Κατοικήσιμες”
Bertolt Brecht
***
9. «Κακή εποχή για τη Νεολαία» («Schlechte Zeit für die Jugend»)
«Αντί το δάσος να παίζει με τους συνομηλίκους του
Κάθεται ο μικρότερός μου γιος σκυμμένος πάνω απ’ τα βιβλία
Και πιο πολύ του αρέσει να διαβάζει
Για τις κομπίνες των λεφτάδων
Και τις σφαγές των στρατηγών.
Καθώς διαβάζει τη φράση, ότι οι νόμοι μας
Εξίσου απαγορεύουν σε φτωχούς και πλούσιους κάτω
από τα γεφύρια να κοιμούνται
Ακούω το ευτυχισμένο του γέλιο.
Όταν ανακαλύπτει ότι ενός βιβλίου ο συγγραφέας
πουλημένος είναι
Το νεαρό το μέτωπο φωτίζεται. Α’ τη μεριά μου
Το επιδοκιμάζω, κι όμως θα ’θελα να μπορούσα
Μια εποχή κατάλληλη για τη νεολαία να του προσφέρω
Που σ’ αυτήν στο δάσος θα πήγαινε να παίξει με τους συνομήλικούς του»
Bertolt Brecht (μετάφραση: Νάντια Βαλαβάνη)
***
10. [Για Κάποιον Νέο Μόνο]
Οι δρόμοι αψέντι ευώδιασαν αψύ,
υγρές θηλές οι αφύλακτες διαβάσεις·
μ’ άνθη γεμίσαν οι ερημιές, κι εσύ
μαζεύεσαι νωρίς για να διαβάσεις.
Φοβάσαι το έξω, νιώθεις κούραση
για τα παιχνίδια, τις φωτοσκιάσεις
του μάταιου κόσμου. Απόμεινες νησί·
γι’ αλλού δεν έχει βάρκα να περάσεις.
Σπίτι κι αυλή, βιβλίο και μουσική·
φουντώνει ο μύθος, κλέβει την αλκή.
Τ’ άγουρο φρούτο γέμισε σαράκι.
Και μένει, συντροφιά κι αυτή κρυφή,
κάποιου σονέτου η δύσκολη γραφή,
a la maniere de Κώστα Καρυωτάκη.
Τάσος Κόρφης
ΤΡΕΙΣ ΝΕΟΙ, Βιολάρης
11. ΤΡΕΙΣ ΝΕΟΙ
Ήτανε Θε μου, μια φορά
τρεις νέοι (τρεις φίλοι, τρία παιδιά),
αγάπες, όνειρα, τραγούδια,
μέσα στο φως, μες στα λουλούδια,
τρεις νέοι (τρεις φίλοι, τρία παιδιά).
Τώρ’ απομένουνε βαθιά,
ένας εδώ κι άλλος εκεί,
χείλη, καρδιές, μάτια κλειστά,
μέσα στο χώμα, μες στη γη,
ένας εδώ κι άλλος εκεί…
Κάθε π’ ανθίζουν τα κλαδιά,
βγαίνουν τις νύχτες τρία παιδιά
ή στ’ ασημένια καλοκαίρια,
που υψώνονται στο φως τα χέρια,
βγαίνουν τις νύχτες τρία παιδιά.
Και μ’ αρμονία γλυκολαλεί,
-κιθάρα, φλάουτο και βιολί-
η θεία του Σούμπερτ σερενάτα,
κι είν’ όλ’ αγάπη, φως, γεμάτα,
-κιθάρα, φλάουτο και βιολί.
Του πρώτου η μάνα τ’ αγρικά
βουβή κι ανάβει τα κεριά,
τα’ άλλου αδελφή, και γονατίζει,
του τρίτου η αγάπη θυμιατίζει
σ’ ένα κελί καλογριά.
Μοίρες οι νύχτες τριγυρνούν
και τα παιδιά ξεπροβοδούν,
στέλνουν μηνύματα στ’ αστέρια,
και με καλόβολα τα χέρια
τα τρία παιδιά ξεπροβοδούν.
Ήτανε Θε μου, μια φορά
τρεις νέοι… και τώρα είναι βαθιά
μέσα στο χώμα μες στη γη,
ένας εδώ κι άλλος εκεί,
τρεις νέοι (τρεις φίλοι, τρία παιδιά).
ΑΙΜΙΛΙΑ ΔΑΦΝΗ (1881-1941)
***
12. Η νιότη είναι μια κατάσταση του νου
«Οι νέοι είναι χαρούμενοι, γιατί έχουν την ικανότητα να βλέπουν την Ομορφιά. Όποιος διατηρεί αυτή την ικανότητα, δε γερνά ποτέ» – Φραντς Κάφκα
Να είστε νέοι
Η νεότητα δεν είναι περίοδος της ζωής
Είναι κατάσταση του νου, η συνέπεια της προθυμίας
Η ιδιότητα της φαντασίας, η συναισθηματική δύναμη
Η νίκη του θάρρους ενάντια στη δειλία
Η νίκη της λαχτάρας για περιπέτεια ενάντια στο βόλεμα μιας άχρωμης ζωής.
Δεν γερνάμε γιατί διανύουμε έναν συγκεκριμένο αριθμό ετών
Γερνάμε γιατί εγκαταλείπουμε τον ενθουσιασμό μας
Τα χρόνια ρυτιδώνουν το δέρμα, η απουσία ενθουσιασμού ρυτιδώνει την ψυχή
Η ανησυχία, η αμφιβολία, ο φόβος, η απελπισία
είναι εχθροί που σιγά σιγά μας κάνουν να γέρνουμε προς το έδαφος
και να γινόμαστε σκόνη πριν από το θάνατο…
Νέος είναι αυτός που αιφνιδιάζεται και θαυμάζει.
Που ρωτάει σαν αχόρταγο παιδί: «Και μετά;»
Προκαλείται από τα γεγονότα
και βρίσκει χαρά στο παιχνίδι της ζωής.
Είστε όσο νέα είναι η πίστη σας. Όσο ηλικιωμένη είναι η αμφιβολία σας
Όσο νέα η αυτοπεποίθησή σας
Όσο νέα είναι η ελπίδα σας. Όσο ηλικιωμένη είναι η απελπισία σας
Όσο νέα είναι η αγάπη που νιώθετε για τον εαυτό σας
Όσο ηλικιωμένη είναι η κριτική που ασκείτε σ΄ εσάς και στους άλλους…
Θα μείνετε νέοι για όσο καιρό παραμένετε δεκτικοί και ανοιχτοί
Δεκτικοί στο ωραίο, στο καλό, στο μεγάλο.
Ανοιχτοί στα μηνύματα του σώματός σας, της φύσης, του ανθρώπου, του απείρου….
Αν μια μέρα η καρδιά σας ταραχτεί από την απαισιοδοξία
θυμηθείτε ότι το χαμόγελο και το γέλιο
μπορούν να φωτίσουν ξανά την αιώνια νεότητά σας!
by Νewagemama , (Εμπνευσμένο από το ποίημα Η νεότητα του Σάμιουελ Ούλμαν )
***
13. Νεότερος
[…] Αἰσθάνομαι μόνος
ἀφοῦ δὲν ἔχει δεύτερη ζωὴ ν᾿ ἀλλάξουμε
καὶ τὸ φεγγάρι ταξιδεύει πάντα ἴδιο.
Σύντροφε οὐρανὲ
ἄλλοτε ἡ ἐλπίδα φεγγοβολοῦσε στὰ χέρια
κοιτάζω τὸ σῶμα βρίσκω τ᾿ ὄνειρο
πάει κ᾿ ἡ ἀγάπη
χάνεται
σὰν τὸ νερὸ στὴν πέτρα.
Τί εἶναι πιὰ ἕνα δέντρο τί εἶναι τ᾿ ἀσημένια φύλλα;
Μέσ᾿ στὴν ὁρμὴ τῆς ἐρημιᾶς γινόμαστε διάφανοι.
NIKOΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ
***
14. Το λυπημένο τραγούδι της νιότης μου
Είμαι κι εγώ
μια μικρή λεπτομέρεια
μέσα στην τραγική
ιστορία του σύμπαντος.
Τα κύτταρά μου διεχώρισα
σε άπειρα πολλοστημόρια
για να τ’ αγαπήσω όλα
όσα κινούνται στη γη,
όσα στων θαλασσών τα βάθη αναπαύονται
κι όσα στ’ αχανή μού διαφεύγουν.
Μα δε βρέθηκε τίποτε
μέσα στ’ άπειρα πλάσματα
μιαν αχτίδα τού ήλιου
να μου βάλει στο μέτωπο.
Χάνομαι τόσο νωρίς
στη γλαυκή απεραντοσύνη
γιατί δε μ’ αγάπησε τίποτε.
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ
Eric Burdon and The Animals – When I Was Young
15. Ω NIOTH MOY ΕΓΚΑΤΑΛΕΛΕΙΜΜΕΝH
Ω νιότη μου εγκαταλελειμμένη
Ως μια γιρλάντα ξεθωριασμένη
Να εδώ που καταφτάνει ο καιρός
καχύποπτος και περιφρονητικός
Είν’ το τοπίο από καμβά φτιαγμένο
Ρέουν ποτάμια αίματος πλαστά
Και κάτω από το δέντρο το με άστρα ανθισμένο
Ένας παλιάτσος είναι ο μόνος που περνά
Μια κρύα αχτίδα παιχνίδι κάνει και σκορπά
στο σκηνικό στης όψης σου την παρειά
κρότος ρεβόλβερ μία κραυγή
Στη σκιά κάποιο πορτρέτο μειδιά
Το πλαίσιο του κάδρου έχει σπάσει
Ένας αγέρας χωρίς το στίγμα του ν’αφήνει
Ανάμεσα στο λογισμένο και σ’αυτό διστάζει
Ανάμεσα στο μέλλον και τη μνήμη
Ω νιότη μου εγκαταλελειμμένη
Ως μια γιρλάντα ξεθωριασμένη
Να εδώ που καταφτάνει η εποχή
του λόγου και της μεταμέλειας μαζί.
ΓΚΙΓΙΩΜ ΑΠΟΛΛΙΝΕΡ (μετάφραση: Μαρία Θεοφιλάκου)
16. ΑΠΟΦΟΙΤΟΙ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
Μνήμη Γιώργη Ζάρκου
Νεολαίε με το χαρτί του γυμνασίου
Εσύ που στο σχολείο σήκωνες το χέρι για να πεις
Όχι το μάθημα μα την αλήθεια
Σήκωνε πάντα αυτό το χέρι που το γέννησε
Της δικαιοσύνης ο καημός κ’ η σιγουριά του αύριο.
Νεολαίε με το χαρτί του γυμνάσιου
Τα χέρια σου ανεβοκατεβαίνουν
Πάνω σε τραπέζια καφενείων
Καταχνιασμένων από την τσιγαρίλα
Και τις ανάσες πεινασμένων
Τα χέρια σου ανεβοκατεβαίνουν
Πάνω σε μεγάλες πόρτες
Που Δε θ’ ανοίξουν ποτέ από μέσα.
Νεολαίε με το χαρτί του γυμνασίου
Είσαι η φωτιά που ετοιμάζει η απελπισία
Και θα κάψει τις σημαίες των αρχόντων.
Και αν το ψωμί κ’ η γνώση ανταλλάσσονται
Με τα’ άλλο χαρτί που εσύ δεν έχεις
Μην αρνηθείς γι’ αυτό το ρόλο που σου ανάθεσε ο καιρός.
Οι μέρες μας κυλούν σαν χειμωνιάτικα ποτάμια
Στους δρόμους φέγγουν φαναράκια μίσους
Στους δρόμους αλαφιάζονται οι μικρές παρέες
Καθώς απ’ τις γωνιές οι μισθοφόροι
Με στιλέτα ξεμπουκάρουν και παγίδες.
Όμως τα δαγκωμένα λόγια ακολουθούν τραγούδια.
ΘΩΜΑΣ ΓΚΟΡΠΑΣ
***
17. ΗΔΟΝΙΚΗ ΝΕΟΤΗΤΑ
Δεν είναι πια το σώμα ή η μορφή που αγαπήσαμε σ’ εκείνη
την ηδονική νεότητα
Και ούτε οι ονομασίες των δρόμων ή των σταθμών που ταξιδέψαμε
Με τον άγγελο να μας γνέφει πίσω απ’ το τζάμι της βροχής.
Είναι ο αγέρας που φυσά μες στις βαθιές
Στις άγριες ραγισματιές π’ άνοιξε ο χρόνος
Κι είναι η άβυσσος που βρυχιέται γύρω μας
Όρθια ξέσκεπη άβυσσος
Όπου ηχούν ακόμα οι πέτρες που έριξα
Να την πατώσω.
Το σώμα μου κρατάει ακέραιη την ηδονή εκείνη
Μεσ’ σε δωμάτια
Που προεξέχουν μια σπιθαμή από τη μνήμη
Και με παιδεύουν με των κεριών τους το ημίφως
Δωμάτια παρατημένα να τα μετρούν οι καταιγίδες
Ξέρω, ήταν λίγο πριν απ’ τη μικρή αιωνιότητά μας
Λίγο πριν σημάνει για το τραγούδι
Δεν είχα δει το μνήμα που ανάβλυζε σκοτεινό μέσα μου
Να αιχμαλωτίσει το χρόνο
Δεν είχα δει το πέρασμα του αγγέλου.
ΜΑΡΙΑ ΠΟΘΟΥ
***
18. Η κατάληξη
Είναι μια διαδικασία σταδιακής εξαπατήσεως.
Σ’ τα δίνουν πρώτα όλα: νεότητα, σφρίγος, γονείς, φίλους, αγάπη,
και πριν προλάβεις καν να καταλάβεις τι σημαίνουν όλ’ αυτά,
αρχίζουν να σου τα παίρνουν μέσ’ από τα χέρια, να σε κοροϊδεύουν.
Χάνουμε, χάνουμε ολοένα: σαν να μας κλέβουν στα χαρτιά.
Είναι μια, βασανιστικά αργή, διεξοδική ιστορία πτωχεύσεως.
Ένα ένα πέφτουν τα λογής περιβλήματά μας,
πέφτουν τα ωραία, απατηλά στηρίγματα της νιότης
γίνεται άγριο, ανελέητο κοσκίνισμα.
Τέλος,
μένουν ελάχιστα, δυο τρία πράγματα, σε μιαν ολάκερη ζωή,
αληθινά δικά μας.
ΑΝΕΣΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ
Jethro Tull – Too Old To Rock’n’Roll Too Young To Die
Ciao!… Αχ, Αγγελική μου: «Να’ σαν τα νιάτα δύο φορές τα γηρατειά καμία…»
-«Οι νέοι είναι χαρούμενοι, γιατί έχουν την ικανότητα να βλέπουν την Ομορφιά. Όποιος διατηρεί αυτή την ικανότητα, δε γερνά ποτέ» (Φραντς Κάφκα)
-«…χρόνια αἰῶνες χρόνια καὶ νιάτα πὄχει ἡ ὀμορφιά!…»
(Ν. Καρούζος)
-«Ονειρα της νεότητάς μου που δεν πραγματοποιηθήκατε και με συντροφεύετε ακόμα κι οι φίλοι μας δεν πέθαναν, απλώς τώρα κατοικούν στο φθινόπωρο…»
(Τάσος Λειβαδίτης, «Θύελλες»)
-«…Μη μ’ αφήνετε να τρέξω γιατί θα χαθώ.
Δεν μου δόθηκε η χάρη να κλάψω αλλά φοβάμαι.
Δεν έχω συγγενείς
απ’ όλη μου τη ζωή
προσπάθησα να φτιάξω μια πετρώδη νεότητα.
Γέμισα τον έρωτα σταυρούς.»
(Οδυσσέας Ελύτης, Μαρία Νεφέλη)
-«Συνέβη χωρίς ποτέ να καταλάβω πώς — η μητέρα είχε πονοκέφαλο,
……θυμάμαι, και μ’ έστειλαν στο φαρμακείο,
στο γυρισμό, είναι η αλήθεια, χάζεψα λίγο, κορόιδεψα έναν γέρο,
……τρόμαξα με μια πέτρα δυο πουλιά
κι ώσπου να στρίψω πάλι το δρόμο
ούτε σπίτι, ούτε νεότητα πια.»
(Τάσος Λειβαδίτης, Επιστροφή απ’ το φαρμακείο)
«Τίποτα ανόθευτο δεν έμεινε απ’ τη νιότη μας
μόνο ο έρωτας που ακόμα σιγοκαίει τα σωθικά μας
ένα κομμάτι ουρανού και θάλασσας
κληρονομιά για τα χρόνια που θα ‘ρθουν
και μια φωτογραφία ξέθωρη
φυλακτό ανεκτίμητο
στο απέραντο περιβόλι της θύμησης»
(Τάκης Τσαντίλας)
-Ορχάν Βελή Κανίκ (Orhan Veli Kanik), «ΠΑΝΕ ΤΑ ΝΙΑΤΑ ΜΟΥ»
«Που πήγε εκείνη η παλιά μελαγχολία
κι αυτό το μέσα κλάμα,
που τραγουδούσε χίμαιρες, πού πήγε;
Τώρα είμαι, απλά, ο θόρυβος που υπάρχω.
Σήμερα σε μια γιορτή, αύριο στο σινεμά,
κι αν βαρεθώ, στο καφενείο.
Κι αν βαρεθώ να βαρεθώ, στο πάρκο.
Εξωραΐζω τον έρωτά μου με ποιήματα.
Πηγαίνουμε εκδρομές:
μια συλλογή στα γόνατά μας
χορεύει σαν παιδί. Πού πήγε;
Πού πήγε εκείνη η παλιά μελαγχολία;»
(Πηγή: http://www.poiein.gr/archives/2427)
-Νίκος Καρούζος, «Αγγίζοντας αυτή τη νεότητα»
Περίμενα όλο το βράδυ με τα μύρα
είχε πεθάνει μια γυναίκα
τα χαραματα
οι άνεργοι με τα φτυάρια περίμεναν
στην πρωινή πλατεία του ταχυδρομείου
λίγο σκοτάδι έμενε ακόμη
και βασίλευεν η θαλπωρή που δίνει
η μια καρδιά δυστυχισμένη με την άλλη
της χαραυγής μικρά εστιατόρια
φως αχνισμένο πάνω στους υαλοπίνακες.
Η Αττική τη νέαν ημέρα ύφαινε στα μάτια
πονούσαν μεσ’ στους άδειους δρόμους τα βήματα
ο βαθύς αυτός όρθρος.
Άλλοτε η χαρά ήτανε πιο βαθύ ποτάμι
με κρύσταλλα μοναχικά στην επιφάνεια
μ’ ένα θεό κρυμμένο καθαρά
και δέντρα μόλις
καθρεφτισμένα.
Βαθύ ποτάμι της ιαχής τώρα βαδίζω
στην οδό κ’ οι άνθρωποι δεν έχουν λόγια
να μιλήσουν τι να πουν…
Κοντές ελληνίδες άτονες μητέρες καθαρίστριες
πηγαίνουν στα σιωπηλά οικήματα
με λίγη άμυνα ρουχισμού στο κρύο τόσο λίγη
δεν έχουν στα φτηνά φουστάνια τους άνθη.
Κι άλλες γυναίκες μάταια προσμένουν
έρωτα θάνατο χαρτονόμισμα
είναι αργά η νύχτα στάθηκε σκληρή..
Δίνω το χαρτονόμισμα και χάνομαι
φεύγω μακριά μη μου φωνάζεις
η ερημιά μου είναι άσπρη βρομερή.
Κι άλλες γυναίκες πλένουν
τις θύρες όπου θα ‘μπει ο διάβολος
λίαν πρωί στη δούλεψή του σκύβουν.
Η κόλαση λοιπόν είν’ η πατρίδα μας
αμάρτημα υψώνεται
ο μαύρος καπνός των εργοστασίων
ψηλά στο ξημέρωμα.
Κι όμως άλλοτε η χαρά ήτανε το ποτάμι.
Όχι εδώ στη ρημαγμένη γη μα στους ουράνιους
κόσμους εκεί με τη μονάχη μου ψυχή.
(Τα Ποιήματα Α΄(1961-1978), Εκδόσεις Ίκαρος 1993)
-ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΤΣΟΧΕΡΑΣ , «ΜΗΝΥΜΑ- Προτροπή προς νέους»
«Πάντα να πολεμάς και ν’ αντιστέκεσαι, κι ας μένεις μόνος.
Μονάχος, έρημος, γαλήνιος, να πολεμάς για το καλό του Ανθρώπου….
Κάνε νέε, τη λευτεριά θούριο, κραυγή, οργισμένα βήματα
έργο – και όχι πάρεργο. Τους δεσποτικούς να χτυπάς
να χτυπάς τους χαμαιλέοντας, τους yes men.
Κι αν κιοτέψεις να χτυπάς – να χτυπιέσαι. Να χτυπάς τους καιροσκόπους
τους βωβούς φόβω, τους φωνασκούς, τους αδιάφορους.
Να χτυπάς τους γλεντοκόπους, όταν οι ελεύθεροι σκλάβοι μοχθούν.
Να χτυπάς τους κερδοσκόπους. Με του λυτρωμού τον πόνο
να αδερφώνεσαι και να χαίρεσαι. Κι όλο ευθύγραμμα να προχωράς
τραγουδώντας το τραγούδι το ατραγούδιστο της Λευτεριάς»!
Είμαι ευγνώμων, Γιάννη μου, για ό,τι μου χαρίστηκε.
Για τη ζωή μου που έφερα ως εδώ, ενώ κάποιες φίλες μου λείπουν από τα 40 τους. Η αιώνια νεότητα, που δεν είναι αιώνια, φαίνεται πόσο έχει απασχολήσει τον άνθρωπο –ευσεβής του πόθος- στο Φάουστ αλλά και στο Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι. Τελικά, μόνο το νερό παραμένει αιώνια «νεαρόν ύδωρ».
Ας αφήσουμε τους ποιητές να μιλήσουν:
*
1. ΟΙ ΚΛΕΨΥΔΡΕΣ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ (Αποσπάσματα)
… σήμερα είμαι νέος
Είμαι καλός ως τις πηγές του γέλιου μου, εκτοξεύω χίμαιρες
Ριπίδια δυσανάγνωστα, τεφτέρια κάτασπρα καμωμένα γι’ αγγέλους
Κι από κάθε αδιαφορία σέρνεται μια ξεσχισμένη ευχή
Που μαζεύω -σήμερα είμαι νέος, αυτό μου αρκεί
Αυτό μου δίνει το αίμα μου πιο κόκκινο, ένα χελιδόνι κόκκινο
ένα γράψιμο κόκκινο
Θα ‘ρθουν πολλές γυναίκες να το μοιραστούν ώσπου να γίνουν
διάφανες
Θα ‘ρθουν πολλές ματαιότητες για να τις μοιραστούνε
Η εύθυμη φασαρία μοιάζει ατέλειωτη, σπίθες αγγίζουν τα μετέωρα
μέτωπα
Κι όλο το μυστικό αληθεύεται σιγά σιγά, γλυκά γλυκά γίνεται μέρα
Σώμα ζωντανό, ύπαρξη, άνθρωπος.
δ’
Ποιο μέταλλο να είν’ αυτό που κρυώνει τα μάτια ποια χαμένη
νεότητα
Που μαζεύει το έλεος λίγων στιγμών σε μια κλωστή ασυγκίνητη –
ποια να ‘ναι
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
***
2. Η ΝΙΟΤΗ ΣΟΥ
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ ανθισμένη η Νιότη σου,
με της αφροντισιάς τη χάρη,
σκορπά τα ευωδιαστά ροδόφυλλα
στο άνανθο και ξερό χορτάρι.
Βρυσούλα κρυσταλλένια η Νιότη σου,
δροσοσταλάζει τη χαρά της
στα χέρια που διψώντας ο άχαρος
απλώνει της ζωής διαβάτης.
Λαμπάδα της Λαμπρής η Νιότη σου.
που την ανάβει η καλωσύνη,
στην εκκλησιά την αλειτούργητη
το φως της Αναστάσεως δίνει.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ, Φευγάτα Χελιδόνια
ΠΗΡΑ ΑΠ’ ΤΗ ΝΙΟΤΗ ΧΡΩΜΑΤΑ -ΜΟΣΧΟΛΙΟΥ ΒΙΚΥ
3. Ο ΕΧΘΡΟΣ
(απόσπασμα)
Μια μαύρη καταιγίδα υπήρξε η νιότη μου, ένα βράδυ
Διαρκές· καμιά φορά τη σκίζαν ήλιοι λαμπεροί
Βροχές-βροντές τη χάλασαν, την έκαναν ρημάδι
Στον κήπο μου έχουν λίγοι μείνει πια ώριμοι καρποί.
Σαρλ Μποντλέρ, μτφρ. Γιώργος Κεντρωτής
***
4. ΧΑΡΗΣ 1944 (απόσπασμα)
Ήμασταν όλοι μαζί και ξεδιπλώναμε ακούραστα τις ώρες μας
Tραγουδούσαμε σιγά για τις μέρες που θα ‘ρχόντανε φορτωμένες πολύχρωμα οράματα Aυτός τραγουδούσε, σωπαίναμε, η φωνή του ξυπνούσε μικρές πυρκαγιές
Xιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούσαν τη νιότη μας
ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
***
5. Ο ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ
ΑΥΓΗΝ αυγή
και μόλις βγει
στον ουρανό
το γαλανό
απ” το βουνό του ήλιου ο δαυλός
από κοντά
τον χαιρετά
με λαγαρή
φωνή αργυρή
ο ψάλτης ο κορυδαλλός
ΕΤΣΙ κ’ εσύ
Νιότη χρυσή,
όλη χαρά
με τα φτερά
της φαντασιάς στα ουράνια πέτα.
με λαγαρή
φωνή αργυρή
σαν τον τρελό
κορυδαλλό
τον Ήλιο, τη Ζωή χαιρέτα.
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
***
6. Νοσταλγία
“Παλίντονος αρμονίη όκωσπερ τόξου και λύρης” Ηράκλειτος
Διάβασε ο διαβάτης στην πέτρα
Τον ρώτησαν τα αγάλματα
Κι αυτός είπε:
Από τη θάλασσα ζητώ τη νεότητα
Από τον άνεμο τα ταξίδια των πουλιών
Στο τόξο των ήχων ζητώ την ηχώ των ονομάτων
ΑΓΓΕΛΑ ΜΑΝΤΖΙΟΥ (απόσπασμα)
***
7. ΝΕΟΤΗΣ
Η Νεότης είμ’ εγώ
η χαριτωμένη…
όπου κήπος κυνηγώ
και τα ρόδα του τρυγώ
ασπροφορεμένη.
Προς γελώντα ουρανόν
πάντοτε γελώσα
με πτερά πετώ χηνών
και οι φθόγγοι των πτηνών
η ‘δική μου γλώσσα.
Πανηγύρεις όπου ‘δώ
κι’ ευμενή Βακχίδα,
καλλικέλαδος πηδώ
και στιγμήν δεν απαυδώ
με το πήδα πήδα.
Πάντα κώμοι κι’ εορταί
και χρυσά οράματα…
μ’ εξυμνούν οι ποιηταί
και πιστεύω πως ποτέ
δεν θα ‘δώ γεράματα.
Ψάλλω γάμους και παστούς,
και μακράν του τάφου
εστεμμένη με βλαστούς
εξυφαίνω τους κεστούς
της Θεάς της Πάφου.
Δώρα φέρω ακριβά
κι’ εις ελπίδας πλέω…
η Παφία με τραβά
και το μύρον του Σαββά ‘
στούς βωμούς της καίω.
Όπου νέον συναντώ
μ’ εύρωστον λαγόνα,
καταστράπτω και βροντώ
και την ρώμην του κεντώ
προς καλόν αγώνα.
Εις ομίλους ζηλευτούς
λάλον έχω στόμα,
και ως κόσμους τορρευτούς
θέλω νέους τορνευτούς
με ροδίζον χρώμα.
‘Στάς ημέρας τας καλάς,
που γοργώς εσκίρτα
των Αισχύλων η Ελλάς,
πόσας νέας κεφαλάς
έστεψα με μύρτα.
Τώρα μόνον δεν οργώ
μ’ ευπετές το βήμα,
τώρ’ απέκαμα
κι’ εγώ και πικρά μοιρολογώ
εις το κάθε μνήμα.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ
***
8. Δεν θέλω την νεότητα,
δεν θέλω και το γήρας,
ουδ’ αρετήν γερόντισσας
και νάζι ζωντοχήρας.
Κάθε στιγμή ‘στό σώμα μου
φυτρόνει κι’ ένας ρόζος,
κάθε στιγμή ‘στά μάτια μου
στειρεύει κι’ ένα δάκρυ,
εγώ, καλέ, κατήντησα
Ορλάνδος ο φουριόζος
και πέρνω τον κατήφορο
κι’ όπου με βγάλ’ η άκρη.
Δεν θέλω της νεότητος
να μ’ ενοχλούν μελέται…
μακράν ο Ερωτόκριτος
κι’ ο Βέρτερος του Γκαίτε.
Σ’ εμένα πρέπει μια θηλειά
και βούνευρον και κνούτον
θέλω να φύγω απ’ εδώ,
από τον κόσμον τούτον,
κι’ εις αστρογείτονα
βουνά μονάχος να πετώ,
‘στάς Άλπεις, ‘στά Ουράλια,
και ‘στόν Λυκαβητό.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ, ΦΑΣΟΥΛΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ, ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ, ΑΘΗΝΗΣΙΝ ΕΚ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ ΑΔΕΛΦΩΝ ΠΕΡΡΗ 1891
***
9.
…Τι όμορφη μέρα,
όμορφη, πιο όμορφη, προστατεύοντας πάλι,
με καθυστέρηση, κάποιο δικό μας δικαίωμα στο θαυμασμό,
κάποιο δικό μας δικαίωμα στην αιώνια νεότητα του κόσμου
Γιάννης Ρίτσος ( Ανάκτηση δικαιωμάτων)
***
9. Νεότης καημένη,
τραγούδα αιώνια
περνούνε τα χρόνια,
διαβαίνεις και συ
τραγούδα και γέλα,
ποτέ μην λυπάσαι
αιώνια δεν θα σαι
νεότης χρυσή.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΑΓΚΑΒΗΣ
….Καλή Κυριακή, Αγγελική!… Όλα ωραία, ιδιαίτερα ευχαριστώ για τον όμορφο πρόλογό σου!…
-ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΤΣΟΧΕΡΑΣ, «ΠΡΟΤΡΟΠΗ ΠΡΟΣ ΝΕΟΥΣ»
«Κάνε νέε, τη λευτεριά
θούριο
κραυγή
οργισμένα βήματα
έργο – και όχι πάρεργο.
Τους δεσποτικούς να χτυπάς
να χτυπάς τους χαμαιλέοντας
τους yes men.
Κι αν γκιοτέψεις να χτυπάς – να χτυπιέσαι.
Να χτυπάς τους καιροσκόπους
τους βωβούς φόβω
τους φωνασκούς
τους αδιάφορους.
Να χτυπάς τους γλεντοκόπους
όταν οι ελεύθεροι σκλάβοι μοχθούν.
Να χτυπάς τους κερδοσκόπους.
Κι αν γκιοτέψεις να χτυπάς – να χτυπιέσαι.
Με του λυτρωμού τον πόνο
να αδερφώνεσαι και να χαίρεσαι.
Κι όλο ευθύγραμμα να προχωράς τραγουδώντας
το τραγούδι το ατραγούδιστο της Λευτεριάς.»
-ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΤΣΟΧΕΡΑΣ, «ΟΡΘΩΘΕΙΤΕ!»
«Νέοι
νέες
έφηβοι
εφηβικοί,
ΟΡΘΩΘΕΙΤΕ!
Με τη δρόσο της αυγής εγείρεται το ρόδο.
Νέος που δεν ορθώνεται
κυρτώνεται
νεκρώνεται.
Κ’ είναι του νέου το εγερτήριο
οργή
και κραυγή
και κατακραυγή
όταν ο άνθρωπος λιμαίνεται τον άνθρωπο.
Έργο, νέοι, των νέων τα βήματα
σαν κροτούν στο πεζοδρόμιο που υπνώττει
του όρθρου σημαίνοντας το εγερτήριο:
-Άνθρωποι, για τα Δίκαια του Ανθρώπου,
ΟΡΘΩΘΕΙΤΕ!…»
-Ανδρέας Εμπειρίκος, «Καρπός Ελαίου»
(απόσπασμα)
«…Tα μάτια της είναι πράσινα και κατοπτρίζονται μέσ’
στα νερά της νεότητος
Ένας νέος συναντά μια νέα και την φιλεί
Aπό τα χείλη τους αναπηδούν οι λέξεις μεθυσμένες
Όλη η ζωή τους μοιάζει με λειβάδι
Eπαύλεις εδώ κ’ εκεί κοσμούν την πρασιά του
Nεότης νεότης τι ωραία που είναι τα μαλλιά σου
Tα χαϊμαλιά σου τα στολίζουν άνθη μυγδαλιάς που ανθεί
σε χώρα πεδινή
Oι θρίαμβοι των καισάρων περνούν καμιά φορά απ’ αυτή
τη χώρα και παρασύρουν τα νερά των κήπων
Oι γυναίκες των κηπουρών γυμνώνουν τα στήθη τους
και τους παρακαλούν
Mια σειρά μαργαριταριών στάζει σε μια χοάνη
Kάθε μαργαριτάρι είναι μια σταγών και κάθε σταγών
είναι ένας δράκος
Tο κάστρο του κατέρρευσε και τώρα παίζουν τα παι-
δάκια μέσ’ στους ίσκιους
Tα θρύψαλλα του καθρέφτη της πυργοδέσποινας είναι
κι’ αυτά πετράδια
Που ρίχνουν στον πετροπόλεμο τα παλληκάρια.»
(Ανδρέας Εμπειρίκος, Ενδοχώρα)
-Κ. Π. Καβάφης, «Στο πληκτικό χωριό»
Στο πληκτικό χωριό που εργάζεται —
υπάλληλος σ’ ένα κατάστημα
εμπορικό· νεότατος — και που αναμένει
ακόμη δυο τρεις μήνες να περάσουν,
ακόμη δυο τρεις μήνες για να λιγοστέψουν η δουλειές,
κ’ έτσι να μεταβεί στην πόλιν να ριχθεί
στην κίνησι και στην διασκέδασιν ευθύς·
στο πληκτικό χωριό όπου αναμένει —
έπεσε στο κρεββάτι απόψι ερωτοπαθής,
όλ’ η νεότης του στον σαρκικό πόθο αναμένη,
εις έντασιν ωραίαν όλ’ η ωραία νεότης του.
Και μες στον ύπνον η ηδονή προσήλθε· μέσα
στον ύπνο βλέπει κ’ έχει την μορφή, την σάρκα που ήθελε ….
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
«…και κείνα τα χτυπήματα νεότητας στην πόρτα
να ρωτούν
ως πότε οι μεταγγίσεις σε λευκό χαρτί…»
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΑΤΖΗΣ
***
…Όταν βαθύς χειμώνας έρθει στρατιώτης
να κυριεύσει τη μορφή σου στον καθρέφτη,
η λαμπερή περιβολή σου, η νεότης,
τώρα περίβλεπτη, θα έχει γίνει ξέφτι.
Κι αν σε ρωτήσουνε, πού πήγε τέτοιο κάλλος
κι ο θησαυρός των σφριγηλών σου ημερών,
θα ‘ναι ντροπή, μάταιος έπαινος, η άλως
να λες πως λάμπει των φθαρμένων σου ματιών…
ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ, μτφρ. ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΨΑΛΗΣ, Σονέτα
***
ΠΟΙΗΤΗΣ ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ ΝΕΟΣ
Ο γέρος ποιητής μόλις στη σάλα μπει,
Ο νεαρός ποιητής θα ονειρευτεί:
Ω, να γινότανε μια μέρα όπως αυτός!
Πρεσβύτης σεβαστός και διάσημος!
Ακούει ο νέος ότι λένε στις ειδήσεις
Ότι έχει ο γέροντας πια τώρα αποδημήσει;
Ως και στον θάνατό του πλέον τον φθονεί,
Που ο κόσμος όλος τον επευφημεί.
Ο γέροντας ποιητής κείται νεκρός,
Κι ο νέος μας αναλογίζεται: Ήταν καιρός!
Τον ξεφορτώθηκα τον γερομπαμπαλή!
Πλην τάχιστα θα μάθει: επ’ ουδενί…
Οι ποιητές οι πεθαμένοι είν’ μοχθηροί.
Οι μακαρίτες έχουνε φωνή πιο βροντερή.
Τόσο που ενίοτε κι αυτοί που ζουν ακόμα
Να βιάζονται να μπουν κάτω απ’ το χώμα.
Robert Gernhardt, 1937-2006, μεταγραφή: Κώστας Κουτσουρέλης
Καλημέρα, Αγγελική!!!…
-«…Ὁ πάπα-Γιάννης τυλιγμένος τ’ ἄσπρο τοῦ φελόνι
καλὸς πατέρας καὶ καλὸς παπποὺς μὲ τὸ σιρόκο στὴ γενειάδα
χρόνια αἰῶνες χρόνια καὶ νιάτα πόχει ἡ ὀμορφιά!…»
(Ν. Καρούζος, από το ποίημα «Ορθοδοξία»)
-«Ἦταν ἕνας νέος ὠχρός. Καθόταν στὸ πεζοδρόμιο.
Χειμῶνας, κρύωνε.
Τί περιμένεις; τοῦ λέω.
Τὸν ἄλλον αἰῶνα, μοῦ λέει.»
(Τάσος Λειβαδίτης)
-Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, [Τότε κατάλαβα τη νιότη μου]
«Τι ήταν αυτή η ξαφνική ευτυχία
Αναβαν φώτα στις βεράντες της ψυχής μου
ανέμιζε στα ολάνοιχτα παράθυρα
μ’ ένα προχώρημα της άνοιξης
δειλά μες στο αθέατο καλοκαίρι
Τότε κατάλαβα τη νιότη μου ν’ ανοίγει
σαν τα λουλούδια και τους στίχους να καρπίζει
κήποι και ποιήματα ποτιστικά πλημμύρα
όχι καρδιά μου τόση ευτυχία.»
(Ο πραγματικός τίτλος του ποιήματος είναι «Tο βράδυ»)
*Κι ένα του Λεοντάρη για κάποιον άνεργο νέο…
-Βύρων ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ, «Του δρόμου»
IV. “…Κάτοχος φυσικά, και ξένης γλώσσης
Είκοσι χρονών με λεπτή κορμοστασιά
Μήνες και μήνες τρέχει για δουλειά.
«-Δυστυχώς δεν εδόθησαν πιστώσεις…»
Πρόσωπα αγαπημένα, πρόσωπα χλωμά
-περηφάνιας γραμμές, μ’ όλη την άλλη
δυστυχία σας στραμμένη από την άλλη-
μην κλαίτε. Αύριο ξανά, αύριο ξανά…
Σκάλες, ουρές, ουρές λογής λογής
χαρτιά κι αιτήσεις πάνω στις αιτήσεις.
Και να ‘χεις τόσα. Τόσα ν’ αγαπήσεις
Είκοσι χρονών «στο άνθος της ζωής».
V. Ζωή καμίνι, ζωή σκόνη
ζωή ορθοστασία
ζωή πότε θ’ αλλάξεις πρόσωπο ”
(Βύρων Λεοντάρης, Ψυχοστασία, εκδ. Ύψιλον)
Υποσημείωση για τον σχηματισμό των μαζών
Κάποιοι είναι νέοι και τίποτα
άλλο και,
κάποιοι είναι γέροι και τίποτα
άλλο
και κάποιοι βρίσκονται ενδιάμεσα και
μόνο.
Και αν οι μύγες ντύνονταν
και όλα τα κτήρια καίγονταν
με μια χρυσή φωτιά,
αν ο ουρανός λικνιζόταν σαν χορεύτρια
της κοιλιάς
και όλες οι ατομικές βόμβες άρχιζαν
να κλαίνε,
κάποιοι θα ήταν νέοι και τίποτα
άλλο και
κάποιοι θα ήταν γέροι και τίποτα
άλλο,
και οι υπόλοιποι θα ήταν το ίδιο
θα ήταν το ίδιο και οι υπόλοιποι.
Οι λίγοι που είναι διαφορετικοί
εγκαίρως εξαλείφτηκαν
απ’ την αστυνομία, τις μανάδες τους,
τους αδελφούς τους, τους άλλους,
από τους ίδιους τους εαυτούς τους.
Βλέπεις μονάχα ό,τι
έχει απομείνει.
Είναι
φοβερό.
ΤΣΑΡΛΣ ΜΠΟΥΚΟΦΣΚΙ -Μετάφραση: Γιάννης Λειβαδάς
Ciao Aggeliki!!!….
-«Βαρέθηκα να βλέπω την σκηνή,
και σήκωσα τα μάτια μου στα θεωρεία.
Και μέσα σ’ ένα θεωρείο είδα σένα
με την παράξενη εμορφιά σου, και τα διεφθαρμένα νιάτα…»
(Κ. Π. Καβάφης, Στο θέατρο)
-«Σαν όνειρο λιγόχρονο επλάστηκε
η νιότη η τιμημένη· ενώ σκληρό και άσκημο
το γήρας, που ήρθε κιόλας και νά κρέμεται πάνω από τα κεφάλια μας·
φρικτό, άτιμο, κάνει τον άνθρωπο αγνώριστον,
απάνω του ξεχύνεται, και του σκοτίζει μάτια και νου.
(Mίμνερμος
-«Λίγο κρατούν, σαν όνειρο, τα λατρευτά τα νιάτα·
τ’ άχαρα κι άσχημα γεράματα, νά τα,
στο κεφάλι μας κρέμονται πάνω,
μισερά κι αλάτρευτα συνάμα,
που αγνώριστο κάνουν τον άντρα σαν ξεχυθούν,
και του χαλούν τα μάτια και τα φρένα.»
(Mίμνερμος)
(Ανθολόγιο Αρχαϊκής Λυρικής Ποίησης (Β Γενικού Λυκείου – Θεωρητικής Κατεύθυνσης)
-Χάιμε Χιλ ντε Μπιετμά, «Δεν θα ξαναγίνω νέος»
«Πως η ζωή δεν αστειεύεται
κανείς αρχίζει να το καταλαβαίνει αργότερα
-όπως όλοι οι νέοι, ήρθα
Να δρέψω τα πάντα στη ζωή.
Ν’ αφήσω ίχνη ήθελα
και να φύγω ανάμεσα σε χειροκροτήματα
-να γεράσω, να πεθάνω, αυτές ήταν μόνο
Οι διαστάσεις του θεάτρου.
Αλλά τα χρόνια πέρασαν
Κι η δυσάρεστη αλήθεια μισοφαίνεται:
να γεράσω, να πεθάνω,
είναι η μόνη υπόθεση του έργου.»
(Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, Ελληνικά γράμματα)
-Φρανθίσκο Μπρίνες, «Εκείνο το καλοκαίρι της νιότης μου»
«Τι απόμεινε από κείνο το καλοκαίρι
στους γιαλούς της Ελλάδας;
Τι μένει μέσα μου απ’ το μόνο καλοκαίρι της ζωής μου;
Αν απ’ όσα έχω ζήσει μπορούσα να διαλέξω
τον τόπο και το χρόνο που τον δένει,
θα μ’ έσερνε η θαυματουργή συντροφιά του εκεί όπου
το να ‘σαι ευτυχισμένος ήταν το φυσικό αίτιο του να ζεις.
Διαιωνίζεται η πείρα σαν κάμαρα κλειστή απ’ τα παιδικάτα,
δε μένει πια η ανάμνηση από διάδοχες μέρες
σ’ αυτή τη μέτρια διαδοχή των χρόνων.
Ζω τώρα αυτήν την έλλειψη
κι εξαντλώ απ’ την απάτη κάποια λύτρα
που να κοιτάζω ακόμα τον κόσμο μου επιτρέπουν
με την πρέπουσα αγάπη,
κι άξιον έτσι του ονείρου της ζωής να με ξέρω.
Απ’ όσα υπήρξαν τύχη και τόπος της χαράς
αχόρταγα κουρσεύω
την ίδια πάντα εικόνα:
τα μαλλιά της να τ’ ανεμίζει ο αγέρας
κι ασάλευτη στη θάλασσα η ματιά της.
Μονάχα εκείν’ η αδιάφορη στιγμή.
Κι η ζωή που αυτή σφραγίζει.»
(Σύγχρονη ισπανική ποίηση, εκδ. ΓΝΩΣΗ)