Λόγος Παράταιρος

«Παράταιρος ο λόγος ο δυνατός/ μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει» (Γ. Ρίτσος)

Πες το με ποίηση (84ο): «Χορός»…

-Τσαρλς Μπουκόφσκι, «Ο χορός της ζωής»

 

«Η περιοχή που διαχωρίζει την ψυχή απ’ το μυαλό

προσβάλλεται ποικιλοτρόπως

από την εμπειρία –

Κάποιοι χάνουν όλο το μυαλό και γίνονται ψυχή:

τρελοί.

Κάποιοι χάνουν όλη την ψυχή και γίνονται μυαλό:

διανοούμενοι.

Κάποιοι τα χάνουν και τα δυο και γίνονται:

αποδεκτοί.»

Μίλτος Σαχτούρης, «Ο χορός»

«Ἀπὸ τὶς πόρτες ἔμπαιναν εὐτυχισμένοι στολισμένοι
ἄλλοι φορούσανε σπαθιὰ κι ἄλλοι μαχαίρια
κρατοῦσαν ὄνειρα ζεστὰ στὰ παγωμένα χέρια
ὄνειρα ποὺ ἔκαιγε ὁ πυρετὸς λουλούδια
πρόβαλαν στοὺς καθρέφτες μενεξέδες
ὡραῖα πρόσωπα μὲ σταγόνες ἀσήμι
στὸ μέτωπο καὶ στὰ μάγουλα
κόκκινα χέρια καὶ τριαντάφυλλα πηχτὰ
ὁ ἔρωτας ποὺ ἔκαιγε ψηλὰ στὶς καπνοδόχες
ὁ ἔρωτας ποὺ ἔσταζε στοῦ δρόμου τὸ αὐλάκι
ὁ ἔρωτας ποὺ βογγοῦσε κάτω ἀπ᾿ τὰ πατήματα
τῶν παπουτσιῶν
ὁ ἕνας νὰ κατέβει τρέμοντας ἑτοιμόρροπες σκάλες
ὁ ἄλλος νὰ τὶς ἀνέβει τρέχοντας
γιὰ νὰ προφτάσουν τὸ αἷμα νὰ μὴν παγώσει
καὶ τὴν καρδιὰ νὰ μὴ σκιστεῖ
ὥσπου τὰ φέρετρα νὰ γίνουν αὔριο ἄσπρες βάρκες
καὶ μέσα νὰ τραγουδᾶνε εὐτυχισμένοι οἱ νεκροί»

(Μίλτος Σαχτούρης, Ποιήματα, Κέδρος)

 

-Βύρων Λεοντάρης, [Πάμε να χορέψουμε ή να σκοτωθούμε]

«Τόσα φιλιά – μα δίχως χείλη
τόσες αφές – μα δίχως χέρια
τόσοι φρουροί – μα δίχως πύλη
τόσες ειδήσεις – δίχως περιστέρια

Τόσοι αγώνες – δίχως μάχη
τόσες μαγείες – δίχως θάμα
Κρυφά θα φύγει δίχως να ‘χει
αφήσει ούτε ένα ίχνος η γενιά μας

— Άλισον, Τζέφρυ, Ουίλλιαμ, Σάντυ…
Τους ήξερες ποτέ; Άγνωστά μας
ονόματα στην αλισάχνη
τώρα που βούλιαξαν πια τα δικά μας

Έρωτας – δίχως ν’ αγαπάμε
Ζωή – χωρίς ποτέ να ζούμε
Έλα λοιπόν κι απόψε, ας πάμε
να χορέψουμε ή να σκοτωθούμε

Τι μπέρδεμα η ζωή μας, τι ιστορία…
—Σάμπως να υπάρχει πια Ιστορία
δική σου ή άλλη… —Τι σκαλίζεις
τα σπλάχνα του ραδιοφώνου;

Ήμασταν θάλασσα κι έχουμε γίνει
σάπια βροχή και τιποτένια.
Ξύσε το λούστρο των νυχιών σου,
το ρίμελ, το make up και μίλησέ μου

— Είμαστε μεσοπόλεμος, σου λέω,
ανίατα μεσοπόλεμος… Ας πάμε
λοιπόν κι απόψε, ας πάμε πάλι κάπου
να χορέψουμε ή να σκοτωθούμε…»
(Βύρων Λεοντάρης, «Ψυχοστασία», Ύψιλον/βιβλία)

 

 

-Τζακ Κέρουακ, «Μπλουζ του κονιάκ»

«Μόλις που πρέπει να πληρώσεις

τα τέλη σου στον παράδεισο –

Ο παράδεισος θα ΄ναι αδιάφορος

γι’ αυτόν τον αδιάφορο σκύλο.

(Μα και πάλι, η τίμια αδιαφορία

ήταν καλύτερη απ’ την ανημποριά)

………………………………αλήθεια,

όταν ακούω σάπια λόγια

για δικαιοσύνη και δημοκρατία

και ξέρω πως οι υποκριτές

λένε ψέμματα μες απ’ τα

ψεύτικά τους δόντια

Δεν είμαι αδιάφορος προς τον θεό,

είμαι αδιάφορος για μένα

σ’ αυτή τη γη

Δε μπορώ να σκεφτώ τίποτα

πιο γελοίο από μένα πάνω

στη γη  –

Στ’ αλήθεια!»

 

-FEDERICO GARCÍA LORCA, «ΜΙΚΡΟ ΒΙΕΝΕΖΙΚΟ ΒΑΛΣ»

«Στη Βιέννη είναι δέκα κορίτσια,
ένας ώμος όπου κλαίει με λυγμούς ο θάνατος
κι ένα δάσος με ταριχευμένα περιστέρια.
Υπάρχει ένα κομμάτι από το αύριο
μες το μουσείο της πάχνης.
Υπάρχει μια αίθουσα με χίλια παράθυρα.

Αι, άι, άι, άι!
Δέξου αυτό το βαλς με το στόμα κλεισμένο.

Αυτό το βαλς, το βαλς, το βαλς,
του ναι, του κονιάκ και του θανάτου
που στη θάλασσα βουτάει την ουρά του.

Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ,
με την πολυθρόνα και το νεκρό βιβλίο,
στο μελαγχολικό το διάδρομο,
στη σκοτεινή σοφίτα του κρίνου,
στο κρεβάτι μας της σελήνης
και στο χορό που ονειρεύεται η χελώνα.

Αι, άι, άι, άι!
Δέξου αυτό το βαλς το κοψομεσιασμένο.

Στη Βιέννη είναι τέσσερις καθρέφτες
όπου παίζουνε το στόμα σου κι οι ήχοι.
Υπάρχει ένας θάνατος για πιάνο
που βάφει γαλανά τ’ αγόρια.
Υπάρχουνε ζητιάνοι πάνω στις σκεπές.
Υπάρχουνε κορδέλες δροσερές του θρήνου.

Αι, άι, άι, άι!
Δέξου αυτό το βαλς που ξεψυχάει στα χέρια μου.

Γιατί σε θέλω, αγάπη μου, σε θέλω,
στη σοφίτα όπου παίζουν τα παιδιά,
κι ονειρεύομαι φώτα παλιά της Ουγγαρίας
μες στους θορύβους απ’ το χλιαρό απόγευμα,
κοιτώντας πρόβατα και κρίνα από χιόνι
στη σκοτεινή σιωπή απ’ το μέτωπό σου.

Αι, άι, άι, άι!
Δέξου αυτό το βαλς του «Σε θέλω πάντα».

Στη Βιέννη θα χορέψω μαζί σου
με μια μεταμφίεση που θα ‘χει
κεφάλι από ποτάμι.
Κοίτα τι όχθες από υακίνθους έχω!
Το στόμα μου θ’ αφήσω ανάμεσα στα πόδια σου,
την ψυχή μου σε φωτογραφίες και κρίνους,
και στα σκοτεινά κύματα των βημάτων σου
θέλω, αγάπη μου, αγάπη μου, ν’ αφήσω,
βιολί και τάφο, τις κορδέλες του βαλς.»

 

Single Post Navigation

12 thoughts on “Πες το με ποίηση (84ο): «Χορός»…

  1. Σ

    Καλημέρα, Γιάννη! Τι ωραία! Ωραίοι στίχοι, κατά κανόνα άγνωστοι και ωραίοι ήχοι, όλοι γνωστοί κι αγαπημένοι. Διάβασε και άκου (οπωσδήποτε) και τα δικά μου -αργά, για να μη μπουκώσεις.
    Προσπαθώντας να οργανώσω το υλικό μου, ξεκινάω με δύο Σκαρίμπες, ενόσω ο υπολογιστής μου κάνει νερά διαρκώς.

    Χορός με τη σκιά μου

    1. Χορός συρτός

    ΚΑΛΛΙΟ χορευτάρας νάμουνα , πέρι
    Κόλλες που να κράτω και μολυβάκια
    Θάσερνα συρτό χορό χέρι με χέρι
    Μ’ όλα μας του γιαλού τα καραβάκια

    Κι εν’ αψηλό τραγούδι για σιρόκους
    Θάρχιζα, γι αφροπούλια και για ένα
    Γλαρό καράβι με πανιά και κόντρα φλόκους
    Που θάρχονταν να μ’ έπαιρνε και μένα.

    Με δίχως του αναστεναγμούς της Πολυδούρη
    Μόνο να τραγουδάν τριγύρω οι κάβοι
    – κι οι πένες μου πενιές σ’ ένα σαντούρι
    άσπρα πανιά σου οι κόλλες μου καράβι!
    ……………………………………………
    Γιαλό – Γιαλό να φεύγουμε και –άντε-
    Να λέμε όλο για μάτια, όλο για μάτια
    Κι εκεί – λες κομφετί μέσ’ στο λεβάντε-
    Όλα μου τα γραφτά χίλια κομμάτια.

    Κι σαν χτισμένη εκεί από κιμωλία
    Βαθιά να χάνεται η Χαλκίδα πέρα
    Με όλα μου – ανοιγμένα – τα βιβλία
    Καθώς μπουλούκι γλάροι στον αέρα…
    ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ

    Dance me to the end of love

    2. Το βαλς χωρίς ντάμα

    ΩΡΑΙΑ διασκεδάσαμε, κυρία, στο σπίτι
    (συνέχεια στης νύχτας τα’ αμίλητα μάκρη)
    με τουτ’ τη λίγον τι βαμμένη μου μύτη
    στην άκρη

    Εγώ, μπρος στο φίνο σου χαμογέλιο
    Κι εσύ μπρος σ’ αυτό το άναυδο φρύδι,
    Περίεργο επαίξαμε – οι δυο μας- και τέλειο
    Παιγνίδι.

    Στα μούτρα μου απόμεινε ύστερα χρώμα
    Βαθύ ροζ απ’ τα χείλη σου, Μα εμένα, Κυρία
    Σε κυττάνε ακίνητο το μπλάβο μου όμμα
    Και κρύα..

    Ω νάχα κι εγώ μεσ’ στο στήθος καρδίτσα
    (και όχι, για να κρούω τις φούχτες, μια σούστα)
    αχ πως θα στην έπιανα καρφίτσα- καρφίτσα
    τη φούστα.

    Και πως, τα μαλλάκια σου μπούκλα τη μπούκλα
    Ωραία θα στάφιαχνα –με κόπτσες και τέλια-
    Σε στυλ Πομπαδούρ να σ’ είχα μια κούκλα
    Μου τέλεια.

    Μα εγώ στης πνοής σου για να φτάσω το μύρο,
    Των ποδιών μου πατώ – στο κενό – στις μυτίτσες
    Και αχ στην κλωστή μου πόσες φέρνω τριγύρω
    Βολτίτσες.

    Θεέ μου, θα κλάψω! Στροφές χωρίς ντάμες
    – με τέζα τα χέρια μου- με σφάζει μια ζήλεια
    στον αέρα να φέρνω, και νάχω παλάμες
    δυο ζύλια..
    ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ

    Χορός fractals -Nίκος Κυπουργός

    3. Ο ΧΟΡΟΣ

    Μάτια κλειστοί μάτια στο φως — ποιο ταξίδι;

    Στροφές στροφές στο ταψί με τα γόνατα και του Μαγιού οι μυρω-
    ¬διές τα κόκκινα κοράσια ανταμώνουν τον πικρόν Καρατζιόβα
    αχ! μην πάνε τζάμπα, μόνοι κι αγκαλιασμένοι να χορέψουν πουλιά
    στον αέρα• ασπίδες-όρκοι κρυφοί στις ρεματιές, πατούσες ματωμένες
    χαμηλά το τραγούδι — στη μνήμη των νεκρών φίλων χορεύουν σαν
    αγαπημένη (κι άφαντη) δικαιοσύνη (όση βροχή μπορεί να κρατήσουν
    τα φύλλα στα δέντρα).

    Πουλιά περίεργα τσιμπολογούνε το νερό
    παίρνοντας το ελάχιστο μερτικό τους• τόσο μόνο. Στον θάνατον
    επιστρέφουνε στη μακρινή πατρίδα έλεγαν οι μεγάλοι. Με κομμέ-
    ¬νη γλώσσα τραυλίζουν μιλώντας, μουσικές κοκαλωμένες στη λίμνη.

    Μα εγώ δεν θέλω τις οξιές που ανθίζουνε στο βιός του Σουλεϊμάν
    αγά, επιθυμώ πιο πολύ τον άλλον τον Αράμικο — φθόγγοι πού σηκώ-
    ¬νονται από την άβυσσο, για να πετάξουν, ψυχανεμίσματα μυστικών μικρών
    ελπίδων, κλέφτες σιωπηλοί σαν τ’ αεράκι πού κόπασε• εσύ
    φυλάξου όταν ηχήσει βαριά ό ρυθμός: το μαστίγιο υψωμένο
    θα σε λιανίσει εάν δεν λυγίσεις• με το χώμα ένα γίνου και
    μη λησμονήσεις όταν θαρθεί ή σειρά σου πόσο πονούσες σακάτης
    βήμα το βήμα μια στον αέρα μια κάτω στην πέτρα την παγερή, ά-
    πλερος σύντροφος κι εσύ, τόσους αιώνες τόσοι αγώνες τόσοι χοροί
    πληγές πού χορεύουν μάτια χέρια πόδια μέτωπο πληγές• και μαντίλι.

    MAΡKOΣ ΜΕΣΚΟΣ, (Χαιρετισμοί, 1995)

    Ας κρατήσουν οι χοροί, Σαββόπουλος

    4. Ο χορός του κορυδαλλού

    Μου βάσταξες τις σκαλωσιές του ήλιου – ώσπου αναλήφθηκα.
    Είδα τον κόσμο από το ύψος του τελευταίου φωτός.
    Είσαι συ, που με βοήθησες ν’ ανακαλύψω λοιπόν
    πως ο κόσμος γυρίζει έξω απ’ τη νύχτα.
    Πως ο άνθρωπος είναι ένα σύστημα ήλιου. Πως όλα
    τα κύτταρά μου είναι λίμνες που αναδίνουνε φως.
    Κι είσαι συ που με βοήθησες ν’ ανακαλύψω πως τ’ αστέρια είναι
    πεντάγραμμα,
    πως τ’ αυτιά δεν ακούν, πως δε νιώθουν τα δάχτυλα
    τη μωβ απόχρωση της πέτρας όταν δύει ο ήλιος.
    Και πως ο ήλιος αυτός είναι ο μέγας εξουσιοδοτημένος του στερεώματος,
    να ‘ναι ο πανταχού παρών – σ’ όλα τα βάθη του.
    Να βρίσκει χιλιάδες φλεβίτσες και να διακλαδίζεται μες στο γρανίτη,
    να φορεί στέφανο χρυσό στο κεφαλάκι του βρέφους
    που περιμένει το πλήρωμά του στο σκοτάδι της μήτρας,
    ν’ αναβλύζει απ’ τα βάθη των θαλασσών,
    να κυκλοφορεί μες στα χρώματα των ζωγράφων
    και μες στους στίχους των ποιητών
    και μες στα πόδια που χορεύουν
    και μες στους ήχους του «αλληλούια».

    Κι η σιωπηλή παρουσία σου μ’ έμαθε πως σιωπή δεν υπάρχει.
    Άκουσα να θροΐζει η ψυχή σου όπως ένας πευκώνας το καλοκαίρι.
    Τα δάχτυλά σου μ’ αγγίξαν σαν ένα σμήνος πουλιών.
    Κι όταν χαμογελάς ακούω μιαν άρπα.
    Κι όταν σκέφτεσαι ακούω που σκέφτεσαι.
    Κι όταν αγαπάς τα παιδιά που ευλόγησεν ο Ιησούς, πάλι, ακούω.
    Κι ακούω το ρόδινο σύννεφο όταν ακουμπάει στο βουνό.
    Κι ακούω το στάχυ όταν πίνει μια σταγόνα νερού.
    Κι όταν τη νύχτα κοιτάζεις τον ουρανό
    ακούω τ’ αστέρι που πλέει μες στο βλέμμα σου.

    Κι είναι αυτό που ακούω πολύ δυνατότερο
    απ’ αυτό που γράφω κι απ’ αυτό που μπορώ να σου ειπώ.
    Όλα είναι γραμμένα. Αρκεί να μπορεί να διαβάζει η καρδιά
    τα ψηφία της κτίσεως. Οι στίχοι είναι αντίλαλοι.
    Απόψε τελειώσανε όλες οι λέξεις μου.
    Ακούω το ποτάμι ζητώντας να ξεκλέψω τα λόγια του.
    Αφουγκράζομαι στο άπειρο το χαίρε των κόσμων
    που παραπλέουν ο ένας τον άλλο – χαιρετιώνται κι αποχωρίζονται.
    Αλλά η γλώσσα του σύμπαντος έχει μια μόνο λέξη.
    Όλα λένε: «Αγάπη». Κι όταν γράφω «αγάπη» δεν έχω πια άλλο.
    Αλλά εγώ σ’ αγαπώ. Και γι’ αυτό κομματιάζω
    τη λέξη «αγάπη» σε χιλιάδες ρινίσματα
    και ζυμώνω τα χρώματα, όχι σα να ‘ναι να ειπώ ή να γράψω,
    αλλά
    σα να ‘μαι ο παντοκράτορας ενός μεγάλου περβολιού
    και να θέλουν τα χέρια μου να υφάνουνε κρίνα.

    Είσαι εσύ, που με φύσηξες σαν ένας αγέρας απ’ τα ανοιχτά του Θεού.
    Το νερό σου περίσσεψε κάτω στις ρίζες μου κι έκαμε
    ν’ ανοίξει η ψυχή μου σαν μια φωτεινή φυλλωσιά,
    κι είμ’ εγώ που σου ετοίμασα στέγη.
    Το Μάρτη σε στεφάνωσα με χελιδόνια.
    Κι έκαμα να φυτρώσουνε κάτω στο γύρο του φουστανιού σου αγριολούλουδα,
    που κυνηγιούνται σαν φώτα πολύχρωμα όταν χορεύεις
    ή όταν ονειρεύεσαι πως χορεύεις και τινάζεσαι ανάλαφρα
    σα να ζητάς να πιαστείς απ’ το υπέρτατο φως.

    Δεν ξέρω τι θα ‘πρεπε να σου γράψω, τι να σου ειπώ.
    Πρέπει να ‘ναι μεγάλος ο κήπος που θα σε περπατήσω.
    Κι ευτυχώς που είναι ο κόσμος απέραντος και τον έχουμε όλοι μαζί
    και μπορεί να διαλέξει κανείς ό,τι θέλει.
    Θα τυλίξω στα δάχτυλά μου τα νήματα του νερού,
    θα ξεδιαλέξω το μετάξι του ήλιου απλώνοντάς τον πάνω σε άνθη
    αχλαδιάς,
    θα βγάλω το μπρισίμι απ’ το ζέφυρο,
    να σου φτιάξω ένα ένδυμα γάμου.
    Απόψε σε παντρεύω με την αιωνιότητα.
    Περνώ το χρυσό δαχτυλίδι της ποίησής μου στο δάχτυλό σου.
    Περνώ στα μαλλιά σου ένα στέφανο λεμονιάς
    που στάζει χαραυγή και δροσιά, που στάζει αγάπη.
    Το ‘χω κομμένο από την παιδική αστροφεγγιά της καρδιάς μου.
    Ο ουρανός μοναχά το’ χει αγγίξει. Σ’ το πρόσφερα σήμερα.
    Περπάτησα όλο το Μάη μ’ ανοιγμένα τα χέρια μου.
    Η ψυχή μου ξεχείλιζε και τη μάζευα
    όπως ξεχειλίζει μια κούπα νερό,
    όπως ξεχειλίζει το φως σ’ έναν κόρφο ξεκούμπωτο.
    Δίπλωσα στην παλέτα μου το ουράνιο τόξο,
    ανάλυσα της δύσης το βυσσινί μέσα στη φούχτα μου,
    να σε φτιάξω να ταιριάζεις με τη δημιουργία του Θεού.

    Κι όχι όπως μοιάζει το ένα αστέρι με το άλλο.
    Να ξεχωρίζεις στην παγκόσμια τάξη.
    Και πάντοτε να χορεύεις μ’ ένα φουστάνι ουρανό,
    μ’ έναν θύσανο ήλιου ολόγυρα στα μαλλιά σου,
    με τα χέρια σου ν’ ανεβαίνουν ανάλαφρα, όμοια
    με δυο κρίνους που προσφέρονται στην Παναγία την άνοιξη.

    Από τη συλλογή Ο χρόνος και το ποτάμι (1957) του Νικηφόρου Βρεττάκου

    DANSE MACABRE,

    5. ΘΛΙΜΜΕΝΟΙ ΗΧΟΙ ΕΝΟΣ ΕΥΘΥΜΟΥ ΒΑΛΣ

    Η αλήθεια είναι πως έρχεται η ώρα
    Που δεν πενθούμε άλλο πια τη μουσική
    Τόσο ακίνητος ήχος που είναι.
    Έρχεται η ώρα που το βαλς
    Δεν είναι τρόπος πια επιθυμίας, τρόπος
    αποκαλυπτικός επιθυμίας, κι είναι άδειο από σκιές.

    Τόσα πολλά τα βαλς που έχουν τελειώσει. Κι έπειτα
    Υπάρχει αυτός ο Χουν με τη βουνίσια σκέψη,
    Το βαλς δεν ήτανε γι αυτόν ποτέ επιθυμία,
    Αυτός που βρήκε κάθε φόρμα κάθε τάξη μες στη μοναξιά,
    Που τις μορφές δεν ταύτισε ποτέ με σχήμα ανθρώπων.
    Τώρα, έχουν και γι αυτόν χαθεί, οι φόρμες οι δικές του.
    Ούτε στη θάλασσα ούτε στον ήλιο υπάρχει τάξη.
    Οι μορφές έχασαν τη λάμψη τους.
    Είναι αυτή η αιφνίδια συρροή ανθρώπων,
    Αυτά τα αιφνίδια σύννεφα προσώπων και χεριών,
    Μια πίεση τεράστια, απελευθερωμένη,
    Αυτές οι φωνές που κραυγάζουν μη ξέροντας γιατί,
    Μόνο να είναι ευτυχείς, χωρίς να ξέρουν πώς,
    Επιβάλλοντας φόρμες που δεν μπορούν να περιγράψουν,
    Απαιτώντας την τάξη έξω απ’ τα λόγια τους.
    Τόσα πολλά τα βαλς που έχουν τελειώσει. Αλλά οι μορφές
    για τις οποίες οι φωνές κραυγάζουν, κι αυτές, μπορεί να είναι
    Τρόποι επιθυμίας, τρόποι που αποκαλύπτουν την επιθυμία.
    Τόσα πολλά τα βαλς- Ο λόγος της αμφιβολίας
    Εκκωφαντικός πιο συχνά και σύντομα , θα είναι σύντομα συνεχής.
    Κάποιος μουσικός στοχαστής σύντομα σε μια μουσική στοχασμών
    Θα ενώσει τις ανθρώπινες φιγούρες και οι μορφές τους
    Θα λάμψουν πάλι με κίνηση, η μουσική
    Θα είναι κίνηση και γεμάτη σκιές.

    Wallace Stevens
    Μετάφραση: Μάρω Παπαδημητρίου

    Dance with me, Nouvelle Vague

    6. ΟΙ ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΙ ΧΟΡΟΙ

    Ένα χαμόγελο έπεσε στο γρασίδι.
    Ανεπίστρεπτο!

    Και πού θα καταφύγουν
    οι νυχτερινοί σου χοροί. Στα μαθηματικά;

    Τέτοια άψογα άλματα και στροβιλίσματα-
    θα ταξιδεύουν

    στον κόσμο για πάντα, δεν θα αποστερηθώ
    ολότελα το κάλλος, το δώρο

    της μικρής σου ανάσας, τη μυρωδιά του βρεγμένου
    χόρτου που αναδίνει ο ύπνος σου, κρίνα, κρίνα.

    Η σάρκα τους είναι ασύγκριτη.
    Ψυχρές πτυχές οίησης, η κάλα,

    κι η τίγρης, που στολίζεται-
    στίγματα και καυτά ολάνοιχτα πέταλα.

    Οι κομήτες
    έχουν τόση απόσταση να διανύσουν,

    τόση παγωνιά, τόση λησμοσύνη.
    Κι έτσι οι χειρονομίες σου φυλλοροούν –

    ζεστές κι ανθρώπινες, έπειτα το ρόδινο φως τους
    αιμορραγεί και ξεφλουδίζεται

    περνώντας μέσα από τις μαύρες αμνησίες των ουρανών.
    Γιατί μου δόθηκαν

    αυτά τα φώτα, αυτοί οι πλανήτες
    που πέφτουν σαν ευλογίες, σαν νιφάδες

    εξάγωνες, λευκές
    πάνω στα μάτια μου, στα χείλη μου, στα μαλλιά μου

    ακραγγίζουν και λιώνουν.
    Στο πουθενά.
    ΣΥΛΒΙΑ ΠΛΑΘ

    [μετάφραση Ελένη Ηλιοπούλου, Κατερίνα Ηλιοπούλου –
    από τη συλλογή «Άριελ», εκδόσεις Μελάνι 2012]

    Μάνος Χατζιδάκις – The Dance of Vartan

    7. Φικρετ Ντεμιραγκ (Λέφκα Κύπρου 1940-Λευκωσία 2010)

    Να περπατάς με βήματα χορού

    Στις άκριες δύο διασταυρωμένων ουράνιων τόξων
    Ανγκόνα! Θελέτρα! Κάτω πέτρα! Διόριγος!
    Το φως έπεφτε απάνω τους κάποτε άγιο κάποτε σκληρό.
    Τα πατήματά μου στο χώμα τους: Μπάτα, μπότες, Αντίντας.
    Τα μυστικά της ζωής μου είναι τα χαμένα μου πνεύματα που
    περιπλανιούνται τριγύρω.
    Βρίσκομαι σε τόπο όπου η ελονοσία της βαρβαρότητας απλώνεται,
    πεθαίνω μα δεν μπορώ να γίνω το ίδιο σκληρός,
    ό,τι κουβαλώ μαζί μου είναι η χαμένη μου μνήμη.
    Περπατώ πάνω στη γη με βήματα χορού
    σάμπως πάνω στα κλειδοκύμβαλα του πιάνου,
    θέλω να φυτέψω ποιήματα να στεγνώσω τα έλη,
    φτερωτούς ρυθμούς να ελευθερώσω απ΄ τις χορδές της ψυχής μου,
    να βρω το χαμένο μου όνομα να το φορέσω
    καθώς στέμμα στο κεφάλι μου και να βαδίσω
    ενάντια σ΄ αυτούς που με σκλάβωσαν και με παράδωσαν σκλάβο.
    Δε θέλω να βαραίνουν την ψυχή μου οι πληγές του σταυρού
    ή της ημισελήνου.
    Θέλω να ζήσω τη ζωή μου φορτωμένος
    με τις πληγές της Αγάπης και της Ποίησης.
    Κι όταν το αίμα μου χυθεί
    να κυλήσει με τους ήχους της λύρας
    και να χυθεί στο ιερό της Αγάπης και της Ποίησης.
    Μαζί με τις γάτες, τα σκυλιά και τα γεράνια μου
    να κοιτάζω τις νύχτες του καλοκαιριού το δικό μου αστέρι
    με την ευχή ως άνθρωπος να μεγαλώσω.
    Της ειρήνης το αστέρι και της αγάπης να λάμπει στον ουρανό

    Μετάφραση : Γιώργος Μολέσκης
    (Το ποίημα περιέχεται στο βιβλίο του Γιώργου Μολέσκη «Σύγχρονοι Τουρκοκύπριοι ποιητές. Απόπειρα επικοινωνίας», εκδ. «Τόπος», Αθήνα 2010.)

    O χορός των άστρων

    8. Ο χορός

    Τα φώτα μες στη μυρωμένη κάμαρα
    ξεχύνονται μυριόχρωμα
    και γυναικών στο διάβα τους χαϊδεύουνε
    αφρόστηθα βελούδινα.

    Η πόλκα σαν ακούγεται γοργόρυθμη,
    το κάθε τι ηλεχτρίζεται
    και στο παρκέτο τα ζευγάρια ρίχνονται
    σ’ ένα τρελό τρικύμισμα.

    Τ’ άσπρα κορμάκια ξαναμμένα αφήνονται
    στις αγκαλιές να γείρουνε
    κι εκεί μες στων σαρκών το συναπάντημα
    σβήνουν τους λάγνους πόθους τους.

    Στην ηδονή τα μάτια σαν λιγώνουνε,
    πέφτουν βαριά τα βλέφαρα
    και της αγάπης η μουρμούρα πνίγεται
    στις μουσικής της κύματα.

    Σε μια στιγμή, σ’ ένα αγερένιο πήδημα,
    μες στου χορού το πέταγμα,
    δυο χείλια σμίγουνε, κι ανατριχιάζουνε
    αγκαλιαστά δυο σώματα.

    ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

    Indila – Dernière Danse

    9. [Εικόνα χορού]

    Μαυρομάτα

    Ω γυναίκα των ονείρων μου

    Με τα σανδάλια σου από φίλντισι

    Καμιά δεν είναι σαν και σε ανάμεσα στους χορευτές

    Καμιά με πόδια τόσο γρήγορα

    Δεν σε βρήκα στις σκηνές

    Στο ραγισμένο σκοτάδι

    Ούτε στο φιλιατρό του πηγαδιού

    Ανάμεσα στις γυναίκες με τις στάμνες.

    Τα χέρια σου όπως το νεαρό δένδρο κάτω από τον φλοιό,

    Το πρόσωπό σου καθώς ποτάμι στο φως

    Λευκοί όπως το αμύγδαλο οι ώμοι σου

    Όπως φρέσκα αμύγδαλα χωρίς το κάλυμμα

    Δεν σε φυλάνε με ευνούχους

    Ούτε με κάγκελα χαλκού

    Ασήμι και χρυσωμένη ταρταρούγα εκεί, όπου αναπαύεσαι

    Και γύρω σου φόρεμα καστανό

    Πλεγμένο με κλωστές χρυσού έχεις τυλίξει

    Ω Νάθατ-Ικαναίη ‘ πλάι-στο-ποτάμι-δένδρο’

    Τα χέρια σου είναι πάνω μου σαν το ρυάκι ανάμεσα στα βρύα

    Τα δάκτυλά σου ρεύμα παγωμένο

    Οι υπηρέτριες λευκές όπως τα βότσαλα,

    Ή μουσική τους γύρω σου!

    Καμιά δεν είναι σαν και σε ανάμεσα στους χορευτές

    Καμιά με πόδια τόσο γρήγορα

    Έζρα Πάουντ [Μετάφραση : Γιώργος Μπλάνας]

    Xoρός με τον άνεμο, Σταύρος Λάντσιας

    10. Χορός των σκιών

    Από τη μισάνοιχτη πόρτα η φαντασία μου ανοίγει
    διαπραγματεύσεις με τη λογική: ηλιαχτίδες
    κρεμούν σαν σκιάχτρα τις γκριμάτσες τους, με τον ουρανό
    αόρατο από το σημείο που βρίσκεσαι να επαναλαμβάνει
    το μοτίβο της δημιουργίας. Κάποτε τρύπωσες
    από την κλειδαρότρυπα στο άλλο βασίλειο
    για να μετρήσεις τις δυνάμεις σου με τα μοιρογνωμόνια
    της αυτοπεποίθησης, ενώ πίσω σου με μεγάλη ταχύτητα
    έτρεχαν ο ρεαλισμός και η ακαταμάχητη γοητεία της ύλης.
    Διασπάς το συμπαγές μαύρο και βελονιάζεις τα μάτια με χρώματα
    μοιράζοντας απόψε νομίσματα για τον χορό των σκιών.
    Στριφογυρίζεις, σηκώνεις τα χέρια και ύστερα αποχωρίζεσαι
    το μάτι του κυκλώνα για να πάρεις ξανά την μορφή της ακινησίας
    στη χώρα των αγαλμάτων και των βαλσαμωμένων ειδώλων.

    Γιώργος Λίλλης

    Dean Martin – Sway

  2. Στο Λαύριο γίνεται χορός

    το μηδέν θα κάνω κύκλο και κει μέσα θα χορεύω(Λαζόπουλος-Μικρούτσικος)

  3. Καλημέρα, Lysippe!!!… Καλή Κυριακή!… Ευχαριστώ!!!

    -Από τη θρυλική «Λιλιπούπολη»….

  4. Ciao, Ageliki!!!… Tutto perfetto (Όλα τέλεια)!!!!…

    «Το τάνγκο δε βγήκε για να υμνήσει αυτά που κατέχει κάποιος,
    αλλά εκείνα που έχει απολέσει»
    (Χοσέ Γκομπέζο)

    -Εl tango – J.L.Βοrges

    Πού να βρίσκονται; ρωτά η ελεγεία
    για κείνους που πια δεν υπάρχουν, μαθές,
    σα να υπήρχε ένα μέρος όπου το Χθες
    είναι το Σήμερα, το Ακόμα ή το Επιπλέον μία.

    Πού να βρίσκονται (επαναλαμβάνω) από απάχηδες τόσες γενιές
    που πήγαν κι έστησαν μια τρομερή νύχτα
    σε σκονισμένους χωματόδρομους ή σε χαμένες γειτονιές
    του στιλέτου και της μαγκιάς τη σέχτα;

    Πού να βρίσκονται εκείνοι που πέρασαν;
    Στην εποποιία ένα επεισόδιο κόμισαν χορηγία
    κι ένα θρύλο στο χρόνο. Που δίχως καμία κακία,
    όφελος ή ερωτικό πάθος ο ένας τον άλλον μαχαίρωσαν;

    Τους ψάχνω μέσα στους θρύλους τους, στην τελευταία
    θράκα που, όπως ένα αναπάντεχο τριαντάφυλλο,
    κρατάει κάτι από εκείνον τον ψυχωμένο όχλο
    στο Κοράλες και στην Μπαλβανέρα την ωραία.

    Σε ποια σκοτεινά στενοσόκακα ή τόπο έρμο
    του άλλου κόσμου θα κατοικεί η γρανιτένια
    η σκιά εκείνου του Μουράνια,
    του μαχαιροβγάλτη απ’ το Παλέρμο;

    Κι εκείνος ο μόρσιμος Ιμπέρα (που κι οι άγιοι
    τον λυπούνται) σ’ ένα γιοφύρι του δρόμου, του Νιάτου,
    του αδερφού του, έδωσε χτύπημα θανάτου.
    Στα φονικά τον ξεπερνούσε κι έγιναν οι φόνοι πάγιοι.

    Μια μυθολογία κοφτερών εγχειριδίων
    σβήνει αργά μέσα στη λήθη.
    Ένα τραγούδι για άθλους ελήφθη
    μέσα στο θόρυβο των αστυνομικών δελτίων.

    Μα υπάρχει κι άλλη θράκα, κι άλλου πυρακτωμένου ρόδου,
    από τη στάχτη που τους φυλάει ακέραιους.
    Εκεί βρίσκεις μαχαιροβγάλτες αγέρωχους
    και το βάρος του αθόρυβου μαχαιριού ενός βάρδου.

    Αν κι αυτό το εχθρικό στιλέτο ή τ’ άλλο στιλέτο,
    ο Χρόνος, τους έστειλε κάτω απ’ το χώμα,
    σήμερα, έξω απ’ του χρόνου το παραπέτο,
    το θάνατο, εκείνοι οι πεθαμένοι ζουν μεσ’ του τάνγκο το σώμα.

    Μεσ’ στις χορδές της μουσικής βρίσκονται,
    στης κιθάρας το αργό το παίξιμο,
    και λέει μια μιλόνγκα μ’ αλέγρου ρυθμού πλέξιμο
    για το γιορτάσι και την αθωότητα σαν πέτονται.

    Γυρίζει ο κίτρινος τροχός πάνω απ’ το κενό
    μ’ άλογα και με λιοντάρια. Ακούω την ηχώ
    και με του Αρόλας και του Γκρέκο τα τάνγκο ξεψυχώ
    που είδα κάποτε να χορεύουν στο στενό,

    κάποια στιγμή που αναδύεται απ’ το πουθενά,
    δίχως πριν ούτε μετά, ενάντια στη λήθη,
    που θυμίζει της ίδιας της απώλειας τα ήθη,
    το χαμό και το ανακτημένο ξανά.

    Στ’ ακόρντα υπάρχουν πράγματα παλιά, στους στίχους:
    στο άλλο πάτιο και στης κληματαριάς τους γρίφους.
    (Πίσω απ’ τους καχύποπτους τοίχους
    ο Νότος κρατάει την κιθάρα και τη λαβή του ξίφους).

    Εκείνο το ξέσπασμα, το τάνγκο, εκείνη η διαβολιά, της ζωής τα μεστά χρόνια προκαλεί.
    Φτιαγμένος από σκόνη και χρόνο, ο άνθρωπος διαρκεί λιγότερο κι απ’ του μεσημεριού την αντηλιά, που δεν είναι άλλο από Χρόνος. Το τάνγκο ένα ψεύτικο Χθες φτιάχνει, όπου βγαίνει αληθινή κατά
    κάποιο τρόπο η απίθανη ανάμνηση ότι ένας σ’ έναν ανάστατο τόπο,
    στον καβγά, σε μια γωνιά του προαστίου έχει πεθάνει.”

    -«Ένα τανγκό λοιπόν…» – Της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου

    Ήταν απόγευμα Δεκέμβρη.
    Έκανε κρύο.
    Φυσούσε πολύ.
    Είχε σχεδόν σκοτεινιάσει.

    «Ένα τανγκό λοιπόν, οι δυο μας»
    της έγραψε.
    Κι εκείνη το διάβασε ξανά και ξανά,
    νοιώθοντας ένα ρίγος πρωτόγνωρο,
    ένα ρίγος που δεν είχε νοιώσει
    ούτε τότε που αντάλλασσε
    τα πιο παράφορα φιλιά
    της ζωής της.

    «Φιλιά σε ρυθμούς τανγκό»
    της έγραψε.
    Κι εκείνη, διαβάζοντας τα λόγια αυτά,
    ένοιωσε ξαφνικά πως τ’ αλλοτινά,
    τα πιο γλυκά φιλιά της ζωής της,
    δεν ήταν πια ούτε ανάμνηση…
    Ούτε καν ίχνη της μνήμης.
    Ένα τίποτα.

    Ήταν απόγευμα Δεκέμβρη. Χειμώνας.
    Κι όμως εκείνη ανάσαινε την άνοιξη.
    Μιαν άνοιξη που προμήνυε
    το πιο καυτό καλοκαίρι…

    (Το «Ένα τανγκό λοιπόν…» είναι αδημοσίευτο ποίημα από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή της κυρίας Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου «Ανάσες ψυχής».)
    (Από Palmografos.com)

    -Τσέζαρε Παβέζε, «Τελευταίο μπλουζ, για να διαβαστεί κάποια μέρα»

    «Ήταν μονάχα ένα φλερτ
    εσύ βέβαια το ήξερες-
    κάποιος πληγώθηκε
    πολύ καιρό πριν.

    Όλα μοιάζουν
    και ο χρόνος περνά-
    μια μέρα έρχεσαι
    μια μέρα θα πεθάνεις.

    Κάποιος πέθανε
    πολύ καιρό πριν-
    κάποιος που προσπάθησε
    μα δεν ήξερε.»
    (Cesare Pavese, Τα ποιήματα, PRINTA)

  5. Ονειρεμένος Χατζιδάκις. Λατρεμένη μουσική.
    Δυνάμωσε τα ηχεία και άκουσε.

    XOΡΟΣ-Χατζιδάκις, Παραμύθι χωρίς όνομα

    Σκέφτομαι ότι το θέμα προσφέρεται μάλλον για μουσική και λιγότερο για ποίηση. Τουλάχιστον εγώ δυσκολεύομαι να βρω ποιήματα.
    Όσο για το τανγκό και το βαλς -αλλά και όλους τους χορούς- άπειρες οι δυνατότητες.

    Το πριγκιπικό βαλς

    Το βαλς των χαμένων ονείρων

    Για ένα τανγκό

    ΧΟΡΕΥΟΥΝ ΤΩΝ ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ ΤΑ ΜΕΣΟΦΟΡΙΑ

    Μια ντουζίνα μεσοφόρια κοριτσίστικα
    στεγνώνουν στη σειρά
    με δαντέλλα ανθόκηπο στο στήθος
    σάμπως βιτρώ με ρόδακες σε γοτθικό καθεδρικό ναό.

    Κύριε,
    ρύσαι με από του πονηρού.

    Μια ντουζίνα μεσοφόρια κοριτσίστικα
    είναι ο έρωτας
    αθώων κοριτσιών παιχνίδια στο ηλιόλουστο γρασίδι·
    το δέκατο τρίτο ρούχο, κάποια μπλούζα αντρική,
    είναι ο γάμος
    που τελειώνει με μοιχεία κι έναν πυροβολισμό.

    Το ρεύμα του ανέμου
    που τρέχει στα μεσοφόρια ανάμεσα
    είναι ο έρωτας –
    τη γη μας δώδεκα την φιλούν ανάσες:
    μιά δωδεκάδα κορμάκια αέρινα.

    Εκείνα τα δώδεκα κορίτσια από ανάλαφρο αγέρι
    χορεύουνε, χορεύουνε στο πράσινο χορτάρι
    και απαλός πνέει ο άνεμος να τους σμιλέψει τα σώματα,
    τα στήθη, τα ισχία, μια λακουβίτσα
    τους σκάβει εκεί στην κοιλιά τους –
    ανοίχτε, μάτια μου, να δείτε, και δείτε!

    Μη θέλοντας καθόλου να διακόψω τον χορό τους
    εγλίστρησα δίχως να με πάρουν είδηση
    στων δώδεκα μεσοφοριών τα γόνατα από κάτω
    και όταν έπεσ’ ένα τους από το σύρμα
    στα δόντια μου το πήρα
    και λαίμαργα το μύριζα, αχόρταγα
    και δάγκωνα του στήθους του τ’ αλώνια.

    Έρωτας
    που μας δίνει πνοή και τροφή
    χωρίς τα μάγια του, χωρίς τα θαύματά του
    έρωτας
    που τα όνειρά μας έπιασε και τα διπλοκλείδωσε
    έρωτας
    που φερμάρει σαν τον σκύλο τον άγρυπνο
    την ακμή και την παρακμή,
    την άνοδο και την πτώση:
    τίποτα, μηδέν
    το άθροισμα, στο τέλος.

    Στην ηλεκτρική μας εποχή
    τα ναϊτκλάμπ και όχι οι βαπτίσεις
    μας εγγυώνται πλέον την έξαψη, το μένος
    και ο έρωτας φουσκώνει τα ελαστικά μας.
    Αμαρτωλή Μαγδαληνή μου, μην κλαις, ω μην κλαις!
    Η αγάπη η ρομαντική μάς τελείωσε. Τώρα
    πίστη, μοτοσικλέτες και ελπίδα.

    JAROSLAV SEIFERT, Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

    Ο χορός των σκύλων, Χατζιδάκις

    ΑΡΓΟΣ ΧΟΡΟΣ
    Έχεις σταματήσει ποτέ να κοιτάξεις τα παιδιά που παίζουν;
    Ή να ακούσεις τον ήχο της βροχής που πέφτει στη γη;
    Ή να κοιτάξεις την τρελή κούρσα μιας πεταλούδας;
    Ή να παρατηρήσεις τον ήλιο που χάνεται μέσα στη νύχτα;
    Χαμήλωσε ταχύτητα Μην χορεύεις τόσο γρήγορα
    Ο χρόνος είναι λίγος
    Η μουσική δεν θα διαρκέσει για πάντα
    Περνάς κάθε σου μέρα στα γρήγορα;
    Όταν ρωτάς κάποιον “τι κάνεις”
    ακούς ποτέ σου την απάντηση;
    Στο τέλος της ημέρας
    ξαπλώνεις στο κρεβάτι σου
    με χιλιάδες σκέψεις στο μυαλό σου;
    Καλά θα κάνεις να κόψεις ταχύτητα.
    Μη χορεύεις τόσο γρήγορα.
    Ο χρόνος είναι λίγος.
    Η μουσική δε θα διαρκέσει για πάντα
    Είπες ποτέ στο παιδί σου
    «θα το κάνουμε αύριο»
    χωρίς να προσέξεις μέσα στη βιασύνη σου
    την απογοήτευσή του;
    Έχεις χάσει ποτέ σου
    έναν καλό φίλο
    μόνο και μόνο επειδή δεν έβρισκες το χρόνο
    να του τηλεφωνήσεις;
    Καλά θα κάνεις να κόψεις ταχύτητα.
    Μη χορεύεις τόσο γρήγορα.
    Ο χρόνος είναι λίγος.
    Η μουσική δε θα διαρκέσει για πάντα.
    Όταν αγχώνεσαι και τρέχεις όλη τη μέρα
    Είναι σα να έχεις ένα δώρο που δεν το άνοιξες ποτέ…
    Και που το πέταξες
    Η ζωή δεν είναι μια κούρσα ταχύτητας
    Ζήσε χαλαρά.
    Άκου τη μουσική.
    (Αυτό το ποίημα γράφτηκε από μια έφηβη που πάσχει από καρκίνο.)

    Ο χορός των σπαθιών, Άραμ Χατσατουριάν

    Τὰ μάτια σου μιλοῦν ἐγὼ χορεύω
    Λίγη δροσιὰ μιλοῦν κι ἐγὼ χορεύω
    Λίγη χλόη πατοῦν τὰ πόδια μου
    Ὁ ἄνεμος φυσᾶ πού μᾶς ἀκούει
    ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ, απόσπασμα

    Σκαλκώτας, Ηπειρώτικος

    Σκαλκώτας, Κλέφτικος

  6. Ciao, Ageliki!!!!… Ωραία ποιήματα, αλλά περισσότερο υπέροχες μουσικές!!!
    Είναι αλήθεια ότι ποιήματα με τίτλο χορός, χορεύω, κλπ. είναι περιορισμένες οι δυνατότητες, αλλά ψάξε – ψάξε όλο και κάτι βρίσκεις…

    -Γιώργος Σεφέρης, «Ο κ. Φιλοποίμην Α. Παχυμέρης χορεύει»

    «Νόθος πατέρας του Ι. Κωλέττη ή αντίδικος του Διονυσίου κόμητος Σολωμού,
    χορεύει στο φως της ασετυλίνης που αψηλώνει τ’ άστρα του βουνού,
    χορεύει ανάμεσα στις Αιγυπτιώτισσες προικοφόρες και στους πρωινούς αγωγιάτες,
    ενώ το δεξί παράλυτο χέρι του τρέμει ετοιμοθάνατο πάνω σε εικοσάχρονες πλάτες.
    Έξω από τον κύκλο του φωτός η νύχτα γεμάτη καστανιές και τριζόνια
    σκύβει και χύνεται στο πέλαγο που περιμένει να εξαντληθούν τα χρόνια·
    να τελειώσουν οι συζητήσεις μας για τη βασιλεία και τη δημοκρατία,
    η κομματιασμένη μας ζωή σε καρέκλες και σε τραπεζάκια, με τόσην απιστία.
    Όμως ο κ. Παχυμέρης, Φιλοποίμην του Αμβροσίου,
    χορεύει ένα μελίπηκτο ταγκό, ογδοντάρης συνταξιούχος του λαθρεμπορίου.
    Έμπορος φτερών στρουθοκαμήλου, χρηματοδότης του Αλ Καπόνε, τ’ ανίψια του (τριάντα) περιμένουν να πεθάνει.
    Όμως την ύστατη στιγμή, την ώριμη χολή, ποιός δε γυρεύει να τη γλυκάνει,
    κι ας παίζει αυτός ο μαύρος άνθρωπος, άλλοτε τρόφιμος κάποιου φρενοκομείου της Κερκύρας,ένα βιολί ναυαγισμένο στα χέρια του που υποδύεται την αδικία της μοίρας,
    χορεύει ο κ. Παχυμέρης· η κόρη που αγκαλιάζει είναι όμορφη· μόλις βγήκε από το ΓΑΛΛΙΚΟ παρθεναγωγείο·
    της έταξε, αν χορέψει μαζί του και στα σκοτεινά, να δώσει λεφτά για το κοινοτικό υδραγωγείο.
    Ο κ. Παχυμέρης, Φαβρίκιε, είναι άνθρωπος της πραγματικότητας και ξέρει να την αντιμετωπίσει.
    Λέει πως η ψυχή είναι «ασθένεια που κάποτε ο πολιτισμός θα την εξοβελίσει».
    Λατρεύει την «επιστήμη» και το κονφόρ· μισεί την τέχνη· θα ’δινε 100.000 ντάλλαρς για να μην υπάρχει.
    Σε τούτο βρίσκει σύμφωνο και τον τοπικό κομματάρχη
    που κάθε βράδυ συζητά με τον καθαρευουσιάνο δάσκαλο περί του αρχαίου ελληνικού κλέους
    και περί των δοξασιών της Δύσεως που διαφθείρουν τους νέους…
    Μέσα στο σκοτάδι οι καστανιές, το πέλαγο, οι Σποράδες και τα τριζόνια
    προσμένουν, έξω απ’ την πραγματικότητα να περάσουν τα χρόνια. Θεοί, πόσα χρόνια;»
    Ζαγορά, 6. 8. 1935
    (Από τη συλλογή, «Τετράδιο γυμνασμάτων Β’», Ίκαρος 1976)

    -Τάκης Τσαντήλας, «Χορεύοντας στα κύματα…»

    «Μας παρασέρνει ο άνεμος
    στην ίδια πια κατεύθυνση
    στην έκσταση
    και στην παραίσθηση
    σ΄ ένα ταξίδι ατέλειωτο κι ηδονικό
    μ΄ ανομολόγητες ματιές
    κι αναστατώσεις
    ταξίδι ατέλειωτο μιαν αγκαλιά
    για τ΄ ανοιχτά εκεί στο πέλαγος
    στα πιο βαθιά στιλπνά νερά του
    να προκαλούμε με τον έρωτα
    τα κύματα
    χορεύοντας πάνω σ΄ αυτά ανέμελα
    ν΄ αποπλανούμε με αχούς τον άνεμο
    τη μυθική νεράιδα του πελάγους
    από τα ατέρμονα φιλιά μας να μεθάμε
    να ζαλιζόμαστε απ΄ το πάθος μας
    να πέφτουμε και να ματώνουμε
    σε μια νησίδα ν΄ απαγκιάζουμε
    το δάκρυ μας μια ζωγραφιά να κάνουμε
    τον πόνο μας τραγούδι και αγάπη
    ερωτική φωλιά με μουσικές και ποιήματα
    εκεί στη νησίδα της μύησης, της αποπλάνησης
    της ερωτικής συνεύρεσης,
    των ποθεινών μας στεναγμών,
    των απείθαρχων χτύπων της καρδιάς,
    των άλικων δακρύων και φιλιών,
    των σιωπών και πόθων…»
    (το ποίημα είναι απο την συλλογή του Τάκη Τσαντήλα
    με τίτλο «Ανιχνεύοντας ουρανό» εκδόσεις Οιωνός 2007)

    -Γεώργιος Σουρής, «ΧΟΡΟΣ»
    (Αφιερούται εις το Παλάτι)

    «Μισόγδυτα, λαχταριστά τα στήθη τρεμουλιάζουν
    και με παλμό σαν τρομαχτά πετούνε περιστέρια
    τα δυο τους κιτρολέμονα… Μες στις καρδιές φωλιάζουν
    χιλιάδες πόθοι…κι οι ματιές χυτά πετούν αστέρια!

    Μιλούν στο βαλς αμίλητα καρδιές ζευγαρωμένες…
    Ω! πόσο λέει πλιότερα τ’ αχείλι που σωπαίνει!…
    Στου βαλς απάνου τα φτερά πετούνε μεθυσμένες,
    κι απ’ το κεφάλι το μυαλό στα πόδια κατεβαίνει.

    Διαμαντοσπιθοβόλημα τα μάτια σου θαμπώνει…
    Στριφογυρνάς κι ηλεκτρισμός γλυκά σε γαργαλίζει…
    Τον ώμο τον αφρόπλαστο, σαν κόρακας το χιόνι,
    το μαύρο χέρι σου θαρρείς και πλιότερο ν’ ασπρίζει.

    Βαρκούλες μες στα κύματα που χύν’ η αρμονία
    τα ζεύγη φεύγουνε, πετούν χάνονται, μα πάλι
    μπροστά σου χύνονται γοργά στου βαλς την τρικυμία
    και πάλι ξαναχύνονται μες στου χορού τη ζάλη…

    Το ένα τ’ άλλο κυνηγά, μα μυστικά κρατιέται
    δεμένο απ’ του μουσικού το μαγικό δοξάρι,
    στο γύρνα γύρν’ αναπνοή μ’ αναπνοή φιλιέται
    και κάνει τόσους ο χορός από μονούς ζευγάρι!…

    Χορεύετε!… Παντού χορός στη φύση βασιλεύει!
    Χορεύουν οι πλανήτες μας, χορεύουν οι κομήτες,
    η γης μας βαλς αιώνιο στον ουρανό χορεύει,
    χορεύουν οι αξέγνοιαστοι ελεύθεροι πολίτες,

    χορεύουν όσοι δέσανε γερά το γαδαρό τους.
    Χορεύουν οι τρανοί τρανοί, χορεύουν βασιλιάδες,
    μα τον παρά για τα βιολιά φορτώνουν στο λαό τους,
    κι αυτός βαρεί τον ταμπουρά, για να γλεντούν αγάδες!»
    (Τα τραγούδια του Ραμπαγά)

  7. O χορός του μεσημεριού, Χατζιδάκις

    Γιάννης Υφαντής, Ο χορός του μεσημεριού

    [Από την ενότητα Α]

    Σκέλια του βράχου φως και θάλασσα.

    Στην πύρα του μεσημεριού, ο αέρας
    Τρέμισε, πύκνωσε κι ανάδεψαν
    Ίσκιοι με ψίθυρους φτενούς και διψασμένους
    Χορεύοντας την άσαρκη εξορία τους

    Σ’ έσυρα τότε στη σπηλιά και προς το βάθος
    Πάνω στην άμμο σούλυσα τη ζώνη…

    Έπεσ’ ο ήλιος∙ κουρασμένοι
    Απλώσαμε τα μέλη στην απέραντη
    Νύχτα της ερημίας…

    Με ξύπνησε το γέλιο των αχτίδων
    Απάνω στις βρεμένες πέτρες
    Στις κόχες σου δυο πράσινα χαλίκια
    Τα δόντια σου πετράδια σφηνωμένα
    Και στα πλευρά σου πελαγίσιος άνεμος
    Έσερνε το δοξάρι του δροσίζοντας
    Της μνήμης μου τα μάτια με σκοπό
    Βαθιά νοσταλγικό
    και είπα «Σήκω
    αγαπημένη
    να πάρουμε σειρά
    βαρέθηκα
    τα αιώνια πράματα»

    Σκέλια του βράχου φως και θάλασσα.

    Από τη συλλογή Μανθρασπέντα (1977)

    Ο χορός, Αγγελάκας

    Onirama – Ο χορός (Kλείσε τα μάτια)

  8. Καλημέρα, Αγγελική, καλή εβδομάδα!!!

    -ΑΝΝΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ, «ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤHN ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ»

    «Μας έμαθαν να ζούμε με την απελπισία.
    Έχουμε πια εθιστεί.
    Ήρθε απρόσκλητη
    και τρύπωσε στα όνειρά μας.
    Την φορέσαμε κατάσαρκα
    και τώρα είναι πλέον συγκάτοικος.
    Η παρουσία της αισθητή σ’ όλα τα δωμάτια.
    Ξεπροβάλλει από κάθε γωνιά
    και μας γνέφει ειρωνικά
    με την υπεροψία του κυρίαρχου.
    Τα βράδια κοιμόμαστε αγκαλιά
    κι ακούμε την ανάσα της.
    Τα πρωινά πίνουμε μαζί καφέ
    και για το υπόλοιπο της μέρας
    συνεχίζουμε ν΄απολαμβάνουμε … την συντροφιά της.
    Μας έχει γίνει πλέον απαραίτητη.
    Κι αυτό που φοβόμαστε περισσότερο
    είναι μήπως κάποτε έρθει η στιγμή του χωρισμού.»
    (Πηγή: http://logotexnikesanafores.blogspot.com/)

    -Γιάννης Ρίτσος, «Παλιό βαλς»

    «Μάδησε η δύση στο πρόσωπο μιας νέας γυναίκας τόσο ευγενικά
    όπως μαδάει ένας κόκκινος κρίνος πάνω στο πιάνο με την τελευ-
    ταία συγχορδία.

    Ένας πορτοκαλένιος άγγελος απόμεινε στο δρόμο
    μπροστά από τη μακριά σκιά του.

    Σε λίγο άναψαν τα φανάρια της εισόδου
    ακούστηκαν τ’ αμάξια
    κι ο θόρυβος του μεταξιού στη σκάλα.»
    (Γ. Ρίτσος, Ποιήματα, τ. 1ος, Κέδρος)

  9. Δωράκι έξτρα:

    Daveed ~ Tango and Irene Sheri – paintings

  10. Ciao Ageliki!… Υπέροχο!!!!!

    Κι από μένα ένα (μουσικό) «αντίδωρο»…. Ένα από τα πιο αγαπημένα μου τραγούδια….

  11. Παράθεμα: «Χορός» (6)… – imaginistes

Αφήστε απάντηση στον/στην lysippos Ακύρωση απάντησης