Λόγος Παράταιρος

«Παράταιρος ο λόγος ο δυνατός/ μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει» (Γ. Ρίτσος)

Για την ποίηση και τους ποιητές

Οι ποιητές για την ποίηση–  Του Γιάννη Π. Τζήκα

 «Αν ένα πουλί μπορούσε να πει με ακρίβεια τι τραγουδάει,

Γιατί τραγουδάει, και τι είναι αυτό που το κάνει να τραγουδάει,

δε θα τραγούδαγε» (Πωλ Βαλερύ)

 Παραλλάζοντας την παραπάνω ρήση του Βαλερύ θα λέγαμε: «Αν ένας ποιητής μπορούσε να πει με ακρίβεια τι γράφει, γιατί γράφει και τι είναι αυτό που τον κάνει να γράφει, δεν θα έγραφε». Κι εγώ τώρα δεν ξέρω να σας πω τι είναι Ποίηση και πολύ περισσότερο δεν ξέρω να σας πω σε τι μας βοηθάει η Ποίηση και ποιος είναι ο σκοπός της.  Το μόνο που ξέρω και μπορώ να πω είναι ότι ο ποιητής είναι ένας αφοσιωμένος της ζωής. Κι έτσι «Ο ποιητής μένει πάντοτε χρεώστης/ απέναντι στον κόσμο/ πληρώνει πάντα τόκους και υπερημερίες/ για τον πόνο των ανθρώπων» (Μαγικόβσκι).

Είτε τον γεμίζει χαρά, είτε τον θλίβει η ζωή, είτε τον πάει στον ουρανό, είτε τον κατεβάζει στην κόλαση, αυτός μένει πάντα ο αφοσιωμένος της. Τη μυστήρια αγάπη του για τη ζωή δεν έχει άλλον τρόπο να την εκφράσει: γράφει ποιήματα. Νομίζω ότι προσπαθεί να εκφράσει αυτό που κρύβει η ζωή. Όπως ο έρωτας κρύβει αυτό που μας κάνει ερωτευμένους. Η ποίηση λοιπόν είναι πράξη ερωτική; Ή μήπως πράξη απόγνωσης; Ή μήπως και τα δύο;  Μαγεία; Απόδραση; Διαφυγή; Απλή εκτόνωση; Το βαλς δυο ερωτευμένων πάνω στο σκοινί του σχοινοβάτη; Τι είναι επιτέλους αυτό το μαγικό που λέγεται ποίηση που όταν κοινωνείται χαρίζει τόση συγκίνηση;

«Η ποίηση είναι τα μέσα της έναρθρης γλώσσας με τα οποία ο ποιητής προσπαθεί να απεικονίσει ό,τι στα σκοτεινά επιχειρούν να εκφράσουν τα δάκρυα- τα ωραία δάκρυα του κόσμου- οι σιωπές οι στεναγμοί, οι θωπείες» (Δημουλά), αναβαθμός και πτώση, κραυγή-«χαρταετός που ξέφυγε από τα χέρια μικρού παιδιού» (Γκόρπας) στον ουρανό» και ιαχή βυθού πολλές φορές. «Ποίηση, μια διαρκής επανάσταση υπάρξεως, εκείνος ο εαυτός μου δεν κοιμάται ποτέ» (Γ. Σαραντάρη. Και θέλει στ’ αλήθεια κουράγιο πια για να ‘σαι ποιητής, «και προπαντός στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα/ (που) είθισται να δολοφονούν τους ποιητές» (Ν. Εγγονόπουλος). «Θυμάμαι παιδί που έγραψα κάποτε τον πρώτο στίχο μου. Από τότε ξέρω ότι δε θα πεθάνω ποτέ -αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα» (Τάσος Λειβαδίτης).

Μα στ’ αλήθεια σε τι βοηθάει η ποίηση; «Η ποίηση βοηθάει όσο το κερί σ’ ένα σκοτεινό ξωκλήσι με φευγάτους όλους τους αγίους, παρηγορεί αυτούς που την αγαπούν, αυτούς που πιστεύουν στη μαγεία της… Η ποίηση ωφελεί όσο μια παυσίπονη σε ένα ωκεανό λύπης. Δεν είναι λίγο» (Κική Δημουλά)… Η ποίηση «κάνει για λίγο να μη νιώθεται η πληγή από το φριχτό μαχαίρι του χρόνου» (Καβάφης). «Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα» (Σεφέρης)…«Κι όταν συμβαίνει να διαβάσουμε ένα καλό ποίημα, φανταζόμαστε πως και εμείς θα μπορούσαμε να το έχουμε γράψει, πως το ποίημα προϋπήρχε μέσα μας» (Μπόρχες). Ο παππούς μου ο Ηρακλής, γράφει ο Στάντης Αποστολίδης (Βιβλιοθ. 2-1-07), αφιερωμένος μια ζωή στο ανθολογικό του έργο, ρώταγε συχνά: «Με πιο στίχο ξύπνησες σήμερα, παιδί μου;». Θεωρούσε ότι οι μέρες φωτίζονται από τους στίχους, όπως οι νύχτες απ’ τους φάρους! ).

Στις μέρες μας το χάσμα ανάμεσα στον ποιητή και τον αναγνώστη βαθαίνει, και καθώς η ποίηση συρρικνώνεται σ’ ένα «κλειστό σύμπαν» οι ποιητές, ως πνευματική κατηγορία, δεν έχουν χάσει εντελώς το κύρος τους. Σαν ιερείς σε μια πόλη αγνωστικιστών, απολαύουν ακόμη μιας κάποιας υπόληψης. Αλλά σαν αυτόνομοι δημιουργοί είναι σχεδόν αόρατοι. Στον «Μονόλογο πάνω στην ποίηση» ο Σεφέρης συνέδεε την απομάκρυνση του ποιητή από το κοινό με την έλλειψη παιδείας: η ευθύνη γι’ αυτήν την απομάκρυνση βαρύνει περισσότερο την κοινωνία παρά τον ποιητή, γιατί η κοινωνία εξόρισε τον ποιητή πριν ο ίδιος εξορίσει ον εαυτό του. «Μας διώχνουνε τα πράγματα και η ποίηση είναι το καταφύγιο που φθονούμε» (Καρυωτάκης).

«Ποίηση, ανάμνηση από φίλντισι/ άναμμα τσιγάρου κατά λάθος από το φεγγάρι/ δασκάλα μόνη μελαγχολική στο διάλειμμα (κι αν έχω δει δασκάλες μόνες και μελαγχολικές, τόσα χρόνια στην εκπαίδευση, κι όλες τους ένα ποίημα) /…πεταλούδα που γλυτώνει απ’ τη φωτιά/ φωτιά που γλιτώνει απ’ τα νερά/ άσπρο άλογο που τρέχει σε μαύρο ουρανό/ νύχτα στρωμένη τσιγάρα-λέξεις» (Γκόρπας).  «Διάβαζα ένα ποίημα για την άνοιξη/όταν την είδα/ να έρχεται από μακριά:/ μισή γυναίκα/μισή όνειρο./ Κατέβαινε το μονοπάτι κάτω/στεφανωμένη/με άνθη κερασιάς./Τότε κατάλαβα/ τι δύναμη έχουν τα ποιήματα» (Λάσκαρης ό.π. σ. 212). Ποίηση, μισή πραγματικότητα, μισή όνειρο ή το ένα πόδι στη γη και το άλλο στο κενό ή όπως το λέει ο Ελύτης «Αν δε στηρίξεις το ένα σου πόδι έξω από τη γη/ ποτέ σου δε θα μπορέσεις να σταθείς πάνω της».

Και οι ποιητές; «Έγραψε ποιήματα/ όπως άλλοι/ δούλεψαν στα λατομεία./ Και οι δυο τους σκάψανε  βαθιά./ Εκείνοι για ένα μεροκάματο/  ο ποιητής όμως για τι;» (Χρ. Λάσκαρης). Αυτό το αδυσώπητο «γιατί;», στο οποίο απάντηση-καλούπι δε θαβρείς. Σε τι χρειάζονται, λοιπόν, οι ποιητές; Ευτυχώς, θα έλεγα, που μέσα σ’ αυτή τη «φοβερή ερημία του πλήθους» υπάρχουν κάποιοι που σε πείσμα των καιρών επιμένουν να γράφουν στίχους. Κι ας είναι «αντιεμπορικό» ή «παρωχημένο», κι ας μένουν στ’ αζήτητα…Μα πιο πολύ, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα της προσπάθειας των ποιητών, στο βάθος του πνιγμού τους, στο ναυαγισμένο πλοίο της ζωής τους, πάντα η ποίηση ήταν και θα είναι: «κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια, απρόοπτες συναντήσεις, και χθεσινά και μελλούμενα, μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας, κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε, μια ευτυχία, μια μέθη, κι ενθουσιασμός ακόμη, μια αξεπέραστη ΣΟΝΑΤΑ του ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ…δηλαδή Ρίτσος. ».

«Βαδίζεις σε μια έρημο. Ακούς ένα πουλί που κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα.» (Κική Δημουλά). Κι έτσι κατακλυσμένος ο ποιητής απ’ αυτή την εσώτερη ανάγκη γράφει φτιάχνοντας φωλιές για τα ερημοπούλια. «Έρχεται η έμπνευση,  γράφω το ποίημα, και μένω έκπληκτος μπροστά την ποιότητα της δημιουργίας μου την πρώτη μέρα. Την άλλη μέρα όμως λέω «τι σαχλαμάρες είναι αυτές που έγραψα» και αρχίζω ξανά να δουλεύω το ποίημα. Αλλάζω λέξεις, αλλάζω τη θέση των λέξεων μέσα στο ποίημα, τις τομές των στίχων, και κάπως ικανοποιούμαι. Την άλλη μέρα αρχίζω το ίδιο και πάλι το ίδιο, και μπορεί να μου πάρει και 25 μέρες αυτή η δουλειά για να ολοκληρώσω το ποίημα ή και να το απορρίψω τελικά (Θ. Κωσταβάρας). Και σύμφωνα με το Μαγιακόβσκι: «Η ποίηση είναι ένα ταξίδι/ σ’ άγνωστη χώρα…/Για μια και μόνο λέξη/λιώνεις χιλιάδες τόνους / γλωσσικό μετάλλευμα». «Λέξεις ερχόμενες από πολύ παλαιά ή άλλες νεότερες, ακόμα και  ιδιωματικές συνωστίζονται στην άκρη της πένας σου, σαλεύουνε σαν κάτι να ζητάνε, αναπηδούν ως το σημείο να σε πιτσιλάνε και στο  πρόσωπο…Χρειάζεται συνεχώς ν’ απωθείς, ν’ αποποιείσαι, να επιλέγεις, να υιοθετείς… Να δοκιμάζεις με τον ίδιο τρόπο που δοκιμάζει ο Σολωμός δεκαεννέα φορές τον ίδιο στίχο.» (Οδ. Ελύτης:  «Ιδιωτική Οδός»). «Δεν άργησα να αντιληφθώ ότι και για τους ποιητές ισχύει αυτό εδώ, ότι δηλαδή δεν δημιουργούν με τη σοφία, αλλά με κάποιο φυσικό χάρισμα, με κάποια έμπνευση ανάλογη μ’ εκείνη των μάντεων και των χρησμωδών…Με τα μάτια των στίχων μάς λυτρώνουν από τα δεσμά της ματαιότητας. Αφτοί δίνουν αιωνιότητα σ’ ότι αγγίσουνε με την πνοή τους. Χάρη σ’ αφτούς ο κόσμος γίνεται καλύτερος και βασιλέβουνε στη γης η ψυχή κι ο Θεός!» (Κ. Βάρναλης).

Άλλοτε ηχεί η επίκληση- παράκληση του ποιητή προς τον Κύριο: «Αν δε μούδινες την ποίηση, Κύριε,/ δε θάχα τίποτα για να ζήσω/αυτά τα χωράφια δε θάταν δικά μου/ ενώ τώρα ευτύχησα νάχω μηλιές/ να πετάξουν κλώνους οι πέτρες μου/ να γιομίσουν οι φούχτες μου ήλιο/ η έρημός μου λαό/ τα περιβόλια μου αηδόνια» (Ν. Βρεττάκος). Ή « Θεέ της ποίησης και των ποιητών/ χάρισέ μου ένα ποίημα/ ένα ποίημα απλό, στρογγυλό και ευανάγνωστο/…» (Θ. Κωσταβάρας).

«Χρείες της ζωής, χρείες του κόσμου τα κελαηδήματα»…ονομάζει τα ποιήματα ο Ν. Καρούζος…«Και ποτέ στ’ αλήθεια δε μάθαμε τι είναι τα ποιήματα/ είναι σπαράγματα, είναι ομοιώματα/ φενάκη/ φρεναπάτη/ φρενάρισμα ίσως/ ταραχώδη κύματα/ ειν’ εκδορές/, απλά γδαρσίματα, είναι σκαψίματα/ είναι ιώδιο; Είναι φάρμακα; Είναι γάζες, επίδεσμοι;/Πολλά τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα/ εγώ τα λέω ενθύμια φρίκης». «Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και αρτηρίες-όπου η ζωή χορεύει» (Αλέξης Ασλάνογλου). «Πολλοί στίχοι είναι σαν αργυρές κλωστές δεμένες στα καμπανάκια των άστρων- αν τους τραβήξεις,  μια ασημένια κωδωνοκρουσία δονεί τον ορίζοντα…Ένα σωστό ποίημα όμως ποτέ δεν καθυστερεί  σε μια γωνιά του ρεμβασμού. Είναι πάντα στην ώρα του, λέει παρών  στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του» ( Ρίτσος).

«Η ποίηση μια πόρτα ανοιχτή, για την οποία αιώνες τώρα φτιάχνονται αρμαθιές αντικλείδια» (Γ. Παυλόπουλος). Μα όχι πάντα πόρτα ανοιχτή « πολλοί στίχοι είναι σαν πόρτες κλειστές σ’ ερημωμένα σπίτια» (Ρίτσος).

«Η τέχνη να οδηγείσαι και να φτάνεις προς αυτό που σε υπερβαίνει να γίνεσαι άνεμος για τον χαρταετό και χαρταετός  για τον άνεμο, ακόμα κι όταν ουρανός δεν υπάρχει, αυτό είναι στο βάθος η ποίηση»  (Ελύτης). “Μη με διαβάζετε…αν δεν ακούτε τους κεραυνούς ευχάριστα οπουδήποτε. Όταν δεν ξέρετε πως ο ωραίος Modigliani τρεις η ώρα τη νύχτα μεθυσμένος χτυπούσε βίαια την πόρτα ενός φίλου του γυρεύοντας τα ποιήματα του Βιγιόν κι άρχισε να διαβάζει ώρες δυνατά ενοχλώντας το σύμπαν» (Καρούζος).

Ας δούμε τον κόσμο μ’ άλλα μάτια, ας τον δούμε και με τα μάτια της ποίησης, «αφού, κατά λάθος, ο κόσμος είναι μια ποίηση» (Λειβαδίτης).  Κι ας βρούμε τρόπους να ικανοποιούμε τη «λανθάνουσα κοινή ανθρώπινη ανάγκη για ουρανό» (Σαχτούρης).

Και σεις ποιητές «καταφερτζήδες του πνεύματος και των στίχων/…βάλτε δυναμίτη, δημιουργήστε εκρήξεις/ που να σκορπίσουν το χειρότερο θάνατο στα βολέματά μας./ Ευλογία κυρίου τα μυδράλια της ποίησης» (Καρούζος).

 

Ποιητές για την ποίηση

  

Καρούζος: σημάδι της αλήθειας ας υπάρχει του ποιήματος ο ήχος. Αυτό που ονομάζουμε χαρόντισσα ή αλλιώς ποίηση.

 

Και είναι να αναφωνείς: τι γυρεύεις μωρ’  ομορφούλα μου, εσύ μαργαρίτα, σε τούτο το παλιοχώραφο;

 

Θάθελα λίγο δυναμίτη, θάθελα μιαν έκρηξη/ που να σκορπίσει το χειρότερο θάνατο στα βολέματά σας/ ευλογία κυρίου τα μυδράλια της ποίησης.

 

Χρείες της ζωής, χρείες του κόσμου τα κελαηδήματα.

 

Και ποτέ στ’ αλήθεια δε μάθαμε τι είναι τα ποιήματα/ είναι σπαράγματα, είναι ομοιώματα/ φενάκη/ φρεναπάτη/ φρενάρισμα ίσως/ ταραχώδη κύματα/ ειν’ εκδορές/, απλά γδαρσίματα, είναι σκαψίματα/ είναι ιώδιο; Είναι φάρμακα; Είναι γάζες, επίδεσμοι;/Πολλά τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα/ εγώ τα λέω ενθύμια φρίκης.

 

Καταφερτζήδες του πνεύματος και των στίχων/ ευκλεώς στοιχηθείτε. Βάλτε δυναμίτη, δημιουργήστε εκρήξεις, που να σκορπίσουν το χειρότερο θάνατο στα βολέματά μας. Ευλογία κυρίου τα μυδράλια της ποίησης».

 

Θνητός της ποίησης ο λόγος/ νεκρώνει τα παρόντα γεγονότα για να τα πενθεί/ και αυτή  η νεκρότητα είναι η αθανασία.

 

Τα ποιήματα συμβαίνουν Και τις σκέψεις και πράγματα/ φτιάχνουμε ποιήματα- κουρδισμένα παλιοπαίχνιδα/ καμωμένα για να φτερουγίσουν.

 

 «Εκείνος που γράφει ποιήματα είναι ακριβώς εκείνος που περνά άφοβος από νεκροταφείο τη νύχτα», (Ν. Καρούζος)

 

Λεοντάρης: Άσε τα ποιήματα και τους λατρευτικούς σου στίχους/ πίσω από τις τελετουργίες των λέξεων σφάζονται ψυχές/

 

 

Μαγιακόφσκι: Η ποίηση είναι ένα ταξίδι/ σ’ άγνωστη χώρα…/Για μια και μόνο λέξη/λιώνεις χιλιάδες τόνους / γλωσσικό μετάλλευμα.

 

 

Μαγιακόφσκι: «Ο ποιητής μένει πάντοτε χρεώστης/ απέναντι στον κόσμο./ Πληρώνει πάντα τόκους και υπερημερίες/ Για τον πόνο των ανθρώπων/ Μένω χρεώστης.

  

-Η ποίηση είναι τα μέσα της έναρθρης γλώσσας με τα οποία προσπαθεί να απεικονίσει ό,τι στα σκοτεινά επιχειρούν να εκφράσουν τα δάκρυα, οι σιωπές, οι στεναγμοί, οι θωπείες, η κραυγή.

Κική Δημουλά

 

 

-Η ποίηση βοηθάει όσο το κερί σ’ ένα σκοτεινό ξωκλήσι με φευγάτους όλους τους αγίους, παρηγορεί αυτούς που την αγαπούν, γιατί βρίσκουν κομματάκια από σκισμένες φωτογραφίες του ψυχισμού τους. Αυτούς που πιστεύουν στη μαγεία της, τους βγάζει από τα σώματά τους και τους σταθεροποιεί σε μια αιώρηση, ωφελεί κυρίως τη γλώσσα που περισυλλέγει από τους μεγάλους κάδους της βιασύνης τη μεταγγίζει με σέβας στο τόσο δα μπουκαλάκι του του αγιασμού, μια γουλιά όσο ακριβώς χρειάζεται να πιει η ουσία. Τέλος, η ποίηση ωφελεί όσο μια παυσίπονη σταγόνα σε ένα ωκεανό λύπης. Δεν είναι λίγο.

Κική Δημουλά

 

Θ. Αγγελόπουλος: «Η ποίηση είναι μια υγρασία που την έχουμε ανάγκη, γιατί διώχνει την ξηρότητα της καθημερινότητας. Ποίηση δεν αρκεί να υπάρχει μόνο στο σινεμά, αλλά και στη ζωή. Είναι ένα μονοπάτι που σε κάνει να αισθάνεσαι κάτι παραπάνω από αυτό που είσαι. Σε πάει κάπου αλλού, όπου όλα παίρνουν μια μαγική διάσταση. Άρα σε βοηθάει να ζήσεις».

 

 

Οκτάβιο Παζ: το κέντρο της πλατείας η σπασμένη κεφαλή του ποιητή είναι πηγή…Η πηγή τραγουδάει για όλους.

 

 

Γιάννης Ρίτσος

 

 Ο ποιητής

 

 Όσο κι αν βρέχει το χέρι του μες στο σκοτάδι

Το χέρι του δε μαυρίζει ποτέ. Το χέρι του

Είναι αδιάβροχο στη νύχτα. Όταν θα φύγει

(γιατί όλοι φεύγουμε μια μέρα) θαρρώ θα μείνει

Ένα γλυκύτατο χαμόγελο στον κόσμο ετούτον

Που αδιάκοπα θα λέει «ναι» και πάλι «ναι»

Σε όλες τις προαιώνιες διαψευσμένες ελπίδες.

 (Γιάννης Ρίτσος, Τα αρνητικά της σιωπής)

 

 Τι ήσυχα που γκρεμίζεται μέσα στην ποίηση ο χρόνος

                            Γ. Ρίτσος

 

Οι ποιητές, μετά το ποίημα,

(όπως, μετά την πυρκαγιά, οι πυροσβέστες)

Βγάζουν τα κράνη τους

                     Γ. Ρίτσος

 

Και οι ποιητές τι χρειάζονται

σ’ ένα μικρόψυχο καιρό;

                    Χαίντερλιν

 

(Ποίηση) Τι πολλούς που κατέστρεψε

Τι λίγους που έσωσε.

            Μαρίνα Τσβετάγιεβα

 

Τι να σου πω για την ποίηση; Τι να σου πω γι αυτά τα σύννεφα, γι αυτό τον ουρανό; Να τα κοιτάζω, να τα κοιτάζω και τίποτ’ άλλο

Καταλαβαίνεις πως ένας ποιητής δεν μπορεί να πει τίποτα για την ποίηση, ας τα αφήσουμε αυτά στους κριτικούς και στους δασκάλους. Μα ούτε εσύ ούτε εγώ, ούτε κανένας ποιητής, δεν ξέρουμε τι είναι η ποίηση. Είναι εκεί! Κοιτάξτε. Έχω τη φωτιά μέσα στα χέρια μου, το ξέρω και δουλεύω τέλεια μαζί της, μα δεν μπορώ να μιλήσω γι αυτή χωρίς να κάνω φιλολογία.

Καταλαβαίνω όλες τις ποιητικές τέχνες. Θα μπορούσα να μιλήσω γι αυτές, αν δεν άλλαζα γνώμη κάθε πέντε λεπτά. Δεν ξέρω. Ίσως μια μέρα να αγαπήσω πολύ την κακή ποίηση, όπως αγαπώ σήμερα την κακή μουσική, παράφορα. Θα κάψω ένα βράδυ τον Παρθενώνα για ν’ αρχίσω να τον κτίζω το πρωί και να μην τον τελειώσω ποτέ.

Στις διαλέξεις μου μίλησα κάποτε για την ποίηση, αλλά για το μόνο για το οποίο δεν μπορώ να μιλήσω είναι η ποίησή μου. Όχι γιατί δεν έχω συνείδηση του τι κάνω. Αντίθετα, αν είναι αλήθεια πως είμαι ποιητής από χάρη του θεού- ή του δαίμονα- είναι εξίσου αλήθεια ότι είμαι ποιητής χάρη στην τεχνική και την προσπάθεια, και γιατί κατέχω απόλυτα του τι είναι ποίημα».

                                                         Φρ. Γκ. Λόρκα

 

Οι ποιητές

Που μούλιασαν στα κλάματα και στ’ αναφυλλητά

Λακήσαν απ’ το δρόμο

Τινάζοντας ακατάδεκτα τα τσουλούφια τους.

«Πώς με δυο τέτοιες λέξεις/ να τραγουδήσεις

Την δεσποινίδα/ και τον έρωτα

Και το τριανταφυλλάκι με τις δροσοσταλίδες;»

Και πίσω από τους ποιητές

Τρέχουν τα πλήθη του δρόμου

Φοιτητές/ πόρνες/εργολάβοι…

                 Μαγιακόβσκι

 

 

Η ομορφιά καραδοκεί. Αν είμαστε ευαίσθητοι, θα την αισθανθούμε

Μέσα στην ποίηση όλων των γλωσσών.

                                              Μπόρχες

 

Όταν διαβάζουμε ένα καλό ποίημα, φανταζόμαστε πως και μεις

Θα μπορούσαμε να το έχουμε γράψει, πως το ποίημα προϋπήρχε μέσα μας.

                                               Μπόρχες

 

Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως, που κάμνουνε- για λίγο- να μην νιώθεται η πληγή.

                                              Κ. Καβάφης

 

 

Ανδρέας Εμπειρίκος: «Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί. Τ’ άνθη μιλούν.

Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες.

Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος».

Τσέσλαβ ΜΙΛΟΣ, «…Γύρευα την ποίηση δίχως να το ξέρω

κι ανακάλυψα, αργά, το σωστικό σκοπό της.

Σ, αυτό, μόνο σ’ αυτό, βρίσκω τη σωτηρία μου…»

Μπατάιγ, «Το αλκοόλ της ποίησης/ η νεκρική είναι/ σιγή»

          

 

Ο ποιητής είναι ένας φυλακισμένος πάντοτε ορθός

μπρος στο λευκό χαρτί

                                 Άρης Αλεξάνδρου

 

Ω, ποίηση αναμάρτητη εμπιστευμένη στη δροσιά της θύελλας, ω

ποίηση ατελεύτητη φτεροκόπημα χελιδονιών.

                                Τάκης Βαρβιτσιώτης

 

Τούτοι οι στίχοι ο λαός μου και τα σπίτια του

                                Μάνος Ελευθερίου

 

Κι η ποίηση: ένα παιχνίδι που τα χάνεις όλα,

για να κερδίσεις ίσως ένα άπιαστο αστέρι.

                                Τάσος Λειβαδίτης

 

(ποίηση)…το χρυσό δίχτυ, όπου τα πράγματα σπαρταρούν μέσα του.

                                Γ. Σεφέρης

 

Πίσω από την καθημερινή κόλαση των λέξεων τα ποιήματα

ανασαίνουν ζωντανά και το καθαρό τους νόημα καθρεφτίζει

παντού  μια φανταστική ευτυχία, που ποτέ δε θα πυρποληθεί.

                             Τάκης Σινόπουλος

 

Στο σώμα στην ενθύμηση πονούμε.

Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις

είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

                            Κ. Καρυωτάκης

 

Κι είδα τα ανοιχτά παράθυρα

σα μεγάλα βιβλία της ερημιάς

όπου διάβασα το ποτέ και το τίποτα

να φτιάξω μια ποίηση για πάντα.

 

Κι η ποίηση είναι σαν να ανεβαίνεις μια φανταστική σκάλα

για να κόψεις ένα ρόδο αληθινό.

                        Τάσος Λειβαδίτης

 

Κατά τα άλλα, τρώω περγαμόντο για να ξημερώσει

Και γράφω ποιήματα για να ερωτεύομαι σωστά.

                          Ο. Ελύτης

 

 

Τσέσλαβ ΜΙΛΟΣ

 

 

«…Γύρευα την ποίηση δίχως να το ξέρω

κι ανακάλυψα, αργά, το σωστικό σκοπό της.

Σ, αυτό, μόνο σ’ αυτό, βρίσκω τη σωτηρία μου…»

 

 ARS POETICA;

 

 Πρόσβλεψα πάντα σ’ ένα σχήμα πιο άνετο

Ελεύθερο από τις απαιτήσεις της ποίησης ή της πρόζας

Που θα μας βοηθούσε να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον δίχως να εκθέτει

Τον ποιητή ή τον αναγνώστη σε υπέρτατες αγωνίες.

 

Στην ίδια τη φύση της ποίησης υπάρχει κάτι το άπρεπο:

Κάτι που προβάλλει και δεν φνωρίζαμε πως είχαμε εντός μας

Γι αυτό κλείνουμε τα μάτια, σαν έχει ορμήσει μια τίγρη

Εμπρός μας, στο φως μας, χτυπώντας την ουρά της.

 

Δίκαια, γι αυτό, λένε πως την ποίηση υπαγορεύει ένα δαιμόνιο

Αν και είναι υπερβολή να ισχυρίζεται κανείς πως πρέπει να ‘ναι άγγελος.

Είναι δύσκολο να μαντέψουμε πούθε πηγάζει η περηφάνια των ποιητών

Αφού τόσο συχνά ντροπιάζονται από την αποκάλυψη της αδυναμίας τους.

 

Ποιος άνθρωπος στα λογικά του θέλει να είναι η κατοικία δαιμόνων

Που φέρονται σαν βρίσκονται σπίτι τους, μιλούν γλώσσες πολλές

Και ανικανοποίητοι που κλέβουν μονάχα τα χείλη ή το χέρι του

Προσπαθούν ν’ αλλάξουν και τη μοίρα του για τη δική τους βολή;

 

Ειν’ αλήθεια πως το νοσηρό εκτιμάται πολύ σήμερα

Κι έτσι μπορείς να σκέφτεσαι πως αστειεύομαι

Ή πως επινόησα ακόμα έναν τρόπο

Για να εκθειάζω την Τέχνη μου με τη βοήθεια της ειρωνείας.

[………………………………………………………]

 

Σκοπός της ποίησης είναι να μας θυμίζει

Πόσο δύσκολο είναι να παραμένουμε ένας μονάχα άνθρωπος

Μιας και ο οίκος μας είναι ορθάνοιχτος, δίχως κλειδιά στις πόρτες

Κι επισκέπτες αόρατοι  έρχονται και φεύγουν κατά βούληση.

 

Αυτά που γράφω εδώ δεν είναι, συμφωνώ, ποίηση

Γιατί τα ποιήματα πρέπει να γράφονται σπάνια και δισταχτικά

Κάτω από αβάσταχτη πίεση και με την ελπίδα μονάχα

Πως πνεύματα αγαθά, όχι πονηρά, μας διάλεξαν για όργανά τους.

 Μ. Λαϊνά, Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα,

μτφ. M. Γεωργιάδη, εκδ. Ελ. Γράμματα

 

 

 Γιώργος Σαραντάρης:

«Δὲν εἴμαστε ποιητὲς σημαίνει φεύγουμε
Σημαίνει ἐγκαταλείπουμε τὸν ἀγῶνα
Παρατᾶμε τὴ χαρὰ στοὺς ἀνίδεους
Τὶς γυναῖκες στὰ φιλιὰ τοῦ ἀνέμου
Καὶ στὴ σκόνη τοῦ καιροῦ

Σημαίνει πὼς φοβούμαστε
Καὶ ἡ ζωή μᾶς ἔγινε ξένη
Ὁ θάνατος βραχνὰς.»

Ντίνος Χριστιανόπουλος, «Εγκαταλείπω την ποίηση, (1956)»

Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία,

δε θα πει ανοίγω ένα παράθυρο για τη συναλλαγή.

Τέλειωσαν πια τα πρελούδια, ήρθε η ώρα του κατακλυσμού.

‘Οσοι δεν είναι αρκετά κολασμένοι πρέπει επιτέλους να σωπάσουν,

να δουν με τι καινούριους τρόπους μπορούν να απαυδήσουν τη ζωή.

Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία.

Να μη με κατηγορήσουν για ευκολία, πως δεν έσκαψα βαθιά,

πως δε βύθισα το μαχαίρι στα πιο γυμνά μου κόκαλα.

όμως είμαι άνθρωπος κι εγώ, επιτέλους κουράστηκα, πως το λένε,

κούραση πιο τρομαχτική από την ποίηση υπάρχει;

Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία.

Βρίσκει κανείς τόσους τρόπους να επιμεληθεί την καταστροφή του.

 

Νίκος Καρούζος, «Των σπαραγμένων χαραυγή»

Κοιτάζαμε τον ήλιο γαλανή Μαρία στις κορφές

η αύρα του καλοκαιριού κυμάτιζε το πουκάμισό μου στα στήθη.

Εγώ είπα Κύριε/ τούτο το κυμάτισμα είναι η ποίηση.

(Ν. Καρούζος, Ποιήματα, α’ τ., εκδ. Ίκαρος)

 

Νίκος Καρούζος, «Ποίηση»

Κάτι παράξενο συμβαίνει στο δωμάτιό μου/ σαν πέφτει η νύχτα.

Ένα πουλί ολάξαφνο/ με φτερουγίσματα που μαχαιρώνουν τον αέρα

εισορμά κ’ ύστερα πάλι ησυχία επικρατεί.

Ποτέ μου δεν ετόλμησα το φως ν’ ανοίξω

και πάντα λέω τι να ‘ναι το ολάξαφνο πουλί

τι πτέρωμα έχει/ πώς άραγε να συγκινεί η μορφή του…

Πάντως όταν ξυπνώ με της αυγής το σκούντημα

δεν είμαι παρά μόνος στο δωμάτιό

σωματικά στερεωμένος απ’ τον ύπνο

πιο γνώριμος του θανάτου από χτες/ ενώ η ψυχή προσμένει

το καινούριο μήνυμα του ήλιου/ όπως πάντα.

Όμως/ τι ‘ναι το πουλί που ξαφνικά

σαν ερχομός πνοής μέσα στο πνεύμα

σφάζει την ησυχία του δωματίου μου

και το αισθάνομαι κοντά μου;

Ποτέ νομίζω δε θα μάθω

κ’ ίσως να είναι το πουλί αυτό, όλο το μυστικό εδώ πέρα.

(Ν. Καρούζος, Ποιήματα, α’ τ., εκδ. Ίκαρος)

 

Νίκος Καρούζος, σκόρπια:

« Ο ποιητής γυμνάζει τη σκέψη σε απογύμνωση».

«Στον αφρό δεν έχει διάρκεια. Στο πατοκάζανο μαίνεται ο Ποιητής».

«Ο Ποιητής κάποτε πρέπει να λέει: μεγάλη κατανάλωση παρου-

σίας – γενείτε και λίγο μοναξιάρηδες!».

«‘Έγραψα ποίηση- μ’ άλλα λόγια

συνεργάστηκα με το μηδέν».

«Η ποίηση δεν έχει μεγάλο κοινό. Πώς το αντιμετωπίζει αυτό; «Ποτέ δεν ήταν η ποίηση για πολλούς. Ο Καρούζος έβγαζε τα βιβλία του μόνος του σε 200 αντίτυπα και η «Στροφή» του Σεφέρη μπορεί να υπάρχει ακόμα στην αποθήκη. Την ποίηση πρέπει να τη βρεις, δεν θα σε βρει αυτή. Προσωπικά δεν συμφωνώ με την εξωστρέφεια των ποιητών που εκφράζεται με εκδηλώσεις για να περάσει η ποίηση στην κοινωνία. Αυτό είναι αντίθετο στην ουσία της ποίησης, γιατί έτσι η πρόσληψή της γίνεται με λάθος τρόπο, μέσω ενός κοσμικού γεγονότος ή μιας διαμαρτυρίας, παρά ως εσωτερική ανάγκη. Η ποίηση θέλει αφοσίωση, να τρελαίνεσαι με αυτό που διαβάζεις. Είναι η μόνη τέχνη που δεν έχει μπει στο χρηματιστήριο της τέχνης, κανείς εκδότης δεν θα σε πιέσει να γράψεις μπεστ σέλερ.», (Μιχάλης Γκανάς, από συνέντευξή του στο ΒΗΜΑ)

 

Τι είναι ποίηση

 Του Τέρι ΗΓΚΛΕΤΟΝ

 Τι επιτυγχάνει το κομμάτιασμα και το αράδιασμα των ποιητικών φράσεων πάνω στη σελίδα; Μας καλεί να μεταχειριστούμε τη γλώσσα με ασυνήθιστη προσοχή και ευαισθησία. Είναι ένας τρόπος να πει κανείς: μη διαβάζετε απλώς διά μέσου της γλώσσας το νόημα, όπως κάνουμε με τις οδικές σημάνσεις που λένε: «Απαγορεύεται η είσοδος» ή «Οδηγείτε στη δεξιά λωρίδα» –καταστήσατε την ίδια τη γλώσσα αντικείμενο της προσοχής σας. Αυτός θα μπορούσε να είναι, εντέλει, ένας βραχύς ορισμός της ποίησης: το είδος λόγου όπου το τι λέγεται και το πώς λέγεται (το περιεχόμενο και η μορφή, το σημαίνον και το σημαινόμενο, το νόημα της γλώσσας και η υλικότητά της) είναι δραστικά αδιαχώριστα.[…]
Στην ποίηση, ο ήχος, ο τόνος, το βάρος, η ένταση, ο βηματισμός, η υφή των λέξεων είναι συστατικά στοιχεία του περιεχομένου της. Ώς έναν βαθμό, αυτό είναι αλήθεια και για την καθημερινή μας ζωή: δεν υπάρχει γλώσσα χωρίς τόνο, γιατί και η ίδια η απουσία τόνου συνήθως μαρτυρεί μια συγκινησιακή στάση εκ μέρους του ομιλητή. […] Όμως η ποίηση οδηγεί αυτή την τονικότητα σε μια ασυνήθιστη ένταση –πράγμα που σημαίνει ότι στην ποίηση το σώμα μετέχει της γλώσσας πιο φανερά απ’ ό,τι συνήθως. Όλη η γλώσσα είναι σωματική, αλλά κάποιες εκφάνσεις της είναι πιο σωματικές απ’ ό,τι άλλες, και αυτές είναι γνωστές ως ποίηση. Ποίηση είναι ο λόγος του σώματος.[…]
Ποίηση σημαίνει νόημα και υλικότητα συγχρόνως˙ και αν αυτό είναι αλήθεια, τότε η ποίηση είναι μια παράδοξα οπισθοδρομική, νηπιακού τύπου δραστηριότητα. Τα βρέφη απολαμβάνουν το παιχνίδι με τους ήχους, τη γεύση των συλλαβών και τη νοστιμιά των λέξεων στο στόμα τους˙ και οι ποιητές, που παράγουν αυτό που ο Ιρλανδός ποιητής Seamus Heaney έχει ονομάσει «μουσική του στόματος» (mouth music), είναι απλώς εκείνα τα πρόωρα ανεπτυγμένα βρέφη που δεν έπαψαν ποτέ να αντλούν απόλαυση από το ψέλλισμα. Οι περισσότεροι από μας πρέπει να αφήσουμε σιγά-σιγά πίσω μας αυτές τις σωματικές παρορμήσεις, προκειμένου να ανέλθουμε σε μια υψηλότερη τάξη νοήματος, αφαίρεσης, η οποία αποσπά το σημείο από τις ρίζες του στο σώμα. […]
Τα άλλα ζώα παραμένουν αισθητηριακά δεμένα στο περιβάλλον τους με το σώμα τους. Όμως εμείς, επειδή έχουμε τη γλώσσα –το δώρο και την κατάρα του λόγου—, μπορούμε να αποσπάσουμε τον εαυτό μας από τα σώματα, από τις αισθήσεις και το περιβάλλον μας, και έτσι να τα χειριστούμε και να τα αντικειμενοποιήσουμε πολύ πιο δραστικά απ’ ό,τι μπορούν οι καρχαρίες ή οι τίγρεις.[…] Αυτή η μετάβαση από το μουγκό σώμα στη γλώσσα είναι η στιγμή της Πτώσης, με τη βιβλική έννοια της λέξης. Όμως η Πτώση είναι προς τα πάνω, όχι προς τα κάτω. Είναι αυτό που οι θεολόγοι αποκαλούν «felix culpa», μια χαρούμενη Πτώση. Χωρίς τη γλώσσα, τις περίπλοκες έννοιες, τις δυνατότητες της αφηρημένης σκέψης, του υπολογισμού και της γενίκευσης, δεν θα μπορούσαμε να σχεδιάσουμε μαζικές δολοφονίες˙ ούτε όμως θα μπορούσαμε να αναπτύξουμε τη χειρουργική.
Η ποίηση, λοιπόν, είναι μια προσπάθεια να αντιστρέψουμε και να επιδιορθώσουμε την Πτώση –να ενώσουμε και πάλι το νόημα με το σώμα, το πνεύμα με τις αισθήσεις. Με αυτή την έννοια, η ποίηση είναι η πιο δημιουργική (creaturely) από τις τέχνες. Η ποίηση δουλεύει με το νόημα, αλλά με έναν «ενσαρκωτικό» τρόπο –προσφέρει και πάλι στο νόημα το χαμένο υλικό σώμα του. Κατά συνέπεια, υπάρχει κάτι το ουτοπικό στην ίδια την ποιητική πράξη, όσο κατηφή ή απελπισμένα και αν είναι μερικά ποιήματα. Σκεφτείτε το ρυθμό, για παράδειγμα, που είναι ένα από τα πιο πρωτόγονα γνωρίσματα της ποίησης. Πρόκειται για υπόθεση του σώματος και των βιολογικών κύκλων –της παλμικής κίνησης της αναπνοής και του σφυγμού του αίματος—, για έναν από τους ποικίλους τρόπους με τους οποίους η ποίηση μάς επιστρέφει στη βρεφική ηλικία. Ο ποιητής, όπως παρατήρησε κάποτε ο T. S. Eliot, είναι πιο πρωτόγονος και συγχρόνως πιο εκλεπτυσμένος από τους περισσότερους ανθρώπους. Από τη μια μεριά, το ποιητικό νόημα είναι πιθανότατα το πιο περίπλοκο νόημα που έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει η ανθρώπινη γλώσσα. Το ποίημα έχει οριστεί ως ο μεγαλύτερος δυνατός όγκος πληροφοριών στο μικρότερο δυνατό χώρο. Από την άλλη μεριά, όπως είπα παραπάνω, υπάρχει κάτι το μάλλον αρχαϊκό, το πρωτόγονο στην τέχνη της ποίησης.
«Η ΑΥΓΗ» 28-12-08 (Αναγνώσεις)
(Απόσπασμα από την ομιλία του Terry Eagleton στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, στις 25/11/08), μτφρ. Αθηνά Βογιατζόγλου)

 

 

Ποίηση είναι το ρυθμικό κλάμα του κόσμου

 Γιώργος Βαρθαλίτης

 

 Ένας από τους καλύτερους τρόπους για να καταλάβουμε ένα λογοτεχνικό, μουσικό ή εικαστικό έργο είναι να το συγκρίνουμε με ένα άλλο λογοτεχνικό, μουσικό ή εικαστικό έργο. Το ένα έργο φωτίζει το άλλο, οι ομοιότητες κι οι διαφορές προβάλλουν ανάγλυφες, οι πρωτοτυπίες κι οι κοινοτοπίες γίνονται φανερές, οι αρετές και τα ψεγάδια ξεσκεπάζονται. Δεν υπάρχει εγκυρότερη Λυδία λίθος για την κριτική αποτίμηση, την ερμηνεία και την κατανόηση των ανθρώπινων καλλιτεχνημάτων από τη συσσωρευμένη πείρα που κατακτάται με τη γνώση της καλλιτεχνικής δημιουργίας του παρελθόντος.

Αν τώρα θέλαμε να κατανοήσουμε όχι ένα συγκεκριμένο έργο αλλά μια ολόκληρη μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης- στην περίπτωσή μας την ποίηση- φρονώ πως θα έπρεπε να ακολουθήσουμε μια παρόμοια μέθοδο, δηλαδή να τη συγκρίνουμε με άλλες μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης. Μια τέτοια σύγκριση υπονοεί πως πέρα από τις ειδοποιούς διαφορές τους, τις οποίες οφείλουμε να εξετάσουμε, όλες οι μορφές τέχνης ακόμα κι οι πιο απομακρυσμένες, όπως η μουσική κι η ζωγραφική, έχουν ένα κοινό υπόστρωμα. Όταν μιλάμε για αρμονία σε έναν ζωγραφικό πίνακα ή για χρώμα σε μια μουσική σύνθεση κάνουμε κάτι περισσότερο από μια μεταφορά. Τελικά η τέχνη, στην απόλυτη, ιδεατή μορφή της είναι μία και όλες οι επιμέρους τέχνες φωτίζουν κάθε φορά μια πλευρά της, πίσω απ’ την οποία, διακρίνονται, άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο, οι υπόλοιπες.

Ας ξεκινήσουμε με την  υπόθεση εργασίας πως εργασίας πως η ποίηση βρίσκεται ανάμεσα στη μουσική και τη ζωγραφική.

Ως προς το πρώτο μέρος του συσχετισμού δεν χωράει καμιά αμφιβολία. Λόγος και μέλος υπήρξαν αρχικά αδιαχώριστοι, ενώ και αργότερα δεν έπαψαν να συγχρωτίζονται. Αυτή η μακροχρόνια συνοδοιπορία δεν μπορεί παρά να οφείλεται σε μια συγγένεια εσωτερική. Το βασικό γνώρισμα της ποίησης και της μουσικής είναι ο ρυθμός.  Η ποίηση κι η μουσική μαζί με το χορό απαρτίζουν την τριανδρία των ρυθμικών τεχνών. Αν θέλουμε να θυμηθούμε τον διαχωρισμό ανάμεσα στις τέχνες του χώρου και τις τέχνες του χρόνου, τότε οι τρεις ρυθμικές τέχνες είναι οι κατεξοχήν τέχνες του χρόνου. Ο ρυθμός εκτυλίσσεται εν τω χρόνω. Η ειδοποιός διαφορά της ποίησης με τις άλλες δύο ρυθμικές τέχνες είναι πως χρησιμοποιεί τον λόγο. Ποίηση είναι η υψηλότερη έκφανση του ρυθμικού λόγου. Ποίηση είναι λόγος που δεν περπατά αλλά χορεύει, που δεν μιλά αλλά τραγουδά (ακόμα κι όταν μόνον απαγγέλλεται).

Από την άλλη μεριά, το περίφημο ρητό ut pitura poesis  υπαινίσσεται μια βαθύτερη ομοιότητα ανάμεσα στην ποίηση και τη ζωγραφική. Πράγματι, τόσο η ποίηση όσο κι η ζωγραφική απεικονίζουν.  Η εικονοπλαστική δύναμη  χαρακτηρίζει και των δυο τεχνών την ουσία. Δεν θα δυσκολευόμαστε, άλλωστε, να απαριθμήσουμε κάμποσους ποιητές-ζωγράφους ή ζωγράφους-ποιητές.

Ωστόσο, οι εικόνες της ποίησης και της ζωγραφικής είναι ριζικά διαφορετικές. Η πρώτη διαφορά μεταξύ τους είναι αυτονόητη. Οι εικόνες της ποίησης υφίστανται μόνο στη φαντασία. Οι εικόνες της ζωγραφικής έχουν υπόσταση υλική. Η δεύτερη διαφορά αφορά στον δυναμικό χαρακτήρα της ποιητικής εικονοποιίας, σε αντίθεση με τη στατικότητα που διακρίνει τη ζωγραφική. Στην ποίηση η εικόνα αναπτύσσεται μέσα στον χρόνο. Αν η ζωγραφική αποσπά τις εικόνες από τη ροή του χρόνου, παγώνει τον χρόνο, η ποίηση αποδίδει την αέναη μεταβολή των εικόνων μέσα στον χρόνο.

Η ποιητική εικόνα όμως κάνει πολύ περισσότερα: συνενώνει τις διεστώσες όψεις του κόσμου, συναιρεί το συγκεκριμένο και το αφηρημένο, το αισθητό και το νοητό, το ορατό και το αόρατο. Μέσα σε μια ποιητική εικόνα τέμνονται διαφορετικά επίπεδα του πραγματικού. Σε ετούτο δεν μπορεί να τη μιμηθεί καμιά τέχνη.  Έτσι η ποίηση παρομοιάζει τον πολεμιστή που πεθαίνει με λουλούδι που λυγίζει από τις στάλες της βροχής ( Όμηρος), τους καθρέφτες με παγωμένο νερό ή κάθετες λίμνες

(Μαλλαρμέ, Ρίτσος) το μάτι με ναό της Αθηνάς ( Βαλερύ). Μόνο στην ποίηση ο χρόνος από τον πολύ ουρανό κυλάει ρόδινος (Ελύτης), το κερί της αθανασίας λιώνει (Μαντελστάμ) κι ένα νεκρό αγαπημένο σώμα μεταμορφώνεται σε «αρχάγγελο της παγωνιάς» (Λόρκα).

Επομένως, μπορούμε εξ ίσου να ορίσουμε την ποίηση ως την υψηλότερη μορφή του εικονοπλαστικού λόγου.

Οι δύο αυτοί ορισμοί δε αλληλοαναιρούνται αλλά συμπληρώνονται . Το εικονοπλαστικό και το ρυθμικό στοιχείο αντιπροσωπεύουν τους δύο πόλους της ποιητικής δημιουργίας, που βέβαια, στις επιμέρους πραγματώσεις της σπάνια διατηρούνται ισοδύναμοι, αφού άλλοτε υπερισχύει ο ένας κι άλλοτε ο άλλος.

Βέβαια, η ποίηση, μιας και χρησιμοποιεί τον λόγο,  συμμερίζεται όλες τις δυνατότητές του. Έτσι μπορεί να στοχάζεται, να αφηγείται, να εκφράζει τα πάθη, τις λαχτάρες και τους καημούς των ανθρώπων. Η ποίηση μπορεί να γίνει ο καθρέφτης όλου του εσωτερικού και του εξωτερικού κόσμου.

 

Πιστεύω όμως πως οι εικόνες κι ο ρυθμός  (ο ισχυρότερος συμπυκνωτής του λόγου) συνιστούν τα δύο μεγαλύτερα όπλα και θέλγητρα της ποίησης. Όλα τα υπόλοιπα  ( σκέψεις, αισθήματα, ιστορίες κτλ.) μεταμορφώνονται σε ποίηση, όταν τα αγγίξει η μαγεία των ρυθμών  και των εικόνων. Ο στοχαστικός πεζογράφος θα μας πει πως ο θάνατος εμφωλεύει στην ίδια την καρδιά της ζωής. Μόνο όμως ένας ποιητής θα πει «μύρισα τον θάνατο σ’ ένα ρόδο» (Έλιοτ).  Αν συναιρούσαμε τους δύο ορισμούς σε έναν θα λέγαμε πως ποίηση είναι το ρυθμικό όραμα του κόσμου.

 

 

 Ρέκβιεμ για τον ποιητή Μ. Αναγνωστάκη

 

 Του Γιάννη Π. Τζήκα

 

   Τον γνώρισα τον Ποιητή. Τον Ποιητή της Αντίστασης και των αγώνων, της κριτικής, της εσωτερικής, χαμηλόφωνης ποίησης. Τον γνώρισα από κοντά στις συναθροίσεις του Κ.Κ.Ε. εσωτ. Ψηλός, ευθυτενής, με παχύ μουστάκι και μεγάλα γυαλιά μυωπίας, αρχοντική προσωπικότητα. Στις κομματικές συναθροίσεις καθόταν συνήθως πίσω πίσω, λίγες φορές μιλούσε και ο λόγος του καίριος, ποιητικός και κριτικός. Το 1986 τον κάλεσα να μιλήσει στους μετεκπαιδευόμενους δασκάλους στο Μαράσλειο Διδασκαλείο. Κι ενώ είχαμε «κλείσει», κάτι σημαντικότερο του έτυχε και δεν ευοδώθηκε η ποιητική συνάντηση. Μου συνέστησε όμως έναν φίλο του, άξιο λογοτέχνη και μελετητή της λογοτεχνίας, τον Κ. Κουλουφάκο και μ’ αυτόν πραγματοποιήθηκε η συνάντηση.

Ο Μ. Αναγνωστάκης δεν αποδέχθηκε ποτέ το χαρακτηρισμό «ποίηση της ήττας» (χαρακτηρισμός που υπονοεί την ήττα της Αριστεράς), που συμπεριελάμβανε κι αυτόν. «Δεν παραδέχομαι την ταμπέλα «ποίηση της ήττας» ή όπως αλλιώς», και εξηγούσε «θα προκαλούσα να αντιπαραθέσουμε μια άλλη ποίηση της εποχής που θα τη βαφτίζαμε «ποίηση της νίκης» ή έστω «ποίηση της μη ήττας». Εγώ τέτοια ποίηση δε βλέπω…». «Δεν παραδέχτηκα ποτέ την ήττα», λέει σε κάποιο στίχο του. «Δε μου ταιριάζει ή δεν είναι στην προτίμησή μου η διανοητική, άμεση, αντιλυρική ποίηση. Εγώ προτιμώ περισσότερο τους φανταιζίστες ποιητές, τους λυρικούς, τους απογειωμένους, αλλά ποτέ τους φλύαρους και τους μεγαλόστομους των μεγάλων δεδηλωμένων προθέσεων…Πιστεύω πως η ζωή τραβάει την ανηφόρα, αλλά όχι πάντα με σημαίες και με ταμπούρλα», δήλωνε σε συνέντευξή του.

Ήταν μεγάλος ποιητής ο Αναγνωστάκης, ποιητής που «κάρφωνε σαν πρόκες τις λέξεις» στα ποιήματά του, και πολλοί νεότεροι επηρεάστηκαν απ’ αυτόν. «Δεν ήταν μόνο ποιητής, αλλά κι ένας άγρυπνος στοχαστής που έπιανε τα μηνύματα των καιρών και τα μετουσίωνα σε ποίηση και κριτικά δοκίμια. Γι αυτό ήταν μεγάλος. Ήταν σημαιοφόρος της ανανέωσης σε όλους τους τομείς και σε ιδέες και σε πρακτικές», δήλωσε ο Λ. Κύρκος στην Ελευθεροτυπία (24-6-05). Και αγωνιστής, ο Μανόλης, από πολύ νέος εντάχθηκε στο κίνημα της Αριστεράς και πάντα παρόν στις μεγάλες εθνικές στιγμές: της Κατοχής, της Αντίστασης και της εφτάχρονης δικτατορίας. Ήταν ο νέος, στη φοιτητική διαδήλωση του 1943, στη Θεσσαλονίκη, που άρπαξε στον αέρα την ελληνική σημαία που του πέταξε από το μπαλκόνι ο καθηγητής φιλοσοφίας, Χαρ. Θεοδωρίδης, και πανήψυλος, σημαιοφόρος προπορεύονταν της διαδήλωσης με τη γαλανόλευκη και πίσω του μυριάδες οι κόκκινες σημαίες.

Τα τελευταία χρόνια, πάνω από είκοσι, είχε επιλέξει τη σιωπή. «Αισθάνομαι φίλαθλος αυτή τη στιγμή και όχι αθλητής, και μερικές φορές, ομολογώ, αρκετά κουρασμένος φίλαθλος». Επέλεξε, λοιπόν, τη σιωπή μέχρι το τέλος της ζωής του. Μα και με τη σιωπή, πιστεύω, πως μας μιλούσε. Και ίσως είναι ο καλύτερος τρόπος για να μιλήσεις στις άγριες ημέρες μας. Και με τη σιωπή του μια «ιαχή βυθού» μας πρότεινε, να αλλάξουμε μέσα μας, να καλαφατίσουμε τις εσωτερικές μας δυνάμεις, να αναζωογονηθούμε, για νάρθει καιρός να πάρει μπροστά η μηχανή των νέων ιδεών και της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Σε μια εποχή που συχνά ωθεί τους νέους μας στο συμβιβασμό, στην ιδιοτέλεια και στον ατομικισμό, ο Μ. Αναγνωστάκης μας άφησε πολύτιμη κληρονομιά τις αξίες της συλλογικότητας, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ειρήνης και της αλληλεγγύης. Με το έργο του «…ανάβει μικρές πυρκαγιές, χιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούν την ατίθαση νιότη μας».

 

Στο παιδί μου

 

 
 Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια

Και του μιλούσανε για Δράκους και το πιστό σκυλί

Για τα ταξίδια της Πεντάμορφης και για τον άγριο λύκο

Μα στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια

Τώρα, τα βράδια, κάθομαι και του μιλώ

Λέω το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι σκοτάδι

Του δείχνω με το χέρι τους κακούς, του μαθαίνω

Ονόματα σαν προσευχές, του τραγουδώ τους νεκρούς μας

Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά!

 Μ. Αναγνωστάκης, Ποιήματα, εκδ. Νεφέλη

 

Ποίηση και άνοιξη

 

 
 21-3-05, ήταν η παγκόσμια ημέρα Ποίησης. Κι αυτή τη μέρα τη θυμούνται, αν και δε χρειάζεται γι αυτούς, γιατί δεν περιμένουν αυτή τη μέρα να την τιμήσουν, όσοι ευαίσθητοι πολύ που βαθιά αγαπούν και βαθιά πονούν. Για την ποίηση λοιπόν γράφω αυτές τις σκέψεις:

«Ποίηση είναι τα ωραία κρυμμένα δάκρυα που κοσμούν το στίχο», «Η ποίηση γνωρίζει όλους τους δρόμους, διαλέγει όμως τον πιο αφνίδιο», «Η ποίηση είναι μια διαρκής επανάσταση υπάρξεως», …και γενικώς «Η λογοτεχνία συντηρεί το ατομικό μας δικαίωμα στη σοφία της ζωής, που δεν αναγνωρίζεται εύκολα από την κοινωνία».

 

 
 
 
 Μα ..ήρθε και η άνοιξη…

 

 
 «Ο Απρίλης – φημισμένος κηπουρός –

πήδηξε το πρωί στο χέρσο κήπο μου

κι ένα εξαίσιο έμπηξε τριαντάφυλλο.

Η άνοιξη κρυμμένη πίσω από το τριαντάφυλλο

βλέπει την έκπληξή μου και γελάει

ενώ με την απέραντη χαρά μου

παρασημοφορεί το μάγο κηπουρό»

 

Κική Δημουλά

 

 
 
  
 10 Θέσεις για την Ποίηση

 

 

 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΡΟΥΛΗΣ

 

 
  1. Όταν χρειάζεται να έχουμε θέσεις υπεράσπισης για την ποίηση, τότε τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά έως κρίσιμα.

 

2. Τα πράγματα μοιάζουν να είναι χωρίς ελπίδα, όταν αρχίζουμε και γιορτάζουμε για την ποίηση με το πρόσχημα της ιδιαιτερότητας και την πίεση της ανάγκης, ενώ θέλουμε να ζητήσουμε βοήθεια ή να ξορκίσουμε το κακό.

 

3. Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, ίσως θα έπρεπε να συνδυαστεί η ενίσχυση της απόρου κορασίδος που λέγεται μούσα με μία ημέρα εναντίον του μυθιστορήματος και της τηλεόρασης. Ένα είδος αποτοξίνωσης  από τη χοληστερόλη της πλοκής και το αφιόνι της εικόνας.

 

4. Μας λένε: ποίηση είναι ο αρχέγονος ρυθμός· ποίηση είναι η ακμή της φαντασίας· ποίηση είναι η λεπτότητα των αισθημάτων και η εξαΰλωση της σκέψης. Και η ηχώ απαντά: ποίηση είναι αυτό που όλοι υποστηρίζουν αλλά με το οποίο κανείς δεν θέλει να έχει στενές σχέσεις, όλοι εκτιμούν αλλά κανείς δεν αγαπά υπερβολικά.

 

5. Όσοι έχουν αποδεχτεί την ποίηση σε μόνιμη εξορία έχουν πολλά γιατροσόφια για την απουσία της: το καλό λαϊκό τραγούδι, τις μαντινάδες, τις αναμνήσεις από τις σχολικές εορτές, την ευπροσηγορία της Κικής Δημουλά, κάποιον συγγενή που έγραφε κι αυτός, αλλά τον αδίκησε το πνευματικό κατεστημένο, μαζί με τη βέβηλη χήρα του.

 

6. Όταν δεν γνωρίζουμε πώς να ξεμπλέξουμε με την ποίηση την αναγορεύουμε ακαδημαϊκό, την ξαποστέλνουμε μονίμως στη γενιά του ’30, την αναθέτουμε στους πανεπιστημιακούς, καταφεύγουμε στην ένδοξη γενεαλογία της (ορισμένοι πάνε πολύ μακριά πίσω, στον Όμηρο, άλλοι πάλι αρχίζουν από τον Σολωμό ή τον Καβάφη και δώθε).

 

7. Την ποίηση δεν την αγοράζουν οι πολλοί. Είναι μια αγαπημένη μονίμως στα αζήτητα. Οι ποιητές είναι οι πλέον χριστιανοί από τους γράφοντες. Επενδύουν στην απώλεια, προσφέρουν άνευ ανταλλάγματος. Ζουν με τον μύθο της αιωνιότητας. Ταυτίζονται με την απλή ελπίδα του λόγου. Δεν διανοούνται ότι υπάρχει καπιταλισμός της γραφής.

 

8. Αν στο μυθιστόρημα θριαμβεύει το ευπώλητο και στην τηλεόραση το αιματηρά επίκαιρο, στην ποίηση δυναστεύει το παρελθόν. Όποιος δεν διαβάζει ποίηση έχει πάντα έναν καλό λόγο να πει για κάποιον πεθαμένο ποιητή ή για την ποίηση εν γένει. Οι πιο αισιόδοξοι συστηματοποιούν το μέλλον σε γενιές για να τις στεγάσουν με την κληρονομιά των προγόνων. Οπότε προκύπτουν τα γραμματολογικά knorr του ’70, του ’80 και, όπου να ’ναι, του ’90 και του 2000.

 

9. Συχνά οι ποιητές ισχυρίζονται ότι δεν έχουν ανάγκη το κοινό, ότι από μόνη της η ποιητική γραφή αντέχει στη δοκιμασία του χρόνου. Πρόκειται όντως για μια στάση αριστοκρατικής αξιοπρέπειας, που δεν αρκεί ωστόσο για να κρύψει το γινάτι του αποκλεισμένου. Σήμερα, που γιορτάζουμε για την ποίηση, δεν έχουμε ξεκαθαρίσει αν κάνουμε μνημόσυνο ή αν συμμετέχουμε σε μια απόπειρα μύησης για κάτι που πρόκειται να έρθει.

 

10. Η ποίηση με τη μορφή που τη γνωρίζουμε ή την ξέραμε πέθανε. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι μπροστά μας έχουμε ένα εξαίσιο πτώμα. Μόνο μια τέτοια παραδοχή επιτρέπει να συλλογιστούμε ένα καινούργιο μέλλον για την ποίηση, να σχεδιάσουμε τη δυνατότητα ενός άλλου ορίζοντα. Δεν πρόκειται για παραδοξολογία ούτε για προκλητική εξυπνάδα. Μόνο η επίγνωση ότι η ποίηση, όπως διακινείται κατά κανόνα, είναι σήμερα «αδύνατη», μπορεί να σώσει την ποίηση. Το «αδύνατον», ως υπόθεση εργασίας, μπορεί να αποβεί εξαιρετικά δημιουργικό. Γιατί η  μελέτη της ήττας μπορεί να θεμελιώσει μια καινούρια ποιητική ουτοπία. Ένα πρόγραμμα ανατροπής ή ένα πρόταγμα επανάστασης.

 

Η ποίηση πέθανε! Ζήτω η ποίηση!

 

 
 

Ναπολέων ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ

 

 

Λευκές ψυχούλες

 

 

Άρπαξα κάποιους στίχους μου στα δάχτυλα

Τους έσκισα, τους σπάραξα ένα- ένα

Τα χίλια κομματάκια τους κουρέλιασα

Και τα χαρτάκια επέταξαν θλιμμένα…

 

Και σα λευκές ψυχούλες μου εφανήκανε

Το τρίξιμό τους ήταν μοιρολόι!

Τρεμουλιαστές στον άνεμο εκολύμπησαν

Και αγάλια εγλυκοστάλαξαν στη χλόη…

 

…Είναι στιγμές που πνίγομαι, που πνίγομαι,

Ανοίγω το παράθυρο και μένω-

Ολόβαθα σα να με σραγγαλίζουνε,

Με σκίζει κάποιο δάχτυλο κρυμμένο!

 

Και, αχ, τα χαρτάκια τάχα δεν επόνεσαν;

Ποιος ξέρει σε ποια γλώσσα κρυφοκλαίνε…

Μα ο πόνος τις ψυχές έχει χαρτάκια του.

…Κλάψε καρδιά μου, στίχε σπαραγμένε!…

 

 

 

Παντελής Μπουκάλας

 

Ενδεχομένως

 

Τι στα κομμάτια η ποίηση.

Χρώμα στο χρόνο.

Ναι στο μηδέν – εύκολο αυτό

Μη και δεν

Δυο αρνήσεις μια κατάφαση

Κι ας πάνε να κόψουν το λαιμό τους

Οι ετυμολόγοι.

Στο άγριο, ηνίο.

Υνίο του έρημου.

Στο τίποτε πόρος.

Α, ωραίες πολύ μες στο θάνατό τους

Οι αντάρτισσες λέξεις.

Τι στα κομμάτια η ποίηση.

Κομμάτια.

Τα κομμάτια σου.

Εσύ τα κομμάτια σου η ποίηση.

Κι αυτό το διαρκώς ανέγγιχτο

Όπου μαθητεύεις

Και σε κινεί να ξανασμίξεις με τον κόσμο,

Μήπως εκεί…

 

 Π. Μπουκάλας, Σήματα λυγρά, εκδ. Άγρα

 

 

Κ. Γ. ΚΑΡΙΩΤΑΚΗΣ

 

Ποιητές

 

Πώς σβήνετε, πικροί ξενιτεμένοι!
Ανθάκια μου χλωμά, που σας επήραν
σε κήπους μακρινούς να σας φυτέψουν…
Βιολέτες κι ανεμώνες, ξεχασμένες
στα ξένα που πεθαίνετε παρτέρια,
κρατώντας, αργυρή δροσοσταλίδα,
βαθιά σας την ελπίδα της πατρίδας…
Χτυπιούνται, πληγωμένες πεταλούδες,
στο χώμα σας οι θύμησες κι οι πόθοι.
Το φως, που κατεβαίνει, της ημέρας,
κι απλώνεται γλυκύτατο και παίζει
μ’ όλα τριγύρω τ’ άλλα λουλουδάκια,
περνάει από κοντά σας και δε βλέπει
τον πόνο σας ωραίο, για να χαϊδέψει
τα πορφυρά θρηνητικά μαλλιά σας.
Ειδυλλιακές οι νύχτες σας σκεπάζουν,
κι η καλοσύνη αν χύνεται των άστρων,
ταπεινοί καθώς είστε, δε σας φτάνει.
Ολούθε πνέει, σα λίβας, των ανθρώπων
η τόση μοχθηρία και σας μαραίνει,
ανθάκια μου χλωμά, που σας επήραν
σε κήπους μακρινούς να σας φυτέψουν

 Κ. Γ. Καριωτάκης, Ποιήματα και πεζά, εκδ. Γράμματα

 

 

 Κ. Γ. ΚΑΡΙΩΤΑΚΗΣ

 

Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων 

 

 Από θεούς κι ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλαίν· τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.
Οι Ουγκό με «Τιμωρίες» την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι

Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,
και αν οι Μπωντλαίρ εζήσανε νεκροί,
η Αθανασία τούς είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που’ ναι.

Του κόσμου η καταφρόνια τούς βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι κι ωχροί,
στην τραγική απάτη τους δομένοι
πως κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τούς ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι

Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
«Ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε
«την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι;»

  Κ. Γ. Καριωτάκης, Ποιήματα και πεζά, εκδ. Γράμματα

 

 

 

 Βλαντιμίρ ΜΑΓΙΑΚΟΒΣΚΙ

 

 

Συνομιλία με ένα φοροεισπράκτορα

                περί ποιήσεως

 

 

Αρχίζεις να σπρώχνεις μια λέξη στο στίχο

Κ’ η λέξη δε μπαίνει./ Επιμένεις και σπάει.

 

Η ποίηση- είναι ένα ταξίδι/ σ’ άγνωστη χώρα.

Η ποίηση είναι ταυτόσημη/ με την παραγωγή ραδίου.

Για μια και μόνο λέξη/ λιώνεις χιλιάδες τόνους

                 Γλωσσικό μετάλλευμα

 

Όσο πάει αγαπώ λιγότερο/όσο πάει λιγότερο τολμώ

η πιο φυσική απόσβεση

είναι, η απόσβεση του νου και της καρδιάς.

 

Όταν ο ήλιος θα ανατείλει/σαν καλοθρεμμένος κάπρος

Σ’ ένα μέλλον δίχως αναπήρους και ζητιάνους

εγώ θα έχω πεθάνει στην ψάθα

μαζί με άλλους δυο τρεις του συναφιού μου.

Συντάξτε από τώρα/τον μεταθανάτιο ισολογισμό μου!

Το βεβαιώνω και ξέρω πως δεν πέφτω έξω:

απ’ όλους αυτούς/ τους σημερινούς καταφερτζήδες

αυτούς που γλείφουνε πλένε στα λεφτά

μονάχα εγώ θα μείνω βουτηγμένος μες στα χρέη.

 

Ο ποιητής/ μένει πάντοτε χρεώστης

απέναντι στον κόσμο.

Πληρώνει πάντα τόκους και υπερημερίες

για τον πόνο των ανθρώπων.

Μένω χρεώστης

απέναντι στη φωτοχυσία του Μπρόντγουέυ

απέναντι σε σας, σύννεφα της Βαγδάτης

απέναντι στον κόκκινο στρατό, στις βυσσινιές της Ιαπωνίας

που δεν πρόφτασα ως τώρα να τις τραγουδήσω.

 

            Μετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου

 

 

                  Γιώργης ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ

                      Τα Αντικλείδια

 

 Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. ‘Ομως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
‘Ισως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.

                     Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.

            Από τη συλλογή «Τα αντικλείδια», εκδ. Στιγμή
 
 
 
 
               Ο έρωτας και ο ποιητής

 

 

…Η περσική λέξη «ασίκης» (που διατηρεί και στη γλώσσα μας την αρχική της σημασία), σημαίνει τόσο τον ερωτευμένο όσο και τον ποιητή.

Ο ερωτευμένος, για όσο διάστημα βρίσκεται στην ατμόσφαιρα του έρωτα είναι ποιητής. Χρειάζεται να υπενθυμίσουμε πως οι ερωτευμένοι γράφουν ποιήματα; Χρειάζεται να πούμε πως κι ο πιο άξεστος άνδρας και η πιο αγράμματη νοικοκυρά, όταν γίνονται όργανα του έρωτα, συμπεριφέρονται και σκέφτονται με τρόπο θαυμαστό  ή πώς μιλούν ποιητικά; Χρειάζεται να  πούμε ότι μόλις πέσουν από το επίπεδο του έρωτα, μόλις βγουν απ’ την ατμόσφαιρα του έρωτα, οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι γίνονται αγνώριστα ανθρωπάκια;

Ο ποιητής είναι ένας ερωτευμένος με τη ζωή, ένας (ευρισκόμενος) πριν από την πτώση (Αδάμ, Άνθρωπος), ένας που έχει νικήσει τον ιστορικό χρόνο (τον Χρόνο- Κρόνο), και φανερώνει τα πράγματα στον ερωτικό τους χρόνο, στην Αγάπη, που είναι η Διαρκής Αστραπή. Αλλά οι άνθρωποι δεν αντέχουν τον παράδεισο- κανένα κλουβί δεν μπορεί να κρατήσει την αστραπή. Γι αυτό οι ανθρώπινες κοινωνίες στάθηκαν πάντα αμυντικά και κάποτε επιθετικά, μπροστά στον κίνδυνο που αποτελούν γι αυτές τόσο ο έρωτας όσο και ο ποιητής.

   Οι ερωτευμένοι, μέσα στον ενθουσιασμό τους (ένθεοι), βιώνοντας την απόλυτη ικανοποίηση, ζώντας στη συν- ουσία, βλέπουν τα πράγματα στο αληθινό τους μέγεθος, γνωρίζουν την πραγματική τους αξία, γίνονται αθώοι κι αδίσταχτοι σαν τα παιδιά και υπακούοντας μόνο στον κεραυνό του έρωτα που οιακίζει (κυβερνά) τα πάντα, δεν υποτάσσονται σε καμιά ανθρώπινη εξουσία. Αυτό δε συμφέρει τις κοινωνίες που θέλουν ανθρώπους γεμάτους άγνοια κι αισθήματα ενοχής, εύκολα υποτασσόμενους κι εύκολα ελεγχόμενους, έτοιμους να τραφούν με ψεύδη και υποκατάστατα. Εξάλλου, οι ερωτευμένοι, ζώντας στο παραδείσιο, θεϊκό επίπεδο, θυμίζουν στους ανθρώπους το επίπεδο εκείνο που θα έπρεπε να βρίσκονται οι άνθρωποι και δεν μπορούν να βρίσκονται, εξαιτίας του συνειδησιακού τους ύπνου και της πνευματικής τους οκνηρίας. Το επίπεδο αυτό φανερώνει στους ανθρώπους τη λειψότητά τους, γι αυτό  και πρέπει να το εξαφανίσουν, όπως πρέπει να εξαφανίσουν και εκείνους που υπενθυμίζουν την ύπαρξη του επιπέδου αυτού..

Έτσι, τον μεν έρωτα, όταν δεν τον εξοντώνουν άμεσα, τον εξοντώνουν έμμεσα, υποβιβάζοντάς τον σε κάτι πλήρως ελεγχόμενο και εναρμονισμένο με το επίπεδό τους: Τον γάμο.

Όσο για τον ποιητή- νυμφίο- εραστή, αυτόν, όταν δεν τον σκοτώνουν, τον εξορίζουν ή τον φιμώνουν με χίλιους δυο τρόπους.

Και βέβαια θεωρώ ποιητές- εραστές:

Τον Κρίσνα (που τον σκότωσαν «κατά λάθος»).

Τον Ησίοδο (που τον δολοφόνησαν γιατί αποπλάνησε μια κόρη»).

Τον Σωκράτη (που τον φαρμάκωσαν γιατί «έφερνε καινούριους θεούς και διέφθειρε τη νεολαία»).

Τον Μεγαλέξανδρο (που τον δολοφόνησαν γιατί αξίωνε το σεβασμό προς όλες τις φυλές κι ακόμη αξίωνε απ’ όλους, και κυρίως απ’ τον εαυτό του, το φιλοσοφικώς και ποιητικώς, το ερωτικώς κι εν τέλει, το θεϊκώς ζην).

Τον Ιησού (που τον σταύρωσαν γιατί «διέλυε τις οικογένειες και τη θρησκεία»).

Τον Μανσούρ Αλ Χάλλατζ (που τον κομμάτιασαν γιατί «ήταν αιρετικός και θεοποίησε τον εαυτό του»).

Τον Ίμπν Ελ Αράμπι (που επανειλημμένα θέλησαν να δολοφονήσουν, γιατί έλεγε ότι «θρησκεία μου είναι ο έρωτας» και πως «το πρόσωπο του θεού μπορείς να το δεις παντού, όπως λ. χ. σε μιαν ωραία γυναίκα»).

Τον Σαμψουντίν (που τον δολοφόνησαν, γιατί «διέφθειρε» το Μελβανά Τζελαλουντίν Ρουμί).

Τον Ανδρόνικο Κομνηνό (που τον βασάνιζαν επί έξι μέρες γιατί έδωσε προνόμια στο λαό και κυρίως, γιατί, σαν άλλος Διόνυσος, στεφανωμένος με κισσό, έφευγε συχνά προς το Βόσπορο, συνοδευόμενος από γυναίκες).

Τέλος τον Λόρκα (που τον εκτέλεσαν γιατί «διέφθειρε» την ισπανική κοινωνία»), κι ακόμα τον Παζολίνι και τον Τζων Λένον (που τους δολοφόνησαν, θεωρώντας τους λίαν επικίνδυνους για την ιταλική και παγκόσμια- βυθισμένη στην άγνοια, στην απληστία, στην αδικία, στην ασχήμια και στο έγκλημα- «άρχουσα» τάξη).

…Ακόμα, δια του έρωτος, δημιουργείται ο πιο φημισμένος πόλεμος που γνώρισε ποτέ το ελληνικό σύμπαν (ο Τρωικός πόλεμος)…..

Και βέβαια  δεν είναι τυχαίο που μεγάλοι ποιητές τελειώνουν το ποιητικό τους έργο με την ένωση των δύο κυρίαρχων και συμπληρωματικών στοιχείων του σύμπαντος, του αρσενικού και του θηλικού:

Ο Ντάντε ενώνει το φως με το τριαντάφυλλο, έτσι που το δαντικό σύμπαν γίνεται ένα τριαντάφυλλο από το φως.

Ο Έλιοτ, πάλι, ενώνει τη φωτιά με το τριαντάφυλλο. Να πώς τελειώνουν τα τέσσερα Κουαρτέτα:

 

Κι όλα θα παν καλά και

κάθε είδους πράγμα θ’ αποβεί καλό

όταν οι γλώσσες από φλόγα διπλωθούν

μες στον στεφανωμένο κόμπο (ή μπουμπούκι) της φωτιάς

κ΄ η φωτιά και το ρόδο γίνουν ένα.

 

Όσο για το Σεφέρη, αυτός στο τέλος των Ποιημάτων του, ενώνει τον «ακατανίκητο ήλιο» της μακρύτερης μέρας, με το εκατόφυλλο ρόδο, που τα πέταλά του αποτελούνται από τα λαμπυρίσματα της θάλασσας του Θερινού Ηλιοστασίου:

 

Ό,τι πέρασε πέρασε σωστά.

Κι εκείνα ακόμα που δεν πέρασαν

πρέπει να καούν

τούτο το μεσημέρι που καρφώθηκε ο ήλιος

στην καρδιά του εκατόφυλλου ρόδου.

 

…Στα δεκαέξι, στα δεκαεφτά του, ο Ρεμπώ είναι ήδη ένας μυημένος στον Κοσμικό Έρωτα. Ιδού:

         Βρέθηκε.

         – Ποιο;

         – Η αιωνιότητα.

         Είναι η ένωση του ήλιο και της θάλασσας.

 

       Γιάννης Υφαντής, ποιητής

 

 

                Θωμάς ΓΚΟΡΠΑΣ

 

 Ποίηση

 

 Ποίηση/ ανάμνηση από φίλντισι

Περίπατος τα ξημερώματα

Άναμμα τσιγάρου κατά λάθος από φεγγάρι

Χαρταετός που ξέφυγε απ’ τα χέρια παιδιού

Κλάμα παιδιού στη μέση πανηγυριού

Φιλία ανάμεσα σε δυο προδοσίες

Κλωνάρι που ταξιδεύει

Δασκάλα μόνη μελαγχολική στο διάλειμμα

Ένα βιολί που παίζει μοναχό του

Αριθμός 7/της καρδιάς τα μέσα φυλλώματα

Χαλκός χαλκωματένια- όλα τα παλιά γυαλίζω

Χρυσάφι για όλους ή για κανένα

Πόλη που κυριεύτηκε άδεια μετά μακρά πολιορκία

Παλιές φωτογραφίες και μακρυμπάνι της μνήμης

Πεταλούδα που γλυτώνει απ’ τη φωτιά

Φωτιά που γλυτώνει απ’ τα νερά

Χαρά που γλυτώνει απ’ τα γεράματα

Βιολέτες σ’ άσπρο λαιμό

Άσπρο άλογο που τρέχει σε μαύρο ουρανό

Μαύρος ήλιος καλοκαιρινός

Άσπρος ήλιος χειμωνιάτικος

Λεμόνι κάρβουνο γλυκό του κουταλιού

Νύχτα στρωμένη τσιγάρα

λέξεις…

 

 Θ. Γκόρπας, Ποιήματα, εκδ. Κέδρος

 

 

 

Θωμάς ΓΚΟΡΠΑΣ

 

 

Για την ποίηση πάλι

 

 

Δημοτικό τραγούδι

Χριστόπουλος ήχος μπουζουκιού

Κάλβος ήχος πλατάνων

Σολωμός ήχος γιασεμιών

Παλαμάς ήχος τίποτε

Μαλακάσης ήχος πόλεως σαν παίρνει να βραδιάζει

Καβάφης ήχος πόλεως προχωρημένο βράδυ

Βάρναλης ήχος του μέλλοντος από παλιές καμπάνες

Φιλύρας ήχος προπολεμικής ταβέρνας

Σικελιανός ήχος ματισμένος από αρχαίες

πομπές και σύγχρονα φαγοπότια

Καρυωτάκης ήχος πόλεως που κοιμάται

Σεφέρης ήχος του παλαμικού τίποτε

Εμπειρίκος ήχος που συνεχίζεται μες στα ποιήματά μας

Λαϊκό τραγούδι

 

 Θωμάς Γκόρπας, Τα ποιήματα, εκδ. Κέδρος

 

 

Απλώς, περί ποιήσεως…

Του Βασίλη Ρούβαλη

Η ποίηση είναι το έναυσμα, η σιωπηλή αφορμή, το μεταφυσικό υπέρ και κατά˙ είναι ακόμη το αντίδοτο, η ζυγαριά για την ηθική, την ποιητική ηθική που τόσο ξεχάστηκε εσχάτως. Η λεγόμενη παγκόσμια οικονομική κρίση ανασύρει, αναπόφευκτα ή ευκτέα, άλλες αξίες και δυναμικές τις οποίες ο ποιητικός λόγος πρεσβεύει αναφανδόν. Κι εφόσον ο ποιητής καλείται (ας ειπωθεί ότι και οφείλει) να «παραβιάζει τον χρόνο», κατά πώς θα σημείωνε εμφαντικά για την τρέχουσα πραγματικότητα ο Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι, αξίζει να γίνει μια περαιτέρω μνεία στην πρόσφατη πρωτοβουλία να συσπειρωθούν ποιητές και ποιητικές ενώπιοι ενωπίω με την ελληνική εκδοχή της οικονομικής και, κυρίως, πολιτικής-κοινωνικής κρίσης. «Της Ιστορίας το σώμα / Ακόμα / Στα επείγοντα αζήτητο», γράφει η Παυλίνα Παμπούδη, ανάμεσα στους άλλους 27 ποιητές που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του (.poema..). Αλλ’ αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία, ωστόσο, είναι το γεγονός πως η ποίηση -έστω κι αν παραγκωνισμένη σχεδόν από το σύνολο των ΜΜΕ- έμπρακτα δηλώνει «παρών», εξανίσταται ή έστω διαμαρτύρεται ήπια. Στην περίσταση του περασμένου Δεκεμβρίου η συμβολή των ποιητών, με μοναδικό όπλο τους στίχους τους, ξεπέρασε τον πολιτικό καθωσπρεπισμό, τοποθετήθηκε απέναντι στον συνήθη εφησυχασμό της κοινής γνώμης, νοηματοδότησε λίγο περισσότερο την ουτοπία, η οποία κατά τον Ernst Bloch συμφωνεί με την πραγματικότητα «χωρίς να χάνει τη θέα του ιδεώδους…». Ο Τάσος Λειβαδίτης τονίζει την αισιοδοξία λέγοντας πως «κι αν νικηθήκαμε δεν ήταν απ’ την τύχη της αντιξοότητες, αλλά απ’ αυτό το πάθος μας για κάτι πιο μακρινό». Σε πλήρη σύμπνοια και η νεοεμφανιζόμενη Ναταλία Κατσού, με το πρόσφατο βιβλίο της «Μαγωδός» (εκδόσεις Καστανιώτη), η οποία σημειώνει σε παρένθεση: «(κάθε σιωπή εκρήγνυται κάποτε)», αλλά και ο Γιώργος Βέης: «Επειδή κάθε δευτερόλεπτο μετράει / πρέπει τώρα ν’ αρχίσουμε να γράφουμε όλο και περισσότερα ποιήματα / για να καθαρίσουμε το τοπίο…» αλλά και ο Juan Goytisolo: «Στη λεγόμενη σύγχρονη εποχή η αληθινή ποιητική αλλαγή έρχεται τώρα, ανεξάρτητα από το όνομα που θέλουμε να της δώσουμε» («Ημερολόγιο 360 μοίρες», μτφρ.: Χριστίνα Θεοδωροπούλου, εκδόσεις Scripta 2003). Το ερώτημα τίθεται αναπόφευκτα. Οφείλουμε να παραμορφώσουμε λίγο την πραγματικότητα, να τη στρεβλώσουμε για να μας αποκαλύψει μια νέα διάσταση του χώρου και του χρόνου; Ο Ντανίλο Κις απαντάει απλοποιητικά: «Η μεταμόρφωση των ανθρώπων και των αντικειμένων είναι η συνέπεια μιας εφόδου εσωτερικών εικόνων…». Οπως και ο Οσίπ Μαντελστάμ με άλλα λόγια, ανακατευθύνοντας το σκεπτικό προς την ποίηση, σημειώνοντας ότι «…αυτά που τώρα λέω, δεν τα λέω εγώ / Αλλά κάτι που βρέθηκε στη γη, όπως οι σπόροι πετρωμένου σταριού». Κι ο λόγος αξίζει να δοθεί πάλι στη Μαρίνα Τσβετάγιεβα, αυτή τη φορά στις εξομολογήσεις της (στην εξαιρετική έκδοση «Μια ζωή μέσα στη φωτιά», μτφρ.: Μάρω Κάτσικα & Ανδριάνα Χάχλα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας 2008), στοχάζεται γύρω από την ποίηση, την οποία θεωρεί «μια λέξη γενικά ένδοξη και νεφελώδη». Και αναρωτιέται «γιατί ονομάζετε ποίηση (άλλοι το ονομάζουν μουσική) το καλύτερο πράγμα στον άνθρωπο και τον κόσμο; Ο Θεός μέσα στον άνθρωπο, μάλιστα. Μα αυτό είναι κάτι ασύγκριτα μεγαλύτερο και σαφέστερο. Ο Θεός υπάρχει μέσα σας, αλλά όχι η ποίηση. Η ποίηση θα γεννηθεί όταν τον φανερώσετε μέσα σε στίχους…». Είναι η αιώνια ηχώ, η καμία γλώσσα, το σκοτείνιασμα και το φως, είναι η ποίηση.

  

 Οδυσσέας Ελύτης, «Οι ποιητές»

Τι να σας κάνω μάτια μου και σας τους Ποιητές

που μου καμώνεστε τις ψυχές τις αήττητες

Και χρόνια περιμένετε κείνο που δεν περίμενα

όρθιοι στη σειρά σαν αζήτητα αντικείμενα…

Δεν πα’ να σας φωνάζουν- ούτ’ ένας σας δεν απαντά

έξω χαλάει ο κόσμος καίγονται τα σύμπαντα

Τίποτα, σεις διεκδικείτε- να ‘ξερα με τι νου-

τα δικαιώματά σας επί του κενού!

Σε καιρούς λατρείας του πλούτου ω της αμεριμνησίας

αποπνέετε το μάταιο της ιδιοκτησίας

Κι ο Αντιφωνητής:

Εις θέσιν- εν! Συμπέρασμα κανέν-

α. Τους ζυγούς λύσατε.

Τα κορίτσια φιλήσατε.

Κάνε άλμα/ πιο γρήγορο απ’ τη φθορά.

(Ο Ελύτης, Μαρία Νεφέλη)

Ν. Εγγονόπουλος, «Ποίηση 1948»

Τούτη η εποχή/ του εμφυλίου σπαραγμού

δεν είναι εποχή/ για ποίηση/ κι άλλα παρόμοια:

σαν πάει κάτι/ να γραφεί/ είναι ως αν

να γράφονταν/ από την άλλη μεριά

αγγελτηρίων θανάτου/ γι αυτό και

τα ποιήματά μου/ είναι τόσο πικραμένα

(και πότε- άλλωστε- δεν ήσαν;)

κι είναι/- προ πάντων- και τόσο λίγα.

(Ν. Εγγονόπουλος, Ποιήματα, τ. Β’, εκδ. Ίκαρος)

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, «Ο συνένοχος ή [Είμαι ο ποιητής]»

Με σταυρώνουν κι εγώ πρέπει να ‘μια τα καρφιά κι ο σταυρός.

Μου προσφέρουν το ποτήριο και πρέπει εγώ να ‘μια το κώνειο.

Μ’ εξαπατούν και εγώ πρέπει να ‘μια ψέμα.

Με καίνε και πρέπει εγώ να ‘μια η κόλαση.

Οφείλω να μεγαλύνω και να ευλογώ την κάθε μια στιγμή του χρόνου.

Τροφή μου είναι το καθετί.

Το ακριβές βάρος του σύμπαντος, η ταπείνωση, η δοξολογία.

Πρέπει να συγχωρώ αυτόν που με πληγώνει.

Η ευτυχία μου ή η δυστυχία μου δεν έχουν σημασία.

Είμαι ο ποιητής.

(«Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα», εκδ. Ελληνικά γράμματα)

Βιθέντε Αλεϊξάνδρε (1898- 1984, Ισπανός)

«Ο ποιητής»

Για σένα, που γνωρίζεις πως η πέτρα τραγουδεί

και που η αυαίσθητη ίριδά σου γνωρίζει πια

το βάρος ενός βουνού πάνω σ’ ένα ήμερο μάτι

και πως η ηχηρή κραυγή των δασών αποκοιμιέται

μια μέρα στις φλέβες μας

για σένα, ποιητή, που ένιωσες στην ανασαιμιά σου

την βίαιη έφοδο των ουρανίων πουλιών

και που στις λέξεις σου πετούν αμέσως τα ισχυρά φτερά των αετών

καθώς φαίνεται να λάμπει η ράχη των ζεστών βουβών ψαριών:

άκου αυτό το βιβλίο που στα χέρια σου στέλνω/ με χειρονομία δάσους

αλλ’ όπου αιφνίδια μια δροσερότατη σταγόνα δροσιάς

λάμπει πάνω σ’ ένα ρόδο

ή φαίνεται να σφύζει ο πόθος του κόσμου

η θλίψη που σαν βλέφαρο πονεμένο

κλείνει την δύση και αποκρύβει τον ήλιο καθώς δάκρυ σκοτεινιασμένο

ενώ το απέραντο μέτωπο κουρασμένο

νιώθει έναν σπασμό χωρίς φως, έναν ασπασμό μακρό

κάποιε λέξεις βουβές που προφέρει ο κόσμος πεθαίνοντας.

Ναι, ποιητή: η αγάπη και ο πόνος είναι το βασίλειό σου.

Σάρκα θνητή η δική σου, που, αρπαγμένη από το πνεύμα

πυρπολείται στη νύχτα ή ανυψώνεται στο ισχυρό μεσημέρι

τεράστια γλώσσα προφητική που γλείφοντας τους ουρανούς

φέγγει λέξεις που θανατώνουν τους ανθρώπους.

Η νιότη της καρδιάς σου δεν είναι μια ακρογιαλιά

που η θάλασσα πολιορκεί με τους σπασμένους αφρούς της

δόντια αγάπης που δαγκώνοντας τις άκρες της γης,

μουγκρίζουν γλυκά στα όντα.

Δεν είναι εκείνη η άγρυπνη αχτίδα που αιφνίδια σε απειλεί

φωτίζοντας μία στιγμή το φωτεινό μέτωπό σου,

για να βυθιστεί στα μάτια σου και να τα πυρπολήσει, καίγοντας

τους χώρους με την ζωή σου που από αγάπη ξοδεύεται.

Όχι. Το φως εκείνο που στον κόσμο

δεν είναι στάχτη έσχατη,

φως που ποτέ δεν χαμηλώνει σαν σκόνη στα χείλη,

είσαι συ, ποιητή, που το χέρι σου και όχι το φεγγάρι

είδα εγώ στους ουρανούς μια νύχτα να λάμπει.

Ένα στήθος εύρωστο που αναπαύεται διαπερασμένο από τη θάλασσα

ανασαίνει ωσάν την απέραντη ουράνια παλίρροια,

και ανοίγει τους αναπαυμένους του βραχίονες και αγγίζει,

θωπεύει τα έσχατα όρια της γης.

Τότε;/ Ναι, ποιητή, πέταξε το βιβλίο αυτό που επιδιώκει

Να συγκλείσει στις σελίδες του μια μαρμαρυγή του ήλιου,

και κοίταξε κατάματα το φως, στηρίζοντας το κεφάλι στο βράχο,

ενώ τ’ απόμακρα πόδια σου νιώθουν τον έσχατο ασπασμό της δύσης

και τα τψωμένα σου χέρια αγγίζουν γλυκά το φεγγάρι,

και η χυτή σου κόμη αφήνει αυλάκι στ’ άστρα.

(«Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, εκδ. Ελληνικά γράμματα)

Αντρέ Βελτέρ, τιμώμενος ποιητής στην «13η Άνοιξη της ποίησης» στη Γαλλία (7-21 Μάρτη 2011): «Η ελληνική ποίηση είναι μοναδική»!…

Ο Αντρέ Βελτέρ είναι ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους ποιητές της Γαλλίας (βραβεία Γκονκούρ και Μαλαρμέ). Στην ποίησή του εκφράζει τις εμπειρίες του από πολυάριθμα ταξίδια στον κόσμο και τις εσωτερικές του περιπλανήσεις. Διευθυντής της συλλογής «Ποίηση» των εκδόσεων Gallimard, έχει προσφέρει πολλά στη διάδοση της ξένης ποίησης και ιδιαίτερα της ελληνικής. Εξέδωσε μια ανθολογία σύγχρονης ελληνικής ποίησης και μια συλλογή της Κικής Δημουλά. Η ελληνική ποίηση αντιπροσωπεύεται και στην «Ανθολογία Μεσογειακής Ποίησης».

«Η ποίηση της Ελλάδας και της Πορτογαλίας έχουν μια τεράστια ποικιλία έκφρασης, με προσωπικότητες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους», μας λέει. «Για μένα ποιητής είναι αυτός που δεν μοιάζει με κανέναν, κάτι που υπάρχει στην ελληνική σύγχρονη ποίηση και με αγγίζει εξαιρετικά».

Ποιες είναι οι αξίες της ελληνικής ποίησης για σας;

«Υπάρχει μια συνέχεια της ποιητικής πνοής και της λυρικής έκφρασης. Μετά τους μεγάλους ποιητές, Ρίτσο, Σεφέρη, Ελύτη, ο «χρυσός αιώνας της ποίησης» συνεχίζεται. Η Ελλάδα δεν είναι οποιαδήποτε χώρα, είναι ο θεμέλιος λίθος του δυτικού πολιτισμού. Γνωρίζω πολύ καλά και αγαπώ τη χώρα σας, νιώθω «ενταγμένος» στο ελληνικό μεσογειακό περιβάλλον, σε έναν τρόπο σκέψης και ζωής. Βρίσκω ομοιότητες με χώρες όπως η Ινδία όπου ταξιδεύω πολύ συχνά, υπάρχει ένας σύνδεσμος ανάμεσα στους μεγάλους μύθους. Το αισθάνθηκα στην Ολυμπία, στη Δήλο. Στη σύγχρονη ελληνική ποίηση υπάρχει η πνοή, η λυρική και επική διάσταση που είναι θεμελιώδεις αξίες στον ποιητικό λόγο. Σημαντική είναι επίσης η συνέχιση της παράδοσης της μελοποιημένης ποίησης, ξεκινώντας από το ρεμπέτικο μέχρι τις έντεχνες συνθέσεις. Θεωρώ πολύ σημαντικό το να εκφράζει η ποίηση τη μουσικότητα της γλώσσας. Αυτό έχει επιτευχθεί στην Ελλάδα».

-Μέσα στο ταραγμένο διεθνές τοπίο ποιος είναι ο ρόλος του ποιητή;

«Δεν είμαι υπέρ της στρατευμένης ποίησης, γιατί διακινδυνεύουμε να περάσουμε στον χώρο της δημοσιογραφίας ή να κάνουμε ρητορική. Είμαι υπέρ της ποίησης που εκφράζει την εξέγερση, την επανάσταση και που αποδίδει ό,τι μας αγγίζει σε σχέση με μεγάλα κοινωνικά κινήματα. Ζούμε σε μια εποχή ατιμίας, με κλίκες και μαφίες στην εξουσία, όχι μόνο στις αραβικές χώρες, αλλά και στην Ιταλία και, ίσως, στη Γαλλία. Η λέξη «δημοκρατία» έχει τόσο διαβρωθεί που δεν ξέρουμε πια αν σημαίνει κάτι. Ο ποιητής μπορεί να το εκφράζει αυτό. Το πρόβλημα, όμως, είναι με ποια ποιητική φόρμα».

(Της Ήρας Φελουκατζή από την Ελευθεροτυπία)

-Από τη φίλη μου Αγγελική, «Ελάχιστη συνεισφορά στον ωκεανό της ποίησης»

-Η ποίηση μοιάζει ανάρρωση γλυκιά με απουσίες δικαιολογημένες…
Με τέσσερις αισθήσεις γυρίζει ή με έξι
ραβδοσκοπώντας φλέβες του ουρανού
ώσπου σκοντάφτει στον προτελευταίο στίχο…
Ο τελευταίος στίχος δεν μένει πάντα τελευταίος.
Κάποτε γίνεται πρώτος στίχος ενός ποιήματος
που γράφει κάποιος αναγνώστης
( Μιχάλης Γκανάς)

-Ένα ποίημα της Emily Dickinson

Ποίησις είναι να κοιτάζεις
τον καλοκαιρινό ουρανό .
Χωρίς γι’ αυτό να γράφουν τα βιβλία .
Τ’ αληθινά ποιήματα διαφεύγουν.
(Μετάφραση : Πέτρος Α. Δήμας )

«Αμ’ οι ποιητάδες; Αρσενικές Πυθίες, που κουβεντιάζουνε με τους Θεούς σαν παλιοί κουμπάροι…Μεσάτοι, κουνιστοί και με κομμένα μάτια, κει που περπατάνε σκορπίζοντας αρώματα και χάχανα καμπανιστά, σταματάνε ξαφνικά, γουρλώνουνε τα μάτια και κοιτάζουνε τ’ άστρα μέρα μεσημέρι. Κείνη τη στιγμή κατεβαίνουν άγγελοι των Θεών και τους καλούνε στον Όλυμπο της Μωρίας!… Εκεί μεθάνε κ’ εδώ χρησμολογούνε. Με τα μάτια των στίχων μας λυτρώνουν από τα δεσμά της ματαιότητας. Αφτοί δίνουν αιωνιότητα σ’ ότι αγγίσουνε με την πνοή τους. Χάρη σ’ αφτούς ο κόσμος γίνεται καλύτερος και βασιλέβουνε στη γης η ψυχή κι ο Θεός!»(Κ. Βάρναλης: Η αληθινή απολογία του Σωκράτη)

-(Η ποίηση δεν είναι πλούσιο τραπέζι)

Η ποίηση δεν είναι πλούσιο τραπέζι
γεμάτο εξαίσια εδέσματα•
δεν είναι γοργοτάξιδο καράβι
προορισμένο να διασχίσει πλησίστιο
θάλασσες και ωκεανούς…

Η ποίηση είναι απλή
σαν τον σπουργίτη που έρχεται στο τζάμι μας,
επισκέπτεται αρκετούς,
όμως συμβόλαια διαρκείας υπογράφει μόνο κατ’ εξαίρεσιν
και ουδέποτε αποκλειστικά.
(Αξελός Λουκάς)

                    

 

 

 

 

 

 

10 thoughts on “Για την ποίηση και τους ποιητές

  1. Δυό λόγια θα ήθελα να πω και εδώ! Αν και το ανέβασα στο Face Book μου, αλλά πρέπει. Ο Γιάννης Ξανθούλης θα πρέπει να ντρέπετε για τα όσα έχει γράψει για τους οικονομικούς μετανάστες στη πατρίδα. Όταν κάποιος πεινά, υποφέρει, δεν γνωρίζει εμπόδια. Το σφάλμα είναι μόνο των κυβερνήσεων της Ελλάδος. Αυτοί και μόνο είναι οι ένοχοι.
    Εμείς! Οι παλαιοί μετανάστες σε τούτη τη χώρα ήρθαμε κηνηγυμένοι από την ίδια μας τη πατρίδα, και βρήκαμε μητριά, αλλά, με κατανόηση.

    • Γεια σου, Μιχάλη….
      Είναι πραγματικά πολύ σημαντικό, ένας Έλληνας μετανάστης, όπως εσύ, να μας υπενθυμίζει τα δεινά και των δικών μας μεταναστών, όταν η πατρίδα τους ανάγκαζε να μεταναστεύουν, όπου γης, για μια καλύτερη ζωή, που η ίδια δεν μπορούσε να τους προσφέρει…. Φαίνεται όμως ότι ως λαός ξεχνάμε εύκολα, και με την ίδια ευκολία τώρα αναγορεύουμε σαν κύριο εχθρό μας τους οικονομικούς μετανάστες που το μεταναστευτικό κύμα «ξέβρασε» στη χώρα μας… Τα προβλήματα αυτά όμως δε λύνονται με το μίσος εναντίον τους, με τη λογική και τις πρακτικές της φασιστικής Χρυσής Αυγής, που, δυστυχώς, βρίσκουν σύμφωνη μια μεγάλη μερίδα Ελλήνων πολιτών…
      Όσο για το συγγραφέα, Ξανθούλη, και με την απάνθρωπη πρότασή του να ξαποστείλουμε τους μετανάστες σε «τόπους χλοερούς», τι να πεις!… Οργίζεσαι πολύ, όταν ένας άνθρωπος των γραμμάτων, απ’ τον οποίο άλλα θα περίμενες, προτείνει το απάνθρωπο και αποτρόπαιο, που μόνο από τα «κασιδιάρικα παλικάρια» της Χρυσής Αυγής θα μπορούσες ν’ ακούσεις!

  2. Θα ήθελα αγαπητέ αν γίνετε φυσικά να προσθέσω και εγώ ένα δικό μου ποίημα.

    Εγώ δεν είμαι Ποιητής
    ποιήματα δεν γράφω
    οτι φουντώνει μέσα μου
    μ’ αρέσει να το πλάθω!

    Πέρνω τη πένα,το χαρτί
    πάνω να τα σκαλίσω
    οτι θωρώ με στη ζωή
    προτού τα λησμονήσω

    Δάφνες, εγώ δεν ζήτησα
    ποτέ κι’ από κανέναν
    οτι σκαλίζω στο χαρτί,
    το κάνω για τα μένα

    Βλέπω το πόνο γύρω μου
    και μέσα μου πονάω.
    Μα σαν θα δω και τη χαρά
    γελώ και τραγουδάω!

    Είναι τριγύρω μερικοί
    που με κατηγορούνε
    οτι να γράψω δεν μπορώ
    και πρέπει να το πούνε!!

    Εγώ δεν θέλω φίλοι μου
    να σας κακοκαρδίσω
    μα όπως κ’ αν με κρίνετε
    εγώ θα συνεχίσω

    Κι’ όποιος δεν θέλει να κριθεί
    ποτέ του να μην κρίνει.
    Παρά αγάπη και στοργή
    στον άνθρωπο να δίνει.

    Εγώ δεν θέλω φίλοι μου
    εχθρούς να αποκτήσω
    τον άνθρωπο τον αγαπώ
    γι’ αυτόν θα πολεμήσω.

    Εγώ, σπουδές δεν έκαμα
    περγαμηνές δεν πείρα
    έχω περβόλι στη καρδιά
    την εδικιά μου πείρα

    Εγώ, τον άνθρωπο τον αγαπώ
    όπως τον έχει κάμει
    η Μάνα που τον γέννησε
    κι’ ο Κ
    ύρης που τον σπέρνει.

    Μιχάλης Ιωάννου Κατσούλης
    Sydney Aystralias

    • Κι όμως είσαι ποιητής!!!… Πολύ καλό!!!!…. Ευχαριστώ πολύ, καλέ μου φίλε, Μιχάλη!… Τους θερμούς χαιρετισμούς μου από την πατρίδα στο μακρινό Σίδνεϋ!!!!

  3. ΣΥΜΕΩΝΙΔΟΥ -ΘΑΝΟΥ ΝΑΤΑΣΣΑ on said:

    ΟΤΑΝ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΑΝΑΖΗΤΕΙ ΤΟΝ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΧΑΡΑ ΝΑ ΠΕΙ!!!
    ΠΙΑΝΩ ΧΑΡΤΙ ΚΑΙ ΣΤΥΛΟ ΚΑΙ ΤΑ ΑΠΟΤΥΠΩΝΩ ΕΚΕΙ!!!
    ΑΥΤΟ ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΠΟΙΗΣΗ ΘΑ ΠΕΙ!!!ΝΑΤΑΣΣΑ!!

    • Πολύ καλό, Νατάσσα!!!… Ευχαριστώ!
      Να σε «βλέπουμε» πιο συχνά στο μπλογκ μου που κυρίως αναφέρεται στην ποίηση!… Καλό βράδυ!

  4. Παράθεμα: Αφιέρωμα στην Ποίηση….. Είπαν για την ποίηση…… | Περι Εμπνεύσεων...Δημοσιογραφίας και Φιλολογίας o λόγος

  5. Παράθεμα: Αφιέρωμα στην Ποίηση….. Είπαν για την ποίηση…… | Λογοτεχνίας , Τέχνης και Φιλολογίας o λόγος

  6. Συμεωνίδου Θάνου Νατάσσα on said:

    Λογια απλα!!!!!

    Το κελάηδισμα των πουλιών, η λάμψη των αστεριών , δίνει φως στην καρδιά να πετάξει μακριά, ο ήλιος τα συννεφα, τα κύματα στα βράχια, κάνουν την ψυχή να αντηχεί, ολα μαζί αυτά και άλλα πολλα
    ερεθίσματα, κάνουν την ψύχη να γράφει ότι θέλει να πει!!!!

    Με αγάπη και σεβασμό :Δόνα Αμαρυλλίς (Συμεωνίδου Θάνου Νατάσσα)

    • Σ’ ευχαριστώ πολύ, Νατάσσα!!!… Πολύ καλό!!…Να ‘σαι καλά!…
      Σ’ ενημερώνω ότι κάθε εβδομάδα πιάνω ένα θέμα με πολλά σχετικά ποιήματα και τα αναρτώ στο μπλογκ με τίτλο «Πες το με ποίηση»…Αν θες μπορείς να συμμετάσχεις στην παρέα μας με σχολιασμούς… Και πάλι ευχαριστώ, καλό βράδυ!

Αφήστε απάντηση στον/στην itzikas Ακύρωση απάντησης